Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 5821Λουξεμβούργο 15 Απριλίου 2021Απόφαση στην υπόθεση C51119AB κατά Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών Σπύρος ΛούηςΟ AB προσελήφθη το 1982 δυνάμει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από το Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών Σπύρος Λούης ΟΑΚΑ Ελλάδα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στον ελληνικό δημόσιο τομέα. Από το 1998 τοποθετήθηκε στη θέση τεχνικού συμβούλου. Από την 1η Ιανουαρίου 2012 o AB εντάχθηκε κατ εφαρμογήν του νόμου 402420111 στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας πριν από τη συνταξιοδότησή του με συνέπεια τη μείωση των αποδοχών του στο 60 του βασικού μισθού του2. Στις 30 Απριλίου 2013 το ΟΑΚΑ κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του χωρίς να του καταβάλει την προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης. Η μη καταβολή της αποζημίωσης στηρίχθηκε στον ως άνω νόμο ο οποίος προβλέπει συμψηφισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης με τις αποδοχές που καταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της εργασιακής εφεδρείας.Ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων ο AB αμφισβήτησε μεταξύ άλλων το κύρος της θέσης του υπό το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας υποστηρίζοντας ότι το ελληνικό δίκαιο εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας που αντιβαίνει στην οδηγία για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία3. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί το ΟΑΚΑ να του καταβάλει αφενός τις διαφορές μεταξύ των αποδοχών που λάμβανε προτού τεθεί υπό καθεστώς εργασιακής εφεδρείας και των αποδοχών που λάμβανε μετά τη θέση του υπό το καθεστώς αυτό και αφετέρου ορισμένο ποσό ως αποζημίωση απόλυσης.Ο Άρειος Πάγος Ελλάδα ο οποίος επιλήφθηκε αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση αυτή υπέβαλε στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας. Ζήτησε μεταξύ άλλων να διευκρινιστεί αν το καθεστώς αυτό το οποίο έχει εφαρμογή μόνον στους μισθωτούς που πληρούν κριτήριο βασιζόμενο στην εγγύτητα προς θεμελίωση των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη γήρατος που αντιστοιχούν σε 35 έτη ασφάλισης και στη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας εντός της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 ενέχει έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης αν η διάκριση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί.Με τη σημερινή απόφασή του το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση που επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και προβλέπει πρόσφορα και αναγκαία μέσα για την επίτευξή του.Κατ αρχάς το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι η επίμαχη ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας η οποία εφαρμόζεται και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα όσον αφορά μεταξύ άλλων τους όρους σχετικά με την απόλυση και τις αμοιβές4.Εν συνεχεία το Δικαστήριο επισημαίνει ότι προβλεπόταν η ένταξη στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας των εργαζομένων του ευρύτερου δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπλήρωναν εντός του κρίσιμου χρονικού διαστήματος τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος. Η συμπλήρωση από τον εργαζόμενο της ελάχιστης ηλικίας των 58 ετών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος σε πλήρη σύνταξη γήρατος και κατά συνέπεια για την ένταξή του στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας. Συνεπώς η εφαρμογή του καθεστώτος εργασιακής εφεδρείας στηρίζεται σε κριτήριο άρρηκτα συνδεδεμένο με την ηλικία των εργαζομένων τους οποίους αφορά. Το Δικαστήριο κρίνει ότι μολονότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έτερη προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος ήτοι η πραγματοποίηση 35 ετών ασφάλισης αποτελεί εκ πρώτης όψεως ουδέτερο κριτήριο εντούτοις η ελληνική ρύθμιση ενέχει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στο κριτήριο της ηλικίας.Ωστόσο κατά την οδηγία η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου από θεμιτό σκοπό ιδίως δε από θεμιτούς σκοπούς της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης.Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η ανάγκη άμεσης περιστολής της μισθολογικής δημόσιας δαπάνης για την αντιμετώπιση της ελληνικής οικονομικής κρίσης δεν μπορεί να αποτελέσει αφ εαυτής θεμιτό σκοπό κατά την έννοια της οδηγίας ο οποίος να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.Εντούτοις το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας υπηρετεί θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης. Αφενός συμβάλλει στην προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης η οποία αποτελεί έναν από τους σκοπούς που επιδιώκει η Ένωση. Αφετέρου υπηρετεί τη δημιουργία μιας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ νεαρής ηλικίας δημόσιων υπαλλήλων και μεγαλύτερης ηλικίας δημόσιων υπαλλήλων.Κατά συνέπεια το Δικαστήριο εξετάζει αν τα μέσα για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης είναι πρόσφορα και αναγκαία. Διαπιστώνει ότι το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας αποτελεί πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των ως άνω σκοπών.Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να εξισορροπήσουν τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα ήτοι τη διατήρηση υψηλού επιπέδου απασχόλησης επ ωφελεία των νεότερων εργαζομένων και τον σεβασμό του δικαιώματος προς εργασία. Στο πλαίσιο αυτό οι εργαζόμενοι που θίγονται λόγω της ένταξης στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας εντάσσονται σε αυτό για σχετικώς σύντομο χρονικό διάστημα ήτοι κατ ανώτατο όριο για 24 μήνες. Επιπλέον δεδομένου ότι κατά το πέρας του ως άνω διαστήματος λαμβάνουν πλήρη σύνταξη γήρατος η απώλεια της αποζημίωσης απόλυσης δεν στερείται λογικής.Εξάλλου το Δικαστήριο επισημαίνει ότι υπέρ των εργαζομένων που εντάσσονται στο ως άνω καθεστώς ισχύουν προστατευτικά μέτρα με αποτέλεσμα την άμβλυνση των επιπτώσεών του. Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνεται η δυνατότητα υπό ορισμένες προϋποθέσεις ανεύρεσης άλλης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα ή άσκησης ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας χωρίς απώλεια του δικαιώματος λήψης των αποδοχών που καταβάλλονται στο πλαίσιο της εργασιακής εφεδρείας αλλά και η εξαίρεση από το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας για ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες που χρήζουν προστασίας.Κατά συνέπεια το Δικαστήριο κρίνει ότι η ρύθμιση δεν θίγει υπέρμετρα τα συμφέροντα των εργαζομένων οι οποίοι εντάχθηκαν στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας και επομένως δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης.1Άρθρο 34 επιγραφόμενο Κατάργηση κενών θέσεων ιδιωτικού δικαίου και εργασιακή εφεδρεία του νόμου 40242011 Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις ενιαίο μισθολόγιο βαθμολόγιο εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015 της 27ης Οκτωβρίου 2011 ΦΕΚ Α 226 όπως τροποποιήθηκε με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 16ης Δεκεμβρίου 2011 η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 40472012 της 23ης Φεβρουαρίου 2012. Στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομικής κρίσης η ως άνω ρύθμιση συνιστά εφαρμογή των δεσμεύσεων τις οποίες είχε αναλάβει η Ελλάδα έναντι των δανειστών της και οι οποίες συνίσταντο στην άμεση περιστολή της μισθολογικής δημόσιας δαπάνης για την εξοικονόμηση 300 εκατομμυρίων ευρώ για το 2012 μεταξύ άλλων με την ένταξη 30 000 εργαζομένων του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας.2Το προσωπικό που τίθεται σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας εντάσσεται σε πίνακες κατάταξης από το ΑΣΕΠ Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού Ελλάδα με βάση αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια όπως τυπικά προσόντα εμπειρία ηλικία κ.λπ.. Το προσωπικό αυτό συνεχίζει να λαμβάνει για χρονικό διάστημα 12 μηνών και εφόσον προβλέπεται από ειδικότερες διατάξεις μέχρι 24 μηνών αποδοχές ίσες με το 60 του βασικού μισθού που ελάμβανε κατά τον χρόνο εισόδου του στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας. Η ένταξη στους εν λόγω πίνακες παρέχει δυνατότητα εύρεσης έτερης θέσης εργασίας στον δημόσιο τομέα. Η τυχόν επιλογή για απασχόληση επιφέρει διακοπή της καταβολής των αποδοχών της εργασιακής εφεδρείας.3Οδηγία 200078ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία ΕΕ 2000 L 303 σ. 164Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ΄ της οδηγίας
Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 5321Λουξεμβούργο 14 Απριλίου 2021Απόφαση στην υπόθεση T-38820Ryanair DAC κατά ΕπιτροπήςΗ εγγύηση που παρέσχε η Φινλανδία υπέρ της αεροπορικής εταιρίας Finnair με σκοπό να τη βοηθήσει να λάβει από συνταξιοδοτικό ταμείο δάνειο ύψους 600 εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των αναγκών της σε κεφάλαιο κίνησης συνεπεία της πανδημίας της Covid-19 είναι συμβατή με το δίκαιο της ΈνωσηςΗ εγγύηση ήταν αναγκαία για την άρση της σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της Finnair για την εν λόγω οικονομίαΣτις 13 Μαΐου 2020 η Φινλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή μέτρο ενίσχυσης υπό τη μορφή εγγύησης του Δημοσίου υπέρ της φινλανδικής αεροπορικής εταιρίας Finnair Plc σκοπός του οποίου ήταν να βοηθήσει την τελευταία να λάβει από συνταξιοδοτικό ταμείο δάνειο ύψους 600 εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των αναγκών της σε κεφάλαιο κίνησης. Η εγγύηση η οποία θα κάλυπτε το 90 του εν λόγω δανείου είχε μέγιστη διάρκεια τριών ετών και μπορούσε να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων της Finnair έναντι του συνταξιοδοτικού ταμείου.Αναφερόμενη στην ανακοίνωσή της σχετικά με το προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου Covid-191 η Επιτροπή χαρακτήρισε την εγγύηση που παρασχέθηκε στην Finnair κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ2. Βάσει της διάταξης αυτής οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους μπορούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά.Η αεροπορική εταιρία Ryanair άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής την οποία ωστόσο απορρίπτει το δέκατο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό το εν λόγω τμήμα εξετάζει για πρώτη φορά τη νομιμότητα ατομικής κρατικής ενίσχυσης χορηγηθείσας προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι επιπτώσεις της πανδημίας της Covid-19 υπό το πρίσμα του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ3.Εκτίμηση του Γενικού ΔικαστηρίουΤο Γενικό Δικαστήριο αναλύει πρώτον τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το πρίσμα του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ.Αφενός όσον αφορά τις αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται ότι η ενίσχυση υπέρ μίας μόνον μεμονωμένης επιχείρησης δεν μπορεί να άρει μια σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στα καθεστώτα ενισχύσεων όσο και στις ατομικές ενισχύσεις. Επομένως ατομική ενίσχυση μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά εφόσον είναι αναγκαία κατάλληλη και αναλογική για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους.Ακολούθως το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι τυχόν πτώχευση της Finnair θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για τη φινλανδική οικονομία οπότε η εγγύηση του Δημοσίου κατά το μέτρο που αποσκοπεί στη διατήρηση των δραστηριοτήτων της Finnair και στην αποτροπή περαιτέρω διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας λόγω ενδεχόμενης πτώχευσης της εταιρίας είναι πρόσφορη να συμβάλει στην άρση της σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας την οποία προκάλεσε η πανδημία της Covid-19.Το ανωτέρω συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου βασίζεται στο ότι η Finnair- είναι ο κύριος αερομεταφορέας στη Φινλανδία το δε 2019 διακίνησε περίπου 15 εκατομμύρια επιβάτες ήτοι το 67 των συνολικών επιβατών που ταξίδεψαν προς από και εντός της Φινλανδίας- είναι ο κύριος φορέας αεροπορικών μεταφορών φορτίου στη Φινλανδία καλύπτει τις ανάγκες πολλών επιχειρήσεων εγκατεστημένων επί φινλανδικού εδάφους τόσο για την εξαγωγή όσο και για την εισαγωγή προϊόντων και διαθέτει εκτεταμένο δίκτυο στην Ασία- απασχολεί 6 800 εργαζομένους οι δε αγορές της από τους προμηθευτές ως επί το πλείστον Φινλανδούς ανέρχονταν το 2019 σε 19 δισεκατομμύρια ευρώ- πραγματοποιεί σημαντικό ερευνητικό έργο στη Φινλανδία και αποτελεί τη δέκατη έκτη σημαντικότερη εταιρία στη Φινλανδία με κριτήριο τη συμβολή της στο ΑΕΠ της χώρας.Αφετέρου όσον αφορά τις αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να σταθμίσει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ενίσχυσης με τα αρνητικά αποτελέσματά της το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει τέτοια ανάλυση αντιθέτως προς ότι επιτάσσει το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ ΣΛΕΕ. Τέτοια στάθμιση δεν απαιτείται ούτε βάσει της ανακοίνωσης σχετικά με το προσωρινό πλαίσιο.Δεύτερον το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Επ αυτού το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί καταρχάς ότι ως εκ της φύσεώς της μια ατομική ενίσχυση εισάγει διαφορετική μεταχείριση ή ακόμη και δυσμενή διάκριση η οποία είναι συμφυής με τον ατομικό χαρακτήρα του μέτρου. Τυχόν δε ισχυρισμός ότι τέτοια ενίσχυση είναι αντίθετη προς την αρχή της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων θα ισοδυναμούσε κατ ουσίαν με συστηματική αμφισβήτηση της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά κάθε ατομικής ενίσχυσης ενώ το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη να χορηγούν τέτοιες ενισχύσεις τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ.Επιπλέον ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διαφορετική μεταχείριση που εισάγει η εγγύηση που παρασχέθηκε στην Finnair μπορεί να εξομοιωθεί με δυσμενή διάκριση πρέπει να εξακριβωθεί αν δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και αν είναι αναγκαία πρόσφορη και αναλογική για την επίτευξή του.Κατά το Γενικό Δικαστήριο οι όροι χορήγησης της εγγύησης που παρασχέθηκε στην Finnair είναι ικανοί να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό δεδομένου ότι η ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας λόγω της πανδημίας της Covid-19 και οι σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις της τελευταίας στην αγορά αεροπορικών μεταφορών της Φινλανδίας αποδείχθηκαν επαρκώς κατά νόμον. Το μέτρο ενίσχυσης είναι επιπλέον αναγκαίο δεδομένου ότι η Finnair διατρέχει κίνδυνο πτώχευσης λόγω της προκληθείσας από την πανδημία ξαφνικής συρρίκνωσης της δραστηριότητάς της και της αδυναμίας νακαλύψει τις ανάγκες της σε ρευστότητα μέσω των πιστωτικών αγορών. Τέλος δεδομένης της σημασίας της Finnair για τη φινλανδική οικονομία η παροχή της εγγύησης του Δημοσίου αποκλειστικά στην Finnair δεν υπερβαίνει τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η Φινλανδία.Όσον αφορά τρίτον τις αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ryanair δεν απέδειξε υπό ποια έννοια ο αποκλειστικός χαρακτήρας της παροχής της εγγύησης του Δημοσίου είναι ικανός να την αποτρέψει από το να εγκατασταθεί στη Φινλανδία ή από το να παρέχει υπηρεσίες από και προς τη χώρα αυτή. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Ryanair δεν προσδιόρισε τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα η επίμαχη ατομική ενίσχυση να παράγει περιοριστικά αποτελέσματα τα οποία υπερβαίνουν το όριο ενεργοποίησης της απαγόρευσης του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ αλλά τα οποία είναι παρ όλα αυτά αναγκαία και αναλογικά για την άρση της σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας την οποία προκάλεσε η πανδημία της Covid-19 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β ΣΛΕΕ.Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τέλος ως αβάσιμο τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και διαπιστώνει ότι παρέλκει η εξέταση του βασίμου του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ.1Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου Covid-19 ΕΕ 2020 C 91 I σ. 1 τροποποιηθείσα στις 3 Απριλίου 2020 ΕΕ 2020 C 112 I σ. 1.2Απόφαση C2020 3387 τελικό της Επιτροπής της 18ης Μαΐου 2020 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56812 2020N Φινλανδία COVID19 Εγγύηση του Δημοσίου υπέρ της Finnair.3Στην απόφαση που εξέδωσε στις 17 Φεβρουαρίου 2021 Ryanair κατά Επιτροπής T-23820 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 1621 το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ανάλογη εξέταση της νομιμότητας του καθεστώτος κρατικής ενισχύσεως που θέσπισε η Σουηδία προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της πανδημίας της νόσου Covid-19 στην αγορά των αεροπορικών μεταφορών στη Σουηδία. Στις αποφάσεις που εξέδωσε στις 14 Απριλίου 2021 Ryanair κατά Επιτροπής T-37820 και Ryanair κατά Επιτροπής T-37920 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 5221 το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει επιπλέον δύο χωριστά μέτρα ατομικής ενίσχυσης βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 2 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ.ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 5221Λουξεμβούργο 14 Απριλίου 2021Αποφάσεις στις υποθέσεις T-37820Ryanair DAC κατά Επιτροπής και T-37920 Ryanair DAC κατά ΕπιτροπήςΕίναι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης τα μέτρα ενίσχυσης που έθεσαν σε εφαρμογή η Σουηδία και η Δανία υπέρ της SAS για τις ζημίες που προκλήθηκαν από την ακύρωση ή τον εκ νέου προγραμματισμό των πτήσεών της κατόπιν της επιβολής περιορισμών στις μετακινήσεις λόγω της πανδημίας Covid-19Λαμβανομένου υπόψη ότι η SAS κατέχει μερίδιο αγοράς σημαντικά υψηλότερο από εκείνο του πλησιέστερου ανταγωνιστή της στα δύο αυτά κράτη μέλη οι ενισχύσεις δεν συνιστούν παράνομη δυσμενή διάκρισηΤον Απρίλιο του 2020 η Δανία και η Σουηδία κοινοποίησαν στην Επιτροπή δύο χωριστά μέτρα ενίσχυσης υπέρ της εταιρίας SAS AB καθένα από τα οποία συνίστατο σε εγγύηση επί πίστωσης με ανανεώσιμο πιστωτικό όριο ανώτατου ποσού 15 δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών SEK1. Σκοπός των εν λόγω μέτρων ήταν να αποκατασταθεί εν μέρει η ζημία που υπέστη η SAS από την ακύρωση ή τον εκ νέου προγραμματισμό των πτήσεών της κατόπιν της επιβολής περιορισμών στις μετακινήσεις εν μέσω της πανδημίας Covid-19.Με αποφάσεις της 15ης Απριλίου 20202 και της 24ης Απριλίου 20203 η Επιτροπή χαρακτήρισε τα κοινοποιηθέντα μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις4 συμβατές με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 2 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά.Η αεροπορική εταιρία Ryanair άσκησε προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων τις οποίες όμως απορρίπτει το δέκατο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό το εν λόγω τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου επικυρώνει για πρώτη φορά τη νομιμότητα ατομικών μέτρων ενίσχυσης που ελήφθησαν για την άρση των συνεπειών της πανδημίας Covid-19 σε σχέση με το άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ5.Εκτίμηση του Γενικού ΔικαστηρίουΤο Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει πρώτον τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι οι χορηγηθείσες ενισχύσεις δεν είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά επειδή προορίζονται για την επανόρθωση της ζημίας που υπέστη μία μόνο εταιρία. Συναφώς το Γενικό Δικαστήριο αποσαφηνίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ η ενίσχυση μπορεί να αποσκοπεί στην επανόρθωση ζημιών που προκλήθηκαν από έκτακτο γεγονός ακόμη και αν από αυτήν επωφελείται μία μόνο ατομική επιχείρηση χωρίς να επανορθώνονται όλες οι ζημίες που προκλήθηκαν από το εν λόγω γεγονός. Επομένως η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκ του γεγονότος και μόνον ότι τα μέτρα ενίσχυσης υπέρ της SAS δεν ίσχυαν για όλους τους ζημιωθέντες από την πανδημία Covid-19.Δεύτερον το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίον η Ryanair αμφισβητεί ότι τα μέτρα ενίσχυσης είναι ανάλογα προς τις ζημίες που υπέστη η SAS λόγω της πανδημίας Covid-19. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ αρχάς ότι το άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ παρέχει τη δυνατότητα αντιστάθμισης μόνον των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται άμεσα από θεομηνίες ή από άλλα έκτακτα γεγονότα. Τούτου δοθέντος λαμβανομένου υπόψη του εξελικτικού χαρακτήρα της πανδημίας και της ποσοτικοποίησης βάσει προβολής στο μέλλον της ζημίας που προκλήθηκε στη SAS από την πανδημία η Επιτροπή παρέθεσε με επαρκή ακρίβεια μέθοδο υπολογισμού για την εκτίμηση της εν λόγω ζημίας με την οποία μπορούσε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης6. Στο πλαίσιο αυτό το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει περαιτέρω τη δέσμευση της Δανίας και της Σουηδίας να προβούν σε εκ των υστέρων εκτίμηση της ζημίας που πράγματι υπέστη η SAS το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2021 και να ζητήσουν ενδεχομένως από αυτήν την επιστροφή του ποσού της ενίσχυσης που θα υπερβαίνει το ποσό της ζημίας λαμβανομένων υπόψη όλων των ενισχύσεων που μπορεί να έχει λάβει η SAS λόγω της πανδημίας Covid-19 συμπεριλαμβανομένων και των ενισχύσεων από αλλοδαπές αρχές.Τρίτον το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως που αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων. Συγκεκριμένα η εκάστοτε ατομική ενίσχυση εισάγει ως εκ της φύσεώς της διαφορετική μεταχείριση η οποία μπορεί να συνιστά ακόμη και δυσμενή διάκριση είναι δε εγγενής στον ατομικό χαρακτήρα του μέτρου. Το να υποστηριχθεί ότι μια τέτοια ενίσχυση είναι αντίθετη προς την αρχή της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων ισοδυναμεί με συστηματική αμφισβήτηση της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά κάθε ατομικής ενίσχυσης ενώ το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη να χορηγούν τέτοιες ενισχύσεις υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι όροι του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.Επιπλέον ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διαφορετική μεταχείριση που εισάγουν τα επίμαχα μέτρα μπορεί να εξομοιωθεί με δυσμενή διάκριση κατ εφαρμογήν της αρχής αυτής η διάκριση αυτή μπορεί να δικαιολογείται αν είναι αναγκαία κατάλληλη και αναλογική για την επίτευξη θεμιτού σκοπού. Ομοίως στο μέτρο που η Ryanair επικαλείται το άρθρο 18 ΣΛΕΕ το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί εξάλλου ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους. Δεδομένου όμως ότι το άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ περιλαμβάνεται κατά το Γενικό Δικαστήριο στις ειδικές διατάξεις των Συνθηκών το δικαιοδοτικό όργανο συνεχίζει την εξέταση των επίμαχων μέτρων επί της βάσης αυτής.Συναφώς το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει αφενός ότι ο σκοπός των επίμαχων μέτρων πληροί τους όρους που θέτει το άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ στο μέτρο που αποσκοπεί πράγματι στην εν μέρει επανόρθωση των ζημιών που υπέστη η SAS από έκτακτο γεγονός δηλαδή από την πανδημία Covid-19. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει αφετέρου ότι η διαφορετική μεταχείριση υπέρ της SAS είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού των εν λόγω μέτρων και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο λαμβανομένου υπόψη ότι η SAS κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στη Δανία και στη Σουηδία και ότι το μερίδιο αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνο του πλησιέστερου ανταγωνιστή της στις δύο αυτές χώρες.Τέταρτον το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τις αποφάσεις της Επιτροπής σε σχέση με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης. Στο πλαίσιο αυτό το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Ryanair δεν αποδεικνύει γιατί ο αποκλειστικός χαρακτήρας του μέτρου είναι ικανός να την αποτρέψει από την εγκατάσταση στη Δανία ή στη Σουηδία ή από την παροχή υπηρεσιών από και προς τις χώρες αυτές.Όσον αφορά την υπόθεση T-37920 το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει εξάλλου ότι το κοινοποιηθέν από τη Σουηδία μέτρο ενίσχυσης έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με το σουηδικό καθεστώς ενισχύσεων το οποίο θεσπίσθηκε βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας της Σουηδίας που προκλήθηκε από την πανδημία Covid-197. Ωστόσο το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί για τον λόγο αυτόν να αποσκοπεί στην επανόρθωση ενός έκτακτου γεγονότος κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ. Συναφώς το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν αντιτίθεται σε ταυτόχρονη εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 2 στοιχείο β και του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καθεμίας από τις δύο αυτές διατάξεις. Τούτο ισχύει ιδίως όταν τα γεγονότα και οι περιστάσεις που συνεπάγονται σοβαρή διαταραχή της οικονομίας οφείλονται σε έκτακτο γεγονός.Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τέλος ως αβάσιμους τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και διαπιστώνει ότι δεν είναι αναγκαία η εξέταση του βασίμου του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ.1Το μέτρο ενίσχυσης που θέσπισε η Σουηδία συνιστά ατομική ενίσχυση την οποία η Σουηδία αποφάσισε να χορηγήσει στη SAS ως εταιρία επιλέξιμη για το καθεστώς εγγυήσεως δανείων που αποσκοπεί στην υποστήριξη όλων των σουηδικών αεροπορικών εταιριών εν μέσω της πανδημίας Covid-19. Το καθεστώς αυτό είχε κοινοποιήσει η Σουηδία στην Επιτροπή σε ημερομηνία προγενέστερη από εκείνη της κοινοποίησης του ατομικού μέτρου ενίσχυσης και είχε εγκριθεί από την Επιτροπή στις 11 Απριλίου 2020 δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ.2Απόφαση C2020 2416 τελικό της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56765 2020N Δανία Αποζημίωση για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στη SAS από την πανδημία Covid-19.3Απόφαση C2020 2784 τελικό της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56812 2020N Σουηδία Αποζημίωση για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στη SAS από την πανδημία Covid-19.4Κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.5Με την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2021 Ryanair κατά Επιτροπής T-25920 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 1721 το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ανάλογη εξέταση της νομιμότητας ενός καθεστώτος κρατικής ενίσχυσης που θέσπισε η Γαλλία για την άρση των συνεπειών της πανδημίας Covid-19 στη γαλλική αγορά αεροπορικών μεταφορών. Με την απόφαση της 14ης Απριλίου 2021 Ryanair κατά Επιτροπής T-38820 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 5321 το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε άλλο μέτρο ατομικής ενίσχυσης βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β΄ ΣΛΕΕ.6Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η έκταση της ζημίας που υπέστη η SAS αντιστοιχεί στην απώλεια προστιθέμενης αξίας η οποία συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των εσόδων της περιόδου από τον Μάρτιο 2019 έως τον Φεβρουάριο 2020 και των εσόδων της περιόδου από τον Μάρτιο 2020 έως τον Φεβρουάριο 2021 από την οποία αφαιρέθηκαν αφενός οι μεταβλητές εξοικονομούμενες δαπάνες οι οποίες υπολογίσθηκαν βάσει των δαπανών του διαστήματος μεταξύ Μαρτίου 2019 και Φεβρουαρίου 2020 και αφετέρου το περιθώριο κέρδους που αφορά την απώλεια εσόδων. Βάσει προσωρινής εκτίμησης η οποία διενεργήθηκε λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της εναέριας κυκλοφορίας κατά 50 έως 60 για την περίοδο μεταξύ Μαρτίου 2020 και Φεβρουαρίου 2021 σε σχέση με την περίοδο μεταξύ Μαρτίου 2019 και Φεβρουαρίου 2020 το ύψος της ζημίας υπολογίστηκε ότι κυμαίνεται μεταξύ 5 και 15 δισεκατομμυρίων SEK.7Το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2021 Ryanair κατά Επιτροπής T-23820 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 1621 απέρριψε την προσφυγή της Ryanair κατά της απόφασης της Επιτροπής με την οποία κρίθηκε συμβατό με την εσωτερικό αγορά το σουηδικό καθεστώς ενίσχυσης.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Αρείου Πάγου κατ εξαίρεση λόγω εκδήλωσης εντόνου ενδιαφέροντος από το Νομικό κόσμο της χώρας και από μεγάλο αριθμό πολιτών αναρτάται η υπ αριθμ 362020 γνωμοδοτική απόφαση της Ολομελείας.Με την εν λόγω απόφαση η Ολομέλεια ΓΝΩΜΟΔΟΤΕΙ ΟΜΟΦΩΝΑ ότι είναι σκόπιμες και συνταγματικά επιτρεπτές οι υπό νομοθέτηση ρυθμίσεις με το άρθρο 1 του σχεδίου νόμου νόμος 47452020 για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν.38692010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και λοιπές διατάξεις αφού ληφθούν υπόψη οι επισημάνσεις που διατυπώθηκαν στην εισήγηση και ειδικότερα η αναγκαιότητα κάλυψης των υπαρχουσών κενών οργανικών θέσεων ειρηνοδικών προς αποφυγή υπερχρέωσης των υπηρετούντων δικαστών.Δείτε ή κατεβάστε από εδώ την απόφαση 362020 O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. Κατεβάστε την απόφαση από εδώ Download PDF.
Πηγή Διοικητικό Πρωτοδικείο ΑθηνώνΔΠΑ 10032021 18ο ΤμήμαΕΦΚΑ ΚΕΔΕ Αλληλέγγυα ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπαΗ διάταξη του άρθρου 31 ν. 43212015 εφαρμόζεται για ασφαλιστικές εισφορές οφειλόμενες από 01.01.2014 και εφεξής. Για το διάστημα έως 31.12.2013 η αλληλέγγυος ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα διαμορφώνεται σύμφωνα με τους περιορισμούς του άρθρου 115 παρ. 1 και 3. Η αλληλέγγυος ευθύνη διοικούντος νομικό πρόσωπο δεν εκτείνεται σε διάστημα μετά το χρόνο παραιτήσεως ή παύσεως αυτού ανεξαρτήτως της δημοσιοποίησης με σχετική καταχώριση των στοιχείων αυτών. 16. Επειδή από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας καθώς και όσων έχουν εκτεθεί στις σκέψεις 8 9 και 11 της παρούσας αποφάσεως ανακύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για την έκταση της ευθύνης της ανακόπτουσας βάσει των διατάξεων των άρθρων 69 παρ. 2 του ν. 26761999 σε συνδυασμό με το άρθρο 115 του ν. 22381994 καθώς και του άρθρου 31 του ν. 43212015 με αποτέλεσμα να προτάσσεται για την οικονομία της όλης διαδικασίας και την αποτελεσματικότερη επίλυση της υπό κρίση διαφοράς σταθμίζοντας παραλλήλως και το δημόσιο συμφέρον για την επίκαιρη είσπραξη των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών η αποσαφήνιση του εύρους της ευθύνης της ανακόπτουσας ως τρίτου προσώπου. Συνακολούθως όσον αφορά στην εν γένει ευθύνη της η ανακόπτουσα διετέλεσε Διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρείας για το χρονικό διάστημα από 28.09.2004 έως 26.06.2013 γεγονός που συνομολογεί με το έγγραφο απόψεών του και το καθ ου νπδδ. Η ανακόπτουσα δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό της ότι δεν εγνώριζε την εκλογή της στην ανωτέρω θέση καθ όλο το χρονικό διάστημα εφ όσον δεν προσκομίζει έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ότι αυτή ουδέποτε συμμετείχε στις εργασίες της ανωτέρω εταιρείας Πρακτικά Γενικής Συνελεύσεως Πρακτικά Δ.Σ. κ.λπ. ή δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες να έχει κριθεί η πλαστότητα της υπογραφής της σε αντίστοιχα έγγραφα της εταιρείας. Εξ άλλου λαμβάνοντας υπόψη του συνολικού χρόνου των περίπου 9 ετών καθώς και των όσων αναφέρει η ανακόπτουσα ότι μέλη της εταιρείας είναι πρόσωπα του στενού οικογενειακού της κύκλου πατέρας και αδερφές πλήττεται η αξιοπιστία του ισχυρισμού της ανακόπτουσας ότι δεν εγνώριζε την εν γένει συμμετοχή της στο Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρείας. Επίσης δεν ασκεί επιρροή στην ευθύνη της εκ των διατάξεων των άρθρων 69 παρ. 2 του ν. 26761999 σε συνδυασμό με το άρθρο 115 του ν. 22381994 καθώς και του άρθρου 31 του ν. 43212015 το ότι αυτή υπηρετεί με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα διότι το σχετικώς προβληθέν ασυμβίβαστο βάσει των διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα αφορά την υπαλληλική της σχέση και όχι την εκ του νόμου πηγάζουσα ευθύνη υπό άλλη ιδιότητα. Επιπλέον των ανωτέρω σύμφωνα με τις προεκτεθείσες στη 12η σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις του Καταστατικού της εταιρείας η θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου δεν αποτελούσε τιμητικό τίτλο αλλά επεφύλασσε συγκεκριμένες εξουσίες για την ομαλή διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας αυτής με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται η αλληλέγγυος ευθύνη της ανακόπτουσας. Ωστόσο η ευθύνη αυτή δεν μπορεί να επεκταθεί σε χρονικό διάστημα πέραν της 26ης.06.2013 κατά το οποίο η ανακόπτουσα υπέβαλε την παραίτησή της από το Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρείας ιδίως εφ όσον αυτή επέδωσε την 03η.07.2013 στο Υποκατάστημα ΙΚΑ ΕΤΑΜ το έγγραφο παραιτήσεως χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η σχετική ανακοίνωση στο ΓΕΜΗ έλαβε χώρα το 2016 και η σχετική ενημέρωση του μητρώου εργοδοτών του καθ ου νπδδ έλαβε χώρα την 29η.08.2016. Τούτο έχει ως συνέπεια ότι οποιαδήποτε οφειλή της ανωτέρω εταιρείας από ασφαλιστικές εισφορές γεννηθείσα μετά την 26η.06.2013 δεν μπορεί να εισπραχθεί βάσει των διατάξεων των άρθρων 69 παρ. 2 του ν. 26761999 σε συνδυασμό με το άρθρο 115 του ν. 22381994 καθώς και του άρθρου 31 του ν. 43212015 με έκδοση και κοινοποίηση ατομικής ειδοποιήσεως εις βάρος της ανακόπτουσας ή με επιβολή κατασχέσεως εις βάρος της περιουσίας της ανακόπτουσας. ... κατά τα γενόμενα δεκτά στην 11η σκέψη της παρούσας αποφάσεως ευθύνη του προσώπου που διοικεί ανώνυμη εταιρεία για χρέος της τελευταίας ανεξαρτήτως από το χρόνο βεβαιώσεώς του θεσπίζεται εις βάρος μόνον του προσώπου που βρίσκεται στη διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας κατά το χρόνο της διαλύσεώς της άλλως κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της η ευθύνη περιορίζεται σε χρέη από παρακρατούμενα ποσά εισφορών. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από στοιχείο του φακέλου ότι κατά το χρόνο επιβολής των επίδικων κατασχέσεων η εταιρεία είχε διαλυθεί. Δοθέντος όμως ότι σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 5 του α.ν. 18461951 κατά την πληρωμή των μισθών στους παρέχοντες εξαρτημένη εργασία ο εργοδότης υποχρεούται να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς το εάν όλα ή κάποια από τα ποσά που εκλήθη η ανακόπτουσα να καταβάλει αποτελούνται αμιγώς ή εν μέρει από ποσά εισφορών που είχαν ήδη παρακρατηθεί ή έπρεπε να παρακρατηθούν κατά το χρόνο που διετέλεσε αυτή Διευθύνουσα Σύμβουλος και δεν παρεκρατήθησαν και ειδικότερα εάν η ανακόπτουσα είχε την κρίσιμη ιδιότητα του διοικούντος προσώπου από τη λήξη της προθεσμίας αποδόσεως των εισφορών και μετά στην περίπτωση που είχε γίνει η παρακράτηση των σχετικών εισφορών ή αν είχε την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακρατήσεως των εισφορών που δεν παρεκρατήθησαν. Από τα έγγραφα όμως του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτουν στοιχεία ικανά να στηρίξουν ασφαλή δικανική πεποίθηση για την ένδικη διαφορά ως προς το σκέλος αυτό. Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να διατάξει τη διενέργεια επανελέγχου ως προς τα ανωτέρω κρίσιμα ζητήματα κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Πηγή Διοικητικό Πρωτοδικείο ΑθηνώνΔΠΑ 15472021 3ο ΤμήμαΤο έγγραφο αυτό παράγει μεν ως δημόσιο έγγραφο κατ άρθρο 171 του ΚΔΔ πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από το ίδιο το δημόσιο όργανο ή ενώπιόν του πλην όμως δεν παράγει πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία που τα ελεγκτικά όργανα πρέπει να ερευνήσουν αυτεπαγγέλτως λόγω των καθηκόντων τους για τα οποία επιτρέπεται ανταπόδειξη πρβλ. ΣτΕ 33452015 ΣτΕ 29362011 ΣτΕ 13822009 όπως εν προκειμένω ως προς την ιδιότητα των ευρισκομένων κατά τον έλεγχο σε επιχείρηση ως εργαζόμενων.Στην προκειμένη περίπτωση με το δελτίο ελέγχου βεβαιώνεται μεν η παρουσία των συγκεκριμένων προσώπων στο χώρο της ατομικής επιχείρησης του προσφεύγοντος αναφέρεται όμως μόνο το όνομα και η ημερομηνία γέννησης αυτών ενώ δεν καταγράφεται η ημερομηνία πρόσληψης αυτών ούτε παρατίθενται οποιαδήποτε πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η Επιθεωρήτρια Εργασίας προκειμένου να συνάγει ότι τα πρόσωπα αυτά έφεραν πράγματι την ιδιότητα του εργαζόμενου. Πιο συγκεκριμένα δεν εξειδικεύεται εάν υπήρξε οποιαδήποτε παραδοχή των ίδιων ή δήλωση τρίτων προσώπων για την εργασιακή σχέση ούτε άλλωστε προκύπτει ότι κατά το χρόνο του ελέγχου αυτοί κατελήφθησαν να εκτελούν συγκεκριμένες εργασίες οι οποίες συνηγορούν ή προσιδιάζουν έστω υπέρ της ιδιότητας των εργαζομένων πρβλ. ΔΕφΑθ 38502018 ΔΕφΘεσσ 18812018 ή εάν τα πρόσωπα αυτά βρίσκονταν στο μεσιτικό γραφείο χωρίς περαιτέρω εργασιακή δραστηριότητα δεδομένου ότι η απλή παρουσία εκεί δεν αποτελεί απόδειξη της απασχόλησής τους. Εξάλλου το ανωτέρω συμπέρασμα δε συνεπικουρείται από άλλα στοιχεία του διοικητικού φακέλου από τα οποία να αποδεικνύεται με βεβαιότητα και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης ότι οι πράγματι απασχολούνταν στο μεσιτικό γραφείο του προσφεύγοντος.Υπό τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο κρίνει πως δεν αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο του διενεργηθέντος ελέγχου οι αναφερόμενοι στο ανωτέρω δελτίο ελέγχου ως εργαζόμενοι συνδέονταν με τον προσφεύγοντα με σχέση εξαρτημένης εργασίας και ως εκ τούτου ο προσφεύγων δεν είχε υποχρέωση καταχώρισής τους σε πίνακα προσωπικού. Ακυρώνει πράξη επιβολής προστίμου.
Σύμφωνα με την ατομική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 462021 η οποία έχει γίνει αποδεκτή στο συντελεστή στάθμισης της κλίμακας ισοδυναμίας του οικογενειακού διαθέσιμου εισοδήματος φοιτήτριας που αιτείται απαλλαγή από τέλη φοίτησης πρέπει να υπολογιστούν και τα συνοικούντα με το σύζυγό της τέκνα από προηγούμενο γάμο ως εξαρτώμενα τέκνα του άρθρου 2 παρ. 3 της υπ αριθμ. 131757Ζ12-8-2018 απόφασης του Υπουργού Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων Περί απαλλαγής από τα τέλη φοίτησης φοιτητών Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών των Ελληνικών Α.Ε.Ι..Δείτε τη ΝΣΚ 462021 από το αρχείο του κόμβου
Πηγή Διοικητικό Πρωτοδικείο ΑθηνώνΦορολογία εισοδήματος φ.π. - συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση - παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου επί δικαστικής ακύρωσης φύλλου ελέγχου - εξωλογιστικός προσδιορισμός - ne bis in idem.ΔΠΑ 11832021 27ο ΤμήμαΠροσφυγή φυσικού προσώπου κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ενδικοφανούς προσφυγής του. Η τελευταία στρεφόταν κατά των πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος με τις οποίες του καταλογίστηκε διαφορά κύριου φόρου και πρόσθετος φόρος για τις χρήσεις 1992 έως 2003 οικ. έτη 1993 έως 2004 αντίστοιχα από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ....... Οι πράξεις αυτές είχαν εκδοθεί κατ επανάληψη της διαδικασίας κατόπιν δικαστικής ακύρωσης των αντίστοιχων αρχικών φύλλων ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ...... διότι ο προσφεύγων δεν είχε κληθεί σε ακρόαση πριν την έκδοσή τους.Σύμφωνα με τα άρθρα 88 99 παρ. 1 και 198 του Κ.Δ.Δ. η διοίκηση υποχρεούται να συμμορφώνεται προς οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου εκδοθείσα επί προσφυγής ακόμη και αν αυτή έχει προσβληθεί με έφεση η άσκηση της οποίας μη αναστέλλουσα την εκτέλεση της απόφασης δεν αποκλείει την έκδοση νέας πράξης περί του αυτού αντικειμένου πρβλ. ΣτΕ 5922019 ΣτΕ 35782013 ΣτΕ 20022009 ΣτΕ 12402008. Επομένως νομίμως ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Χολαργού Αττικής μετά την έκδοση των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώθηκαν τα αρχικά φύλλα ελέγχου λόγω παράβασης του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος παράλληλα με την άσκηση εφέσεων κατ αυτών από το καθ ου Ελληνικό Δημόσιο προέβη στην έκδοση των ένδικων οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τις ίδιες χρήσεις απαλλαγμένων από την πλημμέλεια για την οποία ακυρώθηκαν τα αρχικά φύλλα ελέγχου εφόσον τούτο δεν αποκλειόταν από τη φύση της διαγνωσθείσας πλημμέλειας πρβλ. Σ.τ.Ε. 2657-82018 ΣτΕ 14412018 757-82018 ΣτΕ 3892018 ΣτΕ 3372018 ΣτΕ 32592017 2282-52017.Περαιτέρω η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου εισοδήματος στην ένδικη υπόθεση κρίνεται σε δύο στάδια ήτοι αφενός αν κατά το χρόνο έκδοσης και κοινοποίησης των αρχικών φύλλων ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ....... στον προσφεύγοντα είχε παραγραφεί το δικαίωμά του προς επιβολή φόρου εισοδήματος και αφετέρου αν μετά την έκδοση των αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με τις οποίες ακυρώθηκαν τα εν λόγω φύλλα ελέγχου οι πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος εκδοθείσες κατ επανάληψη της διαδικασίας για τα ένδικα οικονομικά έτη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ...... εκδόθηκαν και κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα εντός ενός έτους από την κοινοποίηση των ως άνω οριστικών δικαστικών αποφάσεων στον Προϊστάμενο της ως άνω Δ.Ο.Υ. Με βάση τις διατάξεις της παρ. 1 των άρθρων 68 του ν.δ. 33231955 και 84 του ν. 22381994 το δικαίωμα του καθ ου προς επιβολή φόρου υπόκειται κατά κανόνα σε πενταετή παραγραφή που αρχίζει από το τέλος του έτους επίδοσης της σχετικής φορολογικής δήλωσης. Κατ εξαίρεση όμως είναι δυνατή η παρέκταση της πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου σε δεκαετή αν μετά την πάροδο της πενταετίας από το τέλος του έτους επίδοσης της δήλωσης του φορολογουμένου περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής Διοίκησης συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια των άρθρων 51 παρ. 2 περ. α του ν.δ. 33231955 και 68 παρ. 2 παρ. α του ν. 22381994. Τούτο γίνεται παγίως δεκτό ότι ισχύει και στην περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει ακολουθήσει για ορισμένη ή ορισμένες χρήσεις τη διαδικασία της περαίωσης πρβλ. Σ.τ.Ε. 1628 ΣτΕ 16272019 1494 ΣτΕ 14932019. Στην κρινόμενη υπόθεση για τις χρήσεις 1992 1993 1997 και 1998 είχε παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου προς έκδοση των αρχικών φύλλων ελέγχου για την επιβολή φόρου εισοδήματος με συνέπεια μη νομίμως μετά τη δικαστική ακύρωσή τους το καθ ου να προβεί στην έκδοση των αντίστοιχων πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος. Αντιθέτως για τις χρήσεις 1994 1995 1996 1999 2000 2001 2002 και 2003 δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή το δικαίωμα του καθ ου προς επιβολή φόρου με την έκδοση των αρχικών φύλλων ελέγχου και κατ αποτέλεσμα νομίμως το καθ ου μετά τη δικαστική ακύρωσή τους εξέδωσε και κοινοποίησε στον προσφεύγοντα τις αντίστοιχες πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος.Ακολούθως το δικαστήριο που δικάζει υπόθεση σχετική με το φόρο εισοδήματος κρίνει παρεμπιπτόντως το ζήτημα αν υπάρχει ή όχι παράβαση του Κ.Β.Σ. εξαιτίας της οποίας τα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία κρίνονται ως ανακριβή ή ανεπαρκή με περαιτέρω συνέπεια να προσδιορίζονται εξωλογιστικώς τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη της δραστηριότητάς του εφόσον δεν έχει κριθεί το σχετικό ζήτημα με δικαστική απόφαση που να παράγει δεδικασμένο πρβλ. ΣτΕ 9832020 292 ΣτΕ 2912018 ΣτΕ 25672017 7μ. ΣτΕ 1172013 ΣτΕ 29852011. Εξάλλου για την απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων του επιτηδευματία και τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματός του δεν αρκεί οποιαδήποτε πλημμέλεια αυτών αλλά απαιτείται οι διαπιστούμενες πλημμέλειες να καθιστούν αδύνατη την διενέργεια των προσηκουσών ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο τον λογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων του σύμφωνα με τη σχετική για το θέμα αυτό αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής πρβλ. ΣτΕ 15752019 1829 ΣτΕ 1162016 ΣτΕ 662015 ΣτΕ 31702013 1337 1134 ΣτΕ 72012. Εν προκειμένω στη σχετική έκθεση ελέγχου αναφέρεται ότι για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων του προσφεύγοντος ελήφθησαν υπόψη το σύνολο των κατά διαχειριστική περίοδο αποκρυβέντων εσόδων τα οποία σε ύψος είναι πολλαπλάσια από τα δηλωθέντα και φορολογηθέντα ακαθάριστα έσοδα και το σύνολο των κατά διαχειριστική περίοδο αποκρυβέντων εξόδων που επίσης είναι ιδιαίτερα υψηλό. Τα ανωτέρω θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σε συνδυασμό με τη φύση των διαπιστωθέντων παραβάσεων του Κ.Β.Σ. εκ μέρους του προσφεύγοντος οι οποίες αφορούν σε περιπτώσεις μη έκδοσης αποδείξεων παροχής υπηρεσιών επί εισπράξεων αμοιβών έκδοσης ανακριβών αποδείξεων παροχής υπηρεσιών καταβολής αμοιβών χωρίς να ληφθούν τα αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία και μη έκδοσης αποδείξεων για καταβληθείσες δαπάνες ήτοι πρόκειται για πλημμέλειες οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τα αποτελέσματα των βιβλίων που τηρούσε ο προσφεύγων για τις ένδικες χρήσεις. Συνεπώς νομίμως η φορολογική Διοίκηση προέβη σε εξωλογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος του προσφεύγοντος λόγω της τήρησης ανεπίσημων εγγράφων τα οποία κατασχέθηκαν από τους ελεγκτές του Σ.Δ.Ο.Ε. και από τα οποία προέκυψε απόκρυψη φορολογητέας ύλης μεγάλου ύψους εκ μέρους του αφού κλονίστηκε δικαιολογημένα η εμπιστοσύνη της φορολογικής αρχής στα δηλωθέντα δεδομένα και στοιχεία με συνέπεια την αδυναμία διενέργειας έγκυρων ελεγκτικών επαληθεύσεων χωρίς να τίθεται ζήτημα ασυμφωνίας προς το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. των διατάξεων των άρθρων 30 και 32 του ν. 22381994 αφού όπως έχει κριθεί ο εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος συνιστά μέθοδο εξεύρεσης των οικονομικών αποτελεσμάτων και όχι κύρωση βλ. ΣτΕ 2392020 ΣτΕ 7852020.Τέλος για να συντρέχει περίπτωση παραβίασης του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αρχή ne bis in idem απαιτείται α να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους β οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι ποινικές κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel κατ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως ποινικές και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα ενόψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ήκαι του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων γ η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και δ οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά βλ. ΣτΕ 3592020 Ολ. ΣτΕ 9512018 7μ. ΣτΕ 1752018 ΣτΕ 29872017 7μ. ΣτΕ 6802017 7μ.. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ τα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις έχουν ποινικό χαρακτήρα βάσει του κριτηρίου της φύσης του αδικήματος ακόμα και αν είναι το ύψος τους πολύ χαμηλό πρβλ. ΕΔΔΑ Μειζ. Σύνθ. 23.11.2006 7350301 Jussila κατά Φινλανδίας. Στην υπό κρίση υπόθεση μολονότι η διαδικασία του ελέγχου για την εφαρμογή των διατάξεων της νομοθεσίας για τη φορολογία εισοδήματος και του καταλογισμού φόρου εισοδήματος και πρόσθετων φόρων είναι διακεκριμένη σε σχέση με εκείνη για τις παραβάσεις του Κ.Β.Σ. που οδήγησε στην επιβολή προστίμων σε βάρος του προσφεύγοντος καμία εξ αυτών δεν έχει περατωθεί αμετακλήτως ενώ μολονότι στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου δεν αφορούν στην ίδια κατ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά διότι οι πρόσθετοι φόροι αποτελούν αποζημίωση του Δημοσίου για τη ζημία που υπέστη από την ανακριβή δήλωση ενώ τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. επιβάλλονται για τη μη συμμόρφωση του προσφεύγοντος προς τις διατάξεις του Π.Δ. 1861992. Σχετικά με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη για τις οφειλές του προς το Δημόσιο αυτή συνιστά μεν διακριτή διαδικασία πλην όμως δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας ότι έχει ασκηθεί πράγματι σε βάρος του ποινική δίωξη.Το Δικαστήριο δέχεται εν μέρει την κρινόμενη προσφυγή.
Πηγή Διοικητικό Πρωτοδικείο ΑθηνώνΔΠΑ 153042020 18ο Τμήμα εν όψει των διατάξεων που εξετέθησαν και ερμηνεύθησαν ανωτέρω και των ως άνω πραγματικών περιστατικών η έκδοση ταμειακών βεβαιώσεων που αποτελεί το πρώτο στάδιο για την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος θανόντος υποχρέου όταν δεν προσδιορίζεται από το περιεχόμενο αυτών με σαφήνεια το πρόσωπο των κληρονόμων του υποχρέου και το ύψος του οφειλόμενου από έκαστο κληρονόμο και όχι κληροδόχο ο οποίος δεν ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομίας ποσού αναλόγως της κληρονομικής του μερίδας είναι άκυρη. Εν προκειμένω από το περιεχόμενο της από 03.11.2008 ιδιόγραφης διαθήκης προκύπτει ότι το ανακόπτον νπιδ εγκατεστάθη ως κληροδόχος συγκεκριμένου πράγματος εν προκειμένω ενός γραφείου επιφάνειας 33.76 τ.μ. και όχι ως κληρονόμος της καθ όσον το υπόλοιπο της περιουσίας της εκληρονόμησαν έτερα έξι φυσικά και ένα νομικό πρόσωπο. Επομένως ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το ανακόπτον νπιδ κατέστη με την προαναφερθείσα διαθήκη κληροδόχος της και όχι κληρονόμος αυτής και άρα δεν ευθύνεται για την καταβολή των φορολογικών υποχρεώσεων της αποβιώσασας εφ όσον οι ως άνω ταμειακές βεβαιώσεις έχουν συνταγεί μετά το θάνατό της ήτοι στις 19-03-2013 και άρα φέρεται ως οφειλέτιδα η ήτοι μη υπαρκτό πρόσωπο αυτές καθίστανται άκυρες. Ειδικότερα εν προκειμένω η φορολογική άρχη ώφειλε ως εκ του χρόνου επαγωγής της κληρονομίας 19-03-2013 να συντάξει μετά την έκδοση των σχετικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων ταμειακές βεβαιώσεις στο όνομα εκάστου κληρονόμου της στις οποίες τα αναγραφόμενα ποσά συνολικής οφειλής θα είχαν επιμεριστεί κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας των οποίων το περιεχόμενο θα εκοινοποιούσε στους εκάστοτε υποχρέους με την αποστολή ατομικής ειδοποιήσεως καταβολής υπερημερίας επί της οποίας τα αναγραφόμενα ποσά θα ήταν επιμερισμένα και δεν θα ανήγοντο στο σύνολο της φορολογικής οφειλής. Συνακολούθως άκυρη καθίσταται και η συμπροσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση εφ όσον αυτή αφ ενός εδράζεται σε άκυρες κατά τα ανωτέρω ταμειακές βεβαιώσεις και αφ ετέρου καλεί το ανακόπτον νπιδ να καταβάλει το σύνολο των φορολογικών υποχρεώσεων της αποβιώσασας .
Πηγή Διοικητικό Πρωτοδικείο ΑθηνώνΔΠΑ 22302020 3ο ΤμήμαΠερίπτωση νόμιμα αποδεικνυόμενης συγγνωστής πλάνης κατά την υποβολή δήλωσης ακινήτων Ε9 όταν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς το ποσοστό συνιδιοκτησίας επί των δηλωθέντων ακινήτων και συγκεκριμένα όταν το κληρονομικό δικαίωμα βάσει ιδιόγραφης διαθήκης της δηλούσας ήταν ασαφές όπως κρίθηκε με απόφαση του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου που απέρριψε αίτησή της για έκδοση κληρονομητηρίου.Αποδοχή της προσφυγής και διόρθωση ποσοστού συνιδιοκτησίας κληρονομιαίων ακινήτων βάσει τελεσίδικης και νομίμως καταχωρισθείσας στο οικείο κτηματολόγιο απόφασης του αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου περί ερμηνείας διαθήκης.
Το Δικαστήριο της ΕΕ με μια πρόσφατη δίκη του έκρινε ότι η άρνηση παροχής της δυνατότητας έκπτωσης του ΦΠΑ των τιμολογίων καυσίμων προς εταιρίες μεταφορών στα οποία εσφαλμένως αναγράφηκε ο ΦΠΑ είναι αντίθετη με την αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ.Ιστορικό Η P. είναι εταιρία με έδρα στη Λιθουανία η οποία έθετε στη διάθεση λιθουανικών μεταφορικών εταιριών κάρτες καυσίμων που παρείχαν στις εν λόγω μεταφορικές εταιρίες τη δυνατότητα να ανεφοδιάζονται με καύσιμα από ορισμένα πρατήρια καυσίμων στην Πολωνία.Η P. θεωρώντας ότι η εμπορική δραστηριότητά της συνίστατο στην αγορά καυσίμων από πολωνικά πρατήρια καυσίμων με σκοπό τη μεταπώλησή τους σε λιθουανικές μεταφορικές εταιρίες μέσω καρτών καυσίμων εξέδωσε τιμολόγια παράδοσης καυσίμων στις εν λόγω μεταφορικές εταιρίες αναγράφοντας σε αυτά συγκεκριμένο ποσό ΦΠΑ.Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014 ο προϊστάμενος της φορολογικής υπηρεσίας του Biaystok Πολωνία διαπίστωσε την ύπαρξη οφειλής της P. από ΦΠΑ για την περίοδο από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2011 την είσπραξη υπερβάλλοντος φόρου για τις περιόδους από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2011 καθώς και την ύπαρξη ποσού ΦΠΑ προς καταβολή δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 1 του νόμου περί ΦΠΑ. Επιπλέον ο ως άνω προϊστάμενος έκρινε ότι δεν μπορούσε να αναγνωριστεί στην P. δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ επί των εισροών βάσει των τιμολογίων που εκδόθηκαν από τα πρατήρια καυσίμων για την αγορά των καυσίμων.H P. άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της απόφασης αυτής.Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014 ο διευθυντής της φορολογικής διοίκησης του B. ακύρωσε την από 27 Ιουνίου 2014 απόφαση του προϊσταμένου της φορολογικής υπηρεσίας του Biaystok με το αιτιολογικό ότι ο εν λόγω προϊστάμενος καθόρισε τον τόπο φορολόγησης των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας της κύριας δίκης κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου περί ΦΠΑ. Ο διευθυντής αποφάνθηκε περαιτέρω επί της ουσίας της υποθέσεως καθορίζοντας τις φορολογικές υποχρεώσεις της P. όσον αφορά τον ΦΠΑ.Με την από 2 Οκτωβρίου 2014 απόφασή του ο διευθυντής της φορολογικής διοίκησης του B. επιβεβαίωσε όπως και ο προϊστάμενος της φορολογικής αρχής του Biaystok ότι η P. ούτε είχε αγοράσει ούτε είχε παραδώσει καύσιμα εντός της Πολωνίας. Κατ αυτόν τα καύσιμα πωλούνταν απευθείας από τα πολωνικά πρατήρια στις λιθουανικές εταιρίες μεταφορών οι οποίες μέσω των καρτών καυσίμων που αγόραζαν από την P ανεφοδιάζονταν στα πρατήρια αυτά έχοντας πλήρη ελευθερία επιλογής ιδίως όσον αφορά την ποσότητα και το είδος των καυσίμων. Η πραγματική δραστηριότητα της P. συνίστατο επομένως στη χρηματοδότηση μέσω καρτών καυσίμων της αγοράς καυσίμων στα εν λόγω πρατήρια από τις λιθουανικές μεταφορικές εταιρίες. Η δραστηριότητα αυτή αποτελεί χρηματοοικονομική υπηρεσία απαλλασσόμενη από τον ΦΠΑ στην Πολωνία δυνάμει του νόμου περί ΦΠΑ.Εξάλλου στο μέτρο που τα τιμολόγια που εξέδωσε η P. δεν αντιστοιχούσαν στον πραγματικό τρόπο λειτουργίας των δραστηριοτήτων της ο διευθυντής του φορολογικού τμήματος του B. επιβεβαίωσε επίσης ότι δεν μπορούσε να αναγνωριστεί στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ επί των εισροών βάσει των τιμολογίων που εξέδωσαν τα πρατήρια καυσίμων. Έκρινε περαιτέρω ότι τα τιμολόγια πώλησης που εξέδωσε η P. δημιουργούσαν δυνάμει του νόμου περί ΦΠΑ υποχρέωση καταβολής του αναγραφόμενου σε αυτά ποσού ΦΠΑ.Η υπόθεση κατέληξε στο ανώτατο δικαστήριο το οποίο προέβη στα εξής προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ Έχουν το άρθρο 203 της οδηγίας 2006112 καθώς και η αρχή της αναλογικότητας την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 108 παράγραφος 1 του νόμου περί ΦΠΑ σε τιμολόγια με εσφαλμένως αναγραφόμενο ΦΠΑ που εκδόθηκαν καλή τη πίστει από τον υποκείμενο στον φόρο εφόσονη ενέργεια του υποκείμενου στον φόρο δεν συνδέεται με φοροδιαφυγή αλλά οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των κανόνων δικαίου από τα μέρη της συναλλαγής στηριζόμενη στην ερμηνεία που δίδουν στις σχετικές διατάξεις οι φορολογικές αρχές κατά τη συνήθη πρακτική στον εν λόγω τομέα κατά τον χρόνο διενέργειας της συναλλαγής και βάσει της οποίας γίνεται εσφαλμένως δεκτό ότι ο εκδότης του τιμολογίου πραγματοποιεί παράδοση αγαθών ενώ στην πραγματικότητα παρέχει υπηρεσία χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης απαλλασσόμενη από τον ΦΠΑ καιο παραλήπτης του τιμολογίου με τον εσφαλμένως αναγραφόμενο ΦΠΑ θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή του φόρου αυτού σε περίπτωση ορθής τιμολόγησης της πράξης από τον υποκείμενο στον φόρο ο οποίος στην πραγματικότητα παραδίδει αγαθά προς αυτόνΤο ΔΕΕ με τα ακόλουθα σκεπτικά αποφάσισε Με το προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 203 της οδηγίας 2006112 και οι αρχές της αναλογικότητας και της ουδετερότητας του ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει σε καλόπιστο υποκείμενο στον φόρο να προβεί μετά την κίνηση διαδικασίας φορολογικού ελέγχου σε τακτοποίηση τιμολογίων στα οποία εσφαλμένως αναγράφηκε ο ΦΠΑ ακόμη και αν ο παραλήπτης των τιμολογίων αυτών θα είχε δικαίωμα επιστροφής του φόρου αν οι πράξεις που αποτελούν το αντικείμενο των τιμολογίων αυτών είχαν δηλωθεί ορθώς.Όσον αφορά την αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ η αρχή αυτή αποσκοπεί στην πλήρη απαλλαγή του υποκειμένου στον φόρο από το βάρος του ΦΠΑ στο πλαίσιο των οικονομικών δραστηριοτήτων του. Συνεπώς το σύστημα αυτό εξασφαλίζει την πλήρη ουδετερότητα ως προς τη φορολογική επιβάρυνση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων ανεξαρτήτως του σκοπού ή των αποτελεσμάτων τους υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες υπόκεινται κατ αρχήν στον ΦΠΑ.Όσον αφορά ειδικότερα την επιστροφή του εκ παραδρομής χρεωθέντος στο τιμολόγιο ΦΠΑ το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 2006112 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη που να προβλέπει τον διακανονισμό εκ μέρους του εκδότη του τιμολογίου του ΦΠΑ που έχει αναγραφεί εσφαλμένως στο τιμολόγιο και ότι υπό τις συνθήκες αυτές στα κράτη μέλη εναπόκειται κατ αρχήν να καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατός ο διακανονισμός του εσφαλμένως αναγραφέντος σε τιμολόγιο ΦΠΑ .Προς διασφάλιση της ουδετερότητας του ΦΠΑ στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέπουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους τη δυνατότητα διακανονισμού του φόρου που έχει αναγραφεί εσφαλμένως στο τιμολόγιο εφόσον ο εκδότης του τιμολογίου αποδεικνύει την καλή πίστη του .Η λύση αυτή έχει ιδίως εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο ενήργησε καλόπιστα κατά την έκδοση των τιμολογίων στα οποία εσφαλμένως αναγράφηκε ο ΦΠΑ καθόσον θεώρησε ότι η διάθεση καρτών καυσίμων προς επιχειρηματίες προκειμένου αυτοί να ανεφοδιάζονται με καύσιμα από πρατήρια καυσίμων δεν συνιστά χρηματοοικονομική υπηρεσία απαλλασσόμενη από τον ΦΠΑ στην Πολωνία αλλά παράδοση αγαθών υποκείμενη στον φόρο στο εν λόγω κράτος μέλος βάσει πάγιας πρακτικής των πολωνικών φορολογικών αρχών.Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται ότι η άρνηση παροχής της δυνατότητας διακανονισμού των τιμολογίων καυσίμων προς εταιρίες μεταφορών στα οποία εσφαλμένως αναγράφηκε ο ΦΠΑ ενώ οι παραδόσεις καυσίμων από τα πρατήρια καυσίμων προς τις εν λόγω μεταφορικές εταιρίες υπόκεινται επίσης σε ΦΠΑ ισοδυναμεί με επιβολή στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης φορολογικής επιβάρυνσης κατά παραβίαση της αρχής της ουδετερότητας του ΦΠΑ.Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο έκτο τμήμα αποφαίνεταιΤο άρθρο 203 της οδηγίας 2006112ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας και οι αρχές της αναλογικότητας και της ουδετερότητας του φόρου προστιθέμενης αξίας ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει σε καλόπιστο υποκείμενο στον φόρο να προβεί μετά την κίνηση διαδικασίας φορολογικού ελέγχου σε διακανονισμό τιμολογίων στα οποία εσφαλμένως αναγράφηκε ο ΦΠΑ ακόμη και αν ο παραλήπτης των εν λόγω τιμολογίων θα είχε δικαίωμα επιστροφής του φόρου αν οι πράξεις που αποτελούν το αντικείμενο των τιμολογίων αυτών είχαν δηλωθεί ορθώς. Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου
Πηγή Διοικητικό Πρωτοδικείο ΑθηνώνΔΠΑ 170092020 18ο Τμήμα 7. Επειδή σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Παράρτημα Ι προσαρτημένο στο άρθρο 14 του π.δ. 3771993 όπως αυτό ισχύει οι οδηγίες χρήσεως μηχανών ανήκουν στις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας και υγιεινής χαρακτηριζόμενες ως επιτακτικές και πρέπει να συνοδεύουν όλες ανεξαιρέτως τις μηχανές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω π.δ.. Επομένως ο εργοδότης που θέτει σε λειτουργία τέτοιου είδους μηχανές υποχρεούται να έχει στο χώρο λειτουργίας αυτών τουλάχιστον αντίγραφο των οδηγιών χρήσεώς τους συντεταγμένο στην ελληνική γλώσσα και τούτο ανεξαρτήτως του αν τις εν λόγω μηχανές χειρίζονται ειδικώς εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι. Η ανωτέρω δε υποχρέωση καθίσταται επιτακτικότερη στην περίπτωση κατά την οποία οι μηχανές αυτές έχουν υποστεί τροποποιήσεις βελτιώσεις ή παρεμβάσεις. Εφ όσον λοιπόν από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει και δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα εταιρεία ότι κατά τη διενέργεια του ελέγχου οι επίδικες μηχανές δεν συνωδεύοντο αν και υπήρχε η σχετική υποχρέωση από οδηγίες χρήσεως συντεταγμένες στην ελληνική γλώσσα το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα εταιρεία υπέπεσε στην αποδιδόμενη σε αυτή παράβαση του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 1.7.4 του Παραρτήματος Ι προσαρτημένου στο άρθρο 14 του π.δ. 3771993. Όσον αφορά όμως το ύψος του επιβληθέντος προστίμου το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη α ότι για την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου που προβλέπεται για την ένδικη παράβαση συνεκτιμάται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 22241994 όπως ίσχυε κατά χρόνον η σοβαρότητα της παραβάσεως η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν και ο βαθμός υπαιτιότητας καθώς και β το περιεχόμενο των γραπτών εξηγήσεων της προσφεύγουσας εταιρείας προς το Περιφερειακό ΚΕ.Π.Ε.Κ. Δυτικής Αττικής και Πελοποννήσου κρίνει ότι το επίδικο πρόστιμο πρέπει να περιορισθεί στο εύλογο ποσό των 2.500 ευρώ διότι αφ ενός δεν είχε υποπέσει η προσφεύγουσα εταιρεία σε παρόμοιες παραβάσεις στο παρελθόν αφ ετέρου συμμορφούμενη ως προς τις υποδείξεις τις αρμόδιας αρχής προσεκόμισε οδηγίες χρήσεως συντεταγμένες στην ελληνική γλώσσα για τη μηχανή παρόλο που αυτές δεν επεδείχθησαν κατά τη διενέργεια του ελέγχου με τις γραπτές της εξηγήσεις ωστόσο ως προς τη μηχανή με δεδομένη την επισήμανση της προσφεύγουσας εταιρείας στις γραπτές εξηγήσεις της ότι η μηχανή αυτή έχει υποστεί εκτεταμένες τροποποιήσεις από το έτος κατασκευής της και ότι εκπαιδεύεται ειδικώς ως προς το χειρισμό της το προσωπικό της στο οποίο δίδονται και σχετικά έγγραφα η μη ύπαρξη των σχετικών οδηγιών χρήσεως της εν λόγω μηχανής στο χώρο λειτουργίας της όπως οι οδηγίες αυτές έχουν πλέον συνταχθεί και δίδονται στο προσωπικό της προσφεύγουσας εταιρείας επιτείνει τη σοβαρότητα της παραβάσεως ιδιαίτερα λόγω του επιτακτικού χαρακτήρα της σχετικής απαιτήσεως ασφαλείας σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι προσαρτημένο στο άρθρο 14 του π.δ. 3771993 μη αρκούσης για τον περιορισμό του επίδικου προστίμου της προσκομιδής των εγγράφων αυτών στην αρμόδια αρχή κατά την υποβολή των γραπτών εξηγήσεων.
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 4121Λουξεμβούργο 17 Μαρτίου 2021Απόφαση στην υπόθεση C-58519 Academia de Studii Economice din Bucureti κατά Organismul Intermediar pentru Programul Operaional Capital Uman Ministerul Educaiei NaionaleΗ Academia de Studii Economice din Bucureti ASE Πανεπιστήμιο Οικονομικών Σπουδών Βουκουρεστίου Ρουμανία έλαβε μη επιστρεπτέα ευρωπαϊκή χρηματοδότηση από τις ρουμανικές αρχές για την εκτέλεση ενός τομεακού επιχειρησιακού προγράμματος1 σχετικά με την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού με τίτλο Επιδόσεις και αριστεία στη μεταδιδακτορική έρευνα στον τομέα των οικονομικών επιστημών στη Ρουμανία.Στις 4 Ιουνίου 2018 το Ministerul Educaiei Naionale Υπουργείο Εθνικής Παιδείας Ρουμανία βεβαίωσε σε βάρος της ASE οφειλή ύψους 13.49042 ρουμανικών λέι RON περίπου 2.800 ευρώ η οποία αφορούσε μισθολογικές δαπάνες για εργαζομένους της ομάδας που είχε αναλάβει την εκτέλεση του προγράμματος. Τα ποσά που αντιστοιχούσαν στις δαπάνες αυτές κρίθηκαν μη επιλέξιμα λόγω υπερβάσεως του ανώτατου αριθμού ωρών 13 ώρες κατά τις οποίες οι εν λόγω υπάλληλοι ήταν δυνατόν να εργάζονται σε καθημερινή βάση.Συγκεκριμένα κατά το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013 ορισμένοι εμπειρογνώμονες οι οποίοι είχαν προσληφθεί από την ASE δυνάμει πλειόνων συμβάσεων εργασίας υπολόγισαν σωρευτικά για κάποιες συγκεκριμένες ημέρες τις ώρες εργασίας στο πλαίσιο του βασικού ωραρίου ήτοι 8 ώρες ημερησίως και τις ώρες απασχόλησης στο πλαίσιο του επίμαχου προγράμματος και στο πλαίσιο άλλων έργων ή δραστηριοτήτων. Ο συνολικός ημερήσιος αριθμός ωρών εργασίας υπερέβη όσον αφορά τους εμπειρογνώμονες αυτούς το όριο των δεκατριών ωρών ημερησίως το οποίο προβλεπόταν από οδηγίες της αρχής διαχείρισης του έργου.Επιληφθέν της υποθέσεως το Tribunalul Bucureti πολυμελές πρωτοδικείο Βουκουρεστίου ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί αν οσάκις ο εργαζόμενος συνήψε πλείονες συμβάσεις εργασίας με τον ίδιο εργοδότη η ελάχιστη περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας2 έχει εφαρμογή στις συμβάσεις αυτές θεωρούμενες στο σύνολό τους ή σε καθεμία από τις συμβάσεις θεωρούμενη χωριστά.Με τη σημερινή απόφασή του το Δικαστήριο υπενθυμίζει πρώτον ότι το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε περιορισμό της μέγιστης διάρκειας της εργασίας και σε ημερήσιες μεταξύ άλλων περιόδους ανάπαυσης δεν συνιστά απλώς ιδιαίτερης σημασίας κανόνα του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης αλλά έχει και ρητώς κατοχυρωθεί στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης3.Συναφώς το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία για τον χρόνο εργασίας4 ορίζει ως χρόνο εργασίας κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του. Η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει ανά εικοσιτετράωρο περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συναπτών ωρών.Εξάλλου ως περίοδος ανάπαυσης ορίζεται κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας. Επομένως η περίοδος ανάπαυσης και ο χρόνος εργασίας είναι έννοιες οι οποίες αποκλείουν η μία την άλλη και η οδηγία για τον χρόνο εργασίας δεν προβλέπει κάποια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ περιόδου εργασίας και περιόδου ανάπαυσης.Πλην όμως δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί η απαίτηση της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας κατά την οποία κάθε εργαζόμενος δικαιούται καθημερινά ανάπαυση διάρκειας ένδεκα τουλάχιστον συναπτών ωρών αν αυτές οι περίοδοι ανάπαυσης εξετάζονται χωριστά για κάθε μία σύμβαση που συνδέει τον εργαζόμενο με τον εργοδότη του.Πράγματι σε μια τέτοια περίπτωση οι ώρες που θεωρούνται ως περίοδοι ανάπαυσης στο πλαίσιο μιας συμβάσεως θα μπορούσαν όπως συμβαίνει στην υπόθεση που υποβλήθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου να συνιστούν χρόνο εργασίας στο πλαίσιο άλλης συμβάσεως. Δεδομένου όμως ότι η ίδια περίοδος δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται συγχρόνως ως χρόνος εργασίας και ως περίοδος ανάπαυσης οι συμβάσεις εργασίας που συνάπτει ένας εργαζόμενος με τον εργοδότη του πρέπει να εξετάζονται από κοινού.Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται επίσης από τον σκοπό της οδηγίας ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό των στοιχειωδών προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων διά της προσεγγίσεως των εθνικών διατάξεων ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας. Ο σκοπός αυτός κατατείνει στην εξασφάλιση καλύτερης προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων μέσω της κατοχύρωσης κατώτατων περιόδων ανάπαυσης ειδικότερα δε ημερήσιας ανάπαυσης.Το Δικαστήριο κρίνει επομένως ότι οσάκις ο εργαζόμενος συνήψε πλείονες συμβάσεις εργασίας με τον ίδιο εργοδότη η ελάχιστη περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης έχει εφαρμογή στις συμβάσεις αυτές θεωρούμενες στο σύνολό τους και όχι σε καθεμία από τις συμβάσεις θεωρούμενη χωριστά.1Πρόκειται για το έργο POSDRU891.5S59184.2Οδηγία 200388ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ΕΕ 2003 L 299 σ. 9.3Άρθρο 31 παράγραφος 2.4Άρθρο 2 σημείο 1 και άρθρο 3 της οδηγίας 200388.
Πηγή Διοικητικό Πρωτοδικείο ΑθηνώνΔΠΑ 4052021 27ο ΤμήμαΠροσφυγή ανώνυμης εταιρείας κατά απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών Δ.Ε.Δ. με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της. Η τελευταία στρεφόταν κατά της σιωπηρής απόρριψης εκ μέρους του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών της επιφύλαξης που είχε διατυπώσει η προσφεύγουσα επί της υποβληθείσας δήλωσης φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου για το 2016 στην οποία είχε συμπεριλάβει τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο στο πλαίσιο αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου το ίδιο έτος.Κατά την έννοια του άρθρου 18 του ν. 16761986 Φ.Ε.Κ. Α 204 στην περίπτωση έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιο η αξία υπέρ το άρτιο ήτοι η διαφορά μεταξύ της τιμής διάθεσης της μετοχής και της ονομαστικής αξίας αυτής αποτελεί εισφορά που αυξάνει το ενεργητικό της εταιρείας και δεν υπάγεται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου αφού κατά το χρόνο της καταβολής ο εισφέρων από την εισφορά αυτή υπέρ το άρτιο για την οποία δεν του χορηγούνται μετοχές δεν αποκτά δικαιώματα ψήφου κ.λπ. δηλαδή δεν αποκτά οποιοδήποτε πρόσθετο δικαίωμα πέραν αυτών που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία της εισφοράς του σε σχέση με άλλους μετόχους που δεν έχουν εισφέρει κεφάλαια υπέρ το άρτιο πρβλ. ΣτΕ 17742018 ΣτΕ 30152009 Δ.Εφ.Αθ. 31242019 38192016. Σε περίπτωση όμως κεφαλαιοποίησης της ως άνω διαφοράς οφείλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου διότι λαμβάνει χώρα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και συνεπεία τούτου ο φορολογούμενος υπέχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης καταβολής φόρου στη συγκέντρωση κεφαλαίων η μη υποβολή ή η εκπρόθεσμη υποβολή της οποίας συνεπάγεται τον σε βάρος του καταλογισμό προστίμου ύψους 500 ευρώ κατ άρθρο 54 του ν. 41742013 βλ. ΣτΕ 17742018.Το Δικαστήριο δέχεται την κρινόμενη προσφυγή αφού η προσφεύγουσα το 2016 προέβη σε έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο και όχι σε κεφαλαιοποίηση της προκύπτουσας διαφοράς από την υπέρ το άρτιο αξία αυτών.
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 3821Λουξεμβούργο 16 Μαρτίου 2021Απoφάσεις στις υποθέσεις C-56219 P Επιτροπή κατά Πολωνίας και C-59619 P Επιτροπή κατά ΟυγγαρίαςΜε νόμο ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2016 η Πολωνία θέσπισε φόρο επί του λιανικού εμπορίου. Βάση επιβολής του εν λόγω φόρου ήταν ο μηνιαίος κύκλος εργασιών κάθε λιανοπωλητή από τη λιανική πώληση εμπορευμάτων στους καταναλωτές πέραν του ποσού των 17 εκατομμυρίων πολωνικών ζλότι PLN ήτοι περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ. Ο φόρος αυτός είχε δύο κλιμάκια συντελεστής ύψους 08 εφαρμοζόταν για κύκλο εργασιών μεταξύ 17 εκατομμυρίων και 170 εκατομμυρίων PLN και συντελεστής ύψους 14 επιβαλλόταν στο τμήμα του κύκλου εργασιών που υπερέβαινε το τελευταίο ως άνω ποσό.Περατώνοντας την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το μέτρο αυτό η οποία κινήθηκε με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 20161 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε με απόφαση της 30ής Ιουνίου 20172 ότι ο εν λόγω προοδευτικός φόρος συνιστούσε κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και διέταξε την Πολωνία να ακυρώσει όλες τις πληρωμές που είχαν ανασταλεί και αφορούσαν τον συγκεκριμένο φόρο με ισχύ από την ημερομηνία θεσπίσεώς του.Με απόφαση της 16ης Μαΐου 20193 το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο προσέφυγε η Πολωνία ακύρωσε αφενός την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και αφετέρου την αρνητική απόφαση αναφορικά με την Πολωνία. Το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι η επιβολή προοδευτικού φόρου επί του κύκλου εργασιών στον τομέα της λιανικής πωλήσεως εμπορευμάτων συνεπαγόταν επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ των επιχειρήσεων που είχαν μικρό κύκλο εργασιών σχετικό με τη δραστηριότητα αυτή και ότι όσον αφορά την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή δεν μπορούσε λόγω του περιεχομένου του φακέλου της υποθέσεως κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως να χαρακτηρίσει προσωρινά το επίμαχο φορολογικό μέτρο ως νέα ενίσχυση χωρίς να στηριχθεί στην ύπαρξη ευλόγων αμφιβολιών ως προς το ζήτημα αυτό.Όσον αφορά την Ουγγαρία αυτή θέσπισε με νόμο ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 15 Αυγούστου 2014 προοδευτικό φόρο επί του κύκλου εργασιών από τη μετάδοση διαφημίσεων στην επικράτειά της. Ο εν λόγω φόρος βάση επιβολής του οποίου ήταν ο καθαρός κύκλος εργασιών των οικονομικών φορέων που μεταδίδουν διαφημίσεις όπως τα έντυπα μέσα τα οπτικοακουστικά μέσα ή οι επιχειρήσεις υπαίθριας διαφημίσεως και δραστηριοποιούνται στην Ουγγαρία περιλάμβανε αρχικώς κλίμακα έξι προοδευτικών συντελεστών αναλόγως του κύκλου εργασιών η οποία εν συνεχεία αναπροσαρμόστηκε ώστε να περιλαμβάνει τελικά μόνο δύο συντελεστές και συνοδευόταν από την παροχή της δυνατότητας στους υποκείμενους στον φόρο με μηδενικά ή αρνητικά κέρδη κατά την οικονομική χρήση του 2013 να εκπέσουν από τη φορολογική βάση τους το 50 των ζημιών που είχαν μεταφερθεί από τις προηγούμενες οικονομικές χρήσεις.Περατώνοντας την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το μέτρο αυτό η οποία είχε κινηθεί με απόφαση της 12ης Μαρτίου 20154 η Επιτροπή έκρινε με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 20165 ότι το φορολογικό μέτρο που θέσπισε η Ουγγαρία τόσο λόγω του προοδευτικού χαρακτήρα του όσο και λόγω της δυνατότητας εκπτώσεως των μεταφερθεισών ζημιών που παρείχε συνιστούσε κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και διέταξε την άμεση και πραγματική ανάκτηση των ενισχύσεων από τους λήπτες τους.Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 20196 το Γενικό Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε η Ουγγαρία ακύρωσε την τελευταία ως άνω απόφαση αποφαινόμενο ότι κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο και ο μηχανισμός μερικής εκπτώσεως των μεταφερθεισών ζημιών συνιστούσαν επιλεκτικά πλεονεκτήματα.Με δύο αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2021 το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή κατά των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων. Προς στήριξη των εν λόγω αιτήσεων αναιρέσεως η Επιτροπή προέβαλε ιδίως ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε παραβεί το άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ καθόσον έκρινε ότι ο προοδευτικός χαρακτήρας των φόρων επί των επίμαχων κύκλων εργασιών δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση επιλεκτικού πλεονεκτήματος.Απορρίπτοντας με τις εν λόγω αποφάσεις τις αιτιάσεις της Επιτροπής το Δικαστήριο επιβεβαιώνει στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων την καθιερωμένη στον τομέα των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς αρχή κατά την οποία στο παρόν στάδιο εναρμονίσεως του φορολογικού δικαίου της Ένωσης τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν το φορολογικό σύστημα που κρίνουν ως το πλέον κατάλληλο γεγονός που συνεπάγεται ότι η εφαρμογή φορολογίας με προοδευτικό συντελεστή επί του κύκλου εργασιών εμπίπτει στην εξουσία εκτιμήσεως κάθε κράτους μέλους7 υπό την προϋπόθεση τα συστατικά χαρακτηριστικά του επίμαχου μέτρου να μην ενέχουν κανένα στοιχείο το οποίο να εισάγει προδήλως διάκριση.Εκτίμηση του ΔικαστηρίουΚαταρχάς το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου γενικής ισχύος ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ η προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος που παρέχει το επίμαχο μέτρο απαιτεί να εξετάζεται αν το επίμαχο εθνικό μέτρο είναι ικανό να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων που τελούν από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και υφίστανται ως αποτέλεσμα διαφορετική μεταχείριση δυνάμενη κατ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις. Ειδικότερα όταν πρόκειται για εθνικό φορολογικό μέτρο στην Επιτροπή εναπόκειται αφού προσδιορίσει το σύστημα αναφοράς δηλαδή το κανονικό φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω σύστημα αναφοράς καθόσον εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρηματιών οι οποίοι βρίσκονται υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το σύστημα αυτό σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση χωρίς ωστόσο η διαφοροποίηση αυτή να δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του επίμαχου καθεστώτος.Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων το Δικαστήριο εξετάζει καταρχάς αν ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εν προκειμένω κατ ουσίαν ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι ο προοδευτικός χαρακτήρας των επίμαχων φορολογικών μέτρων είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση επιλεκτικού πλεονεκτήματος σε ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Επ αυτού το Δικαστήριο επικυρώνει την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η προοδευτικότητα των συντελεστών που προβλέπεται από τα επίμαχα φορολογικά μέτρα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του συστήματος αναφοράς υπό το πρίσμα του οποίου έπρεπε να εκτιμηθεί η τυχόν ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος.Συναφώς τα κράτη μέλη λαμβανομένης υπόψη της φορολογικής αυτονομίας της οποίας απολαύουν πέραν των τομέων οι οποίοι έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμονίσεως στο δίκαιο της Ένωσης είναι ελεύθερα να θεσπίζουν το φορολογικό σύστημα που κρίνουν ως το πλέον κατάλληλο εφαρμόζοντας αν το κρίνουν σκόπιμο φορολογία με προοδευτικό συντελεστή. Ειδικότερα το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν απαγορεύει καταρχήν στα κράτη μέλη να επιλέξουν την εφαρμογή προοδευτικών φορολογικών συντελεστών προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η φοροδοτική ικανότητα των υποκειμένων στον φόρο ούτε υποχρεώνει τα κράτη μέλη να περιορίσουν την εφαρμογή προοδευτικών συντελεστών στη φορολόγηση των κερδών αποκλείοντας τη φορολόγηση του κύκλου εργασιών.Υπό τις συνθήκες αυτές τα συστατικά χαρακτηριστικά του φόρου στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι προοδευτικοί φορολογικοί συντελεστές συγκροτούν καταρχήν το σύστημα αναφοράς ή το κανονικό φορολογικό καθεστώς για τους σκοπούς της αναλύσεως της προϋποθέσεως περί επιλεκτικού χαρακτήρα. Στην Επιτροπή εναπόκειται εφόσον είναι αναγκαίο να αποδείξει ότι τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού φορολογικού μέτρου σχεδιάστηκαν κατά τρόπο που προδήλως εισάγει διακρίσεις με αποτέλεσμα αυτά να πρέπει να αποκλειστούν από το σύστημα αναφοράς κάτι που θα μπορούσε να προκύψει μεταξύ άλλων από μια επιλογή κριτηρίων φορολογήσεως ασυνεπή σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται με το επίμαχο μέτρο. Ωστόσο το Δικαστήριο διαπιστώνει συναφώς ότι εν προκειμένω η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι τα χαρακτηριστικά των μέτρων που θέσπισαν ο Πολωνός και ο Ούγγρος νομοθέτης είχαν διαμορφωθεί κατά τρόπο προδήλως εισάγοντα διακρίσεις με σκοπό την καταστρατήγηση του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές ορθώς απεφάνθη το Γενικό Δικαστήριο με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε εσφαλμένως σε ελλιπές και πλασματικό σύστημα αναφοράς καθόσον έκρινε ότι η προοδευτική κλίμακα των επίμαχων φορολογικών μέτρων δεν αποτελούσε μέρος του συστήματος αναφοράς υπό το πρίσμα του οποίου έπρεπε να εκτιμηθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας των μέτρων.Στην υπόθεση C-56219 P σχετικά με τον πολωνικό φόρο επί του λιανικού εμπορίου το Δικαστήριο εξετάζει στη συνέχεια τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο για να ακυρώσει επίσης την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με το φορολογικό μέτρο που θέσπισε το οικείο κράτος μέλος. Εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ ουσίαν ότι η Επιτροπή είχε βασίσει τον προσωρινό χαρακτηρισμό του επίμαχου φορολογικού μέτρου ως νέας ενισχύσεως σε προδήλως εσφαλμένη ανάλυση του μέτρου η οποία ως εκ τούτου δεν μπορούσε να αποδείξει αρκούντως κατά νόμο την ύπαρξη ευλόγων αμφιβολιών όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού ως νέας ενισχύσεως. Συναφώς το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο δικαστής της Ένωσης οσάκις ελέγχει το κύρος αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας καλείται να ασκήσει μόνον περιορισμένο έλεγχο της εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά τον χαρακτηρισμό μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ως προς τον προσωρινό χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως στον οποίο προέβη η Επιτροπή στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στην απόφασή του να ασκήσει έλεγχο περί προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και επισημαίνει συναφώς ότι εν πάση περιπτώσει το Γενικό Δικαστήριο δεν ακύρωσε την εν λόγω απόφαση απλώς και μόνον επαναλαμβάνοντας τους λόγους που το είχαν οδηγήσει στην ακύρωση της αρνητικής αποφάσεως αναφορικά με την Πολωνία. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο απορρίπτει τους λόγους αναιρέσεως που προβλήθηκαν κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου καθόσον το τελευταίο ακύρωσε την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και τη διαταγή αναστολής που τη συνόδευε.Τέλος στην υπόθεση C-59619 P σχετικά με τον ουγγρικό φόρο διαφημίσεως το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι ο μεταβατικός μηχανισμός μερικής εκπτώσεως των μεταφερθεισών ζημιών δεν συνεπαγόταν συγκριτικό πλεονέκτημα. Πράγματι η θέσπιση μεταβατικού μέτρου το οποίο λαμβάνει υπόψη τα κέρδη δεν ήταν ανακόλουθη υπό το πρίσμα του αναδιανεμητικού σκοπού που επιδίωκε ο Ούγγρος νομοθέτης μέσω της θεσπίσεως του φόρου διαφημίσεως. Συναφώς το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι εν προκειμένω το κριτήριο της απουσίας κερδών για την οικονομική χρήση του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως ισχύος του εν λόγω φόρου είχε αντικειμενικό χαρακτήρα δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες ευνοούνταν από τον μεταβατικό μηχανισμό μερικής εκπτώσεως των ζημιών είχαν από αυτής της απόψεως μικρότερη φοροδοτική ικανότητα από τις υπόλοιπες.Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο απορρίπτει στο σύνολό τους τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή κατά των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων.1Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2016 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44351 2016C πρώην 2016NN Πολωνικός φόρος επί του λιανικού εμπορίου Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ ΕΕ 2016 C 406 σ. 76 στο εξής απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.2Απόφαση ΕΕ 2018160 της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2017 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44351 2016C πρώην 2016NN που έθεσε σε εφαρμογή η Πολωνία για τον φόρο επί του λιανικού εμπορίου ΕΕ 2018 L 29 σ. 38 στο εξής αρνητική απόφαση αναφορικά με την Πολωνία.3Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2019 Πολωνία κατά Επιτροπής T-83616 και T-62417 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 6419 στα αγγλικά.4Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2015 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39235 2015C πρώην 2015NN Ουγγαρία Φόρος διαφήμισης Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ ΕΕ 2015 C 136 σ. 7.5Απόφαση ΕΕ 2017329 της Επιτροπής της 4ης Νοεμβρίου 2016 σχετικά με το μέτρο SA.39235 2015C πρώην 2015NN το οποίο έθεσε σε εφαρμογή η Ουγγαρία για τη φορολογία του κύκλου εργασιών από διαφημιστικές δραστηριότητες ΕΕ 2017 L 49 σ. 36.6Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2019 Ουγγαρία κατά Επιτροπής T-2017 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 8419 στο εξής από κοινού με την προμνημονευθείσα απόφαση Πολωνία κατά Επιτροπής αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις.7Πρβλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2020 Vodafone Magyarorszg C-7518 σκέψη 49 και της 3ης Μαρτίου 2020 Tesco-Global ruhzak C-32318 σκέψη 69 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 2020 καθώς και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων απόφαση της 26ης Απριλίου 2018 ANGED C-23316 σκέψη 50 βλ. επίσης ανακοινωθέν τύπου αριθ. 5718.
Πηγή Διοικητικό Πρωτοδικείο ΑθηνώνΔΠΑ 70312020 17ο ΤμήμαΠροκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη σε χήρα συνταξιούχου του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. λόγω θανάτου του συζύγου της απαιτείται σύμφωνα με το νόμο ο γάμος τους να έχει διαρκέσει μέχρι το χρόνο του θανάτου του συζύγου τουλάχιστον πέντε έτη εκτός εάν συντρέχει κάποια ειδικότερη περίπτωση γέννηση ή νομιμοποίηση τέκνου ή εγκυμοσύνη η οποία παρά την επέλευση του θανάτου του συνταξιούχου σε χρόνο μικρότερο της πενταετίας από την τέλεση του γάμου να επιτρέπει τη λήψη σύνταξης από τη χήρα. Σε περίπτωση δε συμβίωσης της αιτηθείσας τη σύνταξη και του θανόντος συνταξιούχου θα πρέπει να αποδεικνύεται με κάθε δυνατό και πρόσφορο μέσο η συμβίωση αυτή για μακρό χρονικό διάστημα όπως και ότι ο γάμος τους δεν ήταν δυνατόν να τελεσθεί νωρίτερα λόγω νομικού κωλύματος. Δεν κρίθηκαν ωστόσο ως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τόσο η ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμο την προσφεύγουσα επί του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε μέχρι το θάνατό του όσο και οι Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις του Οργανισμού καθώς το μόνο που αποδείχθηκε αναφορικά με τη σχέση που συνέδεε την προσφεύγουσα με τον θανόντα προ της τέλεσης του γάμου τους είναι αυτή της εξαρτημένης εργασίας λόγω παροχής εκ μέρους της υπηρεσιών φροντίδας τόσο στον ίδιο όσο και στην πρώτη του σύζυγό του και όχι η μακροχρόνια συμβίωσή τους τέτοια ώστε σε συνδυασμό με τον από διετίας γάμου τους να μπορεί να κατατείνει στη θεμελίωση του δικαιώματός της για μεταβίβαση της κύριας σύνταξης γήρατος του θανόντος συζύγου της. Εξάλλου η ίδια δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένα και δεν απέδειξε την ύπαρξη οποιουδήποτε νομικού κωλύματος που εμπόδιζε την τέλεση του γάμου τους σε προγενέστερο χρόνο απορριπτομένης της σχετική προσφυγής ως αβάσιμης.
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 3521Λουξεμβούργο 9 Μαρτίου 2021Απόφαση στην υπόθεση C-34419 D.J. κατά Radiotelevizija Slovenija και C58019 RJ κατά Stadt Offenbach am MainΗ περίοδος εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής αποτελεί εξ ολοκλήρου χρόνο εργασίας μόνον εφόσον οι περιορισμοί που επιβάλλονται στον εργαζόμενο επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δυνατότητά του να διαχειρίζεται τον ελεύθερο χρόνο του κατά την περίοδο αυτήΔεν λαμβάνονται υπόψη οι οργανωτικές δυσχέρειες τις οποίες ενδεχομένως συνεπάγεται για τον εργαζόμενο η περίοδος εργασιακής ετοιμότητας όταν οι δυσχέρειες αυτές αποτελούν συνέπεια των στοιχείων της φύσεως ή ελεύθερων επιλογών του ενδιαφερομένουΣτην υπόθεση C-34419 ένας ειδικευμένος τεχνικός ήταν επιφορτισμένος επί συνεχόμενες ημέρες με την εξασφάλιση της λειτουργίας κέντρων τηλεοπτικής εκπομπής ευρισκόμενων σε ορεινή περιοχή της Σλοβενίας. Πέραν των δώδεκα ωρών του κανονικού ωραρίου εργασίας ο εν λόγω τεχνικός εκτελούσε και εξάωρες υπηρεσίες εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής. Κατά τη διάρκεια των υπηρεσιών αυτών δεν ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο αντίστοιχο κέντρο εκπομπής πλην όμως όφειλε να βρίσκεται σε ετοιμότητα κλήσης και να μπορεί να επιστρέψει στο κέντρο εκπομπής εντός μίας ώρας σε περίπτωση ανάγκης. Στην πράξη λόγω της γεωγραφικής θέσης των κέντρων εκπομπής και της δυσχερούς πρόσβασης σε αυτά ο τεχνικός εν τέλει διέμενε κατά τις περιόδους εργασιακής ετοιμότητας σε υπηρεσιακό κατάλυμα το οποίο έθετε στη διάθεσή του ο εργοδότης του χωρίς να έχει μεγάλες δυνατότητες αναψυχής.Στην υπόθεση C58019 ένας δημόσιος υπάλληλος εργαζόταν ως πυροσβέστης για τον Δήμο του Offenbach am Main Γερμανία. Στο πλαίσιο αυτό πέραν του κανονικού ωραρίου υπηρεσίας έπρεπε να εκτελεί τακτικά υπηρεσίες εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής. Κατά τη διάρκεια των υπηρεσιών αυτών δεν ήταν υποχρεωμένος να έχει φυσική παρουσία σε τόπο καθορισμένο από τον εργοδότη αλλά όφειλε να βρίσκεται σε ετοιμότητα κλήσης και να μπορεί σε περίπτωση συναγερμού να μεταβεί στα όρια του Δήμου εντός 20 λεπτών με την επιχειρησιακή στολή του και με το υπηρεσιακό όχημα που είχε στη διάθεσή του.Αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι φρονούν ότι λόγω των περιορισμών που συνεπάγονται οι περίοδοι εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής πρέπει να αναγνωρίζονται στο σύνολό τους ως χρόνος εργασίας και να καταβάλλεται η αντίστοιχη αμοιβή ανεξαρτήτως του αν οι ίδιοι παρείχαν ή όχι συγκεκριμένη εργασία κατά τις περιόδους αυτές. Μετά την απόρριψη των αιτημάτων του σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ο πρώτος ενδιαφερόμενος άσκησε αναίρεση ενώπιον του Vrhovno sodie Ανώτατο Δικαστήριο Σλοβενία. Ο δεύτερος προσέφυγε στο Verwaltungsgericht Darmstadt διοικητικό πρωτοδικείο Darmstadt Γερμανία μετά την άρνηση του εργοδότη του να κάνει δεκτό το αίτημά του.Μετά την υποβολή αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως από τα δύο αυτά εθνικά δικαστήρια το Δικαστήριο με δύο αποφάσεις του τμήματος μείζονος συνθέσεως διευκρινίζει μεταξύ άλλων κατά πόσον οι περίοδοι εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος εργασίας ή αντιθέτως ως περίοδοι ανάπαυσης κατά την έννοια της οδηγίας 2003881.Εκτίμηση του ΔικαστηρίουΚαταρχάς το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο χρόνος εργασιακής ετοιμότητας ενός εργαζομένου πρέπει να χαρακτηρίζεται είτε ως χρόνος εργασίας είτε ως περίοδος ανάπαυσης κατά την έννοια της οδηγίας 200388 και ότι οι δύο αυτές έννοιες αποκλείουν η μία την άλλη. Επιπλέον η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος δεν ασκεί πραγματικά καμία δραστηριότητα για λογαριασμό του εργοδότη του δεν συνιστά κατ ανάγκη περίοδο ανάπαυσης. Συγκεκριμένα από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει μεταξύ άλλων ότι μια περίοδος εργασιακής ετοιμότητας πρέπει να χαρακτηρίζεται αυτομάτως ως χρόνος εργασίας σε περίπτωση που ο εργαζόμενος υποχρεούται κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής να βρίσκεται στον τόπο εργασίας του ο οποίος δεν συμπίπτει με τον τόπο κατοικίας του και να παραμένει εκεί στη διάθεση του εργοδότη του.Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών το Δικαστήριο κρίνει πρώτον ότι οι περίοδοι εργασιακής ετοιμότητας συμπεριλαμβανομένων των περιόδων υπό καθεστώς επιφυλακής επίσης καλύπτονται στο σύνολό τους από την έννοια του χρόνου εργασίας εφόσον οι περιορισμοί που επιβάλλονται στον εργαζόμενο κατά τις περιόδους αυτές επηρεάζουν αντικειμενικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δυνατότητά του να διαχειρίζεται ελεύθερα τον χρόνο κατά τον οποίον δεν καλείται να παράσχει επαγγελματικές υπηρεσίες και τη δυνατότητά του να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντά του. Αντιθέτως ελλείψει τέτοιων περιορισμών ως χρόνος εργασίας πρέπει να θεωρείται μόνον ο χρόνος που συνδέεται με την εργασία η οποία μπορεί πραγματικά να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών.Συναφώς το Δικαστήριο επισημαίνει ότι για να εκτιμηθεί αν μια περίοδος εργασιακής ετοιμότητας αποτελεί χρόνο εργασίας μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι περιορισμοί που επιβάλλονται στον εργαζόμενο είτε από εθνική κανονιστική ρύθμιση είτε από συλλογική σύμβαση εργασίας είτε από τον εργοδότη. Αντιθέτως δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι οργανωτικές δυσχέρειες τις οποίες ενδέχεται να συνεπάγεται για τον εργαζόμενο μια περίοδος εργασιακής ετοιμότητας εφόσον αυτές δεν απορρέουν από τέτοιους περιορισμούς αλλά αποτελούν συνέπεια των στοιχείων της φύσεως ή ελεύθερων επιλογών του ενδιαφερομένου. Τέτοια δυσχέρεια αποτελεί παραδείγματος χάριν η περιορισμένη δυνατότητα αναψυχής στον τόπο από τον οποίον ο εργαζόμενος δεν μπορεί στην πράξη να απομακρυνθεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής.Το Δικαστήριο υπογραμμίζει εξάλλου ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να προβαίνουν σε σφαιρική εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων προκειμένου να διαπιστώνουν εάν μια περίοδος εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής πρέπει να χαρακτηριστεί ως χρόνος εργασίας ο δε χαρακτηρισμός αυτός δεν χωρεί αυτομάτως σε περίπτωση που δεν υφίσταται υποχρέωση παραμονής του εργαζομένου στον τόπο εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό αφενός είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη ο εύλογος χρόνος που έχει στη διάθεσή του ο εργαζόμενος από τη στιγμή που ο εργοδότης ζητεί την επέμβασή του για να αναλάβει τις επαγγελματικές δραστηριότητές του πράγμα που κατά κανόνα συνεπάγεται τη μετάβαση του εργαζομένου στον τόπο εργασίας. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ωστόσο ότι οι συνέπειες που έχει ο καθορισμός του ως άνω εύλογου χρόνου πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο συγκεκριμένο λαμβανομένων υπόψη όχι μόνο των λοιπών περιορισμών που επιβάλλονται στον εργαζόμενο όπως είναι η υποχρέωση να παρουσιαστεί στον τόπο εργασίας φέροντας ειδικό εξοπλισμό αλλά και οι διευκολύνσεις που του παρέχονται. Τέτοιες διευκολύνσεις μπορούν παραδείγματος χάριν να συνίστανται στη χορήγηση υπηρεσιακού οχήματος και της δυνατότητας χρήσης του οχήματος αυτού κατά παρέκκλιση από τους κανόνες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Αφετέρου τα εθνικά δικαστήρια πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τη μέση συχνότητα επεμβάσεων που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια των περιόδων εργασιακής ετοιμότητας εφόσον η συχνότητα αυτή μπορεί αντικειμενικά να υπολογιστεί.Δεύτερον το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο τρόπος αμοιβής των εργαζομένων για τις περιόδους εργασιακής ετοιμότητας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 200388. Επομένως η οδηγία αυτή δεν είναι αντίθετη σε εθνική κανονιστική ρύθμιση συλλογική σύμβαση εργασίας ή εργοδοτική απόφαση η οποία όσον αφορά την αμοιβή για τις περιόδους αυτές λαμβάνει υπόψη με διαφορετικό τρόπο τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων παρέχεται πράγματι εργασία και εκείνες κατά τη διάρκεια των οποίων δεν παρέχεται καμία πραγματική εργασία ακόμη και όταν οι περίοδοι αυτές πρέπει να θεωρηθούν στο σύνολό τους ως χρόνος εργασίας. Όσον αφορά την αμοιβή για τις περιόδους εργασιακής ετοιμότητας οι οποίες αντιθέτως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος εργασίας η οδηγία 200388 δεν αντιτίθεται επίσης στην καταβολή στον εργαζόμενο ορισμένου ποσού που προορίζεται να αντισταθμίσει τις δυσχέρειες που του προκαλούν οι εν λόγω περίοδοι εργασιακής ετοιμότητας.Τρίτον το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι μια περίοδος εργασιακής ετοιμότητας η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρόνος εργασίας χαρακτηρίζεται ως περίοδος ανάπαυσης δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τις ειδικές υποχρεώσεις που επιβάλλει στους εργοδότες η οδηγία 893912. Ειδικότερα ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού των περιόδων αυτών ως περιόδων ανάπαυσης κατά την έννοια της οδηγίας 200388 οι εργοδότες δεν επιτρέπεται να ορίζουν περιόδους εργασιακής ετοιμότητας οι οποίες λόγω της χρονικής διάρκειάς τους ή της συχνότητάς τους συνιστούν κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων.1Άρθρο 2 σημείο 1 της οδηγίας 200388ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ΕΕ 2003 L 299 σ. 9.2Άρθρα 5 και 6 της οδηγίας 89391ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 1989 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία ΕΕ 1989 L 183 σ. 1.
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 3621Λουξεμβούργο 9 Μαρτίου 2021Απόφαση στην υπόθεση C39219 VG Bild-Kunst κατά Stiftung Preuischer KulturbesitzΤο Stiftung Preuischer Kulturbesitz στο εξής SPK είναι ο φορέας εκμετάλλευσης της Deutsche Digitale Bibliothek ψηφιακής βιβλιοθήκης για τον πολιτισμό και τη γνώση η οποία διασυνδέει γερμανικούς πολιτιστικούς και επιστημονικούς φορείς. Ο ιστότοπος της ψηφιακής αυτής βιβλιοθήκης περιέχει συνδέσμους προς ψηφιοποιημένο περιεχόμενο αποθηκευμένο στις διαδικτυακές πύλες των συμμετεχόντων φορέων. Εν είδει ψηφιακής προθήκης η ίδια η Deutsche Digitale Bibliothek αποθηκεύει μόνον μικρογραφίες thumbnails δηλαδή εκδοχές εικόνων των οποίων το μέγεθος είναι μικρότερο σε σχέση με το αρχικό αντικείμενο.Η VG Bild-Kunst εταιρία συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα των εικαστικών τεχνών στη Γερμανία έχει θέσει ως όρο για τη σύναψη με το SPK σύμβασης παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης του καταλόγου των έργων της υπό τη μορφή μικρογραφιών την αποδοχή συμβατικής ρήτρας η οποία ορίζει ότι το SPK υποχρεούται κατά την εκμετάλλευση των έργων που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης να εφαρμόζει αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα προστασίας έναντι του framing1 εκ μέρους τρίτων όσον αφορά τις μικρογραφίες των έργων που εμφανίζονται στον ιστότοπο της Deutsche Digitale Bibliothek.Το SPK θεωρώντας ότι ένας τέτοιος συμβατικός όρος δεν είναι εύλογος υπό το πρίσμα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας άσκησε ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η VG Bild-Kunst όφειλε να χορηγήσει την επίμαχη άδεια χωρίς αυτή να εξαρτάται από την εφαρμογή μέτρων τα οποία να εμποδίζουν το framing2.Στο πλαίσιο αυτό το Bundesgerichtshof Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Γερμανία ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το framing πρέπει να θεωρηθεί ως παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια της οδηγίας 2001293 όπερ σε περίπτωση καταφατικής απάντησης σημαίνει ότι η VG Bild-Kunst έχει το δικαίωμα να επιβάλει στο SPK την εφαρμογή τέτοιων μέτρων.Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστήριο κρίνει ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό η ενσωμάτωση σε ιστοσελίδα τρίτου μέσω της τεχνικής του framing έργων τα οποία προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και έχουν τεθεί στη διάθεση του κοινού σε άλλον ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας όταν με την ενσωμάτωση αυτή παρακάμπτονται τα μέτρα προστασίας κατά του framing τα οποία έλαβε ή απαίτησε να ληφθούν ο κάτοχος του δικαιώματος.Εκτίμηση του ΔικαστηρίουΚατ αρχάς το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αλλαγή του μεγέθους των έργων στο πλαίσιο του framing δεν έχει καμία σημασία για την εκτίμηση του κατά πόσον συντρέχει πράξη παρουσίασης στο κοινό εφόσον τα πρωτότυπα στοιχεία του έργου μπορούν να γίνουν αντιληπτά.Εν συνεχεία το Δικαστήριο σημειώνει αφενός ότι η τεχνική του framing συνιστά πράξη παρουσίασης σε κοινό κατά το μέτρο που μέσω αυτής το προβαλλόμενο στοιχείο τίθεται στη διάθεση του συνόλου των δυνητικών χρηστών ενός ιστοτόπου. Αφετέρου υπενθυμίζει ότι εφόσον η τεχνική του framing χρησιμοποιεί τον ίδιο τεχνικό τρόπο με εκείνον που χρησιμοποιήθηκε για την παρουσίαση του προστατευόμενου έργου στο κοινό στον αρχικό ιστότοπο ήτοι εκείνον του διαδικτύου η παρουσίαση δεν πληροί την προϋπόθεση του νέου κοινού και επομένως δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια της οδηγίας 200129.Εντούτοις το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η κρίση αυτή ισχύει μόνο στην περίπτωση όπου η πρόσβαση στα επίμαχα έργα στον αρχικό ιστότοπο δεν υπόκειται σε κανένα περιοριστικό μέτρο. Πράγματι στην περίπτωση αυτή ο κάτοχος των δικαιωμάτων έχει επιτρέψει εξ αρχής την παρουσίαση των έργων στο σύνολο των χρηστών του διαδικτύου.Αντιθέτως το Δικαστήριο τονίζει ότι όταν ο κάτοχος των δικαιωμάτων έχει λάβει ή έχει απαιτήσει να ληφθούν εξ αρχής περιοριστικά μέτρα σχετικά με τη δημοσίευση των έργων του δεν έχει συγκατατεθεί στην ελεύθερη παρουσίασή τους στο κοινό εκ μέρους τρίτων. Τουναντίον πρόθεσή του ήταν να περιορίσει το κοινό που έχει πρόσβαση στα έργα του μόνο στους χρήστες συγκεκριμένου ιστοτόπου.Κατά συνέπεια το Δικαστήριο κρίνει ότι όταν ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας λαμβάνει ή απαιτεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά του framing η ενσωμάτωση ενός έργου σε ιστοσελίδα τρίτου μέσω της τεχνικής αυτής αποτελεί διάθεση του έργου αυτού σε νέο κοινό. Για την παρουσίαση αυτή στο κοινό απαιτείται ως εκ τούτου η συγκατάθεση των κατόχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.Πράγματι η αντίθετη προσέγγιση θα είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση νέου κανόνα ανάλωσης του δικαιώματος παρουσίασης. Ο κανόνας αυτός θα στερούσε όμως από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας τη δυνατότητα να απαιτεί εύλογη αμοιβή για τη χρήση του έργου του. Κατ αυτόν τον τρόπο η προσέγγιση αυτή θα διατάρασσε τη δέουσα ισορροπία η οποία πρέπει να διατηρηθεί στο ψηφιακό περιβάλλον μεταξύ αφενός του συμφέροντος των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων για την προστασία του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και αφετέρου της προστασίας των συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών των προστατευόμενων αντικειμένων.Τέλος το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να περιορίζει τη συγκατάθεσή του όσον αφορά το framing μόνο μέσω αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων. Πράγματι ελλείψει τέτοιων μέτρων ενδέχεται να είναι δυσχερής η εξακρίβωση του αν ο κάτοχος του δικαιώματος είχε την πρόθεση να αντιταχθεί στο framing όσον αφορά τα έργα του.1Το framing είναι τεχνική χάρη στην οποία μία σελίδα ενός ιστοτόπου μπορεί να χωριστεί σε περισσότερα μέρη και να προβληθεί σε ένα από αυτά μέσω ενεργοποιούμενου με κλικ ή ενσωματωμένου inline linking συνδέσμου στοιχείο προερχόμενο από άλλον ιστότοπο έτσι ώστε να μην είναι φανερό στους χρήστες της σελίδας το αρχικό περιβάλλον στο οποίο αυτό εντάσσεται.2Κατά το γερμανικό δίκαιο οι εταιρίες συλλογικής διαχείρισης υποχρεούνται να χορηγούν σε κάθε πρόσωπο που υποβάλλει σχετική αίτηση υπό εύλογους όρους άδεια χρήσης των δικαιωμάτων των οποίων η διαχείριση τους έχει ανατεθεί. Εντούτοις κατά τη γερμανική νομολογία οι εταιρίες συλλογικής διαχείρισης δύνανται κατ εξαίρεση να αρνηθούν την παροχή άδειας εκμετάλλευσης υπό την προϋπόθεση ότι η άρνηση αυτή δεν συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση μονοπωλιακής θέσης και υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας επίκλησης υπέρτερων εννόμων συμφερόντων ως αιτιολογίας για τη μη παροχή της άδειας.3Δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 200129ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας ΕΕ 2001 L 167 σ. 10 τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους.
Με διαδοχικές αποφάσεις 309 310 311 312 και 3132021 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε τις αιτήσεις που είχαν υποβάλει το Σωματείο Ειδικών Φρουρών Ελληνικής Αστυνομίας Αττικής 2000 η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων Π.Ο.Α.Σ.Υ. και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας Π.Ο.ΑΞΙ.Α. αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. απόφοιτοι του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων Τ.Ε.Μ.Α. και η Ομοσπονδία Ενώσεων Στρατιωτικών Π.ΟΜ.ΕΝ.Σ. με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση της 252259ΔΕΠ19.7.2017 πράξης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 44722017 Α΄ 74 ... και ειδικότερα καθ ερμηνεία των δικογράφων των διατάξεων του Κεφαλαίου Β αυτής επί των άρθρων 124 έως 127 του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 44722017 που αφορούν το μισθολόγιο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας καθώς και των διατάξεων του Κεφαλαίου Θ αυτής επί του άρθρου 155 του ίδιου νόμου με την αιτιολογία ότι στρέφεται κατά πράξεως η οποία καθ΄ ο μέρος προσβάλλεται αποτελεί απλή ερμηνευτική εγκύκλιο των πιο πάνω διατάξεων του ν. 44722017. Το ΣτΕ απεφάνθη ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδοθείσα άλλωστε χωρίς την επίκληση εξουσιοδοτικών διατάξεων και μη δημοσιευθείσα δεν σκοπεί να εισαγάγει νέες ρυθμίσεις για τα ζητήματα του νέου μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Αποτελεί συνεπώς απλή ερμηνευτική εγκύκλιο προς τις αναφερόμενες στον πίνακα αποδεκτών υπηρεσίες στερούμενη εκτελεστού χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση οι θεωρούμενες από τη μειοψηφούσα γνώμη ως αποκλίσεις και συμπληρώσεις των ρυθμίσεων του τυπικού νόμου έχουν ερμηνευτικό χαρακτήρα των διατάξεων του εν λόγω νόμου είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους είτε σε συνδυασμό με τις διατάξεις άλλων νομοθετημάτων σχετικών με την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και πάντως δεν θα επηρέαζαν την εξέταση των προβαλλομένων λόγων που ανάγονται κυρίως σε αντισυνταγματικότητα των βασικών ρυθμίσεων του τυπικού νόμου.
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΑπόφαση στην υπόθεση C-74618H. K. κατά ProkuratuurΗ πρόσβαση για σκοπούς ποινικής έρευνας σε σύνολο δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών κίνησης ή θέσης από τα οποία μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα για την ιδιωτική ζωή επιτρέπεται μόνο για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος ή την πρόληψη σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειαςΤο δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται εξάλλου σε εθνική ρύθμιση η οποία παρέχει στην εισαγγελική αρχή την αρμοδιότητα να επιτρέπει την πρόσβαση δημόσιας αρχής στα δεδομένα αυτά στο πλαίσιο ανακριτικής διαδικασίαςΣτην Εσθονία κινήθηκε ποινική διαδικασία κατά της H. K. για κλοπή χρήση της τραπεζικής κάρτας τρίτου και χρήση βίας κατά μετεχόντων σε ένδικη διαδικασία. Το πλημμελειοδικείο καταδίκασε την H. K για τα εν λόγω αδικήματα σε στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας δύο ετών. Η απόφαση επικυρώθηκε στη συνέχεια σε δεύτερο βαθμό.Οι εκθέσεις στις οποίες στηρίζεται η διαπίστωση των αδικημάτων αυτών συντάχθηκαν ιδίως βάσει δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία παρήχθησαν στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Το Riigikohus Ανώτατο Δικαστήριο Εσθονία ενώπιον του οποίου η Η. Κ. άσκησε αίτηση αναιρέσεως διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης 1 των συνθηκών υπό τις οποίες οι αρμόδιες για τη διεξαγωγή ποινικών ερευνών υπηρεσίες απέκτησαν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά.Οι αμφιβολίες αφορούν πρώτον το ζήτημα αν η διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο οι αρμόδιες για τη διεξαγωγή ποινικών ερευνών αρχές είχαν πρόσβαση στα δεδομένα συνιστά κριτήριο για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων την οποία συνιστά η πρόσβαση αυτή. Συγκεκριμένα όταν το διάστημα αυτό είναι πολύ σύντομο ή όταν ο όγκος των συλλεγόμενων δεδομένων είναι πολύ περιορισμένος το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο σκοπός της καταπολέμησης του εγκλήματος εν γένει και όχι μόνον της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια επέμβαση. Δεύτερον το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον είναι δυνατό να θεωρηθεί η εσθονική εισαγγελική αρχή λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή κατά την έννοια της απόφασης Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. 2 η οποία μπορεί να επιτρέψει την πρόσβαση της αρμόδιας για τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας αρχής στα δεδομένα για τα οποία γίνεται λόγος.Με την απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία ιδιωτική ζωή και ηλεκτρονικές επικοινωνίες ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την πρόσβαση δημοσίων αρχών σε δεδομένα κίνησης ή σε δεδομένα θέσης από τα οποία μπορούν να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες που πραγματοποίησε χρήστης μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του τερματικού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί καθώς και να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του με σκοπό την πρόληψη διερεύνηση διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων χωρίς η πρόσβαση αυτή να περιορίζεται σε διαδικασίες για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος ή την πρόληψη σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια. Κατά το Δικαστήριο η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά και ο όγκος ή το είδος των διαθέσιμων δεδομένων για το εν λόγω διάστημα δεν ασκούν επιρροή συναφώς. Επιπλέον το Δικαστήριο εκτιμά ότι η ίδια οδηγία ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απονέμει στην εισαγγελική αρχή αρμοδιότητα να επιτρέπει την πρόσβαση δημόσιας αρχής σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης για τους σκοπούς ανακριτικής διαδικασίας.Εκτίμηση του ΔικαστηρίουΌσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η πρόσβαση των δημοσίων αρχών σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης τα οποία διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για λόγους πρόληψης διερεύνησης διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων κατ εφαρμογήν μέτρου ληφθέντος βάσει της οδηγίας ιδιωτική ζωή και ηλεκτρονικές επικοινωνίες 3 το Δικαστήριο υπενθυμίζει την κρίση του στην απόφαση La Quadrature du Net κ.λπ. 4. Συγκεκριμένα η οδηγία αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μεταξύ άλλων για τους σκοπούς αυτούς νομοθετικά μέτρα για τον περιορισμό του περιεχομένου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που η οδηγία αυτή προβλέπει ιδίως της υποχρέωσης διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών και των δεδομένων κίνησης 5 αλλά μόνον εφόσον τηρούνται οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης στις οποίες συγκαταλέγεται η αρχή της αναλογικότητας και γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη 6. Στο πλαίσιο αυτό η οδηγία αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν προληπτικώς τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.Όσον αφορά τον σκοπό της πρόληψης διερεύνησης διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη νομοθεσία το Δικαστήριο εκτιμά ότι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μόνον οι σκοποί της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος και της πρόληψης σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας μπορούν να δικαιολογήσουν την πρόσβαση των δημοσίων αρχών σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης από τα οποία μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων χωρίς η πρόσβαση αυτή να μπορεί βάσει άλλων παραμέτρων που αφορούν τον αναλογικό χαρακτήρα της αίτησης πρόσβασης όπως είναι η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η πρόσβαση στα δεδομένα να δικαιολογηθεί από τον σκοπό της πρόληψης της διερεύνησης της διαπίστωσης και της δίωξης των ποινικών αδικημάτων εν γένει.Όσον αφορά την αρμοδιότητα της εισαγγελικής αρχής να επιτρέπει την πρόσβαση δημόσιας αρχής σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης προκειμένου η δημόσια αρχή να διευθύνει την ανακριτική διαδικασία το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να χορηγούν στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα δεδομένα που αυτοί έχουν στη διάθεσή τους. Ωστόσο προκειμένου να πληροί την απαίτηση αναλογικότητας η ρύθμιση πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου και επιβάλλουν έναν ελάχιστο αριθμό απαιτήσεων έτσι ώστε τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποτελούν αντικείμενο του μέτρου αυτού να έχουν επαρκείς εγγυήσεις δυνάμενες να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα δεδομένα αυτά από κινδύνους κατάχρησης. Η ρύθμιση αυτή πρέπει να είναι νομικώς δεσμευτική στο εσωτερικό δίκαιο και να ορίζει υπό ποιες περιστάσεις και υπό ποιες συνθήκες μπορεί να ληφθεί μέτρο το οποίο προβλέπει την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων προκειμένου να διασφαλίζεται κατά τον τρόπο αυτό ότι η επέμβαση θα περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.Κατά το Δικαστήριο προκειμένου να διασφαλιστεί στην πράξη η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών είναι ουσιώδες η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή και η απόφαση του δικαστηρίου ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των προαναφερθεισών αρχών το οποίο υποβάλλεται μεταξύ άλλων στο πλαίσιο διαδικασιών πρόληψης διαπίστωσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ο έλεγχος πρέπει να διενεργείται το ταχύτερο δυνατό.Συναφώς το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο προηγούμενος έλεγχος απαιτεί μεταξύ άλλων το δικαστήριο ή η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου να διαθέτει όλες τις αρμοδιότητες και να παρέχει όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις ώστε να διασφαλίζεται ο συγκερασμός των επίμαχων εμπλεκομένων συμφερόντων και δικαιωμάτων. Όσον αφορά ειδικότερα την ποινική έρευνα ο έλεγχος αυτός απαιτεί να είναι σε θέση το εν λόγω δικαστήριο ή η εν λόγω οντότητα να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός των συμφερόντων που συνδέονται με τις ανάγκες της ποινικής έρευνας στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος και αφετέρου των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα αφορά η πρόσβαση. Όταν ο έλεγχος αυτός διενεργείται όχι από δικαστήριο αλλά από ανεξάρτητη διοικητική οντότητα η οντότητα αυτή πρέπει να απολαύει καθεστώτος που να της επιτρέπει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων της κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και πρέπει προς τούτο να μην υπόκειται σε καμία εξωτερική επιρροή.Κατά το Δικαστήριο εξ αυτού προκύπτει ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας την οποία πρέπει να πληροί η αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια του προηγούμενου ελέγχου επιβάλλει να έχει η αρχή αυτή την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τον αιτούντα την πρόσβαση στα δεδομένα ώστε να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο αυτό κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο χωρίς καμία εξωτερική επιρροή. Ειδικότερα στις ποινικές διαδικασίες η απαίτηση περί ανεξαρτησίας συνεπάγεται ότι η αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με αυτόν τον προηγούμενο έλεγχο αφενός δεν εμπλέκεται στη διεξαγωγή της ποινικής έρευνας και αφετέρου έχει ουδέτερη θέση έναντι των μετεχόντων στην ποινική δίκη. Τούτο όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση εισαγγελικής αρχής η οποία όπως η εσθονική διευθύνει την ποινική έρευνα διαδικασία και ενεργεί ενδεχομένως ως κατηγορούσα αρχή. Επομένως η εισαγγελική αρχή δεν είναι σε θέση να διενεργήσει τον προαναφερθέντα προηγούμενο έλεγχο.
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 3221Λουξεμβούργο 4 Μαρτίου 2021Απόφαση στην υπόθεση C-36219 P Επιτροπή κατά Ftbol Club BarcelonaΤο Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής περί χαρακτηρισμού του φορολογικού καθεστώτος τεσσάρων ισπανικών επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων ως κρατικής ενισχύσεωςΗ προσφυγή που είχε ασκηθεί κατά της αποφάσεως αυτής από τη Ftbol Club Barcelona απορρίπτεται αμετάκληταΙσπανικός νόμος που είχε θεσπισθεί το 1990 υποχρέωνε όλους τους ισπανικούς επαγγελματικούς αθλητικούς συλλόγους να μετατραπούν σε ανώνυμες αθλητικές εταιρίες με την εξαίρεση των επαγγελματικών αθλητικών συλλόγων οι οποίοι ήταν κερδοφόροι κατά τις τελευταίες οικονομικές χρήσεις πριν από τη θέσπιση του νόμου. Η Ftbol Club Barcelona FCB καθώς και τρεις άλλοι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι οι οποίοι ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης εξαιρέσεως η Club Atltico Osasuna Παμπλόνα η Athletic Club Μπιλμπάο και η Real Madrid Club de Ftbol Μαδρίτη επέλεξαν επομένως να συνεχίσουν να λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και για τον λόγο αυτό ετύγχαναν ειδικού συντελεστή φορολογήσεως των εισοδημάτων τους. Καθόσον ο ειδικός αυτός φορολογικός συντελεστής ήταν χαμηλότερος μέχρι το 2016 από τον συντελεστή που ίσχυε για τις ανώνυμες αθλητικές εταιρίες η Επιτροπή έκρινε με απόφαση της 4ης Ιουλίου 20161 ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση παρέχοντας φορολογικό πλεονέκτημα όσον αφορά τον φόρο επί των εταιριών στους οικείους τέσσερις συλλόγους συνιστούσε παράνομο και μη συμβατό καθεστώς ενισχύσεων κάλεσε δε την Ισπανία να θέσει τέρμα σε αυτό και να ανακτήσει τις ατομικές ενισχύσεις που είχαν καταβληθεί στους δικαιούχους του εν λόγω καθεστώτος.Επιληφθέν προσφυγής την οποία άσκησε η FCB κατά της επίμαχης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 20192 ακύρωσε την εν λόγω απόφαση με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος παρεχόμενου στους δικαιούχους του επίμαχου μέτρου. Ειδικότερα το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει επαρκώς το ζήτημα αν το πλεονέκτημα εκ του ως άνω μειωμένου φορολογικού συντελεστή μπορούσε να αντισταθμισθεί από τον συντελεστή της εκπτώσεως για επανεπένδυση έκτακτων κερδών ο οποίος στην περίπτωση των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που λειτουργούν με τη μορφή νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ήταν λιγότερο ευνοϊκός από ότι εκείνος που ίσχυε για τις οντότητες που λειτουργούν ως ανώνυμες αθλητικές εταιρίες.Με την απόφασή του της 4ης Μαρτίου 2021 το Δικαστήριο δεχόμενο τα αιτήματα που προέβαλε η Επιτροπή με την αίτησή της αναιρέσεως αναιρεί την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Επιτροπή προέβαλε έναν μόνο λόγο περί παραβάσεως του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ όσον αφορά αφενός την έννοια του όρου πλεονέκτημα δυνάμενο να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά τη διάταξη αυτή καθώς και αφετέρου τις υποχρεώσεις που αυτή υπέχει στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπάρξεως ενισχύσεως ιδίως υπό το πρίσμα της υπάρξεως πλεονεκτήματος. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο διευκρινίζει τις απαιτήσεις περί αποδείξεως στις οποίες η Επιτροπή φέρει το βάρος να ανταποκριθεί κατά την ανάλυση με σκοπό να κριθεί αν βάσει φορολογικού καθεστώτος παρέχεται πλεονέκτημα στους δικαιούχους του και ως εκ τούτου αν το καθεστώς αυτό μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Εκτίμηση του ΔικαστηρίουΣτο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί του βασίμου του μόνου λόγου που προβλήθηκε προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως το Δικαστήριο διαπιστώνει κατά πρώτον ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η επίμαχη απόφαση έπρεπε να θεωρηθεί απόφαση που αφορά τόσο καθεστώς ενισχύσεων3 όσο και ατομικές ενισχύσεις δεδομένου ότι η Επιτροπή αποφάνθηκε επίσης στην απόφαση της επί των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν ατομικά στους τέσσερις δικαιούχους συλλόγους οι οποίοι κατονομάζονταν. Πράγματι στην περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της θεσπίσεως του καθεστώτος και των ενισχύσεων που χορηγούνται βάσει αυτού. Ατομικά μέτρα τα οποία απλώς θέτουν σε εφαρμογή καθεστώς ενισχύσεων συνιστούν απλά μέτρα εκτελέσεως του γενικού καθεστώτος τα οποία δεν απαιτείται καταρχήν να κοινοποιούνται στην Επιτροπή.Εν προκειμένω όμως το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το επίμαχο μέτρο αφορά ένα τέτοιο καθεστώς ενισχύσεων δεδομένου ότι οι ειδικές φορολογικές διατάξεις που ισχύουν για τις οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ειδικότερα δε ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής δύνανται να ωφελήσουν αποκλειστικώς και μόνον λόγω του μέτρου αυτού καθέναν από τους επιλέξιμους ποδοσφαιρικούς συλλόγους οι οποίοι ορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο για αόριστο χρονικό διάστημα και για απροσδιόριστο ποσό τούτο δε χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτελέσεως και χωρίς οι διατάξεις αυτές να συνδέονται με την υλοποίηση συγκεκριμένου έργου. Ως εκ τούτου απλώς και μόνον το ότι εν προκειμένω χορηγήθηκαν ατομικώς ενισχύσεις στους συλλόγους βάσει του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων δεν μπορεί να ασκεί επιρροή στον έλεγχο τον οποίο οφείλει να διενεργήσει η Επιτροπή προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η περίσταση αυτή είναι κρίσιμη.Κατά δεύτερον το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε ως άνω το Γενικό Δικαστήριο πλήττει τα συμπεράσματα που συνήγαγε συναφώς το τελευταίο ως προς το εύρος των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει η Επιτροπή όσον αφορά την απόδειξη της υπάρξεως πλεονεκτήματος. Πράγματι η εσφαλμένη αυτή παραδοχή οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη κατά την εκ μέρους της ανάλυση όχι μόνον το πλεονέκτημα που απορρέει από τον μειωμένο φορολογικό συντελεστή αλλά και άλλες συνιστώσες του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί αδιαίρετο σύνολο όπως είναι οι δυνατότητες εκπτώσεως στο μέτρο που ο περιορισμός τους θα μπορούσε να αντισταθμίζει το ανωτέρω πλεονέκτημα. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή οφείλει βεβαίως να προβεί σε συνολική εκτίμηση ενός καθεστώτος ενισχύσεων λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συνιστώσες που αποτελούν τα ειδικά χαρακτηριστικά του τόσο τις ευνοϊκές για τους δικαιούχους του όσο και τις δυσμενείς για αυτούς. Εντούτοις η εξέταση της υπάρξεως πλεονεκτήματος δεν μπορεί να εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση των δικαιούχων του συγκεκριμένου καθεστώτος κατά τον χρόνο της μεταγενέστερης χορηγήσεως ατομικών ενισχύσεων βάσει του καθεστώτος αυτού. Ειδικότερα η αδυναμία να προσδιορισθεί κατά τον χρόνο θεσπίσεως καθεστώτος ενισχύσεων το ακριβές ποσό ανά φορολογική χρήση του πράγματι παρεχόμενου σε καθέναν από τους δικαιούχους του καθεστώτος πλεονεκτήματος δεν μπορεί να κωλύει την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι το καθεστώς αυτό εδύνατο ήδη από το στάδιο αυτό να παράσχει πλεονέκτημα στους δικαιούχους και δεν μπορεί συνακόλουθα να απαλλάξει το οικείο κράτος μέλος από την εκπλήρωση της ουσιώδους υποχρέωσεως κοινοποιήσεως ενός τέτοιου καθεστώτος την οποία υπέχει. Πράγματι εάν όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή όφειλε στο πλαίσιο αναλύσεως φορολογικού καθεστώτος να διακριβώσει βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων αν το πλεονέκτημα υλοποιήθηκε πράγματι κατά τη διάρκεια μεταγενέστερων φορολογικών χρήσεων και ενδεχομένως αν το συγκεκριμένο πλεονέκτημα αντισταθμίσθηκε από μειονεκτήματα τα οποία διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια άλλων φορολογικών χρήσεων τότε η υπό εξέταση προσέγγιση θα ευνοούσε τα κράτη μέλη που παραβαίνουν την υποχρέωσή τους περί κοινοποιήσεως τέτοιου καθεστώτος. Ως εκ τούτου η Επιτροπή υποχρεούται να ελέγχει την ατομική κατάσταση κάθε δικαιούχου μόνο στο στάδιο της ενδεχόμενης ανακτήσεως των ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων δεδομένου ότι για την ανάκτηση αυτή απαιτείται να προσδιορισθεί το ακριβές ποσό της ενισχύσεως που καρπώθηκαν πράγματι οι δικαιούχοι κατά τη διάρκεια κάθε φορολογικής χρήσεως.Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι ήδη από τον χρόνο θεσπίσεώς του το καθεστώς ενισχύσεων που απέρρεε από το επίμαχο μέτρο καθόσον παρείχε σε ορισμένους επιλέξιμους για το καθεστώς αυτό συλλόγους μεταξύ των οποίων καταλεγόταν η FCB την ευχέρεια να συνεχίσουν να λειτουργούν κατά παρέκκλιση ως οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα τους έδωσε τη δυνατότητα να επωφεληθούν μειωμένου φορολογικού συντελεστή σε σχέση με εκείνον που ίσχυε για τους συλλόγους που λειτουργούν ως ανώνυμες αθλητικές εταιρίες. Κατ αυτόν τον τρόπο το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εδύνατο ήδη από τον χρόνο θεσπίσεώς του να ευνοήσει τους συλλόγους που λειτουργούν ως οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σε σχέση με τους συλλόγους που λειτουργούν ως ανώνυμες αθλητικές εταιρίες παρέχοντάς τους επομένως πλεονέκτημα δυνάμενο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου προκειμένου να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων παρέχει στους δικαιούχους του πλεονέκτημα εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει στην επίμαχη απόφαση τις συνέπειες της εκπτώσεως για επανεπένδυση έκτακτων κερδών ούτε τις συνέπειες των δυνατοτήτων χρονικής μεταθέσεως υπό τη μορφή πιστώσεως φόρου και ειδικότερα το ζήτημα αν οι εν λόγω έκπτωση ή δυνατότητες εξουδετερώνουν το πλεονέκτημα που απορρέει από τον μειωμένο φορολογικό συντελεστή. Διαπιστώνεται επομένως ότι το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε τέτοια εξέταση ζητώντας εφόσον παρίστατο ανάγκη κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο αναιρεί την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό.Όσον αφορά τέλος τις συνέπειες της ως άνω αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι προκειμένου να κάνει δεκτή την προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε βεβαίως με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν κατ ουσίαν ατελής ανάλυση του ζητήματος της υπάρξεως πλεονεκτήματος πλην όμως απέρριψε προηγουμένως τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν παράβαση του άρθρου 49 ΣΛΕΕ καθόσον η Επιτροπή όφειλε κατά την FCB να διαπιστώσει ότι η επιβληθείσα στους επαγγελματικούς αθλητικούς συλλόγους υποχρέωση μετατροπής σε ανώνυμες αθλητικές εταιρίες αντέβαινε στην ελευθερία εγκαταστάσεως η οποία κατοχυρώνεται με τη διάταξη αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές όμως το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η FCB και η Ισπανία η οποία παρενέβη υπέρ των αιτημάτων του ποδοσφαιρικού συλλόγου μπορούσαν να ασκήσουν ανταναίρεση βάλλοντας κατά της ορθότητας του σκεπτικού της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απορρίψεως του επίμαχου λόγου ακυρώσεως μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τα αιτήματά τους για άλλους λόγους. Ελλείψει τέτοιας ανταναιρέσεως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιβάλλεται επομένως ισχύ δεδικασμένου κατά το μέρος της αυτό.Τούτου διευκρινισθέντος το Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση και αποφαινόμενο κατά συνέπεια επ αυτής απορρίπτει τους λοιπούς τέσσερις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι είχαν προβληθεί πρωτοδίκως και οι οποίοι αφορούσαν αντιστοίχως πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εξέταση του πλεονεκτήματος που παρέσχε το επίμαχο μέτρο παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου παράβαση του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογούνταν από την εσωτερική λογική του επίμαχου φορολογικού συστήματος και παράβαση των κανόνων που διέπουν την ανάκτηση υφιστάμενης ενισχύσεως. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή που άσκησε η FCB.1Απόφαση ΕΕ 20162391 της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2016 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.29769 2013C πρώην 2013NN που χορήγησε η Ισπανία υπέρ ορισμένων ποδοσφαιρικών συλλόγων ΕΕ 2016 L 357 σ. 1.2Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019 Ftbol Club Barcelona κατά Επιτροπής T 86516 βλ. επίσης Ανακοινωθέν Τύπου αριθ. 1719.3Κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο δ΄ του κανονισμού EΕ 20151589 του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2015 περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ ΕΕ 2015 L 248 σ. 9.