Αποτελέσματα live αναζήτησης

Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα: Απαντήσεις της επιστημονικής ομάδας προς τον κ. Ι. Ανδριτσογιάννη

6 Νοέμβριου 2014 Σχόλια
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 44 λεπτά
Στα τέλη Οκτωβρίου 2014

Στα τέλη Οκτωβρίου 2014, αναρτήθηκε στον κόμβο μας ένα άρθρο με τίτλο «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα: Μία πρώτη ανάλυση». Απώτερος στόχος μας κατά τη σύνταξη αυτού του κειμένου που αφορούσε στα Ε.Λ.Π. ήταν αφενός μεν, να δοθεί ένα πρώτο στίγμα των νέων λογιστικών προτύπων, αφετέρου δε, να αρθούν οι ανησυχίες των συναδέλφων που εκδηλώθηκαν μετά τη δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου, κυρίως ως προς τον χρόνο έναρξης εφαρμογής των νέων διατάξεων.

Την πρώτη αυτή προσπάθεια αποκωδικοποίησης του σχεδίου νόμου των Ε.Λ.Π. την καταρτίσαμε με τη μορφή ερώτησης/απάντησης, έτσι ώστε να είναι πιο κατανοητές οι αλλαγές που θα επέλθουν. Ταυτόχρονα, κάναμε αρκετές επισημάνσεις και δώσαμε διευκρινίσεις έχοντας μελετήσει προσεκτικά τις διατάξεις του σχεδίου νόμου. Όντες θιασώτες της προσεκτικής προσέγγισης σε οτιδήποτε καινοφανές που καλούμαστε να εφαρμόσουμε, εκφράζουμε πάντα τις απόψεις μας αλλά διατηρούμε συνάμα και επιφυλάξεις όταν θεωρούμε πως υπάρχουν μελανά σημεία ή ασάφειες. Αναγνωρίζοντας ότι δεν είμαστε επαΐοντες, αλλά λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ουδείς δεν είναι αλάνθαστος, παροτρύναμε τους συναδέλφους να παραθέσουν τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά τους, έτσι ώστε να αναδειχθούν τα όποια προβλήματα ή οι ενδεχόμενες στρεβλώσεις στις ελληνικές επιχειρήσεις και στα λογιστήρια από την μελλοντική υιοθέτηση των Ε.Λ.Π.

Μέσω αυτού του ανοιχτού διαύλου επικοινωνίας που ξεκίνησε μετά την ανάρτηση του άρθρου μας, υπήρξαν αρκετά σχόλια, παρατηρήσεις και επισημάνσεις από τους συναδέλφους, τις οποίες μελετήσαμε με προσοχή. Να σημειώσουμε εδώ ότι, η δική μας ανάλυση δεν ήταν η μοναδική, αφού προσεγγίσεις πάνω στο σχέδιο νόμου έγιναν και από θεσμικούς φορείς και οργανώσεις, οι απόψεις των οποίων φιλοξενήθηκαν στον δικτυακό μας τόπο και αλλαχού. Να τονίσουμε ότι, ο πλουραλισμός των απόψεων που φιλοξενούνται στον κόμβο, καθώς και των εκάστοτε θέσεων που διατυπώνονται είτε μέσω συλλογικών φορέων, είτε από μεμονωμένα άτομα, είναι καταφανής σε όλη την πορεία λειτουργίας του κόμβου μας.

Στο μεσοδιάστημα από την ημερομηνία που αναρτήθηκε η ανάλυσή μας μέχρι και σήμερα, έχουμε φιλοξενήσει στον κόμβο όλες τις επίσημες απόψεις διαφόρων θεσμικών φορέων, προκειμένου οι συνάδελφοι να έχουν μία σφαιρική εικόνα του θέματος. Με μια περιήγηση  στην ειδική ενότητα που έχουμε δημιουργήσει στην ιστοσελίδα μας, οι συνάδελφοι μπορούν να διαβάσουν τις απόψεις και τις θέσεις των κυριότερων φορέων (Ο.Ε.Ε, Π.Ο.Φ.Ε.Ε, Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε, Ε.Σ.Ε.Ε. κ.α.) που ειρήσθω εν παρόδω, ήταν θετικοί σχετικά με τις διατάξεις του νομοσχεδίου.

Στα πλαίσια του εποικοδομητικού διαλόγου που αναπτύχθηκε με τους συναδέλφους μέσω του κόμβου, ο κ. Ιωάννης Ανδριτσογιάννης κατέθεσε τις απόψεις του επί των τοποθετήσεών μας και μάλιστα αναφέρθηκε εκτενώς και σε άρθρο του που αναρτήθηκε στο δικτυακό τόπο του περιοδικού «ΛΟΓΙΣΤΗΣ». Να τονίσουμε ότι, αισθανόμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που ο έγκριτος συνάδελφος κ. Ι. Ανδριτσογιάννης ασχολήθηκε μόνο με τις δικές μας τοποθετήσεις και απόψεις και όχι με αυτές των λοιπών συνδικαλιστικών και θεσμικών φορέων.

Να υπενθυμίσουμε στους συναδέλφους ότι, μετά την ολοκλήρωση της δημόσιας διαβούλευσης φιλοξενήσαμε και αρκετά από τα σχόλια που διατυπώθηκαν εκεί, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του κ. Ι. Ανδριτσογιάννη, χωρίς να σχολιάσουμε επί της ουσίας κανένα από αυτά. Να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι, ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης ήταν ο γενικός εισηγητής του θεσμού της Λογιστικής Τυποποίησης στην Ελλάδα (1980 - 1990), δηλαδή του Ε.Γ.Λ.Σ , το οποίο από κάθε άποψη αποτέλεσε το νομοθέτημα εκείνο, το οποίο προήγαγε περισσότερο από κάθε άλλο την Λογιστική Επιστήμη στην Ελλάδα.

Προκειμένου να συνδράμουμε απ΄την πλευρά μας σε έναν γόνιμο δημόσιο διάλογο, θεωρήσαμε απαραίτητο να απαντήσουμε στα ερωτήματα που μας έθεσε δημοσίως ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννη, έτσι ώστε να λυθούν ορισμένες απορίες που απασχολούν τον ίδιο ή και άλλους συναδέλφους. Βέβαια, να τονίσουμε ότι οι απόψεις μας είναι καθαρά επιστημονικές και βρίσκουν έρεισμα στην ενδελεχή μελέτη του νομοσχεδίου αλλά και των υπολοίπων νομοθετημάτων που εμπλέκονται σ΄ αυτό. Η ομάδα που είναι καθ' ύλην αρμόδια για να απαντήσει ή να αιτιολογήσει τους λόγους εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων, είναι αυτή που εργάστηκε για την κατάρτιση του εν λόγω σχεδίου νόμου. Συνεπώς, οι απόψεις μας αλλά και των υπολοίπων συναδέλφων πρέπει να εξεταστούν από το αρμόδιο θεσμικό όργανο που έχει συσταθεί και όπως είναι φυσικό έχει και τον τελευταίο λόγο. Σημειώνουμε επί τη ευκαιρία ότι, ή ομάδα εργασίας, ήταν πολυπληθής και αντιπροσώπευε το σύνολο σχεδόν των επιστημονικών φορέων της χώρας μας και εξ΄ όσων γνωρίζουμε κανένα μέλος της επιτροπής αυτής δεν εξέφρασε δημόσια έως τώρα την αντίθεση του στο σχέδιο νόμου ή σε επιμέρους διατάξεις του.

Θα ξεκινήσουμε στο σημείο αυτό να παραθέτουμε τις τοποθετήσεις του κ. Ι. Ανδριτσογιάννη όπως αυτές αναρτήθηκαν στον δικτυακό τόπο του περιοδικού ΛΟΓIΣΤΗΣ και στη συνέχεια θα παραθέσουμε και τις δικές απόψεις επί των παρατηρήσεών του.Με τον τρόπο αυτό θα είναι εμφανείς οι απαντήσεις μας πάνω στους προβληματισμούς του κ. Ι. Ανδριτσογιάννη.

 

Απάντηση στις θέσεις της επιστημονικής ομάδας του κόμβου TAXHEAVEN από τον:

ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΔΡΙΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

▪ Οικονομολόγο, Δικηγόρο ε.τ.
▪ Σύμβουλο Επιχειρήσεων και Επαγγελματικών Οργανώσεων
▪ Γενικό Εισηγητή του θεσμού της Λογιστικής Τυποποίησης στην Ελλάδα (1980 - 1990)

● Σε έγγραφό μου που καταχώρησα την 29/10/2014 στο διαδίκτυο, σχόλια στο άρθρο 1, στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης για το άνω νομοσχέδιο, διατυπώνω τις θέσεις και τις προτάσεις μου για την ανασύνταξη του νομοσχεδίου, επιδιώκοντας να παραδοθεί στη χώρα μας και στην οικονομία της βελτιωμένη η Λογιστική Τυποποίηση, έτσι ώστε να την αποδεχθούν και να την εφαρμόσουν οι επιχειρήσεις, χωρίς νέες οικονομικές επιβαρύνσεις.

● Στο σημείωμά μου αυτό θα προσπαθήσω να απαντήσω στους αγαπητούς συναδέλφους της επιστημονικής ομάδας του κόμβου TAXHEAVEN και στους συνεργάτες τους και μέσω των απαντήσεων αυτών να ενημερώσω τους εφαρμοστές της Λογιστικής Τυποποίησης που δίκαια ξεσηκώθηκαν και χαλάνε τον κόσμο.

● Με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν βελτιώνεται η Λογιστική Τυποποίηση, ούτε γίνεται απλή κωδικοποίηση του Κ.Φ.Α.Σ. και των λογιστικών νόμων (2190/1920, Ε.ΓΛΣ, Κ.Λ.Σ. κ.λπ.), που θα ήταν ευπρόσδεκτη στην επιχειρηματική κοινότητα. Γκρεμίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της Λογιστικής Τυποποίησης και τη θέση του παίρνει ένα ελλιπές λογιστικό μοντέλο με ένα "γυμνό" Σχέδιο Λογαριασμών χωρίς κανόνες που να ρυθμίζουν το περιεχόμενο και τη συλλειτουργία τους, χωρίς επιστημονικές αρχές που στηρίζουν κάθε θεσμό και το κυριότερο το προβλεπόμενο λογιστικό μοντέλο του νομοσχεδίου περιλαμβάνει ένα συνονθύλευμα κανόνων παρμένων από το Ε.ΓΛΣ, από το αγγλοσαξωνικό λογιστικό μοντέλο (Γενική και Αναλυτική Λογιστική συλλειτουργούν) την Οδηγία 2013/34/EE και από τα Δ.Λ.Π.

● Το πώς έχει διατυπωθεί και σε ποιες αρχές βασίζεται το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν είναι μόνο θέμα θεωρητικό, που λίγο θα ενδιέφερε τις επιχειρήσεις και τους εφαρμοστές τους λογιστές. Το θέμα είναι άκρως και πρακτικό αφού ανατρέπει τη λογιστική οργάνωση των επιχειρήσεων, τις υποχρεώνει σε πλήρη λογιστική αναδιοργάνωση με σημαντικότατο κόστος, στην τήρηση διπλών βιβλίων με αύξηση του ετήσιου λειτουργικού τους κόστους και στην οργάνωση και λειτουργία συστημάτων διπλής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων με επίσης σημαντική αύξηση του ετήσιου λειτουργικού τους κόστους.

Στην Ερώτηση 1: Ποια είναι η σπουδαιότερη μεταρρύθμιση του σχεδίου νόμου;

Η θέση της επιστημονικής ομάδας του κόμβου TAXHEAVEN:


● Η κωδικοποίηση που γίνεται με το σχέδιο νόμου καταπολεμά αποτελεσματικά την πολυνομία και θα αποδειχθεί ότι αποτελεί μία πολύ μεγάλη μεταρρύθμιση που θα μειώσει το κόστος λειτουργίας της αγοράς και θα αυξήσει την ασφάλεια δικαίου.

● Καταργούνται από 01/01/2015 οι απαρχαιωμένες και αντικρουόμενες διατάξεις των νόμων 2190/1920, 3190/1955, 4172/02012, το Π.Δ. 1123/1980 (Ε.ΓΛΣ) με εξαίρεση το Σχέδιο Λογαριασμών, και τα Π.Δ. των Κ.Λ.Σ.


Σχόλιο κου Ανδριτσογιάννη:


● Η κωδικοποίηση σε ένα νομοθέτημα των Κ.Φ.Α.Σ. των διατάξεων της Οδηγίας 2013/34/EE που αποτυπώνονται στον Κωδ. Ν.2190/1920 (καταργούμενα άρθρα) και των λογιστικών διατάξεων του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ. θα ήταν ευπρόσδεκτη από την επιχειρηματική κοινότητα και από τους εφαρμοστές λογιστές αν ήταν απλή κωδικοποίηση που θα οδηγούσε στη βελτίωση της Λογιστικής Τυποποίησης και όχι στην κατάργηση του σημερινού θεσμού και στην αντικατάστασή του με λογιστικούς κανόνες και λογιστικά μοντέλα που καμία σχέση δεν έχουν με τα ισχύοντα σήμερα. Οι επιχειρήσεις έχουν οργανωθεί με βάση τα ισχύοντα λογιστικά μοντέλα, τα οποία βασίζονται στην αρχή της αυτονομίας των δύο κλάδων της λογιστικής, της Γενικής και της Αναλυτικής (Διοικητικής).

● Το λογιστικό μοντέλο του νομοσχεδίου αγνοεί την αυτονομία, επιτρέπει τη συλλειτουργία στη Γενική Λογιστική των συναλλαγών με τρίτους με τις εσωτερικές πράξεις της βιομηχανικής (αναλώσεις) και της εμπορικής (κόστος πωληθέντων) λογιστικής, αγνοώντας την Αναλυτική Λογιστική του Ε.ΓΛΣ και αποκλείοντας τη λογιστική κατάρτιση του λογαριασμού της γενικής εκμετάλλευσης με βάση τα αναλλοίωτα πρωτογενή στοιχεία της Γενικής Λογιστικής που είναι τα πλέον αξιόπιστα.

● Το νομοσχέδιο παραβλέπει το γεγονός ότι ο λογιστικός λογαριασμός της γενικής εκμετάλλευσης αποτελεί το σπουδαιότερο εργαλείο στα χέρια της διοίκησης των επιχειρήσεων για δική τους συνολική αξιόπιστη πληροφόρηση και για στήριξη των ετήσιων αποτελεσμάτων σε κάθε φορολογικό ή άλλης φύσεως έλεγχο από τη δημόσια διοίκηση.

● Δηλαδή το ελλιπές λογιστικό μοντέλο του νομοσχεδίου με ένα "γυμνό" Σχέδιο Λογαριασμών δεν έχει καμία σχέση με το λογιστικό μοντέλο των χωρών της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανίας, Γαλλίας, Ισπανίας, Αυστρίας, Βελγίου κ.λπ.), το οποίο έχει ενσωματώσει το Ε.ΓΛΣ και τα Κ.Λ.Σ., σε συνδυασμό δε με το γεγονός ότι δεν εξασφαλίζει την αυτόνομη λειτουργία της Γενικής Λογιστικής μόνο με τα αναλλοίωτα από εσωτερικές διεργασίες - επεξεργασίες στοιχεία, ουσιαστικά καταργεί τη Λογιστική Τυποποίηση.

● Αν λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι το Σχέδιο Λογαριασμών του νομοσχεδίου είναι "γυμνό" χωρίς κανόνες που να ρυθμίζουν το περιεχόμενο και τη συλλειτουργία των λογαριασμών, αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε εφαρμοστής θα χειρίζεται και θα καταχωρεί τα λογιστικά γεγονότα και τις πράξεις κατά το δοκούν. Αλλά με αυτό το λογιστικό μοντέλο θα μιλάμε για βελτίωση της Λογιστικής Τυποποίησης; Όχι, κύριοι συνάδελφοι, η Λογιστική Τυποποίηση, το πολύτιμο αυτό "εργαλείο" - κοινή γλώσσα συνεννόησης των επιχειρήσεων με τη δημόσια διοίκηση, τις επαγγελματικές τους οργανώσεις και μεταξύ τους, θα έχει πεθάνει και θα έχει πεθάνει η αποκαλούμενη από εσάς, κύριοι συνάδελφοι, "απαρχαιωμένη" Λογιστική Τυποποίηση του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ., την οποία εφαρμόζουν από το 1970, προσαρμοσμένη στις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όλες οι χώρες της Ε.Ε.

● Αν σήμερα το πείτε στον Γερμανό βιομήχανο που έχει εφαρμόσει το λογιστικό μοντέλο του Λογιστικού Σχεδίου του Συνδέσμου της γερμανικής βιομηχανίας του 1971 δε θα πιστεύει στα αυτιά του ότι άκουσε τέτοια πρόταση. Η οργάνωση του λογιστικού μοντέλου μίας επιχείρησης, ιδίως όταν είναι μεγάλου μεγέθους, χρειάζεται σε χρόνο μερικές δεκαετίες να ολοκληρωθεί σε επίπεδο κεντρικού λογιστηρίου - Γενικής Λογιστικής και σε επίπεδο αποκεντρωμένων υπηρεσιών - Διοικητικής Λογιστικής, δύο συστημάτων που λειτουργούν αυτόνομα και συνδέονται μεταξύ τους αλληλοτροφοδοτούμενα. Και αυτή η οργάνωση απαιτεί τεράστια δαπάνη για την επιχείρηση και πολύ κόσμο και ταλαιπωρία του προσωπικού των επιχειρήσεων. Και θα τους πούμε τώρα ότι αυτά τα αλλάζουμε ως αναχρονιστικά στη στιγμή που τα εφαρμόζουν, τα ίδια και απαράλλαχτα, αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες από το 1970 (Γερμανία, Γαλλία κ.λπ.);

● Από τη δεκαετία του 1980 η Ελλάδα εφαρμόζει τη Λογιστική Τυποποίηση του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ. που οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζουν από τη δεκαετία του 1970 και συνεχίζουν σήμερα να εφαρμόζουν τα λογιστικά αυτά μοντέλα αναλλοίωτα ως προς τα Σχέδια Λογαριασμών και τους κανόνες που ρυθμίζουν το περιεχόμενο των λογαριασμών και τη συλλειτουργία τους. Όλες αυτές οι χώρες της Ε.Ε. και η Ελλάδα από το 1980 με το Ε.ΓΛΣ και τα Κ.Λ.Σ., εφαρμόζουν την Οδηγία 2013/34/EE που αντικατέστησε τις προγενέστερες Οδηγίες, χωρίς καμία μεταβολή στις Οικονομικές Καταστάσεις, και τις Οδηγίες της Ε.Ε. για τις Οικονομικές Καταστάσεις των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων και των Τραπεζών. Αυτό αποδεικνύει, κύριοι συνάδελφοι, ότι ο χαρακτηρισμός "απαρχαιωμένες" διατάξεις είναι ατυχής ή ότι υποδηλώνει άγνοια.

● Η παροχή δυνατότητας στις επιχειρήσεις να συνεχίσουν να εφαρμόζουν το Σχέδιο Λογαριασμών που θα ισχύει έως την 31/12/2014 (προφανώς του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ.), χωρίς τους κανόνες που ρυθμίζουν το περιεχόμενο και τη συλλειτουργία των λογαριασμών και χωρίς τη συνδεσμολογία τους με τις Οικονομικές Καταστάσεις, είναι δώρο άδωρο για τις επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται να καταρτίζουν τις Οικονομικές Καταστάσεις του Παραρτήματος Β του νομοσχεδίου.

● Σχετικά με την ασφάλεια δικαίου που διασφαλίζεται με το νομοσχέδιο θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. Πως θα έχουμε ασφάλεια δικαίου με ένα "γυμνό" Σχέδιο Λογαριασμών όπως είναι αυτό του νομοσχεδίου ή αυτό του Ε.ΓΛΣ ή των Κ.Λ.Σ., χωρίς κανόνες που να ρυθμίζουν το περιεχόμενο, τη συλλειτουργία τους και αν εφαρμόζεται το Σχέδιο Λογαριασμών του Ε.ΓΛΣ ή των Κ.Λ.Σ. χωρίς κανόνες που ρυθμίζουν της συνδεσμολογία των λογαριασμών με τις Οικονομικές Καταστάσεις; Σας πληροφορώ ότι όταν το 1980, εκπροσωπώντας το τότε Υπουργείο Συντονισμού στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση του Π.Δ. 1123/1980 (Ε.ΓΛΣ), στις επιφυλάξεις συμβούλων κατά τη διάσκεψη για ένα τόσο λεπτομερειακό και μεγάλο κείμενο, ο εισηγητής - σύμβουλος πρόβαλε ως το σπουδαιότερο επιχείρημα ότι το Π.Δ. 1123/1980 θα εξασφάλιζε την ασφάλεια δικαίου, επειδή είχε λεπτομερείς ρυθμίσεις για το περιεχόμενο και τη συλλειτουργία των λογαριασμών και για τη συνδεσμολογία τους με τις Οικονομικές Καταστάσεις.

● Δεν διαφωνώ, κύριοι συνάδελφοι, με την προσπάθεια που γίνεται για την κωδικοποίηση του Κ.Φ.Α.Σ. που, κατά την άποψή μου, με τις εκσυγχρονισμένες και βελτιωμένες διατάξεις που είναι προσαρμοσμένες στις σημερινές εξελίξεις, επιτυχώς έχουν ενσωματώσει τον Κ.Φ.Α.Σ. στο νομοσχέδιο. Δεν διαφωνώ επίσης με την κωδικοποίηση στο ίδιο νομοσχέδιο των λογιστικών διατάξεων του Κωδ. Ν.2190/1920 και του Ε.ΓΛΣ που ρυθμίζουν την επιμέτρηση (αποτίμηση) των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων. Διαφωνώ όμως με τον τρόπο που γίνεται, όχι μόνο γιατί έτσι θάβουμε την Λογιστική Τυποποίηση, αλλά επειδή καλούνται οι επιχειρήσεις να εφαρμόσουν το νομοσχέδιο με τεράστιες επιβαρύνσεις, χωρίς, επιτρέψτε μου την άποψη, κανένα όφελος για τις ίδιες και για την εθνική οικονομία, αφού ούτε η Λογιστική Τυποποίηση διασφαλίζεται, που αποδεδειγμένα μειώνει το διοικητικό κόστος, ούτε η ασφάλεια δικαίου επιτυγχάνεται προς όφελος της εθνικής οικονομίας.


Όλοι αναγνωρίζουμε ότι ο κ. Ανδριτσογιάννης, όπως και ο κ. Θ. Γρηγοράκος καθώς και άλλοι έγκριτοι συνάδελφοι, είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή της Λογιστικής Τυποποίησης στην Ελλάδα, πριν από 40 περίπου χρόνια. Ωστόσο, τα πράγματα έκτοτε έχουν αλλάξει κυρίως αναφορικά σε δύο παραμέτρους: α) τη δυνατότητα των μηχανογραφικών συστημάτων όσον αφορά στην αυτόματη επεξεργασία των λογιστικών στοιχείων και β) την ακόμα μεγαλύτερη διεθνοποίηση της χρήσης των οικονομικών καταστάσεων / πληροφοριών. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι σε όλα τα επίπεδα, πόσω δε μάλλον στον τομέα της επιστήμης, τίποτε δεν μένει στάσιμο και οι εξελίξεις ακολουθούν τους ρυθμούς της εποχής.

Το νομοσχέδιο για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα συνιστά κατά την προσωπική μας άποψη μια σημαντική παρέμβαση, εκσυγχρονίζοντας και βελτιώνοντας την παράδοση της Λογιστικής Τυποποίησης στις σημερινές συνθήκες.

Η άποψή μας είναι ότι η Λογιστική Τυποποίηση δεν γκρεμίζεται, όπως υποστηρίζει ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης, αντίθετα προσαρμόζεται στο σήμερα, στις τρέχουσες ανάγκες της οικονομίας. Για το λόγο αυτό άλλωστε, οι παραγωγικές τάξεις (σ.σ. βλ. ΕΣΕΕ, ΓΕΣΕΒΕ, Π.Ο.Φ.Ε.Ε., κ.λπ.) έχουν εκφραστεί δημόσια θετικά για το εν λόγω νομοσχέδιο και δεν «ξεσηκώθηκαν», ούτε «χαλάνε τον κόσμο», όπως ατυχώς ανέφερε ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης. Αυτή κατά την γνώμη μας είναι η πραγματικότητα και θέλουμε να τονίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν είμαστε αιθεροβάμονες, ούτε μεροληπτούμε υπέρ ή κατά του νομοσχεδίου. Προσπαθούμε να δούμε με αντικειμενική ματιά τις εξελίξεις.

Οι θέσεις του κ. Ι. Ανδριτσογιάννη στηρίζονται όπως υποψιαζόμαστε σε εσφαλμένη ανάγνωση των διατάξεων της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ αλλά και του νομοσχεδίου γενικότερα, με αποτέλεσμα να έχει οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Σε όλο τον κόσμο, με τον όρο «Λογιστική Τυποποίηση» νοείται πρωτίστως το τρίπτυχο: κοινοί κανόνες αναγνώρισης των στοιχείων των οικονομικών καταστάσεων, κοινοί κανόνες αποτίμησης των στοιχείων των οικονομικών καταστάσεων και κοινά υποδείγματα οικονομικών καταστάσεων. Όσον αφορά στο σχέδιο λογαριασμών το νομοσχέδιο προτείνει ένα σύγχρονο και λειτουργικό σχέδιο, ενώ επιτρέπει εναλλακτικά το ισχύον σχέδιο λογαριασμών του Ε.Γ.Λ.Σ., ώστε να μην υπάρξει κόστος και αναστάτωση για τις επιχειρήσεις και τους λογιστές.

Αναχρονισμός και απαρχαιωμένη είναι η εμφάνιση του φόρου εισοδήματος ως διανομή στην Ελλάδα, η μοναδική ίσως χώρα στον κόσμο που σήμερα ακολουθεί αυτή την πρακτική, όπως και η συσσώρευση εξόδων στον ισολογισμό προκειμένου να επιτυγχάνεται το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και η μη εμφάνιση της χρηματοδοτικής μίσθωσης (ως περιουσιακό στοιχείο και ως υποχρέωση). Η αυτόνομη λειτουργία της γενικής λογιστικής (σε σχέση με την παρακολούθηση των αποθεμάτων, του κόστους πωληθέντων και τη κοστολόγησης εν γένει) φυσικά και είχε νόημα στο χειρόγραφο σύστημα της δεκαετίας του 1980-1990, ή στα περιορισμένης δυνατότητας μηχανογραφικά συστήματα των προηγούμενων δεκαετιών.

Στα σύγχρονα μηχανογραφικά λογιστικά – πληροφοριακά συστήματα δεν τίθεται ζήτημα αυτόνομης λειτουργίας ή συλλειτουργίας και συνεπώς ένας σύγχρονος νόμος δεν νοείται να απαγορεύει την εξέλιξη.


Στην Ερώτηση 2: Τι διαδέχεται τον Κ.Φ.Α.Σ.; Υπάρχει επαρκής χρόνος για ενημέρωση;

Σχόλιο κου Ανδριτσογιάννη:

● Όπως έχω διατυπώσει την άποψή μου πιο πάνω (Ερώτηση 1) ο Κ.Φ.Α.Σ. έχει ενσωματωθεί στο νομοσχέδιο με επιτυχία λόγω των εκσυγχρονισμένων και προσαρμοσμένων στις εξελίξεις διατάξεων.

● Συμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις σας, κύριοι συνάδελφοι, που διατυπώνονται ως ενημερωτική απάντηση στην Ερώτηση 2.

 

Στην Ερώτηση 3: Το νομοσχέδιο εφαρμόζει τα Δ.Λ.Π.;

Η θέση της επιστημονικής ομάδας του κόμβου TAXHEAVEN:

● Το νομοσχέδιο δεν εισάγει τα έκτασης περίπου 1.500 σελίδων Δ.Λ.Π.

● Το νομοσχέδιο εισάγει τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/EE με λογιστικούς κανόνες μερικών δεκάδων σελίδων.

Σχόλιο κου Ανδριτσογιάννη:

● Το θέμα που αναφέρεται στην Ερώτηση 3 είναι πολύ σημαντικό και θίγει άμεσα τα συμφέροντα των επιχειρήσεων με τη διπλή επιμέτρηση (αποτίμηση) των περιουσιακών στοιχείων του που οδηγεί στην αναγκαστική τήρηση διπλών βιβλίων και στην οργάνωση και λειτουργία συστημάτων αποτίμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 - 24 του Κεφαλαίου 5 του νομοσχεδίου.

● Το επιχείρημά σας, κύριοι συνάδελφοι, ότι δεν εισάγονται τα Δ.Λ.Π. 1.500 σελίδων, ενώ το νομοσχέδιο σε μερικές δεκάδες σελίδες εισάγει κανόνες της Οδηγίας 2013/34/EE δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που απεικονίζεται στα άρθρα 18 - 24 του νομοσχεδίου.

● Σχετικά με τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/EE που ρυθμίζουν την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων οι απόψεις μου είναι σταθερές και συμπίπτουν απόλυτα με τη θέση που έχει πάρει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το Σ.τ.Ε., η οποία ακολουθεί:

- Οι υποχρεωτικές διατάξεις των Οδηγιών της Ε.Ε. ενσωματώνονται στο εσωτερικό δίκαιο κάθε χώρας - μέλους υποχρεωτικά και με αναλλοίωτο το περιεχόμενό τους.

- Οι προαιρετικές διατάξεις των Οδηγιών της Ε.Ε. μπορούν, με επιλογή της χώρας - μέλους, να ενσωματώνονται στο εσωτερικό δίκαιο, είτε ως υποχρεωτικές, είτε ως προαιρετικές (δυνητικής εφαρμογής), χωρίς να αλλοιώνεται το περιεχόμενό τους (πρέπει να εισάγονται όπως τις διατυπώνουν οι Οδηγίες).

- Ο εσωτερικός νομοθέτης κάθε χώρας - μέλους της Ε.Ε. έχει τη δυνατότητα να εισάγει νέους κανόνες μόνο διαδικαστικού περιεχομένου (ρυθμίζονται μόνο διαδικασίες).

● Τα άρθρα 18 - 24 του νομοσχεδίου έχουν διατυπωθεί κατά παράβαση των ανωτέρω αρχών και όπου αυτό συμβαίνει οι σχετικές διατάξεις δεν είναι συμβατές με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για το λόγο αυτό ο εσωτερικός δικαστής υποχρεούται να μην τις εφαρμόζει, σε περίπτωση δε που οι ενδιαφερόμενοι προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι βέβαιο ότι θα δικαιωθούν.

● Κανένας δεν έχει πει μέχρι σήμερα ότι το νομοσχέδιο εισάγει τα Δ.Λ.Π. Τα Δ.Λ.Π. δεν εισάγονται σε μία χώρα - μέλος της Ε.Ε. από τον εσωτερικό νομοθέτη. Η εφαρμογή των Δ.Λ.Π. γίνεται με κανονισμούς της Ε.Ε. και οι εφαρμοστές τους δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν μέρος από τους κανόνες τους. Η εφαρμογή τους, όταν προβλέπεται, γίνεται στο σύνολο και όχι σε μέρος τους. Η Ε.Ε. προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή των Δ.Λ.Π. μόνο από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις και μόνο για τις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις. Σύμφωνα με αυτή την πρόβλεψη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο εσωτερικός νομοθέτης έχει το δικαίωμα να εισάγει τα Δ.Λ.Π. και σε μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις, αλλά η εφαρμογή δεν μπορεί να ρυθμίζεται από εσωτερικές διατάξεις, ούτε στο σύνολό τους, ούτε σε μέρος τους. Οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τα Δ.Λ.Π., υποχρεωτικά ή προαιρετικά, είναι υποχρεωμένες να τα εφαρμόζουν όπως είναι διατυπωμένα στις 1.500 περίπου σελίδες.

● Εκείνο που έχει ειπωθεί και είναι διάχυτο στην Αγορά, είναι ότι το νομοσχέδιο στα άρθρα 18 - 24 έχει περιλάβει και διατάξεις των Δ.Λ.Π. για την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες δεν προβλέπονται από την Οδηγία 2013/34/EE και ως προς το σημείο αυτό δεν είναι συμβατές με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Επίσης, το νομοσχέδιο στα άρθρα 18 - 24 έχει περιλάβει προαιρετικές διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/Ε.Ε. ως υποχρεωτικές χωρίς να εξηγούνται στην εισηγητική έκθεση οι σοβαροί λόγοι που επέβαλαν την επιλογή αυτή και τα οφέλη που θα έχει η εθνική οικονομία, και χωρίς να εξηγείται πως θα αντισταθμιστεί η μεγάλη επιβάρυνση των επιχειρήσεων από την αναγκαστική τήρηση διπλών βιβλίων και από την οργάνωση και λειτουργία νέων υπολογιστικών συστημάτων για τον προσδιορισμό των διαφορετικών από τις φορολογικές αποτιμήσεις όλων των περιουσιακών στοιχείων τους.

● Ας δούμε μία προς μία όλες τις διατάξεις των άρθρων 18 - 24 του νομοσχεδίου που επιβάλλουν στις επιχειρήσεις διπλές αποτιμήσεις των περιουσιακών τους στοιχείων και την τήρηση διπλών βιβλίων όπως προβλέπει το άρθρο 3, παρ. 5, των βιβλίων του νομοσχεδίου (λογιστική βάση) και των βιβλίων των φορολογικών νόμων (φορολογική βάση).

 

Τα άρθρα 18 έως 23 αποτελούν πιστή ενσωμάτωση αντίστοιχων διατάξεων της οδηγίας 2013/34/EE και ο κάθε ενδιαφερόμενος μελετητής μπορεί να αντιπαραβάλει τα δύο κείμενα. Κατά την άποψή μας οι διατάξεις έχουν εισαχθεί με τρόπο αποτελεσματικό και οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν έχουν περιοριστεί σε μια τυπική «μετάφραση» του αγγλικού κειμένου.

Τα εν λόγω άρθρα (18-23) εισάγουν το μοντέλο του κόστους κτήσης ως το βασικό μοντέλο επιμέτρησης (αποτίμησης). Είναι δε υποχρεωτικές διατάξεις σύμφωνα με την οδηγία. H γνώμη μας είναι ότι τα άρθρα αυτά δεν περιλαμβάνουν κανένα κανόνα των Δ.Λ.Π. που δεν επιτρέπει η Οδηγία και συνεπώς το νομοσχέδιο δεν εμφανίζεται αντίθετο με την Οδηγία αυτή. Πως θα μπορούσε να γίνει άλλωστε αυτό αφού μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε ελληνικό νομοθέτημα που να ενσωματώνει οδηγίες της Ε.Ε. με αντίθετες ή διαφορετικές διατάξεις από αυτές που ορίζουν οι εκάστοτε οδηγίες ή οι κανονισμοί.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε να απαγορεύει την κωδικοποίηση της νομοθεσίας, αφού άλλωστε όλοι οι διεθνείς οργανισμοί συστήνουν τρόπους για τη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου και την αντιμετώπιση της διαφθοράς.

Δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε ούτε να τεκμηριώσουμε τον ισχυρισμό του κ. Ι. Ανδριτσογιάννη για υποχρεωτικά διπλά βιβλία.

Όπως είναι ευρέως γνωστό, η φορολογική βάση, διαφέρει σε αρκετές περιπτώσεις από τη λογιστική, και αυτό ισχύει στην Ελλάδα όπως και σε όλο τον κόσμο. Είναι αυτονόητη λοιπόν η παρακολούθησή της ξεχωριστά, διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή η σύμφωνα με το νόμο υποβολή των εντύπων ή των δηλώσεων που επιβάλλονται από την ισχύουσα κάθε φορά φορολογική νομοθεσία.

 


Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:

1. Άρθρο 18, παρ. 3α:

● Η διάταξη του άρθρου 12, παρ. 5 της Οδηγίας 2013/34/EE ρυθμίζει τις αποσβέσεις των πάγιων στοιχείων που έχουν περιορισμένη διάρκεια οικονομικής χρησιμότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο προσδιορισμός της ετήσιας απόσβεσης κάθε πάγιου στοιχείου γίνεται ανάλογα με τη διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητάς του.

● Η άνω διάταξη είναι υποχρεωτική για τον εσωτερικό νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να την εισάγει στο εσωτερικό δίκαιο αναλλοίωτη.

● Το νομοσχέδιο ορίζει ότι η απόσβεση προσδιορίζεται με βάση την εκτιμώμενη ωφέλιμη οικονομική ζωή.

● Ο Κωδ. Φ.Ε. ορίζει τις φορολογικές αποσβέσεις κατά κατηγορίες πάγιων στοιχείων, για τις οποίες αρμόδιες επιτροπές του Υπουργείου Οικονομικών με σύμπραξη εκπροσώπων των επαγγελματικών οργανώσεων έχουν προσδιορίσει τη διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητας κάθε κατηγορίας παγίων. Ο Κωδ. Ν.2190/1920 (άρθρο 43, παρ. 5δ) εισάγοντας τη διάταξη του άρθρου 12, παρ. 5 της Οδηγίας της Ε.Ε., ορίζει ότι οι αποσβέσεις προσδιορίζονται με νόμο ανάλογα με τη διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητας.

● Όπως είναι διατυπωμένη η παρμένη από τα Δ.Λ.Π. διάταξη του άρθρου 18, παρ. 3α (με βάση την εκτιμώμενη ωφέλιμη οικονομική ζωή των παγίων) δημιουργεί στις επιχειρήσεις την υποχρέωση να προσδιορίζουν για ένα έκαστο πάγιο στοιχείο την ωφέλιμη οικονομική ζωή του και με βάση την εκτίμηση αυτή να προσδιορίζουν και να διενεργούν κάθε φορά (ανά έτος) την απόσβεσή του. Αλλά, ποιος θα κάνει αυτή την εκτίμηση; Θα χρειάζονται εκτιμητές; Κάθε επιχείρηση θα μπορεί να κάνει τη δική της εκτίμηση όπως αυτή επιθυμεί; Σε κάθε περίπτωση θα προκύπτει συντελεστής απόσβεσης διαφορετικός από το φορολογικό συντελεστή και η επιχείρηση θα είναι υποχρεωμένη να τηρεί διπλό μητρώο πάγιων στοιχείων και κατ' επέκταση λογιστικά βιβλία του νομοσχεδίου και παράλληλα φορολογικά βιβλία (άρθρο 3, παρ. 5 του νομοσχεδίου);

● Αντιλαμβάνεστε, κύριοι συνάδελφοι, τι θα γίνει όταν μία βιομηχανία ή ένα ξενοδοχείο, που έχει 4 - 5 χιλιάδες πάγια στοιχεία, αντιληφθεί το τι πρέπει να οργανώσει και σε τι δαπάνες θα υποβληθεί για να παρακολουθεί διπλές αποσβέσεις και διπλές αξίες για κάθε πάγιο στοιχείο της, μέχρι η αξία του να μηδενιστεί και φορολογικά και λογιστικά;

● Δεν βλέπω καμία σκοπιμότητα και κανένα όφελος για τις επιχειρήσεις και την εθνική οικονομία για την υποχρεωτική επιβολή μιας τόσο οικονομικά βαριάς υποχρέωσης και στις μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις. Η διάταξη του νομοσχεδίου είναι διάταξη των Δ.Λ.Π. και πρέπει να τροποποιηθεί και να προσαρμοστεί σε ό,τι προβλέπει το άρθρο 12, παρ. 5 της Οδηγίας 2013/34/EE (διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητας), όπως είναι διατυπωμένη στον Κωδ. Ν.2190/1920 (προσδιορισμός δια νόμου/άρθρο 43, παρ. 5δ).

 

Η διάταξη του νομοσχεδίου για τις αποσβέσεις φαίνεται να είναι πιστή μετάφραση της ρύθμισης της Οδηγίας και η Ελλάδα δεν μπορεί να αποκλίνει από αυτήν. Η σχετική οδηγία με αγγλικούς όρους αναφέρεται στον παρ. 5 του άρθρου 12 ως "usefull economic value". Συνεπώς, η μετάφρασή της σε "ωφέλιμη οικονομική ζωή" είναι αν μη τι άλλο ορθή. Επιπλέον, ακόμα και εάν το νομοσχέδιο υιοθετούσε την φράση "ανάλογα με την διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητάς της" όπως παρουσιάζεται στο ελληνικό κείμενο της οδηγίας και όπως υποστηρίζει ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης, αυτό δεν θα επέφερε καμία αλλαγή στην ουσία της διάταξης όπως πολύ εύκολα μπορεί να καταλάβει ο καθένας.

Βέβαια, την πρότασή του ο κ. Ι. Ανδριτσαγιάννης για την αλλαγή της εν λόγω φράσης μπορεί να την εισηγηθεί στο αρμόδιο τμήμα του υπ. Οικονομικών, αν και πιστεύομε ότι δεν θα είχε καμία ουσιαστική ωφέλεια.

Επιπροσθέτως, πιστεύουμε ότι η ρύθμιση της Οδηγίας και συνεπώς και του σχεδίου νόμου είναι αρκετά ευρεία και καλύπτει τους φορολογικούς συντελεστές απόσβεσης ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για διπλά μητρώα παγίων. Εξ’ όσων γνωρίζουμε, ανάλογες ρυθμίσεις έχουν εισαχθεί από όλες τις χώρες της Ευρώπης. Τέλος, ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης ως γενικός εισηγητής του θεσμού της Λογιστικής Τυποποίησης στην Ελλάδα, πρέπει να γνωρίζει και την υφιστάμενη διάταξη της παραγράφου 2.2.102 του ΕΓΛΣ η οποία ορίζει :

" 2.2.102 Οι αποσβέσεις των πάγιων περιουσιακών στοιχείων

Ι. Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

1. Απόσβεση είναι η χρονική κατανομή της αποσβεστέας αξίας του πάγιου περιουσιακού στοιχείου, που υπολογίζεται με βάση την ωφέλιμη διάρκεια ζωής του και, συνακόλουθα, η λογιστική απεικόνιση και ο καταλογισμός της σε καθεμία χρήση. Οι αποσβέσεις κάθε χρήσεως βαρύνουν το λειτουργικό κόστος, ή απευθείας τα αποτελέσματα χρήσεως όταν πρόκειται για αποσβέσεις που δεν ενσωματώνονται στο λειτουργικό κόστος. Το ποσό της ετήσιας αποσβέσεως αντιπροσωπεύει τη μείωση της αξίας του πάγιου στοιχείου, που επέρχεται λόγω της χρήσεώς του, της παρόδου του χρόνου και της οικονομικής του απαξιώσεως.

2. Αποσβέσιμο πάγιο περιουσιακό στοιχείο είναι το ενσώματο ή άυλο πάγιο στοιχείο που αποκτάται από την οικονομική μονάδα για διαρκή παραγωγική χρήση και έχει ωφέλιμη διάρκεια ζωής περιορισμένη, πάντως μεγαλύτερη από ένα έτος.

3. Ωφέλιμη διάρκεια ζωής είναι, είτε η χρονική περίοδος κατά την οποία υπολογίζεται ότι το αποσβέσιμο πάγιο στοιχείο θα χρησιμοποιείται παραγωγικά από την οικονομική μονάδα, είτε η ολική ποσότητα παραγωγής ή το ολικό έργο το οποίο αναμένεται να επιτύχει η οικονομική μονάδα από το πάγιο αυτό στοιχείο (π.χ. ωφέλιμη διάρκεια ζωής μηχανήματος μετρημένη σε παραγωγικές ώρες)".

 


Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:

2. Άρθρο 18, παρ. 3β:

● Η Οδηγία 2013/34/EE (άρθρο 12, παρ. 6β) ορίζει «διορθώσεις αξιών γίνονται στα πάγια στοιχεία Ενεργητικού, ανεξάρτητα αν έχουν περιορισμένη διάρκεια οικονομικής χρησιμότητας ή όχι, ούτως ώστε να αποτιμούνται στη χαμηλότερη τιμή κατά την ημερομηνία κλεισίματος του Ισολογισμού, αν προβλέπεται ότι η μείωση της αξίας τους θα είναι μόνιμη».

● Η διάταξη του άρθρου 18, παρ. 3β εξειδικεύει την πρόβλεψη για το μόνιμο χαρακτήρα της αποτίμησης, περιγράφοντας τις περιπτώσεις ενδείξεων μόνιμου χαρακτήρα (άρθρο 18, παρ. 3β2), όπως η αύξηση των επιτοκίων της αγοράς, οι δυσμενείς μεταβολές στο τεχνολογικό, οικονομικό και νομικό περιβάλλον της επιχειρήσεις, κ.λπ. Πρόκειται περί διατάξεων των Δ.Λ.Π., η εφαρμογή των οποίων δημιουργεί την υποχρέωση στις επιχειρήσεις να προσδιορίζουν δύο αξίες για κάθε πάγιο στοιχείο, όταν υπάρχουν οι προαναφερόμενες ενδείξεις, μία για τους φορολογικούς νόμους που αναγνωρίζουν μόνο την απώλεια κεφαλαίου (μόνιμη ζημιά), και μία για το νομοσχέδιο. Έτσι, δημιουργείται και στο σημείο αυτό η υποχρέωση τήρησης διπλών βιβλίων και δαπανών προσδιορισμού της απομείωσης. Αλήθεια, ποιος θα προσδιορίζει την αξία απομείωσης με βάση τις μεταβολές του τεχνολογικού, οικονομικού και νομικού περιβάλλοντος της επιχείρησης; Ποια απομείωση θα δέχονται οι ελεγκτές της επιχειρήσεις; Θα γίνονται παζάρια;

● Είναι ανώφελο από κάθε άποψη να βάζουμε τέτοιες υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις και να τις εξαναγκάζουμε σε τήρηση διπλών βιβλίων με αυξημένες λειτουργικές δαπάνες και σε παζάρια με τους ελεγκτές τους. Οι διατάξεις του άρθρου 18, παρ. 3β1 και β2, ως διατάξεις των Δ.Λ.Π., δεν έχουν καμία θέση στο νομοσχέδιο, δεν προβλέπονται από την Οδηγία 2013/34/EE και πρέπει να διαγράφουν και στη θέση τους να μπει αυτούσια η διάταξη του άρθρου 12, παρ. 6β της Οδηγίας. Δεν μπορούμε να επιβάλλουμε μη συμβατές με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας διατάξεις των Δ.Λ.Π. και στις μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις.

 

Η διάταξη του νομοσχεδίου για πρόβλεψη απομείωσης παγίων στοιχείων όταν η απομείωση κρίνεται ότι είναι μόνιμη, προβλέπεται ρητά από την Οδηγία (βλέπε παρακάτω) και είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της αρχής του ιστορικού κόστους σε όλα τα σοβαρά λογιστικά πλαίσια παγκοσμίως (περιλαμβανομένων των Δ.Λ.Π). Φανταζόμαστε ότι ο εισηγητής του νομοσχεδίου δεν μπορεί να αποκλίνει από αυτή. Ανάλογη διάταξη (αλλά ατελή με βάση την οδηγία), έχει και ο ισχύων σήμερα ν. 2190/1920 στο άρθρο 43 παρ. 5(ε).

Εάν πραγματικά ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης επιθυμεί να αποσυρθεί η παράγραφος 3β1 και β2, (που είναι συνδεδεμένες με την παρ 6 του άρθρου 12 της οδηγίας), δεν έχει παρά να το προτείνει στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για του λόγου του αληθές παραθέτουμε τις διατάξεις της οδηγίας και αντίστοιχα τις διατάξεις του νομοσχεδίου και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.


Άρθρο 12 παρ 6. Οδηγίας

β) διορθώσεις αξιών γίνονται στα πάγια στοιχεία ενεργητικού, ανεξάρτητα αν έχουν περιορισμένη διάρκεια οικονομικής χρησιμότητας ή όχι, ούτως ώστε να αποτιμώνται στη χαμηλότερη τιμή κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού, αν προβλέπεται ότι η μείωση της αξίας τους θα είναι μόνιμη

γ) οι διορθώσεις αξιών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) βαρύνουν τα αποτελέσματα της χρήσης και αναγράφονται χωριστά στο προσάρτημα εάν δεν έχουν εμφανιστεί χωριστά στα αποτελέσματα χρήσης·

δ) η επιμέτρηση στη χαμηλότερη αξία που προβλέπεται στα στοιχεία α) και β) δεν μπορεί να συνεχιστεί εάν δεν υφίστανται πλέον οι λόγοι για τους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι διορθώσεις αξιών. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις διορθώσεις αξιών που αφορούν τη φήμη και πελατεία.

Άρθρο 18 παρ 3β Νομοσχεδίου

β) Απομείωση

β1) Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που επιμετρούνται στο κόστος ή στο αποσβέσιμο κόστος υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης της αξίας τους, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις ότι η απομείωση είναι μόνιμου χαρακτήρα. Ζημίες απομείωσης προκύπτουν όταν η ανακτήσιμη αξία ενός παγίου καταστεί μικρότερη από την λογιστική του αξία.

β2) ενδείξεις απομείωσης, μεταξύ άλλων, αποτελούν (i) η μείωση της αξίας ενός στοιχείου πέραν του ποσού που θα αναμενόταν ως αποτέλεσμα του χρόνου ή της κανονικής χρήσης του, (ii) δυσμενείς μεταβολές στο τεχνολογικό, οικονομικό και νομικό περιβάλλον της οντότητας, (iii) η αύξηση των επιτοκίων της αγοράς ή άλλων ποσοστών αποδόσεων μιας επένδυσης που είναι πιθανόν να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της ανακτήσιμης αξίας του στοιχείου, και (iv) απαξίωση ή φυσική βλάβη ενός στοιχείου.

β3) Οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα ως έξοδο.

β4) Οι ζημίες απομείωσης αναστρέφονται στα αποτελέσματα, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν παύουν να υφίστανται.

β5) Ειδικά, η απομείωση υπεραξίας δεν αναστρέφεται.

β6) Η λογιστική αξία ενός παγίου μετά την αναστροφή της απομείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τη λογιστική αξία που θα είχε το πάγιο εάν δεν είχε αναγνωριστεί η απομείωση.




 

Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:

3. Άρθρο 19, παρ. 3:

● Η διάταξη του άρθρου 12, παρ. 10 της Οδηγίας 2013/34/EE περιλαμβάνει δυνητικό κανόνα για την αποτίμηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και εναπόκειται στον εσωτερικό νομοθέτη να την επιβάλει ως δυνητική ή ως υποχρεωτική.

● Η διάταξη του άρθρου 19, παρ. 3 του νομοσχεδίου για την αποτίμηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων στο αποσβέσιμο κόστος με τη χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή με τη σταθερή μέθοδο είναι υποχρεωτικής εφαρμογής, με συνέπεια και από την εφαρμογή της διάταξης αυτής να γίνονται διπλές αποτιμήσεις και να προκαλείται η ανάγκη για τις επιχειρήσεις να τηρούν διπλά βιβλία με όλες τις εντεύθεν οικονομικές επιβαρύνσεις.

● Κύριοι συνάδελφοι, βλέπετε ότι δεν είναι σωστή η άποψή σας ότι όλες οι προαιρετικές διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/EE που ενσωματώνονται στο νομοσχέδιο έχουν δυνητικό χαρακτήρα; Αφού τώρα το καταλάβαμε όλοι, πρέπει η διάταξη του άρθρου 19, παρ. 3 να διατυπωθεί ως δυνητική (αντί επιμετρούνται να διορθωθεί σε δύναται να επιμετρούνται) και οι διατάξεις του ίδιου άρθρου 19, παρ. 4, 5, 6, 8 και 9 να εφαρμόζονται μόνο αν η επιχείρηση εφαρμόζει την τροποποιημένη σε δυνητική παρ. 3 του άρθρου 19.


Η διάταξη αυτή πράγματι δεν είναι υποχρεωτική από την Οδηγία, ωστόσο είναι διάταξη που περιέχεται στην Οδηγία και είναι υποχρεωτική από τις διατάξεις του νομοσχεδίου μόνο όταν υπάρχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των οικονομικών καταστάσεων. Κατά την άποψή μας μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην ορθότερη απεικόνιση των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, μια μεγάλη προμήθεια έκδοσης ομολογιακού δανείου (μπορεί να φτάσει μέχρι και 10% του κεφαλαίου) σύμφωνα με το νομοσχέδιο, μπορεί να κατανέμεται κατά την διάρκεια του δανείου. Ένα τόσο σημαντικό έξοδο εάν επιβαρύνει μόνο την πρώτη χρήση είναι πιθανό, σε περίπτωση ζημιών, να ζημιώσει την επιχείρηση η οποία μπορεί να "χάσει" την φορολογική έκπτωση λόγω της λήξης της πενταετίας. Το σχετικό αυτό παράδειγμα παρουσιάστηκε από τον αναπληρωτή Καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κ. Καραμάνη σε πρόσφατο σεμινάριο που διεξήχθη στην Αθήνα.

Επίσης, πρέπει να συμπληρώσουμε σχετικά με την εφαρμογή του αποσβέσιμου κόστους, ότι η διάταξη έτσι όπως διατυπωμένη στο νομοσχέδιο δίνει επιλογή μεταξύ της σταθερής μεθόδου απόσβεσης (απόσβεση όπως στα πάγια) και της πιο σύνθετης, του πραγματικού επιτοκίου, κάτι που ομολογουμένως είναι θετικό και έγκειται στην γενικότερη φιλοσοφία του νομοσχεδίου, να δίνει δηλαδή επιλογές και ελευθερίες στις επιχειρήσεις μέσα στα πλαίσια της λογιστικής τυποποίησης φυσικά.


Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:

4. Άρθρο 20, παρ. 6: «Μετά την αρχική αναγνώριση, τα αποθέματα επιμετρούνται στην κατ' είδος χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και της καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας (τρέχουσα τιμή πώλησης μειωμένη κατά το τυχόν κόστος που απαιτείται για την ολοκλήρωσή του και για την πραγματοποίηση της πώλησης)».

● Οδηγία 2013/34/EE: Η ρευστοποιήσιμη αξία των αποθεμάτων δεν προβλέπεται από καμία διάταξη της Οδηγίας. Είναι διάταξη των Δ.Λ.Π., δεν μπορεί να λειτουργήσει στις επιχειρήσεις και δεν αναγνωρίζεται φορολογικά.

● Η υποχρεωτική επιβολή του προσδιορισμού της ρευστοποιήσιμης αξίας από τις επιχειρήσεις, και αν ακόμα ήταν δυνατόν να προσδιορίζεται, δημιουργεί την ανάγκη τήρησης διπλών βιβλίων (ηλεκτρονικών ή μη αποθηκών) για την παρακολούθηση κατά την εσχάτη υποδιάκριση του είδους δύο αξιών, με όλες τις γνωστές οικονομικές επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις.

● Δεν μπορούμε να επιβάλλουμε διατάξεις των Δ.Λ.Π. και στις μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις, χωρίς να δικαιολογούμε το όφελος για τις ίδιες τις επιχειρήσεις και για την εθνική οικονομία.

● Η διάταξη του άρθρου 20, παρ. 6 πρέπει να αντικατασταθεί με τη σωστή διάταξη του Κωδ. Ν.2190/1920, η οποία και εφαρμόσιμη είναι και δεν δημιουργεί την υποχρέωση στις επιχειρήσεις για δύο αποτιμήσεις των αποθεμάτων στην τελευταία υποδιάκρισή τους (κατ' είδος).

● Αντιλαμβάνεστε κύριοι συνάδελφοι τι θα συμβεί στις επιχειρήσεις όταν θα καλούνται στο τέλος κάθε έτους να προσδιορίζουν την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία όλων των αποθεμάτων τους, κατ' είδος και κατά συγκεκριμένο κωδικό που μπορεί να περιλαμβάνει ποσότητες που αποκτήθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους (αποθέματα ακίνητα, παθητικά, βραδέως κινούμενα ή ταχέως κινούμενα); Οι αποθήκες των βιομηχανιών, των εμπορικών καταστημάτων, των εισαγωγέων ανταλλακτικών αυτοκινήτων κ.λπ. έχουν αποθηκευμένα είδη δεκάδων, ακόμα και εκατοντάδων χιλιάδων. Με ποια συστήματα και ποιος θα προσδιορίζει την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία; Ποιο θα είναι το κόστος για κάθε επιχείρηση κάθε χρόνο, πέρα από το κόστος τήρησης διπλών βιβλίων;

● Η σημερινή διάταξη του Κωδ. Ν.2190/1920 (άρθρο 43, παρ. 7α) έχει ως ακολούθως: «Τα αποθέματα, εκτός από τα υπολείμματα, τα υποπροϊόντα και τα ελαττωματικά προϊόντα, αποτιμούνται στην κατ' είδος χαμηλότερη τιμή, μεταξύ κόστους κτήσης και της τιμής στην οποία η επιχείρηση δύναται να τα αγοράσει (τρέχουσα τιμή αγοράς) ή να τα παράγει (τρέχουσα τιμή παραγωγής) κατά την ημέρα κλεισίματος του ισολογισμού».

 

Από 1.1.2014 ισχύει ο νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος (ν.4172.2013) ο οποίος ορίζει στο άρθρο 25 παρ . 1 τα ακόλουθα:

"Άρθρο 25. Αποτίμηση αποθεμάτων και ημικατεργασμένων προϊόντων

Τα αποθέματα και τα ημικατεργασμένα προϊόντα αποτιμώνται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες λογιστικής. Ωστόσο, ο φορολογούμενος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει διαφορετική μέθοδο αποτίμησης κατά τα τέσσερα (4) έτη μετά το φορολογικό έτος κατά το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η μέθοδος αποτίμησης που εφάρμοσε η επιχείρηση".

Το νομοσχέδιο των Ε.Λ.Π. εισάγει κανόνες λογιστικής συνεπώς οι ως άνω αιτιάσεις του κ. Ι Ανδριτσογιάννη δεν στέκουν στο σύνολό τους αφού η αρχική παραδοχή (δεν αναγνωρίζεται φορολογικά) απλά δεν ισχύει.

 

Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:


5. Άρθρο 21, παρ. 2: Επιμέτρηση λοιπών περιουσιακών στοιχείων.

● Η διάταξη του άρθρου 21, παρ. 2 για την επιμέτρηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων προβλέπει τον προσδιορισμό της ανακτήσιμης αξίας με βάση την εύλογη αξία κ.λπ.

● Η Οδηγία 2013/34/EE για την επιμέτρηση της αξίας ως άνω απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη οι ζημιές αποτίμησης και όχι η ανακτήσιμη αξία, η οποία δημιουργεί προβλήματα στις επιχειρήσεις με την αδυναμία τους να προσδιορίζουν κάθε φορά εύλογες αξίες (εδώ υποχρεωτικά) και με την αναγκαστική τήρηση διπλών βιβλίων λόγω των διαφορετικών αξιών από την επιμέτρηση με βάση τους φορολογικούς νόμους.

● Για να αποφευχθούν όλα τα πιο πάνω προβλήματα που δημιουργούνται στις επιχειρήσεις, η διάταξη του άρθρου 21, παρ. 2 πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο που, και συμβατή με την Οδηγία 2013/34/EE να είναι, και στις επιχειρήσεις να μην δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις, ως εξής:

Άρθρο 21, παρ. 2:

Τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης. Μεταγενέστερα επιμετρούνται στο κόστος μειωμένο με τις ζημιές αποτίμησης.

 

Η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία είναι υποχρεωτική διάταξη της Οδηγίας (όχι των Δ.Λ.Π.). Η απόδοση του όρου της Οδηγίας «current market value» ως τρέχουσα τιμή αντικατάστασης στον ισχύοντα ν. 2190/1920 είναι προφανώς λάθος, οφειλόμενο ίσως στη μετάφραση. Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη του νομοσχεδίου δεν επιβάλλει τα ΔΛΠ κατά την άποψή μας.

Η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία είναι άμεσα υπολογίσιμη και ελέγξιμη και συνεπώς παρέχει μεγαλύτερη διαφάνεια για τις οικονομικές καταστάσεις με μικρότερο κόστος (έναντι του κόστους αντικατάστασης (που δεν το προβλέπει η Οδηγία).

 

Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:

6. Άρθρο 22: Επιμέτρηση υποχρεώσεων παρ. 1-10.

● Εφόσον παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να εφαρμόζουν την παρ. 3 (οφειλόμενα ποσά) ή την παρ. 4 (αποσβέσιμο κόστος), κατά την άποψή μου δεν δημιουργούνται ανάλογα με τα πιο πάνω προβλήματα στις επιχειρήσεις.

● Η δυνητική διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22, είναι συμβατή με την Οδηγία 2013/34/EE (άρθρο 12, παρ. 10).

 

Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:

7. Άρθρο 22, παρ. 11-13: Προβλέψεις.

● παρ. 11-12: Λόγω του δυνητικού χαρακτήρα της διάταξης της παρ. 12 (παρούσα αξία), δεν βλέπω προβληματισμό για τις επιχειρήσεις.

● παρ. 13: Προβλέψεις για παροχές στους εργαζομένους.

Λόγω του δυνητικού χαρακτήρα της εφαρμογής αναλογιστικής μεθόδου, δεν βλέπω αντιδράσεις από τις επιχειρήσεις.

 

Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:

8. Άρθρο 23, παρ. 3-5: Αναβαλλόμενοι φόροι.

Λόγω του δυνητικού χαρακτήρα της διάταξης, δεν βλέπω αντιδράσεις από τις επιχειρήσεις.

 

Σχόλιο κου Ανδριτσογιάννη:

9. Άρθρο 24: Επιμέτρηση (αποτίμηση) στην εύλογη αξία.

Λόγω του δυνητικού χαρακτήρα της διάταξης, δεν βλέπω αντιδράσεις από τις επιχειρήσεις.

 

 

Στην Ερώτηση 4: Ποιες από τις διατάξεις είναι υποχρεωτικές λόγω της νέας ευρωπαϊκής λογιστικής οδηγίας και ποιες όχι;

Η θέση της επιστημονικής ομάδας του κόμβου TAXHEAVEN:

● Όλες οι προαιρετικές διατάξεις έχουν εισαχθεί σε προαιρετική βάση. Αν δεν είχαν εισαχθεί οι προαιρετικές διατάξεις, το λογιστικό πλαίσιο θα ήταν ελλιπές.

● Καμία προαιρετική διάταξη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας δεν είναι υποχρεωτική στο νόμο.

Σχόλιο Κου Ανδριτσογιάννη:

● Συμφωνώ με τη διατύπωση στο νομοσχέδιο προαιρετικών διατάξεων της Οδηγίας 2013/34/EE ως διατάξεων δυνητικής εφαρμογής από τις επιχειρήσεις. Πράγματι, το νομοσχέδιο χωρίς αυτές τις διατάξεις της Οδηγίας θα ήταν ελλιπές.

● Όμως, κύριοι συνάδελφοι, διαφωνώ κάθετα με την άποψή σας ότι «καμία προαιρετική διάταξη της Οδηγίας 2013/34/EE δεν είναι υποχρεωτική στο νόμο». Αν η άποψή σας αυτή ήταν αληθής δεν θα δημιουργούνταν προβλήματα διπλών επιμετρήσεων (αποτιμήσεων) στις επιχειρήσεις και δεν θα ήταν αναγκασμένες να υποστούν τις τεράστιες επιβαρύνσεις από την οργάνωση και λειτουργία συστημάτων αποτίμησης σε δύο αξίες και από την τήρηση διπλών βιβλίων.

● Η πιο πάνω άποψή σας είναι παραπλανητική ως μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα και αυτό αποδεικνύει η διατύπωση των άρθρων 18-24 του νομοσχεδίου για την επιμέτρηση των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων, όπως λεπτομερώς έχω απαντήσει στην Ερώτηση 3 (αμέσως πιο πάνω).

● Επιγραμματικά θα επαναλάβω τις υποχρεωτικές διατάξεις του νομοσχεδίου για την επιμέτρηση (αποτίμηση) που η Οδηγία 2013/34/EE τις διατυπώνει ως προαιρετικές ή χωρίς τις διατάξεις των Δ.Λ.Π. που έχουν περιληφθεί στο νομοσχέδιο.

● Άρθρο 19, παρ. 3 του νομοσχεδίου:

Η διατύπωση «επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος» δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η διάταξη αυτή είναι υποχρεωτική. Η Οδηγία 2013/34/EE (άρθρο 12, παρ. 10 εισάγει δυνητικό κανόνα δικαίου (προαιρετική). Αν πράγματι θέλουμε τη διάταξη ως προαιρετική, η ως άνω διατύπωση πρέπει να τροποποιηθεί σε «δύνανται να επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος».

● Άρθρο 20, παρ. 6 του νομοσχεδίου:

Κατά την αποτίμηση των αποθεμάτων προβλέπεται η υποχρεωτική εξεύρεση της καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας κατ' είδος. Καμία διάταξη της Οδηγίας 2013/34/EE δεν προβλέπει την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία. Αν οι συντάκτες του νομοσχεδίου θεωρούν ότι η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία που προβλέπουν τα Δ.Λ.Π. επιβάλλεται να μπει στα Ε.Λ.Π., ας λάβουν υπόψη τους ότι η διάταξη αυτή, πέρα από τις διπλές αξίες και τα διπλά βιβλία αποθηκών που πρέπει να τηρούν οι επιχειρήσεις, είναι ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΗ, όπως λεπτομερώς έχω εξηγήσει στις απαντήσεις στην Ερώτηση 3, αλλά και μη συμβατή με την άνω Οδηγία.

● Άρθρο 18, παρ. 3α του νομοσχεδίου:

Η διάταξη αυτή εισάγει υποχρεωτικό κανόνα δικαίου για την απόσβεση των πάγιων στοιχείων με διαφορετική βάση υπολογισμού των αποσβέσεων (εκτιμώμενη ωφέλιμη οικονομική ζωή του παγίου) από τη βάση υπολογισμού που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 12, παρ. 5 της Οδηγίας 2013/34/EE (διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητας). Η εκτιμώμενη ωφέλιμη ζωή είναι διατύπωση των Δ.Λ.Π. και είναι ακριβώς αυτή η διατύπωση που θα έχει ως αποτέλεσμα τη διενέργεια διπλών αποσβέσεων. Η διατύπωση «διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητας» που έχει ενσωματωθεί στον Κωδ. Ν.2190/1920 μας επιτρέπει να αποφύγουμε τις διπλές αποσβέσεις, την τήρηση διπλών μητρώων παγίων στοιχείων και διπλών βιβλίων από τις επιχειρήσεις και τις σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις τους.

● Αν θέλουμε, κύριοι συνάδελφοι, να διευκολύνουμε τις επιχειρήσεις και να τις απαλλάξουμε από περιττά δυσβάσταχτα οικονομικά βάρη, πρέπει να αφαιρέσουμε από τα άρθρα 18-24 του νομοσχεδίου τις διατάξεις που έχουν την προέλευσή τους στα Δ.Λ.Π. ή αν τις θέλουμε, να είναι δυνητικές. Για να επιτύχουμε αυτό το αποτέλεσμα πρέπει να έχουμε κοινές αποσβέσεις πάγιων στοιχείων με τις φορολογικές. Ας το λύσει αυτό το πρόβλημα το Υπουργείο Οικονομικών με την κατάρτιση πινάκων αποσβέσεων με βάση τη διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητας που προβλέπει το άρθρο 12, παρ. 5 της Οδηγίας 2013/34/EE

● Άρθρο 18, παρ. 3β:

Η διάταξη αυτή που ρυθμίζει την απομείωση της αξίας των πάγιων στοιχείων περιλαμβάνει ρυθμίσεις που προβλέπουν τα Δ.Λ.Π. Η Οδηγία 2013/34/EE για την εν λόγω απομείωση προβλέπει ένα μόνο κριτήριο «απομείωση γίνεται αν προβλέπεται ότι η μείωση της αξίας τους θα είναι μόνιμη». Μια τέτοια απομείωση, όπως την προβλέπει η Οδηγία, αποτελεί απώλεια κεφαλαίου κα αναγνωρίζεται φορολογικά. Αντίθετα η απομείωση με τις ενδείξεις της αύξησης των επιτοκίων της αγοράς ή των δυσμενών μεταβολών στο τεχνολογικό, οικονομικό και νομικό περιβάλλον της οντότητας, κ.λπ. ανεξάρτητα από τα προβλήματα που δημιουργεί στις επιχειρήσεις, όπως έχω λεπτομερώς αναπτύξει στην άνω Ερώτηση 3, δεν αναγνωρίζεται φορολογικά. Και στο άρθρο 18, παρ. 3β οι διατάξεις των Δ.Λ.Π. πρέπει να απαλειφθούν και η διατύπωση της διάταξης να γίνει όπως την προβλέπει η Οδηγία 2013/34/EE.

● Άρθρο 21, παρ. 2:

Ρυθμίζει την επιμέτρηση (αποτίμηση) των λοιπών περιουσιακών στοιχείων με βάση την ανακτήσιμη αξία που προβλέπουν τα Δ.Λ.Π. Η Οδηγία 2013/34/EE για την εν λόγω αποτίμηση απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη οι ζημιές αποτίμησης και όχι η ανακτήσιμη αξία, η οποία δημιουργεί προβλήματα στις επιχειρήσεις, όπως λεπτομερώς έχω αναπτύξει στην άνω Ερώτηση 3. Αν πράγματι θέλουμε να απαλλάξουμε τις επιχειρήσεις από τις διπλές αξίες αποτίμησης, τα διπλά βιβλία και τις εντεύθεν προκαλούμενες επιβαρύνσεις, η παρ. 2 πρέπει να διατυπωθεί όπως την προβλέπει η Οδηγία 2013/34/EE (επιμέτρηση στο κόστος μειωμένο με τις ζημιές απομείωσης). Αυτή η αποτίμηση αναγνωρίζεται φορολογικά (απώλεια κεφαλαίου).

● Άρθρο 22: Επιμέτρηση υποχρεώσεων.

Είναι μία από τις λίγες διατάξεις του νομοσχεδίου για την επιμέτρηση που διατυπώθηκαν ως προαιρετικές και συμβαδίζει με την προαιρετική διατύπωση του άρθρου 22, παρ. 10 της Οδηγίας 2013/34/EE

Σχετικά με τα ως άνω σχόλια και την παράθεση εκ νέου των διατάξεων που ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης εξετάζει μία μία στην ερώτηση 3, έχουμε απαντήσει επαρκώς. Δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτε άλλο εκτός του ότι, το να προβλέπει η Οδηγία ένα λογιστικό κανόνα και τον ίδιο κανόνα να τον προβλέπουν και τα Δ.Λ.Π., δεν σημαίνει ότι το νομοσχέδιο εισάγει τα Δ.Λ.Π. Πραγματικά, δεν αντιλαμβανόμαστε την εμμονή του κ. Ι. Ανδριτσογιάννη στην άποψή του ότι, εισάγονται κανόνες Δ.Λ.Π. Ας μην ξεχνάμε επιπλέον ότι η Οδηγία σε τακτά χρονικά διαστήματα τροποποιείται ώστε να γίνεται συμβατή με τα ΔΛΠ.

Επίσης, ορθά κατά την άποψή μας, το νομοσχέδιο παραπέμπει στα Δ.Λ.Π. για καθοδήγηση, όσες επιχειρήσεις αποφασίσουν να χρησιμοποιούν τις ακριβού κόστους αλλά μη υποχρεωτικές εύλογες αξίες.

Η Οδηγία έχει περιληπτικές διατάξεις για τις εύλογες αξίες (λίγο παραπάνω από 1 σελίδα), το νομοσχέδιο έχει πέντε σελίδες για να καλύψει τα βασικά ζητήματα αρχών, ενώ τα Δ.Λ.Π. περίπου 300 σελίδες (κανόνες και οδηγίες εφαρμογής). Θεωρούμε ότι, το κόστος για τις επιχειρήσεις (που έτσι και αλλιώς θα επιβαρυνθούν εφόσον επιλέξουν εύλογες αξίες) θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο εάν είχε εισαχθεί στο νομοσχέδιο η πολυπλοκότητα των ΔΛΠ.

 

Στην Ερώτηση 5: Πότε θα αρχίσουν να ισχύουν οι νέοι λογιστικοί κανόνες; Υπάρχει χρόνος ενημέρωσης;

Η θέση της επιστημονικής ομάδας του κόμβου TAXHEAVEN:

● Ισχύς από 1η Ιανουαρίου 2015.

● Υπάρχει επαρκής χρόνος μέχρι τους πρώτους μήνες του 2016.

Σχόλιο κ. Ανδριτσογιάννη:

● Σύμφωνα με τη θέση σας αυτή, κύριοι συνάδελφοι, βάζετε ως προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν τα καταργούμενα Ε.Γ.Λ.Σ. και τα Κ.Λ.Σ. στο σύνολό τους, δηλαδή το Σχέδιο Λογαριασμών, τους κανόνες που ορίζουν το περιεχόμενο και τη συλλειτουργία των λογαριασμών, τις οικονομικές καταστάσεις και τη συνδεσμολογία τους με τους λογαριασμούς του σχεδίου, με εξαίρεση του κανόνες επιμέτρησης (αποτίμησης) που ούτως ή άλλως περιλαμβάνονται στον Κωδ. Ν.2190/1920.

● Όμως, η δυνατότητα για την εφαρμογή των πιο πάνω δεν παρέχεται με το άρθρο 3, παρ. 9, το οποίο περιορίζει τη δυνατότητα στην εφαρμογή του Σχεδίου Λογαριασμών που θα ισχύει την 31/12/2014, δηλαδή του Σχεδίου Λογαριασμών του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ. Πως θα γίνει αυτό, και πως θα λειτουργεί το λογιστικό σύστημα των επιχειρήσεων που θα κάνουν χρήση της δυνατότητας του άρθρου 3, παρ. 9;

● Δεν πιστεύω να θεωρεί κανείς ότι μέχρι 31/12/2014 θα είναι δυνατόν να οργανωθεί νέο λογιστικό σύστημα με το σχέδιο λογαριασμών του Παραρτήματος Γ του νομοσχεδίου, όταν μάλιστα το σχέδιο αυτό δεν συνοδεύεται από τους αναγκαίους κανόνες για τη λειτουργία του;

● Η άποψη ότι μέσα στο 2015 μπορούν να γίνουν όλες οι αλλαγές που απαιτούνται, ώστε οι επιχειρήσεις να εφαρμόσουν τις διπλές αποτιμήσεις και να έχουν σε λειτουργία παράλληλο σύστημα, το γνωστό σήμερα παράλληλο σύστημα των Δ.Λ.Π. που έχουν οργανώσει οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις, είναι ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ.

● Η κολοβή διάταξη του άρθρου 3, παρ. 9 πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να παρέχεται πράγματι η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να εφαρμόζουν τα σημερινά λογιστικά τους συστήματα. Στο σημείο τούτο ας προσέξουν οι συντάκτες του νομοσχεδίου και το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών τις προτάσεις που έχουν διατυπώσει οι παραγωγικές τάξεις προς τους αρμόδιους Υπουργούς.

Στην Ερώτηση 6: Αχρηστεύεται η λογιστική οργάνωση των επιχειρήσεων; Πρέπει να εφαρμόσουν νέο Σχέδιο Λογαριασμών οι επιχειρήσεις; Πότε θα γίνει η προετοιμασία; Δεν θα υπάρξει κόστος γι αυτό;

Η θέση της επιστημονικής ομάδας του κόμβου TAXHEAVEN:

● Η λογιστική λειτουργία των επιχειρήσεων δεν θα αλλάξει, δεν θα διαταραχθεί από 1η Ιανουαρίου, αφού οι επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόζουν το Σχέδιο Λογαριασμών του Ε.ΓΛΣ, με τους ίδιους κανόνες συνδεσμολογίας των λογαριασμών και με τους ίδιους κανόνες κοστολόγησης.

● Το Σχέδιο Λογαριασμών του νομοσχεδίου είναι προαιρετικής εφαρμογής.

Σχόλιο κ. Ι. Ανδριτσογιάννη:

● Αν τα πράγματα ήταν όπως τα γράφετε, κύριοι συνάδελφοι, τότε γιατί το άρθρο 3, παρ. 9 περιορίζεται στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να εφαρμόζουν μόνο το Σχέδιο Λογαριασμών; Γιατί δεν προβλέπει αυτό που λέτε, δηλαδή η δυνατότητα να περιλαμβάνει και τους κανόνες που ρυθμίζουν το περιεχόμενο των λογαριασμών, τη συνδεσμολογία τους, τις λογιστικές Οικονομικές Καταστάσεις και τη συνδεσμολογία των λογαριασμών με τις καταστάσεις αυτές;

● Είναι δυνατόν να εφαρμοστεί "γυμνό" το Σχέδιο Λογαριασμών του Ε.ΓΛΣ (αλήθεια τα Σχέδια Λογαριασμών των Κ.Λ.Σ. δεν θα εφαρμόζονται;) χωρίς τους ανωτέρω κανόνες;

● Είναι δυνατόν να μην έχει τη δυνατότητα η επιχείρηση να καταρτίζει τις λογιστικές Οικονομικές Καταστάσεις με βάση το εφαρμοζόμενο Σχέδιο Λογαριασμών;

● Προσωπικά συμφωνώ ότι οι Οικονομικές Καταστάσεις που θα δίνονται στη δημοσιότητα πρέπει να είναι τυποποιημένες (έχω επιφύλαξη για τις Τράπεζες και για τις Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις). Τουλάχιστον να διατηρήσουμε τη Λογιστική Τυποποίηση στη δημοσιότητα των Οικονομικών Καταστάσεων.

● Οι παραγωγικές τάξεις έχουν διατυπώσει προς την Κυβέρνηση τροποποιημένη τη διάταξη του άρθρου 3, παρ. 9, ως εξής:

Άρθρο 3, παρ. 9:

Εναλλακτικά του Σχεδίου Λογαριασμών του πρώτου εδαφίου της παρ. 8 του παρόντος άρθρου, η οντότητα που υπόκεινται σε αυτό το νόμο έχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει τα Σχέδια Λογαριασμών και τους κανόνες που ρυθμίζουν το περιεχόμενο και τη συλλειτουργία των λογαριασμών αυτών, καθώς και τις Οικονομικές Καταστάσεις, που προβλέπει η νομοθεσία πριν τη ψήφιση του παρόντος νόμου του Π.Δ. 1123/1980 (Ελληνικό Λογιστικό Σχέδιο), του Π.Δ. 148/1984 (Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων) και του Π.Δ. 384/1992 (Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο Τραπεζών). Στην περίπτωση αυτή, η οντότητα καταρτίζει και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις του Παραρτήματος Β του παρόντος νόμου με βάση τα στοιχεία των Οικονομικών Καταστάσεων του προηγούμενου εδαφίου.

● Αν, κύριοι συνάδελφοι, ισχύουν όσα διατυπώσατε ως θέσεις σας στην ερώτηση αυτή και αν οι συντάκτες του νομοσχεδίου και το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών που προωθεί το νομοσχέδιο τα αποδέχονται, το άρθρο 3, παρ. 9 πρέπει να διατυπωθεί όπως το προτείνουν οι παραγωγικές τάξεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα έχουμε μία κολοβή διάταξη που θα προβλέπει άλλα από αυτά που χρειάζονται οι επιχειρήσεις για να διατηρήσουν την υπάρχουσα σήμερα οργάνωσή τους και για να αποφύγουν το τεράστιο κόστος αναδιοργάνωσης.

Θεωρούμε ότι το νομοσχέδιο καλώς δεν επεμβαίνει στην εσωτερική λογιστική οργάνωση (ελευθερία μέσα στα πλαίσια κανόνων όπως αναφέραμε ανωτέρω). Οι επιχειρήσεις μπορεί να συνεχίσουν να καταρτίζουν την κατάσταση Γενικής Εκμετάλλευσης (που είναι μια σύνοψη ισοζυγίου), άλλωστε το νομοσχέδιο εισάγει και κατάσταση αποτελεσμάτων κατ’ είδος.

Η λογιστική τυποποίηση απαιτεί τη χρήση κοινών υποδειγμάτων λογιστικών καταστάσεων. Αυτό θεωρούμε ότι κάνει το νομοσχέδιο. Άλλωστε, πως είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό κάποιες επιχειρήσεις να δημοσιεύουν καταστάσεις σύμφωνα με τα υποδείγματα του νομοσχεδίου και κάποιες άλλες σύμφωνα με τα υποδείγματα του Ε.Γ.Λ.Σ., όπως φαίνεται (έμμεσα) να προτείνει ο κ. Ανδριτσογιάννης; Δε θα δημιουργούσε αυτό αδικαιολόγητα σύγχυση στην αγορά;

Όπως παρατήρησε ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης, με την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να συνεχίσουν να τηρούν το υφιστάμενο λογιστικός σχέδιο Ε.Γ.Λ.Σ. (τίτλοι και κωδικοί). Η παρατήρηση όμως ότι αυτό θα τηρείται χωρίς τους υφιστάμενους κανόνες για τη λειτουργία του δεν είναι ακριβής. Ο αναπληρωτής καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κ. Καραμάνης, σε σχετική ερώτηση που τέθηκε σε πρόσφατο σεμινάριο επισήμανε ότι: "Αφού επιτρέπεται το σχέδιο λογαριασμών, αυτονόητο είναι ότι επιτρέπεται και το παρακολούθημά του (περιεχόμενο και κανόνες συλλειτουργίας)". Συνεπώς, και σ' αυτό το σημείο οι αιτιάσεις του κου Ανδριτσογιάννη δεν τεκμηριώνονται.

Να επισημάνουμε για μία ακόμη φορά στον κ. Ι. Ανδριτσογιάννη ότι, τις προτάσεις του για αλλαγή συγκεκριμένων διατάξεων θα πρέπει να τις κάνει στο υπ. Οικονομικών καθώς και στα αρμόδια θεσμικά όργανα. Το Τaxheaven ως επιστημονικός κόμβος δεν νομοθετεί, ούτε εισηγείται διατάξεις νόμων.

 

Στην Ερώτηση 7: Τι θα αλλάξει στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους; Τι βιβλία θα τηρούν;

Η θέση της επιστημονικής ομάδας του κόμβου TAXHEAVEN:

● Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (τζίρος μέχρι 1.500.000 Ευρώ), θα συνεχίσουν να τηρούν τα βιβλία τους με τον ίδιο τρόπο, όπως μέχρι σήμερα.

Σχόλιο κου Ανδριτσογιάννη:

● Συμφωνώ απόλυτα. Αυτά προβλέπει το νομοσχέδιο. Πως θα ήταν δυνατόν να ισχύει κάτι άλλο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις;


 

Σχόλιο κου Ανδριτσογιάννη:

Στην Ερώτηση 9: Ερμηνευτική καθοδήγηση από τα σχετικά Δ.Π.Χ.Α..

Απάντηση του συντάκτη:

● Η διάταξη του άρθρου 17 του νομοσχεδίου ενδιαφέρει τους εφαρμοστές των Δ.Λ.Π. (εισηγμένες στο Χρηματιστήριο ή επιχειρήσεις που τα εφαρμόζουν προαιρετικά).

● Με τη διάταξη του άρθρου 17, παρ. 7 επιβεβαιώνεται αυτό που οι επιχειρήσεις βροντοφωνάζουν, δηλαδή ότι με το νομοσχέδιο εισάγονται διατάξεις των Δ.Λ.Π., δηλαδή η μερική υποχρεωτική εφαρμογή των Δ.Λ.Π..

● Προσωπικά πιστεύω ότι η υποχρεωτική εφαρμογή των Δ.Λ.Π. (ολικά ή μερικά) από τις μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις, χωρίς κανένα όφελος για τις ίδιες και για την εθνική οικονομία, τις επιβαρύνει οικονομικά, δυσβάσταχτα και ανώφελα.

Ι. Ανδριτσογιάννης

 

Γενικές παρατηρήσεις στις αιτιάσεις του κ. Ι. Ανδριτσογιάννη:

Το άρθρο 24, που ο κ. Ι. Ανδριτσογιάννης δεν διαχωρίζει από τα άρθρα 18 έως 23, αναφέρεται στη χρήση εύλογων αξιών και στη λογιστική αντιστάθμισης. Η Οδηγία απαιτεί από τα κράτη-μέλη είτε να επιβάλλουν, είτε να επιτρέπουν τις εύλογες αξίες. Θεωρούμε ότι ορθά το νομοσχέδιο επιτρέπει, δεν επιβάλει τις εύλογες αξίες, όπως ισχύει και σήμερα (με ατελή τρόπο), βάσει του άρθρου 43 (γ) « Αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων στην εύλογη αξία του Ν. 2190/1920».

Ορθά -πάντα κατά την προσωπική μας άποψη- το νομοσχέδιο συμπληρώνει τις σχετικές διατάξεις έτσι ώστε να είναι ευχερής η προαιρετική εφαρμογή των εύλογων αξιών και να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου. Υπενθυμίζουμε ότι όσον αφορά τις πολύ μικρές επιχειρήσεις το νομοσχέδιο εξαντλεί τα περιθώρια για απλοποιήσεις και απαλλαγές που προβλέπει η Οδηγία. Έτσι, οι πολύ μικρές οντότητες ουσιαστικά εφαρμόζουν τους φορολογικούς κανόνες όταν συντάσσουν τις λογιστικές τους καταστάσεις.

Φυσικά, είναι θεμιτό ο καθένας από εμάς να διατυπώνει την άποψή του και την κρίση του στα θέματα που αφορούν όλους μας.

Όμως, είναι καλό να συζητάμε επί πραγματικών γεγονότων και όχι έχοντας ως στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων ή την παράθεση αθεμελίωτων ισχυρισμών.

Ενώ θα θέλαμε να απαντήσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες στα σχόλια του κ. Ι. Ανδριτσογιάννη, δυστυχώς αυτό δεν είναι εφικτό γιατί πολλά από τα ως άνω γραφόμενά του βασίζονται σε λάθος αρχικές παραδοχές, λόγω της προφανούς μη επαρκούς μελέτης του νομοσχεδίου σε σχέση με την οδηγία της Ε.Ε. (Βλέπε ερώτηση 3, υποενότητες ερώτησης 3 και ερώτηση 4)

Επίσης, θέλουμε να επισημάνουμε για μία ακόμη φορά ότι, η αρχική μας τοποθέτηση για τα Ε.Λ.Π. πραγματοποιήθηκε με σκοπό την ενημέρωση και την άρση της ανησυχίας των συναδέλφων μετά τη δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου. Σε καμία περίπτωση δεν αναφέραμε ότι το νομοθέτημα είναι τέλειο. Άλλωστε, όπως κάθε μεγάλη μεταρρύθμιση που γίνεται στο χώρο και αυτή θα χρειαστεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να εμφανίσει τα θετικά, πιστεύουμε, αποτελέσματά της.

Θεωρούμε επίσης ότι, με τη συνδρομή όλων των αρμόδιων φορέων σύντομα θα υπάρξουν βελτιώσεις αλλά και διορθώσεις σε όποια σημεία χρειαστεί και είναι αναγκαίο να γίνουν, είτε οι αδυναμίες εντοπιστούν πριν ή κατά τη διάρκεια της εφαρμογής. Το ίδιο άλλωστε είχε συμβεί και με την εισαγωγή της υποχρεωτικής τήρησης του Ε.Γ.Λ.Σ., αλλά και κάθε νέου μέτρου που εισάγεται. 

Εν κατακλείδι να ευχαριστήσουμε τον κ. Ι. Ανδριτσογιάννη για τον εποικοδομητικό διάλογο αλλά και για την ευκαιρία που μας έδωσε για την ανταλλαγή επιστημονικών απόψεων. Ευελπιστούμε να φιλοξενήσουμε στον κόμβο μας και άλλες αναλύσεις ή παρατηρήσεις του ιδίου ή άλλων συναδέλφων για το εν λόγω σχέδιο νόμου.



Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης