Αθώοι οι εν αγνοία λήπτες εικονικών - πλαστών τιμολογίων

Δικαστικά - Φορονομικά

28 Αύγουστος 2006
Με λευκό μητρώο «επιστρέφουν» στην αγορά χιλιάδες ανυποψίαστοι λήπτες εικονικών τιμολογίων, που, ενώ τελούσαν «καλή τη πίστει» κατά τη διάρκεια της συναλλαγής τους, βρέθηκαν στα μαύρα κατάστιχα της εφορίας. Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας «ρίχνει» το βάρος της απόδειξης της εικονικότητας στην ίδια την εφορία και όχι στον συναλλασσόμενο, ενώ σε περιπτώσεις πραγματικής συναλλαγής δεν στοιχειοθετείται παράβαση στην περίπτωση που ο λήπτης δεν γνωρίζει ότι τα εκδιδόμενα στοιχεία είναι παράτυπα.... Taxheaven.gr

Με λευκό μητρώο «επιστρέφουν» στην αγορά χιλιάδες ανυποψίαστοι λήπτες εικονικών τιμολογίων, που, ενώ τελούσαν «καλή τη πίστει» κατά τη διάρκεια της συναλλαγής τους, βρέθηκαν στα μαύρα κατάστιχα της εφορίας. Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας «ρίχνει» το βάρος της απόδειξης της εικονικότητας στην ίδια την εφορία και όχι στον συναλλασσόμενο, ενώ σε περιπτώσεις πραγματικής συναλλαγής δεν στοιχειοθετείται παράβαση στην περίπτωση που ο λήπτης δεν γνωρίζει ότι τα εκδιδόμενα στοιχεία είναι παράτυπα. Η απόφαση αυτή ανατρέπει τον εισπρακτικό προγραμματισμό του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο με ειδικό εγχειρίδιο και σύστημα ελέγχου επιχειρεί να «κατευθύνει» ελεγκτές και συναλλασσόμενους πώς θα αναγνωρίζουν πλαστά τιμολόγια και ΑΦΜ.

 

«Λευκοί» αποδίδονται στην αγορά χιλιάδες ανυποψίαστοι λήπτες πλαστών και εικονικών τιμολογίων μετά την απόφαση βόμβα του Συμβουλίου της Επικρατείας που δικαιώνει λήπτρια επιχείρηση, καθώς «τελούσε σε καλή πίστη κατά τον χρόνο της συναλλαγής».
Η απόφαση αυτή έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία» στην Καραγιώργη Σερβίας, καθώς τινάσσει στον αέρα τον εισπρακτικό της προγραμματισμό που αφορά στα προσδοκώμενα έσοδα από τον καταλογισμό των προστίμων σε εικονικές συναλλαγές εκατοντάδων εκατ. ευρώ. Καταδεικνύει, δε, το πρόβλημα που έχει δημιουργήσει στην αγορά η διάτρητη νομοθεσία που βάζει στην ίδια ζυγαριά εκδότες και λήπτες εικονικών στοιχείων, χωρίς να εξετάζεται σε βάθος η πρόθεση του λήπτη και εάν η συναλλαγή είναι πραγματική ή όχι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνος που αντιμετώπιζε τα πρόστιμα και τις κυρώσεις της εφορίας ήταν ο ανυποψίαστος λήπτης, ο οποίος ήταν και ο μόνος εύκολος να εντοπιστεί, καθώς ήταν φορολογικά ενεργός. Αντίθετα, οι εκδότες εικονικών τιμολογίων είναι συνήθως εταιρείες «φαντάσματα» που δεν υποβάλλουν φορολογικές δηλώσεις και δεν παρουσιάζουν κάποια έδρα ή κάποιο άλλο φορολογικό «ίχνος» που θα τις καθιστούσε εύκολο να εντοπισθούν από τις φορολογικές αρχές.


Εφορία
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την εφορία, εικονικό είναι το εκδιδόμενο φορολογικό στοιχείο όχι μόνον όταν προέρχεται από ανύπαρκτη εταιρεία ή δεν έχει θεώρηση από την ΔΟΥ, αλλά και όταν εκδίδεται για ανύπαρκτη συναλλαγή ή όταν η συναλλαγή έχει πραγματοποιηθεί από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που αναγράφεται στο φορολογικό στοιχείο. Ο δε λήπτης ευθύνεται, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, εφόσον είναι εν γνώσει του το γεγονός αυτό.
Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, το βάρος της απόδειξης της εικονικότητας της συναλλαγής το έχει η ίδια η εφορία και όχι ο συναλλασσόμενος, ενώ στην περίπτωση που η εικονικότητα των στοιχείων αφορά πραγματική συναλλαγή, τότε δε στοιχειοθετείται παράβαση στην περίπτωση που ο λήπτης τελεί σε καλή πίστη και δε γνωρίζει ότι τα εκδιδόμενα στοιχεία είναι παράτυπα.

ΣτΕ
Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ (550/2006), «αν αποδίδεται εικονικότητα στα φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί, υπό την έννοια ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν, η φορολογική αρχή είναι εκείνη που βαρύνεται, κατ αρχάς, με την απόδειξη της εικονικότητας. Αν όμως πρόκειται για συναλλαγή με πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή, αρκεί το γεγονός αυτό, νομίμως αποδεικνυόμενο, για να στοιχειοθετηθεί παράβαση και του επιτηδευματία που δέχεται τέτοια στοιχεία, εκτός αν ο τελευταίος αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά τον χρόνο της συναλλαγής».
Σημειώνεται ότι η υπόθεση που εξέταζε το ΣτΕ αφορούσε κάποιες πραγματικές επισκευαστικές εργασίες σε πλοίο για τις οποίες η εταιρεία δε γνώριζε ότι αυτές πραγματοποιήθηκαν από άλλα πρόσωπα σε σχέση με αυτά που εξέδωσαν τα φορολογικά στοιχεία.


Υπουργείο Οικονομικών
Το θέμα πάντως της λήψης εικονικών στοιχείων από ανυποψίαστους επιτηδευματίες έχει απασχολήσει ιδιαίτερα το υπουργείο Οικονομικών, καθώς εκατοντάδες εταιρείες έχουν προσφύγει στα δικαστήρια, ζητώντας την αναίρεση των προστίμων. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου το υπουργείο Οικονομικών να αποφύγει οποιαδήποτε ανατροπή στον εισπρακτικό του προγραμματισμό, τόσο ο υφυπουργός Οικονομικών, κ. Α. Μπέζας, όσο και ο προκάτοχός του, κ. Α. Ρεγκούζας είχαν συστήσει στις φορολογικές αρχές να μην προχωρούν στην επιβολή προστίμων εάν δεν είναι σίγουρες για την υπαιτιότητα του επαγγελματία. Ο ζήλος, ωστόσο, των φορολογικών αρχών όσο και η έξαρση του φαινομένου τα τελευταία χρόνια οδήγησαν τον ελεγκτικό μηχανισμό να «βάζει στο ίδιο καλάθι» εκδότες και λήπτες, προκειμένου να μην χάνεται πολύτιμος χρόνος έρευνας και καθυστερεί ο καταλογισμός προστίμων.


Εγχειρίδιο Ελέγχου
Για την πάταξη του φαινομένου, η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων έχει ετοιμάσει μάλιστα σχετικό εγχειρίδιο με το οποίο παρέχονται οδηγίες στους ελεγκτές για το πώς θα πρέπει να γίνονται οι έλεγχοι αποκάλυψης πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων. Στον οδηγό αυτό επισημαίνεται ότι το φαινόμενο της χρήσης των πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων παρατηρείται σε όλους τους χώρους οικονομικής δραστηριότητας, από την παραγωγή και το εμπόριο αγαθών, την παροχή υπηρεσιών, μέχρι τον χώρο των κατασκευών και των ελεύθερων επαγγελματιών. Για τον λόγο αυτό το μέγεθος της φοροδιαφυγής από τη χρήση εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων, καθώς και η διαφοροποίηση των μεθόδων έκδοσης και χρήσης τέτοιων φορολογικών στοιχείων καθιστούν αναγκαία τη συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα των ελεγκτικών οργάνων της ΥΠΕΕ
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο εγχειρίδιο, ουσιαστικός λόγος χρήσης εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων είναι η αποφυγή καταβολής τόσο έμμεσων όσο και άμεσων φόρων και σε ελάχιστες περιπτώσεις η τακτοποίηση λογιστικών - φορολογικών ατασθαλιών, που πάντα προέρχονται από την προσπάθεια των επιτηδευματιών και επιχειρήσεων να αποφύγουν την καταβολή φόρων, αφού χρησιμοποίησαν προηγουμένως άλλες μεθόδους φοροδιαφυγής.
Η αποφυγή της καταβολής των έμμεσων φόρων εντοπίζεται κυρίως στον ΦΠΑ με τη διόγκωση του ΦΠΑ των εισροών, ο οποίος συμψηφίζεται με τον ΦΠΑ των εκροών, με τιμολόγια για ανύπαρκτες αγορές και δαπάνες.
Η αποφυγή άμεσων φόρων συντελείται με την αύξηση είτε των δαπανών είτε του κόστους των πωληθέντων προϊόντων είτε εμπορευμάτων είτε παρασχεθεισών υπηρεσιών, με τιμολόγια για ανύπαρκτες δαπάνες ή αγορές, που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών.

Πώς θα γίνεται ο έλεγχος
Αναλυτικότερα, ο ελεγκτικός μηχανισμός της ΥΠΕΕ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα εξής:
- Να αξιοποιεί όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία, για εκδότες πλαστών ή εικονικών καθώς και λήπτες εικονικών φορολογικών στοιχείων, να ελέγχει μέσω των συγκεντρωτικών καταστάσεων του ΚΒΣ μεμονωμένες αγορές ή δαπάνες ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από προμηθευτές, με τους οποίους δεν υπάρχουν συστηματικές συναλλαγές, καθώς και τα φορολογικά στοιχεία, με μεγάλη αξία, για τυχόν πλαστότητα, εικονικότητα ή νόθευσή τους, με ιδιαίτερη έμφαση στον έλεγχο της θεώρησής τους και της ορθής έκδοσής τους.
- Να διενεργεί έλεγχο του τρόπου διακίνησης των αγαθών και έκδοσης των προβλεπόμενων στοιχείων διακίνησης και μεταφοράς (δελτία αποστολής, φορτωτικές), διασταυρωτικές επαληθεύσεις των πρωτότυπων φορολογικών στοιχείων με τα αντίστοιχα στελέχη δειγματοληπτικά, καθώς και έλεγχο δυνατότητας παραγωγής, αποθήκευσης και διακίνησης αγαθών που περιγράφονται στα μεγάλης ιδίως αξίας φορολογικά στοιχεία και ύπαρξης ανάλογων επαγγελματικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων ή εξοπλισμού.
- Ειδικά επί επιχειρήσεων που διενεργούν ενδοκοινοτικές συναλλαγές, ζητούνται, αξιολογούνται και ελέγχονται στοιχεία του Τμήματος Δ΄ (Διοικητικής Συνεργασίας και Ανταλλαγής Πληροφοριών) της Διεύθυνσης 14ης ΦΠΑ, σχετικά με την εγκυρότητα των ΑΦΜ/ΦΠΑ κοινοτικών εμπόρων και τις αξίες των ενδοκοινοτικών συναλλαγών που διενεργήθηκαν.

Πώς γίνεται η αναγνώριση των πλαστών τιμολογίων
- Από τη σχέση επωνυμίας με τον αναγραφόμενο ΑΦΜ. Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου μιας επιχείρησης είναι συγκεκριμένος και τα πρώτα δύο ψηφία είναι προσδιοριστικά της νομικής μορφής της επιχείρησης.
- Από τη συνάφεια της δραστηριότητας του εκδότη. Το αντικείμενο εργασιών του εκδότη μπορεί να διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από το αντικείμενο της συναλλαγής.
- Από τον τρόπο πληρωμής. Η εξόφληση των συναλλαγών με εικονικά ή πλαστά στοιχεία γίνεται σχεδόν πάντα με μετρητά σε όποιο ύψος κι αν ανέρχονται. Στις περιπτώσεις αυτές κρίνεται αναγκαία η επαλήθευση της ύπαρξης υπολοίπου του λογαριασμού «ταμείου» ικανού να ανταποκριθεί στη καταβολή μετρητών στο ύψος των υποτιθέμενων συναλλαγών. Οταν δεν υπάρχουν μετρητά για να καλύψουν τη συναλλαγή, το ταμείο παρουσιάζει πιστωτικό υπόλοιπο ή θα καταχωρηθεί εικονική εγγραφή με ανάληψη μετρητών από τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων κ.λπ.
- Από την έλλειψη φορτωτικών εγγράφων. Οταν η επιχείρηση δεν διαθέτει μεταφορικά μέσα, η μη ύπαρξη φορτωτικών μεταφοράς πρέπει να οδηγήσει σε έρευνα αν ο αντισυμβαλλόμενος διαθέτει τέτοια μέσα. Σε διαφορετική περίπτωση η εικονικότητα των συναλλαγών θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη.
- Από το μηχανολογικό εξοπλισμό εκτέλεσης έργου. Για τις εκτελέσεις τεχνικών έργων μπορεί να εμφανίζονται ως εκδότες τιμολογίων επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν μηχανολογικό εξοπλισμό. Η διαπίστωση γίνεται μέσω της Διεύθυνσης Δ13- Τμήμα Ε΄ του ΥΠΕΧΩΔΕ.
- Από το πάγιο εξοπλισμό. Πρόκειται για αγορές αγαθών που χρησιμοποιούνται από τη λήπτρια επιχείρηση ως πάγια ή μηχανήματα χωρίς ταυτότητα, τα οποία διαπιστώνεται ότι δεν είναι καινούργια. Πρόκειται δηλαδή για αγαθά τα οποία είχε προμηθευτεί η επιχείρηση σε προηγούμενες διαχειριστικές χρήσεις με τη λήψη νόμιμων φορολογικών στοιχείων και για τα ίδια αγαθά λαμβάνει νέα - εικονικά ή πλαστά - φορολογικά στοιχεία.
- Από το προμηθευτή. Η εμφάνιση στα βιβλία της επιχείρησης για πρώτη φορά προμηθευτή με συναλλαγές σημαντικών ποσοτήτων και αξίας πρέπει να οδηγήσει σε περαιτέρω έρευνα για την εικονικότητα ή μη των συναλλαγών. Ενδειξη εικονικότητας αποτελεί και η εμφάνιση προμηθευτού που είναι εγκατεστημένος σε μεγάλη απόσταση και τα έξοδα μεταφοράς είναι σημαντικά, ενώ υπήρχε η δυνατότητα προμήθειας από επιχειρήσεις που βρίσκονται σε πολύ κοντινότερη απόσταση.