Αποτελέσματα live αναζήτησης

Tax Flash: Δημοσιεύθηκαν οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε. επί των υποθέσεων της Amazon και της Engie

Tax Flash: Δημοσιεύθηκαν οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε. επί των υποθέσεων της Amazon και της Engie
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά

Jean Monnet Chair
EU Tax Policy and Administration
Co-funded by the Erasmus+ Programme of the European Union
ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI
ΚΑΤΟΧΟΣ ΕΔΡΑΣ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

Tax Flash 92

2/6/2021

Απόφαση στις υποθέσεις T-816/17 Luxembourg v Commission και T-318/18 Amazon EU Sarl and Amazon.com, Inc. v Commission

Σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης μιας ευρωπαϊκής θυγατρικής του ομίλου της Amazon

Από το 2006, ο όμιλος Amazon διεξήγαγε τις εμπορικές του δραστηριότητες στην Ευρώπη μέσω δύο εταιρειών εγκατεστημένων στο Λουξεμβούργο, ήτοι την Amazon Europe Holding Technologies SCS ('LuxSCS'), μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης του Λουξεμβούργου, οι εταίροι της οποίας ήταν αμερικανικές οντότητες του ομίλου της Amazon, και η Amazon EU Sarl ('LuxOpCo'), θυγατρική κατά 100 % θυγατρική της LuxSCS.

Μεταξύ των ετών 2006 και 2014, η LuxSCS κατείχε τα άυλα περιουσιακά στοιχεία που ήταν απαραίτητα για τις δραστηριότητες του ομίλου Amazon στην Ευρώπη. Για το σκοπό αυτό, συνήψε διάφορες συμφωνίες με αμερικανικές οντότητες του ομίλου Amazon, ιδίως αδειοδοτήσεις και συμφωνίες εκχώρησης προϋπάρχουσας πνευματικής ιδιοκτησίας με την Amazon Technologies, Inc. (ATI) («συμφωνίες buy-in»), καθώς και συμφωνία για τον επιμερισμό των δαπανών που συνδέονται με την ανάπτυξη των εν λόγω άυλων περιουσιακών στοιχείων («συμφωνία επιμερισμού του κόστους») με την ATI και μια δεύτερη οντότητα, την A9.com, Inc.

Στο πλαίσιο των συμφωνιών αυτών, η LuxSCS απέκτησε το δικαίωμα εκμετάλλευσης ορισμένων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, τα οποία συνίστανται κυρίως στην εκμετάλλευση τεχνολογικών δεδομένων, καθώς και δεδομένων των πελατών και σήματα και να υπο-αδειοδότηση των εν λόγω άυλων περιουσιακών στοιχείων. Σε αυτή τη βάση, η LuxSCS κατέληξε, μεταξύ άλλων, σε συμφωνία αδειοδότησης με την LuxOpCo, όπως ο κύριος φορέας εκμετάλλευσης των δραστηριοτήτων του ομίλου Amazon στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, η LuxOpCo δεσμεύθηκε να καταβάλει δικαιώματα στην LuxSCS σε αντάλλαγμα της χρήσης των άυλων περιουσιακών στοιχείων.

Στις 6 Νοεμβρίου 2003, κατόπιν αιτήματος του ομίλου Amazon, οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου εξασφάλισαν προς τον εν λόγω όμιλο μια φορολογική απόφαση τύπου tax ruling. Ο όμιλος Amazon ζήτησεε επιβεβαίωση της αντιμετώπισης των LuxOpCo και LuxSCS για τους σκοπούς του εταιρικού φόρου εισοδήματος του Λουξεμβούργου. Όσον αφορά, ειδικότερα, τον καθορισμό του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος της LuxOpCo's, ο όμιλος Amazon είχε προτείνει η εξόφληση των δικαιωμάτων σύμφωνα με την αρχή των ίσων αποστάσεων από την LuxOpCo προς την LuxSCS, θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τη μέθοδο του καθαρού περιθωρίου κέρδους συναλλαγής («TNMM»), χρησιμοποιώντας την LuxOpCo ως το ελεγχόμενο μέρος.

Η φορολογική απόφαση τύπου tax ruling, πρώτον, επιβεβαίωσε ότι η LuxSCS δεν υπαγόταν στον φόρο εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου λόγω της νομικής του μορφής και, δεύτερον, ενέκρινε τη μέθοδο υπολογισμού των ετήσιων δικαιωμάτων που πρέπει να καταβληθούν από την LuxOpCo προς την LuxSCS, σύμφωνα με την προαναφερθείσα συμφωνία αδειοδότησης.

Το 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι, στο βαθμό που υιοθέτησε τη σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων φύση της μεθόδου υπολογισμού των δικαιωμάτων που πρέπει να καταβληθούν από την LuxOpCo προς την LuxSCS, η εν λόγω φορολογική απόφαση τύπου tax ruling και η ετήσια εφαρμογή της από το 2006 έως το 2014 συνιστούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, και συγκεκριμένα λειτουργική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, η Επιτροπή εντόπισε ένα πλεονέκτημα προς όφελος της LuxOpCo, λαμβάνοντας υπόψη ουσιαστικά ότι τα δικαιώματα που καταβάλλονται από την LuxOpCo προς την LuxSCS κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου -η οποία υπολογίστηκε σύμφωνα με τη μέθοδο που επικυρώθηκε στην απόφαση τύπου tax ruling- ήταν υπερβολικά υψηλά, με αποτέλεσμα η αποζημίωση της LuxOpCo's και, κατά συνέπεια, η φορολογική της βάση να μειώνονται τεχνητά.

Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση της Επιτροπής βασίστηκε σε πρωτογενές και σε τρία επικουρικά συμπεράσματα. Η αρχική διαπίστωση αφορούσε ένα σφάλμα όσον αφορά το ελεγχόμενο μέρος για τους σκοπούς της εφαρμογής της μεθόδου TNMM. Τα τρία επικουρικά πορίσματα αφορούσαν, αντιστοίχως, σφάλμα στην επιλογή της TNMM καθαυτής, σφάλμα στην επιλογή του δείκτη επιπέδου κέρδους ως σχετική παράμετρο για την εφαρμογή της TNMM και σφάλμα που συνίσταται στη συμπερίληψη μηχανισμού ανώτατου ορίου στο πλαίσιο της TNMM. Αφού διαπίστωσε, τελικά, ότι η φορολογική απόφαση τύπου tax ruling είχε τεθεί σε εφαρμογή από το Λουξεμβούργο χωρίς να έχει κοινοποιηθεί εκ των προτέρων στην Επιτροπή, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της εν λόγω ενίσχυσης από την LuxOpCo, η οποία ήταν παράνομη και ασύμβατη με την εσωτερική αγορά.

Το Λουξεμβούργο και ο όμιλος Amazon άσκησαν απευθείας προσφυγή με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Με τις ενέργειές τους, αμφισβήτησαν, μεταξύ άλλων, καθεμία από τις διαπιστώσεις επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε τη συλλογιστική της όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος.

Στην πρόσφατη απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ένωσης υποστηρίζει, στην ουσία, τους λόγους και τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αμφισβητούν τόσο τις πρωτογενείς όσο και τις επικουρικές διαπιστώσεις ως προς το πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της.

Στηριζόμενο στις αρχές που είχαν προηγουμένως καθοριστεί σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων χαρακτηρισμού μιας «κρατικής ενίσχυσης» στο πλαίσιο φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax rulings», το Γενικό Δικαστήριο παρέχει σημαντικές διευκρινίσεις όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του βάρους αποδείξεως της Επιτροπής για τον προσδιορισμό της ύπαρξης πλεονεκτήματος όταν το επίπεδο του φορολογητέου εισοδήματος μιας εισηγμένης εταιρίας, η οποία ανήκει σε όμιλο, καθορίζεται από την επιλογή μεθόδου ενδοομιλικής τιμολόγησης.

Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία, κατά την εξέταση των φορολογικών μέτρων υπό το πρίσμα των κανόνων της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με την οποία η ίδια η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να αποδειχθεί μόνο σε σύγκριση με τη «συνήθη» φορολογία, με αποτέλεσμα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται φορολογικό πλεονέκτημα, η θέση του αποδέκτη ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του επίμαχου μέτρου να πρέπει να συγκρίνεται με τη θέση του ελλείψει του επίμαχου μέτρου και σύμφωνα με τους συνήθεις φορολογικούς κανόνες.

Προς το σκοπό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η τιμολόγηση των ενδοομιλικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται από μια εταιρία του ομίλου αυτού δεν καθορίζεται υπό τις συνθήκες της αγοράς.

Ωστόσο, όταν η εθνική φορολογική νομοθεσία δεν κάνει διάκριση μεταξύ συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων και ανεξάρτητων επιχειρήσεων προς το σκοπό της υπαγωγής τους σε φόρο εισοδήματος εταιριών, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο νόμος αυτός αποσκοπεί στη φορολόγηση του κέρδους που προκύπτει από την οικονομική δραστηριότητα μιας τέτοιας συνδεδεμένης επιχείρησης σαν να είχε προκύψει από συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές αγοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την εξέταση φορολογικού μέτρου που εφαρμόζεται σε μια τέτοια συνδεδεμένη εταιρία, η Επιτροπή μπορεί να συγκρίνει τη φορολογική επιβάρυνση της επιχειρήσεως αυτής που προκύπτει από την εφαρμογή του εν λόγω φορολογικού μέτρου, με τη φορολογική επιβάρυνση που προκύπτει από την εφαρμογή των συνήθων φορολογικών κανόνων που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο μιας επιχείρησης, η οποία βρίσκεται σε συγκρίσιμη πραγματική κατάσταση και ασκεί τις δραστηριότητές της υπό τους όρους της αγοράς.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, εξετάζοντας τη μέθοδο υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος μιας συνδεδεμένης εταιρίας που επικυρώνεται από μια φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling», η Επιτροπή μπορεί να βρει πλεονέκτημα μόνο εάν αποδείξει ότι τα μεθοδολογικά σφάλματα που, κατά την άποψή της, επηρεάζουν την τιμή μεταβίβασης δεν επιτρέπουν τον αξιόπιστο προσδιορισμό του αποτελέσματος σύμφωνα με την αρχή των ίσων αποστάσεων, αλλά οδηγούν μάλλον σε μείωση του φορολογητέου κέρδους της εν λόγω εταιρίας σε σύγκριση με τη φορολογική επιβάρυνση που προκύπτει από την εφαρμογή των συνήθων φορολογικών κανόνων.

Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει στη συνέχεια το βάσιμο της αναλύσεως της Επιτροπής προς υποστήριξη της διαπίστωσης ότι, με την επιλογή μιας μεθόδου τιμολογιακής πολιτικής, η οποία δεν επέτρεπε την αξιόπιστη προσέγγιση του αποτελέσματος σύμφωνα με την αρχή των ίσων αποστάσεων, η φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling» χορηγούσε ένα πλεονέκτημα στην LuxOpCo.

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο πρωταρχικός εντοπισμός ενός πλεονεκτήματος στηρίζεται σε μια ανάλυση η οποία είναι εσφαλμένη από πολλές απόψεις. Έτσι, πρώτον, στο βαθμό που η Επιτροπή στηρίχθηκε στη δική της λειτουργική ανάλυση για την LuxSCS προκειμένου να καταδείξει, κατ' ουσίαν, ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι ελήφθη υπόψη κατά τη χορήγηση της επίμαχης φορολογικής αποφάσεως τύπου «tax ruling», η εταιρία αυτή ήταν απλώς παθητικός κάτοχος των εν λόγω άυλων περιουσιακών στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η ανάλυση αυτή ήταν εσφαλμένη. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν έλαβε δεόντως υπόψη τις λειτουργίες που πραγματοποιούσε η LuxSCS για τους σκοπούς της εκμετάλλευσης των εν λόγω άυλων περιουσιακών στοιχείων ή τους κινδύνους που αναλάμβανε η εν λόγω εταιρία στο πλαίσιο αυτό. Ούτε απέδειξε ότι ήταν ευκολότερο να βρεθούν επιχειρήσεις συγκρίσιμες με την LuxSCS σε σχέση με τις επιχειρήσεις που είναι συγκρίσιμες με την LuxOpCo, ή ότι η επιλογή της LuxSCS ως ελεγχόμενης οντότητας δυνατή την απόκτηση περισσότερο αξιόπιστων συγκριτικών δεδομένων. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν απέδειξε, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ότι οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου είχαν επιλέξει εσφαλμένα την LuxOpCo ως το ελεγχόμενο μέρος, προκειμένου να καθοριστή το ποσό των δικαιωμάτων.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν τα δικαιώματα σύμφωνα με την αρχή των ίσων αποστάσεων έπρεπε να υπολογιστούν χρησιμοποιώντας την LuxSCS ως ελεγχόμενο μέρος κατά την εφαρμογή της TNMM, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι ήταν επίσης αβάσιμος ο ισχυρισμός της περί του ότι η αποζημίωση του Λουξεμβούργου θα μπορούσε να υπολογιστεί με βάση την απλή μεταβίβαση των δαπανών ανάπτυξης των άυλων περιουσιακών στοιχείων που επιβαρύνονται με τις συμφωνίες αγοράς και τις συμφωνίες επιμερισμού του κόστους χωρίς σε καμία περίπτωση να λαμβάνεται υπόψη η συνακόλουθη αύξηση της αξίας των εν λόγω άυλων περιουσιακών στοιχείων.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή υπέπεσε επίσης σε πλάνη κατά την αξιολόγηση της αμοιβής που η LuxSCS θα μπορούσε να αναμένει, με βάση την αρχή των ίσων αποστάσεων, για τις λειτουργίες που συνδέονται με τη διατήρηση της κυριότητας των επίμαχων άυλων περιουσιακών στοιχείων. Αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι λειτουργίες αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως η παροχή υπηρεσιών «χαμηλής προστιθέμενης αξίας», με αποτέλεσμα η εφαρμογή από την Επιτροπή ενός περιθωρίου κέρδους, όπως συχνά παρατηρείται σε σχέση με τις ενδοομιλικές παροχές υπηρεσιών «χαμηλής προστιθέμενης αξίας» να μην είναι κατάλληλη στην παρούσα υπόθεση.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της αρχικής της διαπίστωσης δεν είναι ικανά για να αποδείξουν ότι η φορολογική επιβάρυνση της LuxOpCo μειώθηκε τεχνητά ως αποτέλεσμα της υπερτιμολόγησης των δικαιωμάτων. Δεύτερον, αφού εξέτασε τις τρεις επικουρικές διαπιστώσεις πλεονεκτήματος, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παρέλειψε επίσης να αποδείξει, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα μεθοδολογικά σφάλματα που εντοπίστηκαν είχαν αναγκαστικά οδηγήσει σε υποτίμηση της αμοιβής που η LuxOpCo θα είχε εισπράττει υπό τους όρους της αγοράς και, ως εκ τούτου, την ύπαρξη πλεονεκτήματος που οδήγησε σε μείωση της φορολογικής της επιβάρυνσης. Πιο συγκεκριμένα, αν και η Επιτροπή θα μπορούσε να θεωρήσει έγκυρα ότι ορισμένες λειτουργίες που εκτελούσε η LuxOpCo σε σχέση με τα άυλα περιουσιακά στοιχεία, υπερβαίνουν τις απλές λειτουργίες «διαχείρισης», εντούτοις δεν απέδειξε στο απαιτούμενο νομικό πρότυπο τη μεθοδολογική επιλογή που άντλησε από αυτό. Ούτε απέδειξε γιατί οι λειτουργίες της LuxOpCo, όπως προσδιορίζονται από την Επιτροπή, θα έπρεπε κατ' αρχήν να έχουν οδηγήσει σε υψηλότερη αμοιβή για την LuxOpCo.

Ομοίως, όσον αφορά την επιλογή του καταλληλότερου δείκτη προσδιορισμού κέρδους, καθώς και τον μηχανισμό ανώτατου ορίου που εγκρίθηκε από την επίμαχη φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling» για τον καθορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της LuxOpCo's, ακόμη και αν ήταν εσφαλμένα, η Επιτροπή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις ως προς το ζητούμενο βάρος απόδειξης.

Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καμία από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί στο σύνολό της.

Απόφαση του ΑΕΕ στις υποθέσεις T-516/18 Luxembourg v Commission και T-525/18 Engie, Engie Global LNG Holding Sarl and Engie Invest International SA v Commission

Μεταξύ του 2008 και του 2014, οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου εξέδωσαν δύο δέσμες φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax rulings» («επίδικες φορολογικές αποφάσεις») σε σχέση με δομές χρηματοδότησης εντός ομίλου που αφορούν τη μεταβίβαση δραστηριοτήτων μεταξύ εταιριών του ομίλου Engie στο Λουξεμβούργο.

Σε γενικές γραμμές, οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο κάθε δομής πραγματοποιούνται σε τρία διαδοχικά στάδια. Πρώτον, μια μητρική εταιρία μεταβιβάζει μετοχές σε θυγατρική. Δεύτερον προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις μεταβιβαζόμενες μετοχές, η εν λόγω θυγατρική λαμβάνει άτοκο μετατρέψιμο δάνειο με διαμεσολαβητή (zora). Εκτός από το γεγονός ότι το χορηγούμενο δάνειο δεν παράγει περιοδικούς τόκους, η θυγατρική που το έλαβε το αποπληρώνει κατά τη μετατροπή του εκδίδοντας μετοχές, των οποίων το ποσό ισοδυναμεί με το ονομαστικό ποσό του δανείου, πλέον μια προσαύξησης κόστους αντιπροσώπευσης, ήτοι κατ' ουσίαν, όλα τα τα κέρδη της θυγατρικής κατά τη διάρκεια του δανείου (κέρδη zora). Τρίτον, ο διαμεσολαβητής χρηματοδοτεί το δάνειο που χορηγήθηκε στη θυγατρική συνάπτοντας μια προπληρωμένη προθεσμιακή σύμβαση πώλησης με την μητρική εταιρία, σύμφωνα με την οποία η τελευταία συμφωνεί να καταβάλλει στον διαμεσολαβητή ποσό ίσο με το ονομαστικό ποσό του δανείου σε αντάλλαγμα για την απόκτηση των δικαιωμάτων επί των μετοχών που θα εκδώσει η θυγατρική κατά τη μετατροπή του ZORA. Ως εκ τούτου, εάν η θυγατρική αποφέρει κέρδη κατά τη διάρκεια ζωής του ZORA, η μητρική θα κατέχει το δικαίωμα σε όλες τις μετοχές που εκδίδονται, οι οποίες θα περιλαμβάνουν την αξία τυχόν κερδών που πραγματοποιούνται καθώς και το ονομαστικό ποσό του δανείου.

Οι δομές αυτές επικυρώθηκαν από τις προσβαλλόμενες φορολογικές αποφάσεις. Για φορολογικούς σκοπούς, σύμφωνα με τις επίδικες φορολογικές αποφάσεις, μόνο η θυγατρική φορολογείται επί περιθωρίου που έχει συμφωνηθεί με τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου. Αφού ζήτησε πληροφορίες σχετικά με τις επίδικες φορολογικές αποφάσεις των αρχών του Λουξεμβούργου, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας, στο τέλος της οποίας διαπίστωσε ότι το αποτέλεσμα των δομών που ενέκρινε η φορολογική διοίκηση είναι ότι σχεδόν όλα τα τα κέρδη των θυγατρικών που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο δεν έχουν φορολογηθεί. Κατά συνέπεια, με απόφαση που εκδόθηκε το 2018 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες φορολογικές αποφάσεις συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, η οποία πρέπει να ανακτηθεί από τους αποδέκτες της από τις αρχές του Λουξεμβούργου.

Το Λουξεμβούργο (υπόθεση T-516/18) και οι εταιρίες του ομίλου Engie (υπόθεση T-525/18) άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο εγκρίνει την προσέγγιση της Επιτροπής, όταν παρουσιάζεται μια πολύπλοκη δομή χρηματοδότησης εντός του ομίλου, η οποία συνεπάγεται την εξέταση της οικονομικής και δημοσιονομικής πραγματικότητας, και όχι μια φορμαλιστική προσέγγιση που λαμβάνει μεμονωμένα καθεμία από τις πράξεις στο πλαίσιο της δομής. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ορθώς επεσήμανε η Επιτροπή ότι χορηγήθηκε επιλεκτικό πλεονέκτημα ως αποτέλεσμα της μη εφαρμογής των εθνικών διατάξεων που αφορούν την κατάχρηση του δικαίου.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά την εξέταση του κατά πόσον οι προσβαλλόμενες φορολογικές αποφάσεις είναι σύμφωνες με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν δεσμεύθηκε σε μια «τύποις φορολογική εναρμόνιση», αλλά άσκησε την εξουσία που της παρέχει το δίκαιο της Ένωσης. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι υπερέβη τις αρμοδιότητές της κατά την εξέταση των προσβαλλόμενων φορολογικών αποφάσεων προκειμένου να να εξακριβώσει αν συνιστούν κρατική ενίσχυση και, εάν ναι, αν η εν λόγω κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά. Στην παρούσα υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη διερεύνηση του κατά πόσον οι προσβαλλόμενες φορολογικές αποφάσεις είναι σύμφωνες με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή προέβη σε εκτίμηση μόνο της «συνήθους» φορολογίας, η οποία ορίζεται από το φορολογικό δίκαιο του Λουξεμβούργου και εφαρμόζεται από τις φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου.

Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει επίσης τους ισχυρισμούς που αφορούν, στην ουσία, σφάλματα στην εκτίμηση και την εφαρμογή της νομοθεσίας κατά τον προσδιορισμό επιλεκτικού πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση.

Κατά την εξέταση των λόγων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο, πρώτα απ' όλα, απορρίπτει τα επιχειρήματα που αφορούν τη σύγχυση των προϋποθέσεων για την εξεύρεση πλεονεκτήματος και την απόδειξη της επιλεξικότητας των προσβαλλόμενων φορολογικών αποφάσεων. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της φορολογικής φύσεως των προσβαλλόμενων φορολογικών αποφάσεων, οι δύο αυτές προϋποθέσεις μπορούν να εκτιμηθούν ταυτόχρονα. Σε φορολογικά θέματα, η εξέταση πλεονεκτήματος συμπίπτει με την εξέταση της επιλεξικότητας, στο μέτρο που, για να πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις, πρέπει να αποδειχθεί ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο οδηγεί σε μείωση του ποσού του φόρου που κανονικά θα έπρεπε να καταβάλει ο αποδέκτης του στο πλαίσιο του συνήθους φορολογικού καθεστώτος, το οποίο εφαρμόζεται σε άλλους φορολογούμενους στην ίδια κατάσταση.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι οι προσβαλλόμενες φορολογικές αποφάσεις οδήγησαν σε μείωση του ποσού του φόρου που κανονικά θα έπρεπε να καταβληθεί στο πλαίσιο του συνήθους φορολογικού καθεστώτος και ότι, κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά συνιστούν παρέκκλιση από τους φορολογικούς κανόνες που ισχύουν για άλλους φορολογουμένους στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα σχετικά με την απουσία επιλεκτικού πλεονεκτήματος στο επίπεδο των μητρικών εταιριών υπό το πρίσμα ενός στενού πλαισίου αναφοράς που έχει θεσπιστεί με βάση την φορολογική νομοθεσία του Λουξεμβούργου σχετικά με τη φορολόγηση των διανομών κερδών και την απαλλαγή των συμμετοχών.

Όσον αφορά τον ορισμό του εν λόγω πλαισίου αναφοράς, αφού επεσήμανε ότι από την ανάλυση των εν λόγω φορολογικών διατάξεων προκύπτει ότι η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται μόνο στα εισοδήματα που δεν έχουν εκπέσει από το φορολογητέο εισόδημα των θυγατρικών, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά τον καθορισμό του ότι η απαλλαγή των συμμετοχών στο επίπεδο της μητρικής εταιρίας εξαρτάται από τη φορολογία στο επίπεδο της θυγατρικής και των κερδών που διανέμονται από τη θυγατρική αυτή. Όσον αφορά τον προσδιορισμό της παρέκκλισης από το καθορισμένο πλαίσιο αναφοράς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σε αντίθεση με μια φορμαλιστική προσέγγιση που συνεπάγεται την απομόνωση καθεμιας από τις πράξεις που αποτελούν την εξελιγμένη δομή χρηματοδότησης, είναι σημαντικό να προχωρήσουμε πέρα από τη νομική μορφή, προκειμένου να εξετάσουμε την οικονομική και δημοσιονομική πραγματικότητα της δομής.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι προσβαλλόμενες φορολογικές αποφάσεις εγκρίνουν διάφορες πράξεις που συνιστούν ένα σύστημα για την εφαρμογή, με κυκλικό και αλληλεξαρτώμενο τρόπο, της μεταβίβασης επιχειρηματικής δραστηριότητας και της χρηματοδότησής της μεταξύ τριών εταιριών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο. Οι συναλλαγές αυτές σχεδιάστηκαν για να εφαρμοστούν σε τρία διαδοχικά αλλά αλληλένδετα στάδια, τα οποία συνεπάγονται την παρέμβαση μιας μητρικής εταιρίας, ενός μεσάζοντα και μιας θυγατρικής. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να κρίνει ότι η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου παρέκκλινε από το πλαίσιο αναφοράς επιβεβαιώνοντας την απαλλαγή, στο επίπεδο των μητρικών εταιριών, των συμμετοχών που αντιστοιχούν, από οικονομική άποψη, στο ποσό που αφαιρέθηκε, στο πλαίσιο μιας ενδοομιλικής δομής χρηματοδότησης, ως δαπάνες που πραγματοποιούνται στο επίπεδο των θυγατρικών.

Υπό το πρίσμα των δεσμών που έχει δημιουργήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της δομής αυτής, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε νομικά σφάλματα εξετάζοντας συνδυαστικά το αποτέλεσμα, στο επίπεδο των μητρικών εταιριών, της δυνατότητας εκπτώσεως των εσόδων στο επίπεδο θυγατρικής και της μεταγενέστερης απαλλαγής των εσόδων αυτών στο επίπεδο της μητρικής εταιρίας.

Αφού απέρριψε τα επιχειρήματα που υποστήριζαν, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν είχε διαπιστώσει παράβαση των εθνικών φορολογικών διατάξεων και, αφετέρου, ότι δεν είχαν εντοπιστεί εταιρίες οι οποίες θα στερούνταν ταυτόσημης φορολογικής μεταχείρισης για πανομοιότυπη δομή χρηματοδότησης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή απέδειξε την επιλεξιμότητα των προσβαλλόμενων φορολογικών αποφάσεων υπό το πρίσμα του στενού πλαισίου αναφοράς.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διερεύνησε επίσης την επιλεξιμότητα των προσβαλλόμενων φορολογικών αποφάσεων υπό το πρίσμα της διατάξεως περί καταχρήσεως του δικαίου, ως αναπόσπαστο μέρος του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιριών του Λουξεμβούργου. Λαμβανομένου υπόψη του άνευ προηγουμένου χαρακτήρα της συλλογιστικής που επιδιώκει να αποδείξει την επιλεξιμότητα των προσβαλλόμενων φορολογικών αποφάσεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν εναντίον του. Συναφώς, στο βαθμό που η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπει η νομοθεσία του Λουξεμβούργου για να διαπιστωθεί ότι έχει γίνει κατάχρηση του δικαίου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο όμιλος Engie έλαβε προτιμησιακή φορολογική μεταχείριση λόγω της μη εφαρμογής, με τις επίδικες φορολογικές αποφάσεις, της διατάξεως περί καταχρήσεως του δικαίου.

