Στη Βουλή η τροπολογία για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών

Οικονομικές Ειδήσεις

25 Σεπτέμβριος 2014
Taxheaven.gr

Οι διατάξεις της τροπολογίας  αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του ζητήματος επάρκειας εποπτικών κεφαλαίων των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών νομικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26 του ν.4172/2013, που θα προκύψουν κατόπιν της εφαρμογής από 1.1.2014, του νέου εποπτικού πλαισίου, γνωστού και ως «Βασιλεία III» και του αντίστοιχου Κανονισμού περί Κεφαλαιακών Απαιτήσεων (Capital Requirements Regulation ή CRR). Το πλαίσιο αυτό εισήγαγε σημαντικούς περιορισμούς στην εποπτική αξία των Αναβαλλόμενων Φορολογικών Απαιτήσεων (ΑΦΑ), στο βαθμό που αυτές εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία των εποπτευόμενων νομικών προσώπων.

Συνεπώς, όλες οι προαναφερθείσες ΑΦΑ, είτε αφαιρούνται πλήρως από τα Βασικά Εποπτικά Κεφάλαια (ΒΕΚ) του εποπτευόμενου νομικού προσώπου (π.χ. ΑΦΑ από μεταφερόμενες φορολογικές ζημίες), είτε υπόκεινται σε αυστηρά όρια αναγνώρισης (έως 10% των ΒΕΚ) (π.χ. ΑΦΑ από χρεωστική διαφορά ανταλλαγής ομολόγων στο πλαίσιο της αναδιάταξης του χρέους «PSI» και από προβλέψεις για επισφάλειες). Η μείωση της εποπτικής αξίας των ΑΦΑ θα πραγματοποιείται σταδιακά κατά τα επόμενα δέκα (10) έτη, βάσει των σχετικών μεταβατικών διατάξεων του νέου πλαισίου.

Τροπολογία Στο σχέδιο νόμου: «Ρύθμιση θεμάτων Εφοδιαστικής»

Αιτιολογική Έκθεση

Επί της παραγράφου 1

Οι προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 27Α αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του ζητήματος επάρκειας εποπτικών κεφαλαίων των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών νομικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και η 7 του άρθρου 26, που θα προκύψουν κατόπιν της εφαρμογής από 1.1.2014, του νέου εποπτικού πλαισίου, γνωστού και ως «Βασιλεία III» και του αντίστοιχου Κανονισμού περί Κεφαλαιακών Απαιτήσεων (Capital Requirements Regulation ή CRR). Το πλαίσιο αυτό εισήγαγε σημαντικούς περιορισμούς στην εποπτική αξία των Αναβαλλόμενων Φορολογικών Απαιτήσεων (ΑΦΑ), στο βαθμό που αυτές εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία των εποπτευόμενων νομικών προσώπων. Συνεπώς, όλες οι προαναφερθείσες ΑΦΑ, είτε αφαιρούνται πλήρως από τα Βασικά Εποπτικά Κεφάλαια (ΒΕΚ) του εποπτευόμενου νομικού προσώπου (π.χ. ΑΦΑ από μεταφερόμενες φορολογικές ζημίες), είτε υπόκεινται σε αυστηρά όρια αναγνώρισης (έως 10% των ΒΕΚ) (π.χ. ΑΦΑ από χρεωστική διαφορά ανταλλαγής ομολόγων στο πλαίσιο της αναδιάταξης του χρέους «PSI» και από προβλέψεις για επισφάλειες). Η μείωση της εποπτικής αξίας των ΑΦΑ θα πραγματοποιείται σταδιακά κατά τα επόμενα δέκα (ίο) έτη, βάσει των σχετικών μεταβατικών διατάξεων του νέου πλαισίου.

Τα νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης διάταξης είναι αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7 του άρθρου 26 δηλαδή, οι τράπεζες, οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) και οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring). Τα νομικά πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών (δηλαδή εταιρείες leasing και factoring) αφορούν σε θυγατρικές τραπεζών, η τυχόν δε μη αναγνώριση των σχετικών ΑΦΑ στα εποπτικά τους κεφάλαια σε περίπτωση δημιουργίας κεφαλαιοδοτικών αναγκών θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση των μητρικών τραπεζών, εάν αυτές αναγκάζονταν να ανακεφαλαιοδοτήσουν τις θυγατρικές τους.

Στην έκταση που οι προτεινόμενες διατάξεις αφορούν ΑΦΑ επί της χρεωστικής διαφοράς του PSI, επισημαίνεται ότι οι προτεινόμενες διατάξεις δεν εισάγουν διαφοροποίηση είτε στον προσδιορισμό είτε στη φορολογική μεταχείριση της χρεωστικής διαφοράς, αφού το σχετικό πλαίσιο έχει ήδη τεθεί σε ισχύ με βάση τις διατάξεις του ν. 4046/2012 και τις σχετικές επόμενες τροποποιήσεις. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, επί της ουσίας δεν προκύπτει καμία αλλαγή στην αντιμετώπιση των ΑΦΑ στο βαθμό που τα εποπτευόμενα νομικά πρόσωπα παρουσιάζουν κέρδη στις οικονομικές τους καταστάσεις. Η λογιστική αναγνώριση των ΑΦΑ θα συνεχίζει να τελεί υπό την προϋπόθεση επαρκούς τεκμηρίωσης ως προς την πιθανότητα ανάκτησής τους, στα πλαίσια της αρχής της «συνεχιζόμενης δραστηριότητας» (going concern) του εποπτευόμενου νομικού προσώπου. Μόνο στην περίπτωση μελλοντικών λογιστικών ζημιών ή όταν το εποπτευόμενο ίδρυμα τεθεί σε ειδική εκκαθάριση/εξυγίανση, μπορεί να τεθεί θέμα μετατροπής της ΑΦΑ σε απαίτηση (tax credit) έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Συνεπώς, με τις προτεινόμενες διατάξεις οι συγκεκριμένες ΑΦΑ δεν θα αφαιρούνται από τα βασικά εποπτικά κεφάλαια των εποπτευόμενων νομικών προσώπων, θωρακίζεται το τραπεζικό σύστημα και περιορίζεται η πιθανότητα ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης των εποπτευόμενων ιδρυμάτων, ενόψει και της τρέχουσας αξιολόγησης που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αναφορικά με την επάρκεια των  εποπτικών κεφαλαίων των συστημικών τραπεζών. Εξάλλου, με δεδομένο ότι, βάσει των εγκεκριμένων από την Ε.Ε. (Γ.Δ. Ανταγωνισμού) και την Τράπεζα της Ελλάδος σχεδίων αναδιάρθρωσης, το τραπεζικό σύστημα (και ειδικά οι συστημικές τράπεζες) αναμένεται να παρουσιάζει κέρδη από το 2015 και μετά, ο κίνδυνος της οποιασδήποτε μετατροπής εκτιμάται ότι θα είναι τελικά περιορισμένος. Επιπρόσθετα, ειδικά για δικαιούχους-τράπεζες, η προτεινόμενη ρύθμιση αποτελεί ένα μέτρο διευκόλυνσης στην κατεύθυνση της ρύθμισης των προβληματικών δανειακών χαρτοφυλακίων τους και, συνεπώς, αντιμετώπισης των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης.

Περαιτέρω, με την προτεινόμενη ρύθμιση δεν πραγματοποιείται οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή στο φορολογικό πλαίσιο του υπάρχοντος νόμου 4172/2013. Δηλαδή, τόσο τα νομικά πρόσωπα που θα έχουν κέρδη όσο και τα νομικά πρόσωπα που θα έχουν ζημίες θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 27 (περί φορολογικής έκπτωσης της χρεωστικής διαφοράς από το PSI) και τις διατάξεις του άρθρου 26 (περί φορολογικής έκπτωσης επισφαλών απαιτήσεων). Τα νομικά πρόσωπα που θα έχουν ζημίες θα εμφανίσουν λογιστικά ως απαίτηση ένα μέρος της ΑΦΑ τους. Το γεγονός, ότι η προκύπτουσα απαίτηση θα συμψηφίζεται με τον εταιρικό φόρο εισοδήματος στα επόμενα τριάντα χρόνια, περιορίζει τις πιθανότητες να υπάρξει ουσιαστική διαφοροποίηση στην ταμειακή θέση του κράτους συγκριτικά με το υφιστάμενο φορολογικό πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, με το υφιστάμενο φορολογικό πλαίσιο, τα εποπτευόμενα νομικά πρόσωπα μπορούν να εκπίπτουν από τα φορολογητέα εισοδήματά τους μειώνοντας έτσι την φορολογική τους βάση και, συνεπώς, την υποχρέωση τους για φόρο εισοδήματος, την ζημία από την ανταλλαγή ομολόγων στο πλαίσιο του PSI και τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων. Με τις προτεινόμενες διατάξεις επομένως, δεν μειώνεται η φορολογική βάση επί της οποίας υπολογίζεται ο φόρος εισοδήματος αλλά θα σχηματίζεται φορολογική απαίτηση που θα συμψηφίζεται με το φόρο εισοδήματος. Συγκριτικά με το υπάρχον φορολογικό πλαίσιο, ενδεχομένως να υπάρξει κάποια φορολογική ωφέλεια για το δικαιούχο νομικό πρόσωπο αν αυτό εξακολουθεί να έχει μεταφερόμενες φορολογικές ζημίες, από επισφάλειες ή την ετήσια φορολογική απόσβεση των ζημιών από το PSI (1/30 ανά έτος), για πέντε έτη μετά την έναρξη εφαρμογής του νόμου και για κάθε πενταετία εφεξής, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση το νομικό πρόσωπο θα διατηρεί μία φορολογική απαίτηση για μεγαλύτερο χρόνο από τον χρόνο πενταετούς μεταφοράς φορολογικής ζημίας που προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις. Εφόσον βεβαίως στο τέλος της κάθε πενταετούς περιόδου το νομικό πρόσωπο έχει επαρκή φορολογικά κέρδη, δεν θα υπάρχει καμία διαφοροποίηση στην τελική φορολογική επιβάρυνσή του.

Στην ακραία περίπτωση που δεν καταστεί εφικτός ο πλήρης συμψηφισμός της παραπάνω απαίτησης με τρέχοντα ή μελλοντικό φόρο εισοδήματος, με συνέπεια να προκύψει υποχρέωση χορήγησης ομολόγου από το Ελληνικό Δημόσιο στο τέλος των τριάντα χρόνων, προβλέπεται η έκδοση ισόποσης αξίας κοινών μετοχών του νομικού προσώπου σε όφελος του Ελληνικού Δημοσίου. Με αυτό το μηχανισμό, παράλληλα με την εκπλήρωση της απαίτησης του νομικού προσώπου από το Δημόσιο, δημιουργείται και μία ισοδύναμη απαίτηση του Δημοσίου σε βάρος του νομικού προσώπου, η οποία εκπληρώνεται με την απόκτηση από το Δημόσιο μετοχών του νομικού προσώπου. Ακόμη και στην περίπτωση της εκκαθάρισης, ειδικής εκκαθάρισης του νομικού προσώπου, όπου δεν έχει νόημα η έκδοση ισόποσης αξίας κοινών μετοχών του νομικού προσώπου σε όφελος του Ελληνικού Δημοσίου, η εκπλήρωση της απαίτησης μετατίθεται χρονικά στο πέρας της σχετικής διαδικασίας. Η ανάγκη εισαγωγής της προτεινόμενης ρύθμισης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ανάλογες ή πανομοιότυπες διατάξεις έχουν ήδη νομοθετηθεί και ψηφιστεί από μία σειρά χωρών της Ευρωζώνης και μάλιστα από τις χώρες του Νότου, για την στήριξη των δικών τους τραπεζικών συστημάτων και την κατοχύρωση της σταθερότητας τους, ήτοι αντίστοιχη νομοθεσία ισχύει ήδη στην Ιταλία και στην  Ισπανία, ενώ πολύ πρόσφατα υιοθετήθηκε και στην Πορτογαλία- δηλαδή αποτελεί κοινή πρακτική η οποία ήδη αξιοποιείται.

Επί της παραγράφου 2:

Εν όψει της διενέργειας από το ΤΑΙΠΕΔ διαδικασίας νέου διαγωνισμού για το αμοιβαίο στοίχημα επί ιπποδρομιών και προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν θα υπάρξει κενό ανάμεσα στη διακοπή της λειτουργίας της ΟΔΙΕ Α.Ε. και την έναρξη λειτουργίας του παραχωρησιούχου του άρθρου η του ν.4111/2013 (Α' ι8), παρατείνεται ο χρόνος θέσης σε εκκαθάριση της ΟΔΙΕ Α.Ε. κατά 6 μήνες. Η παράταση αυτή είναι αναγκαία δεδομένου ότι για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και τη θέση σε ισχύ της σύμβασης παραχώρησης απαιτείται προσυμβατικός έλεγχος από το ελεγκτικό συνέδριο, υπογραφή της σύμβασης και κύρωση αυτής από τη Βουλή των Ελλήνων, ενέργειες που προϋποθέτουν ικανό χρονικό διάστημα.

Επί της παραγράφου 3

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 21 του π.δ. υπ' αριθμ. 111/2014 «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» που δημοσιεύθηκε την 29-8-2014 στην Εφημερίδα της Ελληνικής Κυβερνήσεως στο τεύχος Α' με αρ.φύλλου 178, η διαχείριση και διεκπεραίωση όλων των εκκρεμών θεμάτων και υποθέσεων που αφορούν στα κρατικά λαχεία περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες του Τμήματος Γ- Λοιπών Οικονομικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών. Η έναρξη ισχύος του π.δ. όπως ορίζεται στην παρ.ι του άρθρου 129 του ιδίου αρχίζει 2 μήνες μετά την δημοσίευση του, ήτοι στις 29.10.2014. Ωστόσο, στην παράγραφο 4 του άρθρου 127 του ιδίου π.δ., ορίζεται ότι η Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων συνεχίζει τη λειτουργία της μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2014.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις μεταφέρονται στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικού του Υπουργείου Οικονομικών από 1.10.2014 η διαχείριση και διεκπεραίωση όλων των εκκρεμών θεμάτων και υποθέσεων που αφορούν στα κρατικά λαχεία, ο μηχανογραφικός και λοιπός εξοπλισμός καθώς και οι διαθέσιμοι πόροι, ο προϋπολογισμός και το υφιστάμενο προσωπικό με την ίδια σχέση εργασίας της Διεύθυνσης Κρατικών Λαχείων, με σκοπό την εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία της διοίκησης, σύμφωνα με την αρχή της συνέχειας της διοίκησης.

Κατόπιν των ανωτέρω προτείνεται η προσθήκη του κατωτέρω άρθρου στο σχέδιο νόμου και καλείται η εθνική αντιπροσωπεία για την ψήφιση αυτού.

Άρθρο...
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών

1. Μετά το άρθρο 27 του ν. 4172/2013 (Α' 167), όπως ισχύει, προστίθεται άρθρο 27Α ως εξής:
«Άρθρο 27Α Αναβαλλόμενη Φορολογική Απαίτηση

1. Ο φόρος εισοδήματος, ο οποίος αναλογεί:
α) στο υπολειπόμενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς της παραγράφου 2 του άρθρου 27, που έχει προκύψει σε βάρος των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26 και
β) στο ποσό των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών, λόγω πιστωτικού κινδύνου, αναφορικά με απαιτήσεις των προαναφερθέντων νομικών προσώπων, υφιστάμενες κατά την 3ΐη Δεκεμβρίου 2014, για το οποίο έχει ή θα λογισθεί «αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση», σύμφωνα με τις διατάξεις των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς και τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή τις αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος ν.2238/1994» εμφανίζεται στις τελευταίες εκάστοτε νομίμως ελεγμένες και εγκεκριμένες από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, ετήσιες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις των ανωτέρω νομικών προσώπων, εφ' όσον έχουν συνταχθεί με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, μετατρέπεται, στο σύνολο του ή μερικά με τον τρόπο που περιγράφεται κατωτέρω, κατά περίπτωση, σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση αυτού έναντι του Δημοσίου, σε περίπτωση κατά την οποία το λογιστικό, μετά από φόρους, αποτέλεσμα χρήσης του νομικού προσώπου είναι ζημία, σύμφωνα με τις, κατά τα παραπάνω, νομίμως ελεγμένες και εγκεκριμένες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων. Το ποσό της οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης προσδιορίζεται δια του πολλαπλασιασμού του συνολικού ποσού της, κατά τα παραπάνω, οριζόμενης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η λογιστική, μετά από φόρους, ζημία χρήσης στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτά εμφανίζονται στις εκάστοτε ετήσιες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις του νομικού προσώπου, οι οποίες έχουν συνταχθεί για το οικείο φορολογικό έτος, μη συμπεριλαμβανομένης σε αυτά της λογιστικής ζημίας χρήσης [Φορολογική Απαίτηση = Ποσό Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης οικονομικών καταστάσεων Χ λογιστική, μετά από φόρους, ζημία χρήσης/(ίδια κεφάλαια - Λογιστική, μετά από φόρους, ζημία χρήσης)].

Η απαίτηση της παραγράφου αυτής γεννάται κατά το χρόνο έγκρισης των εκάστοτε ετήσιων εταιρικών οικονομικών καταστάσεων από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων και συμψηφίζεται με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της χρήσης, στην οποία εγκρίθηκαν οι οικονομικές καταστάσεις, και των επόμενων χρήσεων, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της.

Στην περίπτωση πτώχευσης, διαδικασίας εξυγίανσης, ειδικής εκκαθάρισης ή εκκαθάρισης του νομικού προσώπου σε εφαρμογή διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας ή της ευρωπαϊκής, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο, το υπολειπόμενο ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, μετατρέπεται σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

2. Οι διατάξεις της παραγράφου ι δεν εφαρμόζονται στο ποσό της αναβαλλομένης φορολογικής απαίτησης που έχει λογισθεί επί των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω πιστωτικού κινδύνου αναφορικά με απαιτήσεις κατά εταιρειών του ιδίου εταιρικού ομίλου καθώς και μετόχων, εταίρων, μελών διοικητικών συμβουλίων, διευθυνόντων συμβούλων, γενικών διευθυντών και διευθυντών αυτών. Ως εταιρεία του ιδίου εταιρικού ομίλου νοείται κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια του παρόντος νόμου.

3. Σε περίπτωση συμψηφισμού της ανωτέρω απαίτησης το σχετικό ποσό αφαιρείται από την συνολική φορολογική απαίτηση του νομικού προσώπου, όπως η απαίτηση αυτή προσδιορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1.

4. Το μέρος της ανωτέρω απαίτησης που δεν έχει συμψηφισθεί με το φόρο εισοδήματος του νομικού προσώπου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο ι του παρόντος άρθρου εντός τριάντα (30) ετών από το χρόνο γένεσης της απαίτησης που ορίζεται στην παράγραφο εξοφλείται με την χορήγηση τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Με την χορήγηση των τίτλων εξαντλείται η σχετική υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το νομικό πρόσωπο θα προβεί αντίστοιχα σε δωρεάν έκδοση κοινών μετοχών, οι οποίες θα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικής αγοραίας αξίας ίσης με την ονομαστική αξία των εκδοθέντων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου.

Ως αγοραία αξία των τίτλων νοείται: (α) εφόσον οι μετοχές του νομικού προσώπου είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, ο μέσος όρος της χρηματιστηριακής τιμής τους κατά τις προηγούμενες τριάντα (30) ημέρες ή (β) εφόσον οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες, η εσωτερική λογιστική αξία τους όπως προκύπτει από τον νόμιμα συνταγμένο τελευταίο ισολογισμό της επιχείρησης αφού ληφθούν υπόψη τυχόν παρατηρήσεις στην έκθεση ελέγχου του ανεξάρτητου ορκωτού ελεγκτή. Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο τεθεί σε εκκαθάριση, ειδική εκκαθάριση, διαδικασία εξυγίανσης ή κηρυχθεί σε πτώχευση, μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, εφόσον αυτή λάβει χώρα νωρίτερα από την λήξη της τριακονταετίας, το μέρος της ανωτέρω απαίτησης που δεν έχει συμψηφισθεί με φορολογικές υποχρεώσεις του νομικού προσώπου καθίσταται εισπράξιμο από το Δημόσιο. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δημοσίου πραγματοποιείται με τη χορήγηση τίτλων Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εξαντλεί την σχετική υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου και αποτελεί την τελευταία πράξη της κατά περίπτωση διαδικασίας εκκαθάρισης, ειδικής εκκαθάρισης, εξυγίανσης ή πτώχευσης.

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται: (α) κάθε σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θέμα και ιδίως η διαδικασία και το αρμόδιο όργανο για τον κατ' έτος προσδιορισμό του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο ι, την παρακολούθηση και πιστοποίηση του μη συμψηφισθέντος ετήσιου υπόλοιπου της φορολογικής απαίτησης της παραγράφου 1 καθώς και την πιστοποίηση της εξόφλησης της απαίτησης αυτής από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 και (β) κάθε σχετικό με την εφαρμογή της παραγράφου 4 θέμα και ιδίως οι βασικοί όροι που διέπουν τους εκδιδόμενους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, όπως η διάρκεια και το επιτόκιο τους, σύμφωνα με τις συνθήκες αγοράς κατά το χρόνο έκδοσης των τίτλων αυτών, με την προϋπόθεση ότι η αγοραία αξία τους δεν θα υπερβαίνει την ονομαστική, και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια αναφορικά με τη έκδοση δωρεάν μετοχών των νομικών προσώπων προς το Ελληνικό Δημόσιο.

6. Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται ως προς τις, σε αυτό αναφερόμενες φορολογικές απαιτήσεις κάθε άλλη διάταξη νόμου, η οποία τυχόν θέτει διαφορετικές προϋποθέσεις, αιρέσεις ή προθεσμίες στην επιστροφή από το Δημόσιο φόρου εισοδήματος. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί σε έλεγχο της φορολογικής απαίτησης, ο οποίος μπορεί να διενεργηθεί εντός τριάντα (30) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου και να εκδώσει πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος κάθε χρήσης για την οποία δεν προσδιορίστηκε ορθά η απαίτηση.

7. Σε περίπτωση μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης επί του ποσού των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω κάλυψης πιστωτικού κινδύνου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου, το δικαιούχο νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να εκπίπτει από τα ακαθάριστά έσοδά του, το ποσό των προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω κάλυψης πιστωτικού κινδύνου, που αφορούν στο ποσό της κατά τα ανωτέρω μετατραπείσας φορολογικής απαίτησης σε οριστική.

8. Το ποσό της χρεωστικής διαφοράς, για το οποίο έχει πραγματοποιηθεί μετατροπή της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου, αφαιρείται από το υπολειπόμενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς, που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα του νομικού προσώπου κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 παράγραφος 2.

9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αφορούν φορολογικές απαιτήσεις που γεννώνται από το φορολογικό έτος 2016 και εφεξής.».

Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ' της παραγράφου 7 του άρθρου 13 του ν. 4111/2013 (Α' 18), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4224/2013 (Α' 288), αντικαθίσταται ως εξής:

«Δεκαπέντε ημέρες μετά τη θέση σε ισχύ της σύμβασης παραχώρησης της περίπτωσης β' της παρούσας παραγράφου και πάντως το αργότερο μέχρι τις 31 Μαρτίου 2015, η ΟΔΙΕ Α.Ε. τίθεται εκ του νόμου σε λύση και εκκαθάριση.»

Στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών μεταφέρονται το σύνολο των αρμοδιοτήτων, ο μηχανογραφικός και λοιπός εξοπλισμός, οι διαθέσιμοι πόροι και ο προϋπολογισμός της Διεύθυνσης Κρατικών Λαχείων του ιδίου Υπουργείου. Το υφιστάμενο προσωπικό της Διεύθυνσης Κρατικών Λαχείων παρέχει τις υπηρεσίες του στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης, μέχρι τις 31-12.2014 με την ίδια σχέση εργασίας. Αποσπάσεις υπαλλήλων στην Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων διατηρούνται σε ισχύ μέχρι λήξεως του χρόνου απόσπασης και οι αποσπασμένοι συνεχίζουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης, μέχρι τη λήξη της απόσπασής τους.

Αριθμ. 277/40/2014
ΓΕΝΙΚΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΕΚΘΕΣΗ
Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 2 του Συντάγματος)
Επί τροπολογίας στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας «Ρυθμίσεις θεμάτων Εφοδιαστικής».

Α. Με τις διατάξεις της υπόψη τροπολογίας:

1. Προστίθεται νέο άρθρο στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.4172/2013) με το οποίο προβλέπεται η μετατροπή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέρους ή του συνόλου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος: i) τραπεζών ii) εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης και iii) εταιρειών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) σε οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις των επιχειρήσεων αυτών κατά του Δημοσίου. Ειδικότερα:

α. Σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση μετατρέπεται ο φόρος εισοδήματος που αναλογεί:

i) στο υπολειπόμενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), δηλ. της ζημίας των νομικών προσώπων από την εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους (PSI) και

ii) στο ποσό των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών, λόγω πιστωτικού κινδύνου αναφορικά με απαιτήσεις των τραπεζών, των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης και των εταιρειών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, που υφίσταται κατά 31.12.2014 και για το οποίο έχει ή θα λογισθεί «αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση», σύμφωνα με τις διατάξεις των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) και τις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ισχύοντος ν. 4172/2013 και προϊσχύοντος ν.2238/1994) και εμφανίζεται στις εκάστοτε τελευταίες νομίμως ελεγμένες και εγκεκριμένες από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, ετήσιες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης.

β. Προϋπόθεση της μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε οριστική είναι το λογιστικό, μετά από φόρους, αποτέλεσμα χρήσης του νομικού προσώπου να είναι ζημία ή να τεθεί αυτό σε πτώχευση, διαδικασία εξυγίανσης, εκκαθάρισης ή ειδικής εκκαθάρισης.

γ. Το ποσό της οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης προσδιορίζεται πολλαπλασιάζοντας το συνολικό ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η λογιστική, μετά από φόρους, ζημία χρήσης στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτά εμφανίζονται στις εκάστοτε ετήσιες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης,; μη συμπεριλαμβανομένης σε αυτά της λογιστικής, μετά από φόρους, ζημίας χρήσης

Σε περίπτωση πτώχευσης, εκκαθάρισης κ.λπ. μετατρέπεται το σύνολο της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης.

δ. Η απαίτηση γεννάται κατά το χρόνο έγκρισης των ετήσιων εταιρικών οικονομικών καταστάσεων από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων και συμψηφίζεται με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της χρήσης στην οποία εγκρίθηκαν οι οικονομικές καταστάσεις και των επόμενων χρήσεων, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της.

ε.i) Το μέρος της ανωτέρω απαίτησης που δεν θα συμψηφισθεί με τον φόρο εισοδήματος του νομικού προσώπου εντός τριάντα (30) ετών από τον χρόνο γένεσης της, εξοφλείται με την χορήγηση τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το νομικό πρόσωπο θα προβεί αντίστοιχα σε δωρεάν έκδοση κοινών μετοχών, που θα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικής αγοραίας αξίας (όπως ορίζεται) ίσης με την ονομαστική αξία των εκδοθέντων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου.

ii) Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο τεθεί σε εκκαθάριση, ειδική εκκαθάριση, διαδικασία εξυγίανσης ή κηρυχθεί σε πτώχευση, το μέρος της ανωτέρω απαίτησης που δεν έχει συμψηφισθεί με φορολογικές υποχρεώσεις του νομικού προσώπου μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, (εφόσον αυτή λάβει χώρα νωρίτερα από την λήξη της τριακονταετίας), καθίσταται εισπράξιμο από το Δημόσιο. Η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης πραγματοποιείται (και εξαντλείται) με τη χορήγηση τίτλων Ελληνικού Δημοσίου, η οποία αποτελεί την τελευταία πράξη της κατά περίπτωση διαδικασίας εκκαθάρισης, ειδικής εκκαθάρισης, εξυγίανσης ή πτώχευσης.

στ. Παρέχονται οι απαραίτητες, για την εφαρμογή των ανωτέρω, εξουσιοδοτήσεις στον Υπουργό Οικονομικών. Επίσης προβλέπεται ότι η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί σε έλεγχο της φορολογικής απαίτησης, εντός τριάντα (30) ετών από την έναρξη ισχύος των εν λόγω ρυθμίσεων και να εκδώσει πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος κάθε χρήσης για την οποία δεν προσδιορίστηκε ορθά η απαίτηση.

ζ. Τα ποσά της χρεωστικής διαφοράς από την εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους (PSI) και των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω πιστωτικού κινδύνου, που αντιστοιχούν σε αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που μετατράπηκαν σε οριστικές παύουν να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του νομικού προσώπου.

η. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται σε φορολογικές απαιτήσεις που γεννώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.

2. Παρατείνεται εκ νέου η προθεσμία για τη λύση και εκκαθάριση του Οργανισμού Διεξαγωγής Ιπποδρομιών Ελλάδος (Ο.Δ.Ι.Ε. ΑΕ) μέχρι την 31-3- 2015 αντί της 30-9-2014 που ισχύει σήμερα.

3. Μεταφέρονται στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών το σύνολο των αρμοδιοτήτων, ο μηχανογραφικός και λοιπός εξοπλισμός, οι διαθέσιμοι πόροι και ο προϋπολογισμός της Διεύθυνσης Κρατικών Λαχείων. Το υφιστάμενο προσωπικό της εν λόγω Διεύθυνσης παρέχει τις υπηρεσίες του στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης μέχρι 31-12-2014 με την ίδια σχέση εργασίας.

Β. Από τις προτεινόμενες διατάξεις προκαλούνται σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού τα ακόλουθα οικονομικά αποτελέσματα:

1. Ενδεχόμενη απώλεια εσόδων από την μετατροπή (από το έτος 2016 και μετά) σε οριστικές απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου των οριζόμενων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που θα περιλαμβάνονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών, των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης και των εταιρειών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εφόσον το λογιστικό, μετά από φόρους, αποτέλεσμα αυτών είναι ζημία. Η πραγματική απώλεια, σύμφωνα με την Δ/νση Φορολογίας Εισοδήματος, θα επέλθει από το έτος 2021 και μετά, δεδομένης της ισχύουσας και σήμερα δυνατότητας μεταφοράς της ζημίας για πέντε έτη.

2. Ενδεχόμενη δαπάνη (από το έτος 2016 και μετά), για την εξυπηρέτηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου που θα εκδοθούν προς εξόφληση των απαιτήσεων από μετατροπή των οριζόμενων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, σε περίπτωση που τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα τεθούν σε εκκαθάριση, ειδική εκκαθάριση, διαδικασία εξυγίανσης ή κηρυχθούν σε πτώχευση.

3. Ενδεχόμενη μελλοντική (τουλάχιστον μετά από 30 χρόνια) δαπάνη για την εξυπηρέτηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου που θα εκδοθούν, σε περίπτωση που οι απαιτήσεις των ανωτέρω νομικών προσώπων δεν έχουν συμψηφισθεί στο σύνολο τους με φόρο εισοδήματος κατά τα επόμενα τριάντα έτη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση θα προκύψει παράλληλα και αύξηση του χαρτοφυλακίου του Δημοσίου (και συνεπώς και ενδεχόμενη μελλοντική αύξηση εσόδων από μερίσματα) από την έκδοση κοινών μετοχών των νομικών αυτών προσώπων που θα ανήκουν στο Δημόσιο.

Τα ανωτέρω οικονομικά αποτελέσματα δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν εκ των προτέρων, διότι εξαρτώνται από τις μελλοντικές οικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων (κερδοφορία ή μη, ύψος αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, λόγος ενδεχόμενης λογιστικής ζημίας προς ιδία κεφάλαια), τους μελλοντικούς φορολογικούς συντελεστές, τους όρους των τίτλων που τυχόν εκδοθούν κ.λπ.