Υπόθεση C-270/21

Αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων σε κράτος μέλος - Οδηγία 2005/36/ΕΚ - Δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος του νηπιαγωγού - Νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα - Δικαίωμα πρόσβασης στο επάγγελμα βάσει τίτλου σπουδών που έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος καταγωγής - Επαγγελματικά προσόντα αποκτηθέντα σε τρίτη χώρα

2 Μάρ 2023

Taxheaven.gr

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 2ας Μαρτίου 2023 «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων σε κράτος μέλος – Οδηγία 2005/36/ΕΚ – Δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος του νηπιαγωγού – Νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα – Δικαίωμα πρόσβασης στο επάγγελμα βάσει τίτλου σπουδών που έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος καταγωγής – Επαγγελματικά προσόντα αποκτηθέντα σε τρίτη χώρα»

Στην υπόθεση C‑270/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

A

παρισταμένης της:

Opetushallitus

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J.‑C. Bonichot (εισηγητή), S. Rodin και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Kriisa,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και A. Hanje,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Armati, τον M. Huttunen, τον M. Mataija και την I. Söderlund,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 354, σ. 132) (στο εξής: οδηγία 2005/36).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε η A σχετικά με την απόφαση της Opetushallitus (Διεύθυνσης Εκπαίδευσης, Φινλανδία) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων της ως νηπιαγωγού.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 14 της οδηγίας 2005/36 έχουν ως εξής:

«(1)      Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της συνθήκης, η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών συνιστά έναν από τους στόχους της Κοινότητας. Για τους υπηκόους των κρατών μελών αυτό περιλαμβάνει, ειδικότερα, το δικαίωμα να ασκούν επάγγελμα, ως αυτοαπασχολούμενοι ή μισθωτοί, σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο όπου απέκτησαν τα επαγγελματικά προσόντα τους. Επιπλέον, το άρθρο 47 παράγραφος 1 της συνθήκης προβλέπει την έκδοση οδηγιών για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων.

[…]

(14)      Ο μηχανισμός αναγνώρισης που καθιερώθηκε με τις οδηγίες 89/48/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16)] και 92/51/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ (ΕΕ 1992, L 209, σ. 25)] παραμένει αμετάβλητος. […]»

4        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2005/36:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το κράτος μέλος που εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, στην επικράτειά του, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων (στο εξής αναφερόμενο ως το “κράτος μέλος υποδοχής”) αναγνωρίζει, για την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη (στο εξής αναφερόμενα ως “κράτη μέλη καταγωγής”) δίνοντας στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί εκεί αυτό το επάγγελμα.

[…]»

5        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο όπου απέκτησε τα επαγγελματικά προσόντα του είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα.

[…]

2.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει, σύμφωνα με τις κανονιστικές ρυθμίσεις του, την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος στην επικράτειά του, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α), στους υπηκόους κρατών μελών που είναι κάτοχοι επαγγελματικών προσόντων τα οποία δεν έχουν αποκτηθεί σε κράτος μέλος. […]»

6        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται:

α)      ως “νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα”, η επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων· […]

β)      ως “επαγγελματικά προσόντα”, τα προσόντα που πιστοποιούνται από τίτλο εκπαίδευσης, από βεβαίωση επάρκειας που αναφέρεται στο άρθρο 11, στοιχείο α), εδάφιο (i) ή/και από επαγγελματική πείρα·

γ)      ως “τίτλος εκπαίδευσης”, τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, και βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί, κατά κύριο λόγο, στην Κοινότητα. Όταν η ανωτέρω φράση δεν έχει εφαρμογή, τίτλος εκπαίδευσης αναφερόμενος στην παράγραφο 3 εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης·

[…]

ε)      ως “νομοθετικά κατοχυρωμένη εκπαίδευση”, κάθε εκπαίδευση η οποία είναι άμεσα προσανατολισμένη στην άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος και συνίσταται σε κύκλο σπουδών που ενδεχομένως συμπληρώνεται από επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος.

Η διάρθρωση και το επίπεδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, της πρακτικής άσκησης ή της άσκησης του επαγγέλματος ρυθμίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του οικείου κράτους μέλους ή υπόκεινται σε έλεγχο ή έγκριση εκ μέρους της αρμόδιας προς τούτο αρχής·

στ)      “επαγγελματική εμπειρία”: η πραγματική και νόμιμη άσκηση πλήρους απασχόλησης ή ισοδύναμης μερικής απασχόλησης του σχετικού επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος·

[…]

3.      Εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης κάθε τίτλος εκπαίδευσης που χορηγείται από τρίτη χώρα, εφόσον ο κάτοχός του διαθέτει στο συγκεκριμένο επάγγελμα τριετή επαγγελματική πείρα στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο αναγνώρισε τον εν λόγω τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, και εφόσον η επαγγελματική αυτή πείρα πιστοποιείται από το εν λόγω κράτος μέλος.»

7        Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2005/36, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποτελέσματα της αναγνώρισης»:

«1.      Η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων από το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει στους δικαιούχους τη δυνατότητα να αποκτήσουν, στο εν λόγω κράτος μέλος, πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα για το οποίο διαθέτουν τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και να το ασκούν στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως και οι υπήκοοί του.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, το επάγγελμα που επιθυμεί να ασκήσει ο αιτών στο κράτος μέλος υποδοχής είναι το ίδιο με εκείνο για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον οι καλυπτόμενες δραστηριότητες είναι συγκρίσιμες.

[…]»

8        Το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Προϋποθέσεις αναγνώρισης», ορίζει τα εξής:

«1.      Εάν σε ένα κράτος μέλος υποδοχής απαιτείται για την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους παρέχει τη δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 11 και απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.

Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης εκδίδονται από μια αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, η οποία έχει διοριστεί σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους.

2.      Η πρόσβαση σε και η άσκηση επαγγέλματος όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 χορηγείται επίσης σε αιτούντες οι οποίοι έχουν ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα πλήρους απασχόλησης για ένα έτος ή για ισοδύναμη συνολική διάρκεια σε καθεστώς μερικής απασχόλησης στη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο το εν λόγω επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο, και οι οποίοι διαθέτουν μία ή περισσότερες βεβαιώσεις επάρκειας ή έγγραφα που έχουν εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος στο οποίο το σχετικό επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο.

Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους·

β)      πιστοποιούν την προετοιμασία του κατόχου τους για την άσκηση του οικείου επαγγέλματος.

Η μονοετής επαγγελματική εμπειρία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί, ωστόσο, να απαιτείται εάν οι τίτλοι επαγγελματικής εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών πιστοποιούν ότι έλαβε νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση.

[…]»

9        Το άρθρο 59, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή κατάλογο των υφιστάμενων νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων, στον οποίο προσδιορίζουν τις δραστηριότητες που καλύπτονται από κάθε επάγγελμα και κατάλογο νομοθετικά ρυθμιζόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης, και κατάρτισης με ειδική διάρθρωση όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 στοιχείο γ) σημείο ii), στην επικράτειά τους μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 2016. Οποιαδήποτε αλλαγή στους εν λόγω καταλόγους κοινοποιείται στην Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η Επιτροπή δημιουργεί και διατηρεί μια δημόσια βάση δεδομένων η οποία περιέχει νομοθετικά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα, συμπεριλαμβανομένης μιας γενικής περιγραφής των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από κάθε επάγγελμα.»

 Το φινλανδικό δίκαιο

10      Ο Laki ammattipätevyyden tunnustamisesta (1384/2015) [νόμος για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (1384/2015)], στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, προβλέπει ότι ρυθμίζει την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 2005/36. Το άρθρο 6 του ως άνω νόμου διευκρινίζει περαιτέρω τις προϋποθέσεις της εν λόγω αναγνώρισης.

 Το εσθονικό δίκαιο

11      Στην Εσθονία οι προϋποθέσεις σχετικά με τα προσόντα που απαιτούνται για τους νηπιαγωγούς ρυθμίζονται από την haridusministri 26. augusti 2002. aasta määrus «Koolieelse lasteasutuse pedagoogide kvalifikatsiooninõuded» (RTL 2002, 96, 1486, RT I, 03.09.2013, 36) (απόφαση του υπουργού παιδείας για τα απαιτούμενα προσόντα των νηπιαγωγών, της 26ης Αυγούστου 2002, στο εξής: υπουργική απόφαση για τα απαιτούμενα προσόντα των νηπιαγωγών).

12      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης:

«Ο εργοδότης αξιολογεί την ικανότητα του εργαζομένου να ασκεί τα καθήκοντα καθώς και τη συμμόρφωση προς τα απαιτούμενα προσόντα που προβλέπει η παρούσα απόφαση. […]»

13      Σύμφωνα με το άρθρο 18 της εν λόγω υπουργικής απόφασης, απαιτούμενα για τους νηπιαγωγούς προσόντα αποτελούν η κατοχή πανεπιστημιακού τίτλου και η απόκτηση παιδαγωγικής επάρκειας. Το άρθρο 37 της υπουργικής απόφασης ορίζει ότι τα απαιτούμενα προσόντα δεν ισχύουν για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι εργάζονταν ως νηπιαγωγοί πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 2013 και οι οποίοι, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπουργικής απόφασης για τα απαιτούμενα προσόντα των νηπιαγωγών που ίσχυαν πριν από την ως άνω ημερομηνία, διαθέτουν ή θεωρείται ότι διαθέτουν την απαιτούμενη επάρκεια για να ασκήσουν παρόμοια καθήκοντα.

14      Κατόπιν της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Εσθονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, η Vabariigi Valitsuse 6. juuni 2005. a määrus nr 120 «Eesti Vabariigi kvalifikatsioonide ja enne 20. augustit 1991. a antud endise NSV Liidu kvalifikatsioonide vastavus» (RT I 2005, 32, 241, RT I, 28.07.2020, 6) (κυβερνητική απόφαση 120 σχετικά με την αντιστοίχιση μεταξύ των διπλωμάτων της Δημοκρατίας της Εσθονίας και των διπλωμάτων της πρώην ΕΣΣΔ που εκδόθηκαν πριν από τις 20 Αυγούστου 1991), της 6ης Ιουνίου 2005, καθόρισε την αντιστοιχία μεταξύ των προσόντων που είχαν αναγνωριστεί από την πρώην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και χορηγηθεί πριν από τις 20 Αυγούστου 1991 και των επιπέδων γενικής και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του εκπαιδευτικού συστήματος της Δημοκρατίας της Εσθονίας.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Η A υπέβαλε στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης αίτηση αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων της ως νηπιαγωγού, με βάση τα ακόλουθα έγγραφα:

–        βεβαίωση απόκτησης του διπλώματος «Koolieelsete lasteasutuste kasvataja» (προσχολική εκπαίδευση) το 1980 στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Εσθονίας·

–        βεβαίωση απόκτησης του διπλώματος «Rakenduskõrghariduse tasemele vastava hotelliminanduse eriala õppekava» (εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου στον τομέα της διαχείρισης ξενοδοχειακών μονάδων) το 2006·

–        βεβαίωση απόκτησης του διπλώματος «Ärijuhtimis Magistri kraad – Turismiettevõtlus ja teeninduse juhtimine» (μεταπτυχιακός τίτλος στη διοίκηση επιχειρήσεων – τουρισμός και διαχείριση υπηρεσιών) το 2013, και

–        έγγραφο με τίτλο «Kutsetunnistus “Õpetaja, tase 6”» (επαγγελματικό πιστοποιητικό «εκπαιδευτικού, επίπεδο 6»), το οποίο εξέδωσε η εσθονική ένωση εκπαιδευτικών το 2017.

16      Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η A άσκησε το επάγγελμα της νηπιαγωγού στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Εσθονίας μεταξύ των ετών 1980 και 1984 και, στη συνέχεια, εκ νέου σε ιδιωτικό βρεφονηπιακό σταθμό στη Φινλανδία κατά τα έτη 2016 και 2017.

17      Με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2018, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης απέρριψε την αίτηση της A.

18      Με απόφαση της 18ης Απριλίου 2019, το Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό πρωτοδικείο Ελσίνκι, Φινλανδία) απέρριψε την προσφυγή της A κατά της αποφάσεως της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι τα επαγγελματικά προσόντα και η επαγγελματική πείρα της A δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων βάσει του νόμου περί αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων (1384/2015).

19      Η A άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 18ης  Απριλίου 2019 ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Korkein hallinto-oikeus (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Φινλανδία).

20      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το επάγγελμα του νηπιαγωγού αποτελεί «νομοθετικά κατοχυρωμένο/ρυθμιζόμενο επάγγελμα» στην Εσθονία, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/36.

21      Επισημαίνει ότι από πολλά στοιχεία προκύπτει ότι το επάγγελμα αυτό είναι όντως νομοθετικά ρυθμιζόμενο στην Εσθονία. Συγκεκριμένα, οι προϋποθέσεις καταλληλότητας που απαιτούνται για τους νηπιαγωγούς, οι οποίες προβλέπονται στην υπουργική απόφαση για τα απαιτούμενα προσόντα των νηπιαγωγών, συνίστανται στην κατοχή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στην απόκτηση παιδαγωγικής επάρκειας. Η εν λόγω επάρκεια πιστοποιείται δε από έγγραφο το οποίο χορηγείται, κατόπιν σχετικής αίτησης, από την εσθονική ένωση εκπαιδευτικών με βάση τον φάκελο του αιτούντος και μετά από συνέντευξη.

22      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η Δημοκρατία της Εσθονίας έχει συμπεριλάβει το επάγγελμα του νηπιαγωγού σε βάση δεδομένων που διατηρεί η Επιτροπή για τα νομοθετικά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα.

23      Ωστόσο, υπάρχουν άλλα στοιχεία που δημιουργούν αμφιβολίες στο αιτούν δικαστήριο ως προς το κατά πόσον το επάγγελμα του νηπιαγωγού αποτελεί νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Εσθονία.

24      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, αντιθέτως προς το φινλανδικό δίκαιο, η εσθονική νομοθεσία δεν απαιτεί το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που μνημονεύεται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως να αφορά τον τομέα της προσχολικής αγωγής.

25      Επιπλέον, σημειώνει ότι ο εργοδότης που προσλαμβάνει τέτοιο εκπαιδευτικό διαθέτει διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εκτιμήσει αν ο υποψήφιος για τη θέση νηπιαγωγού πληροί τις προϋποθέσεις της υπουργικής απόφασης για τα απαιτούμενα προσόντα των νηπιαγωγών Ειδικότερα, το πιστοποιητικό περί της παιδαγωγικής επάρκειας είναι προαιρετικό και δεν δεσμεύει τον εργοδότη. Ο εργοδότης εκτιμά αυτοτελώς αν ο υποψήφιος διαθέτει την απαιτούμενη παιδαγωγική επάρκεια.

26      Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, δύο διαφορετικοί εργοδότες θα μπορούσαν να εκτιμήσουν διαφορετικά την παιδαγωγική επάρκεια του ίδιου υποψηφίου.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εσθονική ρύθμιση επιφυλάσσει πράγματι την άσκηση του επαγγέλματος του νηπιαγωγού μόνο στα πρόσωπα που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και απαγορεύει στα λοιπά πρόσωπα την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα.

28      Δεύτερον, αναφερόμενο στην περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο επάγγελμα θεωρηθεί ως νομοθετικά ρυθμιζόμενο στην Εσθονία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το πιστοποιητικό που χορηγήθηκε στην Α από την εσθονική ένωση εκπαιδευτικών το 2017, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 15 της παρούσας απόφασης, μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαίωση επάρκειας ή τίτλος εκπαίδευσης, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36, μολονότι η επαγγελματική πείρα που πιστοποιείται αποκτήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο το κράτος μέλος καταγωγής ήταν σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία.

29      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να θεωρηθεί ότι το δίπλωμα που έλαβε η A το 1980 στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Εσθονίας και η πείρα που απέκτησε στο κράτος αυτό μεταξύ των ετών 1980 και 1984 πιστοποιούν επαγγελματικά προσόντα αποκτηθέντα σε τρίτη χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36, και αν, κατά συνέπεια, τα προσόντα αυτά μπορούν να αναγνωριστούν μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η ενδιαφερόμενη αποδεικνύει, πέραν αυτών, τριετή επαγγελματική πείρα αποκτηθείσα στο κράτος μέλος καταγωγής αφότου αυτό επανέκτησε την ανεξαρτησία του.

30      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι εσθονικός νόμος του 2005 εξομοίωσε τα διπλώματα που αποκτήθηκαν στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Εσθονίας με τα διπλώματα που αποκτήθηκαν στην Εσθονία μετά την επανάκτηση της ανεξαρτησίας της.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας 2005/36] την έννοια ότι θεωρείται νομοθετικά κατοχυρωμένο ένα επάγγελμα ως προς το οποίο, αφενός μεν, οι προϋποθέσεις καταλληλόλητας καθορίζονται με απόφαση που εκδίδεται από τον υπουργό παιδείας κράτους μέλους, η απαιτούμενη παιδαγωγική επάρκεια του νηπιαγωγού διέπεται από τα επαγγελματικά περιγράμματα και το κράτος μέλος έχει συμπεριλάβει το επάγγελμα του νηπιαγωγού στη βάση δεδομένων που έχει συσταθεί από την Επιτροπή για τα νομοθετικά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα, αφετέρου δε, κατά τη γραμματική διατύπωση της ως άνω υπουργικής απόφασης σχετικά με τις προϋποθέσεις καταλληλόλητας για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος, παρέχεται στον εργοδότη η διακριτική ευχέρεια να κρίνει ο ίδιος αν αυτές πληρούνται, ιδίως μάλιστα ως προς την παιδαγωγική επάρκεια, ενώ τα μέσα και ο τρόπος πιστοποίησης της παιδαγωγικής επάρκειας δεν προσδιορίζονται ούτε στην εν λόγω υπουργική απόφαση ούτε σε κάποιαν άλλη νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη;

2)      Στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική: Μπορεί να εκληφθεί ως βεβαίωση επάρκειας ή άλλου είδους τίτλος εκπαίδευσης, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36, πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων που χορηγήθηκε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγησή του είναι η ύπαρξη εργασιακής εμπειρίας στο εν λόγω επάγγελμα, εάν η επαγγελματική εμπειρία βάσει της οποίας χορηγήθηκε το πιστοποιητικό αποκτήθηκε εν μέρει στο κράτος μέλος καταγωγής σε χρονική περίοδο κατά την οποία το τελευταίο ήταν σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία και εν μέρει αποκτήθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής, ενώ η απόκτησή της δεν συνδέεται καθόλου με το κράτος μέλος καταγωγής από τότε που αυτό επανέκτησε την ανεξαρτησία του;

3)      Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36 την έννοια ότι επαγγελματικά προσόντα τα οποία βασίζονται σε τίτλο σπουδών που χορηγήθηκε από εκπαιδευτικό φορέα εγκατεστημένο στη γεωγραφική περιοχή κράτους μέλους σε χρόνο κατά τον οποίον το κράτος μέλος δεν υφίστατο ως ανεξάρτητο κράτος αλλά ως σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία, καθώς και σε επαγγελματική εμπειρία που αποκτήθηκε με βάση τον ως άνω τίτλο σπουδών στην εν λόγω σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία προτού το κράτος μέλος επανακτήσει την ανεξαρτησία του, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματικά προσόντα κτηθέντα σε τρίτη χώρα, με συνέπεια για την αναγνώρισή τους να απαιτείται επιπλέον τριετής επαγγελματική εμπειρία κτηθείσα στο κράτος μέλος καταγωγής μετά την επανάκτηση της ανεξαρτησίας του;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

32      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2005/36, ο σκοπός που αυτή επιδιώκει είναι να διευκολύνει την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων προκειμένου να μπορέσουν οι υπήκοοι των κρατών μελών να ασκήσουν επάγγελμα, ως αυτοαπασχολούμενοι ή μισθωτοί, σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο απέκτησαν τα επαγγελματικά προσόντα τους και να συμβάλει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης.

33      Δυνάμει των άρθρων 1 και 2, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται μόνον αν το επίμαχο επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο κράτος μέλος υποδοχής.

34      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι το επάγγελμα του νηπιαγωγού είναι, στη Φινλανδία, νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα. Κατά συνέπεια, η ανάληψη και άσκηση του επαγγέλματος αυτού στο εν λόγω κράτος μέλος από τους υπηκόους άλλου κράτους μέλους διέπονται από τις διατάξεις της οδηγίας 2005/36.

35      Όταν το οικείο επάγγελμα είναι επίσης νομοθετικά ρυθμιζόμενο στο κράτος μέλος καταγωγής, το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να επιτρέπει, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36, την ανάληψη και την άσκησή του από τους υπηκόους άλλων κρατών μελών υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, εφόσον είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που απαιτείται από το κράτος μέλος καταγωγής.

36      Αντιστρόφως, όταν το επίμαχο επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο στο κράτος μέλος καταγωγής, από το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι η ανάληψη και η άσκησή του πρέπει να επιτρέπεται στο κράτος μέλος υποδοχής εφόσον ο αιτών έχει ασκήσει το επάγγελμα με πλήρη απασχόληση για ένα έτος, ή για ισοδύναμη συνολική διάρκεια σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, κατά την τελευταία δεκαετία σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει μία ή περισσότερες βεβαιώσεις επάρκειας ή τίτλους εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί από το κράτος μέλος καταγωγής. Εντούτοις, το άρθρο 13, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36 προβλέπει ότι η σχετική με την επαγγελματική πείρα απαίτηση δεν ισχύει όταν ο αιτών διαθέτει τίτλο επαγγελματικής εκπαίδευσης που πιστοποιεί νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση.

37      Ως εκ τούτου, η αίτηση αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων νηπιαγωγού την οποία υπέβαλε η A στο κράτος μέλος υποδοχής, ήτοι στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36, σε περίπτωση που το επάγγελμα αυτό είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο στο κράτος μέλος καταγωγής, ήτοι στη Δημοκρατία της Εσθονίας, και υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, σε περίπτωση που δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

38      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36, έχει την έννοια ότι πρέπει να θεωρείται ως νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, κατά την εν λόγω διάταξη, επάγγελμα για την ανάληψη και άσκηση του οποίου η εθνική νομοθεσία επιβάλλει προϋποθέσεις καταλληλόλητας, πλην όμως παρέχει στους εργοδότες διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εκτιμήσουν αν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

39      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36, «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα» είναι «η επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων».

40      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα επάγγελμα θεωρείται νομοθετικά κατοχυρωμένο, κατά την έννοια των οδηγιών 89/48 και 92/51, όταν η πρόσβαση στην επαγγελματική δραστηριότητα που συνιστά το επάγγελμα αυτό ή η άσκησή της διέπεται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις οι οποίες θεσπίζουν σύστημα που έχει ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσει ρητώς την άσκηση της εν λόγω επαγγελματικής δραστηριότητας στα πρόσωπα μόνο που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις και να απαγορεύει στα πρόσωπα που δεν τις πληρούν την πρόσβαση στην ίδια αυτή δραστηριότητα (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 1996, Αρανίτης, C‑164/94, EU:C:1996:23, σκέψη 19, και της 8ης Μαΐου 2008, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑39/07, EU:C:2008:265, σκέψη 33). Λαμβανομένων υπόψη των ορισμών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες 89/48 και 92/51, καθώς και της αιτιολογικής σκέψης 14 της οδηγίας 2005/36, η νομολογία αυτή εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στην έννοια του «νομοθετικά κατοχυρωμένου/ρυθμιζόμενου επαγγέλματος» κατά την οδηγία αυτή.

41      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στην Εσθονία, η υπουργική απόφαση για τα απαιτούμενα προσόντα των νηπιαγωγών ορίζει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι «[ο] εργοδότης αξιολογεί την ικανότητα του εργαζομένου να ασκεί τα καθήκοντα καθώς και τη συμμόρφωση προς τα απαιτούμενα προσόντα που προβλέπει η παρούσα απόφαση.».

42      Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, χωρίς να αντικρουστεί επ’ αυτού από την Εσθονική Κυβέρνηση, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της υπουργικής απόφασης παρέχει στον εργοδότη διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εκτιμήσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις καταλληλόλητας που απαιτούνται για την πρόσβαση στο επάγγελμα του νηπιαγωγού, ειδικότερα η προϋπόθεση σχετικά με την παιδαγωγική επάρκεια, οπότε, δυνάμει της εν λόγω διάταξης, δύο διαφορετικοί εργοδότες θα μπορούσαν να εκτιμήσουν διαφορετικά το ζήτημα αν ο ίδιος αιτών πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις.

43      Ασφαλώς, η Εσθονική Κυβέρνηση εξήγησε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι, όταν προσκομίζεται στον εργοδότη πιστοποιητικό χορηγηθέν από την εσθονική ένωση εκπαιδευτικών, ο εργοδότης δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλλει για την παιδαγωγική επάρκεια του υποψηφίου. Εντούτοις, όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, η Εσθονική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η εσθονική νομοθεσία δεν προβλέπει κανέναν σχετικό κανόνα. Τούτο επιβεβαιώνει, ως εκ τούτου, την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, της υπουργικής απόφασης για τα απαιτούμενα προσόντα των νηπιαγωγών, κατά την οποία εναπόκειται στον εργοδότη να εκτιμήσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις καταλληλόλητας.

44      Μια τέτοια διακριτική ευχέρεια πρέπει να διακρίνεται από την ευχέρεια του εργοδότη να προσλαμβάνει ή να μην προσλαμβάνει πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για την πρόσβαση στο συγκεκριμένο επάγγελμα και να επιλέγει μεταξύ δύο υποψηφίων που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις.

45      Η κατάσταση την οποία δημιουργεί η εν λόγω διακριτική ευχέρεια είναι ικανή να καταστήσει δυσχερέστερη τη διάκριση μεταξύ των προσώπων που διαθέτουν τα απαιτούμενα από την εθνική νομοθεσία επαγγελματικά προσόντα για την άσκηση του οικείου επαγγέλματος και εκείνων που δεν τα διαθέτουν.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, το εσθονικό δίκαιο δεν διασφαλίζει ότι η ανάληψη και η άσκηση του επίμαχου επαγγέλματος επιφυλάσσονται μόνο στα πρόσωπα που διαθέτουν συγκεκριμένα επαγγελματικά προσόντα.

47      Επομένως, το επάγγελμα του νηπιαγωγού, όπως είναι οργανωμένο στην Εσθονία, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας.

48      Η εκτίμηση αυτή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω του ότι η Δημοκρατία της Εσθονίας θεωρεί το επάγγελμα του νηπιαγωγού ως «νομοθετικά κατοχυρωμένο/ρυθμιζόμενο», ότι καταχώρισε το επάγγελμα αυτό στον κατάλογο των υφιστάμενων νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και ότι το εν λόγω επάγγελμα μνημονεύεται στη βάση δεδομένων των νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων την οποία τηρεί η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 59 της οδηγίας 2005/36.

49      Πράγματι, αφενός, ο ορισμός της έννοιας του «νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36, δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών. Επομένως, η έννοια αυτή, κατά την οδηγία, εμπίπτει μόνο στο δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Malta Dental Technologists Association και Reynaud, C‑125/16, EU:C:2017:707, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Εσθονίας θεωρεί το επάγγελμα του νηπιαγωγού ως «νομοθετικά κατοχυρωμένο/ρυθμιζόμενο» και το καταχώρισε στον κατάλογο των υφισταμένων νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων που κοινοποίησε στην Επιτροπή δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως «νομοθετικά κατοχυρωμένο/ρυθμιζόμενο επάγγελμα», κατά την έννοια της οδηγίας 2005/36.

51      Αφετέρου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, ούτε το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36 παραπέμπει στο περιεχόμενο της τηρούμενης από την Επιτροπή βάσης δεδομένων, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης. Επομένως, η βάση αυτή έχει μόνον ενδεικτική αξία.

52      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36, έχει την έννοια ότι δεν θεωρείται ως «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα», κατά την εν λόγω διάταξη, επάγγελμα για την ανάληψη και άσκηση του οποίου η εθνική νομοθεσία επιβάλλει προϋποθέσεις καταλληλόλητας, πλην όμως παρέχει στους εργοδότες διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εκτιμήσουν αν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

53      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα τίθεται ρητώς σε περίπτωση που το επίμαχο επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο κράτος μέλος καταγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36, και, κατά συνέπεια, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της αρνητικής απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

54      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται για την περίπτωση που το επίμαχο επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο στο κράτος μέλος καταγωγής.

55      Στην περίπτωση αυτή, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, από το άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να επιτρέψει την πρόσβαση στο επάγγελμα και την άσκησή του αν ο αιτών έχει ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα με πλήρη απασχόληση για ένα έτος (ή για ισοδύναμη συνολική διάρκεια σε καθεστώς μερικής απασχόλησης) κατά την τελευταία δεκαετία σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει μία ή περισσότερες βεβαιώσεις επάρκειας ή τίτλους εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί από το κράτος μέλος καταγωγής. Εντούτοις, το άρθρο 13, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36 προβλέπει ότι η προϋπόθεση σχετικά με την επαγγελματική πείρα ενός έτους σε άλλο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών δεν απαιτείται αν ο τίτλος επαγγελματικής εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών πιστοποιεί ότι έλαβε νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση.

56      Εν προκειμένω, αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 13 παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/36, η A δεν άσκησε το επάγγελμα της νηπιαγωγού σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος υποδοχής κατά τη διάρκεια των δέκα ετών που προηγήθηκαν της αίτησής της.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το δίπλωμα νηπιαγωγού που έλαβε η A το 1980 στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Εσθονίας μπορεί να θεωρηθεί ως τίτλος επαγγελματικής εκπαίδευσης που πιστοποιεί νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας.

58      Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36, «[ε]ξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης κάθε τίτλος εκπαίδευσης που χορηγείται από τρίτη χώρα, εφόσον ο κάτοχός του διαθέτει στο συγκεκριμένο επάγγελμα τριετή επαγγελματική πείρα στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο αναγνώρισε τον εν λόγω τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, και εφόσον η επαγγελματική αυτή πείρα πιστοποιείται από το εν λόγω κράτος μέλος».

59      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36 έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία ο τίτλος εκπαίδευσης που υποβάλλεται στο κράτος μέλος υποδοχής αποκτήθηκε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους σε χρόνο κατά τον οποίο το κράτος μέλος αυτό δεν υφίστατο ως ανεξάρτητο κράτος αλλά ως σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία, ο δε επίμαχος τίτλος εκπαίδευσης εξομοιώθηκε από το ως άνω κράτος μέλος προς τίτλο εκπαίδευσης εκδοθέντα από το ίδιο μετά την επανάκτηση της ανεξαρτησίας του.

60      Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή αφορά κάθε τίτλο εκπαίδευσης που χορηγείται από τρίτη χώρα και αναγνωρίζεται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας.

61      Πλην όμως, επισημαίνεται ότι το δίπλωμα που απέκτησε η A το 1980 στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Εσθονίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι χορηγήθηκε από τρίτη χώρα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

62      Πράγματι, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέσχε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο, το δίπλωμα αυτό εξομοιώθηκε από τη Δημοκρατία της Εσθονίας, μετά την επανάκτηση της ανεξαρτησίας της και κατόπιν της προσχώρησής της στην Ένωση, δυνάμει της κυβερνητικής απόφασης 120, της 6ης Ιουνίου 2005, σχετικά με την αντιστοίχιση μεταξύ των διπλωμάτων της Δημοκρατίας της Εσθονίας και των διπλωμάτων της πρώην ΕΣΣΔ που εκδόθηκαν πριν από τις 20 Αυγούστου 1991 προς δίπλωμα αποκτηθέν στη Δημοκρατία της Εσθονίας κατόπιν της επανάκτησης της ανεξαρτησίας του κράτους μέλους αυτού.

63      Κατά συνέπεια, το δίπλωμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως τίτλος εκπαίδευσης χορηγηθείς από κράτος μέλος και όχι από τρίτη χώρα, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36.

64      Συνεπώς, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/83 δεν τυγχάνει εφαρμογής υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης.

65      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36 έχει την έννοια ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία ο τίτλος εκπαίδευσης που υποβάλλεται στο κράτος μέλος υποδοχής αποκτήθηκε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους σε χρόνο κατά τον οποίο το κράτος μέλος αυτό δεν υφίστατο ως ανεξάρτητο κράτος αλλά ως σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία, ο δε επίμαχος τίτλος εκπαίδευσης εξομοιώθηκε από το ως άνω κράτος μέλος προς τίτλο εκπαίδευσης εκδοθέντα από το ίδιο μετά την επανάκτηση της ανεξαρτησίας του. Ένας τέτοιος τίτλος εκπαίδευσης πρέπει να θεωρείται ότι έχει αποκτηθεί σε κράτος μέλος και όχι σε τρίτη χώρα.

66      Πρέπει να προστεθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που δόθηκαν στις σκέψεις 52 και 65 της παρούσας απόφασης, από τις οποίες προκύπτει ότι η αίτηση αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/36, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, όπως διευκρίνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 90 έως 93 των προτάσεών του, να εξετάσουν την περίπτωση της A υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 45 και 49 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου [πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, Sosiaali- ja terveysalan lupa- ja valvontavirasto (Βασική ιατρική εκπαίδευση), C‑634/20, EU:C:2022:149, σκέψεις 38 έως 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013,

έχει την έννοια ότι:

δεν θεωρείται ως «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα», κατά την εν λόγω διάταξη, επάγγελμα για την ανάληψη και άσκηση του οποίου η εθνική νομοθεσία επιβάλλει προϋποθέσεις καταλληλόλητας, πλην όμως παρέχει στους εργοδότες διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εκτιμήσουν αν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

2)      Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55,

έχει την έννοια ότι:

δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία ο τίτλος εκπαίδευσης που υποβάλλεται στο κράτος μέλος υποδοχής αποκτήθηκε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους σε χρόνο κατά τον οποίο το κράτος μέλος αυτό δεν υφίστατο ως ανεξάρτητο κράτος αλλά ως σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία, ο δε επίμαχος τίτλος εκπαίδευσης εξομοιώθηκε από το ως άνω κράτος μέλος προς τίτλο εκπαίδευσης εκδοθέντα από το ίδιο μετά την επανάκτηση της ανεξαρτησίας του. Ένας τέτοιος τίτλος εκπαίδευσης πρέπει να θεωρείται ότι έχει αποκτηθεί σε κράτος μέλος και όχι σε τρίτη χώρα.

(υπογραφές)


Taxheaven.gr