Λαμβανομένων ιδίως του σκοπού που επιδιώκει η διάταξη περί καταχρήσεων του δικαίου, ήτοι της καταπολέμησης καταχρηστικών πρακτικών σε φορολογικά θέματα, η Engie και, ειδικότερα, οι μητρικές εταιρίες βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση με όλους τους φορολογούμενους του Λουξεμβούργου, οι οποίοι δεν μπορούν ευλόγως να αναμένουν να επωφεληθούν από τη μη εφαρμογή της διατάξεως περί καταχρήσεων του δικαίου σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον παρέκκλιση από το πλαίσιο αναφοράς που περιλαμβάνει τη διάταξη περί καταχρήσεως του δικαίου.

Σύμφωνα με την επίτιμη αντιπρόεδρο της Επιτροπής κυρία Βεστάγκερ «Όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να πληρώσουν το μερίδιο φόρου που τους αναλογεί. Τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχονται μόνο σε επιλεγμένες πολυεθνικές εταιρίες βλάπτουν τον δίκαιο θεμιτό ανταγωνισμό στην ΕΕ. Στερούν επίσης από το δημόσιο ταμείο και τους ευρωπαίους πολίτες κονδύλια για τις αναγκαίες επενδύσεις για να ανακάμψουν από την κρίση του κορωνοϊού και να εκμεταλλευτούν τις δίδυμες μεταβάσεις.
Το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις. Επιβεβαίωσε την απόφαση της Επιτροπής τον Ιούνιο του 2018 ότι το Λουξεμβούργο χορήγησε παράνομη κρατική ενίσχυση στην Engie μέσω επιλεκτικών φορολογικών ελαφρύνσεων, αλλά ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής τον Οκτώβριο του 2017 ότι το Λουξεμβούργο χορήγησε παράνομη κρατική ενίσχυση στην Amazon.
Και οι δύο αποφάσεις επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά μια βασική αρχή: ενώ τα κράτη μέλη έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να καθορίζουν τη φορολογική τους νομοθεσία, πρέπει να το πράξουν συμμορφούμενοι προς το δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.
Όσον αφορά την Engie στο Λουξεμβούργο, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία μια σειρά φορολογικών αποφάσεων που εξέδωσε το Λουξεμβούργο μείωσε τεχνητά τον φορολογικό λογαριασμό της Engie κατά περίπου 120 εκατ. Οι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax rulings» ενέκριναν δύο χρηματοδοτικές δομές που είχε θεσπίσει η Engie, οι οποίες αντιμετώπιζαν την ίδια συναλλαγή τόσο ως χρέος όσο και ως ίδια κεφάλαια, με αποτέλεσμα τα κέρδη της να παραμείνουν αφορολόγητα. Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης ότι η επιβολή κρατικών ενισχύσεων μπορεί να αποτελέσει εργαλείο για την αντιμετώπιση καταχρηστικών δομών φορολογικού σχεδιασμού που παρεκκλίνουν από τους στόχους του γενικού φορολογικού συστήματος.
Όσον αφορά την Amazon στο Λουξεμβούργο, η απόφαση της Επιτροπής αφορούσε φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling» που χορήγησε το Λουξεμβούργο στην Amazon, βάσει της οποίας τα τρία τέταρτα των κερδών από όλες τις πωλήσεις της Amazon στην ΕΕ έμειναν αφορολόγητα έως το 2014. Θα μελετήσουμε προσεκτικά την κρίση και θα εξετάσουμε πιθανά επόμενα βήματα.
Η Επιτροπή χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της για την καταπολέμηση των αθέμιτων φορολογικών πρακτικών. Η επιβολή μέτρων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων συμβαδίζει με τη νομοθετική δράση της ΕΕ για την αντιμετώπιση των κενών και τη διασφάλιση της διαφάνειας σε φορολογικά θέματα. Είμαστε κοντά στην επίτευξη μιας ιστορικής παγκόσμιας συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση του διεθνούς πλαισίου φορολογίας εταιριών. Επιπλέον, η Επιτροπή βρίσκεται στη διαδικασία υποβολής πρότασης για μια ψηφιακή εισφορά, έτσι ώστε οι εταιρίες που επωφελούνται από την ψηφιακή ενιαία αγορά να συνεισφέρουν δίκαια στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Πρέπει να αδράξουμε τη δυναμική για να προχωρήσουμε προς μια δίκαιη φορολογία σε όλα τα επίπεδα
».



Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης