Άρειος Πάγος 895/2012

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ.2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και συνιστά μονομερή δικαιοπραξία, αναιτιώδη. Κατά συνέπεια, για το κύρος της καταγγελίας δεν είναι αναγκαία ούτε η επίκληση κάποιας αιτίας ούτε η απόδειξη της βασιμότητας της αιτίας, που τυχόν έχει προβληθεί από τον καταγγέλλοντα. Όπως, όμως, ισχύει για κάθε δικαίωμα, και η άσκηση της καταγγελίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός αυτής. Η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών, σε συγκεκριμένη περίπτωση, καθιστά την καταγγελία απαγορευμένη και, ως εκ τούτου, άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν γίνεται από λόγους που βρίσκονται καταφανώς έξω από τις γενικές ρήτρες του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι όταν ενέχουν εμπάθεια, έχθρα ή εκδικητικότητα συνεπεία προηγηθείσας, νόμιμης συμπεριφοράς του εργαζομένου, η οποία δεν ήταν αρεστή στον εργοδότη. Τη συνδρομή των περιστάσεων αυτών οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος (ΑΠ 701/2010)

15 Μάι 2012

Taxheaven.gr
ΑΠ 895/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Νικόλαο Τρούσα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 27η Μαρτίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ν. Σ. - Δ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ληξουριώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Α. Κ. - Α. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Πάτρα, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-11-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 753/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 545/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-3-2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αναιρεσίβλητης στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ.2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και συνιστά μονομερή δικαιοπραξία, αναιτιώδη. Κατά συνέπεια, για το κύρος της καταγγελίας δεν είναι αναγκαία ούτε η επίκληση κάποιας αιτίας ούτε η απόδειξη της βασιμότητας της αιτίας, που τυχόν έχει προβληθεί από τον καταγγέλλοντα. 

Όπως, όμως, ισχύει για κάθε δικαίωμα, και η άσκηση της καταγγελίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός αυτής. Η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών, σε συγκεκριμένη περίπτωση, καθιστά την καταγγελία απαγορευμένη και, ως εκ τούτου, άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν γίνεται από λόγους που βρίσκονται καταφανώς έξω από τις γενικές ρήτρες του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι όταν ενέχουν εμπάθεια, έχθρα ή εκδικητικότητα συνεπεία προηγηθείσας, νόμιμης συμπεριφοράς του εργαζομένου, η οποία δεν ήταν αρεστή στον εργοδότη. Τη συνδρομή των περιστάσεων αυτών οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος (ΑΠ 701/2010). Εξ άλλου, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 1848/2006). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα), με την ιδιότητά της ως άμισθου υποθηκοφύλακα Καλλιθέας Αττικής, την 19-12-2006 προσέλαβε την ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη), με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου, απασχολούμενη επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και επί οκτώ ώρες ημερησίως, αντί των εκάστοτε ισχυουσών νομίμων αποδοχών. Ότι, ειδικότερα, αντικείμενο της απασχόλησης της ενάγουσας ήταν η παρακολούθηση και ο έλεγχος των εγγραφών στα βιβλία μεταγραφών και βαρών του Υποθηκοφυλακείου. Ότι από τις πρώτες ημέρες εφαρμογής της συμβάσεως εργασίας, η εναγομένη έδωσε στην ενάγουσα την εντολή να διενεργεί, τόσο με τη φυσική παρουσία της όσο και διά μέσου κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως, την παρακολούθηση της εργασίας των υπολοίπων υπαλλήλων του Υποθηκοφυλακείου, ασκώντας έλεγχο σ' αυτούς, δίνοντας οδηγίες και κάνοντας παρατηρήσεις ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά το γεγονός ότι η ίδια ήταν νεότερη στην υπηρεσία και χωρίς εμπειρία στο αντικείμενο. Ότι ενάγουσα αποδέχθηκε και εκτέλεσε την ως άνω εντολή, αλλά αυτό δημιούργησε άσχημο κλίμα στις σχέσεις μεταξύ αυτής και των συναδέλφων της. Ότι η ενάγουσα, την 10-9-2007, μη μπορώντας πλέον να συνεχίσει την ως άνω συμπεριφορά, υπέβαλε προς την εναγομένη την ταυτόχρονη γραπτή αναφορά, με την οποία της ανακοίνωσε ότι αρνείται πλέον τη συμμόρφωσή της προς την προαναφερθείσα εντολή. Ότι η ενάγουσα ανέγνωσε και προς τους συναδέλφους της το περιεχόμενο της εν λόγω αναφοράς. Ότι η ενέργεια αυτή κατέστησε την ενάγουσα μη αρεστή στην εναγομένη, η οποία, κινούμενη από εμπάθεια και εκδικητικότητα εξ αιτίας της μεταβολής της στάσης της ενάγουσας και της κοινολόγησης του προηγούμενου ρόλου της στους λοιπούς εργαζόμενους, αρχικά της χορήγησε υποχρεωτική άδεια δύο εβδομάδων και, αμέσως μετά τη λήξη της άδειας αυτής, κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας, από 1-10-2007 και κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση. Ότι το άσχημο κλίμα μεταξύ των υπαλλήλων, εξ αιτίας του οποίου η ενάγουσα υπέβαλε την από 10-9-2007 αναφορά, είχε δημιουργηθεί με ευθύνη της εναγομένης, η οποία είχε ζητήσει από την ενάγουσα να ασκεί το ρόλο που προαναφέρθηκε. Ότι το περιστατικό αυτό επιβεβαιώνεται και από την από 10-9-2007 δήλωση παραίτησης της Β. Κ. από την εργασία της στο Υποθηκοφυλακείο, η οποία ήταν θεία της εναγομένης και από την οποία είχε ζητηθεί, επίσης, να παρακολουθεί τις κινήσεις των λοιπών υπαλλήλων. Ότι υπό τις περιστάσεις αυτές η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας υπαγορεύτηκε από ταπεινά ελατήρια, χωρίς υπαιτιότητα οποιασδήποτε φύσης εκ μέρους της ενάγουσας, απλά και μόνο επειδή αυτή είχε υποβάλει την από 10-9-2007 αναφορά, την οποία ανέγνωσε και προς τους συναδέλφους της. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας έγινε με προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός αυτού και απάγγειλε την ακυρότητά της, ως καταχρηστικής, αφού προηγουμένως απέκλεισε, ως αβάσιμους και μη συνδεόμενους χρονικώς με την καταγγελία, τους ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας, εργαζομένης) σύμφωνα με τους οποίους η εμπάθεια και εκδικητικότητα της αναιρεσείουσας (εναγομένης, εργοδότριας) είχε προκληθεί από την άρνηση της αναιρεσίβλητης και του συζύγου της να δεχθούν τις προτροπές της αναιρεσείουσας και να καταθέσουν αναληθή περιστατικά στο πλαίσιο ανακριτικής έρευνας για διαχειριστικές αταξίες, οι οποίες είχαν αποκαλυφθεί μετά από οικονομικό έλεγχο και συνδέονταν με τη λειτουργία του Υποθηκοφυλακείου. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας υπήγαγε εσφαλμένως τα περιστατικά, που δέχθηκε ως αληθή, στη διάταξη περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, την οποία εφάρμοσε και, επί πλέον, παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Εφετείο, όπως από το σύνολο των παραδοχών του νοηματικώς συνάγεται, ενώ δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη είχε αποδεχθεί χωρίς αντίρρηση την εντολή της αναιρεσείουσας, να παίζει το ρόλο του κατασκόπου αυτής ανάμεσα στο προσωπικό του Υποθηκοφυλακείου, από την πρόσληψή της (Δεκέμβριος 2006) μέχρι την υποβολή της επίμαχης αναφοράς της (Σεπτέμβριος 2007) και ότι η ίδια ανταποκρίθηκε εκουσίως στο ρόλο αυτό με περισσή προθυμία και ενεργητικότητα, με συνέπεια να δημιουργηθεί άσχημο κλίμα μεταξύ αυτής και των λοιπών εργαζομένων (αλλά όχι μεταξύ των τελευταίων και της εργοδότριας, περιστατικό για το οποίο δεν υπάρχει παραδοχή και το οποίο υποδηλώνει ότι ο μυστικός ρόλος της εργαζομένης δεν είχε αποκαλυφθεί) δέχθηκε, επίσης, ότι για την κατάσταση αυτή υπεύθυνη ήταν αποκλειστικά η αναιρεσείουσα, χωρίς καμιά υπαιτιότητα της αναιρεσίβλητης. Και περαιτέρω, ενώ δέχθηκε ότι η αποποίηση του ως άνω ρόλου για το μέλλον αποτελούσε άσκηση δικαιώματος για την αναιρεσίβλητη, δέχθηκε, επίσης, ότι στην άσκηση του δικαιώματος αυτού ενέπιπτε και η κοινολόγηση του περιεχομένου της αναφοράς στους συναδέλφους της, η οποία στην πραγματικότητα συνιστούσε αποποίηση της προσωπικής της ευθύνης και επίρριψη του συνόλου αυτής στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, την οποία αποκάλυπτε να ενεργεί υποχθονίως, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μια τέτοια αποκάλυψη θα μπορούσε να έχει για την εύρυθμη λειτουργία του Υποθηκοφυλακείου. Με τις εν λόγω παραδοχές, όμως, που άλλοτε εμφανίζονται ελλιπείς και άλλοτε αντιφατικές, το Εφετείο κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας έγινε επειδή δεν ήταν πλέον ανεκτή, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, η συνεργασία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου ή, αντιθέτως, έγινε με τρόπο που υπερέβαινε και, μάλιστα, προφανώς, τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τις λοιπές ρήτρες του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, όπως εκτιμάται και κατ' εξαίρεση συμπληρώνεται από τον εισηγητή (ΚΠολΔ 562 παρ.4), με τον οποίο επισημαίνονται τα παραπάνω και προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.

2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 299, 932 ΑΚ συνάγεται ότι αν, συνεπεία της άκυρης καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επήλθε προσβολή της προσωπικότητας του απολυθέντος, ο τελευταίος δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τη θεμελίωση της αξίωσης αυτής, όμως, δεν αρκεί αυτό καθ' εαυτό το γεγονός της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλ' απαιτείται η επίκληση πρόσθετων περιστατικών (όπως π.χ. το αναληθές περιεχόμενο των αιτίων της απόλυσης, τα υποκρυπτόμενα στοιχεία εμπάθειας ή εκδικητικότητας και, κυρίως, τα τυχόν υφιστάμενα επί πλέον γεγονότα, που επέφεραν την προσβολή της προσωπικότητας και καθόρισαν την ένταση της προσβολής αυτής), καθώς και ο προσδιορισμός της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης του μισθωτού και του εργοδότη (ΑΠ 1540/2006).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, επί του ζητήματος της επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στην αναιρεσίβλητη το Εφετείο δέχτηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι από την άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας (ήδη αναιρεσίβλητης), η οποία επιχειρήθηκε από την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) κατά κατάχρηση δικαιώματος, ήτοι παρανόμως και υπαιτίως, αυτή (η ενάγουσα) υπέστη αναμφίβολα ηθική βλάβη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της, συνισταμένης στην καταφρόνηση προς το πρόσωπό της και στη μείωση της επαγγελματικής της εικόνας. Ότι για την αποκατάσταση της βλάβης αυτής η ενάγουσα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, το εύλογο ποσό της οποίας, εν όψει του θιγομένου αγαθού, των συνθηκών και του μεγέθους της προσβολής, του βαθμού της υπαιτιότητας της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων ανέρχεται σε 1.000 ευρώ. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, που δεν συμπληρώνονται από καμιά άλλη, πέραν εκείνων που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας (βλ. παραπάνω, αρ.1), το δικαστήριο της ουσίας εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει το σχετικό κεφάλαιο της ένδικης αγωγής ως αβάσιμο και, δεχόμενο εν μέρει την αγωγή, επιδίκασε για την αιτία αυτό το ποσό που αναφέρθηκε. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση από την κατά νόμο πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού από το σύνολο των παραδοχών του, πέραν των ως άνω γενικών αναφορών που αφορούν στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, ουδέν το συγκεκριμένο προκύπτει ως προς τις κατ' ιδίαν περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έλαβε χώρα, προκειμένου να κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση εάν οι περιστάσεις αυτές ήσαν, αντικειμενικώς, ικανές να επιφέρουν και εάν, πράγματι, επέφεραν "καταφρόνηση προς το πρόσωπο και μείωση της επαγγελματικής εικόνας", που στοιχειοθετούν υπαίτια και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της αναιρεσίβλητης. Επομένως, ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η έλλειψη αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.

3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, η αναιρεσίβλητη πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 545/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 15η Μαΐου 2012. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 29η Μαΐου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Taxheaven.gr