Άρειος Πάγος 1391/2018

Διάκριση υπαλλήλου - εργάτη, μισθωτός που απασχολείται με την επισκευή ή συντήρηση μηχανών αυτοκινήτων, πιστοποιητικό εργασίας, δήλη ημέρα καταβολής μισθού και αποζημιώσεων

4 Απρ 2019

Taxheaven.gr
Περίληψη

Με τη διάταξη του άρθρ. 10 του Ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 Π.Δ/μα, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του Ν.Δ/τος 2655/1953, ορίζεται ότι: "Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας".
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΟλΑΠ 295/1969, ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 90/2009, ΑΠ 2054/2006, ΑΠ 637/2005).
Ειδικότερα, ο μισθωτός που απασχολείται με την επισκευή ή συντήρηση μηχανών αυτοκινήτων ή μηχανοκίνητων οχημάτων χαρακτηρίζεται ως υπάλληλος, όταν συνεισφέρει την εξειδιασμένη εμπειρία και θεωρητική του μόρφωση και αναπτύσσει πρωτοβουλία, αναλαμβάνοντας υπεύθυνα την εργασία του, γιατί με την ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων υπερτερεί το πνευματικό στοιχείο σε σύγκριση με το σωματικό (ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 335/1989, Α.Π 1445/1982).
Εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Ν. 1575/1985 (ΦΕΚ Α 207) ορίζεται ότι για την επίβλεψη και εκτέλεση της συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος, για τη χορήγηση της οποίας απαιτείται ο υποψήφιος να έχει ολοκληρώσει την προβλεπομένη στο άρθρο 3 του νόμου αυτού ειδική προς τούτο εκπαίδευση και να έχει εργασθεί με την αντίστοιχη ειδικότητα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ορίζεται από το νόμο σε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων, ενώ μεταξύ των ειδικοτήτων για τις οποίες χορηγείται η ανωτέρω άδεια περιλαμβάνεται, ως ειδική κατηγορία, και εκείνη του τεχνίτη τροχών (άρθ. 2 παρ. 2 στοιχ. ιβ του Ν. 1575/1985).

Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 678 του ΑΚ ορίζεται ότι "Κατά τη λήξη της σύμβασης ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ο εργαζόμενος βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του". Και ναι μεν κατά τη γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης η σχετική αξίωση του εργαζομένου γεννάται κατά τη λήξη της εργασιακής σύμβασης, πλην όμως μπορεί να αξιωθεί κατά την καλή πίστη, σύμφωνα με τα άρθρα 200 και 288 του ΑΚ, η χορήγηση του ανωτέρω πιστοποιητικού και σε προγενέστερο χρόνο, στο πλαίσιο της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, όταν ο εργαζόμενος επικαλείται αντίστοιχο προς τούτο εύλογο συμφέρον.

Με τη διάταξη του άρθρου 655 του ΑΚ., ορίζεται ότι: "Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη".
Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της με αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, μισθός είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων, αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα της παροχής υπερεργασίας, νόμιμης υπερωριακής εργασίας και επιτρεπόμενης απασχόλησής του σε ημέρα αργίας, αφού οι αμοιβές αυτές συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα από την παροχή εργασίας του μισθωτού.
Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδαφ. α` του ΑΚ.
Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν.1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966)) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΑΠ 750/2010, ΑΠ 845/2005, ΑΠ 233/2004).
Αντίθετα δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία έννοια οι αποζημιώσεις και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης στο μισθωτό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, απασχόληση παρά το νόμο τις Κυριακές ή για μη παροχή της κατά νόμο ετήσιας άδειας από υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία. Για τα χρέη αυτά, που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας, δεν ορίζεται από νόμο δήλη ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι γι' αυτά αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση της αγωγής ή από την τυχόν προηγηθείσα όχληση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 346 και 340 του ΑΚ (ΑΠ 233/2004).

Περαιτέρω, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 435/1976, που προέβλεπε ότι επί παροχής παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται από την πρώτη ώρα, πέραν των απαιτήσεών του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου, έχοντας επομένως δύο αξιώσεις, μία εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού επί της οποίας ήταν εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 911 αρ.2 του ΑΚ για τη γένεση της τοκοδοσίας (ΑΠ 840/2004) και μία ως αστική ποινή για την οποία τόκοι οφείλονταν από την επίδοση, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 μεταβλήθηκε από 1 Απριλίου 2000 το ανωτέρω νομοθετικό καθεστώς και ορίσθηκε στην παρ. 5 αυτού, για την περίπτωση της παροχής από το μισθωτό μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, ότι ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας [ήτοι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 150%].
