Ανάπτυξη, Μεγέθυνση και Διαφθορά σε ένα θεωρητικό πλαίσιο.

Οικονομικές Ειδήσεις

3 Μάιος 2013
Taxheaven.gr

Ανάπτυξη, Μεγέθυνση και Διαφθορά σε ένα θεωρητικό πλαίσιο.

Με τις σημερινές καταστάσεις είναι σαφές ότι η οικονομική κρίση επεκτείνετε ραγδαία σε όλο τον κόσμο. Ανάλογα το γεωγραφικό πολιτικό και οικονομικό χώρο οι χώρες μεμονωμένα ή σε ένα ευρύτερο σύνολο χωρών εισέρχονται σε ένα υφεσιακό κύκλο ο οποίος εμφανίζεται αρχικά με έναν μικρό ρυθμό. Στη συνεχεία ο υφεσιακός κύκλος μεγαλώνει και έχει αντίκτυπο κυρίως σε οικονομικές πτυχές εύρωστων και ισχυρών οικονομιών. Μια επιτακτική ανάγκη μιας οικονομίας σε υφεσιακή κατάσταση είναι να μπορέσει να δημιουργήσει τις στάσεις και τις δομές για να προκαλέσει μια αναπτυξιακή πορεία η οποία θα είναι ικανή να αντισταθμίσει τις αρνητικές συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Παράλληλα όμως να συστήνει μια φυσιογνωμία μιας οικονομικής επαναθεμελιωσης των δομών και των θεσμών μιας χώρας. Αυτό είναι εμφανές κυρίως σε χώρες με έντονες στρεβλώσεις των οικονομιών τους και με γενικότερες παθογένειες στην οικονομία και στη κοινωνία. Αυτοί οι παράγοντες συνιστούν εμπόδια και υποσκάπτουν κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια και οικονομική προοπτική της χώρας. Τέτοιοι παράγοντες είναι η διαφθορά στο σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας και η παραγόμενη από αυτή παραοικονομία. Στόχος μας είναι να επικεντρωθούμε σε αυτές τις βασικότερες οπισθέλκουσες δυνάμεις μιας νέας και αναθεωρημένης μελλοντικής αναπτυξιακής και παραγωγικής κατεύθυνσης της Ελλάδας. Εν κατακλείδι η διαφθορά σήμερα διαδραματίζει εκείνον τον ρόλο που δημιουργεί εμπόδια ανυσοκατανομες των πορων μείωση των οικονομικών μεγεθών και υποσκάπτει είτε σε επίπεδο πολιτικό η οικονομικό τις προϋπόθεσης ανάπτυξης και μεγέθυνσης της ελληνικης οικονομιας


Οι παραδοσιακές θεωρίες της οικονομικής μεγέθυνσης (Solow, 1956) ερμηνεύουν το φαινόμενο της οικονομικής μεγέθυνσης (δηλαδή της αύξησης του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ) ως απόρροιας της συσσώρευσης υλικού (και ανθρώπινου) κεφαλαίου και της τεχνολογικής καινοτομίας. Ωστόσο κατά τους North και Thomas (1973) οι παραπάνω μεταβλητές δεν ερμηνεύουν σε ικανοποιητικό βαθμό την διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς δεν αποτελούν το αίτιο αυτής αλλά το αποτέλεσμα της. Αντίθετα, οι διαφορές στους θεσμούς είναι εκείνες που δίνουν μια θεμελιώδη ερμηνεία της οικονομικής μεγέθυνσης.
    
Οι θεσμοί, ως δέσμη κανόνων, διαδικασιών συμμόρφωσης, και ηθικών συμπεριφορικών προτύπων, παρέχουν τα πλαίσια εντός των οποίων αναπτύσσεται, και παράλληλα περιορίζεται, η ανθρώπινη αλληλεπίδραση (North, 2000). Ειδικά οι οικονομικοί θεσμοί παρέχουν τα πλαίσια εντός των οποίων αναπτύσσεται η ανθρώπινη αλληλεπίδραση μεταξύ των οικονομούντων ατόμων. Με άλλα λόγια, οι θεσμοί δημιουργούν ένα πλέγμα κινήτρων και περιορισμών για την ανθρώπινη αλληλεπίδραση σε πολιτικό, κοινωνικό, ή οικονομικό πεδίο.

Οι στρεβλοί θεσμοί σε μια κοινωνία δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη φαινομένων διαφθοράς. Η διαφθορά, δηλαδή η κατάχρηση της δημόσιας εξουσίας για ίδιον όφελος , αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο που επηρεάζει σχεδόν σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Η κατάχρηση της κυβερνητικής δύναμης για άλλους λόγους (μη-ιδιωτικούς), όπως η καταστολή των πολιτικών αντιπάλων και η βιαιότητα της αστυνομίας, δεν θεωρείται διαφθορά. Παραδείγματα της διαφθοράς περιλαμβάνουν η εκποίηση δημόσιας περιουσίας (με σκοπό την αποκόμιση ιδιωτικού οφέλους από τους εμπλεκόμενους στην πώληση δημόσιους λειτουργούς), η κατάχρηση δημοσίου χρήματος, και ο νεποτισμός .

Σύμφωνα με μελέτες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο (Δ.Ν.Τ.) για την διαφθορά μπορούμε να εστιάσουμε στο πώς η πολιτική διαφθορά μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και κατ’επέκταση πώς αυτό επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση μιας χώρας.
Η διαφθορά ως φαινόμενο απαντάται τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα. Στον μεν ιδιωτικό τομέα, η διαφθορά σχετίζεται με τη δημοσίευση ψευδών λογιστικών καταστάσεων, την εξαπάτηση μικρομετόχων, κλπ.

Στον δε δημόσιο τομέα, η διαφθορά έγκειται στην κατάχρηση δημόσιας εξουσίας (από άτομα που κατέχουν θέσεις εξουσίας ή μη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα) για ιδιωτικό όφελος. Θα πρέπει δε να επισημάνουμε ότι οι «διαφθείροντες» δεν αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνο στην μεγιστοποίηση του ατομικού οφέλους, αλλά στην μεγιστοποίηση της χρησιμότητας τρίτων, όπως είναι η οικογένεια, οι φίλοι, και το πολιτικό κόμμα. Ως εκ τούτου η διαφθορά στον δημόσιο τομέα δύναται να λάβει αρκετές μορφές όπως η δωροδοκία-χρηματισμός, η κατάχρηση-υπεξαίρεση χρημάτων, η απάτη, ο εκβιασμός και η ευνοιοκρατία-νεποτισμός.

Ανάλογα με τη θέση του δημόσιου λειτουργού που εμπλέκεται στη διαφθορά, αυτή μπορεί να διακριθεί σε «πολιτική» και «γραφειοκρατική». Η πολιτική διαφθορά λαμβάνει χώρα στα ανώτατα επίπεδα των πολιτικών αρχών (πχ. αρχηγοί κρατών, υπουργοί, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί), ενώ η γραφειοκρατική διαφθορά γίνεται από τη δημόσια διοίκηση κατά τη φάση της καθημερινής παροχής δημοσίων υπηρεσιών (πχ. νοσοκομεία, τελωνεία, εφορίες κλπ). Από την ανάλυση της έννοιας του φαινόμενου συμπεραίνεται ότι η διαφθορά συνδέεται άμεσα με την κρατική ισχύ.

Ορίζοντας τη διαφθορά, αρχικά έχουμε τη διαφθορά από το κράτος και τον κρατισμό. Η παραδοσιακή αντίληψη, μας λέει πως διαφθορά είναι η χρήση της εξουσίας με σκοπό το προσωπικό όφελος. Ωστόσο, ο ορισμός δεν είναι πλήρης. Υπάρχουν ιδιαίτερα βαριές μορφές διαφθοράς και συναλλαγής. Άλλη είναι για παράδειγμα η διαφθορά ενός οργάνου της Πολιτείας που χρηματίζεται για να ενεργήσει ή να μην ενεργήσει, και άλλη είναι η διαφθορά ενός δικαστού που ορίζει λ.χ. την κρίση του με βάση έξωθεν .

Ο ορισμός που αναφέρθηκε, δεν καλύπτει την διαφθορά, παρά μόνον των αξιωματούχων του δημοσίου. Η διαφθορά όμως έχει επεκταθεί και στον παράνομο χρηματισμό των ιδιωτών. Μορφές της είναι οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται από στελέχη μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, αντιπροσωπειών, ανώνυμων εταιρειών, από ορισμένους ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι συμπεριφέρονται ως επίορκοι και ασυνείδητοι, με σκοπό το ανεπίτρεπτα προσωπικό όφελος.

Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για ασθένεια του Δημοσίου, αλλά υπάρχει και η διαφθορά που πηγάζει από την ίδια τη φύση και τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, του ιδιώτη, αλλά και της νοοτροπίας ορισμένων πολιτών. Τότε έχουμε τη διαφθορά, ως «σκουριά» μιας κοινωνίας, φαινόμενο που δείχνει βαθιά ηθική κρίση. Στοχαζόμενοι επί του θέματος, διαπιστώνουμε ότι η διαφθορά δεν μπορεί να ταυτίζεται μόνον με τη δωροδοκία.

Η κάλυψη για παράδειγμα ενός συναδέλφου για να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου, είναι και αυτή πράξη διαφθοράς. Η αλλοίωση αποτελεσμάτων με σκοπό την άνοδο σε θέση επιτυχίας ενός υποψηφίου, είναι χωρίς συζήτηση διαφθορά. Η διαφθορά συνεπώς δεν χαρακτηρίζεται απλά, ούτε ταυτίζεται μόνον με το οικονομικό έγκλημα. Από πλευράς φιλοσοφίας του δικαίου αυτή η ταύτιση είναι ελλειμματική. Γιατί αφήνει εκτός απόχης πολλές περιπτώσεις ωμής διαφθοράς και συναλλαγής.

Είναι γνωστό ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα εποχή. Την εποχή των ελεύθερων κοινωνιών και της παγκοσμιοποίησης. Η νέα αυτή κατάσταση μας παρέχει σημαντικά ωφελήματα, αλλά και πολλούς κινδύνους. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η πρόκληση της πολιτικής. Καλούμαστε να αξιοποιήσουμε τα θετικά της παγκοσμιοποίησης και να απορρίψουμε, καθώς και να ακυρώσουμε, τα αρνητικά της.

Δυστυχώς στις μέρες μας, συχνά αξιοποιούν την παγκοσμιοποίηση, πολλοί που επιδιώκουν μεγάλα και παράνομα έσοδα. Ωστόσο, η αποτυχία των μεθόδων πάταξης της διαφθοράς, δεν πρέπει να μας οδηγεί σε εγκατάλειψη των προσπαθειών αντιμετώπισής της. Η διαφθορά σήμερα εμφανίζεται πολυπρόσωπη. Κι αυτό, γιατί στον καιρό μας οι ευκαιρίες διαφθοράς είναι περισσότερες.

Αντίθετα, τα μέσα που προσφέρονται, είναι μεν περισσότερα, είναι ωστόσο λιγότερο αποτελεσματικά. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η διαφθορά είναι ακαταμάχητη. Στην πράξη η καταστατική, η θεσμική και η δικαιϊκή υποστήριξη του αγώνα κατά της διαφθοράς είναι αναγκαία και πρέπει να είναι απόλυτα θωρακισμένη. 7
    
Η διαφθορά και η παράνομη συναλλαγή, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, αποτελεί την ακραία έκφραση της ανομίας, της καταφρόνησης του νόμου και της βάναυσης πρόκλησης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, τα συμφέροντα του οποίου επιβουλεύεται και καρπώνεται.

Έτσι λοιπόν, η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί απλώς την αντίθετη όψη της διαφθοράς και της συναλλαγής της, αλλά το αντίπαλο δέος της. Αποτελεί τη δύναμη του ήθους, την εγγυήτρια της ισονομίας και ισοπολιτείας για την προστασία του δημόσιου και ιδιωτικού δικαιώματος και τις μεγάλες αξίες μιας κοινωνίας. Η Δικαιοσύνη λοιπόν με το ήθος των λειτουργών της και τις αποφάσεις της, αποτελεί όχι μόνον τη μεγάλη τιμωρό, αλλά και την πρωτοπόρο διαπλαστική δύναμη σε όλες τις κοινωνίες.

Σε συνέδριο της Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδας, με τίτλο «Κράτος και Διαφθορά-Θεσμοί: Από την πτώση στην ανόρθωση». Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά η διαφθορά και η γραφειοκρατία στοιχίζουν στον Έλληνα πολίτη 14 δις ευρώ το χρόνο. Ποσό που ακούγεται ιλιγγιώδες ειδικά στην σημερινή κατάσταση που βρίσκεται η χώρα.
Από το 1975 και μέσα σε 30 χρόνια, όπως ανέφερε, έχουν κατατεθεί 3.430 νόμοι, ενώ παράλληλα έχουν εκδοθεί 17.5000 ρυθμίσεις, 20.580 Προεδρικά Διατάγματα και 111.905 Υπουργικές Αποφάσεις .Εκείνο που προκάλεσε αίσθηση στην παρουσίαση των στοιχείων είναι το γεγονός ότι εγκύκλιοι και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου εκδίδονται με ταχύτατους ρυθμούς υποκαθιστώντας ουσιαστικά το έργο της Βουλής.

Ο υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης μιλώντας στο συνέδριο μίλησε για πρωτοβουλίες που λαμβάνονται για την απλούστευση των διαδικασιών και τη μείωση των δομών και των υπηρεσιών του κράτους που αλληλεπικαλύπτονται και δημιουργούν οικονομικό βάρος και γραφειοκρατία στους πολίτες, καθώς και το σχέδιο για την ψηφιακή υπογραφή.

Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα η γραφειοκρατία είναι «καθεστωτικού» τύπου και προσομοιάζει με εκείνη των σοβιετικών οικονομιών και των απολυταρχικών καθεστώτων του περασμένου αιώνα. Στην ελληνική περίπτωση, η γραφειοκρατία αποτελεί πραγματική τιμωρία για την ελληνική οικονομία, παράγοντας ταυτοχρόνως και πρωτοφανή διαφθορά. Κατά τα λοιπά, αυτή η υπέρβαση κόστους λειτουργίας της οικονομίας λόγω υπερβάλλουσας γραφειοκρατίας της τάξεως του 3,3% του ΑΕΠ επηρεάζει το διαθέσιμο εισόδημα προς φορολόγηση των Ελλήνων και άρα τους φόρους που εισπράττει το κράτος. Η είσπραξη των φόρων έχει, με την σειρά της, άμεση επίπτωση στα ετήσια ελλείμματα και άρα και στο χρέος της χώρας.

Θεσμοί και θεσμικό πλαίσιο

Σε επίπεδο χώρας, η διακυβέρνηση αναφέρεται γενικά στον τρόπο (κανόνες, διαδικασίες και συμπεριφορές) με τον οποίο ασκείται η εξουσία στη διαχείριση των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων της.
Οι σχέσεις μεταξύ διακυβέρνησης και διαφθοράς είναι στενότατες, αφού η κακή διακυβέρνηση παρέχει μεγάλες δυνατότητες για ανάπτυξη της διαφθοράς, ενώ η εκτεταμένη διαφθορά δεν συμβιβάζεται με την καλή διακυβέρνηση. Μια χώρα που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό διαφθοράς δεν μπορεί παρά ταυτόχρονα να χαρακτηρίζεται και από κακή διακυβέρνηση και αντίστροφα.
Η βελτίωση της ποιότητας της διακυβέρνησης συνιστά δηλαδή αναγκαία συνθήκη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαφθοράς. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι η ποιότητα και τα κίνητρα της ανώτερης ηγεσίας της διακυβέρνησης καθορίζουν και τη λειτουργία της, αφού όπως επισημαίνει ο Υ. Dror, καμία δομή δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη μέτρια ηγεσία της διακυβέρνησης ούτε να αμβλύνει τη βλάβη που προκαλείται από τη διεφθαρμένη ηγεσία. (Ιωάννης Σ. Βαβούρας, Παναγιώτης Τσίρης,2011)

Για την ελληνική θέση στην κατάταξη της Διεθνούς Διαφάνειας –το τμήμα της οποίας στην Ελλάδα προεδρεύετε από τον κ.Κώστα Μπακούρη– ίσως κάποιοι να σηκώσουν αδιάφορα τους ώμους, δεδομένου πως η οργάνωση επισημαίνει αυξημένη διαφθορά σε παγκόσμιο επίπεδο, τονίζοντας ότι τα δύο τρίτα των 174 χωρών που εξετάζονται έχουν βαθμολογία κάτω των 50 βαθμών. Κατά κύριο δε λόγο, αυτή η κατάσταση οφείλεται στην αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει τις εθνικές γραφειοκρατίες και τις αρθρώσεις τους στα συστήματα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Παρόλα αυτά, η σχετική παγκοσμιοποίηση της διαφθοράς δεν δικαιολογεί την ελληνική κατάταξη και κυρίως την επιδείνωσή της από έτος σε έτος.

Στο επίπεδο αυτό, όμως, τίθεται για μία ακόμη φορά το θέμα της γραφειοκρατίας και της γενεσιουργού αφετηρίας της, που είναι το νεοελληνικό φαυλοκρατικό πολιτικό σύστημα. Αυτό είναι σήμερα το πραγματικό καυτό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας και όντως μάς είναι πολύ δύσκολο να δούμε με ποιους τρόπους μια βαθιά ριζωμένη κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει και από ποιους. Διότι, σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο πλέον, τα φαινόμενα διαφθοράς γίνονται με μεγάλη ταχύτητα γνωστά και όπως είναι φυσικό επηρεάζουν τόσο τις επενδυτικές αποφάσεις όσο και τις στρατηγικές επιλογές των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ήδη, ο ευρωπαϊκός νότος και ειδικότερα η Ελλάδα θεωρούνται περιοχές που δεν προκρίνονται για επενδύσεις –γεγονός με ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις στο σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Εξάλλου, η έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας τονίζει ότι η διαφθορά κοστίζει στην Ένωση κάπου 120 δισεκατ. ευρώ τον χρόνο, ποσό σημαντικό στις παρούσες συνθήκες κρίσεως και οικονομικής στασιμότητας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, για την Ελλάδα και το οικονομικό της μέλλον η καταπολέμηση της διαφθοράς θα πρέπει να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα. Για να υλοποιηθεί δε ένα τέτοιο σχέδιο είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ η ψηφιοποίηση του ελληνικού δημόσιου χώρου, ο οποίος βρίσκεται ακόμα στην εποχή του αραμπά. Στο επίπεδο αυτό, πρέπει να επισημάνουμε ότι το γεγονός πως οι σκανδιναβικές χώρες είναι αυτές που παρουσιάζουν τα λιγότερα κρούσματα διαφθοράς και αδιαφάνειας, οφείλεται στο ότι, πέραν όλων των άλλων κριτηρίων, είναι απολύτως προσαρμοσμένες στην ψηφιακή εποχή και τις σχετικές τεχνολογίες της. Επίσης, αν οι οικονομίες αυτές έχουν σήμερα τις υψηλότερες επιδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό οφείλεται και στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού τους εμπορίου –το οποίο, στην Φινλανδία για παράδειγμα, καλύπτει το 10% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος της χώρας αυτής και ξεπερνά περίπου 100 φορές τα αντίστοιχα ελληνικά μεγέθη. Σημειώνουμε, επίσης, ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο αποτελεί και σοβαρό εξαγωγικό ατού για τις χώρες της βόρειας Ευρώπης, με τις ανάλογες θετικές επιπτώσεις και στα εμπορικά τους ισοζύγια.

Είναι λοιπόν σαφές ότι η ψηφιοποίηση της οικονομίας αποτελεί ταυτοχρόνως αναπτυξιακό εργαλείο, αλλά και παράγοντα καταπολεμήσεως της διαφθοράς.

Ελληνική Οικονομία και Προσοδοθηρία

Η προσοδοθηρία είναι η δραστηριότητα ατόμων (συνήθως οργανωμένων σε ομάδες πίεσης) που σκοπό έχει να επηρεάσει την κρατική πολιτική προς ίδιον όφελος – συνήθως για τη διατήρηση των προνομίων τους, αλλά όχι σπάνια και για την επίτευξη ειδικής μεταχείρισης έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού. Η Anne Krueger βάπτισε το φαινόμενο αυτό rent-seeking (δηλ. προσοδοθηρία) σ’ ένα περίφημο άρθρο της που δημοσιεύτηκε το 1974.

Η παρουσία του φαινομένου αυτού αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών δημοκρατιών. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες έχει θεσμοποιηθεί (π.χ. τα λόμπι στις Η.Π.Α.). Σχεδόν όλες οι ομάδες με κοινά συμφέροντα και βέβαια οι μεγάλες επιχειρήσεις (τα «διαπλεκόμενα») χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να αναγκάσουν το κράτος, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία και τη γραφειοκρατία του δημοσίου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επιχειρούν (και συχνότατα το πετυχαίνουν) να μεταβιβάσουν ένα μεγάλο μέρος του εθνικού πλούτου από τον υπόλοιπο πληθυσμό (την αδύναμη πλειοψηφία) στις τσέπες τους! Οι συγγραφείς εύστοχα ονομάζουν τις ομάδες αυτές Βίκινγκς που διακρίνονται για την κλεπτοκρατική τους δράση.
«Η εγκατάσταση των ομάδων αυτών σε μια χώρα λειτουργεί, από τη μία πλευρά, ανασχετικά στην οικονομική της ανάπτυξη – πέρα από τις πελώριες κοινωνικές αδικίες που υποθάλπει και τη χειροτέρευση της θέσης αυτών που δεν συμμετέχουν στις ομάδες –, αφού χρηματικές πρόσοδοι αποσπώνται από τους μη προνομιούχους πολίτες με αποτέλεσμα τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της ευημερίας τους».
Πώς όμως γίνεται να είναι τόσο αδύναμη η πλειοψηφία και τόσο ισχυρές οι μειοψηφίες; Πώς μετατρέπεται το κράτος σε «λάφυρο» των ραντιέρηδων Βίκινγκς; Η επιτυχία της προσοδοθηρίας βασίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι τα μέλη των ομάδων πίεσης έχουν ζωτικά συμφέροντα για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο για την πλειοψηφία μοιάζει αδιάφορο. Το παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων είναι χαρακτηριστικό. Η πλειοψηφία των Ελλήνων έχει συμφέρον να ιδιωτικοποιηθεί μία ζημιογόνος επιχείρηση, που την πληρώνει χρόνια μέσω της φορολογίας. Αν πουληθεί η επιχείρηση, το κοινωνικό σύνολο θα ωφεληθεί. Ο μέσος ψηφοφόρος όμως δεν θα κερδίσει βραχυπρόθεσμα κάτι χειροπιαστό – ενώ οι εργαζόμενοι (κυρίως αυτοί που φοβούνται πως θα χάσουν τα προνόμια που τους παρείχε ο «δημόσιος χαρακτήρας» της επιχείρησης), όχι μόνο θα αντιδράσουν (βίαια αν χρειαστεί), αλλά και θα κάνουν πολιτικά ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν την κατάργηση των προνομίων τους. Οι δε πολιτικοί έχουν κάθε συμφέρον να τα έχουν καλά με τα μεγάλα συνδικάτα και τα διαπλεκόμενα, διότι έτσι εξασφαλίζουν ψήφους αλλά και χρηματική υποστήριξη στις εκλογές.

«Οι εντολοδόχοι, σε ένα θεσμικό περιβάλλον αδύναμο και στρεβλό, με σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο διάλογο και θεσμικά κατοχυρωμένη διαφωνία, με ελάχιστους ελέγχους και εξισορροπήσεις και θεσμικά στρεβλή λειτουργία των ΜΜΕ, αντιμετωπίζουν χαμηλά πληροφορημένους ή παραπληροφορημένους πολίτες. Είναι σαφές, λοιπόν, το ορθολογικό κίνητρο που έχουν να βάλουν σε δεύτερη μοίρα αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και σε πρώτη την ορθολογική διοχέτευση εκείνων των πληροφοριών που, με τη σειρά τους, θα εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους σε ένα περιβάλλον που οι μόνοι περιορισμοί που τους επιβάλλονται είναι ο χρόνος δράσης  και τα όρια δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού».

Όταν λοιπόν έχεις από τη μια μεριά τον μέσο ψηφοφόρο που αγανακτεί σήμερα και αύριο ξεχνά και από την άλλη μία δυναμική μειοψηφία, το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο. Η πλειοψηφία θα πληρώνει επ’ άπειρον τις μειοψηφίες, με αποτέλεσμα να καταργείται κάθε έννοια δημοκρατίας, κράτους δικαίου ή κοινωνικού κράτους. Αυτόν τον εγκλωβισμό των πολιτών οι συγγραφείς περιγράφουν ιδιαίτερα επιτυχημένα στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου τους, αξιοποιώντας την κατηγοριοποίηση των πιθανών αντιδράσεων του Albert Hirschman (αποχώρηση, διαφωνία, αφοσίωση), αλλά και τυποποιώντας τη συμπεριφορά των πολιτικών ως «επιχειρηματίες πολιτικής» (political entrepreneurs). H προσοδοθηρία αποτελεί βασικό παράγοντα υπανάπτυξης χωρών με διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα και καλά οργανωμένες ομάδες πίεσης

Ο James Buchanan υπολόγισε πως το συνολικό κόστος της προσοδοθηρίας ισούται με το άθροισμα του κόστους των ενεργειών των ομάδων πίεσης, του κόστους των προσπαθειών του κράτους είτε να αποκρούσει τις πιέσεις είτε να τις προκαλέσει (!) και κυρίως το κόστος που προκαλείται από τις στρεβλώσεις στην αγορά και στην κοινωνία (για να μην αναφέρουμε και το πολύ σοβαρό ηθικό και πολιτικό κόστος). Ήταν επόμενο να εκπονηθεί σειρά μελετών με σκοπό να μετρηθεί με ακρίβεια το κόστος της προσοδοθηρίας. Το κόστος για τις Η.Π.Α. υπολογίστηκε ότι στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ανερχόταν σε 3% του Α.Ε.Π., ενώ για την Ινδία στο 7.3%. Η ίδια η Anne Krueger ασχολήθηκε με την Τουρκία, η οποία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια: το 1974 η προσοδοθηρία κόστιζε στην Τουρκία το 15% του Α.Ε.Π. Τόση δηλαδή ήταν η μείωση της ευημερίας της που οφειλόταν αποκλειστικά στην προσοδοθηρία. Το ποσοστό αυτό ίσως ακούγεται υπερβολικό. Η Διεθνής Τράπεζα όμως πρόσφατα υπολόγισε σε 16-18% του Α.Ε.Π. της Τουρκίας την αμοιβή των προμηθευτών-εργοληπτών του δημοσίου.

Η δραστική αλλαγή που προτείνεται έχει σκοπό να οδηγήσει στην ανατροπή του status quo. Δίνεται έμφαση σε μία προσπάθεια «δραστικής αλλαγής» για τη διόρθωση της θεσμικής αποτυχίας:


•    στην «κίνηση από έξω» από τις εγκατεστημένες γραφειοκρατίες,
•    στη συναίνεση ως στόχο, όχι ως προϋπόθεση
•    στην ήπια πολιτική
•    στους μηχανισμούς διευθέτησης των διαφορών που θα εξασφαλίζουν τον δίκαιο επιμερισμό του κόστους και του οφέλους των αλλαγών
•    στην ταχύτητα και στην προσήλωση στους στόχους


Επίλογος
    Το φαινόμενο της διαφθοράς στην Ελλάδα όπως αναλύεται προκύπτει είτε σε επίπεδο δημοσίου είτε ιδιωτικού τομέα. Σε άλλες περιπτώσεις έγκειται σε πολιτικές επιλογές ή «καταχρήσεις» κομμάτων ή πολιτικών. Η ουσιαστική όμως προσέγγιση που θα πρέπει να μας κεντρίσει την προσοχή μας είναι η ολοένα αυξανόμενη ( τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας) εμφάνιση κρουσμάτων διαφθοράς σε θεσμούς, οργανισμούς και πολιτικά κόμματα. Θα πρέπει να γίνει μια προσεκτική και δομημένη μελέτη και να υπάρξει μία κριτική στάση όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικών επιλογών αλλά στην μακρόχρονη πορεία του εντατικού κομματισμού της κεντρικής διοίκησης. Αυτό πρέπει να γίνει σε ένα επίπεδο δημοσίου διαλόγου μεταξύ φορέων-θεσμών-ακαδημαϊκών, πολιτικών αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών με κύριο ζητούμενο την από-κομματικοποίηση της κεντρικής διοίκησης.

Αυτό το ζήτημα , ιδιαίτερα την εποχή μίας μεγάλης οικονομικής-κοινωνικής-πολιτικής κρίσης θα καθιστά εύκολο έργο για μία επεξήγηση και νηφάλια κρίση στα κακώς κείμενα του τελευταίου οικονομικού κύκλου. Πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια και να μην αιωρείται (ώστε να διευκολύνει και την ακαδημαϊκή προσέγγιση του ζητήματος) η σχέση της διαφθοράς με την αποτυχία της αναπτυξιακής πολιτικής , της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής το οποίο κατέληξε σε ένα στάδιο προχωρημένης σήψης της ελληνικής αγοράς και τον «αφανισμό» της ελληνικής παραγωγικής διαδικασίας.

Σε μία περίπτωση όπως η ελληνική κρίση θα έπρεπε να υπάρχει μια σαφής επαναδιαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο μεταξύ κομμάτων και πολιτών σε όρους αναπτυξιακών μοντέλων. Το μοντέλο που ευχάριστα υιοθετήθηκε από τους κομματικούς οργανισμούς , το μοντέλο δηλαδή κόμμα-κράτος , δημιούργησε και τις δυσκαμψίες της ελληνικής παραγωγής σε όλα τα επίπεδα να μπορέσει να θεμελιώσει μια στιβαρή παραγωγική δομή που σήμερα θα αποτελούσε μια βάση εθνικής αναπτυξιακής οδού σε περίοδο κρίσης.
Το ίδιο μοντέλο το οποίο και κατέρρευσε οριστικά και αμετάκλητα ήταν υπεύθυνο μέσω της ενδοτικής και πελατειακής σχέσης της δημιουργίας μίας στρατιάς «τσαμπατζήδων ή free riders» και ένα εκτεταμένο επίπεδο «προσοδοθηρίας» το οποίο ακόμα και σήμερα αποτελεί εμπόδιο σε κάθε κίνηση απεμπλοκής από την κρίση μέσω ενός νέου παραγωγικού μοντέλου τα επόμενα χρόνια ως αναπτυξιακό καταλύτη της ελληνικής οικονομίας.

Έτσι λοιπόν , μία κινηματική στρατηγική κίνηση , φορέων, οργανισμών, πολιτικών , πολιτών και θεσμών θα πρέπει να είναι η επιδίωξη μιας αποκομματικοποίησης της δημόσιας σφαίρας η οποία είναι και μία σαφής παθογένεια σε κάθε κίνηση ειλικρινής και εθνικής προσπάθειας για μία εγχώρια αναπτυξιακή πολιτική. Οι στόχοι αυτής της δράσης θα έχουν μια αλυσιδωτή αντίδραση προς όφελος του συνόλου της οικονομίας-κοινωνίας

1.    Ηθική και Παραγωγική συνείδηση των οικονομικών και κοινωνικών υποκειμένων.
2.    Αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης.
3.    Αυστηροποίηση των μέτρων έναντι της προσοδοθηρίας και της πελατειακής σχέσης
4.    Κίνηση αντιδιαφθοράς σε κοινωνικό-ηθικό-πολιτικό επίπεδο
5.    Παραγωγικοί μηχανισμοί και οικονομικές οντότητες με ένα νέο παραγωγικό-αναπτυξιακό μοντέλο.

Με αυτά τα βήματα μπορούμε να επιτύχουμε μια κλιμακωτή εξυγίανση της οικονομικής και πολιτικής δραστηριότητας η οποία θα οδηγηθεί σε μία αναθεώρηση της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας.

Εν κατακλείδι , αν με όρους πολιτικούς μπορέσουμε να απομονώσουμε και να εκτοπίσουμε μία διεφθαρμένη κάστα η οποία προσοδοθηρεί σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής πυραμίδας θα είμαστε σε θέση να ενσωματώσουμε εκείνα τα κοινωνικά και οικονομικά υποκείμενα τα οποία θα είναι σε θέση να παράγουν πλούτο προς όφελος μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που τα ίδια θα καθορίσουν ανάλογα με την θέση τους αλλά και που θα δουλέψουν στο νέο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα το οποίο εκκρεμεί δεκαετίες δημιουργώντας στρεβλώσεις και καθιζήσεις στο οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας αλλά και στις σχέσεις μας με το κοινοτικό περιβάλλον.  
Οι συντάκτες:
Καλιάνης Νικόλαος , Οικονομολόγος          Μπόρας Χρήστος , Οικονομολόγος


Βιβλιογραφία
•    Θεσμοί , Θεσμική Αλλαγή και Οικονομική επίδοση , Douglass C.North, Κέντρο Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων Αθήνα 2006,εκδοσεις Παπαζήση
•    Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις, Θοδωρής Πελαγιδης, Μιχάλης Μητσοπουλος, Αθηνά 2006, Κέντρο Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων, εκδόσεις Παπαζήση

•    Η εμπλοκή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, Θοδωρής Πελαγίδης, Αθήνα 2006, Κέντρο Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων, εκδόσεις Παπαζήση


•    Θεσμοί και Μεταρρυθμίσεις , εκδόσεις Παπαζήση , Κέντρο Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων, Θοδωρής Πελαγιδης