ΠΟΛ.1216/26.7.1996

Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του Ν.2386/1996, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος

26 Ιούλ 1996

Taxheaven.gr
 Αθήνα 26 Ιουλίου 1996
Αριθ. Πρωτ.: 1085968/1714/Α0012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. & ΔΗΜ. ΠΕΡ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α' - Β'

ΠΟΛ.: 1216

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν. 2386/1996, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος.

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του Ν.2386/1996 "Ρυθμίσεις θεμάτων εθνικών κληροδοτημάτων, δημόσιων και ανταλλάξιμων κτημάτων και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α'43), οι οποίες αναφέρονται σε θέματα φορολογίας εισοδήματος. Για κάθε ένα από τα πιο πάνω άρθρα σας παρέχουμε τις ακόλουθες ερμηνευτικές οδηγίες με σκοπό την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.

Αρθρο 6


Ρύθμιση θεμάτων φορολογίας εισοδήματος

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν.2238/1994. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι ο δικαιούχος του κέρδους ή της ωφέλειας που προέρχεται από τη μεταβίβαση εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης επιχείρησης με τα άϋλα αυτής στοιχεία, καθώς και από την εκχώρηση ή μεταβίβαση αυτοτελώς κάθε δικαιώματος το οποίο είναι συναφές με την άσκηση της επιχείρησης ή του επαγγέλματος ή από την εκχώρηση ή μεταβίβαση της άδειας αυτοκινήτου δημόσιας
χρήσης κ.τ.λ. βαρύνεται με το φόρο αυτού του εισοδήματος και (αντί να παρακρατείται από τον αντισυμβαλλόμενο όπως προέβλεπαν οι προϊσχύσασες διατάξεις) καταβάλει (ο δικαιούχος του εισοδήματος) το φόρο αυτόν εφάπαξ με την υποβολή από αυτόν της σχετικής δήλωσης στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης της οποίας μεταβιβάζεται ή εκχωρείαι το περιουσιακό στοιχείο, πριν από τη με οποιοδήποτε τρόπο μεταβίβαση ή εκχώρηση του οικείου περιουσιακού στοιχείου. Η σχετική δήλωση υποβάλλεται σε τρία αντίτυπα από τα οποία τα δύο επιστρέφονται θεωρημένα στο
δικαιούχο του κέρδους ή της ωφέλειας. Στη δήλωση αυτή εκτός των άλλων στοιχείων πρέπει να αναγράφονται οι αριθμοί φορολογικών μητρώων, και οι Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιες για τη φορολογία των αντισυμβαλλομένων, καθώς και οτιδήποτε συγκεκριμενοποιεί το μεταβιβαζόμενο ή εκχωρούμενο περιουσιακό στοιχείο, η αξία αυτού και η ωφέλεια που προκύπτει από τη συναλλαγή αυτή. Εάν η οικεία πράξη μεταβίβασης ή εκχώρησης γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να αρνηθεί τη θεώρηση του εγγράφου αυτού, εάν δεν επισυνάπτεται σε αυτό αντίτυπο της οικείας δήλωσης και δεν αναγράφονται στο σώμα του εγγράφου τα στοιχεία αυτής. Στο ιδιωτικό αυτό έγγραφο πρέπει απαραιτήτως να αναγράφεται το κέρδος ή η ωφέλεια που προέκυψε από την εκχώρηση του δικαιώματος ή του εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης της επιχείρησης.
Σε περίπτωση εκχώρησης ή μεταβίβασης περιουσιακού στοιχείου από αυτά που αναφέρονται στην κοινοποιούμενη διάταξη, χωρίς να υποβληθεί η οικεία δήλωση από το δικαιούχο του κέρδους ή της ωφέλειας για να καταβληθεί με βάση αυτή ο φόρος εφάπαξ, το πρόσωπο που αποκτά το περιουσιακό στοιχείο είναι αλληλεγγύως και σε ολόκληρο συνυπεύθυνο με τον μεταβιβάζοντα ή εκχωρούντα για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται.

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 16 του άρθρου 8 του Ν.1882/1990, τα συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή πρέπει να θεωρούνται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία κατάρτισης και υπογραφής από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., διαφορετικά είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια και οι αγοραστές κ.τ.λ. των υπόψη περιουσιακών στοιχείων πρέπει να βεβαιώνονται για την εκπλήρωση των πιο πάνω υποχρεώσεων, προκειμένου να αποφύγουν και εκείνοι τις παραπάνω συνέπειες από τη μη εκπλήρωσή τους.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της παραγράφου 8 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994, που αναφέρεται στις υποχρεώσεις των συμβολαιογράφων οι οποίοι συντάσσουν συμβολαιογραφικές πράξεις.
Ετσι σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994 (όπως τροποποιήθηκε με τις κοινοποιούμενες διατάξεις) οι συμβολαιογράφοι έχουν υποχρέωση στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ίδιου νόμου (μεταβίβαση εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης επιχείρησης κ.τ.λ.), να μνημονεύουν το κέρδος ή την ωφέλεια που προέκυψε από την εκχώρηση του δικαιώματος ή του εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης της επιχείρησης. Ομοίως έχουν υποχρέωση να επισυνάπτουν στο συμβόλαιο εκχώρησης ή μεταβίβασης θεωρημένο αντίτυπο της δήλωσης απόδοσης του οικείου φόρου και να αναφέρουν ρητά στο κείμενο του συμβολαίου τα στοιχεία της σχετικής δήλωσης και του νόμιμου αποδεικτικού καταβολής του φόρου. Αντίγραφα των συμβολαίων οφείλουν οι συμβολαιογράφοι να στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από τη σύνταξή τους στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στην οποία υποβλήθηκε η δήλωση της παραγράφου 1 του άρθρου 13.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου καταργήθηκε η παράγραφος 4 του άρθρου 83 του Ν.2238/1994, καθώς και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, που αναφέρονταν στις υποχρεώσεις των προσώπων τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις που προϊσχυαν είχαν υποχρέωση παρακράτησης φόρου για την ωφέλεια ή κέρδος, που προέκυπτε από την εκχώρηση του δικαιώματος ή του εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης της επιχείρησης κ.τ.λ. και στις κυρώσεις που προβλέπονταν σε εκείνους που παρέβαιναν τις υποχρεώσεις αυτές.
Τούτο γιατί με τις νέες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου, όπως προαναφέρθηκε, ο υπόψη φόρος καταβάλλεται εφάπαξ από το πρόσωπο που αποκτά την οικεία ωφέλεια ή κέρδος και δεν παρακρατείται πλέον από τον αντισυμβαλλόμενο.
Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του ίδιου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 7 Μαρτίου 1996.

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται παράγραφος 8 στο άρθρο 13 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις θεσπίζεται αυτοτελής φορολογία με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στα έσοδα από έπαθλα ή βραβεία που αποκτούν όσοι κατέχουν και εκμεταλλεύονται δρόμωνες ίππους που χρησιμοποιούνται σε αγώνες ιπποδρομίου. Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60 του Ν.2238/1994, δηλαδή ο φόρος αποδίδεται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση μήνα.

Με την παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των ιδιοκτητών δρομώνων ίππων για τα έσοδα αυτά. Επισημαίνεται ότι ο συντελεστής δεκαπέντε τοις εκατό (15%) εφαρμόζεται στα έσοδα από έπαθλα ή βραβεία που αποκτούν όσοι κατέχουν και εκμεταλλεύονται τέτοιους ίππους. Διευκρινίζεται ότι δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του εσόδου, για την εφαρμογή αυτής της διάταξης, τα ποσά αμοιβών και ποσοστά που καταβάλλονται στους αναβάτες καθώς επίσης και τα ποσοστά των προπονητών από τα
υπόψη έπαθλα ή βραβεία.

Τέλος διευκρινίζεται ότι η αυτοτελής φορολογία που καθιερώθηκε για τα έσοδα από έπαθλα ή βραβεία από την εκμετάλλευση δρομώνων ίππων δεν ισχύει για νομικά πρόσωπα (Α.Ε., Ε.Π.Ε. κ.τ.λ.) που αναφέρονται στο άρθρο 101 του Ν.2238/1994, δεδομένου ότι από τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν.2238/1994 μόνο η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτούν οι δικαιούχοι από έπαθλα ή βραβεία από την 1η Ιανουαρίου 1996 και μετά.

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 60 του Ν.2238/1994. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται η διαδικασία απόδοσης του φόρου που παρακρατείται μεταξύ άλλων περιπτώσεων και κατά την αυτοτελή φορολογία των εσόδων από έπαθλα ή βραβεία δρομώνων ίππων.
Ο παρακρατηθείς αυτός φόρος αποδίδεται εφάπαξ με σχετική δήλωση που πρέπει να υποβληθεί μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση μήνα στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περίπτωση ε' του άρθρου 17 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η εξαίρεση από το τεκμήριο δαπανών απόκτησης περιουσιακών στοιχείων εκτός από τις δωρεές χρηματικών ποσών προς το Δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και στις δωρεές χρηματικών ποσών στο χώρο της Υγείας και της Πρόνοιας, δηλαδή προς τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και στα προνοιακά ιδρύματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα (κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου) και στα προνοιακά ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι δαπάνες λειτουργίας καλύπτονται τουλάχιστον κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%) με επιχορηγήσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29
του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή για δωρεές χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από 7 Μαρτίου 1996 και μετά. Κατά συνέπεια, δωρεές χρηματικών ποσών πάνω από εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές που έχουν καταβληθεί μέχρι και 6.3.1996 προς
τα νέα αυτά πρόσωπα αποτελούν για τους δωρητές αυτών τεκμήριο.

7. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην παράγραφο 14 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται και νομοθετικά αυτό που έχει γίνει ήδη δεκτό από τη Διοίκηση, ότι δηλαδή για τον υπολογισμό του ποσού του φόρου που πρέπει να καταβάλλουν οι πλανόδιοι λιανοπωλητές, λαμβάνεται ως έδρα η πόλη όπου ασκείται η εμπορική δραστηριότητα των πλανόδιων λιανοπωλητών, η οποία ενδεχόμενα να διαφέρει από την πόλη όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης π.χ. οικία του φορολογουμένου, η οποία έχει δηλωθεί ως έδρα για την παρακολούθηση της εφαρμογής των φορολογικών διατάξεων. Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση που ο πλανόδιος λιανοπωλητής ασκεί τη δραστηριότητά του χωρίς άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας, από την οποία να προκύπτει ο τόπος άσκησης της δραστηριότητας, επιβάλλεται το μεγαλύτερο ποσό φόρου, δηλαδή αυτό που αντιστοιχεί σε πόλη με πληθυσμό 200.000 κατοίκων και πάνω.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β' του άρθρου 29 του κοινοποιουμένου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτούνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά και κατά συνέπεια καταλαμβάνουν και ποσά φόρου που καταβλήθηκαν από την ημερομηνία αυτή και μετά.

8. Με την παράγραφο 8 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθενται δύο τελευταία εδάφια στην παράγραφο 15 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994. Με το πρώτο από αυτά τα νέα εδάφια ορίζεται, όπως και για τους πλανόδιους λιανοπωλητές για τους οποίους έγινε αναφορά παραπάνω, ότι για τον υπολογισμό του ποσού του φόρου που πρέπει να καταβάλλουν οι αποκλειστικά λιανοπωλητές σε κινητές λαϊκές αγορές λαμβάνεται ως έδρα η πόλη όπου ασκείται η εμπορική τους δραστηριότητα, δηλαδή η πόλη όπου βρίσκεται η λαϊκή αγορά. Οι διατάξεις αυτού του εδαφίου ισχύουν από το οικον. έτος 1995. Με το δεύτερο νέο εδάφιο ρυθμίζεται το θέμα της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των υποχρέων με τις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του
άρθρου 33 του Ν.2238/1994. Για τους υποχρέους αυτούς που δεν καταβάλλουν ή καταβάλλουν εκπρόθεσμα το φόρο εφαρμόζονται οι κυρώσεις που ορίζονται στα άρθρα 86 και 87 του Ν.2238/1994.
Οι κυρώσεις αυτές, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, εφαρμόζονται για ποσά φόρου που αφορούν τη διαχειριστική περίοδο από 1η Ιανουαρίου 1996 και μετά και καταβάλλονται εκπρόθεσμα από 7 Μαρτίου 1996 και μετά, ημέρα δημοσίευσης αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Εξαιρετικά για τα ποσά φόρου των πλανοδίων λιανοπωλητών και των λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές που θα καταβληθούν εκπρόθεσμα ή θα καταλογισθούν με πράξεις του αρμοδίου Προϊσταμένου της ΔΟΥ μέχρι 15 Σεπτεμβρίου 1996, δεν θα επιβληθούν οι κυρώσεις των ανωτέρω άρθρων. Για το θέμα αυτό σας παρασχέθησαν λεπτομερείς οδηγίες με την 1083448/ΠΟΛ. 1208/19.7.1996 διαταγή μας.

9. Με την παράγραφο 9 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η πρώτη περίοδος της παραγράφου 16 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994. Με τη νέα διάταξη ορίζεται και νομοθετικά αυτό που έχει γίνει ήδη δεκτό από τη Διοίκηση με την 1122241/2246/Α0012/ΠΟΛ. 1238/31.10.94 εγκύκλιο, ότι δηλαδή οι διατάξεις της παραγράφου 16 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 που αναφέρονται στις περιπτώσεις απαλλαγών από τα αντικειμενικά κριτήρια (λόγω αντικειμένου εργασιών, πληθυσμού πόλης κ.τ.λ.), δεν εφαρμόζονται για τους φορολογουμένους που υπάγονται στις ειδικές ρυθμίσεις των παραγράφων 13, 14 και 15 του ίδιου άρθρου (αποκλειστικά πλανόδιους λιανοπωλητές, αποκλειστικά λιανοπωλητές σε κινητές λαϊκές αγορές, εκμεταλλευτές ενοικιαζομένων δωματίων κ.τ.λ.). Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση β' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου ισχύουν από το οικονομικό έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

10. Με την παράγραφο 10 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παράγραφος 22 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται και νομοθετικά αυτό που έχει γίνει δεκτό ήδη από
τη Διοίκηση με την 1122241/2246/Α0012/ΠΟΛ. 1238/31.10.94 εγκύκλιο, ότι οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 12 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 δεν εφαρμόζονται μόνο για όσους ασκούν ατομική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα ατομικά, εφόσον πρόκειται για άτομα με ηλικία άνω των 65 ετών κ.τ.λ., τυφλούς και ανάπηρους με αναπηρία πάνω από ογδόντα τοις εκατό (80%). Δηλαδή, δεν εφαρμόζονται οι απαλλακτικές αυτές διατάξεις στους υπαγόμενους στα αντικειμενικά κριτήρια υποχρέους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 (Ο.Ε., Ε.Ε. κ.τ.λ).
Επίσης, με τις νέες διατάξεις ορίζεται και νομοθετικά ότι, οι απαλλακτικές αυτές διατάξεις λόγω ηλικίας, τύφλωσης ή αναπηρίας, δεν εφαρμόζονται στους φορολογουμένους που υπάγονται στις ειδικές ρυθμίσεις των παραγράφων 13 (εκμεταλλευτές ενοικιαζομένων δωματίων, διαμερισμάτων, κάμπιγκ, αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης), 14 (πλανόδιοι λιανοπωλητές) και 15 (λιανοπωλητές σε κινητές λαϊκές αγορές).
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου ισχύουν από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

11. Με την παράγραφο 11 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 23 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 και προστίθεται νέο τελευταίο εδάφιο.
Με τις νέες διατάξεις νομοθετείται αυτό που έχει ήδη γίνει δεκτό από τη Διοίκηση με την 1122241/2246/Α0012/ΠΟΛ. 1238/31.10.94 εγκύκλιο, ότι η άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει τη βεβαίωση του φόρου που οφείλεται και την είσπραξη του πενήντα τοις εκατό (50%) της διαφοράς του φόρου που βεβαιώθηκε, με βάση τη δήλωση και την εφαρμογή των διατάξεων για το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος από εμπορική επιχείρηση και ελευθέριο επάγγελμα. Η αναστολή αφορά τις δόσεις που δεν έχουν λήξει και δεν έχουν καταβληθεί κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής. Το ποσό που θα καταβληθεί με βάση τη δικαστική απόφαση δεν απαλλάσσεται από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

12. Με την παράγραφο 12 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται παράγραφος 25 στο άρθρο 33 του Ν.2238/1994. Με τη νέα διάταξη ορίζεται νομοθετικά αυτό που έχει γίνει ήδη δεκτό από τη Διοίκηση ότι για την εφαρμογή των αντικειμενικών κριτηρίων των εμπορικών επιχειρήσεων του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 η περιοχή της τέως Διοίκησης Πρωτεύουσας θεωρείαι ως μία πόλη.
Διευκρινίζεται όμως ότι τα παραπάνω δεν έχουν εφαρμογή για την εξαίρεση που προβλέπεται με τις διατάξεις της περίπτωσης δ' της παραγράφου 16 του άρθρου 33 (λόγω πληθυσμού κ.τ.λ.), καθόσον η διάταξη αυτή αναφέρεται σε δήμους, κοινότητες ή οικισμούς και όχι σε πόλη.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

13. Με την παράγραφο 13 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η υποπερίπτωση αα' του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ο υπολογισμός του παρακρατούμενου φόρου από τους υπόχρεους δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, κοινωφελή ιδρύματα κ.τ.λ. με συντελεστή 1% επεκτείνεται εκτός από τα υγρά καύσιμα στα προϊόντα καπνοβιομηχανίας (τσιγάρα).
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου ισχύουν για τιμολόγια που εκδίδονται από 7 Μαρτίου 1996, ημέρα δημοσίευσης του κοινοποιούμενου νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

14. Με την παράγραφο 14 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η υποπερίπτωση δδ' του δευτέρου εδαφίου και το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι εξαιρούνται από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου εισοδήματος οι δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης κοινωφελή ιδρύματα κ.τ.λ., όταν προμηθεύονται αγαθά ή τους παρέχονται υπηρεσίες από τις πολεμικές βιομηχανίες ΕΑΒ, ΕΒΟ, ΠΥΡΚΑΛ και επιπλέον από την ΕΛΒΟ.
Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις εξαιρούνται από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου εισοδήματος οι κατωτέρω υπόχρεοι:

α) Η Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε. και οι θυγατρικές της επιχειρήσεις Ολυμπιακή Αεροπλοϊα, Μακεδονικές Αερογραμμές, Ολυμπιακή Τουριστική, Olympic Catering, και Galileo Hellas για τα αγαθά που προμηθεύονται ή τις υπηρεσίες που παρέχονται σε αυτές. Σημειώνεται ότι η νέα αυτή διάταξη αποτελεί νομοτεχνική τακτοποίηση,
δεδομένου ότι η εξαίρεση αυτή είχε ήδη θεσπιστεί με την περίπτωση ιστ' του άρθρου 1 του Ν.2271/1994.

β) Τα καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών Α.Ε. για τα εμπορεύσιμα αγαθά που προμηθεύονται.

γ) Η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. για τα αγαθά που προμηθεύεται ή τις υπηρεσίες που παρέχονται σε αυτή και

δ) Η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου Α.Ε., οι θυγατρικές της επιχειρήσεις, καθώς και οι θυγατρικές των θυγατρικών. Διευκρινίζεται ότι και αυτή η διάταξη αποτελεί νομοτεχνική τακτοποίηση, δεδομένου ότι η εξαίρεση αυτή είχε ήδη θεσπιστεί με την παράγραφο 6 του άρθρου 15 του Ν.2289/1995.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παράγραφο 15 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τιμολόγια που εκδίδονται από 8 Φεβρουαρίου 1994 για τα αγαθά που προμηθεύονται και από 22 Μαρτίου 1994 για τις υπηρεσίες που τους παρέχονται.

15. Με την παράγραφο 16 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι η περίπτωση ιστ' του άρθρου 1 του Ν.2271/1994 (ΦΕΚ 229 Α') και η παράγραφος 6 του άρθρου 15 του Ν.2289/1995 (ΦΕΚ 27 Α') καταργούνται, μετά την ένταξή τους στο Ν.2238/1994 με την παράγραφο 14 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου.

16. Με την παράγραφο 17 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περίπτωση α' της παραγράφου 4 του άρθρου 52 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις εναρμονίζονται τα υφιστάμενα ποσοστά του προκαταβλητέου φόρου για εκπόνηση μελετών και σχεδίων από αρχιτέκτονες και μηχανικούς, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 49 του Ν.2238/1994, όπου απαριθμούνται λεπτομερώς οι διάφορες κατηγορίες αυτών των μελετών.
Ετσι ο προκαταβλητέος φόρος 4% υπολογίζεται στο ποσό της νόμιμης αμοιβής των αρχιτεκτόνων και μηχανικών για εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αφορούν έργα χωροταξικά (χωροταξικές και ρυθμιστικές μελέτες), πολεοδομικά (πολεοδομικές και ρυμοτομικές μελέτες), συγκοινωνιακά (μελέτες συγκοινωνιακών έργων οδών,
σιδηροδρομικών γραμμών, μικρών τεχνικών έργων, έργων υποδομής αερολιμένων και κυκλοφοριακές), υδραυλικά (μελέτες εγγειοβελτιωτικών έργων, φραγμάτων, υδρεύσεων και αποχετεύσεων, μελέτης οργάνωσης και επιχειρησιακής έρευνας, λιμενικών έργων, γεωργοοικονομικές - γεωργοτεχνικές εγγείων βελτιώσεων, γεωργοκτηνοτροφικού προγραμματισμού, γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και αλιευτικές) και τοπογραφικά (γεωδαιτικές, φωτογραμετρικές, χαρτογραφικές, κτηματογραφικές και τοπογραφικές μελέτες).
Μετά την ισχύ των παραπάνω διατάξεων ο προκαταβλητέος φόρος επί της νόμιμης αμοιβής που λαμβάνουν οι αρχιτέκτονες και μηχανικοί για εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αφορούν τις ανωδομές πάνω στα λιμενικά έργα υπολογίζεται με συντελεστή 10% και όχι 4%.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 7 Μαρτίου 1996.

17. Με τις παραγράφους 18, 19, 20 και 21 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου τροποποιούνται ορισμένες διατάξεις των άρθρων 62 και 64 του Ν.2238/1994 που αναφέρονται στις προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, εταιριών, κοινοπραξιών και κοινωνιών που ασκούν επιχείρηση ή
επάγγελμα ειδικότερα:

α) Με την παράγραφο 18 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Ν.2238/1994.
Με τις νές διατάξεις μετατίθεται μέχρι τις 17 Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους, από 12 Μαρτίου που ίσχυε, η προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, όταν μεταξύ των εισοδημάτων αυτών περιλαμβάνονται εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες. Επίσης, μέχρι 17 Μαρτίου υποβάλλεται η δήλωση φυσικών προσώπων εάν σ' αυτήν περιλαμβάνεται εισόδημα από συμμετοχή σε εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία που δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση γ' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1996, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά.

β) Με την παράγραφο 19 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται υποπερίπτωση στστ' στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Ν.2238/1994.
Με τη νέα διάταξη επιτρέπεται η υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικού προσώπου μέχρι της 15 Απριλίου του οικείου οικον. έτους όταν σ'αυτή περιλαμβάνεται εισόδημα από εκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση γεωργικής γης. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

γ) Με την παράγραφο 20 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθενται μετά την περίπτωση ε' νέες περιπτώσεις στ' και ζ' στην παράγραφο 1 του άρθρου 62 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις η δήλωση φορολογίας εισοδήματος ατομικής εμπορικής επιχείρησης, η οποία δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή ελεύθερου επαγγελματία που ασκεί ατομικά το επάγγελμά του και δεν τηρεί βιβλία αν και υπόχρεος ή τηρεί βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποβάλλεται στις ακόλουθες προθεσμίες ανάλογα με το γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου από το οποίο αρχίζει το επώνυμό τους (ανεξάρτητα αν υπόκεινται ή όχι στα αντικειμενικά κριτήρια):

α) Μέχρι τις 2 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από το γράμμα Α'.

β) Μέχρι τις 3 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από τα γράμματα Β' ή Γ'.

γ) Μέχρι τις 4 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από τα γράμματα Δ' ή Ε'.

δ) Μέχρι τις 5 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από τα γράμματα Ζ' έως και Ι'.

ε) Μέχρι τις 6 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από το γράμμα Κ'.

στ) Μέχρι τις 7 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από τα γράμματα Λ' ή Μ'.

ζ) Μέχρι τις 8 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από τα γράμματα Ν' έως και Π'.

η) Μέχρι τις 9 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από τα γράμματα Ρ' ή Σ'.

θ) Μέχρι τις 10 Μαρτίου του οικείου οικον. έτους για τους υποχρέους που το επώνυμό τους αρχίζει από τα γράμματα Τ' έως και Ω'.

Αν κάποια από τις πιο πάνω προθεσμίες συμπίπτει με ημέρα που είναι εξαιρέσιμη ή αργία για τις δημόσιες υπηρεσίες, τότε η προθεσμία αυτή μεταφέρεται στην αμέσως επόμενη εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα και οι επόμενες προθεσμίες από αυτήν μεταφέρονται διαδοχικά στις κατά σειρά αντίστοιχες επόμενες εργάσιμες ημέρες.
Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν δήλωση επειδή έχουν υπερβεί το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας τους και δεν υποχρεούνται από άλλη διάταξη να υποβάλλουν δήλωση σε κάποια άλλη ημερομηνία, έχουν προθεσμία υποβολής της δήλωσής τους μέχρι 22 Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση γ' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1996, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά.

δ) Με την παράγραφο 21 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 64 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι οι ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, οι συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και οι
κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ., υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στις εξής προθεσμίες:

α) Μέσα στις προθεσμίες που αναφέρονται στην περίπτωση στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 62, ανάλογα με το γράμμα της Ελληνικής αλφαβήτου από το οποίο αρχίζει η επωνυμία τους, αν η εταιρία ή η κοινοπραξία κ.τ.λ. δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. (ανεξάρτητα αν υπόκεινται ή όχι στα αντικειμενικά κριτήρια).
Σημειώνεται ότι ως γράμμα που αρχίζει η επωνυμία λαμβάνεται αυτό που αναγράφεται πρώτο στο συστατικό τους έγγραφο, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Με βάση αυτό, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση ποια είναι η επωνυμία της εταιρίας, κοινοπραξίας κ.τ.λ., όπως αυτή αναφέρεται στο καταστατικό σύστασης, το αρχικό ή, αν έχουν γίνει τροποποιήσεις, την τελευταία τροποποίηση αυτού που ισχύει, και με βάση το πρώτο γράμμα της επωνυμίας αυτής υποβάλλεται η δήλωση στην προθεσμία που ορίζει ο νόμος. Για καλύτερη κατανόηση παραθέτουμε ορισμένα
παραδείγματα:

αα) Εάν στο καταστατικό αναγράφεται η επωνυμία "Κ.Σαραντόπουλος και Σία Ο.Ε.", πρώτο γράμμα αυτής είναι το Κ.

ββ) Εάν αναγράφεται η επωνυμία "Δημητριάδης Αριστείδης και Σία Ε.Ε.", πρώτο γράμμα είναι το Δ.

γγ) Εάν αναγράφεται "Μ. και Γ. Εκαρπίδης Ο.Ε.", πρώτο γράμμα είναι το Μ.

δδ) Εάν αναγράφεται "Αφοί Τερζόπουλοι Ο.Ε.", πρώτο γράμμα είναι το Α.

εε) Εάν αναγράφεται "Αφοί Διαμαντή και Σία Ο.Ε.", πρώτο γράμμα είναι το Α.

στστ) Εάν αναγράφεται "Σφυρίου Π. - Παναγιώτου Ξεν. Ο.Ε.", πρώτο γράμμα είναι το Σ.

ζζ) Εάν αναγράφεται κοινοπραξία "Χ.Λυγερός - Σ.Μάνος", πρώτο γράμμα είναι το Χ.

β) Μέχρι τις 15 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους αν:

αα) Η εταιρία έχει ως αντικείμενο εργασιών την αντιπροσώπευση ή πρακτόρευση ασφαλιστικών εταιριών ή τη μεσιτεία ασφαλειών, καθώς και την πρακτόρευση ή αντιπροσώπευση τραπεζών ή αν αυτή συμμετέχει σε εταιρία ή κοινοπραξία που τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και εφόσον η διαχειριστική περίοδος αυτής έληξε μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

ββ) Μεταξύ των εισοδημάτων των υπόχρεων προσώπων (εταιριών, κοινωνιών κ.τ.λ.) περιλαμβάνονται και γεωργικά εισοδήματα ή εισοδήματα από εκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση γεωργικής γης.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση γ' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1996, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά.

18. Με την παράγραφο 22 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 75 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις παρέχεται το δικαίωμα στον αρμόδιο επιθεωρητή δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, ύστερα από αίτημα του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, να ακυρώνει ή τροποποιεί το φύλλο ελέγχου, που οριστικοποιήθηκε επειδή δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο ή επειδή εκδόθηκε για δήλωση η οποία κρίθηκε ειλικρινής, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Αν ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδόσει το φύλλο ελέγχου δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί στη φορολογία.

β) Για λογιστικό λάθος.

γ) Για εσφαλμένο προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος και του φόρου που αναλογεί σε αυτό.

Στις παραπάνω περιπτώσεις δεν απαιτείται αίτηση του φορολογουμένου. Το αίτημα του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. για ακύρωση ή τροποποίηση του παραπάνω φύλλου ελέγχου υποβάλλεται μέσα σε τρία (3) έτη από την καταχώρηση του οικείου φύλλου ελέγχου στο βιβλίο που ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 68 του
Ν.2238/1994.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 7 Μαρτίου 1996. Συνεπώς, εφαρμόζονται σε φύλλα ελέγχου για τα οποία δεν έχει παρέλθει τριετία από την καταχώρησή τους στο οικείο βιβλίο.

19. Με την παράγραφο 23 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η υποχρέωση των συμβολαιογράφων να ζητούν πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και στις περιπτώσεις μεταβίβασης γεωργικής γης, από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκε το γεωργικό εισόδημα από την εκμετάλλευση του μεταβιβαζομένου αγροτικού ακινήτου κατά την τελευταία διετία πριν από τη μεταβίβασή του. Σε περίπτωση μεταβίβασης με οποιοδήποτε τρόπο της κυριότητας γεωργικής γης ή συστάσεως επ' αυτής εμπράγματων δικαιωμάτων, της οποίας ο κύριος, επικαρπωτής
κ.τ.λ. αποκτά από την εκμετάλλευσή του γεωργικό εισόδημα ως κατά κύριο επάγγελμα αγρότης ή μη και από τις ισχύουσες διατάξεις έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος, υποχρεούται να προσκομίσει στο συμβολαιογράφο για τη σύνταξη του οικείου συμβολαίου μεταβίβασης του ακινήτου, πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., από το οποίο να προκύπτει ότι το εισόδημα από την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου ακινήτου που μεταβιβάζεται, δηλώθηκε στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία διετία
πριν από τη μεταβίβαση.
Σε περίπτωση που ο κύριος, επικαρπωτής κ.τ.λ. της γεωργικής γης που μεταβιβάζεται αποκτά γεωργικό εισόδημα και δεν έχει υποχρέωση από τις ισχύουσες διατάξεις να υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος, θα πρέπει να υποβάλει στον προϊστάμενο της αρμόδιας για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, στην οποία θα βεβαιώνει ότι δεν είχε υποχρέωση να υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος κατά το χρόνο που ήταν κύριος, επικαρπωτής ή νομέας του και πάντως όχι πέρα των δύο ετών πριν από το χρόνο της μεταβίβασης. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο στον ιδιοκτήτη του ακινήτου, προκειμένου να το προσκομίσει στο συμβολαιογράφο για τη σύνταξη του οικείου συμβολαίου μεταβίβασης του ακινήτου.

Επίσης, σε περίπτωση που το ακίνητο αυτό δεν απέφερε εισόδημα την τελευταία πενταετία πριν από τη μεταβίβασή του ή την παραχώρηση της υποθήκης, ο κύριος, επικαρπωτής κ.τ.λ. αυτού πρέπει να υποβάλει στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός του, υπεύθυνη δήλωση, σε δύο αντίτυπα, στην οποία θα βεβαιώνει ότι το ακίνητο αυτό δεν του απέφερε εισόδημα ούτε από εκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση, ούτε από γεωργική εκμετάλλευση. Από αυτά, το ένα παραμένει στη Δ.Ο.Υ. και το άλλο επιστρέφεται θεωρημένο στον ιδιοκτήτη του ακινήτου, προκειμένου να το προσκομίσει στο συμβολαιογράφο για τη σύνταξη του οικείου συμβολαίου μεταβίβασης του ακινήτου. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων για τη μεταβίβαση γεωργικής γης με οποιοδήποτε τρόπο, αν δεν προσκομισθεί από τον μεταβιβάζοντα το πιο πάνω πιστοποιητικό ή υπεύθυνη δήλωση. Το πιστοποιητικό αυτό ή η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, θα μνημονεύεται στη συμβολαιογραφική πράξη και θα προσαρτάται σ' αυτή. Τα παραπάνω εφαρμόζονται ανάλογα και σε περίπτωση εγγραφής υποθήκης σε αγροτικό ακίνητο.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 7 Μαρτίου 1996.

20. Με την παράγραφο 24 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η υποχρέωση των φυλάκων μεταγραφών και στις περιπτώσεις μεταγραφής της μεταβίβασης γεωργικής γης, καθώς και στις περιπτώσεις μεταγραφής της δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ή κληροδοσίας ή κληρονομητηρίου γεωργικής γης να ζητούν πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ότι δηλώθηκε το γεωργικό εισόδημα από την εκμετάλλευση του μεταβιβαζομένου ή κληρονομιαίου ακινήτου κατά την τελευταία διετία πριν από τη μεταβίβασή του ή το θάνατο του κληρονομούμενου.
Οσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο του παρόντος ισχύουν ανάλογα και για τους φύλακες μεταγραφών, προκειμένου για τη μεταγραφή δικαιοπραξιών, εγγραφής υποθήκης ή αποδοχής κληρονομίας ή κληροδοσίας ή κληρονομητηρίου γεωργικής γης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 7 Μαρτίου 1996.

21. Με την παράγραφο 25 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου, μετά την παράγραφο 15 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994, προστίθενται νέες παράγραφοι 16 έως και 18 και η παράγραφος 16 αυτού αριθμείται σε 19.
Με τις διατάξεις της νέας παραγράφου 16 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994, θεσπίζεται η υποχρέωση των δημόσιων υπηρεσιών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τραπεζών, πιστωτικών οργανισμών, συνεταιρισμών ή ενώσεων συνεταιρισμών και γενικά ενώσεων προσώπων που καταβάλουν επιδοτήσεις ή αποζημιώσεις επί της
γεωργικής παραγωγής να ζητούν το πιστοποιητικό ή την υπεύθυνη δήλωση που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994.
Ειδικότερα προκειμένου τα πιο πάνω πρόσωπα να καταβάλουν:

α) επιδοτήσεις ποσού άνω των 500.000 δραχμών για τη φυτική παραγωγή και 750.000 δραχμών για τη ζωική παραγωγή σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και

β) κάθε μορφής και ποσού επιδότηση, καθώς και κάθε ποσό αποζημίωσης γεωργικής παραγωγής λόγω έκτακτων και απρόβλεπτων ζημιών σε μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, απαιτείται να προσκομίζεται το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ότι δηλώθηκε το καθαρό γεωργικό εισόδημα την τελευταία διετία και μάλιστα το καθαρό γεωργικό εισόδημα της συγκεκριμένης φυτικής ή ζωϊκής παραγωγής που επιδοτείται ή αποζημιώνεται κατά την προηγούμενη από την είσπραξη της επιδότησης ή της αποζημίωσης διαχειριστική περίοδο.

Η υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 1 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994 ότι το πρόσωπο που επιδοτείται ή αποζημιώνεται δεν απόκτησε γεωργικό εισόδημα κατά την τελευταία πενταετία πριν από την είσπραξη της επιδότησης ή της αποζημίωσης δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η επιδότηση ή
αποζημίωση γεωργικής παραγωγής προϋποθέτει την απόκτηση γεωργικού εισοδήματος τουλάχιστον κατά το έτος που αφορά η επιδότηση ή αποζημίωση. Στις παρακάτω περιπτώσεις που:

α) ο φορολογούμενος απόκτησε γεωργικό εισόδημα και δεν είχε υποχρέωση από τις ισχύουσες διατάξεις να υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος,

β) κατά κύριο επάγγελμα αγρότες εισπράττουν επιδοτήσεις φυτικής παραγωγής κάτω από 500.000 δραχμές και ζωϊκής παραγωγής κάτω από 750.000 δραχμές και δεν έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος,

γ) επιδοτήσεις ή αποζημιώσεις γεωργικής παραγωγής εισπράττονται πριν από την λήξη της προθεσμίας υποβολής φορολογικής δήλωσης του δικαιούχου για το εισόδημα που αφορά η επιδότηση ή αποζημίωση, υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, στην οποία θα δηλώνεται ότι δεν υπάρχει
υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο στο δικαιούχο προκειμένου να το προσκομίσει στο φορέα που του καταβάλει τις επιδοτήσεις ή τις αποζημιώσεις.
Σε περίπτωση που εισπράττεται αποζημίωση από κατά κύριο επάγγελμα αγρότες δεν απαιτείται να προσκομισθεί ούτε το πιστοποιητικό ούτε η υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 1 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994.
Εξάλλου, τα πιο πάνω πρόσωπα ή οι ενώσεις προσώπων υποχρεούνται να αρνηθούν την καταβολή επιδοτήσεων ή αποζημιώσεων επί της γεωργικής παραγωγής αν δεν προσκομισθεί από το δικαιούχο το πιο πάνω πιστοποιητικό ή η υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, κατά περίπτωση, τα οποία θα μνημονεύονται στην οικεία απόδειξη
πληρωμής και θα προσαρτώνται σ' αυτή.

Εκτός των όσων αναφέρονται πιο πάνω ειδικά οι δικαιούχοι των επιδοτήσεων - αποζημιώσεων, προκειμένου να τις εισπράξουν, μπορούν εφόσον το επιθυμούν, να προσκομίσουν στους φορείς που τις καταβάλουν, αντί του προβλεπόμενου πιστοποιητικού, επικυρωμένο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., ακριβές αντίγραφο της πρώτης και τρίτης σελίδας του εντύπου Ε3 "Αναλυτικά στοιχεία φορολογίας εισοδήματος" που υποβάλλεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος.

22. Με τις διατάξεις της νέας παραγράφου 17 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994, θεσπίζεται υποχρέωση όπως οι δημόσιες υπηρεσίες που χορηγούν άδεια κυκλοφορίας αγροτικού αυτοκινήτου σε κατά κύριο επάγγελμα και μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, ζητούν πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ότι δηλώθηκε το καθαρό γεωργικό εισόδημα κατά την τελευταία διετία πριν από την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας ή την υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986 ότι δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος την τελευταία διετία πριν από την έκδοση της οικείας άδειας, κατά περίπτωση, όπως λεπτομερώς αναλύεται ανωτέρω.

23. Με τις διατάξεις της νέας παραγράφου 18 του άρθρου 81 του Ν.2238/1994, θεσπίζεται υποχρέωση όπως οι δημόσιες υπηρεσίες, οι δήμοι και οι κοινότητες του κράτους, το Ταμείο Λαϊκών Αγορών και κάθε άλλη αρμόδια αρχή που χορηγεί άδεια για την πώληση αγροτικών προϊόντων πλανοδίως ή σε λαϊκές αγορές σε αγρότες κατά
κύριο επάγγελμα, ζητούν πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ότι δηλώθηκε το γεωργικό εισόδημα την τελευταία πριν από τη χορήγηση της άδειας διετία.
Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος απόκτησε γεωργικό εισόδημα κατά την τελευταία διετία πριν από τη χορήγηση της άδειας και δεν είχε υποχρέωση από τις ισχύουσες διατάξεις να υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος, υποβάλλεται στον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, στην οποία θα δηλώνεται ότι αποκτήθηκε γεωργικό εισόδημα αλλά δεν υπήρχε υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο στο δικαιούχο προκειμένου να το προσκομίσει στο φορέα που του χορηγεί την άδεια.

Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν απόκτησε εισόδημα κατά την τελευταία πενταετία πριν από τη χορήγηση της άδειας υποβάλλεται η υπεύθυνη δήλωση που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 81.
24. Οι διατάξεις της παραγράφου 25 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του ίδιου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 7 Μαρτίου 1996.

25. Με την παράγραφο 26 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 87 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις γίνεται νομοτεχνική τροποποίηση της διάταξης που αντικαθίσταται και επεκτείνεται η επιβολή των προστίμων που ποροβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 87 και στις επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων
λιανοπωλητών και αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές.
Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου αναφέρουμε σχετικά ανωτέρω στην παράγραφο 8 της παρούσας εγκυκλίου.

26. Με την παράγραφο 27 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 87 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι για την κοινοποίηση της πράξης και της διαδικασίας βεβαίωσης του προστίμου που επιβάλλεται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού (87) εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του ιδίου νόμου (Ν.2238/1994) που αναφέρονται στη διαδικασία βεβαίωσης φόρου εισοδήματος.

27. Με την παράγραφο 28 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του Ν.1473/1984, όπως ισχύει και προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο.
Με τις νέες διατάξεις ρυθμίζεται νομοθετικά αυτό που μέχρι σήμερα είχε γίνει δεκτό διοικητικά με την 1103832/1509/Α0012/ΠΟΛ. 1323/30.9.93 διαταγή μας και διευκρινίζεται πότε αρχίζει η εξάμηνη προθεσμία για την έντοκη επιστροφή φόρου. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι η εξάμηνη προθεσμία για την έντοκη επιστροφή του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επόμενου από την υποβολή της δήλωσης του φορολογουμένου στις περιπτώσεις εκείνες που η εκκαθάριση του φόρου, των τελών χαρτοσήμου κ.τ.λ. γίνεται επί του σώματος της δήλωσης με την κατάθεση της οποίας δημιουργείται η υποχρέωση ταυτόχρονης καταβολής της πρώτης δόσης ή
ολόκληρου, κατά περίπτωση, του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου, όπως π.χ. στις δηλώσεις του άρθρου 64 του Ν.2238/1994 (δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος Ο.Ε., Ε.Ε., κοινοπραξιών κ.τ.λ.) και στις δηλώσεις των Α.Ε. και Ε.Π.Ε., καθώς και των λοιπών νομικών προσώπων που φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 107 του Ν.2238/1994.

Αντίθετα, στην περίπτωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων ή άλλου είδους δήλωσης της οποίας η εκκαθάριση του φόρου δεν ενεργείται συγχρόνως με την κατάθεση της δήλωσης, ούτε και καταβάλλεται με αυτή κανένα ποσό φόρου, η εξάμηνη προθεσμία για την έντοκη επιστροφή του τυχόν πιστωτικού υπολοίπου του φόρου, που προκύπτει κατά την εκκαθάριση της αρχικής ή συμπληρωματικής δήλωσης, αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επόμενου από την ημερομηνία έκδοσης του εκκαθαριστικού σημειώματος υπολογισμού του φόρου.

28. Με την παράγραφο 29 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαταστάθηκε η περίπτωση ε' της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος που προβλέπεται από τη διάταξη που αντικαθίσταται και στους τόκους που προέρχονται από καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του Ν.1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α') σε Τράπεζες, περιλαμβανομένων σ' αυτές και των υποχρεωτικών ή μη καταθέσεών τους στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι νέες αυτές διατάξεις, σύμφωνα με την περίπτωση η' του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από την 7η Μαρτίου 1996.

29. Με την παράγραφο 30 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαταστάθηκε η περίπτωση στ' της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις η εξαίρεση από την αυτοτελή φορολόγηση που προβλέπεται από το άρθρο 12 του Ν.2238/1994, επεκτείνεται και στους τόκους που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, δηλαδή στους τόκους που προέρχονται από καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με την μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του Ν.1667/1986 σε Τράπεζες, περιλαμβανομένων σ' αυτές και των υποχρεωτικών ή μη καταθέσεών τους στην Τράπεζα της Ελλάδος. Και αυτές οι νέες διατάξεις, σύμφωνα με την ως άνω περίπτωση (η') του άρθρου 29 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (7.3.1996).

30. Με τις διατάξεις των παραγράφων 31, 32 και 33 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου έγινε αναπροσαρμογή, κατά 4% ετησίως για την πενταετία 1996-2000 των συντελεστών φόρου των πλοίων του άρθρου 6 του Ν.27/1975 και εισφοράς του άρθρου 10 του ίδιου νόμου και των συντελεστών της ειδικής εισφοράς
υπέρ του ΝΑΤ του άρθρου 4 του Ν.29/1975, η οποία αναπροσαρμογή προβλέπεται από τις διατάξεις των νόμων αυτών. Σχετικές οδηγίες δόθηκαν με την αριθ. 1051220/15025/Γ0012/ΠΟΛ. 1138/2.5.1996 διαταγή μας.

31. Με την παράγραφο 34 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου οι προθεσμίες παραγραφής που λήγουν την 31η Δεκεμβρίου 1995 παρατείνονται για ένα έτος από τη λήξη τους. Σχετικές οδηγίες γι' αυτές τις διατάξεις παρασχέθηκαν με την αριθμ. 1040656/2047/Α009/ΠΟΛ. 1112/26.3.1996 διαταγή μας.

Αρθρο 7
Κίνητρα συγχώνευση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ρύθμιση θεμάτων επενδύσεων και μετασχηματισμών επιχειρήσεων

Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 6 του άρθρου αυτού παρέχονται φορολογικά κίνητρα για τη συγχώνευση μικρομεσαίων επιχειρήσεων με σκοπό τη σύσταση νέας προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμης εταιρίας. Τα κίνητρα αυτά συνίστανται στις φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις που παρέχονται με το Ν.Δ.1297/72 και περαιτέρω, σε απαλλαγή, για πέντε χρόνια, από το φόρο εισοδήματος μέρους των κερδών της προερχόμενης από την συγχώνευση εταιρίας. Ειδικότερα:

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 προβλέπεται ότι μπορούν να συγχωνευθούν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως και 6, όλων των μορφών οι επιχειρήσεις, με εξαίρεση αυτές που λειτουργούν με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας, με σκοπό την ίδρυση προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμης εταιρίας. Επισημαίνεται ότι, δεν είναι δυνατή με βάση τις διατάξεις του κοινοποιουμένου νόμου η μετατροπή οποιασδήποτε μορφής επιχείρησης σε Ε.Π.Ε. ή Α.Ε., ή η συγχώνευση οποιασδήποτε μορφής επιχείρησης με απορρόφηση από υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη Α.Ε., ή εισφορά κλάδου ή τμήματος επιχείρησης σε Α.Ε. κ.λπ., αλλά μόνο η συγχώνευση δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων (πλην Α.Ε.) με την οποία θα ιδρύεται καινούργια (νέο νομικό πρόσωπο) προσωπική εταιρία ή Ε.Π.Ε. ή ανώνυμη εταιρία.
Επομένως από τη συγχώνευση μπορούν να δημιουργηθούν:

- Προσωπικές εταιρίες (Ο.Ε. ή Ε.Ε.), εφόσον οι συγχωνευόμενες είναι ατομικές επιχειρήσεις, προσωπικές εταιρίες και κοινωνίες αστικού δικαίου και σε κάθε περίπτωση όταν καμμία από τις συγχωνευόμενες δεν είναι Α.Ε.

- Εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, εφόσον οι συγχωνευόμενες είναι ατομικές επιχειρήσεις, προσωπικές εταιρίες, Ε.Π.Ε. και οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή, εκτός της Α.Ε.

- Ανώνυμες εταιρίες, εφόσον οι συγχωνευόμενες είναι οποιασδήποτε νομικής μορφής, εκτός από ανώνυμες εταιρίες.

Διευκρινίζεται ότι μεταξύ των συγχωνευομένων επιχειρήσεων δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνεται υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρίας ή οργανισμού, καθόσον στο νόμο δεν γίνεται αναφορά για "εγκατεστημένες στην Ελλάδα" επιχειρήσεις, όπως συμβαίνει με τις διατάξεις του Ν.2166/1993.

Εξάλλου, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προβλέπεται ότι μπορούν να συγχωνευθούν όλες οι επιχειρήσεις, με εξαίρεση τις ανώνυμες εταιρίες, ανεξάρτητα από το αντικείμενο εργασιών τους. Περαιτέρω όμως, όπως αναφέρεται και στη συνέχεια της παρούσας εγκυκλίου, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του κοινοποιούμενου άρθρου 7 του Ν.2386/1996 ορίζεται ότι, οι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.Δ.1297/72, σύμφωνα με τις οποίες, οι ευεργετικές διατάξεις του νομοθετήματος αυτού "δεν εφαρμόζονται επί επιχειρήσεων των οποίων το αντικείμενο των εργασιών είναι κατά κύριο λόγο η κατασκευή ή εκμετάλλευση πάσης φύσεως ακινήτων πλην των ξενοδοχειακών τοιούτων", εφαρμόζονται ανάλογα και επί των συγχωνεύσεων του άρθρου αυτού.

Ενόψει των ανωτέρω και λόγω του σαφούς και περιοριστικού περιεχομένου των διατάξεων της παρ. 5 συνάγεται το συμπέρασμα ότι, οι κτηματικές και οικοδομικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να συγχωνευθούν με βάση τις διατάξεις του παρόντος για τη σύσταση νέας προσωπικής εταιρίας ή Ε.Π.Ε. ή Α.Ε. Αντίθετα, οι τεχνικές εργοληπτικές επιχειρήσεις, που είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων και ασχολούνται με την εκτέλεση δημοσίων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων εμπίμπτουν στις διατάξεις του άρθρου αυτού (1038682/ΠΟΛ. 1088/27.3.95 εγκύκλιος).

Τέλος, από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν τίθεται κανένας περιορισμός ως προς την κατηγορία των βιβλίων που πρέπει να τηρούν κατά το χρόνο της συγχώνευσης οι συγχωνευόμενες επιχειρήσεις. Επομένως, οι ατομικές επιχειρήσεις, οι ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες μπορούν να συγχωνευθούν με τις διατάξεις του παρόντος, ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων που τηρούν.

2. Με την παράγραφο 2 προβλέπεται η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος μέρους των κερδών της προερχόμενης από τη συγχώνευση εταιρίας και με την παράγραφο 3 ορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης της απαλλαγής, η εμφάνιση του απαλλασσόμενου τμήματος κερδών κ.λπ.
Η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος ανέρχεται σε ποσοστό 25% των συνολικών καθαρών κερδών που προκύπτουν από τον ισολογισμό της συνιστώμενης εταιρίας για το τμήμα των κερδών μέχρι 20.000.000 δρχ. και σε ποσοστό 20% για το πέραν των 20.000.000 δρχ. καθαρών κερδών.

Ως βάση υπολογισμού των απαλλασσομένων της φορολογίας κερδών λαμβάνονται κατά ρητή διάταξη του νόμου, τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από τον ισολογισμό της συνιστώμενης εταιρίας και τα οποία δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος αυτής.

Επομένως, ως προς τη βάση υπολογισμού διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:

α. Λαμβάνονται τα λογιστικά κέρδη, δηλαδή τα κέρδη που εμφανίζονται στην "Κατάσταση Λογαριασμού Αποτελέσματα Χρήσεως" και τα οποία δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσό των αναμορφουμένων κερδών που δηλώνονται από την επιχείρηση με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και το οποίο προέρχεται από δηλωθείσες λογιστικές διαφορές. Επίσης δεν λαμβάνονται υπόψη οι λογιστικές διαφορές που διαπιστώνονται από το φορολογικό έλεγχο.

Διευκρινίζεται ότι από τα κέρδη κάθε διαχειριστικής χρήσης, προκειμένου να υπολογισθεί το αφορολόγητο ποσό κερδών, θα αφαιρούνται πριν από κάθε άλλη έκπτωση οι συμψηφιζόμενες με βάση τις κείμενες διατάξεις ζημιές παρελθουσών χρήσεων.

β. Εάν μεταξύ των καθαρών κερδών του ισολογισμού περιλαμβάνονται έσοδα αφορολόγητα ή έσοδα φορολογηθέντα κατ' ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή έσοδα και κέρδη από συμμετοχές σε ημεδαπές εταιρίες, αφαιρούνται τα ως άνω ποσά προκειμένου να εξευρεθούν τα καθαρά κέρδη επί των οποίων θα υπολογισθούν τα απαλλασσόμενα της φορολογίας κέρδη κατ' εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου. γ. Δεδομένου ότι με βάση τις διατάξεις της περ. γ' της παρ. 3 του άρθρου αυτού
απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εμφάνιση του απαλλασσομένου της φορολογίας εισοδήματος ποσού κερδών στα βιβλία της συνιστώμενης εταιρίας σε ειδικό λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού, προκύπτει ότι για να υπάρξει απαλλαγή μέρους των κερδών της συνιστώμενης εταιρίας, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εμφάνισης των κερδών αυτών σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, η συνιστώμενη εταιρία δεν θα μπορεί να τύχει της απαλλαγής μέρους των κερδών που προβλέπεται από το κοινοποιούμενο άρθρο, π.χ. όταν το ποσό του φόρου της τρέχουσας χρήσης και το ποσό του φόρου των παρελθουσών χρήσεων είναι μεγαλύτερο των καθαρών κερδών του ισολογισμού, όταν μετά το σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού και τη διανομή κερδών δεν απομένει υπόλοιπο κερδών.

Διευκρινίζεται ότι αν η συνιστώμενη από τη συγχώνευση εταιρία είναι προσωπική, θα πρέπει προκειμένου να απαλλαγεί του φόρου εισοδήματος ένα μέρος των κερδών, να τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., καθόσον ο υπολογισμός των απαλλασσομένων κερδών γίνεται επί των καθαρών κερδών που προκύπτουν από τον ισολογισμό.

3. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζεται ότι, η πιο πάνω απαλλαγή παρέχεται για τα πέντε (5) πρώτα οικονομικά έτη από το χρόνο της συγχώνευσης.
Ως προϋποθέσεις χορήγησης της απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος ορίζονται οι εξής:

α) Η προερχόμενη από τη συγχώνευση εταιρία πρέπει να έχει κατά το χρόνο της συγχώνευσης κεφάλαιο όχι μικρότερο:

αα) των 20.000.000 δρχ., εκ των οποίων το 1/3 καταβεβλημένο σε μετρητά, προκειμένου για ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία,

ββ) των 40.000.000 δρχ., προκειμένου για εταιρία περιορισμένης ευθύνης,

γγ) των 100.000.000 δρχ., προκειμένου για ανώνυμη εταιρία.

Περαιτέρω, επειδή με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του κοινοποιουμένου νόμου ορίζεται ότι "οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 5, 6, 9, 10 και 12 του Ν.Δ.1297/72 εφαρμόζονται ανάλογα και επί των συγχωνεύσεων του παρόντος άρθρου" (και όχι μόνο της παραγράφου 1 του άρθρου 7) προκύπτει ότι, το ελάχιστο ύψος του εταιρικού ή μετοχικού κεφαλαίου της προερχόμενης από τη συγχώνευση εταιρίας αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο για την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος τμήματος των κερδών της προερχόμενης από τη συγχώνευση εταιρίας, αλλά και προϋπόθεση για να λάβει χώρα αυτή καθεαυτή η συγχώνευση των επιχειρήσεων. Επομένως, αν το ύψος του εταιρικού κεφαλαίου της προσωπικής εταιρίας ή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή του μετοχικού κεφαλαίου της ανωνύμου εταιρίας αντίστοιχα, όπως αυτό διαμορφώνεται και με την προς κεφαλαιοποίηση υπεραξία, που προκύπτει από την αποτίμηση της επιτροπής του άρθρου 9 του Κ.Ν.2190/20, είναι μικρότερο από τα προαναφερθέντα ελάχιστα όρια, θα πρέπει να λαμβάνει χώρα και πραγματική συμπληρωματική εισφορά είτε από τους παλαιούς εταίρους, είτε από τρίτους (νέοι εταίροι ή μέτοχοι).

β) Οι προς συγχώνευση κάθε φορά επιχειρήσεις πρέπει να βρίσκονται σε λειτουργία τουλάχιστον 4 χρόνια πριν από το χρόνο ολοκλήρωσης της συγχώνευσης (καταχώρησης μητρώου ανωνύμων εταιριών κ.λπ.). Διευκρινίζεται ότι οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αδράνεια δεν μπορούν να συγχωνευθούν με βάση τις διατάξεις του παρόντος.

γ) Το μέρος των κερδών που απαλλάσσεται της φορολογίας πρέπει να εμφανίζεται στα βιβλία της προερχόμενης από τη συγχώνευση εταιρίας σε ειδικό λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και φορολογείται κατά το χρόνο διανομής του ή διάλυσης της εταιρίας με βάση τις ισχύουσες διατάξεις φορολογίας εισοδήματος.

4. Με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 4, η αποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρουν οι συγχωνευόμενες επιχειρήσεις στη συνιστώμενη Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. ή προσωπική εταιρία, ενεργείται από την εκτιμητική
επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν.2190/20.
Η αξία που προσδιορίζει για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο χωριστά αποτελεί για τη νέα εταιρία την αξία κτήσης των περιουσιακών αυτών στοιχείων. Κατά συνέπεια, στον ισολογισμό έναρξης, που θα συντάξει η προερχόμενη από τη συγχώνευση εταιρία κατά το χρόνο έναρξης της νομικής προσωπικότητάς της, τα εισφερθέντα περιουσιακά στοιχεία θα απογραφούν με τις τιμές της εκτιμητικής επιτροπής του άρθρου 9 του Κ.Ν.2190/20, όπως συμβαίνει και με τις συγχωνεύσεις που γίνονται με τις ευεργετικές διατάξεις του Ν.Δ.1297/72.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 ορίζεται ότι, οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 5, 6, 9, 10 και 12 του Ν.Δ.1297/1972 και της παραγράφου 41 του άρθρου 15 του Ν.2166/1993 εφαρμόζονται ανάλογα και επί των συγχωνεύσεων του άρθρου αυτού. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, οι διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.Δ.1297/1972 δεν εφαρμόζονται για τις συγχωνεύσεις που γίνονται με βάση τον κοινοποιούμενο νόμο.

Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει υποχρέωση για έκδοση ονομαστικών μετοχών για το κεφάλαιο της προερχόμενης από τη συγχώνευση ανώνυμης εταιρίας ούτε και του περιορισμού της μη μεταβιβάσεως ποσοστού 75% του συνόλου τους για μία πενταετία από το χρόνο της συγχώνευσης. Επίσης, σε περίπτωση που η προερχόμενη από τη συγχώνευση εταιρία έχει τη μορφή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ΔΕΝ υπάρχει ο περιορισμός της ΜΗ μεταβίβασης, για μία πενταετία από το χρόνο της συγχώνευσης, εταιρικών μεριδίων που αντιστοιχούν στο 75% του συνόλου τους. Επειδή οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν.Δ.1297/72 έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των συγχωνεύσεων του νόμου αυτού, προκύπτει ότι, η υπεραξία που θα προέλθει κατά τη συγχώνευση των επιχειρήσεων με την αποτίμηση των εισφερομένων περιουσιακών στοιχείων από την εκτιμητική επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν.2190/20 δεν φορολογείται, αλλά αναβάλλεται η φορολογία αυτής μέχρι του χρόνου λύσης της προελθούσας από τη συγχώνευση εταιρίας. Μέχρι του χρόνου αυτού υπάρχει η υποχρέωση εμφάνισης της προκύπτουσας υπεραξίας σε λογαριασμούς τάξεως στα βιβλία της νέας εταιρίας. Επίσης, η προερχόμενη από τη συγχώνευση εταιρία δεν δικαιούται να ενεργεί αποσβέσεις σε ολόκληρο το ποσό της υπεραξίας, αλλά μόνο στο μέρος αυτής που αναλογεί στην αναπόσβεστη αξία του παγίου στοιχείου (26/1979 εγκύκλιος του Ν.849/1978).

Περαιτέρω, οι προβλεπόμενες από το άρθρο 3 του Ν.Δ.1297/72 απαλλαγές από τέλη χαρτοσήμου ή οποιοδήποτε άλλο τέλος υπέρ του Δημοσίου, καθώς και από εισφορές ή δικαιώματα υπέρ τρίτων έχουν εφαρμογή και επί των συγχωνεύσεων επιχειρήσεων που γίνονται με βάση τις διατάξεις του κοινοποιουμένου νόμου. Αντίθετα, επί της υπεραξίας που προκύπτει κατά τη συγχώνευση επιβάλλεται ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις του Ν.1676/1986 φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις συγχωνεύσεις, μετατροπές κ.λπ. επιχειρήσεων που λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ.1297/72.

Επίσης, η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.Δ.1297/72 απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αυτής εφαρμόζονται και στα ακίνητα τα οποία εισφέρονται στη νέα εταιρία από τις επιχειρήσεις που συγχωνεύονται με το νόμο αυτό. Αν κάποια εταιρία (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. ή προσωπική εταιρία), που έχει προέλθει από τη συγχώνευση επιχειρήσεων με βάση τον κοινοποιούμενο νόμο, διαλυθεί πριν από την παρέλευση 5 ετών από το χρόνο της συγχώνευσης, τότε θα έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα από το άρθρο 5 του Ν.Δ.1297/72, δηλαδή η υπεραξία που απηλλάγη της φορολογίας κατά τη συγχώνευση θα υπαχθεί σε φορολογία με τους συντελεστές φορολογίας νομικών προσώπων (Α.Ε., Ε.Π.Ε., προσωπικών εταιριών) που θα ισχύουν κατά το χρόνο διάλυσης της εταιρίας, ενώ οι λοιποί φόροι, τέλη, εισφορές κ.λπ., που δεν είχαν καταβληθεί κατά τη συγχώνευση, θα αποδοθούν στο Δημόσιο με τους συντελεστές που ίσχυαν κατά το χρόνο της συγχώνευσης.
Οι πιο πάνω φόροι και τέλη καταβάλλονται, άνευ προσαυξήσεως λόγω εκπροθέσμου, εντός δύο μηνών από το χρόνο διάλυσης. Αν οι συγχωνευόμενες επιχειρήσεις έχουν σχηματίσει αφορολόγητες εκπτώσεις με διάφορους αναπτυξιακούς νόμους (Ν.1892/90, Ν.1262/82, Ν.1116/81, Ν.849/78 κ.λπ.), αυτές δεν υπόκεινται σε φορολογία κατά το χρόνο της συγχώνευσης, εφόσον μεταφέρονται και εμφανίζονται αυτούσιες σε ειδικούς λογαριασμούς στην προερχόμενη από τη συγχώνευση εταιρία όπως συμβαίνει και με τις συγχωνεύσεις που γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ.1297/72 (άρθρο 10).
Επίσης, αν οι συγχωνευόμενες επιχειρήσεις είχαν πραγματοποιήσει παραγωγικές επενδύσεις με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ.4002/1959, Ν.289/1976, Ν.1262/1982 και Ν.1892/1990 και έχουν κατά το χρόνο της συγχώνευσης ακάλυπτη αξία επενδύσεων των νόμων αυτών, παρέχεται στις νέες εταιρίες που προέρχονται από τη συγχώνευση
η δυνατότητα για το ακάλυπτο αυτό ποσό των επενδύσεων να σχηματίζουν από τα κέρδη τους αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των αναπτυξιακών αυτών νόμων.

Ομοίως, οι προερχόμενες από τη συγχώνευση νέες εταιρίες έχουν υποχρέωση να καλύψουν με παραγωγικές επενδύσεις τα ειδικά αφορολόγητα αποθεματικά επενδύσεων του άρθρου 22 του Ν.1828/1989 και της αρ. 1055503/1989 κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τα οποία έχουν σχηματισθεί από τις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις μέσα στα χρονικά περιθώρια και με τους όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διατάξεις των νόμων αυτών. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι οδηγίες που έχουν δοθεί με τις ερμηνευτικές εγκυκλίους του Ν.Δ.1297/72 για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού.

6. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6, οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που θα γίνουν μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 1998.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 απαλείφθηκε η λέξη "νεοϊδρυόμενη" από τις περιπτώσεις β' και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν.2166/1993.
Μετά την τροποποίηση αυτή προβλέπεται ρητά στο νόμο ότι είναι δυνατή η απορρόφηση με τις ευεργετικές διατάξεις του Ν.2166/1993 επιχειρήσεων μόνο από υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία ή ΕΠΕ, η οποία έχει ήδη συντάξει τουλάχιστον ένα ισολογισμό για δωδεκάμηνο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (όπως πρέπει να συμβαίνει και με τις απορροφούμενες), καθώς και η εισφορά από λειτουργούσα επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων κλάδων ή τμημάτων μπορεί να γίνει σε λειτουργούσα μόνο ανώνυμη εταιρία, η οποία επίσης πρέπει ήδη να έχει συντάξει τουλάχιστον ένα ισολογισμό για δωδεκάμηνο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όπως άλλωστε εδέχετο η Διοίκηση, δεδομένου ότι και η απορροφώσα Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. είναι μετασχηματιζόμενη επιχείρηση και ως εκ τούτου για να απορροφήσει με βάση τις διατάξεις του Ν.2166/1993 άλλη υφιστάμενη επιχείρηση ή κλάδο ή τμήμα υφιστάμενης επιχείρησης, όφειλε και αυτή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, να έχει ήδη συντάξει τουλάχιστον ένα ισολογισμό για δωδεκάμηνο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

8. Με την παράγραφο 8 αντικαταστάθηκε η περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν.2166/1993. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται πλέον ρητά ότι είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του Ν.2166/1993, περί μετασχηματισμού των επιχειρήσεων, σε περίπτωση διάσπασης ανώνυμης εταιρίας μόνο όταν αυτή απορροφάται από υφιστάμενες μόνο ανώνυμες εταιρίες και όχι σε περίπτωση διάσπασης με σύσταση νέων εταιριών ή σε περίπτωση διάσπασης με απορρόφηση και σύσταση νέων εταιριών.
Είναι αυτονόητο ότι οι υφιστάμενες (επωφελούμενες) ανώνυμες εταιρίες πρέπει ήδη να έχουν συντάξει τουλάχιστον ένα ισολογισμό για δωδεκάμηνο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προϋπόθεση την οποία πρέπει να τηρεί και η διασπώμενη ανώνυμη εταιρία.

9. Οπως είναι γνωστό με τις διατάξεις του δευτέρου και τρίτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν.2166/1993 προεβλέπετο ότι η ζημία μετασχηματιζόμενης επιχείρησης, κατά το μέρος που δεν συμψηφίζετο με κέρδη υφιστάμενα κατά το μετασχηματισμό, συμψηφίζετο με τα κέρδη επομένων χρήσεων της νέας εταιρίας που
προερχόταν από το μετασχηματισμό, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος. Το ποσό της μη αναγνωριζόμενης προς συμψηφισμό ζημίας μπορούσε να αποσβένεται κάθε χρόνο χωρίς δικαίωμα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδα ή συμψηφισμό με τα προκύπτοντα κέρδη.
Οι πιο πάνω διατάξεις αντικαταστάθηκαν με την παρ. 9 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου. Με τις νέες αυτές διατάξεις καταργήθηκε το δικαίωμα μεταφοράς της ζημίας της μετασχηματιζόμενης επιχείρησης για συμψηφισμό με κέρδη επομένων χρήσεων της προερχόμενης από το μετασχηματισμό νέας εταιρίας. Επομένως, η ζημιά μετασχηματιζόμενης με τις διατάξεις του Ν.2166/1993 επιχείρησης θα εμφανισθεί αυτούσια όχι μόνο στον ισολογισμό μετασχηματισμού που θα συντάξει αλλά και στον ισολογισμό της νέας εταιρίας που προέρχεται από το μετασχηματισμό, χωρίς δικαίωμα συμψηφισμού της ζημιάς αυτής με τα κέρδη των επομένων χρήσεων.

Η ως άνω αντιμετώπιση της ζημίας που υφίσταται κατά το χρόνο της συγχώνευσης έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που η απορροφώσα εταιρία (μετασχηματιζόμενη επιχείρηση) έχει ζημία φορολογικώς αναγνωριζόμενη, με συνέπεια η ζημία αυτή να μη δύναται να συμψηφιστεί με κέρδη της προερχόμενης από το μετασχηματισμό εταιρίας.

10. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 απαλείφθηκε η λέξη "συνιστώμενη" που αναφέρετο στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν.2166/1993. Μετά την τροποποίηση αυτή, δεν είναι δυνατή η εισφορά από λειτουργούσα Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. ενός ή περισσοτέρων κλάδων αυτής σε συνιστώμενη ανώνυμη εταιρία αλλά μόνο σε λειτουργούσα, η οποία μάλιστα πρέπει να έχει συντάξει τουλάχιστον ένα ισολογισμό για δωδεκάμηνο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προϋπόθεση η οποία πρέπει να τηρείται και από την εισφέρουσα τον κλάδο (ή κλάδους) Ε.Π.Ε. ή Α.Ε.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και επί εισφοράς, με τις διατάξεις του Ν.2166/1993, ενός ή περισσοτέρων τμημάτων ανώνυμης εταιρίας σε άλλη ανώνυμη εταιρία.

11. Με τις διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου αυτού επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν.Δ.1297/72 και επί των μετασχηματισμών των επιχειρήσεων που γίνονται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του Ν.2166/1993. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις των οποίων το αντικείμενο εργασιών είναι κατά κύριο λόγο η κατασκευή ή εκμετάλλευση πάσης φύσεως ακινήτων, πλην ξενοδοχειακών, δεν μπορούν να μετασχηματισθούν σε μεγάλες οικονομικές μονάδες. Επομένως, για παράδειγμα, δεν μπορούν να μετασχηματισθούν με τις διατάξεις του Ν.2166/1993 οι κτηματικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις ανέγερσης και πώλησης οικοδομών κ.λπ. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, οι τεχνικές εργοληπτικές επιχειρήσεις, που είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων και ασχολούνται με την εκτέλεση δημοσίων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων, μπορούν να μετασχηματισθούν με τις διατάξεις του Ν.2166/1993.

12. Με τις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι, η απόσβεση των εξόδων πρώτης εγκατάστασης της "Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας" Α.Ε. (ΕΑΒ Α.Ε.) της παραγράφου 31 του άρθρου 7 του Ν.1160/1981 που ανάγονται στη χρονική περίοδο από, της ιδρύσεως της εταιρίας μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου
1996, γίνεται από τον ισολογισμό της χρήσης 1997, σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος.

13. Με τις διατάξεις της παραγρ. 13 προβλέπεται ότι, οι διατάξεις των παραγράφων 7, 8, 9, 10 και 11, με τις οποίες τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του Ν.2166/1993 περί μετασχηματισμού των επιχειρήσεων, έχουν εφαρμογή για τους
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 7 Μαρτίου 1996 και μετά.
Επίσης, εφαρμόζονται και για τους μετασχηματισμούς των οποίων είχε αρχίσει η διαδικασία πριν από την 7η Μαρτίου 1996, αλλά η ολοκλήρωση θα γίνει μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού.


Taxheaven.gr