Το γερμανικό ΣΔΟΕ να δεις πως... ερευνούσε
8 Φεβρουάριου 2008
Σχόλια
- Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
- Όσοι έχουν δεχτεί την εισβολή εφοριακών στο σπίτι τους θα μπορέσουν να καταλάβουν τι έχει περάσει Έλληνας επιχειρηματίας που βρέθηκε στο μικροσκόπιο των γερμανικών αρχών. Εκατό εφοριακοί προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ήταν... ελέφαντας! Ο άνθρωπος καταστράφηκε οικονομικά, παρά το γεγονός ότι στο τέλος αποσύρθηκαν όλες οι κατηγορίες σε βάρος του. Η εμπειρία του καταρρίπτει έναν μύθο: Ότι όλα τα στραβά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα αναδεικνύει το θέμα των ορίων της εξουσίας και των τρόπων προστασίας των πολιτών από τους γραφειοκράτες...
Το γερμανικό ΣΔΟΕ να δεις πως... ερευνούσε
Όσοι έχουν δεχτεί την εισβολή εφοριακών στο σπίτι τους θα μπορέσουν να καταλάβουν τι έχει περάσει Έλληνας επιχειρηματίας που βρέθηκε στο μικροσκόπιο των γερμανικών αρχών. Εκατό εφοριακοί προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ήταν... ελέφαντας! Ο άνθρωπος καταστράφηκε οικονομικά, παρά το γεγονός ότι στο τέλος αποσύρθηκαν όλες οι κατηγορίες σε βάρος του. Η εμπειρία του καταρρίπτει έναν μύθο: Ότι όλα τα στραβά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα αναδεικνύει το θέμα των ορίων της εξουσίας και των τρόπων προστασίας των πολιτών από τους γραφειοκράτες...
Η εμπειρία καταγράφεται σε ένα βιβλίο που έγραψε ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος, ο οποίος έζησε για περισσότερα από 20 χρόνια στη Γερμανία. Ο τίτλος του «Υπέρβαση Εξουσίας». Διαβάζουμε στο εισαγωγικό σημείωμα: «Δεν υπάρχει πραγματικός επιχειρηματίας στον κόσμο που να έχει την ανάγκη να τον βοηθήσει το κράτος. Το μόνο που θέλει είναι να μην τον ενοχλεί, να μη του βάζει εμπόδια και ζηλόφθονους υπαλλήλους της εξουσίας στο δρόμο του. Δεν φτάνει να υπάρχουν νόμοι, δεν φτάνει να είναι σωστοί, πρέπει να υπάρχουν και τα άτομα που τους εφαρμόζουν σωστά. Στην αντίθετη περίπτωση, οι ίδιοι νόμοι που φτιάχτηκαν με κόπο για να στηρίζουν την ανθρώπινη κοινωνία, γίνονται μέσα καταστροφής».
Δεν ήμασταν εμείς στη Γερμανία παρόντες την ώρα που έγιναν τα δρώμενα για να έχουμε ιδία άποψη για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο. Αλλά, έχουμε πολλούς λόγους να υποψιαζόμαστε ότι η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος του επιχειρηματία. Πολύ απλά διότι αν τον είχαν πιάσει, θα είχε σαπίσει στην φυλακή! ¶λλωστε, το ζητούμενο δεν είναι αυτό, αλλά ο τρόπος λειτουργίας του κράτους. Θα μας πείτε ότι οι εγκληματίες πιάνονται μόνο με ένα πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό. Σωστά! Κι αν ο μηχανισμός αυτός έχει άδικο;
Θα σας δώσουμε μία ιδέα το τι σημαίνει «έλεγχος» των φορολογικών αρχών στη Γερμανία, αρκεί να μη δώσουμε νέες ιδέες στο δικό μας κρατικό μηχανισμό! Έχουμε διαλέξει ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, το οποίο περιγράφει τον έλεγχο στο σπίτι του επιχειρηματία. Τα ονόματα που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο είναι φανταστικά. Η ιστορία, όμως, όχι!
«Αμβούργο, Rosenstrasse, Τρίτη 11:50 το πρωί, Ιούνιος 1993
Η Αλεξάνδρα Βεντούρη κοιτάζοντας ανυπόμονα το ρολόι της, στράφηκε προς την Εισαγγελέα που καθόταν μόνη της στο σαλόνι, όσο διαρκούσε το ψάξιμο της βίλας από τους άνδρες της Οικονομικής Αστυνομίας.
Στην αρχή είχε νομίσει ότι, όλη η έρευνα δεν ήταν δυνατόν να διαρκέσει πάνω από μια, δυο ώρες το πολύ και είχε αποφασίσει, όσο οι άλλοι έψαχναν, να συνεχίσει να παίζει στο πιάνο της τον αγαπημένο της συνθέτη, μη δίνοντας τους σημασία. Όταν κάπου-κάπου σταματούσε για να ξεκουραστεί, πρόσεχε ότι δεν άφηναν απολύτως τίποτα που να μην ερευνήσουν μεθοδικά. ¶νοιγαν ακόμη και ξεφύλλιζαν τα βιβλία που βρισκόταν τοποθετημένα στη μεγάλη βιβλιοθήκη ένα προς ένα, ενώ, όταν άνοιξαν τους φακέλους που ήταν τοποθετημένα διάφορα χαρτιά και οι λογαριασμοί του σπιτιού, έψαχναν μία προς μία τις σελίδες σαν να ζητούσαν κάτι συγκεκριμένο, κάτι που γνώριζαν ότι υπάρχει αλλά έπρεπε να το βρουν.
«Πείτε μου παρακαλώ», είπε στην Εισαγγελέα, «πόσο θα μείνετε ακόμη εδώ; Πρέπει να πάρω τα παιδιά μου από τα σχολεία τους και, όπου να είναι, τελειώνουν».
«Δεν επιτρέπεται να φύγετε από το σπίτι, κυρία Βεντούρη», απάντησε η Εισαγγελέας, «τουλάχιστον όχι όσο δεν έχει τελειώσει ακόμη το ψάξιμο».
«Και τι θα γίνει με τα παιδιά μου κυρία μου; Θα περιμένουν στο δρόμο;», είπε θυμωμένα η Αλεξάνδρα. Μην παίρνοντας απάντηση συνέχισε, «Ίσως θα μπορούσα να τηλεφωνήσω στα σχολεία, να πω στη γραμματεία να ειδοποιήσει να περιμένουν. Και... το καθένα πηγαίνει σε άλλο σχολείο».
«Απαγορεύονται τα τηλεφωνήματα κυρία μου», είπε μπαίνοντας εκείνη τη στιγμή ο νεαρός εφοριακός.
«Παρακαλώ κυρία Βεντούρη», τον διέκοψε η Εισαγγελέας παίρνοντας για πρώτη φορά εκείνο το πρωινό την πρωτοβουλία (“μάλλον έτρεμε στην αρχή και κάτι φοβόταν” σκέφθηκε η Αλεξάνδρα κοιτάζοντας την ξανά), «μπορείτε να τηλεφωνήσετε. Θα πρέπει μόνο να είναι κοντά σας και να μιλάτε αργά και κατανοητά».
Η Αλεξάνδρα αμέσως τηλεφώνησε στο Christenäum, στο γυμνάσιο που πήγαινε η κόρη της, η Νίνα. Από στιγμή σε στιγμή θα τελείωνε τα μαθήματα της και έπρεπε να πάει στον ιππικό όμιλο που άρχιζε αμέσως μετά. «Ίσως αυτή τη φορά να μπορέσει να πάει μόνη της», σκέφτηκε η Αλεξάνδρα, «δεν είναι πολύ μακριά από το σχολείο». Αφού ειδοποίησε τη γραμματεία του Christenäum (η Αλεξάνδρα ήταν πολύ ικανοποιημένη με την επιλογή της για τη Νίνα, όχι μόνο γιατί το γυμνάσιο θύμιζε με τις εξωτερικές του κολώνες την αρχαία Ελλάδα, αλλά και γιατί, όντας ανθρωπιστικής κατεύθυνσης, ήταν πλαισιωμένο με ήρεμους και ευγενικούς ανθρώπους, από τους καθηγητές μέχρι και το υπόλοιπο προσωπικό), συνέχισε τηλεφωνώντας στο καθολικό νηπιαγωγείο που πήγαινε ο μικρός της γιος, όσο και στο Δημοτικό που πήγαινε ο μεγαλύτερος.
«Τι συμβαίνει με αυτό το παιδί τελευταία», σκέφτηκε αυθόρμητα τηλεφωνώντας στο σχολείο, «συνέχεια παραπονιέται για την επιθετικότητα των συμμαθητών του και, πολλές φορές, ιδιαίτερα μετά από τις φωτιές στα σπίτια ξένων που δείχνει η τηλεόραση, τρομάζει και δεν κοιμάται σωστά τη νύχτα. Κάτι πρέπει να συμβαίνει στο σχολείο του, όχι μόνο δεν φαίνεται να έχει φίλους, αλλά δεν βλέπει την ώρα να φύγει».
Αφού τελείωσε με τα τηλεφωνήματα της και, προτού προλάβει να επιστρέψει στο πιάνο της, άκουσε το νεαρό Γερμανό να λέει «Κυρία Βεντούρη, έρχεστε παρακαλώ λίγο στο υπόγειο; Έρχεστε και εσείς;», συνέχισε στρεφόμενος προς την Εισαγγελέα. Παραξενεμένη η Αλεξάνδρα, κατέβηκε την κυκλική μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο του σπιτιού, ακολουθούμενη από την Εισαγγελέα και τον εφοριακό.
«Εδώ παρακαλώ», είπε ο εφοριακός όταν έφτασαν κάτω, δείχνοντας την ευρύχωρη σάουνα, δίπλα στον εντοιχισμένο θάλαμο-ψυγείο.
«Μπορείτε να μου πείτε τι είναι αυτό και πως ανοίγει;», συνέχισε σηκώνοντας την ξύλινη επένδυση του δαπέδου και αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο, χωμένο μέσα στο τσιμεντένιο πάτωμα.
Παραξενεμένη η Αλεξάνδρα Βεντούρη, κοίταξε στο μέρος που της έδειξε και είπε «Λυπάμαι πολύ, αλλά πρώτη φορά το βλέπω».
Ο εφοριακός κοιτάζοντάς την με ένα βλέμμα που έλεγε καθαρά ότι κάθε άλλο παρά είχε πεισθεί, απευθύνθηκε στην Εισαγγελέα «Δεν έχουμε άλλη επιλογή, πρέπει να παραβιάσουμε την κλειδαριά του, αφού η κυρία δεν θέλει να μας πει».
«Είσαστε σίγουρη για αυτό που είπατε κυρία Βεντούρη;», μίλησε η Εισαγγελέας, «Δεν θα ήθελα να προκαλέσουμε ζημιά χωρίς λόγο».
«Παρακαλώ κυρία μου», απάντησε προσβεβλημένη η Αλεξάνδρα, «κάνετε ότι νομίζετε ότι σας επιτρέπεται. Δεν συνηθίζω όμως να λέω ψέματα, ούτε σε σας ούτε και σε κανέναν άλλο».
Χωρίς να περιμένει δεύτερη συζήτηση και ενώ η Αλεξάνδρα κοίταζε αναστατωμένη προς την άλλη κατεύθυνση, ο αστυνομικός παραβίασε με τη βοήθεια του έμπειρου συναδέλφου του και τα απαραίτητα εργαλεία την όχι και τόσο ασφαλή κλειδαριά του παλιού χρηματοκιβωτίου. Ανοίγοντας κοίταξε τόσο αυτός, όσο και η Εισαγγελέας το περιεχόμενό του, σίγουρος πια για την επιτυχία των προσπαθειών του.
Χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει η Αλεξάνδρα, περίμενε υπομονετικά στη θέση της, ενώ αναρωτιόταν σε ποιον όφειλε τον εξευτελισμό που την υπέβαλαν εκείνο το πρωί με το να ερευνούν τόσοι άγνωστοι άνδρες κάθε γωνία του σπιτιού της, του χώρου της, χωρίς να μπορεί καθόλου να αντιδράσει. «Θα βάλω τις φωνές», σκέφτηκε χαμογελώντας ταυτόχρονα με την ιδέα, «κάτι πρέπει να κάνω».
«Εντάξει κυρία Βεντούρη», άκουσε την Εισαγγελέα να λέει, «Είναι άδειο, δεν έχει τίποτα μέσα», συνέχισε προσπαθώντας και η ίδια να το πιστέψει, τόσο περίεργο της είχε φανεί όταν αντίκρισε το άδειο εσωτερικό του χρηματοκιβωτίου, ακούγοντας τον εφοριακό να ψιθυρίζει φανερά απογοητευμένος «Απίστευτο».
«Έχετε αυτοκίνητο κυρία μου;», είπε ο εφοριακός από δίπλα, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να κρύψει την έντονη απογοήτευση που διαγραφόταν στο πρόσωπο του.
«Έχω», απάντησε μονολεκτικά η Αλεξάνδρα, προσπαθώντας να καταλάβει το νόημα της ερώτησης.
«Πρέπει να ερευνήσω και το αυτοκίνητο σας, κυρία μου, τώρα παρακαλώ», άκουσε να της λέει, δείχνοντας ταυτόχρονα το ένταλμα σε ένα σημείο που, όπως υπέθεσε, θα του έδινε το δικαίωμα.
Η Αλεξάνδρα ανέβηκε με γρήγορα βήματα τη σκάλα προς τα πάνω και, παίρνοντας τα κλειδιά της, βγήκε μαζί με τον Γερμανό έξω και πήγε προς το μέρος που ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο της. «Ας ελπίσουμε ότι δεν θα συναντήσω κάποιο γείτοντα την ώρα που θα ψάχνει αυτός», είπε ψιθυριστά στον εαυτό της, «ποιός ξέρει τι θα σκεφτούν για μένα;».
Ανοίγοντας τις πόρτες του αυτοκινήτου και το πορτ-μπαγκαζ μετά από την υπόδειξη του εφοριακού, τον άφησε να ψάχνει (μάλλον επιδεικτικά κατά τη γνώμη της, παρά με κάποια διακριτικότητα) και προσποιήθηκε ότι ελέγχει τα λάστιχα έτσι ώστε, αν κάποιος την έβλεπε, να νομίζει ότι επισκευάζεται η κόκκινη ανοιχτή Porsche Carrera που της είχε πρόσφατα αγοράσει στα γενέθλια της ο Βεντούρης.
Ο αστυνομικός ρίχνοντας ένα ζηλόφθονο βλέμμα στην κόκκινη Cabriole, συνέχισε αμέσως με γρήγορες κινήσεις το ψάξιμο, σηκώνοντας ακόμη και τα χαλιά από το πάτωμα, με στόμα σφιγμένο από τις μέχρι τώρα άκαρπες προσπάθειες.
«Τι είναι αυτό;», τον άκουσε να λέει απότομα και, γυρίζοντας, τον είδε να αγγίζει ένα μαύρο περίστροφο που βρισκόταν κάτω από τα καθίσματα.
«Παιχνίδι του γιου μου», απάντησε χαμογελώντας η Αλεξάνδρα, παρά τις δύσκολες στιγμές που περνούσε, «Τι ανόητο», σκέφτηκε «νόμισε πως ήταν αληθινό. Μα τι ψάχνουν οι άνθρωποι, τι νομίζουν ότι είμαστε;».
«Εντάξει», άκουσε να της λέει μετά από λίγη ώρα, «δεν υπάρχει τίποτα στο αυτοκίνητο. Γυρίζουμε στο σπίτι».
Η Αλεξάνδρα Βεντούρη παίρνοντας μερικά μπουκάλια αναψυκτικού από το αυτοκίνητο για να μη φανεί στη γειτονιά ότι συνοδευόταν από αστυνομικό για έρευνα (ευτυχώς δεν είχε πάρει ακόμα τα ψώνια της η Σουζάνα), περπάτησε με γρήγορα βήματα μπροστά και μπήκε περήφανα στο σπίτι της.
«Δεν θα αφήσω να μου καταστρέψουν την εικόνα του σπιτιού μου», σκέφτηκε αποφασιστικά, «δεν θα τους δώσω αυτή τη χαρά. Ούτε ένα μήνα δεν το χαρήκαμε, μόλις μετακομίσαμε από τη Hermannstrasse. Θα περιμένω, να κρύψουμε δεν έχουμε τίποτα, θα φύγουν αργά ή γρήγορα. Για να μην μου τηλεφωνήσει ακόμη ο Χάρης, θα έχει και εκεί προβλήματα. Ας είναι, θα τηλεφωνήσω εγώ μόλις φύγουν. Μέχρι τότε, δεν θα τους δώσω τη χαρά να παρακαλέσω για κάτι... δεν θα το επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου».
Του θανάση Μαυρίδη
από το Capital.gr
Όσοι έχουν δεχτεί την εισβολή εφοριακών στο σπίτι τους θα μπορέσουν να καταλάβουν τι έχει περάσει Έλληνας επιχειρηματίας που βρέθηκε στο μικροσκόπιο των γερμανικών αρχών. Εκατό εφοριακοί προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ήταν... ελέφαντας! Ο άνθρωπος καταστράφηκε οικονομικά, παρά το γεγονός ότι στο τέλος αποσύρθηκαν όλες οι κατηγορίες σε βάρος του. Η εμπειρία του καταρρίπτει έναν μύθο: Ότι όλα τα στραβά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα αναδεικνύει το θέμα των ορίων της εξουσίας και των τρόπων προστασίας των πολιτών από τους γραφειοκράτες...
Η εμπειρία καταγράφεται σε ένα βιβλίο που έγραψε ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος, ο οποίος έζησε για περισσότερα από 20 χρόνια στη Γερμανία. Ο τίτλος του «Υπέρβαση Εξουσίας». Διαβάζουμε στο εισαγωγικό σημείωμα: «Δεν υπάρχει πραγματικός επιχειρηματίας στον κόσμο που να έχει την ανάγκη να τον βοηθήσει το κράτος. Το μόνο που θέλει είναι να μην τον ενοχλεί, να μη του βάζει εμπόδια και ζηλόφθονους υπαλλήλους της εξουσίας στο δρόμο του. Δεν φτάνει να υπάρχουν νόμοι, δεν φτάνει να είναι σωστοί, πρέπει να υπάρχουν και τα άτομα που τους εφαρμόζουν σωστά. Στην αντίθετη περίπτωση, οι ίδιοι νόμοι που φτιάχτηκαν με κόπο για να στηρίζουν την ανθρώπινη κοινωνία, γίνονται μέσα καταστροφής».
Δεν ήμασταν εμείς στη Γερμανία παρόντες την ώρα που έγιναν τα δρώμενα για να έχουμε ιδία άποψη για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο. Αλλά, έχουμε πολλούς λόγους να υποψιαζόμαστε ότι η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος του επιχειρηματία. Πολύ απλά διότι αν τον είχαν πιάσει, θα είχε σαπίσει στην φυλακή! ¶λλωστε, το ζητούμενο δεν είναι αυτό, αλλά ο τρόπος λειτουργίας του κράτους. Θα μας πείτε ότι οι εγκληματίες πιάνονται μόνο με ένα πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό. Σωστά! Κι αν ο μηχανισμός αυτός έχει άδικο;
Θα σας δώσουμε μία ιδέα το τι σημαίνει «έλεγχος» των φορολογικών αρχών στη Γερμανία, αρκεί να μη δώσουμε νέες ιδέες στο δικό μας κρατικό μηχανισμό! Έχουμε διαλέξει ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, το οποίο περιγράφει τον έλεγχο στο σπίτι του επιχειρηματία. Τα ονόματα που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο είναι φανταστικά. Η ιστορία, όμως, όχι!
«Αμβούργο, Rosenstrasse, Τρίτη 11:50 το πρωί, Ιούνιος 1993
Η Αλεξάνδρα Βεντούρη κοιτάζοντας ανυπόμονα το ρολόι της, στράφηκε προς την Εισαγγελέα που καθόταν μόνη της στο σαλόνι, όσο διαρκούσε το ψάξιμο της βίλας από τους άνδρες της Οικονομικής Αστυνομίας.
Στην αρχή είχε νομίσει ότι, όλη η έρευνα δεν ήταν δυνατόν να διαρκέσει πάνω από μια, δυο ώρες το πολύ και είχε αποφασίσει, όσο οι άλλοι έψαχναν, να συνεχίσει να παίζει στο πιάνο της τον αγαπημένο της συνθέτη, μη δίνοντας τους σημασία. Όταν κάπου-κάπου σταματούσε για να ξεκουραστεί, πρόσεχε ότι δεν άφηναν απολύτως τίποτα που να μην ερευνήσουν μεθοδικά. ¶νοιγαν ακόμη και ξεφύλλιζαν τα βιβλία που βρισκόταν τοποθετημένα στη μεγάλη βιβλιοθήκη ένα προς ένα, ενώ, όταν άνοιξαν τους φακέλους που ήταν τοποθετημένα διάφορα χαρτιά και οι λογαριασμοί του σπιτιού, έψαχναν μία προς μία τις σελίδες σαν να ζητούσαν κάτι συγκεκριμένο, κάτι που γνώριζαν ότι υπάρχει αλλά έπρεπε να το βρουν.
«Πείτε μου παρακαλώ», είπε στην Εισαγγελέα, «πόσο θα μείνετε ακόμη εδώ; Πρέπει να πάρω τα παιδιά μου από τα σχολεία τους και, όπου να είναι, τελειώνουν».
«Δεν επιτρέπεται να φύγετε από το σπίτι, κυρία Βεντούρη», απάντησε η Εισαγγελέας, «τουλάχιστον όχι όσο δεν έχει τελειώσει ακόμη το ψάξιμο».
«Και τι θα γίνει με τα παιδιά μου κυρία μου; Θα περιμένουν στο δρόμο;», είπε θυμωμένα η Αλεξάνδρα. Μην παίρνοντας απάντηση συνέχισε, «Ίσως θα μπορούσα να τηλεφωνήσω στα σχολεία, να πω στη γραμματεία να ειδοποιήσει να περιμένουν. Και... το καθένα πηγαίνει σε άλλο σχολείο».
«Απαγορεύονται τα τηλεφωνήματα κυρία μου», είπε μπαίνοντας εκείνη τη στιγμή ο νεαρός εφοριακός.
«Παρακαλώ κυρία Βεντούρη», τον διέκοψε η Εισαγγελέας παίρνοντας για πρώτη φορά εκείνο το πρωινό την πρωτοβουλία (“μάλλον έτρεμε στην αρχή και κάτι φοβόταν” σκέφθηκε η Αλεξάνδρα κοιτάζοντας την ξανά), «μπορείτε να τηλεφωνήσετε. Θα πρέπει μόνο να είναι κοντά σας και να μιλάτε αργά και κατανοητά».
Η Αλεξάνδρα αμέσως τηλεφώνησε στο Christenäum, στο γυμνάσιο που πήγαινε η κόρη της, η Νίνα. Από στιγμή σε στιγμή θα τελείωνε τα μαθήματα της και έπρεπε να πάει στον ιππικό όμιλο που άρχιζε αμέσως μετά. «Ίσως αυτή τη φορά να μπορέσει να πάει μόνη της», σκέφτηκε η Αλεξάνδρα, «δεν είναι πολύ μακριά από το σχολείο». Αφού ειδοποίησε τη γραμματεία του Christenäum (η Αλεξάνδρα ήταν πολύ ικανοποιημένη με την επιλογή της για τη Νίνα, όχι μόνο γιατί το γυμνάσιο θύμιζε με τις εξωτερικές του κολώνες την αρχαία Ελλάδα, αλλά και γιατί, όντας ανθρωπιστικής κατεύθυνσης, ήταν πλαισιωμένο με ήρεμους και ευγενικούς ανθρώπους, από τους καθηγητές μέχρι και το υπόλοιπο προσωπικό), συνέχισε τηλεφωνώντας στο καθολικό νηπιαγωγείο που πήγαινε ο μικρός της γιος, όσο και στο Δημοτικό που πήγαινε ο μεγαλύτερος.
«Τι συμβαίνει με αυτό το παιδί τελευταία», σκέφτηκε αυθόρμητα τηλεφωνώντας στο σχολείο, «συνέχεια παραπονιέται για την επιθετικότητα των συμμαθητών του και, πολλές φορές, ιδιαίτερα μετά από τις φωτιές στα σπίτια ξένων που δείχνει η τηλεόραση, τρομάζει και δεν κοιμάται σωστά τη νύχτα. Κάτι πρέπει να συμβαίνει στο σχολείο του, όχι μόνο δεν φαίνεται να έχει φίλους, αλλά δεν βλέπει την ώρα να φύγει».
Αφού τελείωσε με τα τηλεφωνήματα της και, προτού προλάβει να επιστρέψει στο πιάνο της, άκουσε το νεαρό Γερμανό να λέει «Κυρία Βεντούρη, έρχεστε παρακαλώ λίγο στο υπόγειο; Έρχεστε και εσείς;», συνέχισε στρεφόμενος προς την Εισαγγελέα. Παραξενεμένη η Αλεξάνδρα, κατέβηκε την κυκλική μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο του σπιτιού, ακολουθούμενη από την Εισαγγελέα και τον εφοριακό.
«Εδώ παρακαλώ», είπε ο εφοριακός όταν έφτασαν κάτω, δείχνοντας την ευρύχωρη σάουνα, δίπλα στον εντοιχισμένο θάλαμο-ψυγείο.
«Μπορείτε να μου πείτε τι είναι αυτό και πως ανοίγει;», συνέχισε σηκώνοντας την ξύλινη επένδυση του δαπέδου και αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο, χωμένο μέσα στο τσιμεντένιο πάτωμα.
Παραξενεμένη η Αλεξάνδρα Βεντούρη, κοίταξε στο μέρος που της έδειξε και είπε «Λυπάμαι πολύ, αλλά πρώτη φορά το βλέπω».
Ο εφοριακός κοιτάζοντάς την με ένα βλέμμα που έλεγε καθαρά ότι κάθε άλλο παρά είχε πεισθεί, απευθύνθηκε στην Εισαγγελέα «Δεν έχουμε άλλη επιλογή, πρέπει να παραβιάσουμε την κλειδαριά του, αφού η κυρία δεν θέλει να μας πει».
«Είσαστε σίγουρη για αυτό που είπατε κυρία Βεντούρη;», μίλησε η Εισαγγελέας, «Δεν θα ήθελα να προκαλέσουμε ζημιά χωρίς λόγο».
«Παρακαλώ κυρία μου», απάντησε προσβεβλημένη η Αλεξάνδρα, «κάνετε ότι νομίζετε ότι σας επιτρέπεται. Δεν συνηθίζω όμως να λέω ψέματα, ούτε σε σας ούτε και σε κανέναν άλλο».
Χωρίς να περιμένει δεύτερη συζήτηση και ενώ η Αλεξάνδρα κοίταζε αναστατωμένη προς την άλλη κατεύθυνση, ο αστυνομικός παραβίασε με τη βοήθεια του έμπειρου συναδέλφου του και τα απαραίτητα εργαλεία την όχι και τόσο ασφαλή κλειδαριά του παλιού χρηματοκιβωτίου. Ανοίγοντας κοίταξε τόσο αυτός, όσο και η Εισαγγελέας το περιεχόμενό του, σίγουρος πια για την επιτυχία των προσπαθειών του.
Χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει η Αλεξάνδρα, περίμενε υπομονετικά στη θέση της, ενώ αναρωτιόταν σε ποιον όφειλε τον εξευτελισμό που την υπέβαλαν εκείνο το πρωί με το να ερευνούν τόσοι άγνωστοι άνδρες κάθε γωνία του σπιτιού της, του χώρου της, χωρίς να μπορεί καθόλου να αντιδράσει. «Θα βάλω τις φωνές», σκέφτηκε χαμογελώντας ταυτόχρονα με την ιδέα, «κάτι πρέπει να κάνω».
«Εντάξει κυρία Βεντούρη», άκουσε την Εισαγγελέα να λέει, «Είναι άδειο, δεν έχει τίποτα μέσα», συνέχισε προσπαθώντας και η ίδια να το πιστέψει, τόσο περίεργο της είχε φανεί όταν αντίκρισε το άδειο εσωτερικό του χρηματοκιβωτίου, ακούγοντας τον εφοριακό να ψιθυρίζει φανερά απογοητευμένος «Απίστευτο».
«Έχετε αυτοκίνητο κυρία μου;», είπε ο εφοριακός από δίπλα, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να κρύψει την έντονη απογοήτευση που διαγραφόταν στο πρόσωπο του.
«Έχω», απάντησε μονολεκτικά η Αλεξάνδρα, προσπαθώντας να καταλάβει το νόημα της ερώτησης.
«Πρέπει να ερευνήσω και το αυτοκίνητο σας, κυρία μου, τώρα παρακαλώ», άκουσε να της λέει, δείχνοντας ταυτόχρονα το ένταλμα σε ένα σημείο που, όπως υπέθεσε, θα του έδινε το δικαίωμα.
Η Αλεξάνδρα ανέβηκε με γρήγορα βήματα τη σκάλα προς τα πάνω και, παίρνοντας τα κλειδιά της, βγήκε μαζί με τον Γερμανό έξω και πήγε προς το μέρος που ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο της. «Ας ελπίσουμε ότι δεν θα συναντήσω κάποιο γείτοντα την ώρα που θα ψάχνει αυτός», είπε ψιθυριστά στον εαυτό της, «ποιός ξέρει τι θα σκεφτούν για μένα;».
Ανοίγοντας τις πόρτες του αυτοκινήτου και το πορτ-μπαγκαζ μετά από την υπόδειξη του εφοριακού, τον άφησε να ψάχνει (μάλλον επιδεικτικά κατά τη γνώμη της, παρά με κάποια διακριτικότητα) και προσποιήθηκε ότι ελέγχει τα λάστιχα έτσι ώστε, αν κάποιος την έβλεπε, να νομίζει ότι επισκευάζεται η κόκκινη ανοιχτή Porsche Carrera που της είχε πρόσφατα αγοράσει στα γενέθλια της ο Βεντούρης.
Ο αστυνομικός ρίχνοντας ένα ζηλόφθονο βλέμμα στην κόκκινη Cabriole, συνέχισε αμέσως με γρήγορες κινήσεις το ψάξιμο, σηκώνοντας ακόμη και τα χαλιά από το πάτωμα, με στόμα σφιγμένο από τις μέχρι τώρα άκαρπες προσπάθειες.
«Τι είναι αυτό;», τον άκουσε να λέει απότομα και, γυρίζοντας, τον είδε να αγγίζει ένα μαύρο περίστροφο που βρισκόταν κάτω από τα καθίσματα.
«Παιχνίδι του γιου μου», απάντησε χαμογελώντας η Αλεξάνδρα, παρά τις δύσκολες στιγμές που περνούσε, «Τι ανόητο», σκέφτηκε «νόμισε πως ήταν αληθινό. Μα τι ψάχνουν οι άνθρωποι, τι νομίζουν ότι είμαστε;».
«Εντάξει», άκουσε να της λέει μετά από λίγη ώρα, «δεν υπάρχει τίποτα στο αυτοκίνητο. Γυρίζουμε στο σπίτι».
Η Αλεξάνδρα Βεντούρη παίρνοντας μερικά μπουκάλια αναψυκτικού από το αυτοκίνητο για να μη φανεί στη γειτονιά ότι συνοδευόταν από αστυνομικό για έρευνα (ευτυχώς δεν είχε πάρει ακόμα τα ψώνια της η Σουζάνα), περπάτησε με γρήγορα βήματα μπροστά και μπήκε περήφανα στο σπίτι της.
«Δεν θα αφήσω να μου καταστρέψουν την εικόνα του σπιτιού μου», σκέφτηκε αποφασιστικά, «δεν θα τους δώσω αυτή τη χαρά. Ούτε ένα μήνα δεν το χαρήκαμε, μόλις μετακομίσαμε από τη Hermannstrasse. Θα περιμένω, να κρύψουμε δεν έχουμε τίποτα, θα φύγουν αργά ή γρήγορα. Για να μην μου τηλεφωνήσει ακόμη ο Χάρης, θα έχει και εκεί προβλήματα. Ας είναι, θα τηλεφωνήσω εγώ μόλις φύγουν. Μέχρι τότε, δεν θα τους δώσω τη χαρά να παρακαλέσω για κάτι... δεν θα το επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου».
Του θανάση Μαυρίδη
από το Capital.gr
Δείτε το επόμενο Webinar του κόμβου
Δαπάνες επιχειρήσεων
Στις : 14-12-2023 17:30
Εισηγητές: Κουλογιάννης Κωνσταντίνος, Γραβιάς Κωνσταντίνος
Ακολουθήστε το taxheaven.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα οικονομικά νέα