Ο λαβύρινθος του ασφαλιστικού
24 Δεκέμβριου 2007
Σχόλια
- Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 11 λεπτά
- Η νέα πρόκληση για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης παγκοσμίως είναι να μπορούν να εξασφαλίσουν τις συνθήκες βιωσιμότητάς τους σε μακρύ χρονικό ορίζοντα. Ταυτόχρονα να δημιουργούν τις προϋποθέσεις σύνδεσής τους με την ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της απασχόλησης, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν ανισότητες έναντι των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων.
Ο λαβύρινθος του ασφαλιστικού
Η νέα πρόκληση για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης παγκοσμίως είναι να μπορούν να εξασφαλίσουν τις συνθήκες βιωσιμότητάς τους σε μακρύ χρονικό ορίζοντα. Ταυτόχρονα να δημιουργούν τις προϋποθέσεις σύνδεσής τους με την ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της απασχόλησης, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν ανισότητες έναντι των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων.
Ενώ η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος βρίσκεται σε εξέλιξη, χωρίς ακόμη να έχουν ξεκαθαρίσει ούτε οι στόχοι ούτε η μεθοδολογία, την ίδια στιγμή που έχει εκδηλωθεί η σφοδρή αντίδραση των συνδικάτων, το ΙΟΒΕ μέσα από την τριμηνιαία έκθεσή του έκανε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στο πρόβλημα την περασμένη Πέμπτη. Ταυτοχρόνως, συνόψισε τις μεταρρυθμίσεις σε διάφορες χώρες του ΟΟΣΑ. Λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το όλο θέμα, το «Κέρδος» δημοσιεύει σήμερα εκτενή αποσπάσματα από την εν λόγω έκθεση, πιστεύοντας ότι συμβάλλει στον επιχειρούμενο διάλογο.
Η νέα πρόκληση για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης παγκοσμίως είναι να μπορούν να εξασφαλίσουν τις συνθήκες βιωσιμότητάς τους σε μακρύ χρονικό ορίζοντα και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις σύνδεσής τους με την ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της απασχόλησης, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν ανισότητες έναντι των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων. Ο στόχος ενός κοινωνικού συνταξιοδοτικού συστήματος είναι επομένως διττός: Από τη μία είναι η ανακατανομή του εισοδήματος στους συνταξιούχους με χαμηλό εισόδημα και η αποτροπή της ένδειας στην τρίτη ηλικία και από την άλλη η αρωγή προς τους εργαζομένους, προκειμένου να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο κατά τη συνταξιοδότησή τους, αντικαθιστώντας επαρκώς το εισόδημα που αποκόμιζαν από την εργασία τους.
Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία προϋποθέτει τη γνώση για την πλήρη εικόνα των μεταβιβάσεων ενδογενεακά αλλά και μεταξύ των γενεών και της κοινωνικής επάρκειας των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων σήμερα και στο μέλλον.
Το σύστημα των τριών πυλώνων
Μία διάκριση που συχνά γίνεται στα διάφορα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης είναι αυτά να χαρακτηρίζονται με βάση το σύστημα των τριών πυλώνων.
Ο πρώτος πυλώνας είναι το γνωστό δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο έχει υποχρεωτική μορφή και είναι διανεμητικού χαρακτήρα.
Ο δεύτερος πυλώνας συνήθως περιλαμβάνει ιδιωτικά συλλογικά επαγγελματικά σχήματα συντάξεων.
Ο τρίτος πυλώνας περιλαμβάνει τους ιδιωτικούς ατομικούς αποταμιευτικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς, που είναι συνήθως προαιρετικού χαρακτήρα.
Στην Ελλάδα, το υπάρχον σύστημα είναι το δημόσιο διανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα υποχρεωτικού χαρακτήρα, το οποίο εμπίπτει στον πρώτο πυλώνα. Οι ιδιωτικές συντάξεις, παρ όλο που έχουν θεσμοθετηθεί, δεν έχουν ευρεία αποδοχή και έχουν προαιρετική ισχύ. Ενα πολύ μικρό ποσοστό συντάξεων προέρχεται από σχήματα που παρέχονται από τους εργοδότες για λογαριασμό των εργαζομένων, κυρίως μέσα από ασφαλιστικές εταιρείες. Οι επαγγελματικές συντάξεις του δεύτερου πυλώνα δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Ελλάδα, όπως δεν είναι διαδεδομένη και η χρήση του τρίτου πυλώνα, ο οποίος συνίσταται από τις παροχές που χορηγούνται συνήθως από ασφαλιστικές εταιρείες. Οι συντάξεις αυτές έχουν συνήθως τη μορφή εφάπαξ παροχών και όχι ετήσιων πληρωμών, όπως γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις σε άλλες χώρες.
Η δαπάνη για την κοινωνική προστασία καλύπτει σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να απαιτείται η δέσμευση σημαντικών πόρων για την κοινωνική ασφάλιση αλλά και να παρατηρείται ο εκτοπισμός των ατομικών αποταμιεύσεων της μεσαίας και ανώτερης εισοδηματικής βαθμίδας .
Οι μεταρρυθμιστικές κατευθύνσεις στις χώρες του ΟΟΣΑ
Σε πολλές άλλες χώρες ωστόσο οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες έχουν αλλάξει σημαντικά τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Από τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στα ασφαλιστικά προγράμματα προκύπτει ότι οι περισσότερες χώρες έχουν προβεί σε ριζικές αλλαγές στα ασφαλιστικά τους συστήματα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ο βασικότερος λόγος που πολλές ανεπτυγμένες χώρες θεωρούν αναγκαία τη μεταρρύθμιση είναι ο προβληματισμός γύρω από την οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού. Παρ όλα αυτά, οι συγκρίσεις των ασφαλιστικών συστημάτων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ αναδεικνύουν την ανομοιομορφία στην παροχή συντάξεων, ταυτόχρονα διαγράφουν και την πορεία της κατεύθυνσης των συστημάτων, η οποία, σε πολλές χώρες χαρακτηρίζεται από μια στροφή προς το ιδιωτικό σύστημα συντάξεων του δεύτερου και τρίτου πυλώνα συνταξιοδότησης.
Πάνω από 17 χώρες του ΟΟΣΑ έχουν προχωρήσει σε συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις από το 1990 και μετά, οι οποίες επηρέασαν τα κανονικά ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων πλήρους σταδιοδρομίας αυτής της περιόδου. Στις υπόλοιπες 13 χώρες του ΟΟΣΑ πραγματοποιήθηκαν και πραγματοποιούνται αλλαγές, ωστόσο λιγότερο σημαντικές ως προς τα αποτελέσματά τους, όπως η μεταβολή των ορίων ηλικίας μόνο για τις γυναίκες και η προσαρμογή των παροχών στην περίπτωση πρόωρης ή όψιμης συνταξιοδότησης.
Τα μέτρα που έλαβαν αρκετές χώρες του ΟΟΣΑ
Ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που ήταν θεμελιώδεις για αρκετές χώρες του ΟΟΣΑ συμπεριλαμβάνονται και μέτρα όπως τα παρακάτω:
- Αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
- Αύξηση των κινήτρων για παραμονή στην εργασία και ενίσχυση αντικινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση.
- Εισαγωγή ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων προκαθορισμένων εισφορών.
- Μεταβολή του τρόπου μέτρησης των αποδοχών για τον υπολογισμό των παροχών.
- Αλλαγές στην αναπροσαρμογή των παλαιότερων εισοδηματικών αποδοχών.
- Aλλαγές στην τιμαριθμική προσαρμογή των παροχών.
- Σύνδεση των συντάξεων με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής.
- Προχρηματοδότηση των κρατικών συντάξεων.
- Μεταβολές στις συνταξιοδοτικές εισφορές.
Η αύξηση των ορίων ηλικίας ή η εξίσωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης μεταξύ αντρών και γυναικών έχει δρομολογηθεί από πολλές χώρες του ΟΟΣΑ ως ένα μέτρο που θα βελτίωνε τη βιωσιμότητα του συστήματος. Παρ όλα αυτά, ενώ υπάρχει μία γενική τάση από τις περισσότερες χώρες για αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ωστόσο σε αρκετές χώρες τα όρια ηλικίας για τους άντρες και τις γυναίκες διαφέρουν (Ιταλία, Μεξικό, Ελβετία, Πολωνία). Στην Τσεχία, για παράδειγμα, η ηλικία συνταξιοδότησης των γυναικών εξαρτάται από τον αριθμό των παιδιών που έχουν, παρέχοντας έτσι κίνητρο για πρόωρη συνταξιοδότηση στην περίπτωση που μια γυναίκα είναι πολύτεκνη.
Τα προγράμματα προκαθορισμένων εισφορών έχουν εισαχθεί σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ ως συμπληρωματικά στα δημόσια, συνδεδεμένα με τις αποδοχές, συνταξιοδοτικά σχήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι έχουν επιλογή μεταξύ της παραμονής τους στο Δημόσιο, συνδεδεμένο με τις αποδοχές, προκαθορισμένων παροχών σύστημα ασφάλισης και της μετάβασής τους σε ένα μικτό σύστημα δημόσιας σύνταξης προκαθορισμένων παροχών / ιδιωτικής σύνταξης, προκαθορισμένων εισφορών (δεύτερος και τρίτος πυλώνας). Με τα συστήματα προκαθορισμένων παροχών δεν υπάρχει άμεση μεταβίβαση πόρων από τους παρόχους στους εισφορείς, όπως συμβαίνει στο διανεμητικό σύστημα (pay-as-you-go).
Ωστόσο, σε ένα μικτό σύστημα, οι μεταβιβάσεις από γενιά σε γενιά εξακολουθούν να υφίστανται, σε μικρότερο βαθμό.
Οι διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα
Στις εκθέσεις του ΟΟΣΑ για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα καλύπτονται όλα τα υποχρεωτικά δημόσια και ιδιωτικά συστήματα. Ανάμεσα στα πορίσματα της Εκθεσης περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες διαπιστώσεις:
1 Η προ φόρων σύνταξη των εργαζομένων στις χώρες του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 70% περίπου των αποδοχών τους μετά τους φόρους. Η Ιρλανδία και η Νέα Ζηλανδία είναι οι χώρες με το χαμηλότερο καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο είναι μικρότερο του 40%. Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο το ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται στο 50% περίπου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ιρλανδία και τη Νέα Ζηλανδία παρέχεται μόνο η βασική σύνταξη. Ωστόσο, το μέσο ποσοστό αναπλήρωσης των χαμηλόμισθων στις χώρες του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 85% περίπου. Πα όλα αυτά, η διαφορά μεταξύ των μικτών και των καθαρών ποσοστών αναπλήρωσης για τους χαμηλόμισθους ανέρχεται στο 17% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
2 Χώρες όπως η Ιταλία, η Πολωνία και η Ουγγαρία στοχεύουν μέσα από μεταρρυθμίσεις στα ασφαλιστικά τους συστήματα στη στενότερη σύνδεση εισφορών και παροχών, περιορίζοντας ή και καταργώντας ακόμη το στοιχείο της αναδιανομής από τα συστήματα συντάξεων. Σε αυτήν την περίπτωση, οι δικλείδες ασφαλείας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις συντάξεις. Ολες οι χώρες του ΟΟΣΑ διαθέτουν δικλείδες ασφαλείας για τους ηλικιωμένους, μέσω των οποίων ελέγχουν τα μέσα διαβίωσης του δικαιούχου.
3 Σε αρκετές χώρες, όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Ουγγαρία, οι συντάξεις ασφαλείας είναι πολύ χαμηλές, φθάνοντας στο 25% μόνο των μέσων κατά κεφαλήν αποδοχών. Η μέση ελάχιστη συνταξιοδοτική παροχή για τους εργαζομένους με πλήρη σταδιοδρομία ανέρχεται στο 29% περίπου των μέσων αποδοχών.
4 Σε πολλές περιπτώσεις, τα συστήματα φορολόγησης εισοδήματος ευνοούν είτε τα εισοδήματα από συντάξεις, είτε τους συνταξιούχους παρέχοντας απαλλαγές. Πολλές χώρες καταργούν τις φορολογικές ελαφρύνσεις των πλουσιότερων συνταξιούχων, εκτός από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, όπου παραχωρούνται φορολογικές ελαφρύνσεις κατά μήκος της φορολογικής κλίμακας.
5 Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων γίνεται σήμερα στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ με βάση τις τιμές καταναλωτή. Σε πολύ λίγες χώρες εξακολουθούν οι συντάξεις να αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις μέσες αποδοχές. Εκτιμάται ότι το κόστος αναπροσαρμογής με βάση τον μέσο μισθό είναι κατά 20% μεγαλύτερο του κόστους αναπροσαρμογής με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή.
6 Ενα επίσης μείζον ζήτημα είναι και η «σταθεροποίηση», δηλαδή η αναπροσαρμογή των προηγούμενων αποδοχών λόγω μεταβολών του βιοτικού επιπέδου μεταξύ του χρόνου απόκτησης και του χρόνου απαίτησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ισπανία και η Κορέα σταθεροποιούν τις αποδοχές με βάση τις τιμές, πρακτική η οποία οδηγεί συνήθως σε χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης από ό,τι αν η σταθεροποίηση γίνει με βάση τα εισοδήματα. Οι περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ αναπροσαρμόζουν τις προηγούμενες αποδοχές βάσει των αυξήσεων των αποδοχών.
7 Η παρούσα αξία των μελλοντικών ροών συνταξιοδοτικών πληρωμών συνιστά έναν καλό δείκτη για τις συνταξιοδοτικές υποσχέσεις. Το Λουξεμβούργο παρέχει σχεδόν την τριπλάσια συνταξιοδοτική περιουσία από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Τη χαμηλότερη περιουσία από σύνταξη προσφέρουν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, το Μεξικό και η Νέα Ζηλανδία, η αξία της οποίας είναι πολύ λιγότερο από έξι φορές τις μέσες αποδοχές. Στις χώρες αυτές ωστόσο και οι εισφορές των εργαζομένων είναι πολύ μικρότερες, οπότε είναι επόμενο και οι συνταξιοδοτικές υποσχέσεις να είναι περισσότερο περιορισμένες.
8 Στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ η ηλικία συνταξιοδότησης είναι το 65ο έτος. Στη Νορβηγία, την Ισλανδία και τις ΗΠΑ θεσπίζεται ως κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης το 67ο έτος. Για τη Γαλλία (60ό, το μικρότερο όριο ηλικίας), την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, την Τουρκία, την Τσεχία και την Κορέα, η ηλικία συνταξιοδότησης είναι κάτω από των 65 ετών.
Το προσδόκιμο ζωής στη συνταξιοδοτική περιουσία παίζει σημαντικό ρόλο, αφού σε χώρες με χαμηλό προσδόκιμο όπως το Μεξικό, η Ουγγαρία, η Τουρκία, η Σλοβακία, η Πολωνία, οι συντάξεις που παρέχουν μπορούν να είναι 10% υψηλότερες από μια χώρα με το μέσο προσδόκιμο ζωής, όπως είναι η Γερμανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο.
Χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος συνταξιοδότησης
Το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι σήμερα δομημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε οι στόχοι βιωσιμότητας και επάρκειας του συστήματος να επισπεύδουν την αναγκαιότητα της ουσιαστικής μεταρρύθμισής του, θέτοντας το ζήτημα ως άμεση προτεραιότητα της ελληνικής οικονομίας και του κράτους πρόνοιας. Τα κύρια προβλήματα που συνδέονται με το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εντοπίζονται σε δύο κυρίως άξονες: Ο ένας είναι η γήρανση του πληθυσμού και η ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού γεννητικότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Ετσι, τίθεται ένα μεγάλο ζήτημα δημογραφικής αναδιάρθρωσης του πληθυσμού. Εφόσον το συνταξιοδοτικό σύστημα συνδέεται άμεσα με την αναδιανομή του εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων και των συνταξιούχων, γίνεται σαφές ότι οποιαδήποτε δημογραφική αλλαγή θα πρέπει να μπορεί να ενσωματώνεται στη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος χωρίς να δημιουργεί αναταράξεις στην αναδιανομή των κοινωνικών πόρων. Ο άλλος άξονας συνδέεται με οργανωτικά χαρακτηριστικά του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία ελλειμματικών ταμείων, όπως είναι: Ο μακρύς κατάλογος των «εξαιρέσεων» από την κανονική συνταξιοδότηση σε όρους ορίων ηλικίας και η προσφυγή στην περιπτωσιολογία, η έλλειψη ανταποδοτικότητας, η νομοθετική πολυπλοκότητα, η εισφοροδιαφυγή, ο κατακερματισμός σε πολλαπλά ταμεία, το φορολογικό σύστημα που εφαρμόζεται στις συντάξεις, η έλλειψη ενός κεντρικού μητρώου ασφαλισμένων με μοναδικό αριθμό κοινωνικής ασφάλισης κ.ά.
Το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης χαρακτηρίζεται από ένα σχήμα που βασίζεται στις αποδοχές με δύο βαθμίδες παροχών (κύρια και επικουρική σύνταξη), καθώς και μια σειρά παροχών ελάχιστης σύνταξης, στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα. Η διάκριση μεταξύ κύριας και επικουρικής σύνταξης δεν είναι ξεκάθαρη, σε οικονομικούς όρους, αφού και οι δύο παρέχουν ένα εκ των προτέρων καθορισμένο μηνιαίο εισόδημα καθ όλη τη διάρκεια της συνταξιοδότησης. Οι κύριες συντάξεις παρέχονται σύμφωνα με το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων παροχών και καλύπτουν διάφορους κλάδους και διάφορα επίπεδα. Υπάρχει μία πληθώρα Ταμείων που χορηγούν συντάξεις ανά τομέα απασχόλησης ή επάγγελμα αλλά και κλαδικές διαφορές εντός των Ταμείων σχετικά με τις εισφορές και τα δικαιώματα.
Τα επικουρικά επαγγελματικά Ταμεία παρέχουν συμπληρωματικές συντάξεις, με ποσοστό αναπλήρωσης έως και 20%. Οι εφάπαξ συντάξεις (αποζημιώσεις αποχώρησης από την υπηρεσία) πληρώνονται ως κεφάλαιο με τη συνταξιοδότηση και είναι πολύ συνηθισμένες στον δημόσιο τομέα. Οι πληρωμές της κύριας, της επικουρικής σύνταξης και του εφάπαξ γίνονται συνήθως σε διαφορετικούς λογαριασμούς και από διαφορετικούς φορείς. Το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης στους Συνταξιούχους (ΕΚΑΣ) θεσμοθετήθηκε το 1996 και αποτελεί ένα συμπλήρωμα στη σύνταξη που παρέχεται ύστερα από έλεγχο των πόρων, το οποίο δεν εξαρτάται από τις εισφορές των ασφαλισμένων, αλλά από το επίπεδο του εισοδήματός τους. Ενα υψηλό ποσοστό συνταξιούχων στηρίζεται στην προστασία των ελάχιστων εγγυημένων συντάξεων και στο ΕΚΑΣ. Με τον νόμο του 2002 προβλέπεται αύξηση του ελάχιστου επιπέδου συντάξεων στο 70% του ελάχιστου μισθού ενός πλήρως απασχολούμενου έγγαμου ασφαλισμένου.
Το κανονικό όριο ηλικίας για την παροχή σύνταξης είναι το 65ο έτος ηλικίας για τους άντρες και το 60ό για τις γυναίκες, τα οποία εξισώνονται στο 65ο έτος για όσους εισήλθαν στην αγορά εργασίας από το 1993 και μετά. Δικαίωμα συνταξιοδότησης θεμελιώνουν οι ασφαλισμένοι με 37 έτη εισφορών, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Ακόμη, σταδιακά θα εφαρμοσθεί κοινό ποσοστό αναπλήρωσης 70% στους ασφαλισμένους προ και μετά το 1993, στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Μέχρι σήμερα ισχύει το 60% ως ποσοστό αναπλήρωσης για τις κύριες συντάξεις στον ιδιωτικό τομέα, ενώ για το Δημόσιο φθάνει το 80%.
Οι συνταξιοδοτικές παροχές χρηματοδοτούνται από τρεις πηγές: τον εργοδότη και τον εργαζόμενο που μοιράζονται τις εισφορές και το Κράτος που προσθέτει τις επιχορηγήσεις και τα επιδόματα. Ολα τα Ταμεία χρηματοδοτούνται με το διανεμητικό σύστημα και το κράτος εγγυάται τα επίπεδα των ασφαλιστικών παροχών.
Η τιμαριθμική προσαρμογή των πληρωτέων συντάξεων είναι προαιρετική. Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι αυξήσεις στις συντάξεις είναι προοδευτικές. Κατά τη διάρκεια 1999-2001 οι αυξήσεις στις χαμηλές συντάξεις ήταν σημαντικά υψηλότερες από τον πληθωρισμό. Παρ όλα αυτά, το 2002, η αύξηση των χαμηλοσυνταξιούχων ήταν χαμηλότερη από τον πληθωρισμό (3,5% έναντι 3,6% που ήταν ο πληθωρισμός). Σχετικά με την τιμαριθμική προσαρμογή των συνταξιοδοτικών παροχών των διαφόρων κλιμακίων, υπάρχει έντονο το στοιχείο της έλλειψης συνέπειας στην εκάστοτε ακολουθούμενη πρακτική.
Πηγή Κέρδος
Η νέα πρόκληση για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης παγκοσμίως είναι να μπορούν να εξασφαλίσουν τις συνθήκες βιωσιμότητάς τους σε μακρύ χρονικό ορίζοντα. Ταυτόχρονα να δημιουργούν τις προϋποθέσεις σύνδεσής τους με την ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της απασχόλησης, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν ανισότητες έναντι των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων.
Ενώ η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος βρίσκεται σε εξέλιξη, χωρίς ακόμη να έχουν ξεκαθαρίσει ούτε οι στόχοι ούτε η μεθοδολογία, την ίδια στιγμή που έχει εκδηλωθεί η σφοδρή αντίδραση των συνδικάτων, το ΙΟΒΕ μέσα από την τριμηνιαία έκθεσή του έκανε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στο πρόβλημα την περασμένη Πέμπτη. Ταυτοχρόνως, συνόψισε τις μεταρρυθμίσεις σε διάφορες χώρες του ΟΟΣΑ. Λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το όλο θέμα, το «Κέρδος» δημοσιεύει σήμερα εκτενή αποσπάσματα από την εν λόγω έκθεση, πιστεύοντας ότι συμβάλλει στον επιχειρούμενο διάλογο.
Η νέα πρόκληση για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης παγκοσμίως είναι να μπορούν να εξασφαλίσουν τις συνθήκες βιωσιμότητάς τους σε μακρύ χρονικό ορίζοντα και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις σύνδεσής τους με την ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της απασχόλησης, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν ανισότητες έναντι των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων. Ο στόχος ενός κοινωνικού συνταξιοδοτικού συστήματος είναι επομένως διττός: Από τη μία είναι η ανακατανομή του εισοδήματος στους συνταξιούχους με χαμηλό εισόδημα και η αποτροπή της ένδειας στην τρίτη ηλικία και από την άλλη η αρωγή προς τους εργαζομένους, προκειμένου να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο κατά τη συνταξιοδότησή τους, αντικαθιστώντας επαρκώς το εισόδημα που αποκόμιζαν από την εργασία τους.
Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία προϋποθέτει τη γνώση για την πλήρη εικόνα των μεταβιβάσεων ενδογενεακά αλλά και μεταξύ των γενεών και της κοινωνικής επάρκειας των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων σήμερα και στο μέλλον.
Το σύστημα των τριών πυλώνων
Μία διάκριση που συχνά γίνεται στα διάφορα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης είναι αυτά να χαρακτηρίζονται με βάση το σύστημα των τριών πυλώνων.
Ο πρώτος πυλώνας είναι το γνωστό δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο έχει υποχρεωτική μορφή και είναι διανεμητικού χαρακτήρα.
Ο δεύτερος πυλώνας συνήθως περιλαμβάνει ιδιωτικά συλλογικά επαγγελματικά σχήματα συντάξεων.
Ο τρίτος πυλώνας περιλαμβάνει τους ιδιωτικούς ατομικούς αποταμιευτικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς, που είναι συνήθως προαιρετικού χαρακτήρα.
Στην Ελλάδα, το υπάρχον σύστημα είναι το δημόσιο διανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα υποχρεωτικού χαρακτήρα, το οποίο εμπίπτει στον πρώτο πυλώνα. Οι ιδιωτικές συντάξεις, παρ όλο που έχουν θεσμοθετηθεί, δεν έχουν ευρεία αποδοχή και έχουν προαιρετική ισχύ. Ενα πολύ μικρό ποσοστό συντάξεων προέρχεται από σχήματα που παρέχονται από τους εργοδότες για λογαριασμό των εργαζομένων, κυρίως μέσα από ασφαλιστικές εταιρείες. Οι επαγγελματικές συντάξεις του δεύτερου πυλώνα δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Ελλάδα, όπως δεν είναι διαδεδομένη και η χρήση του τρίτου πυλώνα, ο οποίος συνίσταται από τις παροχές που χορηγούνται συνήθως από ασφαλιστικές εταιρείες. Οι συντάξεις αυτές έχουν συνήθως τη μορφή εφάπαξ παροχών και όχι ετήσιων πληρωμών, όπως γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις σε άλλες χώρες.
Η δαπάνη για την κοινωνική προστασία καλύπτει σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να απαιτείται η δέσμευση σημαντικών πόρων για την κοινωνική ασφάλιση αλλά και να παρατηρείται ο εκτοπισμός των ατομικών αποταμιεύσεων της μεσαίας και ανώτερης εισοδηματικής βαθμίδας .
Οι μεταρρυθμιστικές κατευθύνσεις στις χώρες του ΟΟΣΑ
Σε πολλές άλλες χώρες ωστόσο οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες έχουν αλλάξει σημαντικά τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Από τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στα ασφαλιστικά προγράμματα προκύπτει ότι οι περισσότερες χώρες έχουν προβεί σε ριζικές αλλαγές στα ασφαλιστικά τους συστήματα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ο βασικότερος λόγος που πολλές ανεπτυγμένες χώρες θεωρούν αναγκαία τη μεταρρύθμιση είναι ο προβληματισμός γύρω από την οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού. Παρ όλα αυτά, οι συγκρίσεις των ασφαλιστικών συστημάτων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ αναδεικνύουν την ανομοιομορφία στην παροχή συντάξεων, ταυτόχρονα διαγράφουν και την πορεία της κατεύθυνσης των συστημάτων, η οποία, σε πολλές χώρες χαρακτηρίζεται από μια στροφή προς το ιδιωτικό σύστημα συντάξεων του δεύτερου και τρίτου πυλώνα συνταξιοδότησης.
Πάνω από 17 χώρες του ΟΟΣΑ έχουν προχωρήσει σε συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις από το 1990 και μετά, οι οποίες επηρέασαν τα κανονικά ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων πλήρους σταδιοδρομίας αυτής της περιόδου. Στις υπόλοιπες 13 χώρες του ΟΟΣΑ πραγματοποιήθηκαν και πραγματοποιούνται αλλαγές, ωστόσο λιγότερο σημαντικές ως προς τα αποτελέσματά τους, όπως η μεταβολή των ορίων ηλικίας μόνο για τις γυναίκες και η προσαρμογή των παροχών στην περίπτωση πρόωρης ή όψιμης συνταξιοδότησης.
Τα μέτρα που έλαβαν αρκετές χώρες του ΟΟΣΑ
Ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που ήταν θεμελιώδεις για αρκετές χώρες του ΟΟΣΑ συμπεριλαμβάνονται και μέτρα όπως τα παρακάτω:
- Αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
- Αύξηση των κινήτρων για παραμονή στην εργασία και ενίσχυση αντικινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση.
- Εισαγωγή ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων προκαθορισμένων εισφορών.
- Μεταβολή του τρόπου μέτρησης των αποδοχών για τον υπολογισμό των παροχών.
- Αλλαγές στην αναπροσαρμογή των παλαιότερων εισοδηματικών αποδοχών.
- Aλλαγές στην τιμαριθμική προσαρμογή των παροχών.
- Σύνδεση των συντάξεων με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής.
- Προχρηματοδότηση των κρατικών συντάξεων.
- Μεταβολές στις συνταξιοδοτικές εισφορές.
Η αύξηση των ορίων ηλικίας ή η εξίσωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης μεταξύ αντρών και γυναικών έχει δρομολογηθεί από πολλές χώρες του ΟΟΣΑ ως ένα μέτρο που θα βελτίωνε τη βιωσιμότητα του συστήματος. Παρ όλα αυτά, ενώ υπάρχει μία γενική τάση από τις περισσότερες χώρες για αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ωστόσο σε αρκετές χώρες τα όρια ηλικίας για τους άντρες και τις γυναίκες διαφέρουν (Ιταλία, Μεξικό, Ελβετία, Πολωνία). Στην Τσεχία, για παράδειγμα, η ηλικία συνταξιοδότησης των γυναικών εξαρτάται από τον αριθμό των παιδιών που έχουν, παρέχοντας έτσι κίνητρο για πρόωρη συνταξιοδότηση στην περίπτωση που μια γυναίκα είναι πολύτεκνη.
Τα προγράμματα προκαθορισμένων εισφορών έχουν εισαχθεί σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ ως συμπληρωματικά στα δημόσια, συνδεδεμένα με τις αποδοχές, συνταξιοδοτικά σχήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι έχουν επιλογή μεταξύ της παραμονής τους στο Δημόσιο, συνδεδεμένο με τις αποδοχές, προκαθορισμένων παροχών σύστημα ασφάλισης και της μετάβασής τους σε ένα μικτό σύστημα δημόσιας σύνταξης προκαθορισμένων παροχών / ιδιωτικής σύνταξης, προκαθορισμένων εισφορών (δεύτερος και τρίτος πυλώνας). Με τα συστήματα προκαθορισμένων παροχών δεν υπάρχει άμεση μεταβίβαση πόρων από τους παρόχους στους εισφορείς, όπως συμβαίνει στο διανεμητικό σύστημα (pay-as-you-go).
Ωστόσο, σε ένα μικτό σύστημα, οι μεταβιβάσεις από γενιά σε γενιά εξακολουθούν να υφίστανται, σε μικρότερο βαθμό.
Οι διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα
Στις εκθέσεις του ΟΟΣΑ για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα καλύπτονται όλα τα υποχρεωτικά δημόσια και ιδιωτικά συστήματα. Ανάμεσα στα πορίσματα της Εκθεσης περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες διαπιστώσεις:
1 Η προ φόρων σύνταξη των εργαζομένων στις χώρες του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 70% περίπου των αποδοχών τους μετά τους φόρους. Η Ιρλανδία και η Νέα Ζηλανδία είναι οι χώρες με το χαμηλότερο καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο είναι μικρότερο του 40%. Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο το ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται στο 50% περίπου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ιρλανδία και τη Νέα Ζηλανδία παρέχεται μόνο η βασική σύνταξη. Ωστόσο, το μέσο ποσοστό αναπλήρωσης των χαμηλόμισθων στις χώρες του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 85% περίπου. Πα όλα αυτά, η διαφορά μεταξύ των μικτών και των καθαρών ποσοστών αναπλήρωσης για τους χαμηλόμισθους ανέρχεται στο 17% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
2 Χώρες όπως η Ιταλία, η Πολωνία και η Ουγγαρία στοχεύουν μέσα από μεταρρυθμίσεις στα ασφαλιστικά τους συστήματα στη στενότερη σύνδεση εισφορών και παροχών, περιορίζοντας ή και καταργώντας ακόμη το στοιχείο της αναδιανομής από τα συστήματα συντάξεων. Σε αυτήν την περίπτωση, οι δικλείδες ασφαλείας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις συντάξεις. Ολες οι χώρες του ΟΟΣΑ διαθέτουν δικλείδες ασφαλείας για τους ηλικιωμένους, μέσω των οποίων ελέγχουν τα μέσα διαβίωσης του δικαιούχου.
3 Σε αρκετές χώρες, όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Ουγγαρία, οι συντάξεις ασφαλείας είναι πολύ χαμηλές, φθάνοντας στο 25% μόνο των μέσων κατά κεφαλήν αποδοχών. Η μέση ελάχιστη συνταξιοδοτική παροχή για τους εργαζομένους με πλήρη σταδιοδρομία ανέρχεται στο 29% περίπου των μέσων αποδοχών.
4 Σε πολλές περιπτώσεις, τα συστήματα φορολόγησης εισοδήματος ευνοούν είτε τα εισοδήματα από συντάξεις, είτε τους συνταξιούχους παρέχοντας απαλλαγές. Πολλές χώρες καταργούν τις φορολογικές ελαφρύνσεις των πλουσιότερων συνταξιούχων, εκτός από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, όπου παραχωρούνται φορολογικές ελαφρύνσεις κατά μήκος της φορολογικής κλίμακας.
5 Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων γίνεται σήμερα στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ με βάση τις τιμές καταναλωτή. Σε πολύ λίγες χώρες εξακολουθούν οι συντάξεις να αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις μέσες αποδοχές. Εκτιμάται ότι το κόστος αναπροσαρμογής με βάση τον μέσο μισθό είναι κατά 20% μεγαλύτερο του κόστους αναπροσαρμογής με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή.
6 Ενα επίσης μείζον ζήτημα είναι και η «σταθεροποίηση», δηλαδή η αναπροσαρμογή των προηγούμενων αποδοχών λόγω μεταβολών του βιοτικού επιπέδου μεταξύ του χρόνου απόκτησης και του χρόνου απαίτησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ισπανία και η Κορέα σταθεροποιούν τις αποδοχές με βάση τις τιμές, πρακτική η οποία οδηγεί συνήθως σε χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης από ό,τι αν η σταθεροποίηση γίνει με βάση τα εισοδήματα. Οι περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ αναπροσαρμόζουν τις προηγούμενες αποδοχές βάσει των αυξήσεων των αποδοχών.
7 Η παρούσα αξία των μελλοντικών ροών συνταξιοδοτικών πληρωμών συνιστά έναν καλό δείκτη για τις συνταξιοδοτικές υποσχέσεις. Το Λουξεμβούργο παρέχει σχεδόν την τριπλάσια συνταξιοδοτική περιουσία από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Τη χαμηλότερη περιουσία από σύνταξη προσφέρουν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, το Μεξικό και η Νέα Ζηλανδία, η αξία της οποίας είναι πολύ λιγότερο από έξι φορές τις μέσες αποδοχές. Στις χώρες αυτές ωστόσο και οι εισφορές των εργαζομένων είναι πολύ μικρότερες, οπότε είναι επόμενο και οι συνταξιοδοτικές υποσχέσεις να είναι περισσότερο περιορισμένες.
8 Στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ η ηλικία συνταξιοδότησης είναι το 65ο έτος. Στη Νορβηγία, την Ισλανδία και τις ΗΠΑ θεσπίζεται ως κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης το 67ο έτος. Για τη Γαλλία (60ό, το μικρότερο όριο ηλικίας), την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, την Τουρκία, την Τσεχία και την Κορέα, η ηλικία συνταξιοδότησης είναι κάτω από των 65 ετών.
Το προσδόκιμο ζωής στη συνταξιοδοτική περιουσία παίζει σημαντικό ρόλο, αφού σε χώρες με χαμηλό προσδόκιμο όπως το Μεξικό, η Ουγγαρία, η Τουρκία, η Σλοβακία, η Πολωνία, οι συντάξεις που παρέχουν μπορούν να είναι 10% υψηλότερες από μια χώρα με το μέσο προσδόκιμο ζωής, όπως είναι η Γερμανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο.
Χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος συνταξιοδότησης
Το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι σήμερα δομημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε οι στόχοι βιωσιμότητας και επάρκειας του συστήματος να επισπεύδουν την αναγκαιότητα της ουσιαστικής μεταρρύθμισής του, θέτοντας το ζήτημα ως άμεση προτεραιότητα της ελληνικής οικονομίας και του κράτους πρόνοιας. Τα κύρια προβλήματα που συνδέονται με το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εντοπίζονται σε δύο κυρίως άξονες: Ο ένας είναι η γήρανση του πληθυσμού και η ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού γεννητικότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Ετσι, τίθεται ένα μεγάλο ζήτημα δημογραφικής αναδιάρθρωσης του πληθυσμού. Εφόσον το συνταξιοδοτικό σύστημα συνδέεται άμεσα με την αναδιανομή του εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων και των συνταξιούχων, γίνεται σαφές ότι οποιαδήποτε δημογραφική αλλαγή θα πρέπει να μπορεί να ενσωματώνεται στη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος χωρίς να δημιουργεί αναταράξεις στην αναδιανομή των κοινωνικών πόρων. Ο άλλος άξονας συνδέεται με οργανωτικά χαρακτηριστικά του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία ελλειμματικών ταμείων, όπως είναι: Ο μακρύς κατάλογος των «εξαιρέσεων» από την κανονική συνταξιοδότηση σε όρους ορίων ηλικίας και η προσφυγή στην περιπτωσιολογία, η έλλειψη ανταποδοτικότητας, η νομοθετική πολυπλοκότητα, η εισφοροδιαφυγή, ο κατακερματισμός σε πολλαπλά ταμεία, το φορολογικό σύστημα που εφαρμόζεται στις συντάξεις, η έλλειψη ενός κεντρικού μητρώου ασφαλισμένων με μοναδικό αριθμό κοινωνικής ασφάλισης κ.ά.
Το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης χαρακτηρίζεται από ένα σχήμα που βασίζεται στις αποδοχές με δύο βαθμίδες παροχών (κύρια και επικουρική σύνταξη), καθώς και μια σειρά παροχών ελάχιστης σύνταξης, στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα. Η διάκριση μεταξύ κύριας και επικουρικής σύνταξης δεν είναι ξεκάθαρη, σε οικονομικούς όρους, αφού και οι δύο παρέχουν ένα εκ των προτέρων καθορισμένο μηνιαίο εισόδημα καθ όλη τη διάρκεια της συνταξιοδότησης. Οι κύριες συντάξεις παρέχονται σύμφωνα με το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων παροχών και καλύπτουν διάφορους κλάδους και διάφορα επίπεδα. Υπάρχει μία πληθώρα Ταμείων που χορηγούν συντάξεις ανά τομέα απασχόλησης ή επάγγελμα αλλά και κλαδικές διαφορές εντός των Ταμείων σχετικά με τις εισφορές και τα δικαιώματα.
Τα επικουρικά επαγγελματικά Ταμεία παρέχουν συμπληρωματικές συντάξεις, με ποσοστό αναπλήρωσης έως και 20%. Οι εφάπαξ συντάξεις (αποζημιώσεις αποχώρησης από την υπηρεσία) πληρώνονται ως κεφάλαιο με τη συνταξιοδότηση και είναι πολύ συνηθισμένες στον δημόσιο τομέα. Οι πληρωμές της κύριας, της επικουρικής σύνταξης και του εφάπαξ γίνονται συνήθως σε διαφορετικούς λογαριασμούς και από διαφορετικούς φορείς. Το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης στους Συνταξιούχους (ΕΚΑΣ) θεσμοθετήθηκε το 1996 και αποτελεί ένα συμπλήρωμα στη σύνταξη που παρέχεται ύστερα από έλεγχο των πόρων, το οποίο δεν εξαρτάται από τις εισφορές των ασφαλισμένων, αλλά από το επίπεδο του εισοδήματός τους. Ενα υψηλό ποσοστό συνταξιούχων στηρίζεται στην προστασία των ελάχιστων εγγυημένων συντάξεων και στο ΕΚΑΣ. Με τον νόμο του 2002 προβλέπεται αύξηση του ελάχιστου επιπέδου συντάξεων στο 70% του ελάχιστου μισθού ενός πλήρως απασχολούμενου έγγαμου ασφαλισμένου.
Το κανονικό όριο ηλικίας για την παροχή σύνταξης είναι το 65ο έτος ηλικίας για τους άντρες και το 60ό για τις γυναίκες, τα οποία εξισώνονται στο 65ο έτος για όσους εισήλθαν στην αγορά εργασίας από το 1993 και μετά. Δικαίωμα συνταξιοδότησης θεμελιώνουν οι ασφαλισμένοι με 37 έτη εισφορών, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Ακόμη, σταδιακά θα εφαρμοσθεί κοινό ποσοστό αναπλήρωσης 70% στους ασφαλισμένους προ και μετά το 1993, στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Μέχρι σήμερα ισχύει το 60% ως ποσοστό αναπλήρωσης για τις κύριες συντάξεις στον ιδιωτικό τομέα, ενώ για το Δημόσιο φθάνει το 80%.
Οι συνταξιοδοτικές παροχές χρηματοδοτούνται από τρεις πηγές: τον εργοδότη και τον εργαζόμενο που μοιράζονται τις εισφορές και το Κράτος που προσθέτει τις επιχορηγήσεις και τα επιδόματα. Ολα τα Ταμεία χρηματοδοτούνται με το διανεμητικό σύστημα και το κράτος εγγυάται τα επίπεδα των ασφαλιστικών παροχών.
Η τιμαριθμική προσαρμογή των πληρωτέων συντάξεων είναι προαιρετική. Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι αυξήσεις στις συντάξεις είναι προοδευτικές. Κατά τη διάρκεια 1999-2001 οι αυξήσεις στις χαμηλές συντάξεις ήταν σημαντικά υψηλότερες από τον πληθωρισμό. Παρ όλα αυτά, το 2002, η αύξηση των χαμηλοσυνταξιούχων ήταν χαμηλότερη από τον πληθωρισμό (3,5% έναντι 3,6% που ήταν ο πληθωρισμός). Σχετικά με την τιμαριθμική προσαρμογή των συνταξιοδοτικών παροχών των διαφόρων κλιμακίων, υπάρχει έντονο το στοιχείο της έλλειψης συνέπειας στην εκάστοτε ακολουθούμενη πρακτική.
Πηγή Κέρδος
Ακολουθήστε το taxheaven.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα οικονομικά νέα