Η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 με χρόνο έναρξης της ισχύος της από 1 Οκτωβρίου 2005 και ορίσθηκε στις παραγράφους 4 και 5 αυτής ότι: "Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. (Παρ. 4). Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (Παρ. 5)". Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, όπως ισχύει και μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, που εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση ως εκ του κρίσιμου χρόνου (1.9.2007 - 5.2.2012), σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση αμοιβής του μισθωτού από την εκ μέρους του παροχή κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι πλέον και στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.
Δηλαδή, από 1 Απριλίου 2000, μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 4 του ανωτέρω νόμου 2874/2000, ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ' εξαίρεση) υπερωριακή απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας μάλιστα δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 206/2009, 196/2008). Κατά συνέπεια για τις αξιώσεις του αυτές που δεν απορρέουν από νόμιμη παροχή εργασίας, οι τόκοι αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ), εκτός εάν προηγουμένως εχώρησε σχετική όχληση προς τον εργοδότη κατά το άρθρο 340 του ΑΚ.

Αριθμός 1391/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Σοφία Τζουμερκιώτη και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Β. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο - Δημήτριο Καλαμίδα, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: ... του I. (K. Μ. του Η.), κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσούλα Μυλωνά, η οποία ανακάλεσε την από 18/5/2018 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/11/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3380/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 4282/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/11/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 8.11.2017 και με αριθ. κατάθεσης 797/9.11.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθ. 4282/12.9.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγιναν α) κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 31.12.2015 και με αριθ. κατάθ. 8331/31.12.2015 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου και β) κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 6.3.2015 και με αριθ. κατάθ. 1566/11.3.2015 αντίθετη έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, εξαφανίσθηκε η υπ' αριθ. 3380/17.12.2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχθεί κατά ένα μέρος την από 23.11. 2012 και υπ' αριθ. κατάθ. 187414/5481/26.11.2012 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, και δικάζοντας την άνω αγωγή έγινε αυτή δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία για μεγαλύτερο συνολικά ποσό από την παροχή εργασίας του τελευταίου για το χρονικό διάστημα από 1.9.2007 έως 5.2.2012 σε σχέση με το πρωτοδίκως επιδικασθέν, ενώ απορρίφθηκε αυτή κατ' ουσία για το διάστημα από 1.1.2007 έως 31.8.2007, για το οποίο είχαν επιδικασθεί διαφορές με την πρωτόδικη απόφαση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων αναίρεσης (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Με τη διάταξη του άρθρ. 10 του Ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 Π.Δ/μα, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του Ν.Δ/τος 2655/1953, ορίζεται ότι: "Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΟλΑΠ 295/1969, ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 90/2009, ΑΠ 2054/2006, ΑΠ 637/2005). Ειδικότερα, ο μισθωτός που απασχολείται με την επισκευή ή συντήρηση μηχανών αυτοκινήτων ή μηχανοκίνητων οχημάτων χαρακτηρίζεται ως υπάλληλος, όταν συνεισφέρει την εξειδιασμένη εμπειρία και θεωρητική του μόρφωση και αναπτύσσει πρωτοβουλία, αναλαμβάνοντας υπεύθυνα την εργασία του, γιατί με την ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων υπερτερεί το πνευματικό στοιχείο σε σύγκριση με το σωματικό (ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 335/1989, ΑΠ 1445/1982). Εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Ν. 1575/1985 (ΦΕΚ Α 207) ορίζεται ότι για την επίβλεψη και εκτέλεση της συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος, για τη χορήγηση της οποίας απαιτείται ο υποψήφιος να έχει ολοκληρώσει την προβλεπομένη στο άρθρο 3 του νόμου αυτού ειδική προς τούτο εκπαίδευση και να έχει εργασθεί με την αντίστοιχη ειδικότητα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ορίζεται από το νόμο σε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων, ενώ μεταξύ των ειδικοτήτων για τις οποίες χορηγείται η ανωτέρω άδεια περιλαμβάνεται, ως ειδική κατηγορία, και εκείνη του τεχνίτη τροχών (άρθ. 2 παρ. 2 στοιχ. ιβ του Ν. 1575/1985). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 678 του ΑΚ ορίζεται ότι "Κατά τη λήξη της σύμβασης ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ο εργαζόμενος βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του". Και ναι μεν κατά τη γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης η σχετική αξίωση του εργαζομένου γεννάται κατά τη λήξη της εργασιακής σύμβασης, πλην όμως μπορεί να αξιωθεί κατά την καλή πίστη, σύμφωνα με τα άρθρα 200 και 288 του ΑΚ, η χορήγηση του ανωτέρω πιστοποιητικού και σε προγενέστερο χρόνο, στο πλαίσιο της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, όταν ο εργαζόμενος επικαλείται αντίστοιχο προς τούτο εύλογο συμφέρον. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Αντίστοιχα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995).

Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: "Ο ενάγων - εφεσίβλητος - εκκαλών [και ήδη αναιρεσίβλητος] προσλήφθηκε στις 28.06.2005 από τον εναγόμενο - εκκαλούντα - εφεσίβλητο [και ήδη αναιρεσείοντα], ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση εμπορίας ελαστικών και ορυκτελαίων (βουλκανιζατέρ) στη ...), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως βοηθός τεχνίτη τροχών αυτοκινήτων. Ο ενάγων ήδη από τις αρχές του έτους 2005 απασχολούνταν στην επιχείρηση του εναγομένου δοκιμαστικά, για την απόκτηση εμπειρίας, ως βοηθός τεχνίτη τροχών αυτοκινήτου, ενώ μετά το πέρας της φοίτησής του στο ... στις 21.06.2005, προσκόμισε στον εναγόμενο το πτυχίο ειδικότητας μηχανών και συστημάτων αυτοκινήτου του τομέα μηχανολογικού, που έλαβε από το ... και συνέχισε να εργάζεται ως βοηθός τεχνίτης τροχών αυτοκινήτων, με βάση την ως άνω από 28.06.2005 ατομική σύμβαση εργασίας, με καθεστώς μερικής απασχόλησης, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (από Δευτέρα έως και Παρασκευή) και με ημερήσιο ωράριο τετραώρου από 09.00 έως και 13.00 (βλ. ...) μέχρι 31.8.2007, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την εργασία του ενάγοντος, υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης [...]. Η εργασία του ενάγοντος συνίστατο στην αρχή στην αφαίρεση, την επιδιόρθωση και τοποθέτηση των ελαστικών στα οχήματα, ενώ με την πάροδο του χρόνου, και τουλάχιστον από 1.9.2007, ο ενάγων ενόψει και της εμπειρίας που είχε αποκτήσει, προέβαινε και σε αλλαγή λιπαντικών και φρένων στα οχήματα, καθώς επίσης και σε ζυγοστάθμιση και ευθυγράμμιση των ελαστικών, χρησιμοποιώντας τα ειδικά ηλεκτρονικά μηχανήματα που διέθετε η επιχείρηση του εναγομένου. Επίσης, ο ενάγων ανέπτυσσε προσωπική πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του και ο εναγόμενος τον εμπιστευόταν, όπως συνάγεται και από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια απουσίας του τελευταίου η επιχείρηση συνέχιζε να λειτουργεί με υπεύθυνο τεχνίτη τροχών τον ενάγοντα και από το ότι ο ενάγων προέβαινε και σε επισκευή ή αντικατάσταση τροχών σε οχήματα, εκτός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης του εναγομένου, μεταβαίνοντας με ειδικά εξοπλισμένο για το σκοπό αυτό όχημα, το οποίο διέθετε η επιχείρηση του εναγομένου. Άλλωστε το γεγονός ότι ο εναγόμενος διέθετε ήδη από το 1995 άδεια άσκησης επαγγέλματος τεχνίτη τροχών και λειτουργούσε συντονιστικά στη λειτουργία της επιχείρησής του, κατανέμοντας την εργασία στο προσωπικό που απασχολούσε και επιβλέποντας αυτό, δεν σημαίνει ότι ο ενάγων δεν απασχολούνταν ως τεχνίτης τροχών. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν τουλάχιστον από 1.9.2007 ως τεχνίτης τροχών, έσφαλε δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων εργάσθηκε καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στον εναγόμενο ως βοηθός τεχνίτη τροχών, υποχρέωσε δε τον εναγόμενο να χορηγήσει στον ενάγοντα σχετικό πιστοποιητικό εργασίας, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων - εκκαλών με τους πρώτο και τέταρτο λόγους της έφεσης, που εκτιμώνται ενιαία. [...]. Επίσης, ο ενάγων ζήτησε από τον εναγόμενο να του χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας, από το οποίο να προκύπτει η διάρκεια απασχόλησής του στην επιχείρηση αυτού με καθήκοντα τεχνίτη τροχών αυτοκινήτου, καθόσον το πιστοποιητικό αυτό ήταν απαραίτητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1575/1985, για την απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Ο εναγόμενος, προφασιζόμενος διάφορους λόγους, απέφυγε να του χορηγήσει το πιστοποιητικό, με αποτέλεσμα ο ενάγων αφενός να προσφύγει στις 20.2.2012 στην Επιθεώρηση Εργασίας ( Ά.) και να ζητήσει μεταξύ άλλων να επιμεληθούν για τη χορήγηση του πιστοποιητικού εργασίας του με βάση την παραπάνω ειδικότητά του, αφετέρου να αποστείλει στον εναγόμενο την από 7.3.2012 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία (βλ. 3150ε/12.3.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ. Π.), στην οποία επισύναψε υπόδειγμα του πιστοποιητικού εργασίας, που όφειλε ο εναγόμενος να χορηγήσει, αιτούμενος, μεταξύ άλλων, να το συμπληρώσει και να το προσκομίσει υπογεγραμμένο...". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία είχε υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απειλή χρηματικής ποινής, να χορηγήσει στον ενάγοντα πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να αναφέρονται τα στοιχεία του ενάγοντος και το ότι εργάζεται από τις 28.6.2005 στην επιχείρηση του εναγομένου, ως βοηθός τεχνίτης οχημάτων, φορτηγών, αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών (βουλκανιζατέρ), υποχρέωσε τον εναγόμενο, με απειλή χρηματικής ποινής, να χορηγήσει στον ενάγοντα πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να αναφέρεται το χρονικό διάστημα εργασίας του τελευταίου στην επιχείρηση (βουλκανιζατέρ) του εναγομένου και η εργασία αυτού ως τεχνίτη τροχών [ενν. από 1.9.2007], στον τομέα επισκευής τροχών φορτηγών, αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών.
Με τον δεύτερο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αναφορικά με την ιδιότητα του αναιρεσίβλητου ως ιδιωτικού υπαλλήλου, την οποία εμμέσως δέχθηκε με την παραδοχή ότι ο τελευταίος απασχολήθηκε στην επιχείρηση του αναιρεσείοντος από 1.9.2007 με την ειδικότητα του τεχνίτη τροχών, διότι στην προσβαλλομένη απόφαση δεν διαλαμβάνεται ότι για την εργασία αυτή απαιτείτο εξειδιασμένη εμπειρία, θεωρητική κατάρτιση και ανάληψη ευθύνης, ούτε αναφέρεται ρητά ότι κατά την εργασία του αναιρεσίβλητου το πνευματικό στοιχείο υπερτερούσε του σωματικού. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος είχε την αναγκαία θεωρητική μόρφωση με την απόκτηση από το ... στις 21.06.2005 πτυχίου ειδικότητας μηχανών και συστημάτων αυτοκινήτου στον τομέα του μηχανολογικού (το οποίο προσκόμισε στον αναιρεσείοντα εργοδότη του) και ότι είχε αποκτήσει εμπειρία, απασχολούμενος στο συνεργείο του αναιρεσείοντος ως βοηθός τεχνίτης τροχών ήδη από τις αρχές του έτους 2005, με συνέπεια με την πάροδο του χρόνου και τουλάχιστον από 1.9.2007 να προβαίνει, στο πλαίσιο της απασχόλησής του, στις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλομένη απόφαση επί μέρους εργασίες ως τεχνίτης τροχών, αναπτύσσοντας προσωπική πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση αυτών, διενεργώντας τις εργασίες αυτές και κατά την απουσία του αναιρεσείοντος, ως υπεύθυνος τεχνίτης του συνεργείου και προβαίνοντας σε επισκευή ή αντικατάσταση τροχών σε οχήματα, εκτός των εγκαταστάσεων του συνεργείου, με ειδικά προς τούτο εξοπλισμένο όχημα που διέθετε η επιχείρηση. Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εμμέσως, πλην σαφώς, ότι κατά την παροχή της εργασίας του από τον αναιρεσίβλητο ως τεχνίτη τροχών στο συνεργείο του αναιρεσείοντος απαιτείτο εξειδιασμένη εμπειρία, θεωρητική κατάρτιση και ανάληψη ευθύνης, την οποία ο αναιρεσίβλητος πράγματι επιδείκνυε, δεν ήταν δε αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας η ρητή αναφορά ότι κατά την παροχή της εργασίας του αναιρεσίβλητου υπερτερούσε το πνευματικό στοιχείο του σωματικού, διότι τούτο σαφώς προκύπτει από τις κατά τα άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης.
Συνεπώς ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί.
Από τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, προκύπτει ότι η εξουσία του Εφετείου περιορίζεται στην έρευνα των κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης που προσβλήθηκαν με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Εξάλλου, επιδίκαση πλέον του αιτηθέντος υπάρχει και ιδρύεται σχετικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εάν το Εφετείο εξαφανίσει την απόφαση ως προς μη εκκληθέν κεφάλαιο (ΑΠ 1415/2007, ΑΠ 983/2009). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο αληθώς από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 8) λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο για παροχή υπερεργασίας και κατ' εξαίρεση υπερωρίας τα χρηματικά ποσά των 7.145 και 11.150,50 ευρώ αντιστοίχως, έναντι των μικροτέρων ποσών των 6.209,95 και 9.104, 32 ευρώ αντιστοίχως που του είχαν επιδικασθεί για την ίδια αιτία με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, παρόλο που στο σχετικό τρίτο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος (τότε ενάγοντος - εκκαλούντος) δεν υπήρχε παράπονο ως προς το ύψος των επιδικασθέντων ποσών.
Όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), με την από 23.11.2012 και με αριθμό κατάθεσης 187414/5481/2012 αγωγή ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, επικαλούμενος ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 5.2.2012 απασχολήθηκε στο συνεργείο του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (από Δευτέρα έως Παρασκευή) από ώρα 07.30 π.μ. έως 17.30 μ.μ. ήτοι επί δεκάωρο ημερησίως, πραγματοποιώντας έτσι πέντε ώρες υπερεργασίας και πέντε ώρες κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας εβδομαδιαίως και ότι οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές αυτού είχαν διαμορφωθεί κατά τα έτη 2007, 2008, 2009, 2010, 2011 και 2012 στα ποσά των (1.392), (1382), (1372), (1343), (1.389) και (1.447) ευρώ αντίστοιχα (καθαρές αποδοχές 1.080 ευρώ μηνιαίως, πλέον ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ και παρακρατουμένου φόρου μισθωτών υπηρεσιών), ζήτησε με βάση τους διαλαμβανόμενους στην αγωγή αναλυτικούς υπολογισμούς την επιδίκαση σε αυτόν του συνολικού ποσού των 10.940,45 ευρώ ως αμοιβή για παροχή υπερεργασίας και του συνολικού ποσού των 19.057,93 ευρώ ως αποζημίωση για παροχή κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμό 3.380/2013 απόφασή του δέχθηκε μεν ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα επί δέκα ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, πραγματοποιώντας έτσι πέντε ώρες υπερεργασίας και πέντε ώρες κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας εβδομαδιαίως (όπως ιστορείτο στην αγωγή), πλην όμως δέχθηκε ότι οι νόμιμες μικτές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της άνω απασχόλησής του είχαν διαμορφωθεί από 1.1.2007 έως 30.4.2007 σε 349,50 ευρώ, από 1.5.2007 έως 30.8.2007 σε 367,38 ευρώ [λόγω της μειωμένης τετράωρης απασχόλησης], από 1.9.2007 έως 31.12.2007 σε 734,75 ευρώ, από 1.1.2008 έως 31.8.2008 σε 760 ευρώ, από 1.9.2008 έως 30.4.2009 σε 811,75 ευρώ, από 1.5.2009 έως 30.6.2011 σε 856,25 ευρώ και από 1.7.2011 έως 5.2.2012 σε 870 ευρώ. Με βάση τις κατά τα άνω μικρότερες μικτές μηνιαίες αποδοχές σε σχέση με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη στους επί μέρους υπολογισμούς των αξιώσεων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου και επιδίκασε σε αυτόν τα χρηματικά ποσά των 6.209,95 ευρώ για παροχή υπερεργασίας και 9.104, 32 ευρώ για παροχή κατ' εξαίρεση υπερωρίας από αυτόν. Κατά της ως άνω απόφασης ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε την από 31.12.2015 και με αριθμό κατάθ. 8331/2015 έφεσή του, με τον τρίτο λόγο της οποίας παραπονέθηκε για το ύψος των μικτών μηνιαίων αποδοχών που τέθηκαν ως βάση με την εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση κατά τον υπολογισμό των αξιώσεων αυτού από την παροχή υπερεργασίας και κατ' εξαίρεση υπερωρίας, αιτούμενος τον υπολογισμό αυτών με βάση τις υψηλότερες αποδοχές που διελάμβανε στην ιστορική βάση της αγωγής του. Κατά συνέπεια με το λόγο αυτό έπληττε την πρωτόδικη απόφαση και για το ύψος των επιδικασθέντων ποσών, αφού το ύψος αυτών συνδέεται άρρηκτα με το ύψος των μικτών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, ως βάση του υπολογισμού των σχετικών αξιώσεων αυτού. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού κατά παραδοχή σχετικού (πρώτου) λόγου της από 6.3.2015 και με αριθ. κατάθ. 1566/2015 αντίθετης έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κατά τα εν λόγω κεφάλαια για το διάστημα από 1.1.2007 έως 31.8.2007, κατά το οποίο ο ενάγων απασχολήθηκε υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης (επί τετράωρο ημερησίως), μη πραγματοποιώντας έτσι υπερεργασιακή και υπερωριακή εργασία, στη συνέχεια έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο, ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε ως τεχνίτης τροχών στο συνεργείο του εναγομένου κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2007 έως 5.2.2012 επί δέκα ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, πραγματοποιώντας έτσι πέντε ώρες υπερεργασίας και πέντε ώρες κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας εβδομαδιαίως (όπως ιστορούσε στην αγωγή) και, κατά μερική παραδοχή του ως άνω τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, ότι οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος είχαν διαμορφωθεί από 1.9.2007 έως 31.12.2007 σε 825 ευρώ, από 1.1.2008 έως 30.6.2008 σε 850 ευρώ, από 1.7.2008 έως 31.12.2008 σε 875 ευρώ, από 1.1.2009 έως 30.6.2009 σε 900 ευρώ, από 1.7.2009 έως 31.12.2009 σε 922,50 ευρώ και από 1.1.2010 και για τον εφεξής χρόνο σε 942 ευρώ, ήτοι σε ποσά μεγαλύτερα από εκείνα που είχε δεχθεί η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Με βάση τις κατά τα άνω μεγαλύτερες μικτές μηνιαίες αποδοχές σε σχέση με εκείνες που είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προέβη στους επί μέρους υπολογισμούς των αξιώσεων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου για το διάστημα από 1.9.2007 έως 5.2.2012 και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τα εν λόγω κεφάλαια, επιδίκασε στον ενάγοντα τα χρηματικά ποσά των 7.145 ευρώ για παροχή υπερεργασίας και 11.150,50 ευρώ για παροχή κατ' εξαίρεση υπερωρίας από αυτόν. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερέβη τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και δεν προέβη στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως προς μη εκκληθέν κεφάλαιο. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται αδιαστίκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002). Για την βασιμότητα του λόγου αυτού αρκεί και η ύπαρξη μόνο αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη ή την συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των με επίκληση προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία αυτό έπρεπε να λάβει υπόψη του (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1107/2015, ΑΠ 38/2014, ΑΠ 322/2011). Τέτοια αποδεικτικά μέσα, η μη λήψη υπόψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο συνιστούν τα έγγραφα και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου που συνιστούν ίδιο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα λοιπά έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τέταρτο και πέμπτο από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες ότι: α) παρά την σχετική μνεία αυτών στο σκεπτικό της δεν καθίσταται αδιαστίκτως βέβαιο ότι η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη της τις με αριθμό ... ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Α. Θ., Γ. Κ. και Σ. Τ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που αυτός είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει κατά την δευτεροβάθμια δίκη, αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτού ότι από τις αρχές Σεπτεμβρίου 2009 είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι θα συμψηφίζονταν προς τις καταβαλλόμενες ανώτερες των νομίμων αποδοχές του αναιρεσίβλητου, που προέβλεπε η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, οι τυχόν αξιώσεις του από την παροχή υπερεργασίας, ενόψει μάλιστα του ότι με την προσβαλλομένη απόφαση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά τις περί του αντιθέτου αναφορές των ως άνω μαρτύρων στις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις των, αρκέσθηκε στο να δεχθεί ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η κατάρτιση της εν λόγω επικαλουμένης συμφωνίας (τέταρτος λόγος αναίρεσης) και β) δεν έλαβε υπόψη του τους προσκομισθέντες με επίκληση κατά την δευτεροβάθμια δίκη με αριθ. 15666/15.11.2010 και 17451/17.11.2008 πίνακες εργασίας προσωπικού, που είχαν κατατεθεί από τον αναιρεσείοντα στην Επιθεώρηση Εργασίας, από τους οποίους προέκυπτε ότι ο αναιρεσίβλητος κατά το διάστημα από το Νοέμβριο του 2010 έως το Νοέμβριο του 2011 και από το Νοέμβριο του 2008 έως το Νοέμβριο του 2009 λάμβανε δύο ημέρες ανάπαυσης την εβδομάδα (Κυριακή και Δευτέρα) και κατά συνέπεια δεν εδικαιούτο περαιτέρω αμοιβής για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατα), που του επιδικάσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση (πέμπτος λόγος αναίρεσης). Από τη βεβαίωση όμως που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση (φύλλο 6ο αυτής) ότι λήφθηκαν υπόψη (μεταξύ των διαλαμβανομένων λοιπών αποδεικτικών στοιχείων) οι με αριθμούς 8882, 8883 και 8884/25.10.2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, στην οποία ρητώς επίσης διαλαμβάνεται (με αφορμή την απασχόληση του ενάγοντος τα Σάββατα) ότι οι πανομοιότυπες ένορκες βεβαιώσεις των ως άνω μαρτύρων Α. Θ., Γ. Κ. και Σ. Τ. δεν αναιρούν την περί του αντιθέτου κρίση του Δικαστηρίου με βάση τα αναγραφόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία (δεχθέν επομένως ότι αυτές δεν κρίνονται πειστικές), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις και τα ως άνω έγγραφα, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι, αφενός μεν δεν αποδείχθηκε η κατάρτιση ειδικής συμφωνίας μεταξύ των μερών ότι στις υπέρτερες των νομίμων, βάσει της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αποδοχές που καταβάλλονταν στον αναιρεσίβλητο θα καταλογίζονταν (συμψηφίζονταν) τυχόν αξιώσεις αυτού από την παροχή υπερεργασιακής απασχόλησης (τοιαύτη συμφωνία περί καταλογισμού αξιώσεων από παρασχεθείσα νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή απασχόληση ήταν ούτως ή άλλως άκυρη κατά το άρθρο 8 παρ.4 του Ν.Δ/τος 4020/1959), αφετέρου δε ότι ο αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε στο συνεργείο του αναιρεσείοντος κατά το διάστημα από 1.9.2007 έως 5.2.2012 επί έξι ημέρες εβδομαδιαίως (πλην των ειδικώς αναγραφομένων στην προσβαλλομένη απόφαση Σαββάτων), δικαιούμενος προς τούτο αμοιβής, ύψους 5.268,78 ευρώ συνολικά, που του επιδικάσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση. Επομένως οι περί του αντιθέτου τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Με τη διάταξη του άρθρου 655 του ΑΚ., ορίζεται ότι: "Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη". Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της με αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, μισθός είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων, αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα της παροχής υπερεργασίας, νόμιμης υπερωριακής εργασίας και επιτρεπόμενης απασχόλησής του σε ημέρα αργίας, αφού οι αμοιβές αυτές συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα από την παροχή εργασίας του μισθωτού. Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδαφ. α` του ΑΚ. Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του Ν.1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966)) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΑΠ 750/2010, ΑΠ 845/2005, ΑΠ 233/2004). Αντίθετα δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία έννοια οι αποζημιώσεις και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης στο μισθωτό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, απασχόληση παρά το νόμο τις Κυριακές ή για μη παροχή της κατά νόμο ετήσιας άδειας από υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία. Για τα χρέη αυτά, που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας, δεν ορίζεται από νόμο δήλη ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι γι' αυτά αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση της αγωγής ή από την τυχόν προηγηθείσα όχληση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 346 και 340 του ΑΚ (ΑΠ 233/2004). Περαιτέρω, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, που προέβλεπε ότι επί παροχής παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται από την πρώτη ώρα, πέραν των απαιτήσεών του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου, έχοντας επομένως δύο αξιώσεις, μία εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού επί της οποίας ήταν εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 911 αρ.2 του ΑΚ για τη γένεση της τοκοδοσίας (ΑΠ 840/2004) και μία ως αστική ποινή για την οποία τόκοι οφείλονταν από την επίδοση, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 μεταβλήθηκε από 1 Απριλίου 2000 το ανωτέρω νομοθετικό καθεστώς και ορίσθηκε στην παρ. 5 αυτού, για την περίπτωση της παροχής από το μισθωτό μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, ότι ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας [ήτοι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 150%]. Η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 με χρόνο έναρξης της ισχύος της από 1 Οκτωβρίου 2005 και ορίσθηκε στις παραγράφους 4 και 5 αυτής ότι: "Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. (Παρ. 4). Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (Παρ. 5)". Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, όπως ισχύει και μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, που εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση ως εκ του κρίσιμου χρόνου (1.9.2007 - 5.2.2012), σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση αμοιβής του μισθωτού από την εκ μέρους του παροχή κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι πλέον και στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Δηλαδή, από 1 Απριλίου 2000, μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 4 του ανωτέρω νόμου 2874/2000, ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ' εξαίρεση) υπερωριακή απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας μάλιστα δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 206/2009, ΑΠ 196/2008). Κατά συνέπεια για τις αξιώσεις του αυτές που δεν απορρέουν από νόμιμη παροχή εργασίας, οι τόκοι αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ), εκτός εάν προηγουμένως εχώρησε σχετική όχληση προς τον εργοδότη κατά το άρθρο 340 του ΑΚ. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη απόφαση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων είναι υποχρεωμένος να καταβάλει νόμιμους τόκους από την πρώτη ημέρα του επομένου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επί μέρους μηνιαία αξίωση για υπερεργασία, κατ' εξαίρεση υπερωρία και εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου μετά την 15.7.2010 και από την επίδοση της αγωγής για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου που παρασχέθηκε μέχρι τις 14.7.2010. Με την κρίση του αυτή, κατά το μέρος που περιέλαβε και τις αξιώσεις του αναιρεσίβλητου από την παροχή από αυτόν κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας ως προς το χρόνο έναρξης της τοκογονίας αυτών, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, εφόσον δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 4 παρ.5 του Ν. 2874/2000, όπως το άρθρο 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 που ήταν εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά εκείνες των άρθρων 655, 341 παρ.1 και 345 του ΑΚ, που δεν ήταν εφαρμοστέες, αφού οι ως άνω αξιώσεις του αναιρεσίβλητου προς αποζημίωση από την παροχή κατ' εξαίρεση υπερωρίας δεν αποτελούσαν αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα από αυτόν εργασία. Επομένως κατά παραδοχή ως βασίμου του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτου λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και ειδικά μόνο κατά το κεφάλαιο των τόκων επί των αξιώσεων του αναιρεσίβλητου από την από αυτόν παροχή κατ' εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, απορριπτομένης της αίτησης αναίρεσης κατά τα λοιπά, και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό, η οποία χρήζει περαιτέρω διευκρίνησης, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτού (άρθρ. 178 παρ.1, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος την με αριθ. 4282/12.9.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και απορρίπτει την από 8.11.2017 και με αριθ. κατάθ. 797/2017 αίτηση αναίρεσης κατά τα λοιπά.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στη μερική πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουλίου 2018.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Σεπτεμβρίου 2018.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Taxheaven.gr