ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 143/16.1.2009

Υποβολή ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Τρόπος και χρόνος υποβολής της δήλωσης. Έννοια περιουσιακών στοιχείων. Υπόχρεοι υποβολής

16 Ιαν 2009

Taxheaven.gr

Αριθμός 143/2009


Υποβολή ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Τρόπος και χρόνος υποβολής της δήλωσης. Έννοια περιουσιακών στοιχείων. Υπόχρεοι υποβολής.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε` Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Αναστάσιο Λιανό - εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης Χ, περί αναιρέσεως του υπ` αριθμ. 566/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.5.2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1073/2008.

'Eπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 377/16.7.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 1 εδ. γ` Ν.3213/2003, 28 παρ. 1 εδ. β` Ν.2429/2006 και 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ`αριθ. 102/29-5-2008 αίτηση αναιρέσεως της Χ, κατά του υπ`αριθ. 566/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:

1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ`αριθ. 566/2008 βούλευμά του παρέπεμψε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της πράξεως της ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως από υπόχρεο δικαστικό λειτουργό (άρθρα 26 παρ. 1α`, 27 ΠΚ και άρθρα 1 παρ. 1 περ. 1α` και 2, 2 παρ. 1, 4 παρ. 3, 5 και 9 παρ. 5 Ν.3213/2003, όπως η παρ. 5 του άρθρου 9 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 4 εδ. β` Ν.3242/2004, 27 παρ. 3, σε συνδυασμό με τα άρθρα 24 παρ. 1 περ. 1β`, 25 παρ. 1, 2, 3 και 28 Ν.2429/1996, όπως η παρ. 2 του άρθρου 24 αντικ. με το άρθρο 13 παρ. 1 Ν.2836/2000). Κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στρέφεται η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με την κρινόμενη αίτησή της, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως.

Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη την 19-5-2008, η δε αίτηση ασκήθηκε την 29-5-2008 (δηλαδή μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ δεκαήμερη προθεσμία) αυτοπροσώπως από την ίδια ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ` αριθ. 102/29-5-2008 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.

Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 1 Ν.3213/2003 και 28 παρ. 3 εδ. β` Ν.2429/1996.

Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.

2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 Ν.2429/1996, όπως αντικ. με το άρθρ. 13 παρ. 1 Ν.2836/2000, διατάχθηκε δε η εξακολούθηση της ισχύος της, καθώς και των άλλων διατάξεων των άρθρων 24, 25, 26, 27 και 28 του ίδιου Νόμου (2429/1996), με το άρθρο 9 παρ. 5 Ν. 3213/2003, όπως η παρ. 5 προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 13 παρ. 4 εδ. β` Ν.3242/2004, υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση της περιουσιακής τους καταστάσεως, του ή της συζύγου τους και των ανηλίκων τέκνων τους, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 25:
α)..........β)................γ)...............(ιβ) οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 13 παρ. 1 Ν.2836/2000, η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας
κλπ..........

Επίσης η δήλωση αυτή επανυποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της ασκήσεως δραστηριότητας ή της διατηρήσεως της ιδιότητας των υποχρέων και επί τρία (3) χρόνια μετά την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μικρότερης προθεσμίας για την υποβολή της δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.

Εξάλλου κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ίδιου Ν.2429/1996 η δήλωση περιουσιακής καταστάσεως περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της υποβολής περιουσιακά στοιχεία.

Ως περιουσιακά στοιχεία δηλώνονται:

α) τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, β) τα πλωτά μέσα, τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσεως οχήματα. γ) Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση. δ) Τα χρεώγραφα και οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα εισοδήματα και οι οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνο δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του, αν αναγράφονται μόνο δικά της περιουσιακά στοιχεία και από αμφότερους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανηλίκων τέκνων τους.

Περαιτέρω κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 25 Ν.2429/1996 η δήλωση συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, με την οποία μπορούν να οριστούν δηλωτικά στοιχεία ή τα δικαιολογητικά, τα οποία πρέπει να αναγράφονται ή να συνοδεύουν τη δήλωση, καθώς και ο τρόπος υποβολής τους.
Ακόμη, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού ως άνω άρθρου 25 Ν.2429/1996, οι δηλώσεις περιουσιακής καταστάσεως των προσώπων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α` έως και ε` της παραγράφου 1 του προηγούμενη άρθρου, υποβάλλονται στην επιτροπή του άρθρου 19 του Νόμου αυτού, ενώ οι δηλώσεις των άλλων υποχρέων υποβάλλονται στον κατά το επόμενο άρθρο (26) Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Τέλος κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 27 του ίδιου ως άνω Ν.2429/1996 ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή.

Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως τέσσερα (4) έτη. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών.

Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι οι υπόχρεοι δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως υποχρεούνται να υποβάλλουν αυτή κάθε έτος εντός ορισμένης προθεσμίας, η παράλειψη της οποίας εντός αυτής ή η εν γνώσει υποβολή ανακριβούς δηλώσεως έχει ως συνέπεια να θεμελιώνεται σε βάρος του υποχρέου αντικειμενικά και υποκειμενικά το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 3 Ν.2429/1996, μετά δε την 31-12-2003, το προβλεπόμενο από το άρθρο 4 παρ. 3 Ν.3213/2003 έγκλημα (ΑΠ 1749/2005, ΑΠ 563/2008).

3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ` αυτό αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.

Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα.

Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη για τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ή του Συμβουλίου (ΑΠ 1095/2007, ΑΠ 842/2007, ΑΠ 330/2007). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.

Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006).

Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 770/2007, ΑΠ 1071/2005).

Η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος πρέπει να επεκτείνεται και στους προβαλλομένους από τον κατηγορούμενο αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης, που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ, κατά το οποίο η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης, ότι είχε το δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν την πλάνη του αυτή, τον άδικο δηλαδή χαρακτήρα της πράξεώς του, δεν μπορούσε να διαγνώσει, έστω και αν κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του (ΑΠ 563/2008, ΑΠ 396/2008).

Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ`αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).

4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ` αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσδιορίζει κατ` είδος και ειδικότερα από τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και το από 17-12-2007 απολογητικό της υπόμνημα, προέκυψαν τα ακόλουθα:

Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε επί των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης της κατηγορουμένης, οι οποίες συνυπογράφονται από το σύζυγο της ...., δικηγόρο Αθηνών, για την περίοδο των ετών 2003 έως 2005, διαπιστώθηκαν ανακρίβειες και συγκεκριμένα η ελεγχόμενη δικαστικός λειτουργός δεν συμπεριέλαβε στη δήλωση του έτους 2005, την οποία υπέβαλε στις 30 Ιουνίου του ίδιου έτους, αφενός μεν κατάθεση με τη Ψ στον με αριθμό .... κοινό λογαριασμό της ............ Τράπεζας, το υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν στο ποσόν των 17.302, 84 ευρώ, αφετέρου δε κατάθεση με τους Ζ και Ψ στον με αριθμό .... κοινό λογαριασμό της ........... Τράπεζας, το υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν στο ποσό των 14.920 ευρώ. Η κατηγορουμένη, η οποία γνώριζε, όπως άλλωστε κι η ίδια συνομολογεί, την ύπαρξη των ανωτέρω κοινών λογαριασμών, διατείνεται ότι η παράλειψη αναγραφής των επίμαχων καταθέσεων στη σχετική δήλωση οφείλεται στην εδραία πεποίθηση της ότι τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, τα οποία ανήκαν στους συνδικαιούχους γονείς της και εξυπηρετούσαν τις αυξημένες ανάγκες διαβίωσης τους, δεν αποτελούσαν περιουσιακά στοιχεία αυτής και συνακόλουθα δεν είχε υποχρέωση να τα συμπεριλάβει στη σχετική δήλωση της.

Η άποψη όμως αυτή είναι προδήλως ανεπέρειστη και αποδεικτικά αλυσιτελής, αφού, όπως είναι γνωστό, στην περίπτωση του κοινού λογαριασμού (joint account), η λειτουργική θέση του οποίου στο τραπεζικό και εν γένει χρηματοπιστωτικό σύστημα ρυθμίζεται από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.5638/1932, υφίσταται αυτοτελές δικαίωμα καθενός από τους συνδικαιούχους να προέλθει σε
χρήση του κοινού λογαριασμού, αναλαμβάνοντας και ενσωματώνοντας στην ατομική περιουσία του μέρος ή και το σύνολο της κατάθεσης, χωρίς την σύμπραξη των λοιπών δικαιούχων.

Η άγνοια της πρόβλεψης αυτής και πολύ περισσότερο η κατάφαση συγγνωστής, κατά τα άνω, πλάνης εκ μέρους της κατηγορουμένης, δεν μπορούν να αποτελέσουν ικανή για την κατάλυση της κατηγορίας παραδοχή. Και τούτο διότι το πνευματικό και μορφωτικό επίπεδο της τελευταίας και ιδιαίτερα οι νομικές της γνώσεις, αλλά και η αδιαμφισβήτητη, λόγω της πολυετούς υπηρεσίας στο δικαστικό σώμα, εμπειρία της, αναιρούν την ευάλωτη κατά τούτο υπερασπιστική επιχειρηματολογία της. Ο λόγος δε που αποτέλεσε αφορμή διενέργειας του συγκεκριμένου ελέγχου δεν συνδέεται με την ποινική αιτίαση που της αποδίδεται, ούτε και οδηγεί σε διαφοροποίηση ή απίσχνανσή της.

5. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της πράξεως της ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως.

Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως παρέπεμψε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της ως άνω αξιόποινης πράξεως, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ`αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27 ΠΚ και άρθρ. 1 παρ. 1 περ. 1α` και 2, 2 παρ. 1, 4 παρ. 3, 5 και 9 παρ. 5 Ν.3213/2003, όπως η παρ. 5 του άρθρου 9 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 4 εδ. β` Ν.3242/2004, 27 παρ. 3, σε συνδυασμό με τα άρθρα 24 παρ. 1 περ. 1β` και 2, 25 παρ. 1, 2, 3 και 28 Ν.2429/1996, όπως η παρ. 2 του άρθρου 24 αντικ. με το άρθρο 13 παρ. 1 Ν.2836/2000, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.

Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα πλήρως αιτιολογείται η συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης του υποκειμενικού στοιχείου και συγκεκριμένα του αμέσου δόλου της, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, οι οποίες κατά το σημείο αυτό δεν ελέγχονται αναιρετικώς, η αναιρεσείουσα γνώριζε από δική της αντίληψη όπως και η ίδια συνομολογεί, την ύπαρξη των ανωτέρω κοινών λογαριασμών. Εξάλλου με σαφή και εκτενή αιτιολογία απορρίφθηκε ο προβληθείς από την αναιρεσείουσα αυτοτελής ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης με την παραδοχή του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι:

"Η άγνοια της πρόβλεψης αυτής και πολύ περισσότερο η κατάφαση συγγνωστής, κατά τα άνω, πλάνης εκ μέρους της κατηγορουμένης, δεν μπορούν να αποτελέσουν ικανή για την κατάλυση της κατηγορίας παραδοχή. Και τούτο διότι το πνευματικό και μορφωτικό επίπεδο της τελευταίας και ιδιαίτερα οι νομικές της γνώσεις, αλλά και η αδιαμφισβήτητη, λόγω της πολυετούς υπηρεσίας στο δικαστικό σώμα, εμπειρία της, αναιρούν την ευάλωτη κατά τούτο υπερασπιστική επιχειρηματολογία της".

6. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τη συνεισαγόμενη από 9-6-2008 αίτησή της ζήτησε να εμφανισθεί στο Συμβούλιό σας προς παροχή, όπως κατά λέξη διατυπώνεται σ`αυτήν "διαφόρων εξηγήσεων και διασαφήσεων, που ενδεχομένως ήθελαν ζητηθεί από το Συμβούλιο, αλλά και προς υποστήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως".

Oμως η αίτηση αυτή, όπως έχει διατυπωθεί είναι παντελώς αόριστη, αφού δεν αναφέρονται σ`αυτήν, έστω και συνοπτικά, τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει εξηγήσεις αν κληθεί.

Αλλωστε με το δικόγραφο της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του προσβαλλομένου βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρινήσεις.

Επομένως πρέπει να απορριφθεί το εν λόγω αίτημα της αναιρεσείουσας.

Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Π ρ ο τ ε ί ν ω:

Α) Να απορριφθεί η υπ`αριθ. 102/29-5-2008 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, κατά του υπ`αριθ. 566/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Β) Να απορριφθεί η συνεισαγόμενη αίτηση της αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου σας. Και

Γ) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Αθήνα 14 Ιουλίου 2008

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη 102/29.5.2008 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά του 566/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που παρέπεμψε αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών (άρθρα 28 ν. 2429/96 και 5 ν.3213/2003), προκειμένου να δικαστεί για υποβολή ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως (άρθρα 26 παρ.1, 27, 51, 53, 79 ΠΚ άρθ.1 παρ.1 περ. ια, 2 παρ.1, 4 παρ.3, 5 και 9 παρ.5 του Ν.3213/2003, όπως η παρ. 5 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.4β του Ν.3242/2004 και 27 παρ.3, σε συνδυασμό με τα άρθρα 24 παρ.1 περ.1β` και 2, 25 παρ.1, 2, 3, και 28 του Ν.2429/1996, όπως η παρ.2 του άρθρου 24 αντικ. με το άρθρο 13 παρ.1 του Ν.2836/2000), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι` αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.

Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του ν.2429/1996, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 13 § 1 του Ν.2836/2000, διατάχθηκε δε η εξακολούθηση της ισχύος της, καθώς και των άλλων διατάξεων των άρθρων 24, 25, 26, 27 και 28 του ίδιου νόμου (2429/1996), με το άρθρο 9 § 5 του Ν.3213/2003, όπως η παρ. 5 προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 13 § 4 εδ. β` του Ν.3242/2004, "υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, του ή της συζύγου τους και των ανηλίκων τέκνων τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 25: α)....β)....γ)... ιβ) Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί", κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 13 § 1 του Ν.2836/2000, "η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας κ.λπ.

Επίσης, η δήλωση αυτή επανυποβάλλεται κάθε χρόνο, κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και επί τρία (3) χρόνια μετά την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μακρότερης προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων...". Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ίδιου ν.2429/1996, "Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής περιουσιακά στοιχεία.

Ως περιουσιακά στοιχεία δηλώνονται : α) Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, β) Τα πλωτά μέσα, τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσεως οχήματα, γ) Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, δ)Τα χρεόγραφα και οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, ε) Τα εισοδήματα και οι οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνο δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του, αν αναγράφονται μόνο δικά της περιουσιακά στοιχεία, και από αμφοτέρους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανηλίκων τέκνων τους.

Περαιτέρω κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 25 ν.2429/1996 η δήλωση συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, με την οποία μπορούν να οριστούν δηλωτικά στοιχεία ή τα δικαιολογητικά, τα οποία πρέπει να αναγράφονται ή να συνοδεύουν τη δήλωση, καθώς και ο τρόπος υποβολής τους.

Επίσης, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού ως άνω άρθρου 25 του ν.2429/1996 ``Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α` έως και ε` της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, υποβάλλονται στην Επιτροπή του άρθρου 19 του νόμου αυτού, ενώ οι δηλώσεις των άλλων υποχρέων υποβάλλονται στον κατά το επόμενο άρθρο (26) αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου".

Τέλος, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 27 του ιδίου ως άνω νόμου 2429/1996, "Ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως τέσσερα (4) έτη. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση τριών (3) μηνών έως δύο (2) ετών". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται σαφώς, ότι οι υπόχρεοι δήλωσης περιουσιακής κατάστασης υποχρεούνται να υποβάλλουν αυτή κάθε έτος, εντός ορισμένης προθεσμίας, η παράλειψη της οποίας εντός αυτής ή η εν γνώσει υποβολή ανακριβούς δηλώσεως έχει ως συνέπεια να θεμελιώνεται σε βάρος του υπόχρεου αντικειμενικά και υποκειμενικά το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 3 του ν.2429/1996, μετά δε την 31-12-2003, το προβλεπόμενο από το άρθρο 4 παρ. 3 ν.3213/2003 έγκλημα.

Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν.5368/1932, όπως αυτός αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ν.δ. 751/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α` ν.δ. 118/1973 "χρηματική κατάθεσις παρά Τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ` ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compt joint, joint account) είναι εν τη εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον, ότι τον
εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνει χρήσιν, εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις είτε τινές και πάντες κατ` ιδίαν οι δικαιούχοι. Η χρηματική κατάθεσις, περί ης η προηγούμενη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν". Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 του ν.δ της 17/7-13/8/1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ` ονόματι του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως (Τράπεζας) αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα
η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως (ολικώς ή μερικώς) από ένα από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής καταθέσεως από ένα μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως καθ` ολοκληρίαν έναντι της Τράπεζας και ως προς τον άλλο, ήτοι τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος εκ του νόμου αποκτά απαίτηση, έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της καταθέσεως, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν έκανε ανάληψη του ποσού.

Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ` ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία.

Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσο γενικώς κατ` είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης.

Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ` επιλογή μερικά εξ αυτών.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.1 εδ. β` ΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν, συνάγεται ότι η πραγματική πλάνη του δράστη, δηλαδή η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου
περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως, αίρει τον καταλογισμό του.

Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψης του. Από το εδ. β` όμως της αυτής διατάξεως του άρθρου 30 παρ.1 ΠΚ, κατά την οποία, αν η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια, συνάγεται ότι η πραγματική πλάνη του δράστη αποκλείει, καταρχήν, το δόλο αυτού, όχι όμως και την αμέλεια.

Συνεπώς, αν η άγνοια των περιστατικών του δράστη για κάποιο συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, οφείλεται σε αμέλεια αυτού, η πράξη καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια, εφόσον η πράξη αυτή τιμωρείται και εξ αμελείας.

Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του.

Στην περίπτωση της συγγνωστής νομικής πλάνης, σε αντίθεση με την περίπτωση της πραγματικής πλάνης, η πράξη δεν μπορεί να αποδοθεί στον δράστη ούτε εξ αμελείας.

Περίπτωση νομικής πλάνης για τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως συντρέχει και όταν ο δράστης κατά πλάνην με τα γνωστά σε αυτόν περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως σχηματίζει αντίληψη που περιέχει πλάνη αναφορικά με τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως και με πίστη στην αντίληψή του αυτή ενεργεί.

Η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή όχι μόνον όταν αγνοεί αλλά και όταν με τις πνευματικές και επαγγελματικές ικανότητές του και την προσπάθεια που έπρεπε να καταβάλλει για να πληροφορηθεί το επιτρεπτό της πράξεως δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της. Το τελευταίο συμβαίνει όταν ο δράστης ευλόγως επίστευσε ότι μπορούσε να προβεί στην πράξη του από σφαλερή ερμηνεία ή αντίληψη διατάξεων άλλων εκτός του ποινικού δικαίου από τις οποίες παρασύρθηκε.

Η απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους.

Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β` Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε.

Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο 566/2008 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωθείσα σ` αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε επί των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης της κατηγορουμένης, οι οποίες συνυπογράφονται από το σύζυγο της ...., για την περίοδο των ετών 2003 έως 2005, διαπιστώθηκαν ανακρίβειες και συγκεκριμένα η ελεγχόμενη δικαστικός λειτουργός δεν συμπεριέλαβε στη δήλωση του έτους 2005, την οποία υπέβαλε στις 30 Ιουνίου του ίδιου έτους, αφενός μεν κατάθεση με τη Ψ στον με αριθμό .... κοινό λογαριασμό της ..................Τράπεζας, το, υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν στο ποσόν των 17.302, 84 ευρώ, αφετέρου δε κατάθεση με τους Ζ και Ψ στον με αριθμό .... κοινό λογαριασμό της .......... Τράπεζας, το υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν στο ποσό των 14.920 ευρώ.

Η κατηγορουμένη, η οποία γνώριζε, όπως άλλωστε κι η ίδια συνομολογεί, την ύπαρξη των ανωτέρω κοινών λογαριασμών, διατείνεται ότι η παράλειψη αναγραφής των επίμαχων καταθέσεων στη σχετική δήλωση οφείλεται στην εδραία πεποίθηση της ότι τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, τα οποία ανήκαν στους συνδικαιούχους γονείς της και εξυπηρετούσαν τις αυξημένες ανάγκες διαβίωσης τους, δεν αποτελούσαν περιουσιακά στοιχεία αυτής και συνακόλουθα δεν είχε υποχρέωση να τα συμπεριλάβει στη σχετική δήλωση της.

Η άποψη όμως αυτή είναι προδήλως ανεπέρειστη και αποδεικτικά αλυσιτελής, αφού, όπως είναι γνωστό, στην περίπτωση του κοινού λογαριασμού (joint account), η λειτουργική θέση του οποίου στο τραπεζικό και εν γένει χρηματοπιστωτικό σύστημα ρυθμίζεται από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.5638/1932, υφίσταται αυτοτελές δικαίωμα καθενός από τους συνδικαιούχους να προέλθει σε
χρήση του κοινού λογαριασμού, αναλαμβάνοντας και ενσωματώνοντας στην ατομική περιουσία του μέρος ή και το σύνολο της κατάθεσης, χωρίς την σύμπραξη των λοιπών δικαιούχων.

Η άγνοια της πρόβλεψης αυτής και πολύ περισσότερο η κατάφαση συγγνωστής, κατά τα άνω, πλάνης εκ μέρους της κατηγορουμένης, δεν μπορούν να αποτελέσουν ικανή για την κατάλυση της κατηγορίας παραδοχή. Και τούτο διότι το πνευματικό και μορφωτικό επίπεδο της τελευταίας και ιδιαίτερα οι νομικές της γνώσεις, αλλά και η αδιαμφισβήτητη, λόγω της πολυετούς υπηρεσίας στο δικαστικό σώμα, εμπειρία της, αναιρούν την ευάλωτη κατά τούτο υπερασπιστική επιχειρηματολογία της. Ο λόγος δε που αποτέλεσε την αφορμή διενέργειας του συγκεκριμένου ελέγχου δεν συνδέεται με την ποινική αιτίαση που της αποδίδεται ούτε και οδηγεί σε διαφοροποίηση ή απίσχνασή της.

Κατά συνέπεια λοιπόν όλων όσων προεκτέθηκαν, τα προπεριγραφόμενα πραγματικά περιστατικά συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1, 27, 51, 53 και 79 ΠΚ, 1 παρ. 1 περ. ια`, 2 παρ. 1, 4 παρ.3, 5 και 9 παρ. 5 του Ν.3213/2003, όπως η παρ. 5 του άρθρου 9 προστ. με το άρθρο 13 παρ. 4 εδ. β` του Ν.3242/2004, 27 παρ. 3, σε συνδυασμό με τα άρθρα 24 παρ. 1 περ. 1 β` και 2, 25 παρ. 1, 2, 3 και 28 του Ν.2429/1996, όπως η παρ. 2 του άρθρου 24 αντικ. με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν.2836/2000, για την οποία προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης της από την κατηγορουμένη, η οποία και πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Αθηνών, το οποίο είναι αρμόδιο καθ` ύλην και κατά τόπον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 111, 119, 122 παρ. 1, 309 παρ. 1 περ.ε`, 313 και 316 παρ.2 του ΚΠΔ, 5 παρ.2 του Ν.3213/2003 και 28 του Ν.2429/1996, για να δικαστεί για την πράξη αυτή."

Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ειδικά ως προς την απόρριψη τού με συγκεκριμένα περιστατικά προβληθέντος κατά την απολογία της αναιρεσείουσας αυτοτελούς ισχυρισμού συγγνωστής νομικής πλάνης της, εκθέσασα σε αυτή (απολογία) ότι τα κατατεθέντα ανωτέρω χρηματικά ποσά ανήκαν στους γονείς της εξυπηρετούσαν τις αυξημένες ανάγκες διαβίωσής τους, δεν είχε δικαίωμα να τα οικειοποιηθεί ούτε καν διαχειριζόταν και δεν τα συμπεριέλαβε στη σχετική δήλωσή της γιατί δικαιολογημένα πίστεψε ότι μπορούσε να το κάνει αυτό, ενόψει ότι τα χρήματα δεν της ανήκαν.

Συγκεκριμένα δεν προκύπτει με σαφήνεια αν το Συμβούλιο εξέτασε τον ως άνω περί νομικής πλάνης ισχυρισμό της αναιρεσείουσας δοθέντος ότι δεν διατυπώνει κρίση περί αυτού και δεν εκθέτει αν δέχεται ή όχι την αλήθεια των προταθέντων από την αναιρεσείουσα ως άνω περιστατικών ότι τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν στους γονείς της, και δεν τα συμπεριέλαβε στην σχετική δήλωσή της γιατί δικαιολογημένα πίστεψε ότι μπορούσε να το κάνει αυτό, ενόψει του ότι τα χρήματα δεν της ανήκαν.

Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ` του ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνος που αποφάνθηκαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το υπ` αριθ. 566/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που αποφάνθηκαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Taxheaven.gr