Θέμα: Ύψος επιβαλλόμενου προστίμου Κ.Φ.Σ.
Σας κοινοποιούμε την 95/1992 γνωμοδότηση του Γ΄ Τμήματος
του Ν.Σ.Κ. με την οποία, στα παρακάτω ερωτήματά
μας, δόθηκαν οι αντίστοιχες γνωμοδοτήσεις που έγιναν δεκτές από τον Γενικό
Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών.
1. Γίνεται καταμέτρηση αγαθών και διαπιστώνεται ότι
έχουν αγορασθεί αγροτικά προϊόντα χωρίς φορολογικά στοιχεία. Η ποσότητα και η
συνολική αξία των προϊόντων αυτών προσδιορίζεται επακριβώς από τον έλεγχο (δρχ.
32.010.000), αλλά δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί η αξία της κάθε μιας
συναλλαγής ούτε ο αριθμός των συναλλαγών.
Στο ερώτημα αυτό το Γ΄ Τμήμα του Ν.Σ.Κ.
γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία (ψήφοι 5) ότι, εφόσον δεν είναι γνωστός ούτε ο
αριθμός των επί μέρους συναλλαγών (αποκρυβεισών),
για τις οποίες δεν εκδόθηκαν φορολογικά στοιχεία, ούτε η συνολική αξία κάθε
μιας συναλλαγής, δεν επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με την αξία της συναλλαγής,
αλλά πρόστιμο ανάλογο των τηρούμενων βιβλίων (κυμαινόμενο).
2. Επιτηδευματίας εξέδωσε ανεπίσημες αποδείξεις είσπραξης
για συναλλαγές για τις οποίες δεν εξέδωσε φορολογικά στοιχεία. Η συνολική
αξία των συναλλαγών προκύπτει επακριβώς κατά τον έλεγχο (δρχ. 95.478.491),
δεν προκύπτει όμως αν κάθε μια απόδειξη είσπραξης αφορά μια συναλλαγή ή για την
ίδια συναλλαγή έχουν εκδοθεί περισσότερες της μιας αποδείξεις είσπραξη, με
αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιορισθεί ο αριθμός των συναλλαγών, αλλά
ούτε και η αξία εκάστης συναλλαγής.
Στο ερώτημα αυτό το Γ΄ Τμήμα του Ν.Σ.Κ.
γνωμοδότησε ομόφωνα ότι «όταν εις χείρας της φορολογούσης
αρχής υπάρχουν στοιχεία, έστω και ανεπίσημα, (οίον ανεπίσημοι αποδείξεις) εξ
ων είναι δυνατός ο προσδιορισμός εκάστης συναλλαγής και της αξίας αυτής τότε έκαστον εκ των στοιχείων αυτών πρέπει να λογισθεί ως αποδεικτικόν διακεκριμμένης συναλλαγής
και ούτω συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 άρθρ.
47 Κ.Φ.Σ., εν συνδρομή των στοιχείων αυτής» δηλαδή
πρόστιμο ίσο με την αξία εκάστης συναλλαγής, όταν n κάθε μια συναλλαγή είναι μεγαλύτερη
των 120.000 δρχ.
ΓΝΩΜ. Ν.Σ.Κ.
95/1992
Ι. Α) Η παρ. 1 της υπ' αριθ. 1062060/270/0015 αποφάσεως
του υπουργού των Οικονομικών, η οποία εκυρώθη δι'
άρθρ. 51 παρ. 5 του Ν. 1882 (22/23.3.90, ΦΕΚ Α 43),
αντικατέστησε δε το πρώτον, δεύτερον και τρίτον εδάφιον της παρ. 1 του άρθρο
47 του Κ.Φ.Σ. (Π.Δ. 99/77), ορίζει τα ακόλουθα:
«... 2. Ότι η επιβολή προστίμων, με βάση τις πιο πάνω
διατάξεις, σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις στον καταλογισμό πολύ μεγάλων χρηματικών
ποινών σε σχέση με τη σοβαρότητα της παράβασης, αποφασίζουμε:
1. «Όποιος δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα στοιχεία
που ορίζονται από τον παρόντα Κώδικα, όποιος δεν παραδίδει το εκδιδόμενο
στοιχείο σ’ αυτόν που αφορά τούτο... και γενικά όποιος παραβαίνει τις
διατάξεις του παρόντα Κώδικα, τιμωρείται για κάθε παράβαση με πρόστιμο μέχρι
120.000 δραχμών προκειμένου για υπόχρεο τήρησης βιβλίων τρίτης κατηγορίας.
Κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση που η μη έκδοση ή η ανακριβής
έκδοση των στοιχείων που ορίζονται από τον παρόντα Κώδικα έχει ως αποτέλεσμα
την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε συνολική αξία της είναι
μεγαλύτερη των 120.000 δρχ. επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με την
αξία της συνολικής συναλλαγής. Θεωρείται απόκρυψη της συναλλαγής και
επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με τη συνολική αξία της και περίπτωση διακίνησης
αγαθών χωρίς το συνοδευτικό φορολογικό στοιχείο που επιβάλλεται από τον
παρόντα Κώδικα. Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της αξίας της συναλλαγής
επιβάλλεται πρόστιμο που ορίζεται από το προηγούμενο εδάφιο κατά περίπτωση».
Β) Εξάλλου εις τα άρθρα 18, 20 και 23 του Κ.Φ.Σ. (Π.Δ. 99/77), όπως ετροποποιήθησαν
διά του Π.Δ. 356/86 ορίζονται: εις άρθρ. 18 παρ. 1:
«Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας για κάθε λιανική
πώληση αγαθών, εκδίδει διπλότυπη απόδειξη λιανικής πώλησης, στην οποία
αναγράφει τουλάχιστον την αξία της πώλησης».
Εις άρθρο 20 παρ. 1 «Εις περίπτωσιν πωλήσεως αγαθών από
επιτηδευματία προς έτερον επιτηδευματίαν διά την άσκησιν του επαγγέλματός
του, εκδίδεται υπό του πωλητού διπλότυπον θεωρημένον τιμολόγιον πωλήσεως.
Αντί του τιμολογίου πώλησης, ο πωλητής των αγαθών μπορεί να εκδίδει,
συνενωμένο διπλότυπο θεωρημένο στοιχείο με τον τίτλο «τιμολόγιο πώλησης -
δελτίο αποστολής»... Το πρώτο αντίτυπο του τιμολογίου πώλησης δελτίου
αποστολής, που αποτελεί το αποδεικτικό στοιχείο της συναλλαγής για τον αγοραστή,
στον οποίο και παραδίδεται, συνοδεύει τα αγαθά κατά τη διακίνηση τους».
Παρ. 2. Στο τιμολόγιο αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, η
διεύθυνση και το επάγγελμα του αγοραστή, το είδος... και η αξία των πωλουμένων
αγαθών, καθώς και ο αύξων αριθμός ή οι αριθμοί των δελτίων αποστολής που
εκδόθηκαν κατά τη διακίνηση των αγαθών αυτών...
Εις άρθρ. 20 παρ. 3 «Για τις επαναλαμβανόμενες κάθε μέρα
χονδρικές πωλήσεις αγαθών (πάγου, παγωτών, ζύθου, ζύμης, αρτοποιίας,
γάλακτος και προϊόντων αυτού, άλατος, αεριούχων ποτών, ζαχαρωδών προϊόντων,
σιγαρέτων, βενζίνης κ.λπ.) στον ίδιο αγοραστη
εκδίδεται διπλότυπο θεωρημένο δελτίο αποστολής σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρο 23 του παρόντος Κώδικα, στο οποίο αναγράφεται και η τιμή μονάδος του αγαθού...
Το βραδύτερον εντός των μηνών Ιανουαρίου, Απριλίου,
Ιουλίου και Οκτωβρίου εκδίδεται συγκεντρωτικόν τιμολόγιον κατ’ αγοραστήν διά τας πωλήσεις του προηγουμένου
ημερολογιακού τριμήνου, με ημερομηνίαν εκδόσεως την
τελευταία ημέρα του τριμήνου».
Και εις άρθρ. 23 παρ. 6, 7 «Σε περίπτωση χονδρικής πώλησης αγαθών... σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 20 του Κώδικα, εκδίδεται από τον επιτηδευματία θεωρημένο διπλότυπο δελτίο αποστολής αγαθών αναλόγου περιεχομένου, ανεξάρτητα από το αν για την πώληση εκδίδεται συγχρόνως και τιμολόγιο πώλησης... παρ. 7 θεωρημένο δελτίο αποστολής... εκδίδεται επίσης από τον αποστολέα επιτηδευματία και σε κάθε περίπτωση αποστολής αγαθών προς οιονδήποτε τρίτο και για οποιοδήποτε σκοπό».
ΙΙ. Εκ του συνδυασμού των παρατεθεισών διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα:
1) Ως προκύπτει εκ του γράμματος της εν αρχή Α.Υ.Ο. η οποία αντικατέστησεν
διατάξεις της παρ. 1 του άρθρο 47 του Κ.Φ.Σ. (και ήτις,
κυρωθείσα δι’ άρθρο 51 παρ. 5 ν.δ. 1882/90 (ΦΕΚ Α΄ 43), θεωρείται ισχύουσα από της ισχύος του νόμου
τούτου, κατά την πρόσφατον νομολογίαν
του ΣτΕ (3595, 3596/91 Ολ.)
ίνα εφαρμοσθεί η παρ’ αυτής προβλεπομένη, κατ’ εξαίρεσιν,
επιβαρυντική περίπτωσις του ηυξημένου
προστίμου (ίσου με την αξία της συναλλαγής) (εδάφ.
δεύτερον) θα πρέπει η μη έκδοσις ή η ανακριβής έκδοσις των στοιχείων... του Κ.Φ.Σ.
να έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψιν της συναλλαγής ή
μέρους αυτής, η δε αξία εκάστης (συνολικής) συναλλαγής δι' ην δεν εξεδόθη ή
εξεδόθη ανακριβώς το οριζόμενον κατά περίπτωσιν φορολογικόν στοιχείον να είναι
μεγαλύτερο των 120.000 δρχ.
Το αυτό πρόστιμον επιβάλλεται
και εις την περίπτωσιν διακινήσεως αγαθών χωρίς το συνοδευτικόν
φορολογικόν στοιχείον το προβλεπόμενον από τον Κώδικα. Όταν ο προσδιορισμός της
αξίας της συναλλαγής δεν είναι δυνατός, επιβάλλεται το πρόστιμον
το οποίον προβλέπεται, κατά περίπτωσιν από το εδάφ.
πρώτον της αυτής ως άνω διατάξεως.
2) Ως συναλλαγήη επισύρουσα το ηυξημένον ως άνω πρόστιμον
πρέπει να νοηθεί, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, κάθε αυτοτελής
συναλλαγή, ήτοι παράδοσις αγαθών από τον πωλήτην επιτηδευματία προς τους πελάτας
αγοραστάς είτε επαγγελματίες είτε ιδιώτες, αφού
εις πάσαν περίπτωσιν διακινήσεως τούτων και προς
τον ίδιον έτι αγοραστήν, απαιτείται το ανάλογον συνοδευτικόν φορολογικόν στοιχείον, κατά τας προπαρατεθείσας διατάξεις
του Κώδικος. Εξάλλου, εις παρ. 3 του άρθρο 20 Κ.Φ.Σ., δι' ης προβλέπεται η έκδοσις
συγκεντρωτικού τιμολογίου ανά τρίμηνον κατά αγοραστήν, διά τις επαναλαμβανόμενες
κάθε μέρα πωλήσεις των, ενδεικτικώς, εκεί αναφερομένων αγαθών, προκύπτει ότι,
καθεμία εκ των εν λόγω καθημερινών παραδόσεων στον ίδιον αγοραστή χαρακτηρίζεται
από τον Κώδικα ως ξεχωριστή χονδρική πώλησις, δηλαδή
ως αυτοτελής συναλλαγή (πρβλ. και ΣτΕ 3502/89).
3) Επί του κρισίμου ζητήματος διεμορφώθηκαν
δύο γνώμαι.
Α) Κατά την γνώμην της πλειοψηφίας
(πλην της των κατωτέρω 2 μειοψηφισάντων) ψήφοι
πέντε (5) ενόψει των ανωτέρω, της διατυπώσεως της τελευταίας περιόδου της
επιμάχου διατάξεως, περί μη επιβολής του δι' αυτής προβλεπόμενου ηυξημένου, αλλά του προστίμου του πρώτου εδαφίου, «όταν ο
προσδιορισμός της αξίας της συναλλαγής δεν είναι δυνατός» (οία συναλλαγή
νοείται εκάστη αυτοτελής) αλλά και της επιβαλλομένης στενής ερμηνείας της προκειμένης,
εξαιρετικής εκ της φύσεώς της διατάξεως (εδάφ.
δευτέρου) σαφές καθίσταται, ότι αυτή δεν είναι εφαρμόσιμος εις την εις το
ερώτημα περίπτωσιν.
Αντίθετος άποψις δεν προκύπτει
εκ την υπ' αριθμ. 807/1989 Γνωμοδοτήσεως, καθόσον δι' αυτής δεν αντιμετωπίζεται
ερμηνεία εν σχέσει προς το υπό κρίσιν θέμα, αλλά
γίνεται δεκτόν ότι η επίμαχος εν αρχή διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί
εκδόσεως στοιχείων μη ανταποκρινόμενον εις υπαρκτάς συναλλαγάς, ως μη
αγόντων εις απόκρυψιν συναλλαγής (άτε μη υφισταμένης).
Β) Κατά την γνώμην τnς μειοψηφίας (των Νομ. Συμβούλων κ.κ. Π. Καμαρινέα
και Ν. Πούλου) ψήφοι 2, ως συναλλαγή κατά την έννοιαν τnς
διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 1 εδάφ. δεύτερον του Κ.Φ.Σ. (ως τούτο αντικατεστάθη) νοείται το σύνολον των
συναλλαγών, εφόσον δε είναι βέβαιον ότι το συνολικόν
ποσόν των εξακριβωθεισών και αποκρυβεισών
συναλλαγών και η διάταξις τείνει εις την αυστηράν τιμώρησιν της διά της αποκρύψεως των συναλλαγών, πραγματοποιουμένης
φοροδιαφυγής, εις την περίπτωσιν ταύτην θα επιβληθεί
το πρόστιμον του δευτέρου εδαφίου παρ. 1 άρθρο 47 Κ.Φ.Σ.
4) Όμως όταν εις χείρας τnς φορολογούσης
Αρχής υπάρχουν στοιχεία, έστω και ανεπίσημα, ως δίδεται (περίπτ.
2α του ιστορικού) εξ ων είναι δυνατός ο προσδιορισμός εκάστης συναλλαγής και
της αξίας αυτής, τότε έκαστον εκ των στοιχείων
αυτών (οίον ανεπίσημοι αποδείξεις) πρέπει να λογισθή
ως αποδεικτικόν διακεκριμένης συναλλαγής και ούτω συντρέχει
περίπτωσις εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου της παρ.
1 άρθρο 47 Κ.Φ.Σ. εν συνδρομή των στοιχείων αυτής.
5) Κατά συνέπειαν, εις το τεθέν ερώτημα προσήκει απάντησις: Α) κατά πλειοψηφίαν μεν ότι, εφόσον δεν είναι γνωστός ούτε ο αριθμός των επιμέρους συναλλαγών (αποκρυβεισών) δι’ ας δεν εξεδόθησαν φορολ. στοιχεία ούτε η συνολική αξία εκάστης, κατά την έννοιαν αυτήν, συναλλαγής δε δύναται να έχουν εφαρμογή οι εξαιρετικές διατάξεις επιβολής ηυξημένου προστίμου του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρο 47 Κ.Φ.Σ. ως αντικατεστάθη διά της εν αρχή ΑΥΟ, αλλά αι γενικαί διατάξεις του πρώτου εδαφίου της αυτής διατάξεως. Β) Ομοφώνης δε ότι, όταν εις χείρας της φορολογούσης Αρχής υπάρχουν στοιχεία έστω και ανεπίσημα, (οίον ανεπίσημοι αποδείξεις) εξ ων είναι δυνατός ο προσδιορισμός εκάστης συναλλαγής και της αξίας αυτής, τότε έκαστον εκ των στοιχείων αυτών πρέπει να λογισθή ως αποδεικτικόν διακεκριμένης συναλλαγής και ούτω συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 άρθρο 47 Κ.Φ.Σ. εν συνδρομή των στοιχείων αυτής.