Αποτελέσματα live αναζήτησης

Καταιγίδα προβλημάτων στην οικονομία διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος

11 Οκτώβριου 2006 Σχόλια
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 11 λεπτά
  • Αδιέξοδο αποδεικνύεται το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που έχει ακολουθήσει όλα τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία, καθώς χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια και στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω τραπεζικής χρηματοδότησης των νοικοκυριών και πολύ λιγότερο στις επενδύσεις. Ταυτόχρονα, η σημειούμενη αύξηση των εξαγωγών κατά 1,3% ...

Αδιέξοδο αποδεικνύεται το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που έχει ακολουθήσει όλα τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία, καθώς χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια και στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω τραπεζικής χρηματοδότησης των νοικοκυριών και πολύ λιγότερο στις επενδύσεις. Ταυτόχρονα, η σημειούμενη αύξηση των εξαγωγών κατά 1,3% κατά μέσο όρο προκύπτει κυρίως από τον χώρο των υπηρεσιών, καθώς οι εξαγωγές αγαθών είναι στάσιμες. Αυτό είναι σαφής δείκτης της πολύ χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία αντικατοπτρίζεται και στην αλματώδη αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που θα κλείσει στο 11% του ΑΕΠ το 2006.

Την ίδια στιγμή η Ελλάδα είναι η λιγότερο ελκυστική χώρα υποδοχής ξένων επενδύσεων, καθώς υποφέρει από σοβαρά αντικίνητρα μεταξύ των οποίων η διαφθορά και η γραφειοκρατία στον δημόσιο τομέα. Αυτές οι διαπιστώσεις προκύπτουν ως βασικά μηνύματα από την Ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος που παρουσίασε χθες ο διοικητής της κ. Ν. Γκαργκάνας. Ο κ. Γκαργκάνας τόνισε πως η μοναδική συνταγή για τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και στο μέλλον σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον είναι οι σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, έτσι, ώστε η μελλοντική ανάπτυξη να στηρίζεται κυρίως σε αύξηση των εξαγωγών προϊόντων τεχνολογίας και η αύξηση των επενδύσεων. Σύμφωνα με τον διοικητή, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας παραμένουν σοβαρότατες και προκαλούν δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιστρατεύονται την προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης. Τέτοια προβλήματα είναι ο πληθωρισμός που οδηγεί σε ακρίβεια και απώλεια ανταγωνιστικότητας, το τεράστιο εξωτερικό έλλειμμα, το δημόσιο χρέος που έχει φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ και η υψηλή ανεργία, η οποία μάλιστα βρίσκεται σε επίπεδα απαράδεκτά αν ληφθεί υπόψη ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια κινήθηκαν στο επίπεδο του 4%. Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού απαιτεί περιορισμό μισθολογικών αυξήσεων και κόστους εργασίας σε επίπεδα συμβατά με την εξέλιξη της παραγωγικότητας αλλά και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.

Με ιδιαίτερα μελανά χρώματα παρουσίασε ο διοικητής τα δημοσιονομικά θέματα, τονίζοντας ιδιαίτερα το πρόβλημα του ασφαλιστικού και των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού, οι οποίες - όπως είπε - έχουν υποεκτιμηθεί. Ο κ. Γκαργκάνας τόνισε πως η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2005 και το 2006 είναι σημαντική, αλλά η δημοσιονομική προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί. Η διαρθρωτική δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί δεν είναι μεν αμελητέα, αλλά παραμένει ανεπαρκής. Για να μειωθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ και να αντιμετωπιστεί η επιβάρυνση των δημόσιων δαπανών από τις συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού, απαιτείται μόνιμη περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης και επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ του 2005 και του 2050 οι συνολικές δημόσιες δαπάνες που συνδέονται με τη γήρανση θα αυξάνονταν από 18,9% του ΑΕΠ σε 32,4% του ΑΕΠ και ότι το δημόσιο χρέος το 2050 θα έφθανε το 450% του ΑΕΠ, το έλλειμμα το 35% του ΑΕΠ. Η δημοσιονομική προσαρμογή απαιτεί μέτρα τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και στο σκέλος των δαπανών. Απαιτεί πάταξη της φοροδιαφυγής, η οποία συνεχώς αυξάνεται. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά, μάλιστα, πως η είσπραξη έστω και μέρους των εσόδων που φοροδιαφεύγουν, θα επαρκούσε για να δημιουργηθούν σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα και να μειωθεί το δημόσιο χρέος.


Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και πάλι ο κ. Γκαργκάνας στο πρόβλημα της φτώχειας, επισημαίνοντας ότι 2.000.000 άτομα παραμένουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Οπως είπε, παρά την άνοδο του ΑΕΠ και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου παραμένουμε κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ενώ η οικονομική ανάπτυξη δεν διαχέεται επαρκώς στην κοινωνία. Πρόβλημα αποτελεί η σύνθεση της φτώχειας, καθώς το 32% είναι φτωχοί εργαζόμενοι, το 8% άνεργοι, το 27% χαμηλοσυνταξιούχοι και το 33% μη ενεργοί πολίτες. Εξ αυτών τα 3/4 είναι γυναίκες, ενώ το 50% είναι μακροχρόνια άνεργοι. Ταυτόχρονα, χαρακτήρισε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και άνισο και άδικο.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ο μετασχηματισμός της οικονομίας απαιτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με τις οποίες πρέπει, μεταξύ άλλων, να προσελκυστούν ξένες άμεσες επενδύσεις, να ενθαρρυνθεί η δημιουργία μεγάλων επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό και, γενικότερα, να ενισχυθούν οι δυνάμεις του ανταγωνισμού, να καταστεί αποτελεσματικότερη η λειτουργία των αγορών προϊόντων και εργασίας αλλά και του δημόσιου τομέα, να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος συντάξεων, να αναβαθμιστεί η εκπαίδευση και να προωθηθεί η έρευνα και η τεχνολογία, να περιοριστεί ουσιαστικά η γραφειοκρατία και να εκσυγχρονιστεί η Δημόσια Διοίκηση, καθώς και να αντιμετωπιστεί η διαφθορά. Η δημοσιονομική εξυγίανση και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν ταυτόχρονα να συμβάλουν ουσιαστικά στη μείωση της φτώχειας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και του φορολογικού συστήματος.


Ανάπτυξη, πληθωρισμός και εξωτερικό έλλειμμα
* Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ το 2006 (σε σταθερές τιμές) αναμένεται ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 3,8% για ολόκληρο το 2006, έναντι 3,7% το 2005. Θα συνεχίσει να στηρίζεται κυρίως στην ισχυρή άνοδο της εγχώριας ζήτησης αλλά και στην επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου των εξαγωγών αγαθών. Ειδικότερα, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται στην ενίσχυση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, τη συνεχιζόμενη ταχεία επέκταση της καταναλωτικής πίστης και τη σωρευτική άνοδο της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών τα τελευταία έτη, καθώς και στην αύξηση της απασχόλησης. Η αύξηση των συνολικών επενδύσεων, μετά τη μικρή μείωσή τους το 2005, αντανακλά αφενός την επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου των επιχειρηματικών επενδύσεων και αφετέρου την ανάκαμψη των επενδύσεων σε κατοικίες, οι οποίες είχαν μειωθεί ελαφρά το 2004 και το 2005, και των δημόσιων επενδύσεων, οι οποίες είχαν περικοπεί σημαντικά το 2005.
* Ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί γύρω στο 3,3% το 2006, δηλαδή σχεδόν όσο και το 2005, καθώς η σταδιακή εξάλειψη της επίδρασης της αύξησης των έμμεσων φόρων τον Απρίλιο του 2005 αντισταθμίζεται κυρίως από την επίδραση της ανόδου της τιμής του πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά (μέχρι τον Αύγουστο) και από την άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος με ρυθμό υψηλότερο από ό,τι το 2005 (στο σύνολο της οικονομίας: 3,8% έναντι 2,2%, στον επιχειρηματικό τομέα: 4,5% έναντι 2,3%).
* Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το 11% του ΑΕΠ το 2006. Η επίδραση της ανόδου της τιμής του πετρελαίου μέχρι τον Αύγουστο, η σημαντική αύξηση του όγκου των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (περιλαμβανομένων των πλοίων) και οι αυξημένες πληρωμές τόκων για το χρέος που διακρατείται από κατοίκους εξωτερικού είναι οι κυριότερες εξελίξεις που υπεραντισταθμίζουν την ευνοϊκή επίδραση της ταχύτερης ανόδου των εξαγωγών αγαθών.

 

Δεν έρχονται ξένες επενδύσεις

Στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-25 σε ό,τι αφορά τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων αλλά και το απόθεμα ξένων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται η Ελλάδα και όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, η χώρα μας είναι ουραγός των εξελίξεων. Την ίδια στιγμή οι προοπτικές δεν διαγράφονται θετικές και δεν υπάρχουν οι παράγοντες εκείνοι που θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την τάση. Στην Ενδιάμεση Εκθεση υπάρχει ειδικό παράρτημα που αναφέρεται διεξοδικά και τεκμηριωμένα στην εικόνα που έχει διαμορφωθεί και καταγράφονται οι παράγοντες εκείνοι που δρουν ανασταλτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Τονίζεται δε ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις μακροχρόνια δημιουργούν προοπτικές ταχύρρυθμης και διατηρήσιμης ανάπτυξης κυρίως μέσω της ποιοτικής αναβάθμισης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Οι προοπτικές αυτές ενισχύονται μεταξύ άλλων από το γεγονός ότι οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό διευρύνουν τις ευκαιρίες προσέλκυσης και απασχόλησης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και τονώνουν την ανταγωνιστικότητα τόσο στην εγχώρια αγορά, καθώς νέες και καινοτόμες εταιρείες συμβάλλουν στη διαμόρφωση χαμηλότερων εγχώριων τιμών όσο και διεθνώς επειδή οι εν λόγω επενδύσεις αυξάνουν τις εξαγωγές. Επίσης, οι επενδύσεις αυτές μπορούν να έχουν καθοριστική συμβολή στην περαιτέρω τεχνολογική πρόοδο της χώρας. Ταυτόχρονα, συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Στην έκθεση επισημαίνεται ότι αν και η ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση συμβάλλει θετικά μέσω της μακροοικονομικής σταθερότητας στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, η Ελλάδα, αντίθετα με άλλα κράτη μέλη, δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί επαρκώς τον παράγοντα αυτό. Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, οι παράγοντες που εμποδίζουν τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων είναι:
* Οι σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες στη λειτουργία αγορών προϊόντων καθώς και της αγοράς εργασίας. Η διεθνής εμπειρία δείχνει πως οι σοβαροί περιορισμοί στη λειτουργία των αγορών αυξάνει σημαντικά το κόστος των επιχειρήσεων και αποτελεί παράγοντα αποθάρρυνσης για τους επενδυτές.
* Το υψηλό κόστος της επιχειρηματικότητας. Συγκεκριμένα, σημαντικό μέρος του υψηλού κόστους της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα δεν προέρχεται από τη φορολογία των επιχειρήσεων και το κόστος εργασίας, αλλά από το γεγονός ότι τα γραφειοκρατικά εμπόδια παραμένουν σημαντικά και αυξάνουν το κόστος εγκατάστασης νέων επιχειρήσεων για την οποία εξάλλου δεν υπάρχει ακόμη εθνικός χωροταξικός σχεδιασμός. Τα γραφειοκρατικά εμπόδια και η ελλιπής οργάνωση συμβάλλουν και στη δημιουργία και τη διατήρηση αγορών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη ανταγωνιστικότητας.
* Τη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας, καθώς αυτό δεν έχει προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της σύγχρονης οικονομίας. Συνέπεια είναι το υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων το οποίο είναι και το υψηλότερο στην Ε-15 και το τρίτο κατά σειρά στην Ε-25.
* Την ανεπάρκεια των υποδομών σε νέες τεχνολογίες που εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από σημαντική υστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε-25.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, βασικός στόχος πρέπει να είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων που αποσκοπούν σε εξαγωγικές δραστηριότητες. Λόγω του υψηλότερου κόστους παραγωγής, οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να αφορούν κλάδους σημαντικής προστιθέμενης αξίας που είναι συνήθως στον χώρο της υψηλής ή μεσαίας τεχνολογίας. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδος είναι μειονεκτική ως προς τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ, είναι όμως συγκριτικά πλεονεκτική ως πύλη εισόδου για τις βαλκανικές χώρες, τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Απαιτούνται, όμως, απλούστευση γραφειοκρατικών διαδικασιών, ενίσχυση της έρευνας και της ανάπτυξης νέων μορφών τεχνολογίας καθώς και βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος.


Ελλιπής ο ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα

Στις ήδη εκφρασμένες απόψεις του για ελλιπή ανταγωνισμό στο τραπεζικό σύστημα εμμένει ο κ. Γκαργκάνας, τονίζοντας ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης των συνθηκών ανταγωνισμού. Σημείωσε δε ότι παρά το γεγονός πως μια σειρά παράγοντες εξηγούν το γεγονός των υψηλότερων περιθωρίων, δεν δικαιολογούν όμως το εύρος αυτής της διαφοράς. Επιπλέον, ο διοικητής σε έντονο ύφος ξεκαθάρισε πως σε καμία περίπτωση δεν είναι αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος τα θέματα λειτουργίας του ανταγωνισμού. Απάντησε έτσι ευθέως στον υπουργό Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφη, ο οποίος έχει επίσης κατηγορήσει τις τράπεζες για ολιγοπώλιο, έχει όμως παραπέμψει στην κεντρική τράπεζα για τον έλεγχό του. Ο κ. Γκαργκάνας δήλωσε μάλιστα χαρακτηριστικά ότι ο κ. Αλογοσκούφης έχει κάνει λάθος. Σε ό,τι αφορά τους παράγοντες που εξηγούν τις διαφορές των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει αναλυτική παρουσίαση αποδίδοντας το φαινόμενο στα εξής:
* Στην ανομοιογένεια των καταθετικών και δανειακών προϊόντων. Σημειώνεται δε ότι αν η σύνθεση τόσο των καταθέσεων όσο και των δανείων ήταν ίδια με αυτή της ευρωζώνης, το περιθώριο του επιτοκίου στην Ελλάδα θα περιοριζόταν σε 3,34% (μικρότερο κατά 124 μονάδες βάσης) και η διαφορά του από το αντίστοιχο της ζώνης ευρώ θα μειωνόταν κατά τα 2/3 περίπου στις 64 μονάδες βάσης.
* Το κανονιστικό πλαίσιο και η φορολογία.
* Οι καθυστερήσεις, οι οποίες στην Ελλάδα στο σύνολο των δανείων είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο στην ευρωζώνη. Ειδικότερα, στην Ελλάδα τον Ιούνιο 2006 ήταν 6,4% έναντι 3,3% στη ζώνη ευρώ τον Δεκέμβριο 2005. Οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις είναι στα καταναλωτικά με 8,1% και στα επιχειρηματικά στο 6,9%.
* Ο βαθμός ωρίμανσης των αγορών δανείων, καθώς στην Ελλάδα η απελευθέρωση έγινε με σχετική καθυστέρηση.
* Το κόστος δανεισμού στη διατραπεζική αγορά που είναι αυξημένο λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους των ελληνικών τραπεζών και της χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδας, κάτι που οδηγεί σε υψηλότερα περιθώρια δανεισμού. Εκτιμάται ότι το κόστος άντλησης χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες επιβαρύνεται κατά 45 μονάδες βάσης σε σχέση με τις τράπεζες της ευρωζώνης.
* Το λειτουργικό κόστος των τραπεζών το οποίο παραμένει υψηλό και είναι για την Ελλάδα 2,2% ως ποσοστό του ενεργητικού τους έναντι 1,4% στην ευρωζώνη.

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ
Οπως επισημαίνεται, τα νοικοκυριά είναι εκτεθειμένα σε αυξημένο κίνδυνο αν έχουν υπερεκτιμήσει τη δυνατότητα ομαλής εξυπηρέτησης των δανείων τους, ιδιαίτερα σε περιόδους ανόδου των επιτοκίων. Από δειγματοληπτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει πως για το 12% των νοικοκυριών που έχουν συνάψει δάνειο, το κόστος εξυπηρέτησης υπερβαίνει το 40% του εισοδήματός τους. Για τον λόγο αυτό οι τράπεζες θα πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά τη σχέση μεταξύ του ποσού εξυπηρέτησης και του εισοδήματος, έτσι ώστε η σχέση αυτή να μην υπερβαίνει ένα εύλογο ποσοστό 30 - 40% του εισοδήματος. Σε ό,τι αφορά τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις, σημειώνεται ότι ενδεχόμενη επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης θα επηρεάσει τη δυνατότητα αποπληρωμής των επιχειρηματικών δανείων.
Σε ό,τι αφορά πάντως τη σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην Εκθεση, επισημαίνεται ότι είναι ικανοποιητική. Η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, αν και αυξήθηκε ελαφρά εφέτος, παραμένει σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα. Επίσης, η αποδοτικότητα και η κεφαλαιακή τους επάρκεια διατηρούνται σε επίπεδο που παρέχει ικανοποιητικό περιθώριο για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ωστόσο, απαιτείται συνεχής παρακολούθηση και έλεγχος των κινδύνων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες, καθώς και των πιθανών επιπτώσεων των κινδύνων στα οικονομικά τους μεγέθη και στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Επίσης, τονίζεται ότι τα τελευταία χρόνια συνεχίζεται η επέκταση των εργασιών των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό, κυρίως στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Λόγω του μικρού μεγέθους της εγχώριας αγοράς και της αύξησης του ανταγωνισμού, η επέκταση των τραπεζών στο εξωτερικό τούς επιτρέπει να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες ανάπτυξης που παρέχουν οι εν λόγω αγορές, να διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων και το χαρτοφυλάκιό τους, αλλά και να αυξήσουν το μέγεθός τους, το οποίο παραμένει σχετικά μικρό συγκρινόμενο με το μέσο μέγεθος των τραπεζών των χωρών της ΕΕ. Προκειμένου, όμως, να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι από την επέκτασή τους αυτή, είναι απαραίτητο τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα να διατηρήσουν υψηλό το επίπεδο της κεφαλαιακής τους επάρκειας, να αυξήσουν τις προβλέψεις για τα επισφαλή δάνεια, να εξυγιάνουν περαιτέρω το χαρτοφυλάκιό τους και ειδικότερα να μειώσουν τον λόγο των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων (ο οποίος παραμένει σχετικά υψηλός συγκρινόμενος με τον αντίστοιχο δείκτη για τη ζώνη του ευρώ), καθώς και να αναβαθμίσουν τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου τους.
Πηγή Κέρδος



Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης