Αυτή που εφήρμοσε τον Νόμο (Mabel Walker Willebrandt: the First Lady of the Law)
8 Μάρτιου 2023
Σχόλια

Νένα Π. Διονυσοπούλου, Δικηγόρος
Αλήθεια, για ποιόν έχει σημασία αν κατάφερες κάτι πρώτος ή έστω δεύτερος; Αν έσπασες ένα ρεκόρ, ένα ταμπού ή ένα άβατο;
Αν δεν υπήρχαν αυτοί που τόλμησαν να περπατήσουν σε αχαρτογράφητα μονοπάτια, να εφαρμόσουν καινοτόμες μεθόδους ή να βάλουν το μαχαίρι στο κόκκαλο, υποθέτω πως η Ουρούκ του 4000 π.Χ. θα φάνταζε ακόμα και σήμερα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, εμείς θα κυκλοφορούσαμε φορώντας δύσοσμα δέρματα και πιθανόν θα ζούσαμε σε σπηλιές, θ’ απαντήσει εύλογα κάποιος.
Η γυναίκα θα παρέμενε στην κουζίνα της πλένοντας πιάτα, έρμαιο των αποφάσεων που θα έπαιρναν άλλοι ερήμην της καίτοι την αφορούσαν άμεσα, θα έλεγα εγώ. Αν πάλι κατόρθωνε να βγει από το σπίτι, θα απασχολούνταν σε δευτερεύοντα επαγγέλματα, δακτυλοδεικτούμενη εξυπακούεται, με απολαβές και γενικότερα συνθήκες εργασίας διαφορετικές από τις αντίστοιχες αντρικές. Και θα συμπληρώσω: το να προχωρήσει μία γυναίκα ένα βήμα παραπέρα, να διεκδικήσει, να γίνει αποδεκτή, ν' ανέρθει ως την ανώτερη βαθμίδα της επαγγελματικής ιεραρχίας – αυτή και το όποιο έργο της – βρήκε κι ενίοτε συνεχίζει να βρίσκει εμπόδια. Τίποτα δεν της προσφέρεται έτοιμο, τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Κάπως έτσι, αυτή που με όπλα της τον αυτοσεβασμό και την πίστη στις δεξιότητες της, υλοποίησε με επιτυχία αυτό που οι άρρενες συνάδελφοί της δεν κατάφεραν, θα γράψει με κεφαλαία και χρυσά γράμματα το όνομά της στο βιβλίο της Ιστορίας. Θα γίνει σύμβολο, θα εμπνεύσει κι άλλες γυναίκες να κυνηγήσουν με σθένος τα όνειρά τους.
Για μία τέτοια γυναίκα θα μιλήσουμε σήμερα, προβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο συνέδεσε την λαθρεμπορία με την φοροδιαφυγή προκειμένου να συλληφθούν και καταδικαστούν οι περιβόητοι γκάνγκστερς της εποχής. Τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης, η καινοτόμα για τα νομικά χρονικά της εποχής παρουσία μίας γυναίκας – δημοσίου κατηγόρου στην αίθουσα του Δικαστηρίου δημιουργούσε μεγαλύτερο μιντιακό θόρυβο από την εκδικαζόμενη υπόθεση αυτή καθαυτή. Η δικηγόρος Μέιμπελ Γουόκερ Γουίλμπραντ (Mabel Walker Willebrandt) υπήρξε η δεύτερη στη σειρά γυναίκα που διορίσθηκε στο υψηλότερο αξίωμα που μπορούσε να κατέχει μία γυναίκα την εποχή εκείνη (1921-1929), αυτό της βοηθού του Γενικού Εισαγγελέα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με αντικείμενο ευθύνης μεταξύ άλλων την ομοσπονδιακή φορολογία και την εφαρμογή του Νόμου της Ποτοαπαγόρευσης (φοροδιαφυγή και διαφθορά κρατικού μηχανισμού, μιλώντας δε με σημερινούς νομικούς όρους αναφερόμαστε σε υποθέσεις λαθρεμπορίας, δωροδοκίας και δωροληψίας, φοροδιαφυγής άρα σε υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες). Αποδέχθηκε να αναλάβει μία άκρως αντιδημοφιλή θέση που άνδρες συνάδελφοι της απέρριψαν χωρίς δεύτερη σκέψη καθώς την θεωρούσαν εκ προοιμίου ταυτόσημη της απόλυτης αποτυχίας που θα αμαύρωνε τα λαμπρά βιογραφικά τους. Η ίδια, εκ φύσεως οξυδερκής, όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας, αντίθετα με περισσή δεξιοτεχνία μετέτρεψε αυτό το ενδιαφέρον σε συγκριτικό πλεονέκτημα προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη και να αλλάξει στη συνείδηση του μέσου κοινού ανθρώπου τον αξιακό κώδικα της εποχής που ήθελε να αποδεχόμαστε σιωπηρά την παρανομία και να μην επικροτούμε λόγω και έργω στην αποτελεσματική επιβολή του Νόμου.
Την περιρρέουσα της εποχής εκείνης ατμόσφαιρα την γνωρίζουμε λίγο πολύ από τις ταινίες. Περιλαμβάνουν τα άπαντα του ποινικού κώδικα: ένοπλες συμμορίες, παράνομο τζόγο, τοκογλυφία, λαθρεμπορία ποτών, ουσίες, μαστροπεία, σωματεμπορία, εκβιασμούς, ληστείες, στοχευμένες δολοφονίες, διαφθορά δημοσίων λειτουργών. Που και πού βλέπουμε κι επιχειρήσεις που λειτουργούν νομότυπα (βιτρίνες ή πλυντήρια θα τις αποκαλούσαμε σήμερα). Οργανωμένο έγκλημα κι αιρετοί άρχοντες ή δημόσιοι λειτουργοί χαριεντίζονται ανερυθρίαστα δημοσίως καθώς η πολιτική μακροημέρευση των δεύτερων εξαρτάται από την δουλοπρέπεια που θα επιδείξουν στους πρώτους. Βαλίτσες με αδήλωτο χρήμα που αλλάζουν χέρια κάνουν τους μάρτυρες να μην έχουν δει ή ακούσει το παραμικρό. Ή απλά εξαφανίζουν από προσώπου γης όποιον μάρτυρα παρ’ ελπίδα είδε ή άκουσε το οτιδήποτε, σημαντικό ή ασήμαντο. Με δύο λέξεις, μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων της, ο τομέας ευθύνης της υπήρξε κάτι παραπάνω από αναποτελεσματικός. Δεν είχε να επιδείξει έργο καθώς η παντελής αδυναμία τόσο εύρεσης ζώντων και πρόθυμων να καταθέσουν μαρτύρων όσο και συλλογής αποδεικτικού υλικού ικανού να στοιχειοθετήσει έστω κι ένα από τα παραπάνω αναφερόμενα εγκλήματα αποτελούσε τον κανόνα και ουχί την εξαίρεση. Η υποχρηματοδότηση του τμήματος του οποίου προΐστατο δεν την πτόησε. Επανεξέτασε υποθέσεις, απέλυσε ανεπαρκείς Εισαγγελείς που υπάγονταν στην δικαιοδοσία της. Ο μικρός αριθμός υποθέσεων που διεκπεραίωνε το τμήμα ευθύνης της στάθηκε μία μεγάλη πρόκληση. Ομοίως το γεγονός ότι οι όποιες συλλήψεις λαθρεμπόρων οινοπνευματωδών ποτών αφορούσαν άτομα ήσσονος σημασίας. Στόχος της υπήρξε να συλλάβει και να καταδικάσει τα μεγάλα αφεντικά (τους «Νονούς»). Τα στατιστικά της θητείας της αποδεικνύουν του λόγου το αληθές: επί 48.734 υποθέσεων σχετικές με την ποτοαπαγόρευση, οι 39.072 κατέληξαν σε καταδίκες. Οι υποθέσεις που έφτασαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και οι οποίες ερμήνευσαν τον σχετικό Νόμο ανήρθαν στον εντυπωσιακό αριθμό των 278.
Η βοηθός του Γενικού Εισαγγελέα πρότεινε πληθώρα θεσμικών αλλαγών καθώς και την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου ως προς το ύψος των επαπειλούμενων ποινών της Ποτοαπαγόρευσης. Δική της πρόταση υπήρξε ο διορισμός του J.Edgar Hoover ως επικεφαλής του FBI. Το κυριότερο όλων, συνέλαβε και υλοποίησε μία πρωτότυπη ιδέα: όλοι αυτοί οι εγκληματίες, τους οποίους οι Αρχές αδυνατούσαν να οδηγήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης για την διάπραξη εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, διαβιούσαν πολυτελώς χωρίς ωστόσο να καταβάλουν τέλη και αναλογούντες φόρους για τα μη δηλωθέντα εισοδήματά τους. Σύμφωνα με την ισχύουσα την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης φορολογική νομοθεσία, για την διάπραξη του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, δεν ήταν απαραίτητη η στοιχειοθέτηση και απόδειξη των πηγών του παράνομου πλουτισμού, μόνο του ύψους αυτού.
[Ναι, όλο αυτό, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεση, θυμίζει ξεκάθαρα την οδηγία 2015/849/EE καθώς και τον πολυσυζητημένο το τελευταίο χρονικό διάστημα ν. 4557/2018.]
Η πρώτη σοβαρή υπόθεση, το 1923, αφορούσε τον λαθρέμπορο Μάνλει Σάλιβαν (Manley Sullivan). Το επιχείρημα της μη-αυτοενοχοποίησης (ναι, από τότε μέχρι και σήμερα προβάλλεται ο ίδιος λόγος, αλλά πάντα απορρίπτεται) δεν έγινε αποδεκτό, η δε υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο (United States v. Sullivan, 274 U.S. 259), το οποίο αποφάνθηκε τελικά πως σύμφωνα με το Νόμο περί εισοδήματος του 1921 (Revenue Act of 1921) σημασία δεν είχε πλέον εάν τα εισοδήματα είχαν νόμιμη ή παράνομη πηγή προέλευσης (ubi lex voluit dixit, ubi noluit tacuit). Το Δικαστήριο προχώρησε βέβαια ένα βήμα παραπέρα, θεωρώντας ότι επί του υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου δεν επιτρέπονταν η έκπτωση δαπανών όπως η δωροδοκία από το φορολογητέο εισόδημα.
Το νερό είχε επιτέλους κυλήσει στο αυλάκι. Οι φορολογικοί έλεγχοι εντατικοποιήθηκαν, στο στόχαστρο μπήκαν κρυφοί και φανεροί λογαριασμοί, μετρητά, κινητή κι ακίνητη περιουσία, εμπορικές δραστηριότητες, παράνομες και νόμιμες. Οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου ήταν γεγονός. Την ίδια στιγμή κατασχέθηκαν αλκοολούχα ποτά, αποστακτήρια, παράνομες άδειες, λοιπός εξοπλισμός και μεταφορικά μέσα που σχετίζονταν με το Νόμο περί Ποτοαπαγόρευσης (Volstead Act). Λίστες μισθοδοσίας (δωροδοκίας) βουλευτών, δικαστών, πολιτικών, ομοσπονδιακών πρακτόρων αποκαλύφθηκαν, με ό,τι αυτό συνεπάγονταν νομικά. Υπόθεση Remus στο Σινσινάτι, Willie Haar (γνωστός και ως Big Four) στη Σαβάνα της Τζόρτζια, Rum Row στην πολιτεία της Φλόριντα …
Πολλά αφεντικά της Μαφίας προτίμησαν την ποινική διαπραγμάτευση από την φυλάκιση. Όλοι αυτοί όμως ήταν μικρά ψάρια. Στο στόχαστρο μπήκαν οι Bugs Moran, Jack “Legs” Diamond, Frank Costello, Charles Luciano, Meyer Lansky και Moe Dalitz που μεταξύ άλλων παρασκεύαζαν, εισήγαγαν και πουλούσαν παρανόμως αλκοολούχα ποτά. Στο στόχαστρο μπήκε και ο Αλφόνσο Γκαμπριέλ Καπόνε. Ο τελευταίος δεν καταδικάστηκε ούτε για τις άπειρες δολοφονίες που φέρεται να διέταξε, ούτε για λαθρεμπορία ποτών, ούτε για κανένα από τα αναρίθμητα εγκλήματα που δεν κατάφεραν να αποδειχθούν με μάρτυρες και λοιπά στοιχεία. Κρίθηκε αφενός ένοχος φοροδιαφυγής για τα έτη 1925,1926 και 1927, καθώς κι ένοχος του εγκλήματος της μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τα έτη 1928 και 1929.
Για την ιστορία, η Μάμπελ μετά το πέρας της πετυχημένης θητείας της (για λόγους συντομίας σταθήκαμε μονάχα στη φορολόγηση εισοδημάτων από παράνομες δραστηριότητες κι όχι στην αναδιάρθρωση των ομοσπονδιακών φυλακών) παραιτήθηκε καθώς δεν προτάθηκε για τη θέση της Γενικής Εισαγγελέως. Ιδιώτευσε για τρεις δεκαετίες με τομείς ειδίκευσης το δίκαιο των τηλεπικοινωνιών και το αεροπορικό δίκαιο. Εξυπακούεται πως και στους τομείς αυτούς η συνεισφορά της υπήρξε ανεκτίμητης αξίας καθώς πρωτοστάτησε στη δημιουργία σχετικού κανονιστικού πλαισίου. Οι εταιρίες Aviation Corp. of America και Metro – Goldwyn-Mayer, καθώς και πλειάδα ηθοποιών (μεταξύ των οποίων και ο Clark Gable) υπήρξαν μερικοί από τους πιο διάσημους πελάτες της. Άσκησε το επάγγελμα της δικηγόρου σχεδόν ως το τέλος της ζωής της.
Η γεμάτη τόλμη κι αποφασιστικότητα δικηγόρος Μέιμπελ Γουόκερ Γουίλμπραντ είχε την ατυχία να πρωταγωνιστήσει σε μία ανδροκρατούμενη εποχή. Τόλμησε παρ' όλα αυτά ν' αναλάβει και να φέρει επιτυχώς εις πέρας υποθέσεις που άνδρες δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Έδειξε τον νομικό δρόμο που συνεχίζουμε ν' ακολουθούμε σε παρόμοια εγκλήματα. Σήμερα ενδεχομένως να κατάφερνε επάξια να ανέλθει ως το ανώτερο βαθμό της ιεραρχίας, καταλαμβάνοντας τη θέση της Γενικής Εισαγγελέως.
Στον δικαστή που προέδρευσε στην υπόθεση Watergate, Τζον Σίρικα (John Sirica) αποδίδεται η φράση «Αν η Μέιμπελ φορούσε παντελόνι, θα μπορούσε να ήταν πρόεδρος -If Mabel had worn trousers, she could have been president.".
Ακολουθήστε το taxheaven.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα οικονομικά νέα