ΦΠΑ - Δεν οφείλεται το εσφαλμένως χρεωθέν μέρος του ποσού του ΦΠΑ που έχει αναγραφεί σε τιμολόγιο εάν δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος απώλειας φορολογικών εσόδων λόγω του ότι οι αποδέκτες της υπηρεσίας δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών

Δικαστικά - Φορονομικά

9 Δεκέμβριος 2022
Taxheaven.gr



Επιμέλεια
Επιστημονική ομάδα Taxheaven


Το Δικαστήριο της Ε.Ε. έκρινε με απόφασή του ότι υποκείμενος στον φόρο, ο οποίος παρέσχε υπηρεσία και ανέγραψε στο σχετικό τιμολόγιο που εξέδωσε ποσό φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) το οποίο υπολογίστηκε με εσφαλμένο συντελεστή, δεν οφείλει, βάσει της εν λόγω διάταξης, το εσφαλμένως χρεωθέν μέρος του ποσού του ΦΠΑ εάν δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος απώλειας φορολογικών εσόδων, λόγω του ότι οι αποδέκτες της υπηρεσίας είναι αποκλειστικώς τελικοί καταναλωτές, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών.

Ιστορικό

Κατά το φορολογικό έτος 2019, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η οποία εκμεταλλεύεται εσωτερικό χώρο παιχνιδιού, εφάρμοζε στις υπηρεσίες που παρείχε συντελεστή ΦΠΑ 20 %. Χορήγησε στους πελάτες της συνολικά 22 557 αποδείξεις ταμειακής μηχανής, οι οποίες αποτελούν κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 6, του UStG 1994 τιμολόγια μικρής αξίας και στις οποίες ανέγραφε τον εν λόγω συντελεστή.

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι πελάτες της προσφεύγουσας της κύριας δίκης ήταν αποκλειστικώς τελικοί καταναλωτές, οι οποίοι δεν είχαν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών.

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, αφού έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο νόμιμος συντελεστής ΦΠΑ για τις υπηρεσίες που παρείχε δεν ήταν 20 % αλλά 13 %, υπέβαλε τροποποιητική δήλωση ΦΠΑ προκειμένου η φορολογική αρχή να της πιστώσει το υπερβάλλον ποσό του φόρου.

Η φορολογική αρχή αρνήθηκε την τροποποίηση με την αιτιολογία ότι, αφενός, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποχρεούται να καταβάλει τον υψηλότερο ΦΠΑ διότι δεν είχε διορθώσει τα σχετικά τιμολόγια και, αφετέρου, η ζητούμενη τροποποίηση θα είχε ως αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό της, δεδομένου ότι οι πελάτες της επιβαρύνθηκαν με τον υψηλότερο ΦΠΑ.

Τα προδικαστικά ερωτήματα

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως και η διαφορά ήχθη ενώπιον του Ομοσπονδιακού Φορολογικού Δικαστηρίου της Αυστρίας το οποίο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Οφείλεται ο ΦΠΑ από τον εκδότη τιμολογίου σύμφωνα με το άρθρο 203 της οδηγίας ΦΠΑ όταν, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, δεν υφίσταται κίνδυνος απώλειας φορολογικών εσόδων διότι οι λήπτες των υπηρεσιών είναι τελικοί καταναλωτές, οι οποίοι δεν δικαιούνται να εκπέσουν τον ΦΠΑ εισροών;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και, κατά συνέπεια, εφόσον ο εκδότης τιμολογίου είναι υπόχρεος προς καταβολή του ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 203 της οδηγίας ΦΠΑ:

α) Μπορεί να παραλειφθεί η διόρθωση των τιμολογίων έναντι των ληπτών υπηρεσιών στην περίπτωση που, αφενός, αποκλείεται κάθε κίνδυνος απώλειας φορολογικών εσόδων και, αφετέρου, η διόρθωση των τιμολογίων είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη;

β) Αποκλείει τον διακανονισμό του ΦΠΑ το γεγονός ότι οι τελικοί καταναλωτές έχουν επιβαρυνθεί με τον φόρο ως τμήμα του τιμήματος και ότι, ως εκ τούτου, ο υποκείμενος στον φόρο καθίσταται πλουσιότερος λόγω του διακανονισμού του ΦΠΑ;»


Τα βασικά σκεπτικά της απόφασης του ΔΕΕ

Το άρθρο 203 της οδηγίας ΦΠΑ αφορά την περίπτωση στην οποία ο υποκείμενος στον φόρο εξέδωσε τιμολόγιο στο οποίο αναγράφεται το ορθό ποσό ΦΠΑ βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως, κατά την οποία ο υποκείμενος στον φόρο που πραγματοποιεί φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών προς άλλον υποκείμενο στον φόρο πρέπει να εκδίδει σχετικό τιμολόγιο προς τον τελευταίο. Σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 193, ο ΦΠΑ οφείλεται από τον υποκείμενο στον φόρο ο οποίος πραγματοποιεί τέτοια παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών προς άλλον υποκείμενο στον φόρο.

Επομένως, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 26 των προτάσεών της, το άρθρο 203 της οδηγίας ΦΠΑ μπορεί να εφαρμοστεί μόνον σε φορολογική οφειλή η οποία υπερβαίνει την προκύπτουσα στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 193 της εν λόγω οδηγίας και δεν καλύπτει επομένως τις περιπτώσεις στις οποίες ο αναγραφόμενος στο τιμολόγιο ΦΠΑ είναι ορθός. Σε περίπτωση κατά την οποία μέρος του ποσού του ΦΠΑ ανεγράφη εσφαλμένως στο τιμολόγιο, το άρθρο 203 της οδηγίας εφαρμόζεται μόνον ως προς το ποσό του ΦΠΑ που υπερβαίνει το ποσό το οποίο χρεώθηκε ορθώς. Πράγματι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, υφίσταται κίνδυνος απώλειας φορολογικών εσόδων, αφού ο υποκείμενος στον φόρο και αποδέκτης τέτοιου τιμολογίου θα μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του να εκπέσει τον εν λόγω ΦΠΑ, χωρίς η αρμόδια φορολογική αρχή να είναι σε θέση να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την άσκηση του σχετικού δικαιώματος.

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο απέκλεισε την ύπαρξη κινδύνου απώλειας φορολογικών εσόδων, για τον λόγο ότι κατά το συγκεκριμένο φορολογικό έτος η πελατεία της προσφεύγουσας της κύριας δίκης αποτελούνταν αποκλειστικά από τελικούς καταναλωτές, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών. Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι το άρθρο 203 της οδηγίας ΦΠΑ δεν τυγχάνει εφαρμογής σε μια τέτοια περίπτωση.

Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 203 της οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι υποκείμενος στον φόρο, ο οποίος παρέσχε υπηρεσία και ανέγραψε στο σχετικό τιμολόγιο ποσό ΦΠΑ το οποίο υπολογίστηκε με εσφαλμένο συντελεστή, δεν οφείλει, βάσει της εν λόγω διάταξης, το εσφαλμένως χρεωθέν μέρος του ποσού του ΦΠΑ εάν δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος απώλειας φορολογικών εσόδων, λόγω του ότι οι αποδέκτες της υπηρεσίας είναι αποκλειστικώς τελικοί καταναλωτές, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

26 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 203 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2016/1065 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2016, έχει την έννοια ότι:

υποκείμενος στον φόρο, ο οποίος παρέσχε υπηρεσία και ανέγραψε στο σχετικό τιμολόγιο που εξέδωσε ποσό φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) το οποίο υπολογίστηκε με εσφαλμένο συντελεστή, δεν οφείλει, βάσει της εν λόγω διάταξης, το εσφαλμένως χρεωθέν μέρος του ποσού του ΦΠΑ εάν δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος απώλειας φορολογικών εσόδων, λόγω του ότι οι αποδέκτες της υπηρεσίας είναι αποκλειστικώς τελικοί καταναλωτές, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών.

(υπογραφές)

Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου