ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Αριθμός 2136/2009

Η υποχρεωτική αποχώρηση και η αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης δικηγόρου που προσφέρει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή στους εντολείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εχούσης τον χαρακτήρα ιδιόρρυθμης σύμβασης έμμισθης εντολής επέρχεται αφότου αυτός θεμελιώσει δικαίωμα για πλήρη σύνταξη κατά τη νομοθεσία που διέπει τον ασφαλιστικό οργανισμό του προσωπικού του εντολέα τους .

17 Νοέ 2009

Taxheaven.gr
Αριθμός 2136/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Παναγιώτη Κομνηνάκη και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαδόπουλο - Παπατσώρη.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".................", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σμυρναίο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-5-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6044/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 1199/2008 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-9-2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 14-9-2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι . Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίοις αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη , που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες, ενώ ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Εξάλλου: (Α) Με το άρθρο 1 ν. 1098|1980 προστέθηκε στον κυρωθέντα με το νδ. 3024/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων άρθρο με τον αριθμό 63 Α, στην παρ. 6 του οποίου ορίσθηκε: "Δικηγόροι προσφέροντες τας υπηρεσίας των εις Υπηρεσίας ή Νομικά Πρόσωπα της παρ. 1 επί παγία περιοδική αμοιβή και δικαιούμενοι κατά τας κειμένας διατάξεις πλήρους συντάξεως εκ της υπηρεσίας των ταύτης, αποχωρούν υποχρεωτικώς εκ ταύτης άμα τη συμπληρώσει 35έτους συντάξιμης υπηρεσίας ή του 65ου έτους της ηλικίας των. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις οι ούτω αποχωρούντες λαμβάνουν την κατά την παρ. 1 του άρθρου 94 του παρόντος Κωδικός αποζημίωσιν. Μέχρι πλήρους καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως, ο δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνει την συμπεφωνημένην κατά νόμον αμοιβήν του". Με το άρθρο 16 ν. 1366|1983 αντικαταστάθηκε ολόκληρο το άρθρο 63 Α του ως άνω Κώδικα και στην παρ. 5 αυτού ορίσθηκε: "Δικηγόροι που προσφέρουν τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες τους με πάγια αμοιβή σε υπηρεσίες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και κάθε είδους νομικά πρόσωπα της παρ. 1 και υπάγονται ή θα υπαχθούν για τις υπηρεσίες τους αυτές, κατά τις κείμενες διατάξεις, στην ασφάλιση του ασφαλιστικού οργανισμού που καλύπτει το προσωπικό του εντολέα τους, εκτός από εκείνους που έχουν υπαχθεί, στην ασφάλιση αυτή με το άρθρο 12 του ν. 1090/ 1980, αποχωρούν υποχρεωτικά και η σύμβαση τους λύνεται υποχρεωτικά αυτοδικαίως αφότου θεμελιώσουν από τις παραπάνω υπηρεσίες τους δικαίωμα για πλήρη σύνταξη κατά τη νομοθεσία που διέπει τον οργανισμό αυτόν, εκτός εάν προϋπόθεση για τη συνταξιοδότηση τους είναι να παύσουν να ασκούν το λειτούργημα του δικηγόρου. Στις περιπτώσεις αυτές οι αποχωρούντες δικαιούνται να λάβουν κατά την επιλογή τους είτε την προβλεπομένη κατά την αποχώρηση τους εφάπαξ παροχή πλήρη από τον ασφαλιστικό οργανισμό είτε την προβλεπομένη από την παρ. 1 του άρθρου 94 αυτού του κώδικα οριζόμενη αποζημίωση". Κατά την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το αρθ. 10 παρ. 1 νδ. 3790/1957 "Δικηγόρος παρέχων τας υπηρεσίας αυτού κατά τους όρους του άρθρου 63 παρ. 4 λυομένης της μεταξύ αυτού και του εντολέως συμβάσεως α) δια καταγγελίας εκ μέρους του εντολέως β) δια πτωχεύσεως ή διαλύσεως της εντολίδος εταιρείας και γ) δια πτωχεύσεως του εντολέοις δικαιούται να λαβή παρά του εντολέως του αποζημίωσιν ίσην προς α) μίαν παγίαν περιοδικήν αμοιβήν....στ) δια τους έχοντας υπηρεσίαν άνω των οκτώ ετών προστίθεται δι' έκαστον επί πλέον έτος υπηρεσίας αμοιβή ενός και ημίσεος μηνός, της αποζημιώσεως μη δυναμένης να υπερβή τας τριάκοντα παγίας αμοιβάς κατ' ανώτατον όριον. Δια τον υπολογισμόν της παγίας περιοδικής αμοιβής όσον αφορά την αποζημίωσιν ταύτην λαμβάνεται υπόψιν μόνον παν ό,τι καταβάλλεται υποχρεωτικώς κατά νόμον ετησίως ή μηνιαίως σταθερώς υπό οιανδήποτε μορφήν, ουχί δε τυχόν αυξομειούμεναι κατά μήνα δαπάναι ή και αμοιβαί καθ' υπόθεσιν. Εν περιπτώσει λύσεως της συμβάσεως διά καταγγελίας του εντολεως, ο δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνη την συμπεφωνημένην εντός των ορίων του άρθρου 92 του παρόντος αμοιβήν του μέχρι πλήρους καταβολής της κατά τα άνω αποζημιώσεως". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι : 1) Η υποχρεωτική αποχώρηση και η αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης δικηγόρου που προσφέρει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή στους κατά την παρ. 1 του αρθ. 63 Α του ως άνω Κώδικα εντολείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εχούσης τον χαρακτήρα ιδιόρρυθμης σύμβασης έμμισθης εντολής επέρχεται αφότου αυτός θεμελιώσει δικαίωμα για πλήρη σύνταξη κατά τη νομοθεσία που διέπει τον ασφαλιστικό οργανισμό του προσωπικού του εντολέα τους 2) Η υποχρέωση του εντολέα για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στον δικηγόρο μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης είναι μία παροχή ex lege προς τον δικηγόρο που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημίωσης, πρόκειται δηλαδή για μη γνήσια ή νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια κατ' άρθρο 339 ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο από το νόμο, το πταίσμα, όμως, αυτό τεκμαίρεται από μόνη την καθυστέρηση της καταβολής της αποζημίωσης, γίνεται δηλ. στην περίπτωση αυτή αντιστροφή του βάρους απόδειξης και ο ζημιωθείς δικηγόρος δεν χρειάζεται ν' αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από την μη καταβολή πλήρους της αποζημίωσης κατά τον χρόνο αποχώρησης του δικηγόρου, μπορεί, όμως, ο εντολέας ν' ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και ν' απαλλαγεί, αν αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημίωσης οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη του ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της. Η υποχρέωση του εντολέα για καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης υφίσταται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και ενόψει του επιδιωκομένου ως άνω σκοπού, όχι μόνο σε περίπτωση καταγγελίας εκ μέρους αυτού της σύμβασης παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή αλλά και στην περίπτωση υποχρεωτικής αποχώρησης του δικηγόρου και αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασης αυτής ή παραίτησης αυτού λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας και της θεμελίωσης δικαιώματος πλήρους σύνταξης. (Β) Περαιτέρω, κατά την προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 94 παρ. Ι του Κώδικα περί Δικηγόρων, για τον υπολογισμό της πάγιας μηνιαίας περιοδικής αμοιβής όσον αφορά την ως άνω αποζημίωση λαμβάνεται υπόψη παν ό,τι καταβάλλεται υποχρεωτικά κατά νόμο ετησίως ή μηνιαίως σταθερά με οποιανδήποτε μορφή και όχι τυχόν αυξομειούμενες κατά μήνα δαπάνες ή και αμοιβές κατά υπόθεση. Ως τακτικές αποδοχές κατά τα άρθρα 648 επ. ΑΚ θεωρούνται ο μισθός (πάγια μηνιαία αντιμισθία) και κάθε άλλη παροχή που χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα των παρεχομένων υπηρεσιών. Αλλά και η οικειοθελής εκ μέρους του εργοδότη παροχή, η παροχή δηλ. εκτός του μισθού ιδιαίτερης αμοιβής στην οποία προβαίνει σύμφωνα με τα άρθρα 648, 649, 653 ΑΚ, 1 της Διεθνούς Σύμβασης 95 /1949 που κυρώθηκε με το ν. 3248|1955 και 119 παρ. 2 της ΣυνθΕΟΚ, που επαναλαμβάνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί ν' απολήξει σε σιωπηρή σύμβαση για τακτική καταβολή της, με την έννοια του μισθού, που δεν μπορεί να διακοπεί ελεύθερα από τον εργοδότη, εκτός εάν αυτός προέβη από την αρχή σε σχετική ρητή επιφύλαξη να διακόψει στο μέλλον την οικειοθελή παροχή ή αν η παροχή αυτή είχε χορηγηθεί από ελευθεριότητα και όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας ή προς αντιμετώπιση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης που έπαυσαν να υπάρχουν ή να εξυπηρετούνται από τον μισθωτό, ο δε κατά τον τρόπο αυτόν προσδιοριζόμενος μισθός (με τον υπολογισμό και της οικειοθελούς παροχής) λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της κατ' άρθρο 94 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων ως άνω αποζημίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Θεσσαλονίκης κρίνοντας, ύστερα από έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, επί αγωγής του αναιρεσείοντος δικηγόρου για την καταβολή οφειλομένης διαφοράς αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 63 Α του Κώδικα περί Δικηγόρων κλπ., δέχθηκε με την προσβαλλομένη 1199|2008 απόφασή του, ότι ο ενάγων (αναιρεσείων) προσελήφθη από την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..........................", τότε ΝΠΔΔ και ήδη σύμφωνα με το ΠΔ 411/1998 ΝΠΙΔ, με την 123|4-7-1968 απόφαση του ΔΣ αυτής, εγκριθείσα με την 239866|24039/19-10-1968 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, και προσέφερε τις υπηρεσίες του σ' αυτήν ως δικηγόρος με πάγια αντιμισθία μέχρι την 28-2-2005, όταν υποχρεώθηκε σε παραίτηση σύμφωνα με το αρθ. 63 Α του Κώδικα Δικηγόρων, έχοντας συμπληρώσει το 65° έτος της ηλικίας του, αλλά και δικαίωμα για πλήρη συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ, ότι σύμφωνα με το αρθ. 94 του ως άνω Κώδικα ο ενάγων, έχοντας συμπληρώσει κατά τον χρόνο της αποχώρησής του από την εναγομένη 36 έτη υπηρεσίας, εδικαιούτο αποζημίωση ίση με τριάντα πάγιες αμοιβές, ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησης του ανέρχονταν στο ποσό των 2718,45 ευρώ, αποτελούμενες από τον βασικό μισθό 1.516 ευρώ και τα επιδόματα α) γάμου 35 ευρώ β) κινήτρου απόδοσης 150 ευρώ γ) επαγγελματικής κατάρτισης 293,47 ευρώ δ) εξόδων κίνησης 146,74 ευρώ ε) θέσης 139,1 ευρώ και στ) διαφοράς ειδικού λογαριασμού ( ν. 2332/1995 - ν. 2430|Ι996 με ν. 2470|1997) 438,14 ευρώ, ότι, εφόσον για τον υπολογισμό της πάγιας μηνιαίας περιοδικής αμοιβής (όσον αφορά την αποζημίωση που δικαιούται κατ' άρθρο 94 του Κώδικα Δικηγόρων λόγω συνταξιοδότησής του) λαμβάνεται υπόψη μόνο παν ό,τι καταβάλλεται υποχρεωτικά κατά νόμο ετησίως ή μηνιαίως σταθερά με οποιαδήποτε μορφή όχι δε και τυχόν αυξομειούμενες κατά μήνα δαπάνες ή και αμοιβές καθ' υπόθεση, στην πάγια περιοδική αμοιβή του για την ως άνω αποζημίωση λαμβάνονται υπόψη, ως κατά νόμο υποχρεωτικά καταβαλλόμενα, ο βασικός μισθός και τα επιδόματα γάμου, κινήτρου απόδοσης και επαγγελματικής κατάρτισης, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα α) εξόδων κίνησης β) διαφοράς ειδικού λογαριασμού ( ν. 2332/1995, ν.2430|1996, ν. 2470/1997), τα οποία αποτελούν επιδόματα ειδικού σκοπού καταβαλλόμενα μόνο σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων που παρέχουν εργασία υπό ειδικές συνθήκες, και γ) θέσης, δηλ. η κατ' άρθρο 92 Α παρ. 3 Κώδικα περί Δικηγόρων προσαύξηση 10% των αποδοχών που δικαιούνται οι δικηγόροι που ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, αφού ο ενάγων τοποθετήθηκε μεν (με την Α1-6960|88 ΚΥΑ Εμπορίου και Γεωργίας) προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας του εναγομένου ήταν όμως και ο μοναδικός δικηγόρος με έμμισθη εντολή σύμφωνα με τον οργανισμό του εναγομένου και δεν νοείται ο κάτοχος της μίας αυτής θέσης να είναι και προϊστάμενος του ιδίου, τα οποία (ως άνω επιδόματα κίνησης, θέσης και διαφοράς ειδικού λογαριασμού) δεν προβλέπονταν από το νόμο αλλά καταβάλλονταν στον ενάγοντα οικειοθελώς και εξ ελευθεριότητας από την εναγομένη εργοδότριά του, ότι κατά συνέπεια η αποζημίωση που εδικαιούτο ο ενάγων κατά την αποχώρησή του από την εναγομένη λόγω συνταξιοδότησης ανέρχεται στο ποσό των [(1.516 β.μ. + 35 επίδομα γάμου + 150 επίδομα κινήτρου απόδοσης + 293,47 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης) Χ 30 + 7579,8 για αναλογία δώρων και επιδομάτων =] 67413,9 ευρώ, ότι η εναγομένη του κατέβαλε την 19-5-2005 ως αποζημίωση το ποσό των 69.199 ευρώ και ότι επομένως ουδέν ποσό οφείλει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή, Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία α) είχε γίνει δεκτό ότι ο ενάγων εδικαιούτο ως πλήρη αποζημίωση το ποσό των 89.133,6 ευρώ, συνυπολογίζοντας στις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του και τα ως άνω επιδόματα β) υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει σ' αυτόν το ποσό των 19934,6 ευρώ ως διαφορά αποζημίωσης και επίσης το ποσό των 8155,35 ευρώ για τις αποδοχές τριών μηνών λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημίωσης και γ) αναγνωρίσθηκε ότι η εναγομένη οφείλει να συνεχίσει να καταβάλλει στον ενάγοντα τις τακτικές αποδοχές του από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης, και απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος αναιρεσείοντος. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασεν εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 63 Α παρ.5, 92 παρ.3 και 94 παρ. 1 του κυρωθέντος με το νδ. 3026|1954 Κώδικα περί Δικηγόρων, διαλαμβάνοντας στην απόφαση του ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, καθόσον, ενώ δέχθηκε ότι τα επιδόματα κίνησης, θέσης και διαφοράς ειδικού λογαριασμού καταβάλλονταν τακτικά κατά μήνα στον ενάγοντα οικειοθελώς και εξ ελευθεριότητας, και μάλιστα χωρίς να διακρίνει μεταξύ των δύο αυτών διαφορετικών κατά την φύση τους παροχών, έκρινε ότι τα επιδόματα αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της οφειλομένης σ' αυτόν αποζημίωσης, χωρίς συγχρόνως να δεχθεί- για την περίπτωση ειδικότερα που αυτά αποτελούσαν οικειοθελή παροχή-ότι η εναγομένη είχε επιφυλάξει ρητά από την αρχή το δικαίωμα να διακόψει ελεύθερα την καταβολή τους, πέραν δε τούτων δεν καθορίζει και το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο καταβάλλονταν οι παροχές αυτές. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης (αριθμούμενοι με τους αριθ. 2,3 και 4 στην αίτηση αναίρεσης) κατά το σκέλος τους από τον αριθ. 19 του αρθ. 559 ΚΠολΔ, παρελκούσης της έρευνας αυτών κατά το σκέλος τους από τον αριθμό 1 του αυτού ως άνω άρθρου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο περιεχόμενος, κατ' εκτίμηση, στις εμπροθέσμως κατατεθείσες προ 20 και πλέον ημερών προτάσεις της αναιρεσίβλητης ισχυρισμός περί απαραδέκτων των λόγων αναίρεσης( αρθ. 570 παρ. 1 ΚΠολΔ) λόγω δεδικασμένου που απορρέει από την 1252/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε τελεσίδικα επί προηγουμένης αγωγής του αναιρεσείοντος για την καταβολή των ως άνω επιδομάτων ότι το αίτημα αυτό είναι μη νόμιμο, είναι απορριπτέος, καθόσον στην απόφαση αυτή δεν υπάρχει παραδοχή ότι αυτά καταβάλλονταν τακτικά ως οικειοθελής παροχή. Επομένως και σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει ν' αναιρεθεί η 1199/2008 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΙΙ. .Κατά την διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ., εάν αποδεικνύεται προαποδεικτικά εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε ο 'Αρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάσσει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Με την αίτηση επαναφοράς ζητείται, σε περίπτωση διαφοράς με αντικείμενο χρηματική παροχή, η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο χρηματικών ποσών. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με την ένδικη αίτηση αναίρεσης και τις επ' αυτής εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του υπέβαλε παραδεκτά αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση σε περίπτωση αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι το Εφετείο με την (αναιρουμένη ήδη) ως άνω απόφαση του και εφόσον απερρίφθη η αγωγή του στο σύνολο της υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα ενάγοντα να επιστρέψει στην αναιρεσίβλητη εναγομένη το ποσό των 23.799,67 €, το οποίο φέρεται ότι κατέβαλε η τελευταία σ' αυτόν με βάση την 6044|2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με παρακατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εκδοθέντος του 134563/2007 γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης, και το οποίο (ποσό) ο αναιρεσείων ουδέποτε εισέπραξε, διότι , όπως αυτός δήλωσε στην ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης ... προς την αναιρεσίβλητη εναγομένη, η πράξη παρακατάθεσης δεν ήταν νόμιμη και η κατάθεση δεν ήταν η προσήκουσα ως αφορούσα ποσό μικρότερο του επιδικασθέντος ποσού των 28.089,96 €. Το αίτημα αυτό πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι ο αναιρεσείων ουδόλως επικαλείται (ούτε, άλλωστε, προκύπτει κάτι τέτοιο) ότι κατέβαλε πραγματικά το ποσό που σύμφωνα με την αναιρουμένη απόφαση υποχρεούται να επιστρέψει στην αναιρεσίβλητη, δηλ. το ποσό των 23799,67€, ενώ με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του ζητεί την επιστροφή του προσωρινώς επιδικασθέντος με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ποσού των 28.089,96 €.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1199|2008 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1500) ευρώ.
Απορρίπτει το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2009. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Taxheaven.gr