Άρειος Πάγος 44/1994

Απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων - Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής επιχείρησης για εξασφάλιση των ασφαλισμένων

12 Ιαν 1994

Taxheaven.gr
Αριθμός 44/1994

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ.

Α' Πολ. Τμήμα.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Απόστολο Μουστακόπουλο, Αντιπρόεδρο, Αγησίλαο Μπακόπουλο, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Παμπούκη και Διονύσιο Κονδύλη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του την 1η Νοεμβρίου 1993, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Βολονάση (Ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Βασιλικής Σαμίου, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Τ. Π. .................................. .

Της αναιρεσίβλητης: Εδρεύουσας στην Αθήνα Αλλοδαπής Τράπεζας με την επωνυμία "................" ............................................. .

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Μαΐου 1988 ανακοπή που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 7944/1988 του ίδιου Δικαστήριο και 3583/1990 του Εφετείου Αθηνών.

Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά ο αναιρεσείων με την από 10 Σεπτεμβρίου 1990 αίτηση.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Διονύσιος Κονδύλης ανέγνωσε την από 12-10-1992 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει της συνθέσεως του Δικαστηρίου τούτου, Αρεοπαγίτη Νικολάου Στυλιαννάκη, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψη της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

Ο Εισαγγελέας πρότεινε την παραδοχή της αιτήσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Επειδή με τα άρθρα 6 παρ. 1 στοιχ. α', 7 παρ. 1 και 2 στοιχ. Αα, 9 παρ. 1 και 10 του ν. 400/70 "περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως" ορίζεται, αντιστοίχως, ότι:
"Άρθρον 6 . - 1. Το μετοχικόν κεφάλαιον και τα πάσης φύσεως αποθεματικά των ημεδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων δύνανται να είναι επενδεδυμένα μόνον ως ακολούθως: α) Εις περιουσιακά στοιχεία συνιστώντα την ασφαλιστική τοποθέτησιν ή εγγύησιν των εν Ελλάδι εργαζομένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά το άρθρο 7 του παρόντος ....".
Άρθρον 7. - 1. Ασφαλιστική τοποθέτησις θεωρείται η κατά νόμον δέσμευσις περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής επιχειρήσεως προς διασφάλισιν των συμφερόντων των παρ` αυτή ησφασλισμένων. Εις στην ασφαλιστικήν τοποθέτησιν διατίθενται υποχρεωτικώς το τέταρτον του κεφαλαίου, το τακτικόν αποθεματικόν και τα κατά την παρ. 1 του άρθρου 8 τεχνικά αποθεματικά των ημεδαπών ασφαλιστικών εταιρειών. Ωσαύτως η εγγύησις και τα τεχνικά αποθεματικά των αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών και των εν Ελλάδι γραφείων αντιπροσωπείας μεσιτών του Λλουδς Λονδίνου. - 2. Την ασφαλιστική τοποθέτησις δύνανται να συνιστούν μόνον τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία: Α) Η κατάθεσις επ' ονόματι ασφαλιστικής επιχειρήσεως και εις ορισμένην υπ` αυτής επιλεγείσαν Τράπεζαν, εκ των εν Ελλάδι ανεγνωρισμένων και δεχομένων καταθέσεις εις εξωτερικόν συνάλλαγμα, ήτοι: α) Μετρητών εις δραχμάς ή εις μετατρέψιμον συνάλλαγμα ..... ".
Άρθρον 9. - 1. Πάσα ανάληψις ή μετατροπή ασφαλιστικής τοποθετήσεως ενεργείται μόνον κατόπιν αδείας του Υπουργού Εμπορίου. Η άδεια περί αναλήψεως ισχύει τρεις μήνας μετά την δημοσίευσιν αυτής δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εκδίδεται δε μόνον μετά την λήξιν πάντων των ασφαλιστηρίων της αιτούσης επιχειρήσεως και εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμείς δίκαι κατ` αυτής ή εάν ετέρα νομίμως λειτουργούσα εν Ελλάδι ασφαλιστική επιχείρησις αναλάβει τας υποχρεώσεις ταύτης".
Άρθρον 10. - 1. Επί των ασφαλιστικών εν γένει τοποθετήσεων έχουν προνόμιον, προηγούμενον παντός άλλου γενικού ή ειδικού προνομίου, οι ησφαλισμένοι δι' απαιτήσεις των εξ οφειλομένων ασφαλισμάτων ή παροχών, των οποίων αι ασφαλίσεις διέπονται, υπό του παρόντος Ν.Δ/τος. 2. Το προνόμιον τούτο ασκείται και μετά την διάλυσιν ή πτώχευσιν της εταιρία, 3. Κατάσχεσις ασφαλιστικής τοποθετήσεως εις χείρας τρίτου επιτρέπεται μόνον υπέρ των δικαιούχων αποζημιώσεως ησφαλισμένων ή τρίτων και μόνον δυνάμει τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως".

Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει, ότι η ασφαλιστική τοποθέτηση, στην οποία ρητώς ο νόμος περιλαμβάνει και την κατάθεση σε Τράπεζα δραχμών ή συναλλάγματος, συνίσταται στον αποχωρισμό και την απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής εταιρίας, ώστε να διασφαλίζεται μ' αυτά η ικανοποίηση των αξιώσεων των ασφαλισμένων της.

Γι' αυτό ο νόμος αφενός μεν θεσπίζει αδυναμία αναλήψεως των αντικειμένων της ασφαλιστικής τοποθέτησης από την ασφαλιστική εταιρεία, αφετέρου δε ορίζει ότι οι ασφαλισμένοι έχουν προνόμιο σ' αυτά, προηγούμενο από κάθε άλλο προνόμιο, και ότι η κατάσχεσή τους επιτρέπεται μόνο υπέρ των δικαιούχων αποζημιώσεως, ασφαλισμένων ή τρίτων, και μόνο βάσει τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.

Εξάλλου, με το ν.δ. 1059/1971 ορίζεται ότι οι καταθέσεις στις Ελληνικές Τράπεζες (και μετά την τροποποίηση του νόμου αυτού με το άρθρο 10 του ν. 1858/1989, σε πιστωτικά ιδρύματα γενικώς) είναι απόρρητες, ότι επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών περί αυτών μόνο για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 3 (το οποίο αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 10 του ν. 1858/1989 και στη συνέχεια με το άρθρο 27 του ν. 1868/1989), καθώς και ότι τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών οι διοικητές, μέλη διοικητικών συμβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων, καθώς και οι υπάλληλοι των Τραπεζών, που παρέχουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τις καταθέσεις αυτές.

Σκοπός θεσπίσεως των διατάξεων αυτών, όπως αναφέρεται και στην Εισηγητική έκθεση του άνω ν.δ., είναι η αύξηση της εισροής αποταμιεύσεων στο Τραπεζικό σύστημα, ώστε να αυξηθεί και η δυνατότητα χρηματοδοτήσεως και εντεύθεν αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας.

Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών και τον ως άνω επιδιωκόμενο σκοπό τους προκύπτει μεν ότι απαγορεύεται μ` αυτές και η κατάσχεση χρηματικής καταθέσεως στα χέρια της Τράπεζας ως τρίτης, αφού υπό την αντίθετη εκδοχή η Τράπεζα θα ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε δήλωση κατά το άρθρο 985 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, παραβιάζοντας έτσι το απόρρητο (Ολ. ΑΠ 1224, 1225/1975, 3/1993), ότι όμως εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος του ν.δ. 1059/1971 οι ως άνω ειδικές διατάξεις του ν.δ. 400/70 περί ασφαλιστικής τοποθετήσεως, περιλαμβανομένης και της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. αυτού, που επιτρέπει την κατάσχεση στα χέρια τρίτου, συνεπώς και των τραπεζών, όταν η ασφαλιστική τοποθέτηση συνίσταται σε κατάθεση δραχμών ή συναλλάγματος, από τους δικαιούχους αποζημιώσεως ασφαλισμένους ή τρίτους και υπό την προϋπόθεση ότι η απαίτησή τους έχει επιδικαστεί τελεσίδικως.

Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, ότι με την από 20.5.1988 ανακοπή του ο αναιρεσειών υποστήριξε τα εξής: Δυνάμει της τελεσίδικης 7013/87 απόφασης του Μονομελού Πρωτοδικείου Αθηνών έχει απαίτηση κατά της ασφαλιστικής εταιρείας "................. Ltd" , που τελεί υπό εκκαθάριση για ατύχημα από αυτοκίνητο, ασφαλισμένο σ` αυτή, ύψους 1.595.917 δρχ. Για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του αυτής επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της αναιρεσίβλητης Τράπεζας ποσού 150.267 δολλαρίων ΗΠΑ, που έχει κατατεθεί ως ασφαλιστική κατάσχεση στα χέρια της αναιρεσίβλητης Τράπεζας ποσού 150.267 δολλαρίων ΗΠΑ, που έχει κατατεθεί ως ασφαλιστική τοποθέτηση στην αναιρεσίβλητη, και συγκεκριμένα στον 350540 USDURRI λογαριασμό, από την ως άνω οφειλέτρια ασφαλιστική εταιρία. Το κατασχετήριο έγγραφο επιδόθηκε νόμιμα στις 18.4.1988 στην αναιρεσίβλητη, η οποία όμως παρέλειψε την κατά νόμο δήλωση, με συνέπεια η παράλειψή της να εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Ζήτησε δε ο αναιρεσείων με την ανακοπή του, όπως δέχθηκε το εφετείο, να αναγνωριστεί ως ανακριβής η αρνητική δήλωση της αναιρεσίβλητης και να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το ποσό των δρχ. 1.595.917. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το εφετείο έκρινε, ότι η επιβληθείσα κατάσχεση απαγορεύοταν από την διάταξη του άρθρου 1 του ν.δ. 1059/1971 και ότι συνεπώς η αγωγή ήταν η μη νόμιμη. Κατόπιν αυτού απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως.

Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, παραβίασε τις ως άνω διατάξεις του ν.δ. 400/70, τις οποίες εσφαλμένα παρέλειψε να εφαρμόσει, καθώς και τις διατάξεις του ν.δ. 1059/1971, τις οποίες εσφαλμένα θεώρησε ως εφαρμοστέες, όπως βάσιμα με το μοναδικό λόγο της υπό κρίση αιτήσεως υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και το βάσιμο περί τούτου μοναδικό λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

Η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 2172/1993, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 6 του ίδιου νόμου, και για τις εκκρεμείς ενώπιον του Αρείου Πάγου υποθέσεις κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού. Επίσης πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, αφού νικιέται, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, που πρέπει να οριστεί στο ποσό των δραχμών 180.000 (ΚΠολΔ 176, 183).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 3583/90 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. Και

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία στο ποσό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων (180.000) δραχμών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 22 Δεκεμβρίου 1993, και δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 1994.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Taxheaven.gr