ΣτΕ 1038/2011

Εξωλογιστικός προσδιορισμός των ακαθάριστων εσόδων λόγο μη επίδειξης κατά τον έλεγχο των φορολογικών βιβλίων και στοιχείων.

6 Απρ 2011

Taxheaven.gr
Η παράλειψη εκ μέρους της εταιρίας να προσκομίσει και να επιδείξει στον έλεγχο τα βιβλία και στοιχεία της, εξομοιώνεται από άποψη προσδιορισμού εισοδήματος προς την περίπτωση της μη τηρήσεως διαφυλάξεως λογιστικών βιβλίων και ως εκ τούτου καθίσταται αδύνατη η διενέργεια των  ελεγκτικών επαληθεύσεων και η εξακρίβωση των αποτελεσμάτων της οικείας χρήσεως και κατά  συνέπεια, νομίμως η φορολογική αρχή προέβη σε εξωλογιστικό προσδιορισμό των ακαθαρίστων  εσόδων και των καθαρών αρχών της επιχειρήσεως.

Η μη  επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων κατά τον φορολογικό έλεγχο εξομοιώνεται προς τη μη τήρηση  αυτών, η ρύθμιση που προβλέπει την προσαύξηση του συντελεστή καθαρού κέρδους σε  περίπτωση μη τήρησης των βιβλίων καταλαμβάνει και την επίδικη περίπτωση της μη επίδειξης  αυτών και αποκλείει ως ειδικότερη, την εφαρμογή της περαιτέρω ρύθμισης που προβλέπει  προσαύξηση 50%, για τις λοιπές περιπτώσεις ανακρίβειας.

Μη σύνταξη και μη επίδοση στην εταιρία, υπηρεσιακού σημειώματος ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγραφος 8 του π.δ. 99/1977. Η επίδοση του ως άνω σημειώματος, αποτελεί μεν ουσιώδη τύπο  της διαδικασίας εκδόσεως της πράξεως επιβολής προστίμου κατά το άρθρο 47 του Κώδικα αυτού,  όχι όμως και της διαδικασίας προσδιορισμού αποτελεσμάτων ( ΣτΕ 4167/2005).


ΣτΕ 1038/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 με την εξής σύνθεση: Ε.  Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του  Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου,  Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α.  Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 18 Μαρτίου 2005 αίτηση:
της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία......................... που τελεί  υπό εκκαθάριση, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση  νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Αθανάσιο Τσιοκάνη,  Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1859/2004  απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Σ. Βιτάλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη  της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι
Αφού  μελέτησε τα σχετικά έγγραφα σκέφθηκε κατά το Νόμο
 
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’  αριθμ. 1213306/2005 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου Α΄ σειράς).


2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1859/2004 αποφάσεως του  Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία απερρίφθη έφεση του οριστικού συνδίκου  πτωχεύσεως της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της υπ’ αριθμ. 142/2001 αποφάσεως του  Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή  προσφυγή του ως άνω συνδίκου και είχε μεταρρυθμιστεί η υπ’ αριθμ. 1/3.11.1998 πράξη  προσδιορισμού αποτελεσμάτων οικονομικού έτους 1995 του Προϊσταμένου της Ι΄ Δ.Ο.Υ.  Θεσσαλονίκης και προσδιορίστηκαν τα καθαρά κέρδη από εμπορικές επιχειρήσεις της  αναιρεσείουσας εταιρείας στο ποσό των 45.000.000 δραχμών, προσαρμόσθηκε αναλόγως ο  πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβείας της δηλώσεως αποτελεσμάτων του ιδίου οικονομικού έτους  και ακυρώθηκε το κεφάλαιο της ως άνω πράξεως κατά το μέρος με το οποίο επεβλήθη σε βάρος  της πρόστιμο του άρθρου 87 του ν. 2238/1994 ύψους 300.000 δραχμών.


3. Επειδή, εκ του συνδυασμού των άρθρων 533, 534, 637 και 638 του Εμπορικού Νόμου  συνάγεται ότι από την κήρυξη της παύσεως των εργασιών της πτωχεύσεως ελλείψει ενεργητικής  περιουσίας εξακολουθεί μεν να υφίσταται η πτώχευση, πλην αυτή τελεί σε αδράνεια και ότι η  παύση των εργασιών της πτωχεύσεως συνεπάγεται την παύση του λειτουργήματος του συνδίκου  και της διαχειρίσεως από αυτόν της πτωχευτικής περιουσίας, την οποία έκτοτε αναλαμβάνει ο  πτωχεύσας, δικαιούμενος να ασκεί τα δικαιώματά του, να συνεχίζει τις σχετικές δίκες και να  παρίσταται στο δικαστήριο προσωπικώς και χωρίς την σύμπραξη συνδίκου (ΣτΕ  397/2002,3371/2004). Υπό τα δεδομένα αυτά, παραδεκτώς ασκεί εν προκειμένω την υπό κρίση  αίτηση η αναιρεσείουσα εταιρεία η οποία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ’αριθμ.  3498/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι με την υπ’  αριθμ. 24784/2001 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου κηρύχθηκε η παύση των εργασιών της  πτώχευσης και ανέκτησε την ικανότητά της να διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία.


4. Επειδή, στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.  2238/1994 (Α΄ 151), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται τα εξής : Στο άρθρο 30 ότι :  «1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις λαμβάνεται το σύνολο των ακαθαρίστων  εσόδων από τις κάθε είδους εμπορικές συναλλαγές αυτών. 2. Ο προσδιορισμός των ακαθάριστων  εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται ως ακολούθως : α) Για επιχειρήσεις που τηρούν  επαρκή και ακριβή βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων , τα  ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων …, β) …, γ) Για  επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τα τηρούμενα  είναι κατώτερα της προσήκουσας κατηγορίας ή ανεπαρκή ή ανακριβή, τα ακαθάριστα έσοδα  προσδιορίζονται εξωλογιστικά, με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει ο  προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή  λαμβάνονται υπόψη οι αγορές, οι πωλήσεις και το μικτό κέρδος, που εμφανίζει η επιχείρηση, το  μικτό κέρδος που πραγματοποιείται από ομοειδείς επιχειρήσεις που λειτουργούν με παρόμοιες  συνθήκες, το απασχολούμενο προσωπικό, το ύψος των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί, καθώς  και των ίδιων κεφαλαίων κίνησης, το ποσό των δανείων και των πιστώσεων, το ποσό των εξόδων  παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων, των εξόδων διαχείρισης και γενικά κάθε  επαγγελματική δαπάνη. 3. Στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, η κρίση του  προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων  εσόδων πρέπει να μην απέχει από τα δεδομένα της κοινής πείρας». Τέλος, στο άρθρο 66 του αυτού  Κώδικα ορίζεται ότι «1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας … δικαιούται: α) Να  ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, καλώντας  αυτόν με έγγραφο, το οποίο του αποστέλλει επί αποδείξει, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή  προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες  διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον  καθορισμό του εισοδήματος, β)…..,γ)….,δ)….ε)….» .


5. Επειδή, περαιτέρω, το Π.Δ. 186/1992 «Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων» (Α΄ 84) ορίζει στο άρθ. 30 όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο ότι «1. Με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στις επόμενες  παραγράφους του άρθρου αυτού το κύρος και η αξιοπιστία των βιβλίων και στοιχείων του Κώδικα  αυτού δε θίγεται από τη διαπίστωση παρατυπιών ή παραλείψεων σ’ αυτά και ο Προϊστάμενος της  αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να αναγνωρίζει τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτά, κατά τον  προσδιορισμό των κατά περίπτωση φορολογικών υποχρεώσεων του επιτηδευματία. Οι κατά τα  ανωτέρω παρατυπίες ή παραλείψεις επισύρουν, εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης, μόνο  οικονομικές ή διοικητικές κυρώσεις ανάλογες με το είδος και την έκτασή τους, σε συνάρτηση με τα  οικονομικά μεγέθη που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία. 2. Τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται  ανεπαρκή ή ανακριβή και συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, κατά  περίπτωση, μόνο εφ’ όσον τούτο προβλέπεται από τις επόμενες παραγράφους 3, 4, 6 και 7… 3. Τα  βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανεπαρκή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή  αθροιστικά: α) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το ή τα ημερολόγια, όπου καταχωρούνται  πρωτογενώς οι συναλλαγές, το γενικό καθολικό, το βιβλίο αποθήκης, το βιβλίο απογραφών, καθώς  και πρόσφατα βιβλία που ορίζονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Κώδικα αυτού  (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του ν. 2214/1994 (Α΄ 75) και ισχύει από 1  Ιανουαρίου 1994), β) δεν διαφυλάσσει τα συνοδευτικά στοιχεία των αγαθών, καθώς και τα  προβλεπόμενα από τον Κώδικα αυτό παραστατικά, με τα οποία ενεργούνται οι πρωτογενείς  εγγραφές στα ημερολόγια, γ) τηρεί ή εκδίδει ή διαφυλάσσει τα βιβλία και στοιχεία του Κώδικα  αυτού κατά τρόπο που αντιβαίνει τις διατάξεις αυτού ή τηρεί βιβλία κατηγορίας κατώτερης εκείνης  στην οποία εντάσσεται, δ) … Οι πράξεις ή οι παρατυπίες ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής  τότε μόνο συνιστούν ανεπάρκεια, όταν δεν οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη ή όταν  καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο και όχι απλώς δυσχερή το λογιστικό έλεγχο των φορολογικών  υποχρεώσεων. Η ανεπάρκεια πρέπει να αναφέρεται σε αδυναμία διενέργειας συγκεκριμένων  ελεγκτικών επαληθεύσεων για οικονομικά μεγέθη μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα μεγέθη των  βιβλίων και στοιχείων και να είναι αιτιολογημένη, 4. Τα βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας  κρίνονται ανακριβή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά: α) δεν εμφανίζει στα βιβλία του  έσοδα ή έξοδα ή εμφανίζει αυτά ανακριβώς, β) …, γ) δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβή ή εικονικά ή  πλαστά ως προς την ποσότητα ή την αξία ή τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία  διακίνησης ή αξίας, ή λαμβάνει ανακριβή ή εικονικά τέτοια στοιχεία, δ) δεν εμφανίζει την  πραγματική κατάσταση της επιχείρησής του, ε) … Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου  αυτής, για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι  μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη των βιβλίων, ώστε να τα επηρεάζουν  σημαντικά ή να οφείλονται σε πρόθεση του υποχρέου για απόκρυψη φορολογητέας ύλης (οι  περιπτ. δ΄ και ε΄ προστέθηκαν από την παρ. 24 του άρθρου 43 του ν. 2214/1994 (Α΄ 75) και  ισχύουν, σύμφωνα με την περ. ιδ΄ του άρθρου 66 του νόμου αυτού, από 1.1.1995). Tέλος, στην  παρ.1 του άρθρου 36 του ως άνω Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο,  πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 32 του ν. 2648/1998 (Α’ 238) (το οποίο άρχισε να  ισχύει από 22-10-1998) ορίζεται ότι «1. Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ και ο υπάλληλος που ορίζεται από  αυτόν δικαιούται, οποιαδήποτε εργάσιμη για τον υπόχρεο ώρα, να λαμβάνει γνώση, να ελέγχει και  να θεωρεί όλα τα βιβλία και στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό ή άλλους νόμους, καθώς  και αυτά που τηρούνται προαιρετικά από τον υπόχρεο και να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε  άλλου βιβλίου, εγγράφου ή στοιχείου και κάθε περιουσιακού στοιχείου που βρίσκεται στην  επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία … Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων που  ορίζονται από τον Κώδικα αυτό γίνεται στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στα  γραφεία της ΔΟΥ, προκειμένου για βιβλία πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, μετά από έγγραφη  πρόσκληση του προϊσταμένου αυτής».

6. Επειδή, τέλος στο άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 1061203/1148/ΔΣΣΦΕ/Α/20.5.1998 αποφάσεως του  Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 526/29.5.1998) «Έλεγχος ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων  και επίλυση φορολογικών διαφορών» ορίζεται ότι «1. Ο έλεγχος ενεργείται κατά προτεραιότητα  στις εξής υποθέσεις : α. Όταν υπάρχουν ουσιαστικές παραβάσεις του Κ.Φ.Σ ή Κ.Β.Σ. ή δελτία  πληροφοριών για φοροδιαφυγή. β. Όταν δεν υποβλήθηκαν δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος,  Φ.Π.Α. ή άλλων φορολογικών αντικειμένων, γ. …, δ. Όταν υπάρχουν κατασχεθέντα βιβλία και  στοιχεία …» Περαιτέρω, στο άρθρο 6. της ως άνω αποφάσεως ορίζεται ότι «1. Ο έλεγχος των  κατασχεθέντων βιβλίων και στοιχείων που αφορούν ανέλεγκτες υποθέσεις υπαγόμενες στην  απόφαση, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 1 και 2, διενεργείται από κοινού με τον έλεγχο των  οικείων ανέλεγκτων υποθέσεων του επιτηδευματία, 2. Οι ελεγκτές επεξεργάζονται δεδομένα από  τα κατασχεθέντα βιβλία και στοιχεία και καταχωρούν τις διαπιστώσεις τους σε συνοπτικό σημείωμα  με πρόταση για τις συνέπειες στο κύρος των βιβλίων και τα συνολικά αποτελέσματα. 3. Το  σημείωμα τίθεται υπόψη του προϊσταμένου της ΔΟΥ και του εποπτεύοντος Οικονομικού  Επιθεωρητή, οι οποίοι από κοινού και με τον προϊστάμενο του τμήματος ελέγχου κρίνουν αν  αρκούν οι ήδη διενεργηθείσες ελεγκτικές διασταυρώσεις και επαληθεύσεις ή αν επιβάλλεται  περαιτέρω επέκταση του ελέγχου των κατασχεθέντων και νέα κρίση με βάση τις συνολικές  διαπιστώσεις ή η πλήρης επεξεργασία αυτών ή και η εξαίρεσή τους από τη διαδικασία ελέγχου της  παρούσας απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση των παραπάνω οργάνων είναι επαρκώς  αιτιολογημένη και διατυπώνεται σε σύντομη ενυπόγραφη πράξη επί του συνοπτικού σημειώματος.  4. Οι διαπιστώσεις του ελέγχου των κατασχεθέντων που διενεργείται σύμφωνα με τα παραπάνω,  αναγράφονται στο ειδικό σημείωμα ελέγχου που συντάσσεται για τη φορολογία εισοδήματος κατά  τις διατάξεις του άρθρου 9 και λαμβάνονται υπόψη μαζί με τα αποτελέσματα των λοιπών  ελεγκτικών επαληθεύσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 3, 4 και 5 καθώς και όλα τα λοιπά  υφιστάμενα στοιχεία, για τη συνολική κρίση επί του κύρους των βιβλίων και τον προσδιορισμό των  τελικών αποτελεσμάτων. Σε περίπτωση που από τα πιο πάνω αναφερόμενα όργανα κριθεί ότι  συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης των κατασχεθέντων, τότε εξαιρούνται από τη διαδικασία ελέγχου της  παρούσας απόφασης και όλες οι ανέλεγκτες υποθέσεις του επιτηδευματία, εφαρμοζομένων  ανάλογα όσων ορίζονται στις παραγράφους 2. δ΄ και 3 του άρθρου 1».

7. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ο επιτηδευματίας είναι υποχρεωμένος να  επιδεικνύει, καθ’ οιανδήποτε εργάσιμη ημέρα, τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία στον σχετικώς  οριζόμενο από τη φορολογική αρχή υπάλληλο, ο οποίος εμφανίζεται για έλεγχο. Η υποχρέωσή του  αυτή συνίσταται, ειδικότερα, στη λήψη των μέτρων, τα οποία είναι αναγκαία, ώστε τα βιβλία και  στοιχεία να τίθενται υπ’ όψιν του διενεργούντος τον έλεγχο υπαλλήλου της φορολογικής αρχής  οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα, έστω και αν ο επιτηδευματίας ή ο επιφορτισμένος με την τήρησή  τους υπάλληλος απουσιάζουν. Περαιτέρω, προκειμένου να χωρήσει εξωλογιστικός προσδιορισμός  των ακαθαρίστων εσόδων της επιχειρήσεως πρέπει, κατ` αρχήν, να ενεργηθεί έλεγχος των βιβλίων  και στοιχείων της από τη φορολογική αρχή και να βεβαιωθεί από αυτήν ή ότι η εν λόγω επιχείρηση  δεν τήρησε τα προσήκοντα βιβλία και στοιχεία ή ότι τα τηρηθέντα από την τελευταία βιβλία και  στοιχεία είναι ανακριβή ή ανεπαρκή. Επομένως, μόνον εφ` όσον καταστεί ανέφικτη η ανεύρεση των  τηρηθέντων από το φορολογούμενο βιβλίων και στοιχείων ή εφ` όσον ο τελευταίος αρνηθεί την  παράδοσή τους προς έλεγχο στην φορολογική αρχή ή εφ` όσον δεν γνωστοποιήσει στην ανωτέρω  αρχή κάθε μεταβολή της διευθύνσεως της κατοικίας ή έδρας αυτού, με αποτέλεσμα να μην  καταστεί δυνατή η ανεύρεση του φορολογουμένου και ο έλεγχος των τηρηθέντων από αυτόν  βιβλίων και στοιχείων, επιτρέπεται να καθορίσει η φορολογική αρχή εξωλογιστικώς τα ακαθάριστα  έσοδα της επιχειρήσεως, απαιτείται, όμως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, να βεβαιώνεται ότι η  φορολογική αρχή κατέβαλε προηγουμένως τη δέουσα προσπάθεια για την ανεύρεση της κατοικίας  του φορολογουμένου ή της έδρας της επιχειρήσεώς του. Εξάλλου, από την παράλειψη του  υποχρέου επιτηδευματία να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της φορολογικής αρχής και να  προσκομίσει τα βιβλία και στοιχεία που τηρεί στο κατάστημα της φορολογικής αρχής για έλεγχο,  τεκμαίρεται άρνησή του να υποστεί τον ως άνω έλεγχο, η άρνησή του δε αυτή εξομοιώνεται προς  μη τήρηση βιβλίων και στοιχείων και καθιστά νόμιμη την προσφυγή της φορολογικής αρχής στον  εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της επιχειρήσεώς του. Τα ανωτέρω, όμως, τελούν  υπό την προϋπόθεση ότι ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων στην επαγγελματική εγκατάσταση  του επιτηδευματία ή στο κατάστημα κάθε άλλου υποχρέου είναι εξαιρετικώς δυσχερής, η απόδειξη  δε της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής βαρύνει τη φορολογική αρχή.

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση «η εταιρεία  περιορισμένης ευθύνης, άσκησε εμπορική δραστηριότητα με αντικείμενο εργασιών την  εκμετάλλευση κέντρου διασκεδάσεως επί της οδού .................... αριθμός ..... στην Θεσσαλονίκη,  με τον διακριτικό τίτλο «...........», και ετήρησε για την παρακολούθηση των εργασιών της βιβλία  Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., ενώ η διαχειριστική της περίοδος άρχιζε την 1η/7 του έτους και έληγε  στις 30/6 του επομένου. Με την 3498/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και με τις 7542/1998 και 16783/1999  αποφάσεις του ιδίου δικαστηρίου ορίσθηκε αρχικώς ως προσωρινός και εν συνεχεία ως οριστικός  σύνδικος ο εκκαλών δικηγόρος. Κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο (1.7.1994 - 30.6.1995)  η εν λόγω εταιρεία δεν υπέβαλε δήλωση αποτελεσμάτων. Στις 26.6.1998, διαβιβάσθηκαν στην  οικονομική Αρχή με το 10664/24.6.1998 έγγραφο του Σώματος Διώξεως Οικονομικού Εγκλήματος  κατασχεθέντα ανεπίσημα στοιχεία, τα οποία κατεσχέθησαν στις 4.3.1995, από τους αρμοδίους  υπαλλήλους του Παραρτήματος της ΥΠ.Ε.Δ.Α. Θεσσαλονίκης σε έλεγχο που διενεργήθηκε στην  έδρα της επιχειρήσεως κατά την ανωτέρω ημερομηνία και αφορούσαν σε πρόχειρες σημειώσεις και  αποδείξεις (εισπράξεις - πληρωμές) της προαναφερομένης εταιρείας. Για την εν λόγω κατάσχεση,  συνετάγη και επεδόθη νομίμως η 2946/4.3.1995 έκθεση κατασχέσεως, ενώ εν συνεχεία με τις από  4.3.1995, 8.3.1995 και 10.3.1995 αποδείξεις παραλαβής παραδόθησαν από τους εκπροσώπους της  επιχειρήσεως στους αρμοδίους υπαλλήλους τα αναφερόμενα στις αποδείξεις αυτές επίσημα βιβλία  και στοιχεία που τηρούσε η επιχείρηση, μεταξύ των οποίων και το γενικό καθολικό και ημερολόγιο  με εκτυπώσεις από Η/Υ των κινήσεων των συναλλαγών αυτής και κατά την κρινόμενη χρήση.  Ενόψει του ανωτέρω εγγράφου και των συνημμένων σε αυτό κατασχεθέντων ανεπισήμων  στοιχείων καθώς επίσης και των διατάξεων της ανωτέρω πολ. 1144/1998 αποφάσεως του  Υφυπουργού Οικονομικών περί περαιώσεως εκκρεμών φορολογικών δηλώσεων παλαιοτέρων  οικονομικών ετών, στις οποίες υπήχθη η εν λόγω Ε.Π.Ε., διετάχθη έλεγχος στα βιβλία και τα  στοιχεία της. Από επιτόπια μετάβαση του αρμοδίου υπαλλήλου στην επαγγελματική εγκατάσταση  της επιχειρήσεως, διεπιστώθη ότι αυτή ήταν κλειστή και για τον λόγο αυτόν με τις 11269, 11270  και 11271/21.8.1998 προσκλήσεως του άρθρου 66 του ν. 2238/1994 (50 παρ. 1 του ν.δ/τος  3323/1955) και 36 παρ. 1 του π.δ/τος 186/1992 εζητήθη, τόσον από τον οριστικό σύνδικο  πτωχεύσεως, όσον και από τον διαχειριστή της ανωτέρω πτωχευσάσης Ε.Π.Ε. να προσκομίσουν  για έλεγχο στο κατάστημα της εφεσιβλήτου οικονομικής Αρχής τα βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ.  που ετήρησε η επιχείρηση για τις χρήσεις 1.7.1992 - 30.6.1993, 1.7.1993 - 30.6.1994 και 1.7.1994  - 30.6.1995, ή έστω να υποδείξουν τον τόπο που επιθυμούσαν να γίνει ο έλεγχος. Από την  παράλειψη των ανωτέρω να ανταποκριθούν στην πρόσκληση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. και να  προσκομίσουν - επιδείξουν τα βιβλία και στοιχεία της επιχειρήσεως προς έλεγχο και δεδομένου ότι  δεν επεδείχθησαν στον έλεγχο φορολογικά στοιχεία σε μεγάλη έκταση, τα αριθμητικά δεδομένα  των οποίων είναι σημαντικά σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων και στοιχείων, επιβλήθησαν εις  βάρος της ελεγχόμενης πρόστιμα Κ.Β.Σ. με την 301/1998 απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. Εν  συνεχεία η οικονομική Αρχή, διενεργώντας έλεγχο στο αρχείο Κ.Β.Σ. της υπηρεσίας της, διεπίστωσε  ότι εις βάρος της επιχειρήσεως της Ε.Π.Ε. επεβλήθησαν πρόστιμα με αντίστοιχες αποφάσεις επιβολής  προστίμου (249/1995, 175/1995, 250/1995, 248/1995) για παραβάσεις που αφορούσαν την  κρινόμενη διαχειριστική περίοδο και ειδικότερα : α) για μη έκδοση 8 θεωρημένων εισιτηρίων  εισόδου σε αντίστοιχα άτομα που είχαν εισέλθει στο κατάστημά της και διασκέδαζαν β) για μη  έκδοση αποδείξεων πωλήσεως αγαθών σε 5 περιπτώσειες συναλλαγών, αξίας 2.000 δρχ. η κάθε  μία, γ) για μη έκδοση 83 θεωρημένων εισιτηρίων εισόδου σε αντίστοιχα άτομα που είχαν εισέλθει  στο κατάστημά της και διασκέδαζαν, δ) για μη έκδοση 7 θεωρημένων εισιτηρίων εισόδου σε  αντίστοιχα άτομα που είχαν εισέλθει στο κατάστημά της, ε) για μη έκδοση αποδείξεων πωλήσεως  αγαθών σε μία περίπτωση αξίας 36.000 δρχ. Εξάλλου, από την επεξεργασία των προαναφερομένων  κατασχεθέντων από την ΥΠ.Ε.Δ.Α. ανεπισήμων στοιχείων σε αντιπαραβολή τους με τα επίσημα  κατασχεθέντα από την ιδία Υπηρεσία στοιχεία (Γενικό Καθολικό Φεβρουαρίου 1995) που περιήλθαν  στην οικονομική Αρχή, διεπιστώθη ότι : Κατά τις ημερομηνίες 19.2.1995, 21.2.1995, 22.2.1995,  23.2.1995, 24.2.1995 και 25.2.1995 στις ανεπίσημες σημειώσεις καταχωρήθηκαν ως κίνηση  εσόδων (τζίρος) συνολικά 15.888.000 δρχ., ενώ στα επισήμως τηρηθέντα στις ίδιες ημερομηνίες  βιβλία, όπως προέκυψε από τις παραληφθείσες από τα όργανα της ΥΠ.Ε.Δ.Α. εκτυπώσεις του  γενικού Καθολικού μηνός Φεβρουαρίου 1995 η εν λόγω κίνηση που καταχωρήθηκε ανήλθε  συνολικώς σε 3.012.771 δρχ., δηλαδή η ανωτέρω Ε.Π.Ε. καταχώρησε ανακριβώς στα βιβλία της  έσοδα 12.875.289 δρχ. (15.888.000 - 3.012.771). Για την διαπίστωση αυτή επεβλήθη εις βάρος της  ΕΠΕ με την 350/1998 απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. πρόστιμο συνολικού ύψους 1.800.000  δρχ. Ενόψει της μη προσκομίσεως-επιδείξεως των βιβλίων και στοιχείων της επιχειρήσεως, καθώς  και των προαναφερομένων διαπιστωθεισών παραβάσεων, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην  προαναφερόμενη έκθεση ελέγχου, κατέστη αδύνατη η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων, η  οικονομική αρχή χαρακτήρισε τα βιβλία της ΕΠΕ ως ανακριβή και ανεπαρκή, σύμφωνα με το άρθρο  30 παρ. 2, 3 και 5 του Κ.Β.Σ. και γνωστοποίησε στον σύνδικο, όσον και στον διαχειριστή της Ε.Π.Ε.  το 12516/21.9.1998 σημείωμα αξιολογήσεως φορολογικών παραβάσεων. Οι τελευταίοι δεν  άσκησαν ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 30 παρ. 5 του Κ.Β.Σ. αίτηση απορρίψεως των λόγων  για τους οποίους εκρίθησαν τα βιβλία της Ε.Π.Ε. ανακριβή. Κατόπιν τούτων, η οικονομική Αρχή,  αφού έλαβε υπόψη της τα δηλωθέντα από την Ε.Π.Ε. ακαθάριστα έσοδα, τις πραγματοποιηθείσες  δαπάνες, το απασχολούμενο από αυτήν προσωπικό, το είδος και τις συνθήκες λειτουργίας της  επιχειρήσεως, καθώς και την ανακρίβεια και ανεπάρκεια των βιβλίων της εξ αιτίας της  διαπιστωθείσης παραβάσεως του Κ.Β.Σ., προσδιόρισε εξωλογιστικώς τα ακαθάριστα έσοδα στο  ποσόν των 150.000.000 δρχ. Ακολούθως, η ιδία Αρχή υπολόγισε τα καθαρά κέρδη της ελεγχθείσης  επιχειρήσεως και την κρινόμενη χρήση επίσης εξωλογιστικώς, εφαρμόζοντας στα προσδιορισθέντα  ως άνω ακαθάριστα έσοδα τον συντελεστή καθαρού κέρδους που αντιστοιχεί στο επάγγελμα  «κέντρα διασκεδάσεως» ΚΑΕ 9018 (Ε. 17418/85 και Ε. 3250/87 αποφάσεις Υπ. Οικονομικών) 25%  τον οποίο προσαύξησε κατά 100% (25 Χ 200% ίσον 50%) λόγω του ότι τα βιβλία και στοιχεία της  εκρίθησαν ανεπαρκή και ανακριβή. Ακολούθως εξεδόθη η 1/3.11.1998 πράξη προσδιορισμού  αποτελεσμάτων, με την οποία προσδιορίσθηκαν τα καθαρά κέρδη της Ε.Π.Ε. σε 75.000.000 δρχ.  (ακαθ. Έσοδα 150.000.000 Χ 25% Χ 200%) και καταλογίσθηκε εις βάρος της ανωτέρω Ε.Π.Ε.  κύριος φόρος 26.250.000 δρχ. και πρόσθετος φόρος σε ποσοστό 150% επί του κυρίου, λόγω  ανακριβείας της δηλώσεως αποτελεσμάτων, κατ’ άρθρο 86 του ν. 2238/1994. Ο σύνδικος  πτωχεύσεως της ανωτέρω Ε.Π.Ε. άσκησε την από 30.11.1998 προσφυγή του ενώπιον του  Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά της προαναφερομένης πράξεως  προσδιορισμού αποτελεσμάτων, ζητώντας την ακύρωσή της. Το πρωτόδικο δικαστήριο, εδέχθη εν  μέρει την προσφυγή, μεταρρύθμισε την προσβαλλομένη πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων,  προσδιόρισε τα καθαρά κέρδη της ανωτέρω Ε.Π.Ε. κατά το οικονομικό έτος 1995 σε 45.000.000  δρχ. και προσήρμοσε αναλόγως τον πρόσθετο φόρο. Με την προσβαλλόμενη απόφαση εκρίθη ότι η  παράλειψη εκ μέρους της αναιρεσείουσας να προσκομίσει και να επιδείξει στον έλεγχο τα βιβλία και  στοιχεία της, εξομοιώνεται από άποψη προσδιορισμού εισοδήματος προς την περίπτωση της μη  τηρήσεως διαφυλάξεως λογιστικών βιβλίων και ως εκ τούτου καθίσταται αδύνατη η διενέργεια των  ελεγκτικών επαληθεύσεων και η εξακρίβωση των αποτελεσμάτων της οικείας χρήσεως και κατά  συνέπεια, νομίμως η φορολογική αρχή προέβη σε εξωλογιστικό προσδιορισμό των ακαθαρίστων  εσόδων και των καθαρών αρχών της επιχειρήσεως.

9. Eπειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με ελλιπή  αιτιολογία απέρριψε λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας περί παραβιάσεως ουσιώδους τύπου της  διαδικασίας κατά την έκδοση της πράξεως προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τούτο δε διότι η από  10.3.1995 απόδειξη παραλαβής δεν συντάχθηκε στα γραφεία της φορολογικής αρχής ως  εσφαλμένως εκρίθη, αλλά στην έδρα της εταιρείας επί της οδού ............................., και ως εκ  τούτου έπρεπε να είχε συνταχθεί έκθεση κατασχέσεως. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είχε  απορριφθεί ο σχετικός λόγος εφέσεως με την αιτιολογία ότι ανεξαρτήτως του ότι απαραδέκτως  προβάλλεται το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος  διότι στις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος δεν προβλέπεται ως ουσιώδης διαδικαστικός  τύπος η σύνταξη εκθέσεως κατασχέσεως επί παραληφθέντων βιβλίων και στοιχείων για την έκδοση  της πράξεως προσδιορισμού αποτελεσμάτων. Όμως ο υπό κρίση λόγος είναι απορριπτέος ως  αλυσιτελής, εφόσον δεν πλήσσεται με την κρινόμενη αίτηση η ως άνω επάλληλη αιτιολογία που  στηρίζει την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

10. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων  ήταν νομικώς πλημμελής και έπρεπε να ακυρωθεί αυτεπαγγέλτως από το δικάσαν δικαστήριο,  τούτο δε διότι δεν συνετάγη και δεν επεδόθη στην αναιρεσείουσα υπηρεσιακό σημείωμα ελέγχου  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγραφος 8 του π.δ. 99/1977. Ο λόγος αυτός είναι  απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, η επίδοση του ως άνω σημειώματος, αποτελεί μεν ουσιώδη τύπο  της διαδικασίας εκδόσεως της πράξεως επιβολής προστίμου κατά το άρθρο 47 του Κώδικα αυτού,  όχι όμως και της διαδικασίας προσδιορισμού αποτελεσμάτων (πρβλ. ΣτΕ 4167/2005).

11. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου χαρακτήρισε τα βιβλία της αναιρεσείουσας ως ανακριβή, ενώ έπρεπε να  χαρακτηρισθούν μόνον ως ανεπαρκή, διότι κατά την επίδικη περίοδο δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ  η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 του π.δ. 134/1996 αλλά ούτε και αυτή του άρθρου 15 παρ. 7 του  ν. 2579/1998, οι οποίες προσέθεσαν στις περιπτώσεις ανακριβείας την περίπτωση μη επιδείξεως  των βιβλίων και στοιχείων στον τακτικό φορολογικό έλεγχο, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της, θα  έπρεπε στην προκειμένη περίπτωση να τύχει εφαρμογής μόνο η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 3  περιπτ. α του ΚΒΣ περί ανεπαρκείας των βιβλίων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής  διότι και υπό την εκδοχή ότι τα βιβλία και στοιχεία της αιτούσης ήταν ανεπαρκή και πάλι νομίμως  κατά τα ανωτέρω, μπορούσε η φορολογική αρχή να προβεί σε εξωλογιστικό προσδιορισμό.  Άλλωστε, και υπό το προγενέστερο καθεστώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η άρνηση του  φορολογουμένου να υποστεί έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων εξομοιούτο προς μη τήρηση βιβλίων  και στοιχείων και καθιστούσε νόμιμη την προσφυγή στον εξωλογιστικό προσδιορισμό των  αποτελεσμάτων.

12. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι α) μη νομίμως η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπ’ όψιν  τις υπ’ αριθμ. 249/1995, 175/1995, 248/1995 και 294/1998 πράξεις επιβολής προστίμων Κ.Β.Σ.  αφού δεν ήταν στοιχεία του φακέλου για να στηρίξουν την άποψη της ανακριβείας των βιβλίων, β)  η μη έκδοση θεωρημένων εισιτηρίων εισόδου (πράξεις 249/1995, 248/1995, 250/1995 και  249/1995) είναι τυπική παράβαση του Κ.Β.Σ και δεν συνεπάγεται από μόνη της την ανακρίβεια των  βιβλίων και στοιχείων, αλλά μόνο την ανεπάρκειά τους, γ) η μη έκδοση απόδειξης λιανικής  πώλησης σε πέντε περιπτώσεις συνολικής αξίας 10.000 δραχμών (πράξη 175/1995) δεν μπορεί  λόγω ποσού να επηρεάσει το κύρος των βιβλίων αφού πρόκειται για ασήμαντα ποσά σε σχέση με  τα οικονομικά μεγέθη της επιχειρήσεως και δ) δεν αποδείχθηκε η μη έκδοση αποδείξεων λιανικής  πώλησης. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως ερειδόμενοι στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ο  εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος της αναιρεσείουσας εχώρησε λόγω των  διαπιστωθεισών από τη φορολογική αρχή παραβάσεων του Κ.Β.Σ., ενώ με την αναιρεσιβαλλομένη  απόφαση έγινε δεκτό ότι ο εξωλογιστικός προσδιορισμός ερείδεται αποκλειστικά, κατά τα ήδη  εκτεθέντα, στη μη επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων της αναιρεσείουσας κατά τη διενέργεια του  τακτικού ελέγχου.

13. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παρίσταται πλημμελώς  αιτιολογημένη, στο μέτρο που δεν έλαβε υπ’ όψιν της τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 3 του ν.  2238/1994, όπως αυτή εκτίθεται στη σκέψη 3, σύμφωνα με την οποία η κρίση της φορολογικής  αρχής για τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων «πρέπει να μην απέχει από τα δεδομένα της  κοινής πείρας». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η ως άνω απαίτηση της  διατάξεως αυτής που παρατίθεται στη σκέψη 4, δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή οφείλει  να διαλαμβάνει ειδική κρίση ως προς την τήρηση του ανωτέρω κανόνα, αλλά εναπόκειται στον  προσφεύγοντα να αμφισβητήσει τη συμφωνία της σχετικής κρίσης της φορολογικής αρχής προς τα  δεδομένα της κοινής πείρας, ενώ δεν προβάλλεται ότι η αναιρεσείουσα είχε προβάλει ειδικούς  ισχυρισμούς επί του ζητήματος αυτού οι οποίοι δεν έτυχαν απαντήσεως. Συναφώς προβάλλεται ότι  μη νομίμως η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προσδιόρισε τα ακαθάριστα έσοδα της αναιρεσείουσας  στο ύψος των 120.000.000 δραχμών διότι δεν εξειδικεύει ποιες ήταν οι συνθήκες λειτουργίας της  επιχείρησης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από  την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, για τον υπολογισμό των ακαθαρίστων εσόδων της  αναιρεσείουσας στο ως άνω ύψος, ελήφθησαν υπ’ όψιν όλα εκείνα τα στοιχεία που προβλέπονται  στη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 περίπτ. γ΄ του ν. 2238/1994, όπως αυτή παρατίθεται στη  σκέψη 4, και ειδικότερα η έκταση της συναλλακτικής δράσης, το είδος και οι συνθήκες λειτουργίας  της επιχειρήσεως.

14. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 32 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ορίζεται ότι : «1. Το  καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας  του Κ.Β.Σ., καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία … προσδιορίζεται  εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά  γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων συντελεστές καθαρού κέρδους…, 2. Για κάθε κατηγορία  επιχειρήσεων προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, ο οποίος εφαρμόζεται  στα ακαθάριστα έσοδα. Οι μοναδικοί συντελεστές καθαρού κέρδους περιλαμβάνονται σε ειδικό  πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην  Εφημερίδα της Κυβερνήσεως … Προκειμένου για τις επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις της  παραγράφου 1 του άρθρου 31, όταν τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικώς,  συντελεστής καθαρού κέρδους λαμβάνεται αυτός που προκύπτει από το λογιστικό προσδιορισμό  του καθαρού εισοδήματός τους, εφόσον είναι μεγαλύτερος από τον οικείο συντελεστή του πίνακα.  Ο συντελεστής του προσδιορίζεται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το  διπλάσιο του οικείου συντελεστή του πίνακα. Σε κάθε περίπτωση ο συντελεστής καθαρού κέρδους  δεν μπορεί να είναι ανώτερος του ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%). Για τις επιχειρήσεις που δεν  τηρούν βιβλία και στοιχεία ή στις οποίες διαπιστώθηκε : α) η έκδοση πλαστών ή εικονικών  τιμολογίων, β) η τήρηση ανεπισήμων βιβλίων παράλληλα προς τα υποχρεωτικώς τηρούμενα  επίσημα, γ) η μη έκδοση φορολογικού στοιχείου ή η έκδοση ανακριβούς, για την πώληση ή  διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, δ) η χωρίς άδεια της αρμόδιας φορολογικής αρχής  άσκηση επαγγέλματος ή επιχείρησης ή άσκηση σε διεύθυνση που δεν δηλώθηκε, ε) Η αλλοίωση  των δεδομένων της φορολογικής ταμειακής μηχανής ο συντελεστής καθαρού κέρδους που  εφαρμόζεται προσαυξάνεται κατά εκατό τοις εκατό (100%). Στις λοιπές περιπτώσεις που τα βιβλία  και στοιχεία κρίνονται ανακριβή, ο συνελεστής καθαρού κέρδους προσαυξάνεται κατά πενήντα  τοις εκατό (50%)».

15. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση κατά παράβαση του ως άνω άρθρου 32 παρ. 2 του ν. 2238/1994, κατά τον καθορισμό του ύψους των καθαρών κερδών της  αναιρεσείουσας προσαύξησε τον μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους κατά 100% (από 25 σε  50), δεδομένου ότι η περίπτωση της μη επίδειξης των βιβλίων και στοιχείων δεν περιλαμβάνεται  μεταξύ των περιοριστικώς αναφερομένων περιπτώσεων της διατάξεως αυτής, ενώ θα έπρεπε να  τον είχε προσαυξήσει κατά 50% (από 25 σε 37,5) όπως ορίζεται για τις λοιπές περιπτώσεις του  Κ.Β.Σ. Με την προσβαλλομένη απόφαση εκρίθη ότι εφ΄ όσον τα βιβλία και στοιχεία της  αναιρεσείουσας εκρίθησαν ανακριβή και ανεπαρκή, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις που  παρατίθενται στη σκέψη 4, προκειμένου για επιχειρήσεις του τηρούν βιβλία και στοιχεία τρίτης  κατηγορίας του Κ..Β.Σ., όταν τα καθαρά τους κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικώς, ο  συντελεστής καθαρού κέρδους μπορεί να φθάσει κατ’ ανώτατο όριο στο διπλάσιο του οικείου  καθοριζομένου με τις αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις συντελεστή καθαρού κέρδους. Η κρίση  αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι νόμιμη, διότι, εφ’ όσον κατά τα ήδη εκτεθέντα, η μη  επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων κατά τον φορολογικό έλεγχο εξομοιώνεται προς τη μη τήρηση  αυτών, η ρύθμιση που προβλέπει την προσαύξηση του συντελεστή καθαρού κέρδους σε  περίπτωση μη τήρησης των βιβλίων καταλαμβάνει και την επίδικη περίπτωση της μη επίδειξης  αυτών και αποκλείει ως ειδικότερη, την εφαρμογή της περαιτέρω ρύθμισης που προβλέπει  προσαύξηση 50%, για τις λοιπές περιπτώσεις ανακριβείας.

16. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεχόμενη ότι ο έλεγχος  ήταν δυσχερής στην εγκατάσταση της αναιρεσείουσας και αδύνατη η διενέργεια των ελεγκτικών  επαληθεύσεων, έσφαλε, εφόσον διαπίστωσε πραγματικά περιστατικά μη προταθέντα και μη  αποδειχθέντα από τη φορολογική αρχή. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το  δικάσαν δικαστήριο κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα αφού έκανε δεκτές τις διαπιστώσεις της  φορολογικής αρχής σύμφωνα με τις οποίες όχι μόνο δεν προσκομίσθηκαν και δεν επιδείχθηκαν  στον έλεγχο τα τηρηθέντα από την αναιρεσείουσα βιβλία και στοιχεία, αλλά ούτε υπεδείχθη από  αυτή ο τόπος που επιθυμούσε να γίνει ο έλεγχος, ενώ κατά την επιτόπιο μετάβαση του ελεγκτή  στην εγκατάσταση της αναιρεσείουσας αυτή ευρέθη κλειστή.

17. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έσφαλε δεχόμενη ότι, μετά  την απόφαση της φορολογικής αρχής να εξαιρεθεί η αναιρεσείουσα από τη διαδικασία περαίωσης,  δεν απαιτείτο νέα πρόσκληση προς αυτήν για την προσκόμιση των βιβλίων, αλλά αρκούσε η  πρόσκληση προσκόμισής τους στα πλαίσια της διαδικασίας της περαίωσης σύμφωνα με τις  διατάξεις της ως άνω υπ’ αριθμ. 1061203/ 1148/ΔΣΣΦΕ/Α/ΠΟΛ.1144/20.5.1998 αποφάσεως του  Υφυπουργού Οικονομικών. Συναφώς προβάλλεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν. 2238/1994  η φορολογική αρχή ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει εκ νέου τα βιβλία και στοιχεία της  αναιρεσείουσας προκειμένου να προβεί σε τακτικό έλεγχο και ως εκ τούτου οι υπ’ αριθμ. 11269, 11270 και 11271/1998 προσκλήσεις δεν έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν από το δικάσαν δικαστήριο  γιατί έγιναν στα πλαίσια άλλης διαδικασίας. Με την προσβαλλομένη απόφαση εκρίθη ότι «σύμφωνα  με το από 5.9.1998 συνοπτικό σημείωμα του άρθρου 6 παρ. 3 της ως άνω Υπουργικής απόφασης  περιγράφονται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο συνοπτικώς οι διαπιστωθείσες παραβάσεις στις  οποίες υπέπεσε η εταιρεία κατά τις επίδικες διαχειριστικές περιόδους, εξ αιτίας των οποίων  εξαιρέθηκε η υπαγωγή των φορολογικών της υποθέσεων από τη διαδικασία ελέγχου της  υπουργικής απόφασης καθώς και οι λόγοι που συνηγορούσαν στην διενέργεια τακτικού ελέγχου  των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος της επιχειρήσεως, κρίση την οποία απεδέχθησαν τα  αρμόδια όργανα και ότι από ουδεμία διάταξη της φορολογίας εισοδήματος επιβάλλεται η  επανάληψη της διαδικασίας προς προσκόμιση βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας, αφού ήδη  προηγήθηκε τοιαύτη στα πλαίσια της ΠΟΛ.1144/20.5.1998 υπουργικής αποφάσεως, ούτως ώστε να  συνεπάγεται κάποια νομική πλημμέλεια κατά τη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως προσδιορισμού  αποτελεσμάτων». Η κρίση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι νόμιμη διότι κατά την  έννοια των ανωτέρω διατάξεων όταν έχει προηγηθεί πρόσκληση για προσκόμιση βιβλίων και  στοιχείων στα πλαίσια της διαδικασίας περαίωσης σύμφωνα με την ως άνω υφυπουργική απόφαση  δεν απαιτείται επανάληψη της σχετικής πρόσκλησης σε περίπτωση μη υπαγωγής στη διαδικασία  αυτή και ως εκ τούτου διενέργειας στη συνέχεια τακτικού ελέγχου των βιβλίων και στοιχείων. 

18. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία  των διατάξεων της υπ’ αριθμ. 1061203/1148/ΔΣΣΦΕ/Α/ΠΟΛ.1144/20.5.1998 αποφάσεως του  Υφυπουργού Οικονομικών (Φ. Β΄ 526/29.5.1998) παρέλειψε να ακυρώσει την πράξη  προσδιορισμού αποτελεσμάτων διότι η απόφαση εξαιρέσεώς της από τη διαδικασία περαίωσης  ουδέποτε της κοινοποιήθηκε, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Ο λόγος αυτός  είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως νομίμως εκρίθη, η κοινοποίηση της ως άνω πράξεως  δεν αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της ως άνω υφυπουργικής αποφάσεως, όπως αυτή  εκτίθεται στη σκέψη 6, προϋπόθεση του κύρους της πράξεως προσδιορισμού αποτελεσμάτων.

19. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται στο ποσό των  τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.    
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια  συνεδρίαση της 6ης Απριλίου 2011.


Taxheaven.gr