Με δύο έγγραφα που κατέθεσε στη Βουλή η ΑΑΔΕ απάντησε σε ερώτηση που κατέθεσε βουλευτής σχετικά με την αλληλέγγυα ευθύνη των μελών των διοικήσεων επαγγελματικών σωματείων.
Με το πρώτο έγγραφο η ΑΑΔΕ γνωστοποίησε ό,τι για την ευθύνη που
φέρουν τα πρόσωπα της διοίκησης κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ενός
νομικού προσώπου ή οντότητας εφαρμόζονται, από 1.1.2014, οι διατάξεις
της παρ. 2 του άρθρου 50 του ν. 4174/2013, σύμφωνα με τις οποίες, τα
πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και νόμου
(πρόεδροι, διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι,
εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές) ευθύνονται προσωπικώς και
αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους, το ΦΠΑ και όλους τους
επιρριπτόμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού
προσώπου που εκπροσωπούν ως εξής:
α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση
φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη
της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά.
β) Αν δεν έχει γίνει η
παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω
ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
Με το δεύτερο έγγραφο η Διεύθυνση εισπράξεων γνωστοποίησε ό,τι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9
του ν. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων) και της παρ. 1 του άρθρου 48 του ν. 4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας), όπως ισχύουν, ο
Προϊστάμενος της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης υπηρεσίας της
Φορολογικής Διοίκησης έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των
ληξιπρόθεσμων οφειλών, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσής τους,
λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα από τον νόμο αναγκαστικά, ποινικά,
ασφαλιστικά και διοικητικά μέτρα κατά των οφειλετών για το
καθυστερούμενο μέρος του χρέους, είτε αθροιστικά, είτε καθένα χωριστά
κατά την ελεύθερη κρίση του, με στόχο την άμεση είσπραξή του και τη
διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω
διατάξεων, η Υπηρεσία μας παρέχει οδηγίες στους Προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ.
και των Ελεγκτικών Κέντρων, να εξαντλούν όλες τις απαιτούμενες
ενέργειες προς ανεύρεση και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και κάθε
πηγής εσόδων των οφειλετών και των συνυποχρέων, με βάση τις κείμενες
διατάξεις, προσώπων για την καταβολή των χρεών, για την επιδίωξη
είσπραξής τους και τη διακοπή της παραγραφής τους, με προτεραιότητα την
είσπραξη των οφειλών μεγάλων οφειλετών. Ειδικότερα έχει επισημανθεί ότι
για την υλοποίηση των ανωτέρω, η λήψη των αναγκαστικών και λοιπών μέτρων
είσπραξης θα πρέπει να γίνεται χωρίς διακρίσεις, με κριτήρια απολύτως
αντικειμενικά, ήτοι ανάλογα το ύψος, την παλαιότητα και το είδος της
οφειλής και όχι επιλεκτικά (όχι ανάλογα το πρόσωπο του οφειλέτη, φυσικό ή
νομικό).
Μεταξύ των μέτρων τα οποία έχει υποχρέωση να λάβει ο
Προϊστάμενος της Φορολογικής Αρχής στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η
είσπραξη της οφειλής του Δημοσίου είναι και η υποβολή αίτησης ποινικής
δίωξης (δικαστικό μέτρο) προς το αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990, όπως ισχύει, στις υπ'
αριθμ. 2 και 3 παραγράφους του οποίου ορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις
οποίες υπέχουν ποινική ευθύνη τα μέλη των διοικήσεων και οι εκπρόσωποι
των νομικών προσώπων για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το
Δημόσιο.
Παρ. 2 και 3 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990: