Αποτελέσματα live αναζήτησης

Πολυεθνικές φουσκώνουν έως και 416% τις τιμές των προϊόντων.

22 Μάιου 2010 Σχόλια
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
  • Οπως και να ‘χει η ουσία είναι ότι οι ελληνικές οικογένειες αγοράζουν, σύμφωνα με τιμοληψίες του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας αλλά και καταναλωτικών οργανώσεων, ακριβότερα έως 416% το ψωμί του τοστ σε σχέση με τις αυστριακές.
Πολυεθνικές φουσκώνουν έως και 416% τις τιμές των προϊόντων.

Οπως και να ‘χει η ουσία είναι ότι οι ελληνικές οικογένειες αγοράζουν, σύμφωνα με τιμοληψίες του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας αλλά και καταναλωτικών οργανώσεων, ακριβότερα έως 416% το ψωμί του τοστ σε σχέση με τις αυστριακές.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Η», τα πρώτα αποτελέσματα των ελέγχων με τη διαδικασία του transfer pricing (ενδοομιλικές συναλλαγές), που κάνει ειδική ομάδα του υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, δείχνουν μεθόδους τις οποίες εφαρμόζουν οι πολυεθνικές για να «φουσκώνουν» τις τιμές των προϊόντων στην ελληνική αγορά και να εμφανίζουν λιγότερα κέρδη, γλιτώνοντας έτσι φορολογία.

Το αποτέλεσμα είναι αφενός τα ελληνικά νοικοκυριά να πληρώνουν πανάκριβα τα ίδια αγαθά που πωλούνται φθηνότερα στο εξωτερικό και αφετέρου το Δημόσιο να χάνει έσοδα. Τα κόλπα, όπως αναφέρουν πηγές του υπουργείου, έχουν να κάνουν με υπερτιμολογήσεις ανάμεσα στη μητρική και τις θυγατρικές εταιρείες, εκμεταλλευόμενοι τη διαφορά της φορολογίας.

Τα ίδια στελέχη του υπουργείου περιγράφουν:

«Μια ξένη πολυεθνική (μητρική) έχει πολλές θυγατρικές σε διάφορες χώρες της ΕΕ. Η μητρική τιμολογεί τα προϊόντα της σε κάθε θυγατρική διαφορετικά. Αν σε μία χώρα η φορολογία είναι υψηλή, τότε επιλέγει και δίνει υψηλότερη τιμή χονδρικής, ενώ σε άλλη με χαμηλή δίνει χαμηλότερη. Με τον τρόπο αυτό, στην πρώτη περίπτωση, που κάνει την υπερτιμολόγηση, αποφεύγει να πληρώσει υψηλό φόρο, καθώς εμφανίζει μικρά κέρδη. Ετσι το ίδιο προϊόν το πουλά ακριβότερα φέρ’ ειπείν στην Ελλάδα έναντι της Γαλλίας».

Επιπλέον, οι πολυεθνικές καταφέρνουν να διατηρούν και να αυξάνουν τα κέρδη τους σε χώρες όπου οι συνθήκες είναι ολιγοπωλιακές και βέβαια επί της ουσίας τις έχουν δημιουργήσει οι ίδιες. Για παράδειγμα, αν ένα κράτος έχει ολιγοπωλιακή αγορά και η θυγατρική έχει μία δεσπόζουσα θέση, τότε η μητρική επιλέγει και ανεβάζει την τιμή διάθεσης του προϊόντος προς τη θυγατρική της. Ετσι εμφανίζει στους ισολογισμούς της χαμηλή κερδοφορία. Σε διαφορετική περίπτωση θα έμπαινε εύκολα στο στόχαστρο των ελεγκτικών Αρχών.

Με τους τρόπους αυτούς οι πολυεθνικές καταφέρνουν να εδραιώνουν τη θέση τους στην ελληνική αγορά και μάλιστα έχουν φτάσει να ελέγχουν το 60% των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης (τρόφιμα, απορρυπαντικά, είδη νοικοκυριού κ.λπ.).

Ο αντίλογος, βέβαια, των ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας είναι πως οι τιμές είναι υψηλότερες σε σχέση με άλλα κράτη της ΕΕ, λόγω επιβαρύνσεων που έχουν στη λειτουργία τους. Οπως για παράδειγμα η υψηλή φορολογία, η γραφειοκρατία και το μεγάλο κόστος διακίνησης των προϊόντων τους στη χώρα μας. Ιδίως ως προς το τελευταίο επιχειρηματολογούν με τη μορφολογία του εδάφους της Ελλάδας (βουνά, νησιά) αλλά και με το άσχημο οδικό δίκτυο. Μάλιστα ως προς τις μεταφορές, τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει οι πιέσεις τους για την απελευθέρωσή τους.


Τιμές - φωτιά
Οπως και να ‘χει η ουσία είναι ότι οι ελληνικές οικογένειες αγοράζουν, σύμφωνα με τιμοληψίες του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας αλλά και καταναλωτικών οργανώσεων, ακριβότερα έως 416% το ψωμί του τοστ σε σχέση με τις αυστριακές. Οι Αυστριακοί τη συσκευασία των 500 γραμμαρίων την πληρώνουν μόλις 0,55 ευρώ, ενώ εμείς 2,84 ευρώ.

Το αλεύρι του ενός κιλού στην Ελλάδα έχει καταγραφεί με τιμή 1,6 ευρώ, ενώ στο Βέλγιο 0,49 ευρώ (226,5%).

Τραπεζάκι καθιστικού πωλείται από πολυεθνική στην Ελλάδα με τιμή 15 ευρώ, αλλά στη Γαλλία διατίθεται έναντι 4,95 ευρώ, στην Ισπανία και Πορτογαλία 4,99 ευρώ. Είναι ακριβότερο κατά 203% στη χώρα μας.

Την ίδια μάρκα χαρτιού κουζίνας (συσκευασία τριών τεμαχίων) ο Ισπανός καταναλωτής την αγοράζει 1,2 ευρώ, αλλά ο Ελληνας 2,91 ευρώ, ήτοι τιμή υψηλότερη κατά 142,5%.

Σε διπλάσια τιμή (106%) πωλείται στη χώρα μας αφροντούς των 250 ml. Εδώ κυμαίνεται από τα 2,66 έως τα 2,72 ευρώ, ενώ στο Βέλγιο έχει τιμή 1,32 ευρώ.

Το κίτρινο τυρί διατίθεται στους Ελληνες με τιμή 7 ευρώ το κιλό, αλλά στο Βέλγιο 3,97 ευρώ (76,32%).



Προθεσμία άλλων δύο εβδομάδων στις πολυεθνικές για να τους αποστείλουν στη Γ.Γ. Εμπορίου
Ελεγχοι από το υπουργείο στους φακέλους τεκμηρίωσης για τις τιμές


Προθεσμία άλλων δύο εβδομάδων έχουν οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά προκειμένου να αποστείλουν στις υπηρεσίες της γενικής γραμματείας Εμπορίου τους φακέλους τεκμηρίωσης για τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους στη χώρα μας.

Η υπουργός Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Λ. Κατσέλη έχει ζητήσει από 30 πολυεθνικές να αποστείλουν αυτά τα στοιχεία στο πλαίσιο της διαδικασίας των ελέγχων με τη μέθοδο του transfer pricing.

Πληροφορίες αναφέρουν πως ήδη έχουν αποσταλεί τα πρώτα στοιχεία και γίνεται η επεξεργασία τους.

Επιπλέον, υπό την εποπτεία του γενικού γραμματέα Εμπορίου Σ. Κομνηνού ολοκληρώθηκε πρόσφατα η εκπαίδευση ειδικής ομάδας υπαλλήλων στο transfer pricing.

Οπως έχει διαπιστωθεί σε άλλα κράτη που εφαρμόζεται το «transfer pricing», ο λόγος της διαμόρφωσης υψηλότερων τιμών είναι ότι πολλοί όμιλοι εταιρειών εφαρμόζουν την τιμολογιακή πολιτική καθορίζοντας την κατανομή των κερδών στις διάφορες εταιρείες του ομίλου ανά τον κόσμο και διαμορφώνουν έτσι δραστικά τη συνολική φορολογική επιβάρυνσή τους. Αυξάνουν με τεχνητό τρόπο τη φορολογητέα βάση τους σε ένα κράτος και τη μειώνουν σε ένα άλλο, καταφεύγοντας στη μέθοδο της υπερτιμολόγησης και υποτιμολόγησης αγαθών και υπηρεσιών.

Οι βασικοί άξονες του μέτρου περιγράφονται:

Είναι υποχρεωμένες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις να συναλλάσσονται μεταξύ τους ως ανεξάρτητες, δηλαδή σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, εφαρμόζοντας την αρχή των ίσων αποστάσεων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται αφενός μεν ότι θα κερδίζουν από τις συναλλαγές τους ό,τι θα κέρδιζε και μια ανεξάρτητη εταιρεία κάτω από παρόμοιες συνθήκες, αφετέρου δε ότι η τιμή πώλησης των προϊόντων προς τον τελικό καταναλωτή θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς.

Σε περίπτωση καταγραφής τιμής πώλησης ενός προϊόντος διαφορετικής από χώρα σε χώρα, υποχρεώνονται να τεκμηριώνουν αυτή τη διαφορά.

Υπάρχει υποχρέωση επικαιροποίησης του φακέλου τεκμηρίωσης όταν μεταβληθούν τα στοιχεία που επηρεάζουν την αξιολόγηση της τιμολογιακής πολιτικής.

Προβλέπονται κυρώσεις με βάση την αγορανομική και φορολογική νομοθεσία, στην περίπτωση που δεν υπάρχει επαρκής ή καθόλου τεκμηρίωση, ακόμη και παραπομπή στον Εισαγγελέα.

Οι φάκελοι που υποβάλλουν οι εταιρείες στη γενική γραμματεία Εμπορίου αναλύουν παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν την τιμή ή το κέρδος σε μια συναλλαγή μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων κ.λπ.

Πηγή Ημερησία


Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης