ΣτΕ 4097/2000

Το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει σαφείς και συγκεκριμένους λόγους και να προσδιορίζει την επίσης συγκεκριμένη πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης. Η παραπομπή σε άλλες έγγραφες πράξεις (π.χ. έκθεση ελέγχου) δεν συμπληρώνει το κείμενο της έφεσης και δεν αίρει την ατέλεια.



Σχόλια:


1 Ιαν 2000

Taxheaven.gr
 <------> 4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα εταιρία είχε κατά την ένδικη χρήση αντικείμενο εργασιών τη λιανική πώληση ειδών εφαρμογής ηλεκτρισμού και ειδών οικιακής χρήσης, τήρησε δε βιβλία Α' κατηγορίας (Αγορών) του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (ΚΦΣ). Η φορολογική αρχή με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρία έπρεπε να τηρήσει βιβλία Δ' κατηγορίας, διότι τα ακαθάριστα έσοδά της κατά την προηγούμενη περίοδο ανερχόντουσαν σε 61.704.854 δρχ., προσδιόρισε εξωλογιστικά τα μεν ακαθάριστα έσοδα σε 110.000.000 δρχ. και τα καθαρά κέρδη σε 12.040.000 δρχ. με την εφαρμογή συντελεστών καθαρού κέρδους προσαυξημένων κατά 40%. Επίσης, η φορολογική αρχή θεώρησε ότι η αναιρεσείουσα εταιρία ήταν εικονική και ότι όλα τα κέρδη της πραγματοποιήθηκαν από τον εταίρο Α.Μ. Με την πρωτόδικη απόφαση προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά τα ακαθάριστα έσοδα σε 90.000.000 δρχ. και με τη χρήση επ' αυτών συντελεστών καθαρού κέρδους τα καθαρά κέρδη προσδιορίστηκαν σε 9.758.000 δρχ. Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα εταιρία δεν ήταν εικονική και ότι τα κέρδη της αποκτήθηκαν από όλους τους εταίρους κατά τον λόγο συμμετοχής τους στην εταιρία. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση το Δημόσιο που προέβαλε τα εξής: "...Εκκαλώ... Διότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν δέχθηκε τα όσα αναφέρονται στη με χρονολογία 17.1.1989 έκθεση ελέγχου, η οποία επαρκώς θεμελιώνει τα εκ του ελέγχου προκύπτοντα αποτελέσματα (ακαθάριστα έσοδα - καθαρά κέρδη), καθώς και την εικονικότητα της εν λόγω εταιρίας (οι λόγοι αναφέρονται λεπτομερώς στην έκθεση ελέγχου)...". Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο το λόγο έφεσης σχετικά με την εικονικότητα της εταιρίας και στη συνέχεια, ενόψει του ότι τα βιβλία και στοιχεία Α' κατηγορίας του ΚΦΣ που τηρήθηκαν κατά την ένδικη χρήση από την αναιρεσείουσα εταιρία, αντί της προσήκουσας Δ' κατηγορίας του ΚΦΣ, ήταν εκ του νόμου ανεπαρκή, προσδιόρισε τα ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη της, κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο, εξωλογιστικά. Ειδικότερα το Διοικητικό Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες, το ύψος των αγορών και των δαπανών, το γεγονός ότι οι πωλήσεις των εμπορευμάτων της γίνονταν λιανικά και κυρίως επί πιστώσει, το εμφανιζόμενο μικτό κέρδος αυτής, καθώς και άλλων ομοειδών επιχειρήσεων που λειτουργούν με παρόμοιες συνθήκες, καθώς και τους ισχύοντες κατά την κρινόμενη χρήση Μοναδικούς Συντελεστές Καθαρού Κέρδους οι οποίοι έπρεπε να προσαυξηθούν κατά 40%, ενόψει της διάταξης του άρθρου 36, παρ. 2 του Ν.Δ.3323/1955, όπως ίσχυε κατά την ένδικη χρήση, προσδιόρισε τα μεν ακαθάριστα έσοδα σε 103.000.000 δρχ., τα δε καθαρά κέρδη σε 11.298.000 δρχ., εφαρμόζοντας τους ανωτέρω μοναδικούς συντελεστές προσαυξημένους τον καθένα κατά 40%. 5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το Διοικητικό Εφετείο αναιτιολόγητα δέχθηκε ότι κακώς τηρήθηκαν βιβλία και στοιχεία Α' κατηγορίας του ΚΦΣ αντί της προσήκουσας Δ' κατηγορίας, καθώς και ότι πλημμελώς ενεργήθηκε εξωλογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων της αναιρεσείουσας, καθόσον δεν διαπιστώθηκε ότι οι ανεπάρκειες καθιστούν αδύνατη τη διενέργεια των προσηκουσών ελεγκτικών επαληθεύσεων. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν, διότι στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Διοικητικό Εφετείο διατύπωσε κρίση ως προς το αν καλώς διενεργήθηκε εξωλογιστικός προσδιορισμός ενώ, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν δικαστήριο αφηγηματικά αναφέρεται στη διενέργεια εξωλογιστικού προσδιορισμού, προκειμένου να προβεί στη συνέχεια σε κρίση ως προς τον προσδιορισμό του ύψους των ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών ενόψει του σχετικού λόγου έφεσης του Δημοσίου. Ούτε άλλωστε είχε τη δυνατότητα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητα της διενέργειας εξωλογιστικού προσδιορισμού, αφού είχε επιληφθεί εφέσεως του Δημοσίου. Περαιτέρω όμως, βάσιμα η αναιρεσείουσα εταιρία προβάλλει ότι το Δημόσιο με το δικόγραφο της έφεσης δεν παραπονέθηκε με συγκεκριμένες αιτιάσεις ως προς τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων και ότι έτσι το Διοικητικό Εφετείο αποφάνθηκε για πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης για την οποία δεν είχε προβληθεί συγκεκριμένος λόγος έφεσης. Και τούτο διότι το δικόγραφο της έφεσης του Δημοσίου, με το προεκτεθέν περιεχόμενό του, πράγματι δεν περιλαμβάνει σαφείς και συγκεκριμένους λόγους έφεσης, αφού δεν αποδίδει καμία σαφή και συγκεκριμένη πλημμέλεια στις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, η αοριστία δε του εν λόγω δικογράφου δεν μπορεί να αρθεί με την παραπομπή στην έκθεση ελέγχου. Επομένως, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και για τον λόγο αυτό, βάσιμα προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει αναιρεθεί κατά το μέρος που αφορά τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων. Κατόπιν τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και κατά το μέρος της που αφορά τον εφαρμοστέο συντελεστή καθαρού κέρδους, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση του λόγου αναίρεσης που στρέφεται κατά του μέρους αυτού. 6. Επειδή, κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει, η δε υπόθεση η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο, για νέα κρίση.
Taxheaven.gr