Αποτελέσματα live αναζήτησης

Το καθεστώς αρνησιδικίας με 30.000 εκκρεμείς υποθέσεις στο ΣτΕ

18 Ιανουάριου 2008 Σχόλια
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
  • - Το καθεστώς αρνησιδικίας με 30.000 εκκρεμείς υποθέσεις στο ΣτΕ - Οι δύο προτεινόμενες θεσμικές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης και η απόρριψή τους από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Στε - Τα πραγματικά και αντιφατικά δεδομένα
Το καθεστώς αρνησιδικίας με 30.000 εκκρεμείς υποθέσεις στο ΣτΕ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Αθήνα, 18 Ιανουαρίου 2008
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

- Το καθεστώς αρνησιδικίας με 30.000 εκκρεμείς υποθέσεις στο ΣτΕ
- Οι δύο προτεινόμενες θεσμικές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης και η απόρριψή τους από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Στε
- Τα πραγματικά και αντιφατικά δεδομένα

    
1. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης λυπάται διότι από εκτενή δημοσιεύματα, ισχυριζόμενα ότι βασίζονται σε κύκλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, πληροφορήθηκε ότι οι διατάξεις που εστάλησαν για γνωμοδότηση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν από αυτήν αντισυνταγματικές.

Πρόκειται για δύο διατάξεις του πολυνομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη βελτίωση και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Η μία διάταξη αφορά στη σύσταση εβδόμου (7ου) Τμήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας και η άλλη στη πρόβλεψη ότι οι δικαστές μπορεί να υπηρετούν στο ίδιο Τμήμα του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου κατά ανώτατο όριο πέντε συνεχή έτη.

Βασική επιδίωξη των δύο αυτών διατάξεων -σε συνδυασμό και με άλλες ρυθμίσεις και ειδικά μέτρα που προβλέπονται στο πολυνομοσχέδιο - είναι η αντιμετώπιση του εκρηκτικού προβλήματος των δεκάδων χιλιάδων εκκρεμουσών υποθέσεων στο ΣτΕ, που αποτελεί πιεστικό καθήκον για τους ίδιους τους δικαστές, επιτακτικό αίτημα όλων των παραγόντων της διοικητικής δίκης και στρατηγική προτεραιότητα της κυβέρνησης, όπως αυτό έχει προκύψει από τις εκλογές και τις προγραμματικές δηλώσεις.

Καθήκον και υποχρέωση της πολιτικής εξουσίας είναι η υλοποίηση των εντολών του εκλογικού σώματος, ιδιαίτερα σε ώριμα και βασανιστικά προβλήματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εντολή του ελληνικού λαού είναι η επιτάχυνση των ρυθμών απονομής της Δικαιοσύνης και η προάσπιση και αναβάθμιση του κύρους της. Αυτό είναι το μέγα ζητούμενο στη λειτουργία και απόδοση της Δικαιοσύνης σήμερα. Δυστυχώς, το πρόβλημα αυτό παραμένει ακέραιο και μετά την αρνητική γνωμοδότηση του ΣτΕ.

2. Οι δεκάδες χιλιάδες των υποθέσεων που εκκρεμούν στο Ανώτατο αυτό δικαστήριο, δεν προβλέπεται να εκδικαστούν σε σύντομο και προβλεπτό χρόνο, ενώ ο αριθμός των χιλιάδων νέων υποθέσεων συνεχώς αυξάνει. Αποτελεί, δυστυχώς, κοινή διαπίστωση η μεγάλη καθυστέρηση, που αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας, στην έκδοση των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι εκκρεμείς υποθέσεις αγγίζουν τις 30.000, ενώ οι εκδιδόμενες κατΆ έτος αποφάσεις μόλις που υπερβαίνουν τις 5.000. Ο χρόνος εκδίκασης ακόμη και των ασφαλιστικών διαφορών αγγίζει, κατά μέσο όρο, τους εννέα (9) μήνες.

Οι μεγάλες αυτές καθυστερήσεις, πέραν της ταλαιπωρίας των πολιτών και των επιχειρήσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, δημιουργούν, σε πολλές περιπτώσεις, ανυπέρβλητα εμπόδια και σοβαρές καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων με πρόδηλο τον κίνδυνο της απώλειας των σχετικών χρηματοδοτήσεων. Ακριβώς για τους λόγους αυτούς, το νομοσχέδιο προβλέπει την σύσταση εβδόμου Τμήματος, με αντικείμενο την επίλυση των διαφορών από τις δημόσιες συμβάσεις εντός του βραχύτερου δυνατόν χρόνου και χωρίς τους κινδύνους και τις συνέπειες των καθυστερήσεων αυτών.

Η αρνητική γνωμοδότηση του ΣτΕ δεν αντιμετωπίζει το υπαρκτό πρόβλημα αυτό και, χωρίς να το επιδιώκει, θα το επιδεινώσει κατά τα επόμενα χρόνια.

3. Με την άλλη διάταξη του πολυνομοσχεδίου, καθορίζεται ως ανώτατο χρονικό όριο συνεχούς παραμονής ενός δικαστή στο ίδιο Τμήμα το διάστημα των πέντε ετών. Η διάταξη αυτή προορίζεται να ισχύσει και για τα τρία ανώτατα δικαστήρια (¶ρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο).

Η μακροχρόνια παραμονή των αυτών δικαστών στο ίδιο Τμήμα προκαλεί, εκ των πραγμάτων, παθογένειες και δυσλειτουργίες, καθεστωτική αντίληψη, αδυναμία ανανεώσεως των στελεχών του, ενώ αδικεί όσους δικαστές δικαιούνται και αξίζουν να αποκτήσουν πολύπλευρη εμπειρία στο ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων του ΣτΕ.

Είναι απορίας άξιο, πως μια παρόμοια διάταξη κρίθηκε αντισυνταγματική, όταν ένα σύνολο δεδομένων συνηγορεί ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση.

α) Συγκεκριμένα, με σκοπό την προάσπιση του κύρους της Δικαιοσύνης, το άρθρο 15 του Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών προβλέπει ότι οι δικαστές των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων «δεν επιτρέπεται να υπηρετούν στο ίδιο τμήμα πέραν της τετραετίας», χωρίς ποτέ να τεθεί θέμα αντιθέσεώς της με κάποια διάταξη του Συντάγματος. Η επιλογή μας για ανώτατο όριο παραμονής ενισχύεται και από το ότι τα μέλη των Τμημάτων μετέχουν παραλλήλως και των συνθέσεων της οικείας Ολομέλειας και συνεπώς είναι αναγκαίο να διαθέτουν ειδικότερη επιστημονική ενημέρωση για τα αντικείμενα όλων των Τμημάτων του δικαστηρίου.

β) Η πλειοψηφία της διοικητικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε και την παραπάνω διάταξη αντισυνταγματική, παραγνωρίζει τόσο την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος), όσο και τη συνταγματικώς αναγνωριζόμενη εξουσία της νομοθετικής λειτουργίας να οργανώνει τα δικαστήρια (άρθρο 93 παράγραφος 1 του Συντάγματος).

Στον νομοθέτη, φορέα της λαϊκής κυριαρχίας και υπολόγου έναντι του ελληνικού λαού για την ορθολογική οργάνωση της Δικαιοσύνης, ανήκει η αρμοδιότητα ιδρύσεως των δικαστηρίων σε ολόκληρη τη χώρα και δημιουργίας νέων τμημάτων στα ανώτατα δικαστήρια, καθώς και ο καθορισμός ανωτάτου ορίου παραμονής των δικαστών στο ίδιο Τμήμα. ¶λλωστε, τα οργανωτικά ζητήματα των δικαστηρίων ρυθμίζονται, σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τον κοινό νομοθέτη.

γ) Την ίδια ακριβώς θέση εξέφρασε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στο 4/9 Μαρτίου 2007 Πρακτικό της, όπου ομοφώνως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η ίδρυση ειδικών Τμημάτων στο Συμβούλιο Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο για τις υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων, συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, ως ρύθμιση οργανωτικού χαρακτήρος, πρέπει να αφήνεται στην αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη και να μην ρυθμίζεται ευθέως από το Σύνταγμα». Αποτελεί λυπηρή διαπίστωση το γεγονός ότι αυτή η πλήρης αντίφαση και μεταστροφή εμφανίζεται και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

4. ¶λλωστε, με βάση την ομόφωνη αυτή απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Μαρτίου 2007, εκπονήθηκε η διάταξη για τη σύσταση σε αυτό εβδόμου Τμήματος. Μας ήταν αδύνατον να προβλέψουμε ότι η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας θα μετέβαλε, εννέα μήνες αργότερα, άρδην γνώμη.

Η κρίση αυτή εγείρει και μια ακόμη απορία. Το πέμπτο και έκτο Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ιδρύθηκαν, επίσης, με νόμο, χωρίς μάλιστα γνωμοδότηση ή αντίρρηση της Ολομέλειάς του, η οποία προχώρησε κανονικά στη στελέχωση και λειτουργία τους. Πώς σήμερα η ίδια ρύθμιση κρίνεται αντισυνταγματική; Προάγουν άραγε το κύρος της Δικαιοσύνης οι μεταστροφές της πλειοψηφίας στο ίδιο θέμα;

 5. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης σέβεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της, και ως εκ τούτου όλες τις αποφάσεις της. Είναι όμως, αποφασισμένο να προχωρήσει στην υλοποίηση των στόχων του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η επιτάχυνση των ρυθμών της διοικητικής δίκης (που έχει φτάσει στα προσβλητικά για όλους μας όρια της αρνησιδικίας) και γενικότερα η προάσπιση του κύρους της Δικαιοσύνης. Αυτό αποτελεί εντολή του Ελληνικού λαού και ως εκ τούτου κανείς δεν βρίσκεται πάνω από αυτήν ούτε μπορεί να την αγνοήσει.



Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης