Αποτελέσματα live αναζήτησης

ΣτΕ 1773/2018 - Έκτακτη εισφορά άρ. 2 ν. 3808/2009 - Διαφοροποίηση του υπολογισμού της βάσης επιβολής (συνολικό καθαρό εισόδημα οικ. έτους 2009) για τις επιχειρήσεις που δημοσίευσαν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Δ.Λ.Π.)

25 Σεπτέμβριου 2018 Σχόλια
ΣτΕ 1773/2018 - Έκτακτη εισφορά άρ. 2 ν. 3808/2009 - Διαφοροποίηση του υπολογισμού της βάσης επιβολής (συνολικό καθαρό εισόδημα οικ. έτους 2009) για τις επιχειρήσεις που δημοσίευσαν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Δ.Λ.Π.)
© Taxheaven - H εικόνα προστατεύεται από τον νόμο περι πνευματικής ιδιοκτησίας - Δείτε περισσότερα στους όρους χρήσης
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Πηγή: www.humanrightscaselaw.gr

ΣτΕ Β΄ Τμ. 1773/2018 επταμ.

Φορολογία - Αρχή της ισότητας - Έκτακτη εισφορά άρ. 2 ν. 3808/2009 - Διαφοροποίηση του υπολογισμού της βάσης επιβολής (συνολικό καθαρό εισόδημα οικ. έτους 2009) για τις επιχειρήσεις που δημοσίευσαν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Δ.Λ.Π.) -  Θυγατρικές μητρικών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

(Α) Η προβλεφθείσα στο άρθρο 2 του ν. 3808/2009 έκτακτη εισφορά συνιστά φόρο, με βάση επιβολής καταρχήν το καθαρό εισόδημα/κέρδος του οικονομικού έτους 2009. Για τις επιχειρήσεις, όμως, που δημοσίευσαν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Λ.Π.), η έκτακτη εισφορά επιβάλλεται, σύμφωνα δε με τη διάταξη του εδαφίου ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3808/2009, με βάση τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από την εφαρμογή των Δ.Λ.Π., εφόσον τα κέρδη αυτά είναι μεγαλύτερα από το συνολικό καθαρό εισόδημα, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 31 (παρ. 19) και 105 (παρ. 7) του Κ.Φ.Ε. και υπερβαίνουν τα 5.000.000 ευρώ (ΣτΕ 1222/2017) – Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του Κανονισμού 1606/2002 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2992/2002, και ιδίως με το άρθρο 134 παρ. 1 και 135 παρ. 1 του ν. 2190/1920, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, οι επιχειρήσεις που υποχρεούνται να καταρτίζουν και να δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις κατ’ εφαρμογή των Δ.Λ.Π. είναι οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες που έχουν μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο (στο εξής “εισηγμένες”) – Με την απόφαση ΣτΕ 1222/2017 έγινε δεκτό ότι “... η ανωτέρω διάταξη […] καταλήγει σε μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των εισηγμένων, σε περίπτωση [...] στην οποία τα καθαρά κέρδη τους που προκύπτουν από την εφαρμογή των Δ.Λ.Π. είναι υψηλότερα από το συνολικό καθαρό εισόδημά τους που προσδιορίζεται βάσει του ΚΦΕ. Η τοιαύτη δυσμενής φορολογική μεταχείριση (των καθαρών κερδών) της ανωτέρω κατηγορίας εταιρειών στηρίζεται σε γενικό και αντικειμενικό κριτήριο (ύψος καθαρών κερδών, βάσει των Δ.Λ.Π.) που είναι συναφές με το ρυθμιζόμενο ζήτημα (προσδιορισμός των καθαρών κερδών επί των οποίων επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά και τα οποία δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα να υπερβαίνουν τα φορολογητέα βάσει του ΚΦΕ κέρδη – πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2563/2015, Ολομ. 1685/2013). Εξάλλου, οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο ανώνυμες εταιρείες τελούν υπό ειδικό καθεστώς, στο οποίο, άλλωστε, προσχωρούν οικειοθελώς, αποβλέποντας να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που τους παρέχει στην αγορά. Ενόψει του ειδικού αυτού καθεστώτος, το οποίο περιλαμβάνει την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 του Κανονισμού 1606/2002 (περί επιβολής στις εισηγμένες στο χρηματιστήριο ανώνυμες εταιρείες ειδικής υποχρέωσης όσον αφορά τη λογιστική παρακολούθησή τους), και, περαιτέρω, ενόψει των σχετικών ιδιαίτερων συνθηκών υπό τις οποίες αυτές ασκούν την κερδοσκοπική δραστηριότητά τους, οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο ανώνυμες εταιρείες, συγκρινόμενες με τις μη εισηγμένες, δεν βρίσκονται υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, όσον αφορά τη νομοθετική επιβολή της επίδικης έκτακτης εισφοράς, συμπεριλαμβανομένου του (τρόπου) προσδιορισμού της βάσης επιβολής της […]”

(Β) Η θεσπιζόμενη με τις διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ν. 2190/1920 υποχρέωση των μητρικών εταιριών και των θυγατρικών προς σύνταξη ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων υπαγορεύθηκε προς προστασία των συμφερόντων που συνδέονται με τις κεφαλαιουχικές εταιρίες, ιδίως προκειμένου τόσο οι μέτοχοι αυτών, όσο και οι τρίτοι να έχουν μια σαφή και πραγματική εικόνα της περιουσιακής διαρθρώσεως, της χρηματοοικονομικής θέσεως και των αποτελεσμάτων χρήσεως του συνόλου των επιχειρήσεων αυτών, οι οποίες, καίτοι από απόψεως εταιρικού δικαίου συνιστούν διαφορετικές νομικές προσωπικότητες, εντούτοις, από απόψεως οικονομικού δικαίου και κανόνων της λογιστικής επιστήμης αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα (Όμιλο επιχειρήσεων) – Συνεπώς, η μητρική ανώνυμη εταιρία που είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο υποχρεούται στην σύνταξη/κατάρτιση, με χρήση των Δ.Λ.Π., ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων με τις θυγατρικές της, διότι η μητρική ΑΕ αποτελεί πράγματι ενιαία οικονομική μονάδα με τις θυγατρικές της και ως τέτοια αντιμετωπίζεται από το νομοθέτη – Συνεπώς, ως εκ του στενού αυτού συνδέσμου των θυγατρικών εταιριών προς την μητρική, οι ιδιαίτερες συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούν για την μητρική εταιρία, όταν αυτή είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, την διαφοροποίηση της φορολογικής βάσης για την επιβολή της επίδικης έκτακτης εισφοράς, συντρέχουν και στην περίπτωση των θυγατρικών της, ανεξαρτήτως εάν είναι, επίσης, εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, αφού, πάντως, αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα με την μητρική εισηγμένη, συμβάλλουν στην εικόνα της απέναντι στο καταναλωτικό κοινό και αντλούν κι αυτές ωφελήματα από αυτήν – Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως ότι η διαφορετική μεταχείριση από το νομοθέτη, από απόψεως προσδιορισμού της βάσης επιβολής της ένδικης έκτακτης εισφοράς του άρθρου 2 του ν. 3808/2009, των επιχειρήσεων, που, ως θυγατρικές μητρικών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Δ.Λ.Π., σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες εταιριών, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας.



Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης