Αποτελέσματα live αναζήτησης

Αυτή είναι η απόφαση του ΣτΕ για τις δηλώσεις πόθεν έσχες

22 Οκτώβριου 2017 Σχόλια
Αυτή είναι η απόφαση του ΣτΕ για τις δηλώσεις πόθεν έσχες
© Taxheaven - H εικόνα προστατεύεται από τον νόμο περι πνευματικής ιδιοκτησίας - Δείτε περισσότερα στους όρους χρήσης
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 32 λεπτά

Δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της επικρατείας με την οποία ακυρώνεται η 1846οικ./13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών»

Δείτε εδώ την απόφαση 2649/2017 στο φορολογικό αρχείο του κόμβου με όλες τις παραπομπές στις διατάξεις των νόμων καθώς και σε άλλες αποφάσεις.


Τα βασικότερα σκεπτικά του ΣτΕ στην απόφαση :

Σκεπτικό 12 :

12. Επειδή, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω (σκέψη 4), η προσβαλλόμενη πράξη είναι κανονιστική.
Στο άρθρο 3 παρ. 1 αυτής ορίζεται ότι η Δ.Π.Κ. έχει ως περιεχόμενο το συνημμένο υπόδειγμα στο Παράρτημα Ι, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Στο παράρτημα αυτό, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, περιλαμβάνονται οι εξής δέκα τρεις πίνακες που καλούνται να συμπληρώσουν οι υπόχρεοι:
01 Στοιχεία του ή της υπόχρεου,
02 Στοιχεία του ή της συζύγου,
03 Στοιχεία των ανήλικων παιδιών,
04 Έσοδα από κάθε πηγή που αποκτήθηκαν κατά το φορολογικό έτος 20ΧΧ,
05 Μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, ομόλογα και κάθε είδους ομολογίες, αμοιβαία κεφάλαια, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, καθώς και οποιοδήποτε χρηματοοικονομικό προϊόν τράπεζας, ασφαλιστικής εταιρείας ή οποιουδήποτε άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος,
06 Μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά ιδρύματα,
07 Καταθέσεις σε τράπεζες, Ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα υπόλοιπα χρηματιστηριακών λογαριασμών - χρηματικών καρτελών,
08 Κινητά περιουσιακά στοιχεία, αξίας άνω των 30.000 € (ή ίσης αξίας σε άλλο νόμισμα) και φυλασσόμενα μετρητά άνω των 15.000 € (ή ίσης αξίας σε άλλο νόμισμα) που δεν δηλώθηκαν σε άλλους πίνακες της παρούσας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης,
09 Ακίνητα/περιουσιακά στοιχεία και εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά,
10 Κάθε χρήσης οχήματα,
11 Πλωτά μέσα,
12 Εναέρια μέσα,
13 Συμμετοχές σε κάθε είδους επιχείρηση/Νομική οντότητα.
Όπως όμως προκύπτει από τη διαδικτυακή εφαρμογή, μέσω της οποίας υποβάλλονται αποκλειστικώς οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., για τη συμπλήρωση καθενός από τους πίνακες οι χρήστες της εφαρμογής/υπόχρεοι υποβολής δήλωσης υποχρεούνται να επιλέξουν μεταξύ περισσοτέρων δυνατοτήτων/παραμετρικών τιμών, οι οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ως αναπόσπαστο τμήμα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οι ανωτέρω παραμετρικές τιμές αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της κανονιστικής ρύθμισης, ο έλεγχος της νομιμότητας των οποίων δεν είναι εφικτός, εφόσον δεν έχουν συνδημοσιευθεί με το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη (πρβλ. ΣτΕ 1468/2016 Ολομ.).
Εξ άλλου, ειδικότερες ρυθμίσεις είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται και στην ηλεκτρονική εφαρμογή και να εμφανίζονται στις οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων [π.χ. ενώ, αφενός τόσο το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003 όσο και το άρθρο 2 παρ. 1 της προσβαλλόμενης κ.υ.α. προβλέπουν ότι στη Δ.Π.Κ. του υπόχρεου περιλαμβάνεται και η περιουσιακή κατάσταση του/της συζύγου, και αφετέρου, όσον αφορά τη Δ.Ο.Σ., τόσο το άρθρο 229 παρ. 1 του ν. 4281/2014 όσο και το δημοσιευθέν παράρτημα ΙΙ της προσβαλλόμενης κ.υ.α. αναφέρονται σε υποβολή δήλωσης «των ιδίων {δηλαδή των υπόχρεων} και των συζύγων τους», στην ηλεκτρονική εφαρμογή υποβολής της Δ.Π.Κ. και της Δ.Ο.Σ. η υποχρέωση αυτή αφορά, εκτός από τον έγγαμο υπόχρεο, και αυτόν που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης· στις δε οδηγίες συμπλήρωσης της Δ.Π.Κ. προβλέπεται ότι «Η δυνατότητα καταχώρησης στοιχείων του/της συζύγου ενεργοποιείται ... στις περιπτώσεις επιλογής «Έγγαμος» ή «Σύμφωνο Συμβίωσης»»].
Για να αποκτήσει άρα νόμιμη υπόσταση η προσβαλλόμενη κ.υ.α., πρέπει με τους πίνακες να συνδημοσιευθούν όλες οι παραμετρικές τιμές που περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό σύστημα «πόθεν έσχες», μέσω του οποίου προβλέπεται πλέον, κατά τα προεκτεθέντα, ότι υποβάλλονται αποκλειστικώς οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. (άρθρα 2 παρ. 2 ν. 3213/2003, 229 παρ. 3 ν. 4281/2014, 2 παρ. 1 και 8 παρ. 2 προσβαλλόμενης κ.υ.α.), καθώς και οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ.
Οι δε δημοσιευόμενες παραμετρικές τιμές και οδηγίες πρέπει να αντιστοιχούν πλήρως προς το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής εφαρμογής υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. Σημειωτέον ότι οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων της Δ.Π.Κ. και οι πίνακες παραμετρικών τιμών είχαν συνδημοσιευθεί με την προϊσχύσασα ΑΥΤ. ΤΜ. ΣΤΡ. 0000910 ΕΞ 2015/24.11.20155 κ.υ.α. «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών», η οποία, όπως εκτέθηκε, αντικαταστάθηκε με την προσβαλλόμενη (άρθρο 9 παρ. 4). Συνεπώς, εφόσον η προσβαλλόμενη κ.υ.α. δεν δημοσιεύθηκε πλήρως, δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και, για τον λόγο αυτόν, ο οποίος προβάλλεται εμμέσως, είναι δε, πάντως, αυτεπαγγέλτως εξεταστέος από το Δικαστήριο, πρέπει να ακυρωθεί (βλ. σχετ. ΣτΕ 216/2016 Ολομ., ΣτΕ 87/2011 Ολομ. κ.λπ.). Υπό τα δεδομένα δε αυτά, είναι αλυσιτελής η εξέταση του λόγου, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη κ.υ.α. δεν περιλαμβάνει οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων της Δ.Π.Κ. ούτε επεξηγηματικούς πίνακες.

 

Σκεπτικό 18

18. Επειδή, από το μνημονευθέν νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο προκύπτει ότι ο έλεγχος των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών (συμπεριλαμβανομένων και των εισαγγελικών λειτουργών) ανατίθεται στη Γ΄ Μονάδα της Αρχής με το όνομα «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης», η οποία (Γ΄ Μονάδα) είναι αρμόδια για τον έλεγχο, όχι μόνο των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή των οργάνων της τρίτης λειτουργίας, της δικαστικής, αλλά και 36 άλλων ετερόκλητων κατηγοριών υπόχρεων .....
Στην ανωτέρω δε Αρχή (Γ΄ Μονάδα), στην οποία ο νόμος επιφυλάσσει ιδιαίτερα ευρείες ελεγκτικές αρμοδιότητες (άρθρα 7Α παρ. 3δ,  7Β παρ. 2 ν. 3691/2008, όπως ισχύουν) και της οποίας ο έλεγχος μπορεί να απολήξει σε διατύπωση, ακόμη και ποινικής φύσεως κατηγοριών, εις βάρος δικαστικών λειτουργών, δεν μετέχει κανένας τακτικός δικαστής, αλλά από τη δικαστική εξουσία προέρχεται μόνον ο Πρόεδρος αυτής, ο οποίος είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, δηλαδή δικαστικός λειτουργός ο οποίος ανήκει στον κλάδο που έχει ως αποστολή τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων και την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ τα τέσσερα μέλη της είναι απλά «στελέχη» της Διοίκησης, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων - εκτός από το προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στέλεχος, το οποίο πρέπει να έχει «πτυχίο νομικής σχολής» -· δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιο ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων η αναφορά στο άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, ότι ως μέλη της Αρχής προτείνονται «πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επί μέρους Μονάδων της Αρχής».
Τα μέλη δε αυτά προτείνονται είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δηλαδή όργανα των οποίων οι πράξεις ελέγχονται, κατά το Σύνταγμα, από τους υποκειμένους στον έλεγχο της προαναφερθείσας Αρχής δικαστικούς λειτουργούς. Πέραν τούτων, η Αρχή αυτή, ως διοικητικό όργανο, έχει τη δυνατότητα συνεδρίασης υπό τριμελή σύνθεση (πρόεδρος και δύο μέλη) και λήψης απόφασης με πλειοψηφία των δύο εκ των τριών μελών, δηλαδή, πλειοψηφία που ενδεχομένως μπορεί να σχηματισθεί από δύο μόνο μέλη προερχόμενα από τη Διοίκηση. Η κατά τα ανωτέρω δε συγκρότηση της Γ΄ Μονάδας δεν μπορεί να θεραπευθεί από μόνο το γεγονός ότι η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης «απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας» (άρθρο 7 παρ. 2 εδ. α΄ ν. 3691/2008, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3932/2011).
Εξ άλλου, και μόνη η ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών σε υπηρεσία, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο αρχής, της οποίας η προέχουσα ονομασία («Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας …») παραπέμπει σε έρευνες για εγκληματική δραστηριότητα [εν αντιθέσει προς την αρμόδια για τον έλεγχο των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας και των επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία, προδήλως προς προστασία του κύρους των ελεγχομένων, φέρει την ονομασία «Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης»] μειώνει το κύρος των δικαστικών λειτουργών - όπως επίσης και των λοιπών κατηγοριών υπόχρεων σε υποβολή δηλώσεων - και, κατά συνέπεια, και το κύρος της ίδιας της τρίτης κρατικής λειτουργίας.
Ενόψει των ανωτέρω, και των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, η κατά τα προαναφερθέντα ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και των προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων, που είναι οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, σε όργανο, μη συγκροτούμενο, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των Ανωτάτων Δικαστηρίων, και μη έχον τις απαραίτητες για την αποστολή του θεσμικές εγγυήσεις, αντίκειται στο άρθρο 26 και το εξειδικεύον αυτό άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος.

Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. αα΄ του ν. 3213/2003 και των άρθρων 7 παρ. 1 εδ. β΄, 7Α παρ. 3 περ. γ΄ υποπερ. δδ΄ του ν. 3691/2008, όπως ισχύουν, κατά το μέρος που ορίζουν ότι οι Δ.Π.Κ. και, συνακόλουθα, και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 229 του ν. 4281/2014 και συνυποβαλλόμενες Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών (περιλαμβανομένων, κατά τα προεκτεθέντα, και των εισαγγελικών λειτουργών) υποβάλλονται στη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της συσταθείσας με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, Αρχής, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, κατά τον βάσιμο λόγο ακυρώσεως, που παρατίθεται στη σκέψη 15. Διάφορο δε είναι το ζήτημα ότι το όργανο, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών και πρέπει να συγκροτείται σύμφωνα με τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές, μπορεί να υποστηρίζεται από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών.
Εξ άλλου, το γεγονός ότι το προαναφερθέν όργανο, με τη μνημονευθείσα συγκρότηση, δεν μπορεί να επιβάλει το ίδιο πειθαρχικές, διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις εις βάρος των ελεγχομένων από αυτό δικαστικών λειτουργών και είναι αρμόδιο απλώς να αποφασίσει κατά πόσον από τον διενεργηθέντα από αυτό έλεγχο προκύπτει ότι συντρέχει, κατ’ αρχήν, περίπτωση διοικητικής, πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης δικαστικού λειτουργού, και ότι την τελική επί του ζητήματος αυτού κρίση θα εκφέρουν τα κατά το Σύνταγμα και τους νόμους αρμόδια πειθαρχικά όργανα και δικαστήρια (άρθρο 7Α παρ. 3 περ. δ΄ ν. 3691/2008, όπως ισχύει), δεν μπορεί να θεραπεύσει την ανωτέρω αντίθεση προς το Σύνταγμα των διατάξεων που προβλέπουν τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών από το εν λόγω όργανο· τούτο, διότι η απειλή και μόνον άσκησης ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης ή καταλογισμού σημαντικού ενδεχομένως χρηματικού ποσού μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ασκούν οι τελούντες υπό την απειλή αυτή δικαστικοί λειτουργοί τα καθήκοντά τους· περαιτέρω δε οι συνέπειες που επιφέρει στο κύρος αυτών και, κατ’ επέκταση, στο κύρος της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας η διατύπωση εις βάρος τους κατηγοριών ως προς την περιουσιακή τους κατάσταση και τον τρόπο κτήσης αυτής δεν αναιρούνται από την εκ των υστέρων ενδεχόμενη απαλλαγή τους από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα.
Περαιτέρω, τα αναφερόμενα στην έκθεση αξιολόγησης της GRECO ως προς την αποτελεσματικότητα του οργάνου που, κατά τον χρόνο της αξιολόγησης, ήταν επιφορτισμένο με τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών, τα οποία επικαλείται η Διοίκηση, εν πάση περιπτώσει δεν απαλλάσσουν τη νομοθετική λειτουργία από την υποχρέωση τήρησης των συνταγματικών διατάξεων, που κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία της δικαστικής. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι με τις ανωτέρω παρατηρήσεις οι συντάκτες της έκθεσης δεν διατυπώνουν οποιαδήποτε γνώμη περί της σύμφωνης με τη συνταγματικώς επιβαλλόμενη ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας συγκρότησης του ανωτέρω οργάνου. Περαιτέρω, δεν απαλλάσσει την νομοθετική λειτουργία από την ανωτέρω υποχρέωση η δέσμευση, την οποία ανέλαβε το Ελληνικό Κράτος με το άρθρο 3 παρ. Γ κεφάλαιο 5 περ. 5.3 (με τίτλο «Καταπολέμηση της διαφθοράς») του ν. 4336/2015 «… Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α΄ 94), ότι «Οι αρχές θα τροποποιήσουν και θα εφαρμόσουν το νομικό πλαίσιο για τη δήλωση των περιουσιακών στοιχείων (Οκτώβριος 2015)».
Αντιθέτως, στην ίδια ως άνω περίπτωση 5.3 αναφέρεται στη συνέχεια ότι «Η κυβέρνηση δεσμεύεται να εφαρμόσει στο ακέραιο και εγκαίρως τις συστάσεις της Ομάδας χωρών κατά της διαφθοράς (GRECO)», μεταξύ δε των συστάσεων αυτών περιλαμβάνεται και εκείνη περί ενίσχυσης της αυτοδιοίκησης της δικαστικής λειτουργίας [βλ. την προαναφερθείσα πρόταση της GRECO στη σελ. 76 και 79 (παρ. 82 και 87) της ανωτέρω έκθεσης αξιολόγησης].


Σκεπτικό 19

19. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω, ότι κατά το σύστημα ελέγχου του ν. 3213/2003, ο οποίος ενεργοποιείται με τις διατάξεις της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δικαστικός λειτουργός καταλήγει να ελέγχεται δύο φορές και μάλιστα από διαφορετικά όργανα (μη συγκροτούμενα κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς), αν είναι σύζυγος αυτοτελώς υπόχρεου, μη δικαστικού λειτουργού. Το σύστημα αυτό, κατά τις αιτούσες ενώσεις, παραβιάζει την αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.

 

Σκεπτικό 22

22. Επειδή, η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ως υπηρετούντος σε Ανώτατο Δικαστήριο ως κριτήριο για τον υποχρεωτικό έλεγχο της δήλωσής του είναι απρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, η εξυπηρέτηση του οποίου επιδιώκεται με το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο (δηλαδή η ενίσχυση του κύρους και η προστασία της Δικαιοσύνης από καταγγελίες εναντίον των λειτουργών της, η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών και η αποφυγή απόκτησης περιουσιακών ωφελημάτων εκ μέρους δικαστικών λειτουργών επωφελουμένων από την ιδιότητά τους). Και τούτο, διότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του φακέλου ότι υπάρχει ανάγκη κατά προτεραιότητα ελέγχου των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων σε επίπεδο που να καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων όπως το επίδικο, ούτε, άλλωστε, επικαλείται, και πολύ περισσότερο δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο η Διοίκηση. Από τη μνημονευθείσα μάλιστα στη σκέψη 18 έκθεση αξιολόγησης για την Ελλάδα, που υιοθετήθηκε από την GRECO κατά την 68η Ολομέλεια αυτής (15-19 Ιουνίου 2015) και αφορά την πρόληψη διαφθοράς, μεταξύ άλλων, δικαστών και εισαγγελέων, αφού διαπιστώνεται ότι «αναφέρεται συχνά ότι το δικαστικό σώμα συγκαταλέγεται στους πλέον αξιόπιστους θεσμούς στην Ελλάδα, γεγονός που εξηγεί τον όγκο δικογραφιών που υποβάλλουν οι πολίτες που φέρεται να ζητούν το δίκιο τους, μεταξύ άλλων για τις συνέπειες της δυσλειτουργίας άλλων κρατικών θεσμών» [βλ. σελ. 13, 14, στην οποία γίνεται παραπομπή και στη μνημονευθείσα έκθεση του Οργανισμού «Transparency International» του 2012 («National Integrity System Assessment Greece»), σελ. 62, η οποία αναφέρεται στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς την δικαστική εξουσία «παρά τα μεμονωμένα δικαστικά σκάνδαλα»] και ότι η αυτοδιοίκηση της δικαστικής εξουσίας «αποτελεί σημαντικό παράγοντα από την άποψη της ανεξαρτησίας» (σελ. 95 και 96), συνάγεται ότι ο κίνδυνος, στον οποίο κυρίως είναι εκτεθειμένοι οι δικαστές, ιδίως οι ανώτατοι, κατά τη γνώμη των συντακτών της εν λόγω έκθεσης, είναι να επιχειρήσει η εκτελεστική λειτουργία - ενόψει της εξουσίας που έχει ως προς την επιλογή στους ανώτατους βαθμούς της δικαστικής ιεραρχίας και τον πειθαρχικό έλεγχο αυτών - να ασκήσει πιέσεις έναντι της υπόσχεσης περαιτέρω ιεραρχικής εξέλιξης ή υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης (σελ. 13, 75, 76, 79).
Ο κίνδυνος δε αυτός προδήλως δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τον υποχρεωτικό έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, διότι δεν αφορά τη διάπραξη του αδικήματος της δωροληψίας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο εξεταζόμενος λόγος που αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο των δηλώσεων αποκλειστικά των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι ο έλεγχος αυτός αφορά μόνο τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στα ως άνω δικαστήρια (και όχι και τους Εισηγητές και Παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και έχουν τη μεγαλύτερη θεσμική εξουσία, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
 

Σκεπτικό 23

23. Επειδή, προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003, κατά τις οποίες στη Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται ως περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, μετρητά χρήματα (πλην καταθέσεων), των οποίων το ποσό υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, καθώς και άλλα κινητά αντικείμενα φυλασσόμενα είτε σε θυρίδες τραπεζών ή, κατά κανόνα, στην κατοικία των υπόχρεων, εφόσον η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. ανά κινητό, αντίκεινται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος και υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλει η καθιερούμενη στο Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄) αρχή της αναλογικότητας, διότι προσβάλλουν κατά τρόπο υπέρμετρο και απρόσφορο το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, του ιδιωτικού βίου και της ασφάλειας των υπόχρεων και των οικογενειών τους.

 

Σκεπτικό 27 και 28

.......Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, κατά το μέρος που προβλέπουν ότι στη Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται ως περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, «το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv  …, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα» και «τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. …», αντίκεινται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος), όπως βασίμως προβάλλεται με τον εκτεθέντα στη σκέψη 23 λόγο ακυρώσεως.

28. Επειδή, μετά την αποδοχή του λόγου που αφορά το ανίσχυρο της κατά τα άνω επιβαλλόμενης υποχρέωσης δήλωσης μετρητών, πλην καταθέσεων, ποσού άνω των 15.000 ευρώ και κινητών αξίας άνω των 30.000 ευρώ, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η ρύθμιση αυτή αντίκειται και σε συνταγματικές διατάξεις άλλες από τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη.

 

Σκεπτικό 31

31. Επειδή, η εξέταση του λόγου, κατά το μέρος που αναφέρεται στη συγκρότηση του οργάνου ελέγχου των Δ.Π.Κ., παρίσταται αλυσιτελής, μετά την αποδοχή του λόγου που αναφέρεται στη συγκρότηση του οργάνου αυτού, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 18. Όσον αφορά την ασφάλεια του πληροφοριακού συστήματος «πόθεν έσχες», προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ιδίως δε τα μνημονευθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ότι η Διοίκηση έχει λάβει ικανά μέτρα προκειμένου να ενισχύσει την ασφάλεια του συστήματος και να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους επέμβασης τρίτων σε αυτό και διαρροής των δεδομένων· οι κίνδυνοι αυτοί είναι σύμφυτοι με κάθε παρόμοιο σύστημα, είναι δε δυνατόν να ελαχιστοποιηθούν αλλά όχι να εξαλειφθούν.
Η δε περαιτέρω εκτίμηση της επάρκειας των ανωτέρω μέτρων συνιστά τεχνική κρίση, η οποία δεν είναι δυνατή στα πλαίσια του ακυρωτικού ελέγχου.
Συνεπώς, ο λόγος είναι απορριπτέος, και κατά το μέρος τούτο, ως αβάσιμος.

 

Σκεπτικό 32

32. Επειδή, προβάλλεται ότι από καμία διάταξη της νομοθεσίας και της προσβαλλόμενης απόφασης δεν τίθεται χρονικός περιορισμός στην αρμοδιότητα της ελεγκτικής αρχής να ελέγξει τις Δ.Π.Κ. και τις Δ.Ο.Σ. των υπόχρεων, ούτε προβλέπεται χρονικό διάστημα διατήρησης των σχετικών ηλεκτρονικών αρχείων· τούτο δε αντίκειται, κατά τις αιτούσες ενώσεις, στο Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 1, 9Α, καθώς και στις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν τη δικαστική ανεξαρτησία).


Σκεπτικό 33

33. Επειδή, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος [πρβλ. Α.Ε.Δ. 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολομ., 4731/2014, ΣτΕ 640/2015 κ.ά.· βλ. και τον ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης», Α΄ 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια δικαίου (περ. η΄)] και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (πρβλ. Α.Ε.Δ. 11/2003, Σ.τ.Ε. 2034/2011 Ολομ., ΣτΕ 3777/2008, ΣτΕ 4731/2014, 640/2015 κ.ά.), επιβάλλει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 7μ., ΣτΕ 144/2015, ΣτΕ 1976/2015), πρέπει δε να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που θεσπίζουν διαδικασίες διοικητικού ελέγχου, οι οποίες μάλιστα μπορεί να οδηγήσουν σε επιβολή διοικητικών ή και ποινικών κυρώσεων (πρβλ. ΣτΕ 675/2017 7μ., ΣτΕ 1623/2016 7μ, 144, ΣτΕ 1976/2015).
Ειδικότερα, η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του υπόχρεου υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της νομοθεσίας περί πόθεν έσχες να μην μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Συνακόλουθα, για την άσκηση και ολοκλήρωση του διοικητικού ελέγχου, όσον αφορά την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, απαιτείται να ισχύει συγκεκριμένη προθεσμία, η οποία, προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο.
Η προθεσμία αυτή πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε, αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της τήρησης της υποχρέωσης υποβολής πλήρους και ακριβούς Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των αρμοδίων ελεγκτικών αρχών, και αφετέρου να μην αφήνει τους μεν υπόχρεους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την υποβολή των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο να μην επιτευχθεί, και δη επικαίρως, ο στόχος της διαφάνειας στον δημόσιο βίο και εντοπισμού ενδεχομένων φαινομένων διαφθοράς (πρβλ. ΣτΕ 1623/2016 7μ., πρβλ. ΣτΕ 1976/2015 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία Δ.Ε.Ε. και Ε.Δ.Δ.Α.).
Η ανάγκη δε εκ των προτέρων καθορισμού εύλογης προθεσμίας για διενέργεια και περαίωση του ελέγχου είναι εντονότερη προκειμένου περί δικαστικών λειτουργών, ενόψει και των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν. Εύλογη δε προθεσμία για την ολοκλήρωση του ελέγχου των δηλώσεων από το αρμόδιο για τον έλεγχο αυτόν όργανο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της πενταετίας από τη λήξη του έτους υποβολής των εν λόγω δηλώσεων [βλ. για τη Γαλλία, άρθρο 7-3 του ν. 58-1270 της 22.12.1958, όπως το άρθρο αυτό εισήχθη με το άρθρο 26 του ν. 2016-1090 της 8.8.2016, σύμφωνα με το οποίο η Haute Autorité pour la Τransparence de la Vie Publique οφείλει εντός έξι μηνών από την παραλαβή της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης να αποφανθεί αν η δήλωση παρίσταται δικαιολογημένη, οπότε και ενημερώνει σχετικά τον ελεγχόμενο ή, αντίθετα, αν κρίνεται αδικαιολόγητη, οπότε και παραπέμπει τον φάκελο στον εισαγγελέα]. Η προθεσμία δε αυτή παρίσταται εύλογη και μετά την αύξηση με αλλεπάλληλους νόμους των κατηγοριών και του αριθμού των υπόχρεων υποβολής Δ.Π.Κ. (15 κατηγορίες υπόχρεων υποβολής Δ.Π.Κ. με βάση την αρχική μορφή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003 και ήδη, με βάση τη διάταξη αυτή, όπως ισχύει, 47 συνολικά κατηγορίες υπόχρεων, καθώς και, σύμφωνα με την περίπτωση μη΄ της εν λόγω παραγράφου 1, και κάθε άλλη κατηγορία για την οποία προβλέπεται υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. από ειδική διάταξη νόμου). Τούτο, διότι υπάρχει πλέον στη διάθεση των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών πλήρες ηλεκτρονικό οπλοστάσιο για την ταχεία και αποτελεσματική διενέργεια του σχετικού ελέγχου, ενόψει και της ραγδαίας συνεχούς αύξησης της υπολογιστικής δύναμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της δυνατότητας ταχύτατης επεξεργασίας των δεδομένων και μεταφοράς αυτών μέσω του διαδικτύου (βλ. σχετικώς και άρθρο 3 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, κατά το οποίο «Σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ή στοχευμένου ελέγχου, το αρμόδιο όργανο ελέγχου λαμβάνει υπόψη του και τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων»).
Τα δε στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η περιουσιακή κατάσταση όλων των υπόχρεων (συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών λειτουργών) και αποτελούν, κατά βάση, και περιεχόμενο της Δ.Π.Κ., περιλαμβάνονται στις κατατιθέμενες ετήσιες δηλώσεις φόρου εισοδήματος, στις φορολογικές δηλώσεις Ε9 και στις βεβαιώσεις περιουσιακής κατάστασης κάθε έτους, οι οποίες ευρίσκονται στην ηλεκτρονική βάση του Taxisnet στη διάθεση των αρμοδίων φορολογικών αρχών, από τις οποίες το αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. όργανο μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε στοιχεία, δοθέντος ότι έναντι αυτού δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο (βλ. άρθρο 7Β παρ. 2 και 4 του ν. 3691/2008). Ενόψει, άλλωστε, του ότι τα περιλαμβανόμενα στις φορολογικές δηλώσεις και στις Δ.Π.Κ. δεδομένα εν πολλοίς ταυτίζονται, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. στο άρθρο 4 παρ. 1 προβλέπει ότι ο υπόχρεος μπορεί να μεταφέρει στη Δ.Π.Κ. τα δεδομένα της τελευταίας ηλεκτρονικά υποβληθείσας δήλωσης φόρου εισοδήματος του έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία των ακινήτων που περιλαμβάνονται στη «βεβαίωση της περιουσιακής του κατάστασης» κατά την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους (ή την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ. αν αυτή είναι αρχική), όπως αυτά τηρούνται ηλεκτρονικά στη Γ.Γ.Δ.Ε. (και ήδη στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων).
Εξ άλλου, πέραν των ανωτέρω, είναι ευχερής η εξακρίβωση της ακρίβειας των περιεχομένων στις Δ.Π.Κ. δεδομένων, αλλά και ο σχηματισμός πλήρους εικόνας για τυχόν μεταβολή (αύξηση) της περιουσιακής κατάστασης των ελεγχομένων προσώπων, ενόψει αφενός του ότι στις φορολογικές αρχές περιέρχονται υποχρεωτικώς στοιχεία για συναλλαγές των φορολογουμένων, χωρίς να απαιτείται καμία ενέργεια εκ μέρους των τελευταίων, και αφετέρου της δυνατότητας συνεργασίας του ελεγκτικού οργάνου των Δ.Π.Κ. με τις ανωτέρω αρχές [βλ., ως προς τα περιερχόμενα στις φορολογικές αρχές στοιχεία, μεταξύ άλλων α) την ΠΟΛ.1033/28.1.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (Β΄ 276, όπως ισχύει τροποποιηθείσα με τις αποφάσεις του ίδιου οργάνου ΠΟΛ.1054/2.3.2015, Β΄ 495 και ΠΟΛ.1260/3.12.2015, Β΄ 2637), η οποία προβλέπει ότι στις αρμόδιες φορολογικές αρχές διαβιβάζονται αυτομάτως αα) από τους οικείους φορείς πληροφορίες για τραπεζικούς λογαριασμούς, συναλλαγές σε κινητές αξίες και με χρήση καρτών (η χρήση των οποίων, καθώς και των άλλων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής είναι πλέον υποχρεωτική, όπως έχει ήδη εκτεθεί στη σκέψη 27, για συναλλαγές συνολικής αξίας πεντακοσίων ευρώ και άνω, κατά την παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 του ν. 4446/2016), διανεμηθέντα μερίσματα, εμβάσματα για μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, καταβολή χρηματικών ποσών για τοκοχρεωλυτική απόσβεση δανείων, ββ) από επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλισης στοιχεία ασφαλιστικών συμβολαίων και αποζημιώσεων που κατεβλήθησαν, γγ) από ιδιωτικά σχολεία πληροφορίες για καταβληθέντα δίδακτρα, δδ) από εταιρείες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας στοιχεία τελών των συνδρομητών τους, εε) από εταιρείες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στοιχεία κατανάλωσης των συνδρομητών τους και στστ) από εταιρείες ύδρευσης στοιχεία κατανάλωσης και κόστος νερού των συνδρομητών τους, και β) την ΠΟΛ.1025/21.2.2017 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Β΄ 618, η οποία προβλέπει την υποβολή μέσω διαδικτύου (Taxisnet) απ’ ευθείας από τους καταβάλλοντες αποδοχές, συντάξεις ή αμοιβές από επιχειρηματική δραστηριότητα (ως «επιχειρηματικής συναλλαγής» θεωρουμένης, κατά το άρθρο 21 παρ. 3 του ν. 4172/2013, και κάθε μεμονωμένης ή συμπτωματικής πράξης, με την οποία πραγματοποιείται  συναλλαγή με σκοπό την επίτευξη κέρδους) των σχετικών βεβαιώσεων.
Περαιτέρω, βλ., ως προς τη δυνατότητα των ελληνικών αρχών να αντλήσουν πληροφορίες για χρηματοοικονομικές συναλλαγές Ελλήνων πολιτών στην αλλοδαπή, τον ν. 4428/2016 «Κύρωση της Πολυμερούς Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών …» (Α΄ 190) και τον ν. 4378/2016 (Α΄ 55), με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων, η οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στο φορολογικό τομέα μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είχε ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τον ν. 4170/2013 (Α΄ 163)· ως «αυτόματη ανταλλαγή» δε νοείται, κατά το άρθρο 4 παρ. 9 του ν. 4170/2013, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ανωτέρω ν. 4378/2016, «η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών - μελών στο οικείο κράτος - μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά προκαθορισμένα τακτά διαστήματα»].
Ειδικώς δε, ως προς τους δικαστικούς λειτουργούς, το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 173 παρ. 2 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94), προβλέπει ότι οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο (υπό την εκτεθείσα στις σκέψεις 17 και 18 έννοια) για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών όργανο αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, και ότι το αυτό ισχύει για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε να καθίσταται περιττή και η υποχρέωση υποβολής των συμβολαίων αυτών και εκ μέρους του ελεγχομένου (ενόψει, μάλιστα, του ότι μέσο της καλής νομοθέτησης θεωρείται, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 περ. β΄ του προαναφερθέντος ν. 4048/2012, και η απλούστευση των διαδικασιών, η οποία επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με τη «μείωση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, την κατάργηση ή αντικατάστασή τους με υπεύθυνη δήλωση ή την αυτεπάγγελτη αναζήτηση τους και την κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής τους, όταν αυτά έχουν ήδη κατατεθεί σε άλλη υπηρεσία» και πολύ περισσότερο, προφανώς, όταν έχουν ήδη κατατεθεί στην ίδια υπηρεσία έστω και από άλλο υπόχρεο)· και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η μεταβίβαση ακινήτων περιέρχεται πάντοτε σε γνώση των φορολογικών αρχών, από τις οποίες το αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. όργανο αντλεί πληροφορίες, αφού υποβάλλεται δήλωση για την καταβολή του σχετικού με τη μεταβίβαση φόρου.
Με τα δεδομένα αυτά, ο σκοπός που επιδιώκεται με την υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. μπορεί να αναπληρωθεί εν πολλοίς από τις φορολογικές δηλώσεις του υπόχρεου και τα λοιπά στοιχεία που έχει ευχερώς στη διάθεσή του το ελεγκτικό όργανο, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε όταν θεσπίστηκε η υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ., η οποία περιελάμβανε δεδομένα επί πλέον εκείνων που περιείχοντο τότε στις φορολογικές δηλώσεις (π.χ. τραπεζικές καταθέσεις).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 στ. ε΄ της 95/46 οδηγίας και 4 παρ. 1 στ. δ΄ του ν. 2472/1997, τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να διατηρούνται σε μορφή που να επιτρέπουν τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής και επεξεργασίας τους.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η παράλειψη του νομοθέτη να προβλέψει εύλογο (όπως ανωτέρω προσδιορίσθηκε) χρονικό περιορισμό για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου, καθώς και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων, όπως επίσης  και η ειδικότερη πρόβλεψη στο άρθρο 7Α παρ. 3 περ. δ΄ εδ. ε΄ του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, ότι υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε, χωρίς δηλαδή κανένα χρονικό περιορισμό, να ανασυρθεί και να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής, αντίκεινται στην κατοχυρωμένη συνταγματικώς αρχή της ασφάλειας του δικαίου και στη δυνατότητα διατήρησης των προσωπικών δεδομένων μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της επεξεργασίας. Συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

 

Σκεπτικό 36

36. Επειδή, προβάλλεται ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3213/2003 σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. (ποινή φυλάκισης και υψηλότατη χρηματική ποινή) υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού της ενίσχυσης της διαφάνειας και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι οι ως άνω κυρώσεις είναι δυσανάλογες προς τη βαρύτητα των συγκεκριμένων παραβάσεων που μπορεί να αφορούν την παράλειψη δήλωσης τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο ο υπόχρεος τυγχάνει συνδικαιούχος ή/και έχει μηδενικό υπόλοιπο ή παραμένει για χρόνια αδρανής, ή τη μη υποβολή ενός από τα πολυάριθμα δικαιολογητικά που πρέπει να αποσταλούν ηλεκτρονικά. Επομένως, κατά τις αιτούσες ενώσεις, η προσβαλλόμενη κ.υ.α., η οποία συνιστά αναγκαίο όρο για την επιβολή των κυρώσεων αυτών, πρέπει να ακυρωθεί.

 

Σκεπτικό 37

37. Επειδή, από τις μνημονευθείσες στη σκέψη 6 διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 προκύπτει ότι ο νομοθέτης κατά την πρόβλεψη των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς Δ.Π.Κ. προέβη σε στάθμιση και κλιμάκωση των κυρώσεων με βάση αντικειμενικά κριτήρια, σύμφωνα με τον σκοπό του νόμου: προβλέπεται απλό διοικητικό πρόστιμο έως 400 ευρώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης (μέχρι 30 ημέρες) υποβολής της δήλωσης, ενώ η ποινή φυλάκισης και η χρηματική ποινή κλιμακώνονται ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας και το ύψος της αποκρυπτόμενης περιουσίας.
Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 δεν παραβιάζουν κατ’ αρχήν, και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται κατά τον ασκούμενο ακυρωτικό έλεγχο, την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει και του σκοπού δημόσιου συμφέροντος για τον οποίο θεσπίστηκε ο έλεγχος της περιουσιακής  κατάστασης (πρβλ. ΣτΕ 3474/2011 Ολομ., ΣτΕ 3035/2011, ΣτΕ 931/2010), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν.
Η ερμηνεία αυτή στοιχεί και προς όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις κατά την αντιμετώπιση των προβαλλομένων λόγων, ιδιαίτερα δε σχετικά με την κατά χρόνο αρμοδιότητα και το εύρος της εξουσίας του οργάνου ελέγχου. Στοιχεί επίσης προς τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. γ΄ του ν. 3213/2003, κατά την οποία η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής - και επομένως δεν επιβάλλονται ούτε διοικητικές ούτε ποινικές κυρώσεις - σε περίπτωση επουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης (όπως είναι και οι περιπτώσεις που ενδεικτικώς επικαλούνται οι αιτούσες) ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης (από την ενδιαφέρουσα στο πλαίσιο της προκειμένης υπόθεσης άποψη, δηλαδή της μη κτήσης περιουσιακού οφέλους εκ μέρους των υπόχρεων, επωφελουμένων από την ιδιότητά τους) του ανακριβώς δηλωθέντος στοιχείου. Το δε όργανο ελέγχου οφείλει, κατά τα άρθρα 3 παρ. 4 του ν. 3213/2003 και 7Α παρ. 3 γ΄ εδ. τελευταίο του ν. 3691/2008, όπως ισχύουν, ερμηνευόμενα σύμφωνα και με την κατοχυρούμενη στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος αρχή της προηγούμενης ακρόασης, να καλεί τον ελεγχόμενο προς παροχή διευκρινίσεων.
Εξ άλλου, δεδομένης της ασάφειας ως προς τον προσδιορισμό ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων από τις μνημονευόμενες στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, πρέπει το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο να ειδοποιεί τον φερόμενο ως υπόχρεο για την υποχρέωσή του σε εύλογο χρόνο πριν από την πάροδο της προθεσμίας για την υποβολή της.
Τέλος, ενόψει της σοβαρότητας των απειλουμένων κυρώσεων, η Διοίκηση οφείλει να διαμορφώσει τη διαδικτυακή εφαρμογή, κατά τρόπο ώστε - εκτός του ότι δεν πρέπει να περιλαμβάνει κανένα στοιχείο που δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ως περιεχόμενο της εκδιδόμενης κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003 απόφασης - να μην καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής η υποβολή δήλωσης μέσω της χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος από τον μέσο χρήστη και να καθίσταται ευχερώς εφικτή η υποβολή ακριβούς δήλωσης [βλ. π.χ. στην υπάρχουσα ηλεκτρονική εφαρμογή την υποχρέωση αναλυτικής δήλωσης όλων των πηγών προέλευσης του ποσού κάθε κατάθεσης στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους, πράγμα που φαίνεται ότι προϋποθέτει, σε περίπτωση που τα κατατεθέντα στον λογαριασμό ποσά προέρχονται από διάφορες πηγές (αποδοχές, μισθώματα κ.λπ.), να αθροισθούν τα προερχόμενα από κάθε πηγή ποσά καθ’ όλο το έτος και ακολούθως να παρατεθούν οι πηγές από τις οποίες προέρχεται το απομένον στις 31 Δεκεμβρίου υπόλοιπο του λογαριασμού και το ακριβές ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε μια από αυτές, αφού αφαιρεθούν τα ποσά των αναλήψεων· δεν προσδιορίζεται δε από ποια πηγή ο υπόχρεος μπορεί να αφαιρέσει τα ποσά που ανέλαβε.
Τούτο δε καθίσταται δυσανάλογα δυσχερές για τον υπόχρεο στην περίπτωση που ο λογαριασμός είναι - πράγμα που δεν απαγορεύεται (ν. 5638/1932, Α΄ 307) - κοινός του υπόχρεου με τρίτο πρόσωπο ή του/της συζύγου του με τρίτο πρόσωπο, τις ενέργειες του οποίου ο υπόχρεος αδυνατεί εκ των πραγμάτων να ελέγξει. Η ανωτέρω μάλιστα ρύθμιση, που περιέχεται στην ηλεκτρονική εφαρμογή, δεν εναρμονίζεται με την περιεχόμενη στην παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους ...» και όχι αναλυτική κατάσταση της κίνησης των πάσης φύσεως λογαριασμών του υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων τους, γραμμή προς γραμμή. Άλλωστε, η εκ μέρους των υπόχρεων έλλειψη περαιτέρω εξειδίκευσης – της μορφής που, κατά τα προεκτεθέντα, φαίνεται ότι απαιτείται στην υπάρχουσα ηλεκτρονική εφαρμογή για τη συμπλήρωση του αφορώντος τις καταθέσεις πίνακα της Δ.Π.Κ. – δεν παρακωλύει τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών τους από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, το οποίο έχει την εξουσία να αναζητήσει τα στοιχεία της κίνησης των εν λόγω λογαριασμών απ’ ευθείας από τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα, δοθέντος ότι έναντι του οργάνου αυτού δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο (βλ. άρθρο 7Β παρ. 4 του ν. 3691/2008)].
Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Δ. Μαρινάκης και Δ. Αλεξανδρής, κατά τη γνώμη των οποίων οι ως άνω διατάξεις παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και, συνεπώς, είναι μη εφαρμοστέες. Μειοψήφησε επίσης ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος ο νόμος που χαρακτηρίζει μία ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη ως ποινικό αδίκημα πρέπει να καθορίζει την «αντικειμενική υπόσταση» του αδικήματος κατά τρόπο σαφή και πλήρη, δηλαδή η lex που ανάγει ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη σε ποινικό αδίκημα οφείλει να είναι όχι μόνο scripta, αλλά και stricta και certa.
Ως στοιχεία της πράξης νοούνται τόσο ο τύπος της πράξης όσο και το ποινικώς κολάσιμο αποτέλεσμα, έτσι ώστε να ελέγχεται με ακρίβεια όχι μόνο τι τιμωρείται αλλά και γιατί τιμωρείται.
Εν προκειμένω, τα ποινικά αδικήματα που τυποποιεί το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3213/2003 για τον υπόχρεο υποβολής Δ.Π.Κ. ως «ανακριβή δήλωση» ή «ελλιπή δήλωση» ή ως «απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του» και για τα οποία προβλέπει ποινικές κυρώσεις, πάσχουν το συνταγματικό ελάττωμα της αοριστίας. Τούτο δε, διότι έρχεται να καταστήσει ποινικά κολάσιμες έννοιες δυσκαθόριστης έκτασης και απροσδιόριστου βαθμού σοβαρότητας. Ρητώς δε ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 6 ότι «το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες». Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος παρέχεται ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στο δικαστικό συμβούλιο ή στο δικαστήριο, αφού εκτιμήσει συνδυαστικά περισσότερες ενέργειες και δεδομένα, να κρίνει τις συγκεκριμένες πράξεις ποινικά ελεγκτέες ή μη.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 3213/2003, ο νομοθέτης κατέστρωσε την αντικειμενική υπόσταση των ποινικών αδικημάτων «ανακριβής δήλωση», «ελλιπής δήλωση» και «απόκρυψη περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων για τα οποία ο υπόχρεος οφείλει να υποβάλει δήλωση» χρησιμοποιώντας ως τύπο πράξης τη σύνταξη ειδικού εντύπου, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται από αρμόδιο όργανο.
Όμως, με την προσβαλλόμενη κ.υ.α. αλλάζει ο τύπος της πράξης και ορίζεται με το άρθρο 2 παρ. 1 αυτής ότι ο υπόχρεος υποβολής Δ.Π.Κ. υποβάλλει τη δήλωση αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής.
Εν συνεχεία δε, όλες οι ρυθμίσεις της κ.υ.α. είναι προσαρμοσμένες στο μοντέλο ηλεκτρονικής δήλωσης μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, με ενσωματωμένο υπόδειγμα στο Παράρτημα Ι της κ.υ.α. Περαιτέρω, όπως ορίζει το άρθρο 4 παρ. 6 της κ.υ.α., οι υπόχρεοι αποστέλλουν ηλεκτρονικά στο αρμόδιο όργανο ελέγχου μια σειρά δικαιολογητικών (συμβόλαια ακινήτων, βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων κ.λπ.) και εν συνεχεία χωρεί η ηλεκτρονική επεξεργασία από τα αρμόδια όργανα. Δηλαδή, ενώ η «τυποποίηση» των ποινικών αδικημάτων του άρθρου 6 έχει υπόψη της ως τύπο πράξης τη συμπλήρωση εντύπου Δ.Π.Κ., (δηλαδή μία λογική χειρογραφικού συστήματος εργασίας), με την προσβαλλόμενη κ.υ.α. αλλάζει ο τύπος της πράξης, που είναι στοιχείο της πράξης σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, και υιοθετείται αποκλειστικά το μοντέλο ηλεκτρονικής υποβολής της δήλωσης μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής (με χρήση εργαλείου λογισμικού) με περαιτέρω ηλεκτρονική επεξεργασία.
Όμως, η ποινική αξιολόγηση του νέου τύπου πράξης (της ηλεκτρονικής δήλωσης) δεν έχει γίνει από τον νομοθέτη του άρθρου 6 του ν. 3213/2003. Εφόσον όμως τα προαναφερόμενα ποινικά αδικήματα του άρθρου 6 στηρίζονται σε άλλο τύπο πράξης και όχι σε αυτόν που ορίζει ως αποκλειστικό τύπο η προσβαλλόμενη κ.υ.α., δεν πληρούται η απαίτηση του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος ο ποινικός νόμος να καθορίζει την «αντικειμενική υπόσταση» του αδικήματος κατά τρόπο σαφή και πλήρη, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 είναι ανεπίδεκτη εφαρμογής κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος.
Τέλος, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. δεν δύναται να εύρει έρεισμα στα άρθρα 2 παρ. 2 και 6 του ν. 3213/2003, διότι οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος και, για τον λόγο αυτόν, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. είναι ακυρωτέα.







Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης