Άρειος Πάγος 166/2013

Αποζημίωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχολήσεως δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθεί η ως άνω παροχή, αλλά και οι απασχολούμενοι με απλή σχέση εργασίας

5 Φεβ 2013

Taxheaven.gr
Περίληψη

Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, ο μισθός, που ως τέτοιος θεωρείται το αντάλλαγμα που δίνει ή οφείλει να δώσει ο εργοδότης στο μισθωτό του από την παρασχεθείσα εργασία, διακρίνεται σε συμβατικό, που είναι αυτός που συμφωνείται με τη σύμβαση, νόμιμο που είναι αυτός που καθορίζεται από το νόμο ή από κανονιστική διάταξη ΣΣΕ ή ΔΑ ή Κανονισμού νομοθετικής ισχύος ή Υπουργικής αποφάσεως κατ' εξουσιοδότηση νόμου, και συνηθισμένο, που οφείλεται όταν δεν έχει συμφωνηθεί με τη σύμβαση εργασίας και δεν προβλέπεται νόμιμος από ισχύουσα κανονιστική ή νομοθετική διάταξη και είναι αυτός που συνήθως καταβάλλουν άλλοι εργοδότες για την ίδια εργασία σε εργαζόμενους με την ίδια ειδικότητα, τα ίδια προσόντα και ηλικία, στον ίδιο τόπο και με τις ίδιες συνθήκες.

Για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που έχει ως αίτημα την καταβολή διαφοράς αποδοχών για εργασία κατά τις Κυριακές και για παράνομη πέραν του νομίμου ωραρίου υπερωριακή απασχόληση αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο, πλην των άλλων απαραιτήτων στοιχείων και το ύψος του μισθού, στην περίπτωση δε που συμφωνήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει το νόμιμο μισθό που προβλέπεται από τις οικείες ΣΣΕ, αρκεί να αναφέρεται το ύψος του εν λόγω ποσού, δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρονται και οι ΣΣΕ ή ΔΑ που τον προβλέπουν.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα των ένδικων αγωγών, αναφέρονται σ' αυτές όλα τα απαιτούμενα νόμιμα στοιχεία και δη η κατάρτιση της σύμβασης, ο καταβαλλόμενος νόμιμος μισθός, η ώρα έναρξης της εργασίας της ενάγουσας, η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης, με αποτέλεσμα αυτές να είναι αρκούντως ορισμένες. Επομένως, το Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος περί αοριστίας της αγωγής, δεν παρέλειψε να κηρύξει ακυρότητα παρά το νόμο και ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 435/1976, σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχολήσεως ο μισθωτός δικαιούται από της πρώτης ώρας, πέραν των εκ των αρχών του αδικαιολογήτου πλουτισμού απαιτήσεών του και προσαύξηση ίση προς 100% επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου του πρόσθετη αποζημίωση.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πιο πάνω προσαύξηση οφείλεται ως αστική κύρωση, απαγγελλόμενη για τον παράνομο χαρακτήρα της υπερωριακής εργασίας, καταβάλλεται δε ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της σύμβασης που αφορά την παροχή εργασίας μέσα στο κανονικό ωράριο (ΑΠ 581/1999). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της 8900/1946 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας "περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς", όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 όμοια και άρθρ. 2 του ν. 435/1976, προκύπτει ότι στους εργαζομένους κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές καταβάλλεται, ανεξαρτήτως του κύρους για την απασχόληση, προσαύξηση του ημερομισθίου, η οποία υπολογίζεται επί του νομίμου μισθού και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο. Εάν υπολείπεται του νομίμου ωραρίου μειώνεται ανάλογα και αν υπερβαίνει αυτό αυξάνεται ανάλογα.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι την ως άνω αποζημίωση δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθεί η ως άνω παροχή, αλλά και οι απασχολούμενοι με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 983/2000).

ΑΠ  166/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".................... ΑΕ", που εδρεύει στην Κάλυμνο Δωδεκανήσου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σαλαμαστράκη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 3-12-2012 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.

Της αναιρεσίβλητης: Ε. χας Θ. Α., το γένος Χ. Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ρήγα Μπαρμπούρη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-12-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλύμνου, το οποίο με την 17/2006 απόφασή του την παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω, προκειμένου να συνεκδικαστεί με την από 28-11-2005 εκκρεμή συναφή αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: Κ85/2009 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω και 97/2011 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29-11-2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 20-11-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρώτος.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, ο μισθός, που ως τέτοιος θεωρείται το αντάλλαγμα που δίνει ή οφείλει να δώσει ο εργοδότης στο μισθωτό του από την παρασχεθείσα εργασία, διακρίνεται σε συμβατικό, που είναι αυτός που συμφωνείται με τη σύμβαση, νόμιμο που είναι αυτός που καθορίζεται από το νόμο ή από κανονιστική διάταξη ΣΣΕ ή ΔΑ ή Κανονισμού νομοθετικής ισχύος ή Υπουργικής αποφάσεως κατ' εξουσιοδότηση νόμου, και συνηθισμένο, που οφείλεται όταν δεν έχει συμφωνηθεί με τη σύμβαση εργασίας και δεν προβλέπεται νόμιμος από ισχύουσα κανονιστική ή νομοθετική διάταξη και είναι αυτός που συνήθως καταβάλλουν άλλοι εργοδότες για την ίδια εργασία σε εργαζόμενους με την ίδια ειδικότητα, τα ίδια προσόντα και ηλικία, στον ίδιο τόπο και με τις ίδιες συνθήκες.

Για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που έχει ως αίτημα την καταβολή διαφοράς αποδοχών για εργασία κατά τις Κυριακές και για παράνομη πέραν του νομίμου ωραρίου υπερωριακή απασχόληση αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο, πλην των άλλων απαραιτήτων στοιχείων και το ύψος του μισθού, στην περίπτωση δε που συμφωνήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει το νόμιμο μισθό που προβλέπεται από τις οικείες ΣΣΕ, αρκεί να αναφέρεται το ύψος του εν λόγω ποσού, δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρονται και οι ΣΣΕ ή ΔΑ που τον προβλέπουν.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα των ένδικων αγωγών, αναφέρονται σ' αυτές όλα τα απαιτούμενα νόμιμα στοιχεία και δη η κατάρτιση της σύμβασης, ο καταβαλλόμενος νόμιμος μισθός, η ώρα έναρξης της εργασίας της ενάγουσας, η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης, με αποτέλεσμα αυτές να είναι αρκούντως ορισμένες. Επομένως, το Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος περί αοριστίας της αγωγής, δεν παρέλειψε να κηρύξει ακυρότητα παρά το νόμο και ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 435/1976, σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχολήσεως ο μισθωτός δικαιούται από της πρώτης ώρας, πέραν των εκ των αρχών του αδικαιολογήτου πλουτισμού απαιτήσεών του και προσαύξηση ίση προς 100% επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου του πρόσθετη αποζημίωση.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πιο πάνω προσαύξηση οφείλεται ως αστική κύρωση, απαγγελλόμενη για τον παράνομο χαρακτήρα της υπερωριακής εργασίας, καταβάλλεται δε ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της σύμβασης που αφορά την παροχή εργασίας μέσα στο κανονικό ωράριο (ΑΠ 581/1999). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της 8900/1946 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας "περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς", όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 όμοια και άρθρ. 2 του ν. 435/1976, προκύπτει ότι στους εργαζομένους κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές καταβάλλεται, ανεξαρτήτως του κύρους για την απασχόληση, προσαύξηση του ημερομισθίου, η οποία υπολογίζεται επί του νομίμου μισθού και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο. Εάν υπολείπεται του νομίμου ωραρίου μειώνεται ανάλογα και αν υπερβαίνει αυτό αυξάνεται ανάλογα.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι την ως άνω αποζημίωση δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθεί η ως άνω παροχή, αλλά και οι απασχολούμενοι με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 983/2000).

Τέλος, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ "Αν το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνον ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της". Εσφαλμένο αιτιολογικό με την έννοια της παραπάνω διατάξεως υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της αποφάσεως. Ως αιτιολογικό, δηλαδή, νοείται στη συγκεκριμένη περίπτωση η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν την μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζεται με τις αιτιολογίες της αποφάσεως, οι οποίες ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (Ολ.ΑΠ 30/1998).
Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως ότι η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία η οποία, διατηρεί και εκμεταλλεύεται στην Κάλυμνο το ξενοδοχείο "...........", από το έτος 1987 και εφεξής με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προσελάμβανε την αναιρεσίβλητη προκειμένου η τελευταία να απασχοληθεί στην ανωτέρω ξενοδοχειακή της επιχείρηση κατά τους χειμερινούς μήνες (Νοέμβριο έως Μάιο) κάθε έτους ως ξενοδοχοϋπάλληλος και ειδικότερα ως καμαριέρα - καθαρίστρια. Με τον τρόπο αυτό, η ενάγουσα εργάσθηκε κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα, παρέχοντας την εργασία της στην ανωτέρω ξενοδοχειακή επιχείρηση αναλόγως των αναγκών που προέκυπταν κάθε φορά. Ειδικότερα εκτός από τον καθαρισμό των δωματίων και των βοηθητικών χώρων του ξενοδοχείου, ήταν υπεύθυνη για την υποδοχή των πελατών και την εξυπηρέτησή τους από το μπαρ, εργαζόμενη επί επτά ημέρες την εβδομάδα και κατά τις Κυριακές, από ώρα 07.00 έως 17.00 τις καθημερινές, τις δε Κυριακές από 07.00 έως 12.00. Ότι, οι ως άνω διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ήταν άκυρες γιατί η αναιρεσίβλητη δεν ήταν εφοδιασμένη με θεωρημένο βιβλιάριο υγείας και ως εκ τούτου, η σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτής και της εργοδότριάς της ήταν εκείνη της απλής σχέσης εργασίας, δικαιούται δε για την παρασχεθείσα εργασία της πέραν του νομίμου ωραρίου και για την κατά τις Κυριακές απασχόλησή της αποζημίωση συνολικού ύψους 19.204,60 ευρώ, υπολογιζόμενη κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού με βάση το σύνολο των νομίμων αποδοχών της, ποσό που αναγκαστικά θα κατέβαλε αν ήταν έγκυρη η σύμβαση εργασίας χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα γάμου, τέκνων και προϋπηρεσίας, δηλαδή επιδόματα που προσιδιάζουν στην προσωπική της κατάσταση. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα, κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η κύρια βάση εκάστης εκ των συνεκδικασθεισών αγωγών ως μη νόμιμη και είχε γίνει εν μέρει δεκτή η επικουρική βάση αυτών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, ορθά κατ' αποτέλεσμα κατέληξε ότι η ενάγουσα δικαιούται τα ως άνω ποσά και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε αόριστη την επικουρική βάση εκάστης αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γιατί η αναιρεσίβλητη στα δικόγραφα των ενδίκων αγωγών της επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ουδόλως επικαλέστηκε για το ορισμένο αυτών την ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας της, αλυσιτελώς προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος (άρθρο 578 ΚΠολΔ), αφού κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, οι ένδικες αξιώσεις της αναιρεσίβλητης, απορρέουν απευθείας από το νόμο και δη από τις αναφερόμενες ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν ήταν απαραίτητη στην προκείμενη περίπτωση η επίκληση από την ενάγουσα της ακυρότητας της σύμβασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 29-11-2011 αίτηση της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ................................... για αναίρεση της 97/2011 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2012. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2013.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Taxheaven.gr