Επιστολή προς τα μέλη της Ε.Φ.Ε.Ε.Θ. για τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις των φοροτεχνικών - λογιστών από 1-1-2011

Ανακοινώσεις Συλλόγων - Ενώσεων - Ομοσπονδιών κ.ά.

22 Οκτώβριος 2010
Taxheaven.gr

ΕΝΩΣΗ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ
ΝΟΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Ε.Φ.Ε.Ε.Θ.)

ΠΛ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 12 - 546 26 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΗΛ.: 2310/554.073 - FAX: 2310/523.666  
www.efeeth.gr,  e-mail:  [email protected]
   
ΠΡΟΣ:
ΜΕΛΗ Ε.Φ.Ε.Ε.Θ.
                                                                         
Θεσσαλονίκη 22/10/2010

           
Συνάδελφε, Συναδέλφισσα,   
           
            
Με την παρούσα επιστολή σας ενημερώνουμε ότι με το νέο φορολογικό νόμο 3842/2010, οι ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΙ – ΛΟΓΙΣΤΕΣ έχουν αυξημένες ευθύνες με κίνδυνο να υποστούν κυρώσεις, διοικητικές (υψηλά πρόστιμα), πειθαρχικές (αφαίρεση αδείας, κλείσιμο γραφείου) και ποινικές (φυλάκιση από 1 έως 10 έτη) εάν δεν τηρήσουν το νόμο και στην ουσία έχουν καταστεί φορολογικοί ελεγκτές διότι:

Με τις διατάξεις του νέου φορολογικού νόμου 3842/2010, καθίσταται υποχρεωτική η υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2011 και μετά,  ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, από όλα τα φυσικά  πρόσωπα επιτηδευματίες, που ασκούν επιχείρηση ή ελευθέριο  επάγγελμα και από κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο μη επιτηδευματία, του οποίου όμως  η δήλωση υποβάλλεται από εξουσιοδοτημένο λογιστή και προαιρετικά για κάθε άλλο υπόχρεο σε δήλωση φυσικό πρόσωπο. Με αποφάσεις  του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα του τρόπου υποβολής των δηλώσεων που θα υποβάλλονται ηλεκτρονικά.

Επίσης, οι λογιστές φοροτεχνικοί στην κατάσταση των λογιστικών διαφορών που είναι υποχρεωμένοι, με βάση τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 38 του ν.2873/2000, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 9 του άρθρου 17 του ν. 3842/2010, να συνυποβάλλουν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της επιχείρησης, πρέπει να μνημονεύουν και το ύψος των μισθών για το οποίο δεν έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές.

Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι οι δαπάνες μισθοδοσίας θα αναγνωρίζονται μόνο αν έχουν εξοφληθεί μέσω επαγγελματικού τραπεζικού λογαριασμού της επιχείρησης ή επιταγής που εξοφλείται μέσω τραπεζικού λογαριασμού. Επισημαίνεται, ότι στην έννοια των δαπανών μισθοδοσίας δεν περιλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ ή άλλου ασφαλιστικού φορέα που καταβάλλει η επιχείρηση, αλλά μόνο οι καταβαλλόμενοι μισθοί – αμοιβές.

Με την παράγραφο 7 καθιερώνεται η υποχρέωση απόκτησης από τους λογιστές  φοροτεχνικούς, κατόχους άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του ν. 2515/1997, πιστοποιητικού που θα εκδίδεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών πρόκειται να καθορισθούν το περιεχόμενο του πιο πάνω πιστοποιητικού, οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια με βάση τα οποία θα χορηγείται, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων.

Με την παράγραφο 8 προβλέπεται, ότι οι λογιστές φοροτεχνικοί υποχρεούνται στην απόκτηση ψηφιακής υπογραφής για την επικοινωνία τους με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών πρόκειται να καθορισθεί κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.

Με την παράγραφο 9 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 38 του Ν. 2873/2000 σχετικά με την ευθύνη και τις αρμοδιότητες του λογιστή φοροτεχνικού. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται, ότι οι λογιστές φοροτεχνικοί είναι υπεύθυνοι, πέρα από την ακρίβεια και την ειλικρίνεια των δηλώσεων που υποβάλλουν, ως προς τη συμφωνία αυτών με τα φορολογικά και οικονομικά δεδομένα που προκύπτουν κατά τη μεταφορά τους από τα στοιχεία στα βιβλία και από τα βιβλία στις κατά περίπτωση δηλώσεις, και για την ορθή φορολογική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων με τις δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται, καθώς και για την ορθή υποβολή όλων των δηλώσεων παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος και απόδοσης των έμμεσων φόρων. Ειδικότερα, τις μη εκπιπτόμενες δαπάνες θα πρέπει να τις αποτυπώνουν αναλυτικά σε κατάσταση που θα συνυποβάλλεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, το περιεχόμενο της οποίας δεν είναι δεσμευτικό για τη φορολογούσα αρχή, ενώ όσον αφορά την ορθή υποβολή όλων των δηλώσεων παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος και απόδοσης των έμμεσων φόρων, αυτή θα πρέπει να γνωστοποιείται από τους λογιστές φοροτεχνικούς στην αρμόδια φορολογούσα αρχή, με τη μορφή δήλωσης που θα συνυποβάλλεται με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος.

Με τις ίδιες διατάξεις θεσμοθετείται και νομοθετικά η υποχρέωση των λογιστών φοροτεχνικών για υπογραφή, πέραν των δηλώσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν.2873/2000 (δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, αρχικών, συμπληρωματικών, τροποποιητικών, κλπ.) και των συνυποβαλλόμενων εντύπων ή καταστάσεων, όπως αυτά καθορίζονται κάθε φορά με τις οικείες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, με υποχρεωτική αναγραφή, κατά την υποβολή των δηλώσεων, του ονοματεπωνύμου τους, της διεύθυνσης κατοικίας τους ή της έδρας του επαγγέλματός τους, κατά περίπτωση, του ΑΦΜ τους, της αρμόδιας ΔΟΥ για τη φορολογία τους, του αριθμού μητρώου της άδειας άσκησης επαγγέλματός τους και της κατηγορίας της αδείας τους.

Από 01/06/2010 για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή έκδοσης του λήπτη του στοιχείου.
Σε περίπτωση εκχώρησης επιταγών τρίτων εκδίδεται άμεσα λογιστική απόδειξη εκχώρησης αξιογράφων στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία των εκχωρούμενων επιταγών.

Κατ’ εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μόνο μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών εταιρειών.

Με την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού, αντικαταστάθηκαν τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 7 του άρθρου 48 του Κ.Φ.Ε., (όπως αυτή αναριθμήθηκε από παρ.6 με την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ν.3842/2010). Με τις νέες διατάξεις μεταβάλλεται ο χρόνος απόκτησης και φορολογίας του εισοδήματος από ελευθέριο επάγγελμα. Ως τέτοιος ορίζεται πλέον ο χρόνος κατά τον οποίο παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες από τον ελεύθερο επαγγελματία και όχι ο χρόνος είσπραξης της αμοιβής, που ίσχυε με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις. Όταν πρόκειται για παροχή υπηρεσίας διάρκειας, χρόνος απόκτησης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που καθίσταται απαιτητό κάθε επί μέρους τμήμα της αμοιβής για το μέρος  αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε. Με τον τρόπο αυτό επέρχεται φορολογική εξομοίωση ως προς το χρόνο απόκτησης του εισοδήματος με αυτό που προέρχεται από την παροχή υπηρεσιών και θεωρείται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις. Επισημαίνεται ότι, η παρακράτηση του φόρου στο εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα θα εξακολουθήσει να γίνεται κατά την καταβολή (μετρητά, επιταγή, συναλλαγματική)  της αμοιβής και θα συμψηφίζεται κατά τη χρήση αυτή, ανεξάρτητα από τη χρήση φορολόγησης του εισοδήματος. Κατ’ εξαίρεση, για τους ελεύθερους επαγγελματίες που παρέχουν υπηρεσίες προς το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), χρόνος κτήσης του εισοδήματος για τις υπηρεσίες προς τα πρόσωπα αυτά, εξακολουθεί να θεωρείται ο χρόνος είσπραξης της αμοιβής. Οι διατάξεις αυτές, σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 92, ισχύουν για συναλλαγές που πραγματοποιούνται από χρήσεις που αρχίζουν από 1/1/2011 και μετά. Επισημαίνεται ότι, για τους δικηγόρους θα ακολουθήσει αναλυτική εγκύκλιος, λόγω των ειδικών περιπτώσεων του εισοδήματος  που αποκτούν (συμβουλευτική δικηγορία, διεκδικητική κλπ).

Με την παράγραφο 10 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν τα δύο πρώτα εδάφια της περ. ε΄ της παρ.1 του άρθρου 55 του ν. 2238/1994, σχετικά με την παρακράτηση φόρου από τις δημόσιες υπηρεσίες, ΟΤΑ κλπ. Ειδικότερα, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ,  κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμοί και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικοί οργανισμοί, συνεταιρισμοί και ενώσεις τους, σύλλογοι γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, που τηρούν βιβλία Β΄ ή Γ΄ του Κ.Β.Σ., όταν για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992), αμοιβές για οποιουδήποτε είδους παρεχόμενη υπηρεσία με αποδείξεις δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κ.Β.Σ. παρακρατούν φόρο είκοσι τοις εκατό (20%).  Με τις νέες  αυτές διατάξεις δεν επέρχεται καμία ουσιαστική μεταβολή έναντι αυτών που αντικαταστάθηκαν, αφού αφορούν στις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες δεν υποχρεούνται να εκδίδουν θεωρημένο τιμολόγιο ή Α.Π.Υ. Η επαναδιατύπωση κρίθηκε αναγκαία λόγω των τροποποιήσεων που έχουν γίνει στον ΚΒΣ.  Ως προς τις εκκαθαρίσεις  που εκδίδουν οι ασφαλιστικές εταιρίες σημειώνουμε ότι εκδίδονται αντί των Τ.Π.Υ. και ως εκ τούτου δεν απαιτείται παρακράτηση φόρου εκτός των περιπτώσεων που καταβάλλονται σε πρόσωπα που δεν είναι επιτηδευματίες λόγω διακοπής εργασιών ή σε περίπτωση ευκαιριακής διαμεσολάβησης. 

Με την παράγραφο 11 του άρθρου αυτού, τροποποιήθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε. Μετά την τροποποίηση αυτή, η παρακράτηση του φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο  ακαθάριστο εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, θα γίνεται από τις δημόσιες υπηρεσίες, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ, κοινωφελή ιδρύματα, δημόσιες επιχειρήσεις, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα, συλλόγους και επιχειρήσεις γενικά  όταν η συναλλαγή  υπερβαίνει τα τριακόσια  ευρώ (300). Για το όριο των τριακοσίων ευρώ (300) λαμβάνεται υπόψη, η αξία του εισοδήματος κατά συναλλαγή, με βάση  το προβλεπόμενο στοιχείο που εκδίδεται  σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ., χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ΦΠΑ.  Επίσης, το όριο των τριακοσίων ευρώ ανά συναλλαγή, συνδέεται με την αξία της πράξης ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως προκύπτει από την τυχόν υπογραφείσα σύμβαση ή οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο στοιχείο (Υπουργικές αποφάσεις περί ελαχίστων αμοιβών κλπ.) και όχι με την τμηματική εξόφληση της συναλλαγής. Οι παραπάνω διατάξεις ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του νόμου αυτού, για συναλλαγές που γίνονται από 1/1/2011 και μετά.

Επίσης με το Ν.3691/2008 για το ξέπλυμα χρήματος εντάχθηκαν στα αδικήματα αυτά και τα πιο κάτω αδικήματα φοροδιαφυγής όπως αναφέρονται στην ΠΟΛ 1127/ 31-8-2010:
- Η παράλειψη υποβολής ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 ευρώ,

- Η μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και εν γένει παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίστηκε, επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση.

- Η έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ.
 Κατόπιν των ανωτέρω, στα «βασικά αδικήματα» εντάσσονται πλέον, πέραν των ως άνω αναφερόμενων περιπτώσεων εικονικών φορολογικών στοιχείων, και όλες οι λοιπές περιπτώσεις έκδοσης ή αποδοχής εικονικών τέτοιων στοιχείων καθώς και οι περιπτώσεις έκδοσης πλαστών και νόθευσης φορολογικών στοιχείων, ανεξαρτήτως της αξίας αυτών.  
Περαιτέρω, θεσπίστηκαν νέα αδικήματα φοροδιαφυγής (περιπτώσεις μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης των προβλεπόμενων από το ΚΒΣ (Π.Δ. 186/1992) στοιχείων ή μη ενημέρωσης των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ίδιου Π.Δ., εφόσον συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν.2523/1997, όπως πλέον αυτή ισχύει) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο αυτή. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 76 του ν. 3842/2010, οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν για αδικήματα που διαπράττονται από 1/6/2010 και μετά. Επομένως, από την ανωτέρω ημερομηνία οι προαναφερόμενες περιπτώσεις αδικημάτων συμπεριλαμβάνονται επίσης στα «βασικά αδικήματα».
 
Σημειώνεται επίσης ότι με βάση τη διάταξη της μέχρι τώρα περίπτωσης ιη΄ του άρθρου 3 του ν. 3691/2008, η οποία ήδη αναριθμήθηκε σε ιθ΄, στα βασικά αδικήματα κατά τη διάταξη αυτή εντάσσονται και οι περιπτώσεις αδικημάτων μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο και τρίτους κατά τις διατάξεις του άρθρου 25, παρ. 1, περ. γ΄ του ν. 1882/1990, όπως ισχύουν, για χρέη άνω των 120.000 ευρώ.
 Υπόχρεα πρόσωπα μεταξύ άλλων για όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και σε άλλες που αναφέρονται στο ξέπλυμα χρήματος είναι και οι φοροτεχνικοί – λογιστές, οι οποίοι θα πρέπει να αναφέρουν αυτές άμεσα στην Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και στο ΣΔΟΕ, με κίνδυνο   εάν δεν συμμορφωθούν  να υποστούν κυρώσεις, διοικητικές (υψηλά πρόστιμα), πειθαρχικές (αφαίρεση αδείας, κλείσιμο γραφείου) και ποινικές (φυλάκιση από 1 έως 10 έτη).

Από όλα τα παραπάνω αντιλαμβάνεσθε ότι οι ευθύνες των φοροτεχνικών – λογιστών είναι τεράστιες, οι εργασίες, έλεγχοι και επαληθεύσεις είναι εξειδικευμένες, σοβαρές, χρονοβόρες  και κοστοβόρες, γι΄ αυτό θα πρέπει να οργανωθείτε σε νέες βάσεις, να ξανακοστολογήσετε τις αμοιβές σας, για να μην υπάρξει πρόβλημα και ζημία με ανυπολόγιστες συνέπειες σε κανένα.
Το Δ.Σ. της Ε.Φ.Ε.Ε.Θ. είναι πρόθυμο και έτοιμο να απαντήσει σε κάθε εύλογο ερώτημα των μελών του και να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια του ζητηθεί., γι’ αυτό πρέπει να είστε κοντά στην Ε.Φ.Ε.Ε.Θ. και να στηρίζετε τις προσπάθειές της.





Για το Δ.Σ.

Ο Πρόεδρος                                                 
Δόβελος Ιωάννης                                            


Ο Γεν. Γραμματέας
Φιλίππου Κων/νος