ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣΑπόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-57521 WertInvest HotelbetriebΗ υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός έργου αστικής ανάπτυξης δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικώς από το μέγεθός τουΤο δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στον καθορισμό κατώτατων ορίων σε τέτοιο επίπεδο ώστε στην πράξη το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των έργων ορισμένου είδους να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση διενέργειας τέτοιας εκτίμησηςΗ επιχείρηση WertInvest Hotelbetrieb ζήτησε από τον Δήμο Βιέννης Αυστρία την έκδοση οικοδομικής αδείας για το έργο Heumarkt Neu. Το έργο αυτό βρίσκεται εντός της κεντρικής ζώνης της τοποθεσίας η οποία έχει ενταχθεί στην παγκόσμια κληρονομιά της Unesco με την ονομασία Ιστορικό Κέντρο της Βιέννης. Συνίσταται στην ανάπλαση της επίμαχης τοποθεσίας με την κατεδάφιση του υφιστάμενου ξενοδοχείου InterContinental και την ανέγερση πλειόνων νέων κτιρίων ξενοδοχειακής εμπορικής και συνεδριακής χρήσης καθώς και χρήσης για διοργάνωση εκδηλώσεων για κατοικίες και για γραφεία. Περιλαμβάνει επιπλέον την κατασκευή υπόγειου παγοδρομίου σε αντικατάσταση του υπάρχοντος υπόγειου γυμναστηρίου με κολυμβητήριο και υπόγειου χώρου στάθμευσης. Το έργο καλύπτει επιφάνεια περίπου 155 εκταρίων και μικτό εμβαδόν δαπέδου 89 000 m.Δεδομένου ότι ο Δήμος Βιέννης δεν εξέδωσε απόφαση επί της ως άνω αίτησης η WertInvest Hotelbetrieb άσκησε ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης προσφυγή κατά παραλείψεως με την οποία ζητεί από το εν λόγω δικαστήριο να χορηγήσει τη ζητηθείσα οικοδομική άδεια. Υποστηρίζει ότι λαμβανομένων υπόψη των κατώτατων ορίων και κριτηρίων τα οποία προβλέπει το αυστριακό δίκαιο το έργο δεν υπόκειται σε υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το ζήτημα αυτό δεν επιλύθηκε στο πλαίσιο άλλης ένδικης διαφοράς καθόσον η WertInvest Hotelbetrieb ανακάλεσε την αίτηση που είχε υποβάλει σχετικώς στην Κυβέρνηση του Land της Βιέννης.Το διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης το οποίο εκτιμά ότι πρέπει να αποφανθεί προκαταρκτικώς επί της υποχρέωσης διενέργειας τέτοιας εκτίμησης διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν η αυστριακή ρύθμιση είναι σύμφωνη με την οδηγία 201192 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον. Οι αμφιβολίες αυτές οφείλονται ιδίως στο ότι βάσει του αυστριακού δικαίου η διενέργεια εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων αστικής ανάπτυξης όπως των επίμαχων εν προκειμένω εξαρτάται από την υπέρβαση των κατώτατων ορίων τα οποία συνίστανται σε επιφάνεια τουλάχιστον 15 εκταρίων και σε μικτό εμβαδόν δαπέδου άνω των 150 000 m2. Ως εκ τούτου το διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης υπέβαλε συναφώς προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.Με τη σημερινή απόφασή του το Δικαστήριο δίνει την απάντηση ότι η οδηγία αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα έργα αστικής ανάπτυξης όπως τα επίμαχα εν προκειμένω από την υπέρβαση των κατώτατων ορίων περί επιφάνειας χρήσης γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και μικτού εμβαδού δαπέδου άνω των 150 000 m.Πράγματι αν ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί κατώτατα όρια προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη στοιχεία όπως είναι η θέση των έργων για παράδειγμα καθορίζοντας πλείονα κατώτατα όρια τα οποία αντιστοιχούν σε ποικίλα μεγέθη έργων και τα οποία ισχύουν αναλόγως της φύσης και της θέσης του έργου. Εάν το έργο όπως το επίμαχο εν προκειμένω βρίσκεται στην κεντρική ζώνη τοποθεσίας που έχει ενταχθεί στην παγκόσμια κληρονομιά της Unesco το κριτήριο περί της θέσης των έργων έχει ιδιαίτερη σημασία.Σε ένα αστικό περιβάλλον όπου ο χώρος είναι περιορισμένος κατώτατα όρια επιφάνειας χρήσης γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και μικτού εμβαδού δαπέδου άνω των 150 000 m είναι τόσο υψηλά ώστε στην πράξη η πλειονότητα των έργων αστικής ανάπτυξης να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Απόκειται στο διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης να εκτιμήσει εν τέλει αν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των οικείων έργων εξαιρείται εκ προοιμίου από τη συγκεκριμένη υποχρέωση γεγονός το οποίο δεν θα ήταν καταρχήν σύμφωνο με την οδηγία.Εξάλλου η οδηγία αντιτίθεται στην έκδοση πριν ή κατά τη διάρκεια της διενέργειας της απαιτούμενης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή πριν από το πέρας της κατά περίπτωση εξέτασης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται τέτοια εκτίμηση οικοδομικής αδείας για επιμέρους σχέδια έργων τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο ευρύτερων σχεδίων έργων αστικής ανάπτυξης.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 8523Λουξεμβούργο 24 Μαΐου 2023Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-26821 Ryanair κατά Επιτροπής Ιταλία - καθεστώς ενισχύσεων - Covid-19Το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής να εγκρίνει μέτρο ενίσχυσης που συνίστατο σε επιδοτήσεις τις οποίες κατέβαλε η Ιταλία σε ιταλικές αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο της πανδημίας Covid-19Η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμά της ότι το επίμαχο μέτρο δεν αντέβαινε σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πέραν εκείνων που αφορούν τις κρατικές ενισχύσειςΤον Οκτώβριο του 2020 η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο ενίσχυσης το οποίο συνίστατο στην καταβολή μέσω ταμείου αποζημίωσης ύψους 130 εκατομμυρίων ευρώ επιδοτήσεων προς ορισμένες αεροπορικές εταιρίες που κατείχαν ιταλική άδεια στο εξής επίμαχο μέτρο. Το μέτρο αυτό αποσκοπούσε στην αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών και των λοιπών μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας που ελήφθησαν στο πλαίσιο της πανδημίας Covid-19.Σύμφωνα με μία από τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που προέβλεπε το επίμαχο μέτρο προκειμένου μια αεροπορική εταιρία να επωφεληθεί από το μέτρο αυτό έπρεπε να παρέχει στους υπαλλήλους της των οποίων η έδρα βάσης βρισκόταν στην Ιταλία καθώς και στους υπαλλήλους τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στις δραστηριότητές της αμοιβή τουλάχιστον ίση προς την ελάχιστη αμοιβή που προέβλεπε η εφαρμοστέα στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών εθνική συλλογική σύμβαση η οποία συνήφθη από τις εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις που θεωρούνταν ως οι πλέον αντιπροσωπευτικές σε εθνικό επίπεδο στο εξής απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής.Η Επιτροπή αποφάσισε χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ να μην προβάλει αντιρρήσεις ως προς το επίμαχο μέτρο με την αιτιολογία ότι το μέτρο ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά1.Επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από την αεροπορική εταιρία Ryanair το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση αυτή λόγω παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ.Εκτίμηση του Γενικού ΔικαστηρίουΚατά πάγια νομολογία η απόφαση περί μη κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με κοινοποιηθείσα ενίσχυση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή φρονεί ότι δεν βρίσκεται ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της συμβατότητας της οικείας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Αρκεί επ αυτού μια συνοπτική αιτιολογία η οποία πάντως πρέπει να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες δυσχέρειες.Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ωστόσο ότι εν προκειμένω δεν παρατέθηκε τέτοια αιτιολογία.Αφενός επισημαίνει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε συγχρόνως ότι η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής συνδεόταν άρρηκτα με το επίμαχο μέτρο και ότι η απαίτηση αυτή δεν ήταν σύμφυτη με τον σκοπό του μέτρου χωρίς ωστόσο να εκθέσει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική βάσει της οποίας κατέληξε στο διττό αυτό συμπέρασμα.Αφετέρου το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το συμπέρασμα της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το οποίο η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής δεν αντέβαινε σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ ήταν επίσης πλημμελώς αιτιολογημένο.Επ αυτού παρατηρεί ότι η μόνη διάταξη του δικαίου της Ένωσης πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα της οποίας η Επιτροπή εξέτασε την ως άνω απαίτηση είναι το άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη Ι2 το οποίο θεσπίζει ειδικούς κανόνες σύγκρουσης νόμων σχετικά με την ατομική σύμβαση εργασίας. Ωστόσο η Επιτροπή δεν εξήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το άρθρο αυτό ήταν η μόνη κρίσιμη διάταξη πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα της οποίας έπρεπε να εξετάσει τη συμβατότητα της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής με το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς η Επιτροπή δεν εξέθεσε κατά τρόπο σαφή και διαφανή τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η απαίτηση αυτή δεν συνιστούσε παράβαση άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.Η ως άνω πλημμέλεια στην αιτιολογία καταδεικνύεται από το γεγονός ότι κατά την εξέταση της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής η Επιτροπή έλαβε υπόψη καταγγελία της Ιταλικής Ένωσης Αεροπορικών Εταιριών Χαμηλού Κόστους με την οποία αμφισβητήθηκε η συμβατότητα ιταλικής ρύθμισης η οποία προέβλεπε απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής παρόμοια με την προβλεπόμενη από το επίμαχο μέτρο με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αυτού η Επιτροπή έπρεπε κατά μείζονα λόγο να αποφανθεί αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ασκούσε επιρροή για την εκ μέρους της εξέταση της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά.Κατόπιν των προεκτεθέντων το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που της επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και ως εκ τούτου ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση.1Απόφαση C2020 9625 final της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2020 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.59029 2020N - Ιταλία - COVID-19 Καθεστώς αποζημίωσης των αεροπορικών εταιριών που κατέχουν άδεια εκδοθείσα από τις ιταλικές αρχές.2Κανονισμός ΕΚ 5932008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές Ρώμη Ι ΕΕ 2008 L 177 σ. 6.
Με απόφασή του το ΔΕΕ έκρινε ότι αυτοκίνητα οχήματα οριστικώς ευρισκόμενα στο τέλος του κύκλου ζωής τους τα οποία έχει αγοράσει επιχείρηση από κάποιο από τα μνημονευόμενα στο άρθρο 314 της οδηγίας αυτής πρόσωπα και τα οποία προορίζονται να πωληθούν για ανταλλακτικά χωρίς τα οικεία εξαρτήματα να έχουν αφαιρεθεί από αυτά συνιστούν μεταχειρισμένα αγαθά κατά την έννοια του άρθρου 311 παράγραφος 1 σημείο 1 της εν λόγω οδηγίας όταν αφενός εξακολουθούν να περιλαμβάνουν εξαρτήματα που διατηρούν τις λειτουργίες τις οποίες διέθεταν εκ κατασκευής ώστε να μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ως έχουν ή μετά από επισκευή και αφετέρου αποδεικνύεται ότι τα οχήματα αυτά έχουν παραμείνει στον αρχικό οικονομικό τους κύκλο λόγω μιας τέτοιας επαναχρησιμοποιήσεως των εξαρτημάτων.Ιστορικό Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημαΤο 2015 ο IT υποβλήθηκε σε έλεγχο συνεπεία του οποίου εκδόθηκε σημείωμα τακτοποίησης λόγω παραβάσεων των κανόνων περί έκπτωσης του ΦΠΑ και λόγω παραβάσεων του καθεστώτος του περιθωρίου κέρδους. Βάσει των εθνικών διατάξεων με τις οποίες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 311 και 313 της οδηγίας ΦΠΑ η φορολογική αρχή αποφάσισε να εξαιρέσει από το καθεστώς του περιθωρίου κέρδους τα τιμολόγια που ανέγραφαν τη φράση αυτοκίνητα που πωλούνται για ανταλλακτικά ή εκείνα που αφορούσαν αχρηστευμένα οχήματα.Ο IT άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων διά παραπομπής στην απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2017 Sjelle Autogenbrug C47115 EUC201720 ότι τα οχήματα που πωλούνται για ανταλλακτικά εμπίπτουν στην έννοια των μεταχειρισμένων αγαθών κατά το άρθρο 311 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας ΦΠΑ.Με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2019 το cour dappel de Lige εφετείο Λιέγης Βέλγιο απέρριψε τους ισχυρισμούς του IT. Επισήμανε ότι η απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017 Sjelle Autogenbrug C47115 EUC201720 δεν αφορούσε οχήματα που μεταπωλούνται για ανταλλακτικά χωρίς καμία εξατομίκευση των ανταλλακτικών αυτών όπως εν προκειμένω αλλά εξαρτήματα τα οποία είχε αφαιρέσει ο ίδιος ο υποκείμενος στον φόρο μεταπωλητής από οχήματα στο τέλος του κύκλου της ζωής τους και τα οποία μεταπώλησε εν συνεχεία ως ανταλλακτικά. Ακολούθως το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι έπρεπε να εξεταστεί αν τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης οχήματα είχαν διατηρήσει τις λειτουργίες τις οποίες διέθεταν εκ κατασκευής ώστε να μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ως έχουν ή μετά από επισκευή και αν μπορούσαν κατά συνέπεια να χαρακτηριστούν ως μεταχειρισμένα αγαθά κατά την έννοια του άρθρου 311 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας ΦΠΑ.Η υπόθεση κατέληξε στο Cour de cassation Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο το οποίο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ένωσης το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημαΈχει το άρθρο 311 παράγραφος 1 στοιχείο 1 της οδηγίας ΦΠΑ την έννοια ότι συνιστούν μεταχειρισμένα αγαθά κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης αυτοκίνητα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους τα οποία έχει αποκτήσει επιχείρηση πώλησης μεταχειρισμένων και αχρηστευμένων οχημάτων από πρόσωπα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 314 της οδηγίας προκειμένου να τα πωλήσει για ανταλλακτικά χωρίς τα οικεία εξαρτήματα να αφαιρεθούν προηγουμένως από τα οχήματαΤα βασικά σκεπτικά του ΔΕΕ 23 Ερμηνεία κατά την οποία ένα όχημα που ευρίσκεται οριστικώς στο τέλος του κύκλου ζωής του μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς του περιθωρίου κέρδους ως μεταχειρισμένο αγαθό λόγω του ότι ορισμένα από τα συστατικά στοιχεία του μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν είναι σύμφωνη προς τον σκοπό του καθεστώτος αυτού που συνίσταται όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 51 της οδηγίας ΦΠΑ στην αποφυγή μεταξύ άλλων της διπλής φορολόγησης που μπορεί να προκύψει εκ του ότι αφενός η τιμή πωλήσεως των συστατικών αυτών στοιχείων περιλαμβάνει τον ΦΠΑ επί των εισροών που κατέβαλε κατά την αγορά του οχήματος πρόσωπο το οποίο εμπίπτει στο άρθρο 314 της οδηγίας αυτής και αφετέρου ούτε το εν λόγω πρόσωπο ούτε ο υποκείμενος στον φόρο μεταπωλητής είχαν τη δυνατότητα να εκπέσουν το εν λόγω ποσό πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017 Sjelle Autogenbrug C47115 EUC201720 σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.24 Εν προκειμένω προκειμένου να εξακριβώσει αν τα οχήματα που μεταπώλησε ο IT μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς του περιθωρίου κέρδους το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως τα οχήματα αυτά εξακολουθούσαν να περιλαμβάνουν συστατικά στοιχεία που διατηρούσαν τις λειτουργίες τις οποίες διέθεταν εκ κατασκευής ώστε να μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ως έχουν ή μετά από επισκευή.25 Επιπλέον το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει ότι τα εν λόγω οχήματα δεν πωλήθηκαν στην πραγματικότητα με σκοπό απλώς να καταστραφούν ή να μεταποιηθούν σε άλλο αντικείμενο. Πράγματι ένα όχημα του οποίου τα συστατικά στοιχεία που διατηρούν τις λειτουργίες τις οποίες διέθεταν εκ κατασκευής δεν αφαιρούνται από τον αγοραστή για να επαναχρησιμοποιηθούν ως έχουν ή μετά από επισκευή δεν παραμένει στον αρχικό οικονομικό του κύκλο και δεν μπορεί ως εκ τούτου να υπαχθεί στο καθεστώς του περιθωρίου κέρδους πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018 E LATS C15417 EUC2018560 σκέψη 34.26 Στο πλαίσιο της εξακριβώσεως αυτής το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις αντικειμενικές περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργήθηκε η μεταπώληση. Πράγματι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι έννοιες της οδηγίας ΦΠΑ έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται ανεξαρτήτως των σκοπών και των αποτελεσμάτων των οικείων συναλλαγών απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018 E LATS C15417 EUC2018560 σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.27 Μολονότι η συνεκτίμηση της προθέσεως του υποκείμενου στον φόρο που μετέχει στη συναλλαγή είναι πλην εξαιρετικών περιπτώσεων αντίθετη προς τους σκοπούς του κοινού συστήματος ΦΠΑ το αιτούν δικαστήριο θα μπορεί αντιθέτως να λάβει υπόψη αντικειμενικά στοιχεία όπως η παρουσίαση και η κατάσταση των οχημάτων το αντικείμενο της συμβάσεως η αξία στην οποία πωλήθηκαν τα οχήματα αυτά η μέθοδος τιμολογήσεως ή ακόμη και η οικονομική δραστηριότητα του προσώπου που αγόρασε τα εν λόγω οχήματα πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018 E LATS C15417 EUC2018560 σκέψεις 36 και 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.28 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 311 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι αυτοκίνητα οχήματα οριστικώς ευρισκόμενα στο τέλος του κύκλου ζωής τους τα οποία έχει αγοράσει επιχείρηση από κάποιο από τα μνημονευόμενα στο άρθρο 314 της οδηγίας αυτής πρόσωπα και τα οποία προορίζονται να πωληθούν για ανταλλακτικά χωρίς τα οικεία εξαρτήματα να έχουν αφαιρεθεί από αυτά συνιστούν μεταχειρισμένα αγαθά κατά την έννοια του άρθρου 311 παράγραφος 1 σημείο 1 της εν λόγω οδηγίας όταν αφενός εξακολουθούν να περιλαμβάνουν εξαρτήματα που διατηρούν τις λειτουργίες τις οποίες διέθεταν εκ κατασκευής ώστε να μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ως έχουν ή μετά από επισκευή και αφετέρου αποδεικνύεται ότι τα οχήματα αυτά έχουν παραμείνει στον αρχικό οικονομικό τους κύκλο λόγω μιας τέτοιας επαναχρησιμοποιήσεως των εξαρτημάτων.Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο όγδοο τμήμα αποφαίνεταιΤο άρθρο 311 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2006112ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίαςέχει την έννοια ότιαυτοκίνητα οχήματα οριστικώς ευρισκόμενα στο τέλος του κύκλου ζωής τους τα οποία έχει αγοράσει επιχείρηση από κάποιο από τα μνημονευόμενα στο άρθρο 314 της οδηγίας αυτής πρόσωπα και τα οποία προορίζονται να πωληθούν για ανταλλακτικά χωρίς τα οικεία εξαρτήματα να έχουν αφαιρεθεί από αυτά συνιστούν μεταχειρισμένα αγαθά κατά την έννοια του άρθρου 311 παράγραφος 1 σημείο 1 της εν λόγω οδηγίας όταν αφενός εξακολουθούν να περιλαμβάνουν εξαρτήματα που διατηρούν τις λειτουργίες τις οποίες διέθεταν εκ κατασκευής ώστε να μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ως έχουν ή μετά από επισκευή και αφετέρου αποδεικνύεται ότι τα οχήματα αυτά έχουν παραμείνει στον αρχικό οικονομικό τους κύκλο λόγω μιας τέτοιας επαναχρησιμοποιήσεως των εξαρτημάτων.Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 7923Λουξεμβούργο 17 Μαΐου 2023Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C9722 DC Υπαναχώρηση μετά την εκτέλεση της σύμβασηςΠαράλειψη ενημέρωσης σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης ο καταναλωτής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση πληρωμής εάν υπαναχωρήσει από σύμβαση παροχής υπηρεσιών συναφθείσα εκτός εμπορικού καταστήματος η οποία έχει ήδη εκτελεστείΟ έμπορος επωμίζεται συνεπώς το κόστος για την εκτέλεση της σύμβασης κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχώρησηςΚαταναλωτής συνήψε με επιχείρηση σύμβαση παροχής υπηρεσιών για την ανακαίνιση της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης του σπιτιού του. Ωστόσο η επιχείρηση δεν τον ενημέρωσε για το δικαίωμα υπαναχώρησης που καταρχήν διαθέτει ο καταναλωτής για 14 ημέρες λόγω του ότι η σύμβαση συνήφθη εκτός των επαγγελματικών εγκαταστάσεων της επιχείρησης.Μετά την εκτέλεση της σύμβασης η επιχείρηση απέστειλε στον καταναλωτή το σχετικό τιμολόγιο. Ο καταναλωτής υπαναχώρησε από τη σύμβαση και δεν εξόφλησε το τιμολόγιο. Ισχυρίζεται ότι λόγω της παράλειψης της επιχείρησης να τον ενημερώσει για το δικαίωμά του υπαναχώρησης και λόγω του ότι οι εργασίες εκτελέστηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης η οποία παρατείνεται κατά ένα έτος σε περίπτωση τέτοιας παράλειψης η επιχείρηση δεν είχε κανένα δικαίωμα είσπραξης του τιμήματος.Το γερμανικό δικαστήριο που επιλήφθηκε της διαφοράς σχετικά με την αξίωση αυτή θεωρεί ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου που θεσπίστηκαν για τη μεταφορά της οδηγίας για τα δικαιώματα των καταναλωτών ο καταναλωτής δεν επιβαρύνεται με καμία δαπάνη για την υπηρεσία που του παρασχέθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης σε περίπτωση που ο έμπορος δεν τον ενημέρωσε σχετικά με το δικαίωμά του υπαναχώρησης.Ωστόσο το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η οδηγία αυτή αποκλείει κάθε δικαίωμα του εμπόρου για αντισταθμιστική αποζημίωση ακόμη και στην περίπτωση που ο καταναλωτής άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης μετά την εκτέλεση σύμβασης συναφθείσας εκτός εμπορικού καταστήματος. Συγκεκριμένα ο καταναλωτής θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή να αποκομίσει υπεραξία κατ αντίθεση προς τη γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ περί απαγόρευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στο πλαίσιο αυτό το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία ως προς το ζήτημα αυτό.Με τη σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο απαντά ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση να πληρώσει για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης παροχής υπηρεσιών εκτός εμπορικού καταστήματος σε περίπτωση που ο έμπορος δεν τον έχει ενημερώσει για το δικαίωμα υπαναχώρησης και ο καταναλωτής άσκησε το δικαίωμά του υπαναχώρησης μετά την εκτέλεση της σύμβασης.Το δικαίωμα υπαναχώρησης αποσκοπεί στην προστασία του καταναλωτή στο συγκεκριμένο πλαίσιο της σύναψης σύμβασης εκτός εμπορικού καταστήματος Πράγματι στο πλαίσιο αυτό ο καταναλωτής ενδέχεται να τελεί υπό ψυχολογική πίεση ή να βρίσκεται αντιμέτωπος με το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Επομένως η ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης είναι ουσιώδους σημασίας για τον καταναλωτή και του παρέχει τη δυνατότητα να αποφασίσει μετά λόγου γνώσεως αν θα συνάψει ή όχι τη σύμβαση.Όσον αφορά το ζήτημα της υπεραξίας που αποκομίζει με τον τρόπο αυτόν ο καταναλωτής και την απαγόρευση του αδικαιολόγητου πλουτισμού το Δικαστήριο επισημαίνει ότι σκοπός της οδηγίας είναι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. Ο σκοπός αυτός θα διακυβευόταν αν ο καταναλωτής μετά την υπαναχώρησή του από σύμβαση παροχής υπηρεσιών εκτός εμπορικού καταστήματος διέτρεχε τον κίνδυνο να υποβληθεί σε δαπάνες που δεν προβλέπονται ρητώς στην οδηγία.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ15052023ΣτΕ Α 8822023Πρόεδρος Σπ. Χρυσικοπούλου ΑντιπρόεδροςΕισηγητής Ευ. Τζιράκη ΠάρεδροςΑπό τις διατάξεις των άρθρ. 23 παρ. 1 όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρ. 10 του ν. 10431980 3 4 7 και 9 18 όπως το άρθρ. αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 10 ν. 14161984 21 παρ. 1 2 και 4 και 25 όπως το άρθρ. αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 11 ν. 10431980 του ν.δ. 10441971 και 28 περ. ι ν. 25191997 ερμηνευόμενες τελολογικώς συνάγονται τα ακόλουθα Με τη διάταξη της περ. ι του άρθρ. 28 του ν. 25191997 επιτρέπεται στα δημόσια νοσοκομεία να εκμεταλλεύονται τους χώρους και τις εγκαταστάσεις τους προκειμένου να παρέχουν μη ιατρικές υπηρεσίες στους νοσηλευόμενους στους επισκέπτες και στο προσωπικό τους και ορίζεται ότι η εκμετάλλευση αυτή θα γίνεται μέσω της λειτουργίας επιχειρήσεων ή της εκμίσθωσης των χώρων και των εγκαταστάσεών τους για τη λειτουργία επιχειρήσεων οι οποίες απαριθμούνται ενδεικτικώς όπως κυλικεία ανθοπωλεία κ.ά.. Η θέσπιση της διάταξης αυτής αποβλέπει προφανώς στη θεραπεία σκοπού επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος ο οποίος συνίσταται στην πραγματοποίηση εσόδων για την κάλυψη των άμεσων αναγκών των ως άνω δημόσιων φορέων υγείας νοσοκομείων και τη διαρκή βελτίωση των παρεχόμενων από αυτά υπηρεσιών υγείας ώστε να εξασφαλίζεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό ότι θα παρέχουν στους πολίτες υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου όπως επιτάσσουν τα άρθρ. 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντ. με τα οποία κατοχυρώνονται αντιστοίχως το ατομικό δικαίωμα και το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία. Εφόσον δε ο νόμος 251997 επιτρέπει από 21.8.1997 να λειτουργεί στα δημόσια νοσοκομεία κυλικείο στο οποίο θα πωλούνται προϊόντα που βάσει αγορανομικών ή υγειονομικών διατάξεων επιτρέπεται να διατίθενται από κυλικεία δημόσιων νοσοκομείων όπως καφές γενικά και άλλα ροφήματα πάστες κωκ τόστ κολώνιες χαρτομάνδυλα χαρτί καθαριότητας σαπούνια χεριών κ.ά. ήκαι μίνι μάρκετ προς ικανοποίηση του πιο πάνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος η διάταξη της περ. ι του άρθρ. 28 του νόμου αυτού δεν κατισχύει των άλλων διατάξεων του ν.δ. 10441971 με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ των αναπήρων πολέμου και ειρηνικής περιόδου και των θυμάτων πολέμου το δικαίωμα εκμετάλλευσης κυλικείων εντός δημόσιων νοσοκομείων. Συνεπώς η εφαρμογή της διάταξης αυτής του ν. 25191997 δεν αποκλείει την εφαρμογή και των διατάξεων του ν.δ. 10441971 οι οποίες δεν επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό αφού ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν να εκπληρώσουν οι διατάξεις του ν.δ. 10441971 είναι η προστασία των αναπήρων πολέμου και ειρηνικής περιόδου και θυμάτων πολέμου. Επομένως από 21.8.1997 επιτρέπεται να λειτουργεί στα δημόσια νοσοκομεία κυλικείο ήκαι μίνι μάρκετ κατ εφαρμογή της διάταξης της περ. ι του άρθρ. 28 του ν. 25191997 εκ παραλλήλου με το κυλικείο που λειτουργεί βάσει των διατάξεων του ν.δ. 10441971 προς ικανοποίηση των διαφορετικών σκοπών που επιδιώκουν οι διατάξεις αμφοτέρων των νομοθετημάτων. Η ρύθμιση δε της ανωτέρω διάταξης της περ. ι του άρθρ. 28 του ν. 25191997 με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση του πιο πάνω δημόσιου συμφέροντος σκοπού της οικονομικής ενίσχυσης των δημόσιων νοσοκομείων προκειμένου να είναι σε θέση να παρέχουν στους πολίτες υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρ. 21 παρ. 2 του Συντ. αφού το παρεχόμενο από τις διατάξεις του ν.δ. 10441971 δικαίωμα εκμετάλλευσης υπέρ των ανάπηρων πολέμου και ειρηνικής περιόδου και των θυμάτων πολέμου δεν καταργείται αλλά εξακολουθεί να υφίσταται ως αυτοτελές και ανεξάρτητο δικαίωμα και έτσι ικανοποιείται ο επιδιωκόμενος με το ν.δ. 10441971 πιο πάνω σκοπός. Και ναι μεν με τη σωρευτική εφαρμογή της διάταξης της περ. ι του άρθρ. 28 του ν. 25191997 περιορίζεται το δικαίωμα αυτό κατά τρόπο ώστε να μην ασκείται αποκλειστικώς από τα πρόσωπα που εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του ν.δ. 10441971 αλλά να ασκείται εκ παραλλήλου με άλλα πρόσωπα τα οποία δεν τυγχάνουν της προστασίας των διατάξεων του νομοθετήματος αυτού όμως ο περιορισμός αυτός κατά την άσκηση του δικαιώματος των προστατευόμενων από το ν.δ. 10441971 προσώπων χάριν του επιδιωκόμενου με το ν. 25191997 σκοπού δημόσιου συμφέροντος δεν είναι εκ της φύσεώς του δυσανάλογος αφού δεν παρακωλύει την εκπλήρωση του σκοπού του ν.δ. 10441971 ούτε θίγει τον πυρήνα του δικαιώματός τους αυτού και συνεπώς δεν είναι αντίθετος προς την πιο πάνω συνταγματική διάταξη. Νόμιμη ανεξάρτητα από τις ειδικότερες αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης η κρίση διοικητικού εφετείου ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν επιτρεπτή η εκμίσθωση χώρου δημόσιου νοσοκομείου προκειμένου να λειτουργήσει μίνι μάρκετ παρά το γεγονός ότι εντός του ίδιου νοσοκομείο λειτουργούσε ήδη από τους αναιρεσείοντες κυλικείο κατ εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 10441971.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ08052023ΣτΕ Α 7712023Πρόεδρος Τ. ΚόμβουΕισηγητής Μ. ΔρίβαΑποδεδειγμένη πραγματική ένδεια συνταξιούχου μηχανικού ή εργολήπτη δημοσίων έργων με οφειλές πλην ασφαλιστικών εισφορών. Χορήγηση του 50 της δικαιούμενης σύνταξης ανεξαρτήτως του ύψους της οφειλής του. Αρχή της ισότητας.Κατά την έννοια της παρ. 11 του άρθρου 11 του αν.ν. 23261940 όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 του ν. 9151979 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 8051981 ο δικαιωθείς συντάξεως από το πρώην Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. E.T.A.A. ήδη e - Ε.Φ.Κ.Α. ο οποίος έχει ταυτόχρονα και οφειλές προς το Ταμείο από οποιαδήποτε αιτία εκτός από ασφαλιστικές εισφορές και ο οποίος βρίσκεται αποδεδειγμένως σε κατάσταση πραγματικής ένδειας για λόγους ιδίως οικονομικούς ή σε ουσιαστική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του ιδίως για λόγους υγείας δύναται να ζητήσει από το Ταμείο να του χορηγήσει το 50 της δικαιούμενης από αυτόν σύνταξης με παρακράτηση του υπόλοιπου 50 προς συμψηφιστική απόσβεση των οφειλών του αυτών. Εφόσον δε συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις του νόμου υποβολή αίτησης πραγματική ένδεια ή λόγοι υγείας του συνταξιούχου το εκάστοτε αρμόδιο όργανο του ασφαλιστικού φορέα έχει δεσμία αρμοδιότητα να αποφασίσει τη χορήγηση στον συνταξιούχο ποσοστού 50 της δικαιούμενης από αυτόν σύνταξης ανεξαρτήτως του ύψους της οφειλής του. Δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ισότητας αφού τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υπαχθούν στην ανωτέρω ρύθμιση της παρ. 11 του άρθρου 11 του αν.ν. 23261940 τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες δεδομένου ότι γενικό και αντικειμενικό κριτήριο για την εφαρμογή της διάταξης αυτής για όλους τους ενδιαφερόμενους είναι αυτοί να βρίσκονται αποδεδειγμένως σε κατάσταση πραγματικής ένδειας για λόγους ιδίως οικονομικούς ή σε ουσιαστική αδυναμία να επιμεληθούν των υποθέσεών τους ιδίως για λόγους υγείας.
Εγκύκλιο με θέμα Η απρόσκοπτη πρόσβαση στις παραλίες conditio sine qua non για το φετινό καλοκαίρι εξέδωσε ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος.Συγκεκριμένα1. Επερχομένου εντός ολίγου του θέρους με την παρούσα σκοπώ να σας ευαισθητοποιήσω πάνω στο φλέγον ζήτημα της απρόσκοπτης και ελεύθερης πρόσβασης σε παραλίες και ακτές. Ήταν και τότε όπως και τώρα Μάιος του έτους 1940 που δημοσιεύτηκε στην ΕτΚ ο νόμος 23441940 που παρείχε τον πρώτο νομοθετικό ορισμό του αιγιαλού και όριζε με το άρθρο 1 ότι Ο αιγιαλός ήτοι η περιστοιχούσα την θάλασσαν χερσαία ζώνη η βρεχομένη από τας μεγίστας πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων είναι κτήμα κοινόχρηστον ανήκει ως τοιούτον εις το Δημόσιον και προστατεύεται και διαχειρίζεται υπ αυτού.2. Ο νομοθέτης του 1940 αδυνατούσε όμως να προνοήσει τα όσα δεινά θα υφίστατο ο αιγιαλός και η παραλία τα επόμενα χρόνια. Με ρητές διατάξεις του νυν ισχύοντος Ν. 29712001 η ευθύνη η προστασία η διαφύλαξη και η διαχείριση των εν λόγω απολύτως κοινοχρήστων πραγμάτων έχει ανατεθεί στο Δημόσιο. Εν τούτοις και ημείς για το λόγο ότι ο Εισαγγελέας εγκατέστη ως φρουρός των νόμων και του δημοσίου συμφέροντος φυλακτήρ Β. Οικονομίδης Εγχειρίδιον ΠολΔικονομίας έχουμε καθήκον και υπηρεσιακή υποχρέωσή μας είναι η διαφύλαξη αυτών των αγαθών. Έτσι με την κραταιά εισαγγελική πυγμή μας πρέπει να καταστήσουμε τοις πάσι εμφανές έστω και δια κυρώσεων και δια πράξεων δικονομικού καταναγκασμού ότι κύριος προορισμός των κοινοχρήστων πραγμάτων είναι η ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση του κοινού προς αυτά.3. Ότι μόνο κατ εξαίρεση και μόνο για τμήματα των ως άνω κοινοχρήστων πραγμάτων επιτρέπεται για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος η παραχώρηση αυτών μόνο κατά χρήση αλλά και πάλι κατά τρόπο που να μην αναιρείται η κοινή χρήση τους αφού ο σκοπός ύπαρξής τους υπάρχει στο διηνεκές και αυτά ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο. Συνεπώς προκύπτει και ρητά ορίζεται στο νόμο ότι απαγορεύεται απολύτως η κατασκευή κτισμάτων και εν γένει η τοποθέτηση κατασκευασμάτων στον αιγιαλό και την παραλία και ότι οποιαδήποτε μόνιμη κατασκευή βρίσκεται εκτός των ορισμών του νόμου οπότε η εν λόγω κατασκευή είναι άμεσα κατεδαφιστέα. Παραλία δε είναι η ζώνη της ξηράς η οποία προστίθεται στον αιγιαλό προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με την θάλασσα και αντιστρόφως και καθορίζεται σε πλάτος μέχρι και πενήντα 50 μέτρα από την γραμμή του αιγιαλού.4. Ιδιωτικές παραλίες κυρίες και κύριοι συνάδελφοι ο νόμος δεν γνωρίζει Αν δε ενάντια στο νόμο και ανήθικα κοινωνικά στις περιοχές αρμοδιότητάς σας υπάρχουν τέτοιες λόγω της μακροχρόνιας παντελούς αδιαφορίας των αρχών και της έλλειψης παντός ελέγχου πρέπει με την εισαγγελική δράση μας να επαναφέρουμε τα πράγματα στην προτέρα νόμιμη κατάσταση Όχι μόνοι μας βεβαίως αλλά με την συνδρομή όλων των εμπλεκομένων φορέων Λιμεναρχείων Αστυνομικών Δνσεων Δνσεων Δασών Εφορείας Αρχαιοτήτων Κτηματικής Εταιρείας Δημοσίου Δνσεων Περιφερειών κλπ. Πας δε αντιλέγων και εφόσον εκούσια δεν συμμμορφώνεται στο νόμο πειθαναγκάζεται προς τούτο δια μέτρων δικονομικού καταναγκασμού ένταλμα σύλληψης στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα που εκδίδεται από τον εισαγγελέα κατ άρθρο 275 3 ΚΠΔ κατασχέσεις με διαταγή σας όλων των πραγμάτων και αντικειμένων που έχουν σχέση με το έγκλημα κατεδάφιση άμεση των παράνομων κατασκευών κλπ.5. Είναι αδήριτη ανάγκη με την υπηρεσιακή συμπεριφορά μας να δηλούμε προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν επιτρέπεται ότι δεν επιτρέπουμε την παραβίαση του αναφερθέντος προορισμού των κοινοχρήστων πραγμάτων και να ελέγχουμε διαρκώς αν η παραχώρηση για χρήση τμημάτων αυτών γίνεται για την άσκηση δραστηριοτήτων που ορίζει ο νόμος και που εξυπηρετούν τους λουόμενους ή την αναψυχή του κοινού. Ιδίως όπως τα ορίζει ο Ν. 29712001 για εκμίσθωση θαλάσσιων μέσων αναψυχής ξαπλωστρών ομπρελών λειτουργία αυτοκινούμενου ή ρυμουλκούμενου τροχήλατου αναψυκτηρίου καθώς και τραπεζοκαθισμάτων εφόσον εννοείται εξασφαλίζεται πάντα η ελεύθερη διέλευση του κοινού προς τον αιγιαλό και την παραλία.6. Ως κοινόχρηστα πράγματα επί των οποίων έχει την αποκλειστική κυριότητα το Δημόσιο πρέπει να εννοήσουμε όχι μόνο τον αιγιαλό και την παραλία αλλά και την όχθη την παρόχθια ζώνη το υδάτινο στοιχείο τον πυθμένα και το υπέδαφος του βυθού της θάλασσας λιμνοθάλασσας λίμνης και της κοίτης πλεύσιμου ποταμού.7. Ως πρωτοβάθμιοι εισαγγελείς με την εξαιρετική επιστημοσύνη που σας διακρίνει γνωρίζετε άριστα το υπάρχον επί των ανωτέρω θεμάτων νομικό πλαίσιο και καθεστώς. Ώστε να μη χρειάζεται να το υπομνήσω εγώ και γνωρίζετε πως πρέπει να δράσετε υπηρεσιακά. Με την παρούσα Εγκύκλιο απλώς ήθελα να δώσω την πνοή και τον τόνο της εισαγγελικής μας εισαγγελικής σας δράσης ώστε να μπορέσουμε να μπορέσετε να σταματήσετε τους ασχημονούντες και αδικοπραγούντες επί των ανωτέρω πάγκοινων αγαθών.8. Της παρούσας να λάβουν γνώση όλοι οι στην Υπηρεσία σας υπηρετούντες εισαγγελικοί λειτουργοί.Δείτε την εγκύκλιο στο αρχείο του κόμβου
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣΛουξεμβούργο 4 Μαΐου 2023Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση C-14822 Commune dAnsΣύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα Collins ένας δημόσιος φορέας μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να απαγορεύσει στους υπαλλήλους του να φορούν οποιοδήποτε ορατό σημάδι πολιτικής θρησκευτικής ή φιλοσοφικής πεποίθησης στον χώρο εργασίας τουςΌταν εφαρμόζεται με γενικό και αδιαφοροποίητο τρόπο ένας τέτοιος κανόνας μπορεί να δικαιολογηθεί από την επιθυμία μιας δημοτικής αρχής να δημιουργήσει ένα εντελώς ουδέτερο διοικητικό περιβάλλονΜε δύο ατομικές αποφάσεις απαγορεύτηκε σε μια γυναίκα υπάλληλο της δημοτικής αρχής του Ans Βέλγιο να φορά την ισλαμική μαντίλα στον χώρο εργασίας της. Στο πλαίσιο αυτό η δημοτική αρχή τροποποίησε στη συνέχεια τους όρους απασχόλησής της απαιτώντας εφεξής από τους υπαλλήλους της αυστηρή ουδετερότητα απαγορεύοντας κάθε μορφή προσηλυτισμού και απαγορεύοντας τη χρήση φανερών ενδείξεων ιδεολογικής ή θρησκευτικής πίστης. Η υπάλληλος ισχυρίζεται ότι με τον τρόπο αυτό η δημοτική αρχή παραβιάζει τη θρησκευτική της ελευθερία.Το Εργατικό Δικαστήριο της Λιέγης Βέλγιο ενώπιον του οποίου άσκησε προσφυγή η εργαζόμενη θεωρεί ότι η απαγόρευση που προβλέπεται από αυτούς τους όρους εργασίας δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων αλλά φαινομενικά έμμεση διάκριση βάσει αυτών των κριτηρίων.Το Εργατικό Δικαστήριο της Λιέγης δεν είναι βέβαιο εάν σύμφωνα με την οδηγία για την κατά των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας1 η επιβολή αποκλειστικής και απόλυτης ουδετερότητας σε όλους τους υπαλλήλους μιας δημόσιας υπηρεσίας ακόμη και σε εκείνους που δεν έχουν άμεση επαφή με τους χρήστες. της δημόσιας υπηρεσίας αποτελεί θεμιτό σκοπό και εάν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτού του σκοπού δηλαδή η απαγόρευση της χρήσης οποιωνδήποτε σημείων πεποίθησης είναι κατάλληλα και απαραίτητα.Στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας Anthony Collins διαπιστώνει ότι οι όροι απασχόλησης της δημοτικής αρχής του Ans εμπίπτουν πράγματι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας στο μέτρο που η οδηγία αυτή αφορά τόσο τον δημόσιο τομέα όσο και τον ιδιωτικό τομέα και ότι μια απαγόρευση όπως αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των συνθηκών απασχόλησης και εργασίας κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας. Παρατηρεί επίσης ότι η έννοια της θρησκείας στην εν λόγω οδηγία καλύπτει τόσο το γεγονός της ύπαρξης πεποιθήσεων όσο και την εκδήλωση θρησκευτικής πίστης στο κοινό όπως μια γυναίκα που φορά την ισλαμική μαντίλα.Κατά την άποψή του το γενικό πλαίσιο που θεσπίζει η οδηγία αφήνει ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη το οποίο είναι ιδιαίτερα ευρύ όταν οι αρχές που διακυβεύονται μπορούν να αφορούν την εθνική τους ταυτότητα. Η επιβολή περιορισμών στην ελευθερία των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα να εκδηλώνουν τις πολιτικές φιλοσοφικές ή θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μπορεί να είναι τόσο σημαντική σε ορισμένα κράτη μέλη ώστε να αποτελεί μέρος της εθνικής τους ταυτότητας εγγενής στις θεμελιώδεις δομές τους πολιτικό και συνταγματικό.Ο γενικός εισαγγελέας Collins θεωρεί ότι οι όροι απασχόλησης ενός δημόσιου φορέα που απαγορεύουν στους εργαζομένους να φορούν οποιοδήποτε ορατό σημάδι πολιτικής θρησκευτικής ή φιλοσοφικής πεποίθησης στον χώρο εργασίας με στόχο τη δημιουργία ενός εντελώς ουδέτερου διοικητικού περιβάλλοντος δεν συνιστούν άμεση διάκριση για λόγους θρησκείας ή πεποιθήσεων για τους σκοπούς της οδηγίας υπό την προϋπόθεση ότι η απαγόρευση αυτή εφαρμόζεται με γενικό και αδιαφοροποίητο τρόπο.Όσον αφορά το ερώτημα εάν αυτή η απαγόρευση συνιστά έμμεση διάκριση ο γενικός εισαγγελέας Collins θεωρεί ότι ενώ είναι προφανώς ουδέτερη είναι πιθανό η απαγόρευση στην πράξη να επηρεάζει περισσότερο μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων όπως τους υπαλλήλους της δημοτικής αρχής που τηρούν τις θρησκευτικές επιταγές που απαιτούν να φορούν ορισμένα ρούχα και ιδίως τις εργάτριες που φορούν μαντίλα λόγω της μουσουλμανικής πίστης τους αν και αυτό εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να το κρίνει. Προσθέτει ότι μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν θα συνιστούσε ωστόσο έμμεση διάκριση εάν δικαιολογούνταν αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και εάν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού ήταν κατάλληλα και αναγκαία.Η επιθυμία να ακολουθηθεί μια πολιτική πολιτικής φιλοσοφικής και θρησκευτικής ουδετερότητας σε ένα δημόσιο φορέα είναι σε απόλυτους όρους ικανή να αποτελέσει θεμιτό στόχο ιδίως με σκοπό τον σεβασμό των φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων των πολιτών καθώς και την ανάγκη διασφαλίζει την ίση και αμερόληπτη μεταχείριση των χρηστών της δημόσιας υπηρεσίας.Επιπλέον η ύπαρξη αντικειμενικής αιτιολόγησης για τη θέσπιση μιας τέτοιας διάκρισης σχετίζεται με τις διαφορετικές αντιλήψεις περί ουδετερότητας στο Βέλγιο. Ο γενικός εισαγγελέας Collins διαπιστώνει ότι η δημοτική αρχή υιοθετώντας την επίμαχη απαγόρευση επέλεξε σκόπιμα την αποκλειστική ουδετερότητα με σκοπό να δημιουργήσει ένα εντελώς ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον. Θεωρεί ότι εναπόκειται στη δημοτική αρχή να αποδείξει ότι η επιλογή αυτή ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη και στο Εργατικό Δικαστήριο της Λιέγης να εκτιμήσει από δύο σκοπιές που δεν είναι κατ ανάγκη σωρευτικές αν η απόδειξη αυτή είναι βάσιμη. Πρώτον σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα Collins το Εργατικό Δικαστήριο της Λιέγης θα πρέπει να λάβει υπόψη την προφανή απουσία οποιασδήποτε νομοθετικής ή συνταγματικής υποχρέωσης στο Βέλγιο που να απαιτεί από τους υπαλλήλους μιας δημοτικής αρχής να τηρούν την αποκλειστική ουδετερότητα. Δεύτερον θα πρέπει να εξακριβωθεί εάν τα γεγονότα δικαιολογούν την επιλογή της δημοτικής αρχής. Συναφώς το γεγονός ότι η χρήση σημαδιών φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων επιτρέπεται άνευ όρων σε άλλες πόλεις του Βελγίου εγείρει εύλογα το ερώτημα αν η επίμαχη απαγόρευση είναι κατάλληλη.1Οδηγία 200078ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 για τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία ΕΕ 2000 L 303 σ. 16.
Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Priit Pikame στο ερώτημα αν η χορηγηθείσα σε εργαζόμενο ετήσια άδεια μετ αποδοχών η οποία συμπίπτει με περίοδο καραντίνας που επιβλήθηκε από δημόσια αρχή λόγω επαφής του εργαζομένου αυτού με πρόσωπο που έχει προσβληθεί από τον ιό SARS-Cov-2 πρέπει να μεταφέρεται σε περίοδο διαφορετική από την αρχικώς καθορισθείσα.Η εμφάνιση της πανδημίας SARS-Cov-2 υποχρέωσε τα κράτη μέλη να λάβουν συχνά κατά τρόπο εσπευσμένο υγειονομικά μέτρα για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του ιού. Τα μέτρα αυτά είχαν επιπτώσεις σε κοινωνικό επίπεδο των οποίων την έκταση επιχείρησαν να περιορίσουν οι εθνικοί νομοθέτες προσπαθώντας να συγκεράσουν τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων και την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων.Στο πλαίσιο αυτό το Arbeitsgericht Ludwigshafen am Rhein δικαστήριο εργατικών διαφορών του Ludwigshafen am Rhein Γερμανία υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7 παράγραφος 1 της οδηγίας 200388ΕΚ 3 και του άρθρου 31 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο εξής Χάρτης.Ο Γενικός Εισαγγελέας στο ερώτημα του Arbeitsgericht Ludwigshafen am Rhein δικαστηρίου εργατικών διαφορών Ludwigshafen am Rhein Γερμανία προτείνει ν απαντηθεί ως εξήςΤο άρθρο 7 της οδηγίας 200388ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και το άρθρο 31 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική κατά την οποία η ετήσια άδεια μετ αποδοχών που λαμβάνει ένας εργαζόμενος και η οποία συμπίπτει με περίοδο καραντίνας που διατάσσεται από δημόσια αρχή λόγω επαφής του εργαζομένου με άτομο που έχει προσβληθεί από ιό δεν μπορεί να μεταφερθεί σε περίοδο διαφορετική από την αρχικώς καθορισθείσα.Δείτε το κείμενο στο αρχείο του κόμβου
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ05052023ΣτΕ Ολομ. 7502023Πρόεδρος Δημήτριος Σκαλτσούνης Πρόεδρος ΣτΕΕισηγητής Χριστίνα Σιταρά Σύμβουλος Επικρατείας Με την 7502023 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΠΟΣΕ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής ΠΟΠΟΚΠ και ενός φυσικού προσώπου κατά απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Με την απόφαση αυτή καθορίσθηκαν μεταξύ άλλων οι προϋποθέσεις οι κανόνες και η διαδικασία για την πιστοποίηση επαγγελματιών οι οποίοι κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 255 και 257 του ν. 47982021 μπορούν να συμπράττουν στη διαδικασία απονομής συνταξιοδοτικών παροχών κύριων και επικουρικών συντάξεων από τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης e-ΕΦΚΑ. Ειδικότερα με την απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκαν τα ακόλουθαα Οι αιτούσες Ομοσπονδίες με έννομο συμφέρον ασκούν την ως άνω αίτηση ενόψει των καταστατικών τους σκοπών και των προβαλλόμενων ισχυρισμών τους ιδίως περί νόθευσης και απαξίωσης του δημοσίου χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης. Αντίθετη μειοψηφία. Το έννομο συμφέρον του τρίτου αιτούντος φερόμενου ως ασφαλισμένου του ήδη e-ΕΦΚΑ ο οποίος είχε υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης προς τον εν λόγω Φορέα έχει εκλείψει κατά τον χρόνο της συζήτησης της ως άνω αίτησης εφόσον με απόφαση του αρμοδίου Διευθυντή του ανωτέρω Φορέα έχει απονεμηθεί σε αυτόν σύνταξη γήρατος χωρίς σύμπραξη ιδιωτών σε χρόνο μάλιστα που ο μηχανισμός της απονομής συνταξιοδοτικών παροχών από πιστοποιημένους επαγγελματίες δεν είχε αρχίσει να λειτουργεί.β Οι διατάξεις των άρθρων 255 και 257 του ν. 47982021 δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 26 παρ. 2 103 παρ. 1 και 22 παρ. 5 93 παρ. 1 94 παρ. 1 95 παρ. 1 περ. α και 5 καθώς και 4 παρ. 1 και 103 παρ. 4 του Συντάγματος. Τούτο δε ιδίως διότι i με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 47982021 και της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης δεν μεταβάλλεται ο φορέας παροχής κοινωνικής ασφάλισης δοθέντος ότι οι απονεμόμενες με το άρθρο 255 παρ. 1 περ. β του ν. 47982021 στους πιστοποιημένους επαγγελματίες αρμοδιότητες ασκούνται εντός του e-ΕΦΚΑ ο οποίος αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ii οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες δικηγόροι και λογιστές οι οποίοι εγγράφονται σε τηρούμενο και εποπτευόμενο από τον e-ΕΦΚΑ μητρώο κατόπιν επιτυχούς περάτωσης σεμιναρίου επιμόρφωσης και ακολούθως επιτυχούς συμμετοχής τους σε εξετάσεις επί θεματικών ενοτήτων που αντιστοιχούν στα σχέδια αποφάσεων και στις αποφάσεις που καλούνται να συντάξουν διαθέτουν τα αναγκαία προσόντα και την κατάλληλη εξειδίκευση και εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων τους υπέχουν δε αυξημένη ευθύνη ακόμα και μετά την περάτωση του έργου τους iii η ανάθεση των εν λόγω αρμοδιοτήτων στους πιστοποιημένους επαγγελματίες οι οποίες κατατείνουν στην έκδοση πράξεων απονομής σύνταξης του e-ΕΦΚΑ και επομένως στη διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωσή τους αποσκοπεί στην επιτάχυνση της απονομής συντάξεων και στην ενίσχυση του συστήματος απονομής συντάξεων του ανωτέρω Φορέα μέχρι την πλήρη ψηφιοποίησή του έχει δηλαδή προσωρινό χαρακτήρα iv οι πράξεις απονομής σύνταξης ως πράξεις του e-ΕΦΚΑ υπόκεινται καταρχήν στις προβλεπόμενες κατά την κείμενη νομοθεσία διοικητικές ενδικοφανείς προσφυγές ενώπιον των αρμοδίων οργάνων το αυτό δε ισχύει και ως προς τις προσυνταξιοδοτικές βεβαιώσεις v προβλέπεται η διενέργεια αφενός υποχρεωτικού δειγματοληπτικού ελέγχου και αφετέρου ελέγχου κατά την κρίση της υπηρεσίας των πράξεων απονομής σύνταξης καθώς και η ανάκληση ή η μεταρρύθμισή τους εφόσον διαπιστωθεί ότι οι βεβαιώσεις ή τα σχέδια αποφάσεων με βάση τα οποία χορηγήθηκε η σύνταξη είναι εσφαλμένα ή ελλιπή vi οι ασφαλισμένοι δεν στερούνται δικαστικής προστασίας δεδομένου ότι οι πράξεις απονομής σύνταξης όπως άλλωστε και οι πράξεις τυχόν ανάκλησης ή μεταρρύθμισής τους υπόκεινται ως ατομικές διοικητικές πράξεις σε προσφυγή ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων ότι συνεπεία της ανεπίτρεπτης ανάθεσης αρμοδιότητας έκδοσης πράξεων απονομής σύνταξης σε ιδιώτες αλλοιώνεται η προβλεπόμενη στα άρθρα 93 94 και 95 του Συντάγματος διάκριση των δικαιοδοσιών εφόσον τα διοικητικά δικαστήρια ελέγχουν μόνο διοικητικές πράξεις και όχι πράξεις προερχόμενες από ιδιώτες. Εξάλλου οι διατάξεις του ν. 47982021 οι οποίες ορίζουν ότι οι βεβαιώσεις και τα σχέδια που συντάσσουν οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες καθώς και οι δυνάμενες να εκδοθούν από αυτούς συνταξιοδοτικές βεβαιώσεις παράγουν πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία που εμπεριέχονται σε αυτές δεν αποκλείουν τον έλεγχο της ορθότητας των διοικητικών πράξεων που θα εκδοθούν με βάση τις ανωτέρω βεβαιώσεις και σχέδια τόσο από τη Διοίκηση όσο και από τα Δικαστήρια και vii η έκδοση πράξεων απονομής σύνταξης με τη σύμπραξη πιστοποιημένου επαγγελματία εναπόκειται πάντως στη διακριτική ευχέρεια του ασφαλισμένου. Αντίθετη μειοψηφία.γ Η εξουσιοδοτική διάταξη άρθρο 255 παρ. 7 περ. α του ν. 47982021 κατ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση είναι ειδική και ορισμένη δεδομένου ότι προσδιορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο τα προς ρύθμιση θέματα από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα οποία αποτελούν ειδικότερα θέματα κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορισμένα δε εξ αυτών έχουν εν μέρει και λεπτομερειακό χαρακτήρα. Εξάλλου από την άνω εξουσιοδοτική διάταξη δεν προκύπτει ότι ο φορέας επιμόρφωσης πρέπει κατ ανάγκην να διαφοροποιείται από τον φορέα πιστοποίησης ενώ άλλωστε η επιμόρφωση και η πιστοποίηση των ως άνω ιδιωτών επαγγελματιών αποβλέπουν στη διευκόλυνση της χορήγησης από τον e-ΕΦΚΑ της κύριας σύνταξης και των λοιπών παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία δηλαδή στην εκπλήρωση της αποστολής του.Συναφείς οι 751-32023 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 7123Λουξεμβούργο 4 Μαΐου 2023Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-48721 Osterreichische Datenschutzbehorde και CRIFΓΚΠΔ το δικαίωμα λήψης αντιγράφου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνεπάγεται ότι στο υποκείμενο των δεδομένων παρέχεται πιστή και εύληπτη αναπαραγωγή όλων αυτών των δεδομένωνΤο δικαίωμα αυτό συνεπάγεται δικαίωμα λήψης αντιγράφων αποσπασμάτων εγγράφων ή ακόμη και ολόκληρων εγγράφων ή αποσπασμάτων από βάσεις δεδομένων που περιέχουν τα εν λόγω δεδομένα εάν τούτο είναι απαραίτητο για να μπορέσει ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα που του παρέχει ο ΓΚΠΔΗ CRIF είναι επιχείρηση παροχής πληροφοριών πιστοληπτικής ικανότητας η οποία παρέχει στους πελάτες της κατόπιν αιτήματός τους πληροφορίες σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα τρίτων. Προς τούτο η CRIF προέβη στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης. Ο τελευταίος ζήτησε από την CRIF βάσει του γενικού κανονισμού για την προστασία των δεδομένων1 να αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν. Επιπλέον ζήτησε την παροχή σε συνήθη τεχνικό μορφότυπο αντιγράφου των εγγράφων δηλαδή των ηλεκτρονικών μηνυμάτων και των αποσπασμάτων από βάσεις δεδομένων τα οποία περιείχαν μεταξύ άλλων τα δεδομένα του.Απαντώντας στο αίτημα αυτό η CRIF διαβίβασε στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης υπό συνοπτική μορφή τον κατάλογο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είχαν υποβληθεί σε επεξεργασία. Εκτιμώντας ότι η CRIF όφειλε να του διαβιβάσει αντίγραφο του συνόλου των εγγράφων τα οποία περιείχαν τα δεδομένα του όπως τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τα αποσπάσματα από τις βάσεις δεδομένων ο προσφεύγων της κύριας δίκης υπέβαλε διοικητική ένσταση ενώπιον της Osterreichische Datenschutzbehorde αυστριακής αρχής προστασίας δεδομένων. Η ως άνω αρχή απέρριψε την ένσταση κρίνοντας ότι η CRIF δεν είχε προσβάλει το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης.Το Bundesverwaltungsgericht Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο Αυστρία επιληφθέν της προσφυγής που άσκησε ο προσφεύγων της κύριας δίκης κατά της απορριπτικής απόφασης της αρχής αυτής διερωτάται ως προς το περιεχόμενο της υποχρέωσης του άρθρου 15 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος του ΓΚΠΔ περί παροχής στο υποκείμενο των δεδομένων αντιγράφου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ειδικότερα αν η υποχρέωση αυτή εκπληρώνεται όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπό τη μορφή συνοπτικού πίνακα ή αν η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται επίσης τη διαβίβαση αποσπασμάτων των εγγράφων ή ακόμη και ολόκληρων εγγράφων καθώς και αποσπασμάτων από βάσεις δεδομένων στις οποίες αναπαράγονται τα δεδομένα αυτά. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί εξάλλου διευκρινίσεις ως προς το τι ακριβώς καλύπτει η έννοια της ενημέρωσης κατά το άρθρο 15 παράγραφος 3 τρίτη περίοδος του ΓΚΠΔ2.Με την απόφασή του το Δικαστήριο παρέχει διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο και την έκταση του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων στα δεδομένα του προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία. Συναφώς το Δικαστήριο εκτιμά ότι το δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος του ΓΚΠΔ του υποκειμένου των δεδομένων να λάβει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία συνεπάγεται ότι στο υποκείμενο των δεδομένων πρέπει να παρέχεται πιστή και εύληπτη αναπαραγωγή του συνόλου των δεδομένων. Το δικαίωμα αυτό προϋποθέτει το δικαίωμα λήψης αντιγράφων αποσπασμάτων εγγράφων ή ακόμη και ολόκληρων εγγράφων ή αποσπασμάτων από βάσεις δεδομένων που περιέχουν μεταξύ άλλων τα εν λόγω δεδομένα αν η παροχή ενός τέτοιου αντιγράφου είναι απαραίτητη για να μπορέσει ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα που του παρέχει ο ΓΚΠΔ με την επισήμανση ότι πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των τρίτων. Εξάλλου το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η έννοια της ενημέρωσης κατά το άρθρο 15 παράγραφος 3 τρίτη περίοδος του ΓΚΠΔ αφορά αποκλειστικά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τα οποία οφείλει να παρέχει αντίγραφο ο υπεύθυνος επεξεργασίας κατ εφαρμογήν της πρώτης περιόδου της παραγράφου αυτής.Εκτίμηση του ΔικαστηρίουΚαταρχάς το Δικαστήριο προβαίνει σε γραμματική συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 15 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος του ΓΚΠΔ το οποίο προβλέπει το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να λάβει αντίγραφο των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία.Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 15 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος του ΓΚΠΔ το Δικαστήριο επισημαίνει ότι μολονότι η διάταξη αυτή δεν περιέχει ορισμό της έννοιας του αντιγράφου εντούτοις πρέπει να ληφθεί υπόψη η συνήθης σημασία της λέξης αυτής η οποία σημαίνει την αναπαραγωγή ή την πιστή μεταγραφή ενός πρωτοτύπου όπερ συνεπάγεται ότι μια αμιγώς γενική περιγραφή των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία ή η παραπομπή σε κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν αντιστοιχεί στον ορισμό του αντιγράφου. Επιπλέον από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η υποχρέωση γνωστοποίησης συνδέεται με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται στην επίμαχη επεξεργασία. Κατόπιν της γραμματικής ανάλυσης της εν λόγω διάταξης το Δικαστήριο κρίνει ότι η συγκεκριμένη διάταξη αναγνωρίζει στο υποκείμενο των δεδομένων το δικαίωμα να λάβει πιστή αναπαραγωγή των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα ερμηνευόμενων ευρέως τα οποία υποβάλλονται σε πράξεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως επεξεργασία εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας.Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος του ΓΚΠΔ το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 15 του ΓΚΠΔ ορίζει στην παράγραφο 1 το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης που αναγνωρίζεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Το άρθρο 15 παράγραφος 3 διευκρινίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες για την εκπλήρωση της υποχρέωσης που υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας αποσαφηνίζοντας μεταξύ άλλων στην πρώτη περίοδο τη μορφή με την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να παρέχει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία δηλαδή με τη μορφή αντιγράφου. Ως εκ τούτου το άρθρο 15 του ΓΚΠΔ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι θεσπίζει στην παράγραφο 3 πρώτη περίοδο δικαίωμα διαφορετικό από εκείνο που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Εξάλλου το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο όρος αντίγραφο δεν αναφέρεται στο έγγραφο αυτό καθεαυτό αλλά στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στο έγγραφο και τα οποία πρέπει να είναι πλήρη. Ως εκ τούτου το αντίγραφο πρέπει να περιέχει όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία.Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με το άρθρο 15 του ΓΚΠΔ το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπεται στο άρθρο αυτό πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να βεβαιώνεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν είναι ακριβή και ότι η επεξεργασία τους γίνεται με νόμιμο τρόπο.Περαιτέρω κατά το Δικαστήριο από τον ΓΚΠΔ3 προκύπτει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε κρίσιμη πληροφορία σε συνοπτική διαφανή κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση και ότι οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς ή με άλλα μέσα μεταξύ άλλων εφόσον ενδείκνυται ηλεκτρονικώς εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει να παρασχεθούν προφορικά. Ως εκ τούτου το αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία το οποίο οφείλει να παράσχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να έχει όλα τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στο υποκείμενο των δεδομένων να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του βάσει του ΓΚΠΔ και πρέπει κατά συνέπεια να αναπαράγει πλήρως και πιστά τα δεδομένα αυτά.Επομένως προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κατ αυτόν τον τρόπο παρεχόμενες πληροφορίες είναι ευχερώς κατανοητές η αναπαραγωγή αποσπασμάτων εγγράφων ή ακόμη και ολόκληρων εγγράφων ή αποσπασμάτων από βάσεις δεδομένων που περιέχουν μεταξύ άλλων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία μπορεί να αποδειχθεί απαραίτητη. Ειδικότερα όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα παράγονται από άλλα δεδομένα ή όταν τα δεδομένα αυτά προέρχονται από ελεύθερα πεδία δηλαδή από την έλλειψη ενδείξεων που αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με το υποκείμενο των δεδομένων το πλαίσιο εντός του οποίου τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία αποτελεί απαραίτητο στοιχείο προκειμένου το υποκείμενο των δεδομένων να έχει διαφανή πρόσβαση στα δεδομένα και να λαμβάνει εύληπτη παρουσίασή τους.Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ αφενός της άσκησης του δικαιώματος πλήρους πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και αφετέρου των δικαιωμάτων ή των ελευθεριών άλλων το Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να γίνει στάθμιση των επίμαχων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οσάκις είναι δυνατόν πρέπει να επιλέγονται τρόποι κοινοποίησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίοι δεν προσβάλλουν τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες άλλων λαμβανομένης μέριμνας περί του ότι τέτοιοι παράγοντες δεν πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων.Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα του περιεχομένου της έννοιας της ενημέρωσης κατά το άρθρο 15 παράγραφος 3 τρίτη περίοδος του ΓΚΠΔ. Μολονότι η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει την έννοια του όρου ενημέρωση από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται προκύπτει ότι η ενημέρωση αντιστοιχεί κατ ανάγκην στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τα οποία πρέπει να παρέχει αντίγραφο ο υπεύθυνος επεξεργασίας σύμφωνα με την πρώτη περίοδο της παραγράφου αυτής.1Άρθρο 15 του κανονισμού ΕΕ 2016679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 9546ΕΚ Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων ΕΕ 2016 L 119 σ. 1 στο εξής ΓΚΠΔ.2Δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 3 τρίτη περίοδος του ΓΚΠΔ εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα και εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει κάτι διαφορετικό η ενημέρωση παρέχεται σε ηλεκτρονική μορφή που χρησιμοποιείται συνήθως.3Και ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις 58 και 60 και από το άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού αυτού.
Το Δικαστήριο της Ε.Ε. με πρόσφατη απόφασή του έκρινε ότι αποτελεί παράδοση αγαθών κατά το άρθρο 14 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006112ΕΚ ΦΠΑ όπως τροποποιήθηκε μια ενιαία και σύνθετη παροχή συνιστάμενη στην πρόσβαση σε εξοπλισμό επαναφορτίσεως ηλεκτρικών οχημάτων συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεως φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας με παραμέτρους κατάλληλες για τις μπαταρίες του οικείου οχήματος στην αναγκαία τεχνική βοήθεια προς τους ενδιαφερόμενους χρήστες και στη διάθεση εφαρμογών πληροφορικής που επιτρέπουν στον ενδιαφερόμενο χρήστη να κάνει κράτηση ενός συνδέσμου να παρακολουθεί το ιστορικό των συναλλαγών και να αγοράζει πιστωτικές μονάδες που αποθηκεύονται σε ψηφιακό πορτοφόλι και προορίζονται για την πληρωμή των επαναφορτίσεων.Ιστορικό Πολωνική εταιρία σκοπεύει να ασκήσει δραστηριότητα συνιστάμενη στην εγκατάσταση και λειτουργία δημόσια προσβάσιμων σταθμών επαναφορτίσεως ηλεκτρικών οχημάτων. Οι σταθμοί αυτοί είναι εξοπλισμένοι με φορτιστές που αποκαλούνται πολυμορφικοί και οι οποίοι διαθέτουν συνδέσμους τόσο ταχείας φορτίσεως συνεχούς ρεύματος όσο και βραδείας φορτίσεως εναλλασσόμενου ρεύματος. Η κανονική διάρκεια επαναφορτίσεως ηλεκτρικού οχήματος στο 80 της χωρητικότητας της μπαταρίας με τη χρήση συνδέσμων ταχείας φορτίσεως θα ήταν περίπου 20 έως 30 λεπτά. Η διάρκεια επαναφορτίσεως οχήματος με τη χρήση συνδέσμων βραδείας φορτίσεως ανέρχεται σε περίπου 4 έως 6 ώρες.Η τιμή που χρεώνεται η εταιρία στους χρήστες εξαρτάται μεταξύ άλλων από τη διάρκεια της επαναφορτίσεως εκφραζόμενη σε ώρες για τους συνδέσμους βραδείας φορτίσεως ή σε λεπτά για τους συνδέσμους ταχείας φορτίσεως καθώς και από τον τύπο συνδέσμου που επιλέγει ο ενδιαφερόμενος χρήστης. Οι πληρωμές μπορούν να πραγματοποιούνται μετά από κάθε συνεδρία επαναφορτίσεως ή στο τέλος μιας συμφωνηθείσας περιόδου τιμολογήσεως χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα εφαρμογής ενός συστήματος που επιτρέπει την αγορά πιστωτικών μονάδων οι οποίες αποθηκεύονται σε ψηφιακό πορτοφόλι προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την επαναφόρτιση του οικείου ηλεκτρικού οχήματος.Η υπηρεσία που παρέχεται σε κάθε συνεδρία επαναφορτίσεως δύναται καταρχήν να περιλαμβάνει ανάλογα με τις ανάγκες του ενδιαφερόμενου χρήστη τις πράξεις που συνίστανται στην παροχή εξοπλισμού επαναφορτίσεως συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεως φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας με παραμέτρους κατάλληλες για την μπαταρία του εν λόγω οχήματος στην αναγκαία τεχνική βοήθεια.Η Πολωνική εταιρία σκόπευε επίσης να δημιουργήσει ειδική πλατφόρμα ιστότοπο ή εφαρμογή πληροφορικής οι οποίες θα παρείχαν στον οικείο χρήστη τη δυνατότητα να κάνει κράτηση συγκεκριμένου συνδέσμου και να παρακολουθεί το ιστορικό των πραγματοποιούμενων συναλλαγών και πληρωμών. Για το σύνολο των υπηρεσιών αυτών η εταιρία επρόκειτο να χρεώνει ενιαίο τίμημα.Η εταιρία ζήτησε από τη φορολογική αρχή την έκδοση ερμηνευτικής φορολογικής αποφάσεως με την οποία θα βεβαιωνόταν ότι η σχεδιαζόμενη δραστηριότητα συνίστατο σε παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου8 του νόμου περί ΦΠΑ.Με τη φορολογική ερμηνευτική απόφαση η φορολογική αρχή έκρινε ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας που είναι αναγκαία για την επαναφόρτιση ηλεκτρικού οχήματος έπρεπε να θεωρηθεί ως η κύρια παροχή ενώ οι λοιπές υπηρεσίες που προσέφερε η εταιρία έπρεπε να θεωρηθούν ως παρεπόμενες. Επομένως κατά την εν λόγω φορολογική ερμηνευτική απόφαση η διάθεση από την εταιρία εξοπλισμού που καθιστά δυνατή την ταχεία επαναφόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως το κυρίαρχο στοιχείο της οικείας πράξεως και η φόρτιση του οχήματος δεν ήταν δευτερεύουσας σημασίας.Η προσφυγή και το προδικαστικό ερώτημα Ακολούθως μετά από προσφυγή της εταιρίας το Πολωνικό πρωτοδικείο ακύρωσε την ερμηνευτική απόφαση τη φορολογική διοίκησης . Κατά το δικαστήριο η κύρια πρόθεση των χρηστών των σταθμών φορτίσεως είναι να χρησιμοποιήσουν εξοπλισμό ο οποίος τους παρέχει τη δυνατότητα να επαναφορτίσουν το όχημά τους κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό. Επομένως από την οπτική γωνία του οικείου χρήστη η κύρια παροχή συνίσταται στην πρόσβαση σε σταθμό επαναφορτίσεως καθώς και στην αναγκαία ενσωμάτωση φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος. Σκοπός μιας τέτοιας πράξεως δεν είναι η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας αλλά η διάθεση στους οικείους χρήστες του πολύπλοκου εξοπλισμού επαναφορτίσεως με τον οποίο είναι εξοπλισμένοι οι επίμαχοι σταθμοί.Κατά το δικαστήριο αφενός αν οι οικείοι χρήστες επιδίωκαν απλώς και μόνον την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για τα ηλεκτρικά οχήματά τους θα χρησιμοποιούσαν το οικιακό τους δίκτυο ή το δίκτυο του τόπου εργασίας τους και όχι τους δημόσιους σταθμούς επαναφορτίσεως. Κατά το ίδιο δικαστήριο οι οικείοι χρήστες επιλέγουν να χρησιμοποιούν τους προαναφερθέντες σταθμούς αποκλειστικώς και μόνο λόγω των πολυμορφικών συνδέσμων που διαθέτουν οι οποίοι καθιστούν δυνατή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επαναφόρτιση των μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων. Αφετέρου το τίμημα δεν υπολογίζεται σε συνάρτηση με την καταναλωθείσα ενέργεια. Υπό τις συνθήκες αυτές η ελκυστικότητα της διαθέσεως στο κοινό σταθμών επαναφορτίσεως των ηλεκτρικών οχημάτων οφείλεται κυρίως στον χρόνο επαναφορτίσεως και όχι στην πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια αυτή καθεαυτήν.Κατά το ανωτέρω δικαστήριο η παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της εταιρία είναι διαφορετική από εκείνη των πρατηρίων που προσφέρουν παραδοσιακά καύσιμα δεδομένου ότι δεν δίνει έμφαση στο είδος ή την ποιότητα των καυσίμων τα οποία είναι πανομοιότυπα σε κάθε προμηθευτή αλλά στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα της επαναφορτίσεως η οποία εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του εξοπλισμού που διατίθεται στους οικείους χρήστες.Η υπόθεση κατέληξε στο Ανώτατο δικαστήριο της Πολωνίας το οποίο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ε.Ε. το εξής προδικαστικό ερώτημαΑποτελεί η σύνθετη παροχή προς τους χρήστες σε σημεία επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων η οποία περιλαμβάνεια την παροχή εξοπλισμού επαναφόρτισης συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης του φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματοςβ τη διασφάλιση της κυκλοφορίας του ηλεκτρικού ρεύματος με παραμέτρους κατάλληλες για τις μπαταρίες του ηλεκτρικού οχήματοςγ την αναγκαία τεχνική υποστήριξη για τα οχήματα των χρηστώνδ την παροχή στους χρήστες ειδικής πλατφόρμας ιστοτόπου ή εφαρμογής για την κράτηση συγκεκριμένου συνδέσμου την παρακολούθηση του ιστορικού συναλλαγών και πληρωμών καθώς και της δυνατότητας χρήσης ψηφιακού πορτοφολιού για την καταβολή των ποσών που οφείλονται για μεμονωμένες επαναφορτίσειςπαράδοση αγαθών κατά την έννοια του άρθρου14 παράγραφος1 της οδηγίας 2006112 ή παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου24 παράγραφος1 της ίδιας οδηγίαςΤο Δικαστήριο της Ε.Ε. έκρινε με τα ακόλουθα βασικά σκεπτικά Επί του προδικαστικού ερωτήματοςΜε το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατουσίαν να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2006112 έχει την έννοια ότι αποτελεί παράδοση αγαθών κατά άρθρο14 παράγραφος1 της οικείας οδηγίας ή παροχή υπηρεσιών κατά το άρθρο24 παράγραφος1 της ίδιας οδηγίας μια ενιαία και σύνθετη παροχή συνιστάμενη στην πρόσβαση σε εξοπλισμό επαναφορτίσεως ηλεκτρικών οχημάτων συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεως φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας με παραμέτρους κατάλληλες για τις μπαταρίες του οικείου οχήματος στην αναγκαία τεχνική βοήθεια προς τους ενδιαφερόμενους χρήστες στη διάθεση εφαρμογών πληροφορικής που επιτρέπουν στον ενδιαφερόμενο χρήστη να κάνει κράτηση ενός συνδέσμου να παρακολουθεί το ιστορικό των συναλλαγών και να αγοράζει πιστωτικές μονάδες που αποθηκεύονται σε ψηφιακό πορτοφόλι και προορίζονται για την πληρωμή των επαναφορτίσεων.Επισημαίνεται ότι όταν μια πράξη αποτελείται από δέσμη στοιχείων και πράξεων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη αυτή προκειμένου να κριθεί αφενός εάν πρόκειται περί δύο ή περισσότερων χωριστών παροχών ή περί ενιαίας παροχής και αφετέρου εάν στην τελευταία περίπτωση η ενιαία αυτή παροχή πρέπει να χαρακτηριστεί ως παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών.Ειδικότερα μολονότι από το άρθρο1 παράγραφος2 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2006112EE προκύπτει ότι κάθε πράξη πρέπει κανονικά να θεωρείται χωριστή και ανεξάρτητη η πράξη που από οικονομικής απόψεως συνίσταται σε μία μόνον παροχή δεν πρέπει να κατακερματίζεται τεχνητά ώστε να μην αλλοιώνεται η λειτουργικότητα του συστήματος του ΦΠΑ. Συναφώς κρίνεται ότι ενιαία παροχή υφίσταται όταν δύο ή περισσότερα στοιχεία ή ενέργειες του υποκειμένου στον φόρο με αποδέκτη τον πελάτη συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε αντικειμενικά να αποτελούν μία αδιάσπαστη οικονομική παροχή της οποίας ο κατακερματισμός θα ήταν τεχνητός.Επιπλέον σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερες τυπικώς διακριτές πράξεις οι οποίες μπορούν να τελεστούν χωριστά και ως εκ τούτου να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς φορολογήσεως ή απαλλαγής πρέπει να λογίζονται ως ενιαία πράξη αν δεν είναι ανεξάρτητες.Τούτο ισχύει ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία ένα ή περισσότερα στοιχεία πρέπει να λογίζονται ότι συνιστούν την κύρια παροχή ενώ αντιστρόφως άλλα στοιχεία πρέπει να λογίζονται ότι συνιστούν μία ή περισσότερες παρεπόμενες παροχές οι οποίες από πλευράς φορολογίας ακολουθούν την τύχη της κύριας παροχής. Ειδικότερα μια παροχή πρέπει να λογίζεται ως παρεπόμενη άλλης κύριας παροχής οσάκις δεν συνιστά αυτοσκοπό για τους πελάτες αλλά το μέσο για να απολαύουν υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες της κύριας υπηρεσίας του παρόχου.Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά συνδυασμό πράξεων συνιστάμενων στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας για την επαναφόρτιση ηλεκτρικών οχημάτων και στην παροχή διαφόρων υπηρεσιών όπως η ρύθμιση της προσβάσεως σε σημεία επαναφορτίσεως και η διευκόλυνση της χρήσεώς τους η αναγκαία τεχνική βοήθεια και οι εφαρμογές πληροφορικής που καθιστούν δυνατή την κράτηση συνδέσμου την παρακολούθηση των συναλλαγών και την πληρωμή τους. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη παράδοση και η επίμαχη παροχή αποτελούν ενιαία πράξη για τους σκοπούς του ΦΠΑ. Όσον αφορά την έννοια της παραδόσεως αγαθών κατά την οδηγία 2006112ΕΚ το άρθρο14 παράγραφος1 αυτής προβλέπει ότι θεωρείται ως μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος ως κύριος ενσώματο αγαθό. Η έννοια αυτή περιλαμβάνει κάθε πράξη μεταβιβάσεως ενσώματου αγαθού από συμβαλλόμενο ο οποίος παρέχει στον αντισυμβαλλόμενό του την εξουσία να διαθέτει στην πράξη το εν λόγω αγαθό ως κύριος. Επιπλέον δυνάμει του άρθρου15 παράγραφος1 της ίδιας οδηγίας η ηλεκτρική ενέργεια εξομοιώνεται με ενσώματο αγαθό.Όσον αφορά την έννοια της παροχής υπηρεσιών κατά την οδηγία 2006112ΕΚ από το άρθρο24 παράγραφος1 αυτής προκύπτει ότι η συγκεκριμένη έννοια καλύπτει κάθε πράξη η οποία δεν συνιστά παράδοση αγαθών κατά το άρθρο14 της οδηγίας. Προκειμένου να κριθεί αν μια ενιαία σύνθετη παροχή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να χαρακτηριστεί ως παράδοση αγαθών ή ως παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι συνθήκες υπό τις οποίες τελείται η οικεία πράξη προκειμένου να αναζητηθούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της και να προσδιοριστούν τα κυρίαρχα στοιχεία της. Τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να προσδιοριστούν με βάση την αντίληψη του μέσου χρήστη των σημείων επαναφορτίσεως και λαμβάνοντας υπόψη στο πλαίσιο συνολικής εκτιμήσεως την ποιοτική και όχι απλώς την ποσοτική σημασία των στοιχείων που προσιδιάζουν σε παροχή υπηρεσιών σε σχέση με τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την παράδοση αγαθών.Επομένως αφενός η περιλαμβανόμενη στο άρθρο4 παράγραφος8 της οδηγίας 201494ΕΕ αναφορά σε υπηρεσίες επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων δεν προδικάζει τον χαρακτηρισμό της επίμαχης στην κύρια δίκη πράξεως ως παραδόσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια της οδηγίας 2006112ΕΚ. Πράγματι κατά το άρθρο1 της οδηγίας 201494 αυτή έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων για τη δημιουργία υποδομών εναλλακτικών καυσίμων συμπεριλαμβανομένων των σημείων επαναφορτίσεως των ηλεκτρονικών οχημάτων. Επομένως η προαναφερθείσα οδηγία δεν έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση οποιουδήποτε κανόνα όσον αφορά την αντιμετώπιση του εναλλακτικού εφοδιασμού με καύσιμα από πλευράς ΦΠΑ.Αφετέρου δεδομένου ότι η διάθεση αγαθού στο εμπόριο συνοδεύεται πάντοτε από μια ελάχιστη παροχή υπηρεσιών όπως η έκθεση των προϊόντων σε ράφια ή η παράδοση τιμολογίου για τον υπολογισμό του μέρους που καταλαμβάνει η παροχή υπηρεσιών επί του συνόλου μιας σύνθετης πράξεως η οποία περιλαμβάνει επίσης την παράδοση αγαθού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι υπηρεσίες οι οποίες διακρίνονται εκείνων που συνοδεύουν κατανάγκην τη διάθεση ενός αγαθού στο εμπόριο.Συναφώς πρώτον η πράξη που συνίσταται στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας η οποία προορίζεται για μπαταρία ηλεκτρικού οχήματος συνιστά παράδοση αγαθών στο μέτρο που η πράξη αυτή παρέχει στον χρήστη του σταθμού επαναφορτίσεως το δικαίωμα να καταναλώσει για την κίνηση του οχήματός του τη μεταφερθείσα ηλεκτρική ενέργεια η οποία δυνάμει του άρθρου15 παράγραφος1 της οδηγίας 2006112ΕΚ εξομοιώνεται με ενσώματο αγαθό.Δεύτερον η εν λόγω τροφοδότηση της μπαταρίας ηλεκτρικού οχήματος με ηλεκτρική ενέργεια προϋποθέτει τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού επαναφορτίσεως ο οποίος δύναται να περιλαμβάνει φορτιστή που ενσωματώνεται στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος. Κατά συνέπεια η παροχή προσβάσεως στον εξοπλισμό αυτόν συνιστά ελάχιστη παροχή υπηρεσιών η οποία συνοδεύει κατανάγκην την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του μέρους που καταλαμβάνει η παροχή υπηρεσιών στο σύνολο μιας σύνθετης πράξεως η οποία περιλαμβάνει επίσης την εν λόγω προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.Τρίτον η τεχνική βοήθεια που ενδέχεται να είναι αναγκαία για τους οικείους χρήστες δεν συνιστά αυτοσκοπό αλλά το μέσο για να προμηθευτούν υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες την αναγκαία για την κίνηση του ηλεκτρικού οχήματος ηλεκτρική ενέργεια. Επομένως αποτελεί παρεπόμενη παροχή σε σχέση με την εν λόγω προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της διαθέσεως εφαρμογών πληροφορικής που παρέχουν στον οικείο χρήστη τη δυνατότητα να κάνει κράτηση ενός συνδέσμου να παρακολουθεί το ιστορικό των συναλλαγών και να αγοράσει πιστωτικές μονάδες για την πληρωμή των επαναφορτίσεων. Πράγματι τέτοιες παροχές παρέχουν στον εν λόγω χρήστη ορισμένες πρόσθετες πρακτικές διευκολύνσεις οι οποίες έχουν ως μοναδικό σκοπό τη βελτίωση της μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας που είναι αναγκαία για την επαναφόρτιση του οχήματός του και την παροχή της δυνατότητας επισκοπήσεως των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν.Επομένως καταρχήν η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί το χαρακτηριστικό και κυρίαρχο στοιχείο της ενιαίας και σύνθετης παροχής για την οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις.Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το στοιχείο που επικαλείται το αιτούν δικαστήριο κατά το οποίο για τον υπολογισμό του ποσού που οφείλεται για την επαναφόρτιση ενός ηλεκτρικού οχήματος δύναται να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η ποσότητα της μεταφερθείσας ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και ένα τέλος για το χρονικό διάστημα σταθμεύσεως κατά τη διάρκεια της εν λόγω επαναφορτίσεως. Ειδικότερα τούτο συνεπάγεται απλώς ότι η τιμή μονάδας του παραδιδόμενου αγαθού ήτοι της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελείται όχι μόνον από το κόστος της ίδιας της ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και από τον χρόνο χρήσεως του εξοπλισμού που διατίθεται στους οικείους χρήστες. Το συμπέρασμα που εκτέθηκε στην προ-προηγούμενη σκέψη η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί το χαρακτηριστικό και κυρίαρχο στοιχείο της ενιαίας και σύνθετης παροχής δεν αναιρείται ούτε όταν ο οικείος επιχειρηματίας υπολογίζει την τιμή με βάση μόνον τη διάρκεια της επαναφορτίσεως. Πράγματι λαμβανομένου υπόψη ότι η ποσότητα της παραδοθείσας ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από τη μεταβιβαζόμενη ισχύ κατά τη διάρκεια της μεταφοράς ο επίμαχος υπολογισμός αντικατοπτρίζει και αυτός την τιμή μονάδας της εν λόγω ηλεκτρικής ενέργειας.Ομοίως απλώς και μόνον το γεγονός ότι η τιμή μονάδας μιας ταχείας επαναφορτίσεως σε συνεχές ρεύμα είναι οριακά υψηλότερη από την τιμή μιας βραδείας επαναφορτίσεως σε εναλλασσόμενο ρεύμα δεν αρκεί για να αναχθεί από τη σκοπιά του οικείου χρήστη η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της εν λόγω επαναφορτίσεως σε χαρακτηριστικό και κυρίαρχο στοιχείο της επίμαχης πράξεως.Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι Η οδηγία 2006112ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009162ΕE του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2009έχει την έννοια ότι αποτελεί παράδοση αγαθών κατά το άρθρο14 παράγραφος1 της οδηγίας 2006112 όπως τροποποιήθηκε μια ενιαία και σύνθετη παροχή συνιστάμενη στην πρόσβαση σε εξοπλισμό επαναφορτίσεως ηλεκτρικών οχημάτων συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεως φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας με παραμέτρους κατάλληλες για τις μπαταρίες του οικείου οχήματος στην αναγκαία τεχνική βοήθεια προς τους ενδιαφερόμενους χρήστες και στη διάθεση εφαρμογών πληροφορικής που επιτρέπουν στον ενδιαφερόμενο χρήστη να κάνει κράτηση ενός συνδέσμου να παρακολουθεί το ιστορικό των συναλλαγών και να αγοράζει πιστωτικές μονάδες που αποθηκεύονται σε ψηφιακό πορτοφόλι και προορίζονται για την πληρωμή των επαναφορτίσεων.Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου
07042023ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 47-49ΑΘΗΝΑ 105-64ΤΜΗΜΑ Β---------------Αριθ. καταθέσεως 6076082023Ο Πρόεδρος του Β Τμήματος του Συμβουλίου της ΕπικρατείαςΕνόψει α της καταθέσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών των εφέσεων της ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ κατά του ........... και β των εκδοθεισών επί των εφέσεων αυτών υπ αριθμ. 35 και 362023 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με τις οποίες διατυπώθηκε κατ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 39002010 το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα εάν η εξέταση των δεδομένων των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογούμενων αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ν. 22381994 το οποίο και εφαρμόζεται δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 32962004 που επιτρέπει τον επανέλεγχο από την αρμόδια αρχή της ακρίβειας φορολογικών δηλώσεων που έχουν περαιωθεί ως ειλικρινείς δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13-17 του τελευταίου αυτού νόμου και την έκδοση συμπληρωματικής πράξης προσδιορισμού φόρου ήδη πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 41742013 ΦΕΚ Α 170.Εισάγουμε τις πιο πάνω εφέσεις στην επταμελή σύνθεση του Β Τμήματος σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 5 20 και 21 του Π.Δ. 181989 Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας λόγω σπουδαιότητας.Ορίζουμε δικάσιμο την 7η Ιουνίου 2023 ημέρα Τετάρτη ώρα 930 π.μ. με εισηγητή την Πάρεδρο Φλίγγου Γεωργία.Παραγγέλλουμε να ανακοινωθεί στον εισηγητή η δικογραφία και να κοινοποιηθούν αντίγραφα της παρούσας πράξεως 1 στην ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ και 2 στον δικηγόρο ......... ως πληρεξούσιο του εφεσιβλήτου .................Παραγγέλλουμε τη δημοσίευση της παρούσας πράξεως στις ημερήσιες εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ και ΕΣΤΙΑ και την ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας.Η παρούσα πράξη συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα.Αθήνα 2832023Ο ΠρόεδροςΜ. ΠικραμένοςΗ ΓραμματέαςΑ. Ζυγουρίτσα
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 5723Λουξεμβούργο 30 Μαρτίου 2023Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα στην υπόθεση C-10622 Xella MagyarorszagΓενική εισαγγελέας Τ. Capeta Δεν αντιβαίνει κατ αρχήν στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τον έλεγχο άμεσης ξένης επένδυσης με προέλευση από τρίτη χώρα ακόμη και αν η επένδυση αυτή πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση εταιρίας που εδρεύει στην ΈνωσηΕθνική ρύθμιση αυτού του είδους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων1 και ως εκ τούτου πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κατ ιδίαν αποφάσεις ελέγχου είναι αιτιολογημένες και ότι συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αναλογικότητας που επιβάλλουν οι κανόνες της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την ελευθερία εγκαταστάσεωςΤο έτος 2021 ο Ούγγρος Υπουργός Καινοτομίας και Τεχνολογίας απαγόρευσε την απόκτηση ουγγρικής εταιρίας από άλλη ουγγρική εταιρία. Στην πρώτη εταιρία ανήκει εξορυκτική εγκατάσταση από την οποία εξορύσσονται άμμος άργιλος και αμμοχάλικο. Στην απόφασή του ο Υπουργός εξέθετε ότι θα αντέβαινε στο εθνικό συμφέρον της Ουγγαρίας που συνίσταται -μεταξύ άλλων- και στην εξασφάλιση του εφοδιασμού με τις εν λόγω πρώτες ύλες να επιτραπεί σε εταιρία η οποία εμμέσως ανήκει σε ιδιοκτήτη από τρίτη χώρα Βερμούδες να αποκτήσει τον έλεγχο μιας τέτοιας στρατηγικής εταιρίας.Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου του κύρους της απόφασης του Υπουργού διά της οποίας απαγορεύτηκε η εν λόγω απόκτηση το Fovarosi Torvenyszek δικαστήριο περιφέρειας Βουδαπέστης Ουγγαρία υπέβαλε κατ ουσίαν το ερώτημα αν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στην Ουγγαρία να θεσπίσει νομοθετική ρύθμιση η οποία επιβάλλει περιορισμούς επί των άμεσων ξένων επενδύσεων σε εταιρίες που εδρεύουν στην Ένωση αν οι επενδύσεις αυτές πραγματοποιούνται με τη μεσολάβηση άλλης εταιρίας που εδρεύει στην Ένωση.Με τις σημερινές προτάσεις της η γενική εισαγγελέας Tamara Capeta εκτιμά πρώτον ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις με προέλευση από τρίτες χώρες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ο εν λόγω κανονισμός καταλαμβάνει κάθε είδους επενδύσεις μέσω των οποίων ο προερχόμενος από τρίτη χώρα επενδυτής αποκτά πραγματική συμμετοχή στη διαχείριση ή στον έλεγχο εταιρίας της Ένωσης. Ως επενδύσεις αυτού του είδους νοούνται και εκείνες διά των οποίων ο προερχόμενος από τρίτη χώρα επενδυτής αποκτά τον έλεγχο εταιρίας της Ένωσης με έμμεσο τρόπο ήτοι μέσω της απόκτησης εταιρίας της Ένωσης από άλλη εταιρία της Ένωσης η οποία ανήκει στην εταιρία της τρίτης χώρας.Τέτοιου είδους επενδύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 207 ΣΛΕΕ και επομένως στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής. Κατά συνέπεια ο κανονισμός για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων ο οποίος επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μηχανισμούς ελέγχου θα πρέπει να νοείται ως πράξη διά της οποίας μεταβιβάζεται εκ νέου στα κράτη μέλη μέρος της αρμοδιότητας σε έναν τομέα την αρμοδιότητα επί του οποίου είχαν απωλέσει μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας.Δεύτερον οι εθνικοί μηχανισμοί ελέγχου τη θέσπιση των οποίων επιτρέπει ο κανονισμός για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων πρέπει επίσης να συμμορφώνονται με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια οι οικείες εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις θα πρέπει να υποχρεώνουν τους φορείς που είναι αρμόδιοι για την έκδοση των κατ ιδίαν αποφάσεων ελέγχου να παραθέτουν θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους για την επιβολή περιορισμών στις ροές κεφαλαίων. Από τον κανονισμό για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων συνάγεται ότι η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων μπορεί να δικαιολογείται μόνον για λόγους ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Η επίκληση των δικαιολογητικών αυτών λόγων είναι δυνατή μόνον εφόσον υπάρχει πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Επιπλέον κάθε μέτρο διά του οποίου επιβάλλονται περιορισμοί στις ροές κεφαλαίων πρέπει να είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.Όσον αφορά τη δικαιολόγηση της επίμαχης εν προκειμένω απόφασης του Υπουργού η γενική εισαγγελέας αναγνωρίζει ότι η ανάγκη εξασφάλισης του εφοδιασμού με ορισμένες πρώτες ύλες μπορεί να είναι ικανή σε καιρούς κρίσης να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμών σε άμεση ξένη επένδυση για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Οι ίδιοι λόγοι ενδεχομένως να δικαιολογούν ακόμη και την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων από τρίτες χώρες οι οποίοι σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί εντός της εσωτερικής αγοράς.Προκειμένου να αποφανθεί σχετικά με το κύρος της απόφασης διά της οποίας απαγορεύθηκε η επίμαχη εν προκειμένω συναλλαγή το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμήσει αν ο Ούγγρος Υπουργός Καινοτομίας και Τεχνολογίας έχει δικαιολογήσει επαρκώς στην απόφασή του γιατί η έμμεση απόκτηση της επίμαχης εξορυκτικής εγκατάστασης από αλλοδαπό ιδιοκτήτη συνιστά πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του εφοδιασμού της Ουγγαρίας με άμμο αμμοχάλικο και άργιλο καθώς και αν θα ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός με τα εν λόγω υλικά μέσω της λήψης λιγότερο περιοριστικών μέτρων.1Κανονισμός ΕΕ 2019452 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2019 για τη θέσπιση πλαισίου για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ένωση ΕΕ 2019 L 79I σ. 1.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 5423Λουξεμβούργο 30 Μαρτίου 2023Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-3421 Hauptpersonalrat der Lehrerinnen und LehrerΗ μετάδοση σε πραγματικό χρόνο μέσω τηλεδιάσκεψης μαθημάτων δημόσιας σχολικής εκπαίδευσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔΜε δύο πράξεις που εξέδωσε το 2020 ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού του ομόσπονδου κράτους της Έσσης Γερμανία καθόρισε το νομικό και οργανωτικό πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19 το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων τη δυνατότητα των μαθητών οι οποίοι δεν μπορούσαν να είναι παρόντες στην τάξη να παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο τα μαθήματα μέσω τηλεδιάσκεψης. Προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των μαθητών ως προς την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ορίστηκε ότι η σύνδεση στην υπηρεσία τηλεδιάσκεψης θα επιτρέπεται μόνο με τη συγκατάθεση των ίδιων των μαθητών ή σε περίπτωση που αυτοί είναι ανήλικοι των γονέων τους. Αντιθέτως δεν προβλέφθηκε η συγκατάθεση των οικείων εκπαιδευτικών όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην υπηρεσία τηλεδιάσκεψης.Διαμαρτυρόμενη για το γεγονός ότι για τη μετάδοση σε πραγματικό χρόνο μαθημάτων μέσω τηλεδιάσκεψης όπως διαμορφώθηκε από την εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν απαιτείτο η συγκατάθεση των οικείων εκπαιδευτικών η κύρια επιτροπή διδακτικού προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού του ομόσπονδου κράτους της Έσσης άσκησε προσφυγή στρεφόμενη κατά του αρμόδιου για τα σχετικά ζητήματα Yπουργού. Ο τελευταίος υποστήριξε ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία συνιστά η μετάδοση σε πραγματικό χρόνο μαθημάτων μέσω τηλεδιάσκεψης καλυπτόταν από την εθνική νομοθεσία οπότε μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να ζητηθεί η συγκατάθεση των οικείων εκπαιδευτικών.Το επιληφθέν διοικητικό δικαστήριο επισήμανε συναφώς ότι σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη του ομόσπονδου κράτους της Έσσης η εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας πραγματοποιήθηκε η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εκπαιδευτικών εμπίπτει στην κατηγορία των ειδικών κανόνων τους οποίους τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 1 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων1 για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της απασχόλησης2. Εντούτοις το εν λόγω δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με τις προϋποθέσεις του άρθρου 88 παράγραφος 2 του ΓΚΠΔ3. Για τον λόγο αυτό υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.Με την απόφασή του το Δικαστήριο κρίνει ότι εθνική ρύθμιση δεν δύναται να συνιστά ειδικό κανόνα κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ στην περίπτωση που δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου. Επιπλέον το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εφαρμογή εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της απασχόλησης πρέπει να αποκλείεται όταν οι διατάξεις αυτές δεν τηρούν τις προϋποθέσεις και τα όρια που θέτει το άρθρο 88 παράγραφοι 1 και 2 του ΓΚΠΔ εκτός αν οι εθνικές αυτές διατάξεις συνιστούν νομική βάση για την επεξεργασία προβλεπόμενη σε άλλο άρθρο του ΓΚΠΔ4 η οποία πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού.Εκτίμηση του ΔικαστηρίουΚαταρχάς το Δικαστήριο κρίνει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκπαιδευτικών επ ευκαιρία της μετάδοσης σε πραγματικό χρόνο μέσω τηλεδιάσκεψης των μαθημάτων δημόσιας εκπαίδευσης τα οποία αυτοί παραδίδουν εμπίπτει στο καθ ύλην πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ. Το Δικαστήριο διευκρινίζει εν συνεχεία ότι η εν λόγω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκπαιδευτικών οι οποίοι ως ιδιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι ανήκουν στο προσωπικό που στο ομόσπονδο κράτος της Έσσης παρέχει δημόσια υπηρεσία εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ το οποίο αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης.Κατά πρώτον το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αν ένας ειδικός κανόνας κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου. Κατά το Δικαστήριο από τη χρήση του όρου ειδικοί στο γράμμα του άρθρου 88 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ προκύπτει ότι οι κανόνες στους οποίους αναφέρεται η εν λόγω διάταξη πρέπει να έχουν ένα κανονιστικό περιεχόμενο το οποίο να προσιδιάζει στον ρυθμιζόμενο τομέα και να είναι διακριτό από τους γενικούς κανόνες του εν λόγω κανονισμού. Από το γράμμα του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ προκύπτει επίσης ότι η παράγραφος 2 αυτού οριοθετεί το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών που προτίθενται να θεσπίσουν ειδικούς κανόνες δυνάμει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο εκτιμά αφενός ότι οι ειδικοί κανόνες δεν μπορούν να περιορίζονται σε επανάληψη των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού που καθορίζουν τις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και των αρχών που διέπουν την επεξεργασία αυτή5 ή σε παραπομπή στις εν λόγω προϋποθέσεις και αρχές. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των εργαζομένων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους και να περιλαμβάνουν κατάλληλα και ειδικά μέτρα για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των εννόμων συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Αφετέρου ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται στη διαφάνεια της επεξεργασίας στη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός ομίλου επιχειρήσεων ή ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα καθώς και στα συστήματα παρακολούθησης στον χώρο εργασίας. Κατά συνέπεια προκειμένου ένας κανόνας δικαίου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειδικός κανόνας κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του ΓΚΠΔ πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου.Κατά δεύτερον το Δικαστήριο διευκρινίζει τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη διαπίστωση ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δεν είναι συμβατές με τις προϋποθέσεις και τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφοι 1 και 2 του ΓΚΠΔ.Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου να κρίνει αν οι επίμαχες διατάξεις τηρούν τις προϋποθέσεις και τα όρια που θέτει το άρθρο 88 του ΓΚΠΔ. Εντούτοις το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι εν λόγω εθνικές διατάξεις οι οποίες εξαρτούν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων από την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αυτή είναι αναγκαία για συγκεκριμένους σκοπούς που συνδέονται με την εκτέλεση σχέσης απασχόλησης φαίνεται να επαναλαμβάνουν την προϋπόθεση που προβλέπεται ήδη από τον ΓΚΠΔ6 σχετικά με την εν γένει νομιμότητα της επεξεργασίας χωρίς να προσθέτουν έναν ειδικό κανόνα κατά την έννοια του άρθρου 88 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού. Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στη διαπίστωση ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δεν τηρούν τις προϋποθέσεις και τα όρια που θέτει το άρθρο 88 του ΓΚΠΔ οφείλει καταρχήν να τις αφήσει ανεφάρμοστες. Πράγματι δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης ελλείψει ειδικών κανόνων οι οποίοι να τηρούν τις προϋποθέσεις και τα όρια που θέτει το άρθρο 88 του ΓΚΠΔ η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της απασχόλησης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα διέπεται άμεσα από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.Συναφώς το Δικαστήριο επισημαίνει ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να υπόκειται σε άλλες διατάξεις του ΓΚΠΔ7 σύμφωνα με τις οποίες η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη όταν αυτή είναι απαραίτητη αντιστοίχως για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Όσον αφορά τις δύο αυτές περιπτώσεις νομιμότητας της επεξεργασίας ο ΓΚΠΔ8 αφενός προβλέπει ότι η επεξεργασία πρέπει να βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή στο δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας και αφετέρου προσθέτει ότι ο σκοπός της επεξεργασίας καθορίζεται στην εν λόγω νομική βάση ή συνίσταται στην αναγκαιότητα της επεξεργασίας για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας.Κατά συνέπεια σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι εθνικές διατάξεις σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της απασχόλησης δεν τηρούν τις προϋποθέσεις και τα όρια που θέτει το άρθρο 88 παράγραφοι 1 και 2 του ΓΚΠΔ οφείλει επίσης να εξακριβώσει αν οι εθνικές αυτές διατάξεις συνιστούν νομική βάση για την επεξεργασία προβλεπόμενη από άλλο άρθρο του ΓΚΠΔ9 η οποία πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού. Εάν αυτό ισχύει η εφαρμογή των εν λόγω εθνικών διατάξεων δεν πρέπει να αποκλειστεί.1Κανονισμός ΕΕ 2016679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 9546ΕΚ Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων ΕΕ 2016 L 119 σ. 1 στο εξής ΓΚΠΔ.2Δυνάμει του άρθρου 88 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ το οποίο συνιστά ρήτρα ανοίγματος τα κράτη μέλη μέσω της νομοθεσίας ή μέσω των συλλογικών συμβάσεων μπορούν να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες προκειμένου να διασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης ιδίως για σκοπούς εκτέλεσης της σύμβασης απασχόλησης διαχείρισης προγραμματισμού και οργάνωσης της εργασίας.3Το άρθρο 88 παράγραφος 2 του ΓΚΠΔ προβλέπει ότι οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν κατάλληλα και ειδικά μέτρα για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των έννομων συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα με ιδιαίτερη έμφαση στη διαφάνεια της επεξεργασίας τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα συστήματα παρακολούθησης στον χώρο εργασίας.4Άρθρο 6 παράγραφος 3 του ΓΚΠΔ.5Ορίζονται αντιστοίχως στο άρθρο 6 και στο άρθρο 5 του ΓΚΠΔ.6Άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β του ΓΚΠΔ.7Άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία γ και ε του ΓΚΠΔ.8Άρθρο 6 παράγραφος 3 του ΓΚΠΔ.9Προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του ΓΚΠΔ σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 45
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣΣ.τ.Ε 465-92023 Ολομ.Πρόεδρος Δ. Σκαλτσούνης Πρόεδρος Σ.τ.Ε.Εισηγητής Β. Ανδρουλάκης ΣύμβουλοςΑπόρριψη πέντε αιτήσεων ακυρώσεως που στρέφονταν κατά της υποχρέωσης εμβολιασμού υγειονομικών που είχε επιβληθεί με τον ν. 48202021Με τις αποφάσεις Σ.τ.Ε. 465-92023 Ολομ. απορρίφθηκαν πέντε αιτήσεις ακυρώσεως νομικών και φυσικών προσώπων κατά του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας όπως αρχικώς είχε επιβληθεί με τον ν. 48202021.Η Ολομέλεια απέρριψε τις αιτήσεις επαναλαμβάνοντας κατά βάση τις κρίσεις της αποφάσεως 16842022 υπόθεση ΠΟΕΔΗΝ. Επιπροσθέτως έγινε δεκτό ότια Σ.τ.Ε. 465-82023 Ολομ. Η χρήση ηπιότερων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας και η συχνή διενέργεια διαγνωστικών ελέγχων εν όψει του χώρου εργασίας και της φύσεως των καθηκόντων του υπόχρεου σε εμβολιασμό προσωπικού που επιβάλλει τη συχνή επαφή του με ασθενείς δεν επαρκούν κατά την κρίση του νομοθέτη για την ανάσχεση της πανδημίας ιδίως εν όψει της μεταλλάξεως Δέλτα διακρινόμενης για τη μεταδοτικότητά της δεδομένου εξ άλλου ότι το ποσοστό των εμβολιασμών απείχε από το αναγκαίο για τη δημιουργία του τείχους ανοσίας και της υπάρξεως μεταξύ των υποχρέων προς εμβολιασμό σημαντικού αριθμού ανεμβολίαστωνβ Σ.τ.Ε. 466 468-92023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι με το μέτρο της αναστολής καθηκόντων παραβιάζεται το άρθρο 22 παρ. 1 του Σ. διότι η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει τη λήψη υγειονομικών μέτρων ως προϋπόθεση για την παροχή εργασίας όταν τούτο επιβάλλεται για την προστασία της δημόσιας υγείας και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση.γ Σ.τ.Ε. 4682023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι με την προβλεπόμενη στον νόμο υποχρέωση του εργοδότη να μην αποδέχεται την παροχή εργασίας του εργαζομένου και την απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής αποδοχών παραβιάζεται η κατοχυρούμενη από την παρ. 1 του άρθρου 5 του Σ. συμβατική ελευθερία διότι η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται από ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην προστασία της δημόσιας υγείας.δ Σ.τ.Ε. 466 4682023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι η υποχρέωση προς εμβολιασμό παραβιάζει τις διατάξεις του Κανονισμού 2021953 διότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται αποκλειστικά στις μετακινήσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ζήτημα το οποίο δεν τίθεται εν προκειμένω - χωρίς να θίγονται οι αρμοδιότητες αυτών κατά τη διαμόρφωση της πολιτικής τους στον τομέα της υγείας.ε Σ.τ.Ε. 4662023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι με το επίμαχο μέτρο παραβιάζονται Ψηφίσματα της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης 236127-1-2021 και 238322-6-2021 που αφορούν ζητήματα σχετικά με τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού διότι αυτά δεν έχουν νομική δεσμευτικότητα αλλά περιέχουν απλές κατευθυντήριες οδηγίες προς τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.στ Σ.τ.Ε. 467 4692023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι ο νομοθέτης έπρεπε να αναζητήσει εναλλακτικούς τρόπους παροχής εργασίας εκ μέρους όσων δεν επιθυμούν να εμβολιασθούν διότι στην παρούσα κατά τον χρόνο ψηφίσεως του ν. 48202021 φάση εξελίξεως της πανδημίας και αποβλέποντας στην όσο το δυνατόν άμεση και ευρύτερη εμβολιαστική κάλυψη των εργαζομένων σε δομές υγείας η οποία αποβλέπει στη διασφάλιση της δημόσιας υγείας ο νομοθέτης έκρινε ότι δεν προσήκει η αναζήτηση άλλου τρόπου παροχής εργασίας εκ μέρους του προσωπικού που αρνείται να εμβολιασθεί.ζ Σ.τ.Ε. 4692023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι ο εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού δεν έχει περιληφθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών περιόδου 2020 2021 διότι η ένδικη υποχρέωση εμβολιασμού των απασχολουμένων σε δομές υγείας προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις του ν. 48202021 σε συνδυασμό με τα άρθρα 51 επ. του ν. 47642020 και δεν εντάσσεται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών - του οποίου γίνεται επίκληση - που διέπεται από τις ρυθμίσεις του ν. 46752020 Πρόληψη προστασία και προαγωγή της υγείας - Ανάπτυξη των υπηρεσιών υγείας και άλλες διατάξεις.η Σ.τ.Ε. 4672023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι η υποχρέωση εμβολιασμού παραβιάζει το άρθρο 103 παρ. 4 του Σ. διότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται από το Σ. να θεσπίσει ειδικό λόγο αναστολής καθηκόντων των δημοσίων υπαλλήλων και ειδικότερα να προβλέψει την για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θέση του δημοσίου υπαλλήλου σε ειδική κατάσταση συνεπαγόμενη χάριν του δημοσίου συμφέροντος τη μη ενεργό άσκηση των καθηκόντων του. Περαιτέρω το μέτρο της αναστολής καθηκόντων δεν επιφέρει τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως ούτε την απώλεια της οργανικής θέσεως ή του κατεχόμενου από τον υπάλληλο βαθμού αφού οι εργαζόμενοι στις δομές υγείας σε βάρος των οποίων λαμβάνεται το εν λόγω μέτρο μπορούν να επανέλθουν στην υπηρεσία τους με την πραγματοποίηση της πρώτης ή μοναδικής δόσης του εμβολίου.θ Σ.τ.Ε. 4672023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι η διάταξη του άρθρου 207 του ν. 48202021 η οποία προβλέπει την πρόσληψη προσωπικού με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη των αναγκών που θα δημιουργηθούν στις δομές υγείας λόγω της λήψεως του μέτρου όσων υπόχρεων σε εμβολιασμό εργαζομένων δεν εμβολιασθούν αντίκειται στην παρ. 1 του άρθρου 103 του Σ. Τούτο διότι η πρόσληψη εργαζομένων με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου προβλέπεται από τις παρ. 2 και 8 του αυτού άρθρου 103 προς αντιμετώπιση απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών στην προκειμένη δε περίπτωση η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 207 του ν. 48202021 θεσπίσθηκε προς κάλυψη των απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών που θα δημιουργηθούν από τη θέση εργαζομένων σε αναστολή καθηκόντων επιβάλλεται δε από την υποχρέωση του Κράτους να συνεχίσει να εξασφαλίζει απρόσκοπτη την λειτουργία των νοσοκομείων και λοιπών δομών υγείας και κοινωνικής μέριμνας εκπληρώνοντας την απορρέουσα από το άρθρο 21 παρ. 3 του Σ. υποχρέωσή του να παρέχει στους πολίτες υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου.ι Σ.τ.Ε. 4672023 Ολομ. Απορριπτέος λόγος ότι παραβιάζεται το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ειδικότερα η ανάγκη προστασίας της υγείας του προσωπικού των δομών υγείας και κοινωνικής μέριμνας αλλά και της υγείας των ασθενών και ωφελούμενων από τις δομές κοινωνικής μέριμνας με περαιτέρω στόχο την ομαλή λειτουργία των δομών αυτών στο πλαίσιο της εθνικής προσπάθειας καταπολεμήσεως της πανδημίας αποτελεί επαρκή νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων απλών και υγείας του προσωπικού που υπόκειται στον υποχρεωτικό εμβολιασμού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 206 του ν. 48202021. Εξ άλλου τα υποβαλλόμενα σε επεξεργασία προσωπικά δεδομένα περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία ενώ το ειδικό αρχείο στο οποίο τηρούνται οι απαντήσεις των αρμόδιων υγειονομικών επιτροπών και στο οποίο έχουν πρόσβαση αποκλειστικά ο αρμόδιος προϊστάμενος και ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος καταστρέφεται επί αποδείξει αμέσως μετά την άρση της πανδημίας και πάντως το αργότερο στις 30-6-2022 και αντίγραφό του κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Τα προσωπικά δεδομένα που αφορούν μεταξύ άλλων την υγεία του προσωπικού των δομών υγείας και κοινωνικής μέριμνας συλλέγονται για ρητά καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς είναι κατάλληλα συναφή και περιορίζονται στον αναγκαίο βαθμό και διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων. Επομένως η επεξεργασία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ15032023ΣτΕ Β 4312023 7μ.Πρόεδρος Μ. Πικραμένος Αντιπρόεδρος ΣτΕΕισηγητής Β. Μόσχου Σύμβουλος ΕπικρατείαςΗ καταβαλλόμενη στον Ευρωβουλευτή αποζημίωση συνιστά εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του διασφαλίζει δε πρωτίστως ότι ασκεί την εντολή του χωρίς να δεσμεύεται από οδηγίες - εντολές δεδομένου ότι ενόψει του ικανοποιητικού ύψους της τον καθιστά λιγότερο ευάλωτο-εκτεθειμένο σε έξωθεν παρεμβάσεις προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών οικονομικών συμφερόντων και εντεύθεν προτάσεων οικονομικών συναλλαγών με αυτόν. Η αποζημίωση δεν καλύπτει την απώλεια εσόδων που συνεπάγεται η άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του δεδομένου ότι ο Ευρωβουλευτής δεν υποχρεούται να διατηρεί κατοικία στους τόπους εργασιών του Ευρωκοινοβουλίου και ως εκ τούτου δεν απομακρύνεται κατά τη διάρκεια της θητείας του σε μόνιμη-διαρκή βάση από τον τόπο που ασκεί το επαγγελματικό-βιοποριστικό του έργο. Ο Ευρωβουλευτής δεν συνδέεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση με σχέση εξαρτημένης εργασίας αλλά αποτελεί μέλος θεσμικού οργάνου αυτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η αποζημίωση του Ευρωβουλευτή δεν έχει το χαρακτήρα μισθού ούτε εισοδήματος από άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος από το 2009 και εφεξής βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπόκειται καταρχήν σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 της απόφασης 2005684ΕΚ σε φόρο υπέρ της Ένωσης.Προκειμένου ο Έλληνας νομοθέτης να υπαγάγει την αποζημίωση αυτή σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης με βάση την εθνική νομοθεσία ασκώντας την κατ άρθρο 12 παρ. 3 της απόφασης 2005684ΕΚ ευχέρεια που του παρέχεται πρέπει σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας και βεβαιότητας του φόρου αλλά και της σαφήνειας και προβλέψιμης εφαρμογής των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων όπως ιδίως εκείνων με τις οποίες επιβάλλονται φόροι τέλη εισφορές κ.λπ. τηρώντας παράλληλα την επιταγή του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος να θεσπίσει νέα σαφή ειδική διάταξη τυπικού νόμου εντασσόμενη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με την οποία είτε θα υπαγάγει την εν λόγω αποζημίωση και τη μεταβατική ευθέως στις διατάξεις περί φορολόγησης μισθωτών υπηρεσιών είτε εμμέσως θεωρώντας αυτήν κατά πλάσμα δικαίου ως εισόδημα από μισθωτή υπηρεσία.Μη νόμιμη η το πρώτον υπαγωγή της αποζημίωσης του Ευρωβουλευτή σε φόρο εισοδήματος ως εισόδημα από μισθωτή εργασία με κανονιστική πράξη του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε μη δημοσιευθείσα εξάλλου στο Φ.Ε.Κ.. Ακύρωση αυτής για λόγους νομιμότητας αλλά και ασφάλειας δικαίου ενόψει και της εφαρμογής της.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ07032023Πρόεδρος Ε. Νίκα Πρόεδρος ΣτΕΕισηγητής Γ. Ανδριοπούλου Σύμβουλος ΕπικρατείαςΑπάντηση σε προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν με την ΔΠ Χανίων 4502021 Η διαφορά που γεννάται από την αμφισβήτηση της απόρριψης από τη Φορολογική Διοίκηση της προβλεπόμενης από τη μεταβατική διάταξη της παραγρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 46462019 αιτήσεως φυσικού προσώπου περί απαλλαγής του από την προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη του για φορολογικά χρέη νομικού προσώπου συνιστά διαφορά ουσίας αρμόδιο για την εκδίκαση της οποίας είναι το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο ενώπιον του οποίου άγεται με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής.Με την 4502021 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα κατ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 39002010 Εάν η διαφορά που γεννάται από την προσβολή ρητής απορριπτικής απόφασης ή τυχόν σιωπηρής απόρριψης της Δ.Ε.Δ. της Α.Α.Δ.Ε. επί ασκηθείσας ενδικοφανούς προσφυγής στρεφόμενης κατά της απόρριψης από τη Φορολογική Διοίκηση αίτησης φυσικού προσώπου περί απαλλαγής του από την φερόμενη προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη του για φορολογικά χρέη νομικού προσώπου υποβληθείσας δυνάμει των διατάξεων της παρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 46462019 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 41742013 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 46462019 είναι ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή διοικητική διαφορά ουσίας και στην τελευταία αυτή περίπτωση αν η εν λόγω διοικητική διαφορά ουσίας έχει φορολογικό αντικείμενο οπότε το καθ ύλην αρμόδιο δικαστήριο ορίζεται βάσει των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 περίπτ. β του Κ.Δ.Δ. και απαιτείται η καταβολή αναλογικού παραβόλου κατ άρθρο 277 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. ή αντίθετα αν πρόκειται για αμιγώς χρηματική μη φορολογική διαφορά η οποία υπάγεται στην καθ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς ή Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου κατ άρθρο 6 παρ. 1 και 2 περ.γ του Κ.Δ.Δ. και για την οποία απαιτείται η καταβολή παγίου παραβόλου κατά το άρθρο 277 παρ. 2 εδ. α του Κ.Δ.Δ. Με την 3552023 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας το υποβληθέν ερώτημα απαντήθηκε ως εξής Η ανωτέρω διαφορά συνιστά διαφορά ουσίας για την εκδίκαση της οποίας αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων άγεται με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής κατ αντιστοιχία και προς τα ισχύοντα στο πλαίσιο της πάγιας κατά την παρ. 7 του άρθρου 50 του ν. 41742013 Κ.Φ.Δ. ρυθμίσεως. Περαιτέρω κρίθηκε ότι ενόψει ότι το αντικείμενο της προσφυγής που παρέχεται στους διοικούντες νομικά πρόσωπα από την ανωτέρω μεταβατική διάταξη της παρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 46462019 περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της -κατά το στάδιο εισπράξεως και όχι βεβαιώσεως του φόρου-ευθύνης αυτών βάσει της νεώτερης ευμενέστερης ρύθμισης του άρθρου 34 του ν.46462019 εφαρμοστέες κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως είναι οι διατάξεις που ισχύουν για τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων ήτοι το άρθρο 218 του Κ.Δ.Δ. όσον αφορά στο αρμόδιο δικαστήριο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο και το άρθρο 277 παρ. 2 περ. α του ίδιου Κώδικα όσον αφορά στο παράβολο. Κατά τη γνώμη όμως πέντε μελών του Δικαστηρίου αρμόδιο καθ ύλην δικαστήριο προς εκδίκαση της διαφοράς ενόψει του ποσού αυτής άνω των 60.000 ευρώ είναι το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο το οποίο ελλείψει ειδικής νομοθετικής προβλέψεως περί του αρμοδίου καθ ύλην δικαστηρίου έχει τη γενική καθ ύλην αρμοδιότητα εκδίκασης των διοικητικών διαφορών ουσίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ. με εξαίρεση τις χρηματικές διαφορές των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των 60.000 ευρώ οι οποίες ανήκουν στην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου σύμφωνα με την περ. γ της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ..Η υπόθεση παραπέμπεται στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων για την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής.
Του Νίκου Σακελλαρίου συνεργάτη του TaxheavenΤα μείζονα ζητήματα τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος κόσμος κράτος δικαίου περιβάλλον προστασία της ιδιωτικής ζωής στην ψηφιακή εποχή κ.λπ. καθώς και τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία τροφοδοτούν τη νομολογία των ενωσιακών δικαιοδοτικών οργάνωνΓια πέμπτη συνεχόμενη χρονιά ο αριθμός των νεοεισερχόμενων υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου παραμένει ιδιαίτερα υψηλόςΟ αριθμός των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον των δύο δικαιοδοτικών οργάνων το 2022 ήταν περίπου ίδιος με εκείνον του προηγούμενου έτους 1710 υποθέσεις το 2022 έναντι 1720 το 2021 κινήθηκε δηλαδή και πάλι σε πολύ υψηλά επίπεδα. Συνεπώς παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια σημαντική και συστημική αύξηση του αριθμού των νεοεισερχόμενων υποθέσεων ιδίως ενώπιον του Δικαστηρίου 21 . Μεταξύ 2013 και 2017 έφθαναν στο Δικαστήριο κατά μέσο όρο 693 νέες υποθέσεις ετησίως ενώ για το διάστημα μεταξύ 2018 και 2022 ο ετήσιος αυτός μέσος όρος ανήλθε σε 839 σημειώνοντας άνοδο της τάξης των 146 υποθέσεων τον χρόνο. Από την πλευρά του ο αριθμός των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έχει σταθεροποιηθεί με μέσο όρο 883 υποθέσεις κατ έτος.Όσον αφορά τη διεκπεραίωση των υποθέσεων το 2022 περατώθηκαν συνολικά 1666 υποθέσεις από το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο επίδοση αντίστοιχη με τον μέσο όρο των τελευταίων ετών 1692 υποθέσεις ετησίως μεταξύ 2018 και 2021.Τα θέματα που δικάζονται Ως προς το εύρος των θεμάτων που καλύπτουν οι διαφορές των οποίων επιλαμβάνονται τα δύο δικαιοδοτικά όργανα ο Koen Lenaerts Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισημαίνει ότι πληθαίνουν οι υποθέσεις στις οποίες το θεσμικό όργανο καλείται να αποφανθεί επί ευαίσθητων ζητημάτων. Πράγματι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου αγγίζουν άμεσα τα μείζονα διακυβεύματα της σύγχρονης εποχής όπως είναι η διαφύλαξη των αξιών του κράτους δικαίου η προστασία του περιβάλλοντος η καταπολέμηση των διακρίσεων ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων η τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού από τους ψηφιακούς γίγαντες και η προστασία των καταναλωτών.Προκειμένου να διατηρήσει την ικανότητά του να εκδίδει ποιοτικές αποφάσεις σε εύλογο χρόνο το Δικαστήριο κάνοντας χρήση της σχετικής ευχέρειας που παρέχουν οι Συνθήκες απηύθυνε στον νομοθέτη της Ένωσης στις 30 Νοεμβρίου 2022 αίτημα τροποποίησης του Οργανισμού του ζητώντας αφενός να μεταβιβαστεί στο Γενικό Δικαστήριο η αρμοδιότητά του επί προδικαστικών παραπομπών σε ορισμένους συγκεκριμένους τομείς και αφετέρου να επεκταθεί η εφαρμογή του μηχανισμού προηγούμενης έγκρισης της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου.
Η ημερήσια ανάπαυση δεν αποτελεί μέρος της περιόδου εβδομαδιαίας ανάπαυσης αλλά προστίθεται σε αυτή όταν εθνική νομοθεσία χορηγεί στους εργαζόμενους περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης μεγαλύτερη από την απαιτούμενηαπό τη νομοθεσία της ΕΕ.Αυτό έκρινε το Δικαστήριο της Ε.Ε. με την υπόθεση C-47721.Ένας μηχανοδηγός που απασχολείται στην MV-START την ουγγρική εθνική εταιρεία σιδηροδρόμων επικαλείται ενώπιον του MiskolcΠεριφερειακό Δικαστήριο απόφαση του εργοδότη του να μην του χορηγήσει ημερήσια περίοδο ανάπαυσης τουλάχιστον 11 συνεχόμενων ωρώνη οποία πρέπει να χορηγείται στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια κάθε 24ώρου σύμφωνα με την οδηγία για τον χρόνο εργασίας όταν αυτή η περίοδοςπροηγείται ή ακολουθεί περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης ή περιόδου άδειας. Η MV-START ισχυρίζεται ενώπιον του δικαστηρίου ότι από το η συλλογική σύμβαση που ισχύει για την περίπτωση χορηγούσε στον μηχανοδηγό μεταξύ δύο περιόδων εργασίας περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης δώδεκα ωρών στην οποία προσέθετε τυποποιημένο χρόνο μετακίνησης τριάντα λεπτών για τη μετάβαση στην εργασία και επιπλέον τριάντα λεπτών για τη μετάβαση στην κατοικία από την εργασία. Η MV-START υποστηρίζει επίσης ότι η ημερήσια ανάπαυση πρέπει να χορηγείται μεταξύ δύο συναπτών περιόδων εργασίας κατά τη διάρκεια της ίδιας εικοσιτετράωρης περιόδου και όχι όταν δεν προβλέπεται νέα περίοδος εργασίας για παράδειγμα όταν χορηγείται εβδομαδιαία ανάπαυση ή άδεια. Κατά την ίδια τούτο δικαιολογείται από τον σκοπό της ημερήσιας ανάπαυσης ο οποίος συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας στον εργαζόμενο να ανακτήσει τις δυνάμεις του μεταξύ δύο περιόδων εργασίας. Επιπλέον κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου επτά ημερών είναι αναγκαίο να χορηγείται μεγαλύτερη περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης η οποία αντικαθιστά την ημερήσια ανάπαυση.Με τη σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι περίοδοι ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης συνιστούν δύο αυτόνομα δικαιώματα τα οποίαεπιδιώκουν διαφορετικούς στόχους. Η καθημερινή ανάπαυση επιτρέπει στον εργαζόμενο να απομακρυνθεί από την εργασία τουπεριβάλλον για συγκεκριμένο αριθμό ωρών οι οποίες όχι μόνο πρέπει να είναι συνεχόμενες αλλά και να ακολουθούν άμεσα την περίοδο εργασίας. Η εβδομαδιαία ανάπαυση επιτρέπει σε έναν εργαζόμενο να ξεκουράζεται κατά τη διάρκεια κάθε επταήμερης περιόδου. Κατά συνέπεια πρέπει να διασφαλίζεται στους εργαζομένους η πραγματική άσκηση καθενός από τα δικαιώματα αυτά..Έτσι μια κατάσταση όπου η ημερήσια ανάπαυση αποτελούσε μέρος της εβδομαδιαίας ανάπαυσης θα καθιστούσε άνευ σημασίας το δικαίωμα στην καθημερινή ανάπαυσηστερώντας από τον εργαζόμενο την πραγματική του απόλαυση όταν αυτόςαυτή επωφελείται από το δικαίωμά τουτης σε εβδομαδιαία ανάπαυση. Σε αυτόόσον αφορά το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η οδηγία 200388EK δεν ορίζει απλώς στο σύνολό της μια ελάχιστη περίοδο για το δικαίωμαεβδομαδιαία ανάπαυση αλλά φροντίζει να αναφέρει ρητά ότι η περίοδος αυτή είναι επιπλέον της περιόδου που σχετίζεται με το δικαίωμα σε καθημερινήυπόλοιπο. Επομένως τα άρθρα3 και 5 της οδηγίας 200388 σε συνδυασμό με το άρθρο31 παράγραφος2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι όταν εθνική ρύθμιση προβλέπει περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης που υπερβαίνει τις τριάντα πέντε συναπτές ώρες πρέπει επιπλέον να χορηγείται στον εργαζόμενο πέραν της περιόδου αυτής και η ημερήσια ανάπαυση που κατοχυρώνεται στο άρθρο3 της οδηγίας.Τέλος το άρθρο3 της οδηγίας 200388 σε συνδυασμό με το άρθρο31 παράγραφος2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι όταν χορηγείται στον εργαζόμενο περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης ο εργαζόμενος δικαιούται επίσης περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης πριν από την περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης.