Ισχυρό δέλεαρ αύξησης Συντελεστών ΦΠΑ ,τα 2 δισ. ευρώ
30 Σεπτέμβριου 2007
Σχόλια
- Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
- Με όλα τα σενάρια για τον ΦΠΑ να παραμένουν ανοικτά και την κυβέρνηση να μην δεσμεύεται απέναντι σε καμία Κοινοτική Οδηγία ή προεκλογική εξαγγελία, αρχίζει δειλά - δειλά να κερδίζει έδαφος η πρόταση για τη θέσπιση ενός ενιαίου συντελεστή φορολόγησης φυσικών και νομικών προσώπων, ο οποίος - εν ευθέτω χρόνω - θα συγκλίνει...
Ισχυρό δέλεαρ αύξησης τα 2 δισ. ευρώ
Με όλα τα σενάρια για τον ΦΠΑ να παραμένουν ανοικτά και την κυβέρνηση να μην δεσμεύεται απέναντι σε καμία Κοινοτική Οδηγία ή προεκλογική εξαγγελία, αρχίζει δειλά - δειλά να κερδίζει έδαφος η πρόταση για τη θέσπιση ενός ενιαίου συντελεστή φορολόγησης φυσικών και νομικών προσώπων, ο οποίος - εν ευθέτω χρόνω - θα συγκλίνει με τον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ. Ενισχυτική της παραπάνω πρότασης είναι, άλλωστε, η Κοινοτική σύσταση για την - κατά το δυνατόν - μεγαλύτερη εναρμόνιση τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης φορολογίας μεταξύ των κρατών της ΕΕ. Τα 2 δισ. ευρώ, που συνεπάγεται η κατά δύο μονάδες αύξηση του ΦΠΑ, είναι πράγματι ένας πειρασμός, κόντρα όμως στη βαθύτερη έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης.
Οσο ανέφικτη φαίνεται, ακόμη και σήμερα, η εναρμόνιση των συντελεστών του ΦΠΑ μεταξύ των χωρών της ΕΕ, τόσο μεγαλύτερα περιθώρια έχουν οι εθνικές κυβερνήσεις να αλλάζουν τους συντελεστές αυτούς κατά το δοκούν.
Κι αν την περίοδο αυτή η διαμάχη για ενδεχόμενη αύξηση του φόρου κατά μία, δύο ή και τρεις μονάδες βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας, παράγοντες του οικονομικού επιτελείου έχουν ήδη ξεκινήσει, σύμφωνα με πληροφορίες, να επεξεργάζονται φιλόδοξο σχέδιο συνολικής εναρμόνισης άμεσων και έμμεσων φόρων στο πλαίσιο της απλοποίησης του φορολογικού συστήματος. Η κεντρική ιδέα των αρχικών προτάσεων κινείται γύρω από τη θέσπιση ενιαίου συντελεστή φορολόγησης φυσικών και νομικών προσώπων περί το 25% και σταδιακή σύγκλισή του με τον συντελεστή του ΦΠΑ.
Ηδη βρισκόμαστε πολύ κοντά στην πλήρη υλοποίηση του πρώτου τμήματος του σχεδίου, που αφορά στην άμεση φορολογία δεδομένου ότι οι συντελεστές έχουν ήδη μειωθεί σημαντικά και τείνουν προς το παραπάνω επίπεδο. Από εκεί και πέρα η αναπροσαρμογή του ΦΠΑ θα καθορίσει και τον χρονικό ορίζοντα πλήρους υλοποίησης του σχεδίου με τη θεσμοθέτηση ενός και μόνον ενιαίου συντελεστή φορολόγησης. Βασική άλλωστε Κοινοτική σύσταση είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη εναρμόνιση τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης φορολογίας μεταξύ των κρατών της ΕΕ, παρά την «ανυπακοή» των περισσότερων εθνικών κυβερνήσεων για λόγους εσωτερικών διαφοροποιήσεων και ανταγωνισμού.
Καμία δέσμευση από την ΕΕ
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν δεσμεύεται από καμία απολύτως Κοινοτική Οδηγία και μπορεί τελείως ανενόχλητη να επαναοριοθετήσει το ύψος των συντελεστών του ΦΠΑ ανάλογα με τις δημοσιονομικές πιέσεις αλλά και την κοινωνικοπολιτική της ταυτότητα. Ολοι οι υπόλοιποι όμως γνωρίζουν πώς μεταφράζεται μία αύξηση ή μία μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στη σχέση άμεσων - έμμεσων φόρων και γενικότερα στη φορολογική δικαιοσύνη. Πόσο μάλλον που μία αύξηση του ΦΠΑ κατά δύο μονάδες συνιστά επιπλέον φορολογική επιβάρυνση της τάξης των 2 δισ. ευρώ.
Από την πρώτη στιγμή της επιβολής του, στις αρχές της δεκαετίας του 70, ο ΦΠΑ αποτέλεσε περισσότερο ένα εργαλείο άσκησης εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών παρά ένα σύστημα που θα διευκόλυνε την απρόσκοπτη λειτουργία της κοινής αγοράς, πράγμα για το οποίο και θεσμοθετήθηκε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τα κράτη - μέλη τον φόρο αυτόν εκμεταλλευόμενα τα εισπρακτικά του οφέλη, είναι η Ιρλανδία, η οποία από το 1972 μέχρι σήμερα έχει προβεί σε 30 (!) αναθεωρήσεις, η Ιταλία σε 19 αναθεωρήσεις από το 1973 και η Γαλλία σε 18 αναθεωρήσεις από το 1968. Πιο «αξιοπρεπή» κράτησε μέχρι σήμερα η χώρα μας με μόλις πέντε αναθεωρήσεις από το 1987 που πρωτοεφαρμόστηκε το σύστημα του ΦΠΑ. Στατιστικά αυτό σημαίνει ότι έχουμε μία αναθεώρηση των συντελεστών κάθε περίπου τέσσερα χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μία εξ αυτών, και συγκεκριμένα το 1988, υπήρξε μείωση του κανονικού συντελεστή κατά δύο μονάδες (από 18% σε 16%).
Επισημαίνεται πάντως ότι μόνον δύο κράτη-μέλη έχουν επιλέξει τον καθορισμένο από την ΕΕ ως κατώτατο κανονικό συντελεστή 15%, πρόκειται για την Κύπρο και το Λουξεμβούργο. Ακολουθούν η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο με εφαρμοστέους κανονικούς συντελεστές ΦΠΑ 16% και 17,5% αντίστοιχα. Στον αντίποδα οι υψηλότεροι κανονικοί συντελεστές ΦΠΑ, της τάξης του 25%, εφαρμόζονται στη Σουηδία και τη Δανία, ενώ στη Φιλανδία και στην Πολωνία ο ισχύων συντελεστής είναι 22%. Οσον αφορά τους μειωμένους συντελεστές, ο μέσος Κοινοτικός διαμορφώνεται στο 7,5%, εκτός της Δανίας όπου εφαρμόζει αποκλειστικά κανονικό συντελεστή. Στη χώρα μας ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ 19% είναι μικρότερος από τον μέσο Κοινοτικό, ενώ ο μειωμένος 9% ξεπερνά κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες τον αντίστοιχο μέσο Κοινοτικό.
Ο ΦΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ενωση
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο φόρος προστιθέμενης αξίας είναι ένας γενικός φόρος που εφαρμόζεται, κατ αρχήν, σε όλες τις εμπορικές δραστηριότητες που συνεπάγονται την παραγωγή και διανομή αγαθών, καθώς και την παροχή υπηρεσιών. Πρόκειται για έναν φόρο κατανάλωσης, δεδομένου ότι στην ουσία επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή και δεν συνιστά επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις. Ο εν λόγω φόρος καταβάλλεται υπό μορφή ποσοστού επί της τιμής, γεγονός που σημαίνει ότι σε κάθε στάδιο της παραγωγής και της αλυσίδας διανομής είναι γνωστή η πραγματική φορολογική επιβάρυνση που έχει ενσωματωθεί. Επίσης, καταβάλλεται τμηματικά, μέσω ενός συστήματος εκπτώσεων χάρη στο οποίο οι φορολογούμενοι (δηλαδή οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε ΦΠΑ) δύνανται να εκπίπτουν από τον φόρο που οφείλουν τον φόρο που κατέβαλαν σε άλλους φορολογουμένους για αγορές αναγκαίες για τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Ο μηχανισμός αυτός διασφαλίζει τον ουδέτερο χαρακτήρα του φόρου ανεξαρτήτως του αριθμού των διενεργούμενων συναλλαγών.
Για το ύψος των συντελεστών, η ΕΕ έχει απλώς καθορίσει τον ελάχιστο κανονικό συντελεστή ΦΠΑ σε 15 % και τους προαιρετικούς μειωμένους συντελεστές, τουλάχιστον σε 5%. Συνεπώς, οι φορολογικοί συντελεστές ποικίλλουν μεταξύ των κρατών-μελών και μεταξύ ορισμένων ειδών αγαθών ή υπηρεσιών.
Τα κράτη-μέλη, για να ανταποκριθούν σε ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες, μπορούν να αποκλίνουν από το ελάχιστο ποσοστό του 15%. Στις περιπτώσεις αυτές, επιτρέπεται η επιβολή ενιαίου υψηλότερου φόρου. Επίσης, είναι δυνατή η επιβολή μειωμένων συντελεστών σε ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται σε περιοριστικό κατάλογο. Πρόκειται κυρίως για είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα και τα φάρμακα ή αγαθά και υπηρεσίες που δεν ανταγωνίζονται αγαθά και υπηρεσίες άλλου κράτους-μέλους, μεταξύ άλλων, στον στεγαστικό τομέα. Επίσης, προβλέπονται απαλλαγές για τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας (νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, κ.λπ.).
Για να διασφαλίσει ότι οι αποκλίσεις στο εσωτερικό της ΕΕ δεν είναι πολύ μεγάλες, η Επιτροπή περιορίζει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις εξαιρέσεις από αυτούς τους κανόνες. Στόχος της είναι να επιτύχει μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εναρμόνιση. Ωστόσο, από το 2000, οι προσπάθειες της Επιτροπής επικεντρώνονται κυρίως στην απλούστευση, τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό των ισχυόντων κανόνων. Επίσης, η Επιτροπή δίνει έμφαση στην ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών και στην καταπολέμηση της απάτης που συχνά ευνοείται από την πολυπλοκότητα του υφιστάμενου συστήματος.
Ειδικότερα τα κράτη-μέλη μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή στην προμήθεια φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης. Επίσης, ορισμένα κράτη-μέλη που υπέβαλαν σχετική αίτηση έως τις 31 Μαρτίου 2006, εξουσιοδοτήθηκαν να εφαρμόζουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 μειωμένο συντελεστή σε ορισμένες υπηρεσίες υψηλής έντασης εργασίας που παρέχονται σε τοπικό επίπεδο απευθείας στους τελικούς καταναλωτές. Κατά παρέκκλιση εξάλλου από τους γενικούς κανόνες, ορισμένα κράτη-μέλη εξουσιοδοτήθηκαν να διατηρήσουν μειωμένους συντελεστές, ακόμη και κάτω από το κατώτατο όριο, ή μηδενικούς συντελεστές σε ορισμένους τομείς.
Συμπερασματικά, όπως υποστηρίζει και η ΟΚΕ, η ΕΕ ταλαιπωρείται εδώ και τρεις δεκαετίες, από σχέδια εναρμόνισης φόρων. Κανένα άλλο θέμα δεν έχει προκαλέσει τόσες πολλές συζητήσεις, όπως η συζήτηση του θέματος των φόρων. Τούτο συναρτάται με την ευαίσθητη συζήτηση του θέματος της κυριαρχίας που απέκτησε νέα διάσταση με τη Νομισματική Ενωση. Βέβαια, δικαιολογείται το ερώτημα κατά πόσον υπάρχει ακόμη εθνική κυριαρχία όσον αφορά τη φορολογία τη στιγμή που επικρατεί μία πραγματική κούρσα φόρων με στόχο την εγκατάσταση επιχειρήσεων.
Με όλα τα σενάρια για τον ΦΠΑ να παραμένουν ανοικτά και την κυβέρνηση να μην δεσμεύεται απέναντι σε καμία Κοινοτική Οδηγία ή προεκλογική εξαγγελία, αρχίζει δειλά - δειλά να κερδίζει έδαφος η πρόταση για τη θέσπιση ενός ενιαίου συντελεστή φορολόγησης φυσικών και νομικών προσώπων, ο οποίος - εν ευθέτω χρόνω - θα συγκλίνει με τον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ. Ενισχυτική της παραπάνω πρότασης είναι, άλλωστε, η Κοινοτική σύσταση για την - κατά το δυνατόν - μεγαλύτερη εναρμόνιση τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης φορολογίας μεταξύ των κρατών της ΕΕ. Τα 2 δισ. ευρώ, που συνεπάγεται η κατά δύο μονάδες αύξηση του ΦΠΑ, είναι πράγματι ένας πειρασμός, κόντρα όμως στη βαθύτερη έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης.
Οσο ανέφικτη φαίνεται, ακόμη και σήμερα, η εναρμόνιση των συντελεστών του ΦΠΑ μεταξύ των χωρών της ΕΕ, τόσο μεγαλύτερα περιθώρια έχουν οι εθνικές κυβερνήσεις να αλλάζουν τους συντελεστές αυτούς κατά το δοκούν.
Κι αν την περίοδο αυτή η διαμάχη για ενδεχόμενη αύξηση του φόρου κατά μία, δύο ή και τρεις μονάδες βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας, παράγοντες του οικονομικού επιτελείου έχουν ήδη ξεκινήσει, σύμφωνα με πληροφορίες, να επεξεργάζονται φιλόδοξο σχέδιο συνολικής εναρμόνισης άμεσων και έμμεσων φόρων στο πλαίσιο της απλοποίησης του φορολογικού συστήματος. Η κεντρική ιδέα των αρχικών προτάσεων κινείται γύρω από τη θέσπιση ενιαίου συντελεστή φορολόγησης φυσικών και νομικών προσώπων περί το 25% και σταδιακή σύγκλισή του με τον συντελεστή του ΦΠΑ.
Ηδη βρισκόμαστε πολύ κοντά στην πλήρη υλοποίηση του πρώτου τμήματος του σχεδίου, που αφορά στην άμεση φορολογία δεδομένου ότι οι συντελεστές έχουν ήδη μειωθεί σημαντικά και τείνουν προς το παραπάνω επίπεδο. Από εκεί και πέρα η αναπροσαρμογή του ΦΠΑ θα καθορίσει και τον χρονικό ορίζοντα πλήρους υλοποίησης του σχεδίου με τη θεσμοθέτηση ενός και μόνον ενιαίου συντελεστή φορολόγησης. Βασική άλλωστε Κοινοτική σύσταση είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη εναρμόνιση τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης φορολογίας μεταξύ των κρατών της ΕΕ, παρά την «ανυπακοή» των περισσότερων εθνικών κυβερνήσεων για λόγους εσωτερικών διαφοροποιήσεων και ανταγωνισμού.
Καμία δέσμευση από την ΕΕ
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν δεσμεύεται από καμία απολύτως Κοινοτική Οδηγία και μπορεί τελείως ανενόχλητη να επαναοριοθετήσει το ύψος των συντελεστών του ΦΠΑ ανάλογα με τις δημοσιονομικές πιέσεις αλλά και την κοινωνικοπολιτική της ταυτότητα. Ολοι οι υπόλοιποι όμως γνωρίζουν πώς μεταφράζεται μία αύξηση ή μία μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στη σχέση άμεσων - έμμεσων φόρων και γενικότερα στη φορολογική δικαιοσύνη. Πόσο μάλλον που μία αύξηση του ΦΠΑ κατά δύο μονάδες συνιστά επιπλέον φορολογική επιβάρυνση της τάξης των 2 δισ. ευρώ.
Από την πρώτη στιγμή της επιβολής του, στις αρχές της δεκαετίας του 70, ο ΦΠΑ αποτέλεσε περισσότερο ένα εργαλείο άσκησης εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών παρά ένα σύστημα που θα διευκόλυνε την απρόσκοπτη λειτουργία της κοινής αγοράς, πράγμα για το οποίο και θεσμοθετήθηκε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τα κράτη - μέλη τον φόρο αυτόν εκμεταλλευόμενα τα εισπρακτικά του οφέλη, είναι η Ιρλανδία, η οποία από το 1972 μέχρι σήμερα έχει προβεί σε 30 (!) αναθεωρήσεις, η Ιταλία σε 19 αναθεωρήσεις από το 1973 και η Γαλλία σε 18 αναθεωρήσεις από το 1968. Πιο «αξιοπρεπή» κράτησε μέχρι σήμερα η χώρα μας με μόλις πέντε αναθεωρήσεις από το 1987 που πρωτοεφαρμόστηκε το σύστημα του ΦΠΑ. Στατιστικά αυτό σημαίνει ότι έχουμε μία αναθεώρηση των συντελεστών κάθε περίπου τέσσερα χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μία εξ αυτών, και συγκεκριμένα το 1988, υπήρξε μείωση του κανονικού συντελεστή κατά δύο μονάδες (από 18% σε 16%).
Επισημαίνεται πάντως ότι μόνον δύο κράτη-μέλη έχουν επιλέξει τον καθορισμένο από την ΕΕ ως κατώτατο κανονικό συντελεστή 15%, πρόκειται για την Κύπρο και το Λουξεμβούργο. Ακολουθούν η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο με εφαρμοστέους κανονικούς συντελεστές ΦΠΑ 16% και 17,5% αντίστοιχα. Στον αντίποδα οι υψηλότεροι κανονικοί συντελεστές ΦΠΑ, της τάξης του 25%, εφαρμόζονται στη Σουηδία και τη Δανία, ενώ στη Φιλανδία και στην Πολωνία ο ισχύων συντελεστής είναι 22%. Οσον αφορά τους μειωμένους συντελεστές, ο μέσος Κοινοτικός διαμορφώνεται στο 7,5%, εκτός της Δανίας όπου εφαρμόζει αποκλειστικά κανονικό συντελεστή. Στη χώρα μας ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ 19% είναι μικρότερος από τον μέσο Κοινοτικό, ενώ ο μειωμένος 9% ξεπερνά κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες τον αντίστοιχο μέσο Κοινοτικό.
Ο ΦΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ενωση
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο φόρος προστιθέμενης αξίας είναι ένας γενικός φόρος που εφαρμόζεται, κατ αρχήν, σε όλες τις εμπορικές δραστηριότητες που συνεπάγονται την παραγωγή και διανομή αγαθών, καθώς και την παροχή υπηρεσιών. Πρόκειται για έναν φόρο κατανάλωσης, δεδομένου ότι στην ουσία επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή και δεν συνιστά επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις. Ο εν λόγω φόρος καταβάλλεται υπό μορφή ποσοστού επί της τιμής, γεγονός που σημαίνει ότι σε κάθε στάδιο της παραγωγής και της αλυσίδας διανομής είναι γνωστή η πραγματική φορολογική επιβάρυνση που έχει ενσωματωθεί. Επίσης, καταβάλλεται τμηματικά, μέσω ενός συστήματος εκπτώσεων χάρη στο οποίο οι φορολογούμενοι (δηλαδή οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε ΦΠΑ) δύνανται να εκπίπτουν από τον φόρο που οφείλουν τον φόρο που κατέβαλαν σε άλλους φορολογουμένους για αγορές αναγκαίες για τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Ο μηχανισμός αυτός διασφαλίζει τον ουδέτερο χαρακτήρα του φόρου ανεξαρτήτως του αριθμού των διενεργούμενων συναλλαγών.
Για το ύψος των συντελεστών, η ΕΕ έχει απλώς καθορίσει τον ελάχιστο κανονικό συντελεστή ΦΠΑ σε 15 % και τους προαιρετικούς μειωμένους συντελεστές, τουλάχιστον σε 5%. Συνεπώς, οι φορολογικοί συντελεστές ποικίλλουν μεταξύ των κρατών-μελών και μεταξύ ορισμένων ειδών αγαθών ή υπηρεσιών.
Τα κράτη-μέλη, για να ανταποκριθούν σε ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες, μπορούν να αποκλίνουν από το ελάχιστο ποσοστό του 15%. Στις περιπτώσεις αυτές, επιτρέπεται η επιβολή ενιαίου υψηλότερου φόρου. Επίσης, είναι δυνατή η επιβολή μειωμένων συντελεστών σε ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται σε περιοριστικό κατάλογο. Πρόκειται κυρίως για είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα και τα φάρμακα ή αγαθά και υπηρεσίες που δεν ανταγωνίζονται αγαθά και υπηρεσίες άλλου κράτους-μέλους, μεταξύ άλλων, στον στεγαστικό τομέα. Επίσης, προβλέπονται απαλλαγές για τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας (νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, κ.λπ.).
Για να διασφαλίσει ότι οι αποκλίσεις στο εσωτερικό της ΕΕ δεν είναι πολύ μεγάλες, η Επιτροπή περιορίζει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις εξαιρέσεις από αυτούς τους κανόνες. Στόχος της είναι να επιτύχει μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εναρμόνιση. Ωστόσο, από το 2000, οι προσπάθειες της Επιτροπής επικεντρώνονται κυρίως στην απλούστευση, τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό των ισχυόντων κανόνων. Επίσης, η Επιτροπή δίνει έμφαση στην ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών και στην καταπολέμηση της απάτης που συχνά ευνοείται από την πολυπλοκότητα του υφιστάμενου συστήματος.
Ειδικότερα τα κράτη-μέλη μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή στην προμήθεια φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης. Επίσης, ορισμένα κράτη-μέλη που υπέβαλαν σχετική αίτηση έως τις 31 Μαρτίου 2006, εξουσιοδοτήθηκαν να εφαρμόζουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 μειωμένο συντελεστή σε ορισμένες υπηρεσίες υψηλής έντασης εργασίας που παρέχονται σε τοπικό επίπεδο απευθείας στους τελικούς καταναλωτές. Κατά παρέκκλιση εξάλλου από τους γενικούς κανόνες, ορισμένα κράτη-μέλη εξουσιοδοτήθηκαν να διατηρήσουν μειωμένους συντελεστές, ακόμη και κάτω από το κατώτατο όριο, ή μηδενικούς συντελεστές σε ορισμένους τομείς.
Συμπερασματικά, όπως υποστηρίζει και η ΟΚΕ, η ΕΕ ταλαιπωρείται εδώ και τρεις δεκαετίες, από σχέδια εναρμόνισης φόρων. Κανένα άλλο θέμα δεν έχει προκαλέσει τόσες πολλές συζητήσεις, όπως η συζήτηση του θέματος των φόρων. Τούτο συναρτάται με την ευαίσθητη συζήτηση του θέματος της κυριαρχίας που απέκτησε νέα διάσταση με τη Νομισματική Ενωση. Βέβαια, δικαιολογείται το ερώτημα κατά πόσον υπάρχει ακόμη εθνική κυριαρχία όσον αφορά τη φορολογία τη στιγμή που επικρατεί μία πραγματική κούρσα φόρων με στόχο την εγκατάσταση επιχειρήσεων.
Δείτε το επόμενο Webinar του κόμβου
Δαπάνες επιχειρήσεων
Στις : 14-12-2023 17:30
Εισηγητές: Κουλογιάννης Κωνσταντίνος, Γραβιάς Κωνσταντίνος
Ακολουθήστε το taxheaven.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα οικονομικά νέα