Yπόθεση C-562/20

Πρόληψη της χρησιμοποιήσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας - Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 - Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3 - Παράρτημα III, σημείο 3, στοιχείο β' - Προσέγγιση βάσει εκτιμήσεως του κινδύνου - Εκτίμηση κινδύνων στην οποία προβαίνουν οι υπόχρεες οντότητες - Εντοπισμός των κινδύνων από τα κράτη μέλη και τις υπόχρεες οντότητες - Μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη - Ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας - Τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας - Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γ' και δ' - Απαιτήσεις περί αποδείξεως και τεκμηριώσεως των οποίων το βάρος φέρουν οι υπόχρεες οντότητες - Άρθρο 14, παράγραφος 5 - Συνεχής εποπτεία του πελάτη την οποία οφείλουν να ασκούν οι υπόχρεες οντότητες - Δημοσίευση των αποφάσεων περί επιβολής κυρώσεως

17 Νοέ 2022

Taxheaven.gr

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 17ης Νοεμβρίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Πρόληψη της χρησιμοποιήσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3 – Παράρτημα III, σημείο 3, στοιχείο βʹ – Προσέγγιση βάσει εκτιμήσεως του κινδύνου – Εκτίμηση κινδύνων στην οποία προβαίνουν οι υπόχρεες οντότητες – Εντοπισμός των κινδύνων από τα κράτη μέλη και τις υπόχρεες οντότητες – Μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη – Ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας – Τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας – Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ – Απαιτήσεις περί αποδείξεως και τεκμηριώσεως των οποίων το βάρος φέρουν οι υπόχρεες οντότητες – Άρθρο 14, παράγραφος 5 – Συνεχής εποπτεία του πελάτη την οποία οφείλουν να ασκούν οι υπόχρεες οντότητες – Δημοσίευση των αποφάσεων περί επιβολής κυρώσεως»

Στην υπόθεση C‑562/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο, Λεττονία) με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Οκτωβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

SIA «Rodl & Partner»

κατά

Valsts ieņēmumu dienests,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, P. G. Xuereb, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Φεβρουαρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η SIA «Rodl & Partner», εκπροσωπούμενη από τους J.‑C. Pastille, Rechtsanwalt, και L. Rasnačs, advokāts,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις I. Hūna, K. Pommere και V. Soņeca,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον J. Etienne, την O. Hrstková Šolcová, τον M. Menegatti και τη L. Ruppeka-Rupeika,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την D. Ancāne, και τους M. Chavrier, I. Gurov και K. Pleśniak,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Havas, A. Sauka και T. Scharf,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, του άρθρου 14, παράγραφος 5, του άρθρου 18, του άρθρου 60, παράγραφοι 1 και 2, και του παραρτήματος III, σημείο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73), καθώς και το κύρος του άρθρου 14, παράγραφος 5, και του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, της εν λόγω οδηγίας.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της SIA «Rodl & Partner» και της Valsts ieņēmumu dienests (εθνικής φορολογικής αρχής, Λεττονία) (στο εξής: VID) σχετικά με χρηματική κύρωση επιβληθείσα στη Rodl & Partner για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 22, 30, 43 και 66 της οδηγίας 2015/849 έχουν ως εξής:

«(1)      Ροές παράνομου χρήματος μπορούν να βλάψουν την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα και να απειλήσουν την εσωτερική αγορά της Ένωσης, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη. Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και το οργανωμένο έγκλημα παραμένουν σημαντικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο επίπεδο της Ένωσης. Εκτός από την περαιτέρω ανάπτυξη της προσέγγισης του ποινικού δικαίου σε επίπεδο ΕΕ, η στοχοθετημένη και αναλογική πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας είναι απαραίτητη, μπορεί δε να έχει συμπληρωματικά αποτελέσματα.

[…]

(22)      Ο κίνδυνος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν είναι ο ίδιος σε όλες τις περιπτώσεις. Συνεπώς, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μια ολιστική προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο. Η προσέγγιση βάσει κινδύνου δεν είναι αδικαιολόγητα ανεκτική επιλογή για τα κράτη μέλη και τις υπόχρεες οντότητες. Προϋποθέτει τη λήψη αποφάσεων βάσει τεκμηρίων, ούτως ώστε να υπάρχει αποτελεσματικότερη εστίαση στους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με τους οποίους βρίσκεται αντιμέτωπη η Ένωση, και σε εκείνους που δρουν στο πλαίσιο αυτό.

[…]

(30)      Ο κίνδυνος ο ίδιος έχει μεταβλητό χαρακτήρα, και οι παράμετροι κινδύνου, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό, ενδέχεται να αυξήσουν ή να μειώσουν τον δυνητικό κίνδυνο που προκύπτει, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτόν τα ενδεδειγμένα επίπεδα προληπτικών μέτρων, όπως τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Επομένως, υπάρχουν περιστάσεις στις οποίες θα πρέπει να εφαρμόζονται αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας και άλλες, στις οποίες μπορεί να ενδείκνυνται απλουστευμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας.

[…]

(43)      Είναι ουσιώδους σημασίας η ευθυγράμμιση της παρούσας οδηγίας με τις αναθεωρημένες συστάσεις της [Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (FATF)] να πραγματοποιηθεί με πλήρη σεβασμό της ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως σε ό,τι αφορά την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Ορισμένες πτυχές της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας περιλαμβάνουν τη συλλογή, την ανάλυση, την αποθήκευση και την ανταλλαγή δεδομένων. Η εν λόγω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να επιτρέπεται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και μόνο για τους σκοπούς που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, καθώς και τις δραστηριότητες που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας όπως η άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, η συνεχής εποπτεία, η διερεύνηση και η αναφορά ασυνήθιστων και ύποπτων συναλλαγών, η εξακρίβωση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου ενός νομικού προσώπου ή νομικού μορφώματος, ο προσδιορισμός ενός πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου, η ανταλλαγή πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές και η ανταλλαγή πληροφοριών από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και άλλες υπόχρεες οντότητες. Η συλλογή και η επακόλουθη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να περιορίζονται σε ό,τι είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να τυγχάνουν περαιτέρω επεξεργασίας κατά τρόπο ασύμβατο με τους σκοπούς αυτούς. Ειδικότερα, θα πρέπει να απαγορεύεται αυστηρά η περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για εμπορικούς σκοπούς.

[…]

(66)      Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων], που απαγορεύει κάθε διάκριση, για οποιονδήποτε λόγο, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά τις εκτιμήσεις κινδύνου στο πλαίσιο της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, χωρίς διακρίσεις.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας απαγορεύονται.»

5        Το άρθρο 5 της συγκεκριμένης οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντός των ορίων της νομοθεσίας της Ένωσης.»

6        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, την κατανόηση και τον μετριασμό των κινδύνων που αντιμετωπίζει όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και των ενδεχόμενων ανησυχιών σχετικά με την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο αυτό, και επικαιροποιεί την εν λόγω εκτίμηση κινδύνων.»

7        Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εντοπίζουν και να εκτιμούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που διατρέχουν, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με τους πελάτες τους, τις χώρες ή τις γεωγραφικές περιοχές, τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τις συναλλαγές ή τους [διαύλους] παροχής τραπεζικών υπηρεσιών. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι ανάλογα προς τη φύση και το μέγεθος των υπόχρεων οντοτήτων.

2.      Οι εκτιμήσεις κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τεκμηριώνονται, επικαιροποιούνται και τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών και των σχετικών αυτορρυθμιζόμενων φορέων. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν ότι δεν χρειάζονται επιμέρους τεκμηριωμένες εκτιμήσεις κινδύνων όταν οι εγγενείς στον τομέα συγκεκριμένοι κίνδυνοι είναι σαφείς και κατανοητοί.»

8        Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις εξής περιστάσεις:

α)      όταν συνάπτουν επιχειρηματική σχέση·

β)      όταν πραγματοποιούν περιστασιακή συναλλαγή που:

i)      ανέρχεται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των 15 000 [ευρώ] είτε η συναλλαγή αυτή πραγματοποιείται με μία και μόνη πράξη είτε με περισσότερες της μιας πράξεις που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους, ή

ii)      αποτελεί μεταφορά χρηματικών ποσών όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (2015, L 141, σ. 1),] άνω των 1 000 [ευρώ]·

[…]

ε)      όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο·

[…]».

9        Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν:

[…]

γ)      την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, τη συλλογή πληροφοριών για τον σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης·

δ)      την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις γνώσεις της υπόχρεης οντότητας σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ του κινδύνου, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των χρηματικών ποσών, καθώς και τη διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.

[…]

4.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπόχρεες οντότητες είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ή τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς ότι τα μέτρα είναι ενδεδειγμένα για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»

10      Το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όχι μόνον σε όλους τους νέους πελάτες, αλλά και στους υπάρχοντες πελάτες την κατάλληλη χρονική στιγμή, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, μεταξύ άλλων και όταν μεταβάλλονται οι σχετικές περιστάσεις του πελάτη.»

11      Κατά το άρθρο 18, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας:

«1.      Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 19 έως 24 και όταν συναλλάσσονται με φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες με εγκατάσταση σε τρίτες χώρες, που χαρακτηρίζονται από την Επιτροπή ως τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου, καθώς επίσης και σε άλλες περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη ή τις υπόχρεες οντότητες, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, ώστε να διαχειρίζονται και να μετριάζουν κατάλληλα τους κινδύνους αυτούς.

[…]

2.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εξετάζουν, στο μέτρο του ευλόγως δυνατού, το ιστορικό και τον σκοπό όλων των πολύπλοκων και ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών, και όλα τα ασυνήθιστα είδη συναλλαγών, που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό ή νόμιμο σκοπό. Συγκεκριμένα, οι υπόχρεες οντότητες αυξάνουν τον βαθμό και τη φύση της παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης, προκειμένου να προσδιοριστεί αν οι εν λόγω συναλλαγές ή δραστηριότητες φαίνονται ύποπτες.

3.      Κατά την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα κράτη μέλη και οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες καταστάσεων δυνητικά υψηλότερου κινδύνου, οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα III.»

12      Το άρθρο 40, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να διατηρούν τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, για σκοπούς πρόληψης, εντοπισμού και διερεύνησης, από τη [Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ)] ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή, της ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:

α)      στην περίπτωση της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αντίγραφο των εγγράφων και των πληροφοριών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που ορίζονται στο κεφάλαιο II, για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής τους σχέσης με τον πελάτη ή μετά την ημερομηνία της περιστασιακής συναλλαγής·

β)      τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και αρχεία των συναλλαγών, που συνίστανται στα πρωτότυπα έγγραφα ή σε αντίγραφα τα οποία γίνονται δεκτά σε δικαστικές διαδικασίες σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, τα οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των συναλλαγών, για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής τους σχέσης με τον πελάτη ή μετά την ημερομηνία της περιστασιακής συναλλαγής.»

13      Το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο τις μη υποκείμενες σε προσφυγή αποφάσεις επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παράβαση των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο πρόσωπο κατά του οποίου επιβλήθηκε η κύρωση. Η δημοσίευση περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστον, πληροφορίες σχετικά με τη μορφή και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των υπαίτιων προσώπων. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν το παρόν εδάφιο όταν οι αποφάσεις επιβολής μέτρων λαμβάνονται στο πλαίσιο έρευνας.

[…]

2.      Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσίευση αποφάσεων κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή, οι αρμόδιες αρχές πρέπει επίσης να δημοσιεύουν, χωρίς καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο τις σχετικές πληροφορίες και μεταγενέστερες πληροφορίες για την έκβαση της προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου.»

14      Στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας παρατίθεται «ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά υψηλότερου κινδύνου, που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3», κατάλογος που περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες, συγκεκριμένα δε τους «παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη» (σημείο 1), τους «παράγοντες κινδύνου ως προς προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παράδοσης» (σημείο 2) και τους «γεωγραφικούς παράγοντες κινδύνου» (σημείο 3). Μεταξύ των τελευταίων αυτών παραγόντων κινδύνου καταλέγονται, στο σημείο 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου παραρτήματος, οι «χώρες στις οποίες έχουν διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, υψηλά επίπεδα δωροδοκίας ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων».

 Το λεττονικό δίκαιο

15      Ο Noziedzīgi iegūtu līdzekļu legalizācijas un terorisma un proliferācijas finansēšanas novēršanas likums (νόμος για την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων), της 17ης Ιουλίου 2008 (Latvijas Vēstnesis, 2008, αριθ. 116), τροποποιήθηκε με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη μεταφορά της οδηγίας 2015/849 στη λεττονική έννομη τάξη.

16      Ο νόμος αυτός, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος για την πρόληψη), ορίζει, στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 1.2, τα εξής:

«(1)      Η υπόχρεη οντότητα, αναλόγως του είδους της δραστηριότητάς της, διενεργεί και τεκμηριώνει εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας με σκοπό τον εντοπισμό, την εκτίμηση, την κατανόηση και τη διαχείριση των κινδύνων αυτών που είναι συμφυείς με τις δραστηριότητές της και με τους πελάτες της και, βάσει της εκτιμήσεως αυτής, εκπονεί και θέτει σε εφαρμογή σύστημα εσωτερικού ελέγχου για την πρόληψη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων, αναπτύσσοντας και τεκμηριώνοντας τις σχετικές πολιτικές και διαδικασίες που εγκρίνονται από το διοικητικό της συμβούλιο, εφόσον αυτό έχει διορισθεί, ή, ενδεχομένως, από άλλο όργανο διοικήσεως της υπόχρεης οντότητας.

[…]

(12)      Η υπόχρεη οντότητα, οσάκις προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας και εκπονεί σύστημα εσωτερικού ελέγχου, λαμβάνει τουλάχιστον υπόψη τις ακόλουθες περιστάσεις που επηρεάζουν τους κινδύνους:

1)      τον κίνδυνο ως προς πελάτη που είναι συμφυής με τη νομική μορφή, τη διάρθρωση της κυριότητας [και] τις οικονομικές ή προσωπικές δραστηριότητες του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου του πελάτη·

2)      τον κίνδυνο ως προς τη χώρα και τη γεωγραφική περιοχή, δηλαδή τον κίνδυνο να συνδέεται ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος του πελάτη με χώρα ή γεωγραφική περιοχή όπου οι οικονομικές, κοινωνικές, νομικές ή πολιτικές περιστάσεις ενδέχεται να υποδηλώνουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, ο οποίος είναι συμφυής με τη χώρα […]».

17      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«Η υπόχρεη οντότητα αξιολογεί ανά τακτά διαστήματα, τουλάχιστον δε κάθε 18 μήνες, την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, ιδίως εξετάζοντας και επικαιροποιώντας την εκτίμηση κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας ως προς τον πελάτη, τη χώρα κατοικίας του (εγκαταστάσεώς του), την οικονομική ή προσωπική δραστηριότητα του πελάτη, τις χρησιμοποιούμενες υπηρεσίες και προϊόντα και τις αλυσίδες εφοδιαστικής τους, καθώς και τις πραγματοποιούμενες συναλλαγές και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, θέτει σε εφαρμογή μέτρα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων [των μέτρων εκείνων που έχουν ως σκοπό] την επανεξέταση και τη διευκρίνιση των πολιτικών και των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου στον τομέα της προλήψεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Η Rodl & Partner είναι εμπορική εταιρία εγκατεστημένη στη Λεττονία, της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών λογιστικής, τηρήσεως λογιστικών βιβλίων και διενέργειας οικονομικών ελέγχων, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών φορολογικών συμβουλών. Έχει την ιδιότητα της «υπόχρεης οντότητας» κατά την έννοια του νόμου για την πρόληψη.

19      Κατά το χρονικό διάστημα από τις 3 Απριλίου έως τις 6 Ιουνίου 2019, η Rodl & Partner αποτέλεσε το αντικείμενο ελέγχου τον οποίο διενήργησε η VID στο πλαίσιο της προλήψεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τον οποίο καταρτίσθηκε, στις 3 Απριλίου 2019, αρχική έκθεση και, στη συνέχεια, τελική έκθεση, στις 6 Ιουνίου 2019. Από την έκθεση της 3ης Απριλίου 2019 προέκυψε, αφενός, ότι το σύστημα εσωτερικού ελέγχου που εκπόνησε και έθεσε σε εφαρμογή η Rodl & Partner προκειμένου να τηρηθούν οι απαιτήσεις του νόμου για την πρόληψη ενείχε ορισμένες παρατυπίες και, αφετέρου, ότι η Rodl & Partner, ως υπόχρεη οντότητα, παρέλειψε, κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, να πραγματοποιήσει και να τεκμηριώσει εκτίμηση κινδύνων νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας όσον αφορά δύο εκ των πελατών της, ήτοι το ίδρυμα IT izglītības fonds και την RBA Consulting SIA. Συγκεκριμένα, η VID έκρινε ότι οι δύο αυτοί πελάτες ενείχαν υψηλό κίνδυνο νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας και ότι, ως εκ τούτου, η Rodl & Partner όφειλε να λάβει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες αυτούς.

20      Ειδικότερα, όσον αφορά το ίδρυμα IT izglītības fonds, η VID επισήμανε, πρώτον, ότι επρόκειτο για μη κυβερνητική οργάνωση (στο εξής: ΜΚΟ) η οποία, ως τέτοια, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παρανόμως για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προέκυπτε από έκθεση την οποία δημοσίευσε η Noziedzīgi iegūtu līdzekļu legalizācijas novēršanas dienests (υπηρεσία προλήψεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, Λεττονία), δεύτερον, ότι ο έμμισθος διευθύνων σύμβουλος του ιδρύματος αυτού, ο οποίος είχε υπογράψει, στις 7 Μαρτίου 2017, το δελτίο προσδιορισμού ταυτότητας πελάτη για το συγκεκριμένο ίδρυμα, ήταν υπήκοος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τρίτης χώρας ενέχουσας υψηλό κίνδυνο δωροδοκίας, και, τρίτον, ότι το εν λόγω ίδρυμα όριζε ως πραγματικό δικαιούχο τη λεττονική κοινωνία στο σύνολό της, κάτι το οποίο ήταν αντίθετο προς την ισχύουσα εθνική νομοθεσία.

21      Όσον αφορά την RBA Consulting, η VID διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση είχε πραγματοποιήσει χρηματοοικονομικές συναλλαγές με εταιρία ανήκουσα κατά πλειοψηφία σε εταιρία εγκατεστημένη στη Ρωσική Ομοσπονδία. Επιπλέον, μολονότι η VID είχε ζητήσει από τη Rodl & Partner να της προσκομίσει αντίγραφο της συμβάσεως βάσει της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι επίμαχες συναλλαγές, η υπόχρεη οντότητα δεν ικανοποίησε το αίτημα, αρκούμενη απλώς στην εξήγηση ότι είχε λάβει γνώση του πρωτοτύπου της εν λόγω συμβάσεως στην έδρα της RBA Consulting.

22      Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, ο διευθυντής της VID υποχρέωσε τη Rodl & Partner να καταβάλει πρόστιμο ύψους 3 000 ευρώ λόγω παραβάσεων του νόμου για την πρόληψη όσον αφορά τις σχέσεις της με το ίδρυμα IT izglītības fonds και με την RBA Consulting. Αντιθέτως, δεδομένου ότι με την τελική έκθεση ελέγχου της 6ης Ιουνίου 2019 διαπιστώθηκε ότι είχαν αρθεί οι παρατυπίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, ουδεμία παράβαση διαπιστώθηκε συναφώς. Στις 11 Αυγούστου 2019, η VID δημοσίευσε στον ιστότοπό της πληροφορίες σχετικά με τις παραβάσεις που διέπραξε η Rodl & Partner, όπως αυτές διαπιστώθηκαν με την εν λόγω απόφαση.

23      Κατόπιν διοικητικής προσφυγής που ασκήθηκε κατά της ως άνω αποφάσεως, η συγκεκριμένη απόφαση επικυρώθηκε με απόφαση του γενικού διευθυντή της VID της 13ης Νοεμβρίου 2019.

24      Στις 13 Δεκεμβρίου 2019 η Rodl & Partner άσκησε ενώπιον του administratīvā rajona tiesa (διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου, προσφυγή με αίτημα να ακυρωθεί η απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019 και να υποχρεωθεί η VID να διαγράψει τις πληροφορίες που είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό της σχετικά με την επιβληθείσα κύρωση.

25      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατά πρώτον, ότι ούτε ο νόμος για την πρόληψη ούτε η οδηγία 2015/849 προβλέπουν ότι μια ΜΚΟ αποτελεί, λόγω της νομικής μορφής της, περίπτωση αυξημένου κινδύνου για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η οποία πρέπει, απλώς και μόνον εξ αυτού, να αποτελεί το αντικείμενο ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας εκ μέρους των υπόχρεων οντοτήτων. Ομοίως, μεταξύ των κριτηρίων τα οποία δύνανται να υποδηλώνουν υψηλότερο γεωγραφικό κίνδυνο και τα οποία προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τους λογιστές σχετικά με μια προσέγγιση βάσει εκτιμήσεως του κινδύνου («Guidance for a Risk-based Approach for the Accounting Profession»), που δημοσιεύθηκαν από τη FATF, κανένα εξ αυτών δεν αφορά την ιθαγένεια υπαλλήλου ενός πελάτη. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, σε περίπτωση που η VID κρίνει, ως εθνική αρχή ελέγχου, ότι μια υπόχρεη οντότητα πρέπει να λάβει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο πελάτης είναι ΜΚΟ ή ένας από τους υπαλλήλους της, χωρίς να είναι ο πραγματικός δικαιούχος του εν λόγω πελάτη κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, είναι υπήκοος τρίτης χώρας ενέχουσας υψηλό κίνδυνο δωροδοκίας, εγείρεται το ζήτημα αν μια τέτοια απαίτηση, μη προβλεπόμενη από τον νόμο, είναι υπέρμετρη και δυσανάλογη και, ως εκ τούτου, αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ.

26      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Ρωσική Ομοσπονδία δεν αποτελεί χώρα υψηλού κινδύνου, καθόσον δεν περιλαμβάνεται ούτε στον κατάλογο των χωρών υψηλού κινδύνου τον οποίο δημοσίευσε η FATF ούτε στον εγκριθέντα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατάλογο των τρίτων χωρών των οποίων οι μηχανισμοί καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας είναι ανεπαρκείς. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Ρωσική Ομοσπονδία θα μπορούσε να θεωρηθεί, βάσει του παραρτήματος III, σημείο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/849, χώρα ή γεωγραφική περιοχή που ενέχει υψηλό κίνδυνο δωροδοκίας, άποψη την οποία υποστηρίζει, άλλωστε, η ΜΚΟ Transparency International.

27      Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/849, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos (C‑235/14, EU:C:2016:154), ένα κράτος μέλος μπορεί να θεσπίζει αυστηρότερες διατάξεις για την αποτροπή της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας σε περίπτωση που, κατά την άποψη του εν λόγω κράτους μέλους, υφίσταται τέτοιος κίνδυνος. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εν προκειμένω, μήπως η VID, εκτιμώντας ότι συνιστά παράγοντα υψηλού κινδύνου το γεγονός ότι η RBA Consulting είναι εμπορικός εταίρος θυγατρικής ανήκουσας κατά πλειοψηφία σε εταιρία εγκατεστημένη στη Ρωσική Ομοσπονδία, εφάρμοσε κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας τον νόμο για την πρόληψη, δεδομένου ότι ούτε ο νόμος αυτός ούτε η οδηγία 2015/849 προβλέπουν τέτοιο παράγοντα κινδύνου.

28      Ομοίως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως η VID υπερέβη τις εξουσίες της απαιτώντας από τη Rodl & Partner να της προσκομίσει αντίγραφο της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της RBA Consulting και της συγκεκριμένης θυγατρικής, δεδομένου ότι ούτε ο νόμος για την πρόληψη ούτε η οδηγία 2015/849 απαιτούν από την υπόχρεη οντότητα να λάβει αντίγραφο των εν λόγω σχετικών με συναλλαγές εγγράφων.

29      Κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η VID έκρινε ότι η Rodl & Partner παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 2, του νόμου για την πρόληψη, κατά το οποίο η υποκείμενη στον φόρο οντότητα προβαίνει ανά τακτά διαστήματα, τουλάχιστον άπαξ ανά 18 μήνες, σε εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας όσον αφορά τον πελάτη. Όταν, όμως, η VID προέβη στην αξιολόγηση της καταστάσεως της Rodl & Partner, δεν είχε ακόμη παρέλθει δεκαοκτάμηνο από τον χρόνο κατά τον οποίο η RBA Consulting κατέστη πελάτης της Rodl & Partner. Επομένως, εγείρεται το ζήτημα αν οι διατάξεις της οδηγίας 2015/849, ειδικότερα δε το άρθρο της 14, παράγραφος 5, επιβάλλουν στην υπόχρεη οντότητα να εφαρμόζει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας έναντι των υφισταμένων πελατών ακόμη και αν δεν μπορεί να προσδιορισθεί καμία μεταβολή των κρίσιμων στοιχείων της καταστάσεώς τους και, ενδεχομένως, αν τα μέτρα αυτά είναι εύλογα και αναλογικά ή αν εφαρμόζονται μόνο στους πελάτες υψηλού κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

30      Τέλος, κατά τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις παραβάσεις τις οποίες διέπραξε η Rodl & Partner και οι οποίες δημοσιεύθηκαν από τη VID στον ιστότοπό της περιείχαν ανακρίβειες. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις i) επιβάλλουν αυτομάτως στον εξωτερικό πάροχο υπηρεσιών λογιστικής τη λήψη ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη λόγω του ότι ο πελάτης είναι μη κυβερνητική οργάνωση και το πρόσωπο το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί από τον πελάτη και εργάζεται σε αυτόν ως υπάλληλός του, είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, εν προκειμένω της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και κάτοχος άδειας διαμονής στη Λεττονία, και ii) επιβάλλουν αυτομάτως τον χαρακτηρισμό του εν λόγω πελάτη ως πελάτη υψηλότερου βαθμού κινδύνου;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο προηγούμενο ερώτημα, είναι η προαναφερθείσα ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, αναλογικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, σύμφωνη με το άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

3)      Έχει το άρθρο 18 της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με το σημείο 3, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι επιβάλλει αυτομάτως υποχρέωση λήψης ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε κάθε περίπτωση κατά την οποία εμπορικός συνεργάτης του πελάτη, αλλά όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, εν προκειμένω με τη Ρωσική Ομοσπονδία;

4)      Έχει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849 την έννοια ότι η υπόχρεη οντότητα, όταν λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, οφείλει να λαμβάνει από αυτόν αντίγραφο της σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του εν λόγω πελάτη και τρίτου και ότι, ως εκ τούτου, η επιτόπια εξέταση της σύμβασης αυτής θεωρείται ανεπαρκής;

5)      Έχει το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 την έννοια ότι η υπόχρεη οντότητα οφείλει να εφαρμόσει μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους υπάρχοντες εμπορικούς πελάτες, ακόμη και όταν δεν εντοπίζονται σημαντικές μεταβολές στις περιστάσεις του πελάτη και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία που τάσσεται από την αρμόδια αρχή των κρατών μελών για την εκ νέου άσκηση εποπτείας, περαιτέρω δε, η εν λόγω υποχρέωση ισχύει μόνο για πελάτες υψηλού κινδύνου;

6)      Έχει το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι η αρμόδια αρχή, όταν δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με τις μη υποκείμενες σε προσφυγή αποφάσεις επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παράβαση των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας, οφείλει να διασφαλίζει την απόλυτη συμφωνία των δημοσιευόμενων πληροφοριών με τις πληροφορίες που εκτίθενται στην απόφαση;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

32      Με το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το παράρτημα III, σημείο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι επιβάλλει σε υπόχρεη οντότητα να χαρακτηρίζει αυτομάτως ένα πελάτη ως πελάτη υψηλού κινδύνου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη οσάκις αυτός είναι ΜΚΟ, οσάκις κάποιος από τους υπαλλήλους του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας ή οσάκις ο εμπορικός εταίρος του ίδιου αυτού πελάτη, αλλά όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται με τέτοια τρίτη χώρα.

33      Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι η οδηγία 2015/849 έχει ως κύριο σκοπό, όπως προκύπτει από τον τίτλο της και από το άρθρο της 1, παράγραφοι 1 και 2, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας [βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2005, L 309, σ. 15), απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, LG και MH (Αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), C‑790/19, EU:C:2021:661, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, ECOTEX BULGARIA, C‑544/19, EU:C:2021:803, σκέψη 44].

34      Οι διατάξεις της οδηγίας 2015/849, οι οποίες έχουν προληπτικό χαρακτήρα, αποβλέπουν στην καθιέρωση, σύμφωνα με μια προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, ενός συνόλου προληπτικών και αποτρεπτικών μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, LG και MH (Αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), C‑790/19, EU:C:2021:661, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], προκειμένου να αποτραπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 της εν λόγω οδηγίας, το ενδεχόμενο ροές παράνομου χρήματος να βλάψουν την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης και να απειλήσουν την εσωτερική αγορά της, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη.

35      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών του και όπως προκύπτει από τα άρθρα 6 έως 8 της οδηγίας 2015/849, η προσέγγιση βάσει του κινδύνου προϋποθέτει εκτίμηση του συγκεκριμένου κινδύνου η οποία, στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνεται με την εν λόγω οδηγία, πραγματοποιείται σε τρία επίπεδα, συγκεκριμένα δε, κατ’ αρχάς, σε επίπεδο Ένωσης, από την Επιτροπή, εν συνεχεία, σε επίπεδο κάθε κράτους μέλους και, τέλος, σε επίπεδο υπόχρεων οντοτήτων. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 30 της εν λόγω οδηγίας, από τη συγκεκριμένη εκτίμηση κινδύνων εξαρτάται, μεταξύ άλλων, η εκ μέρους των οντοτήτων αυτών λήψη κατάλληλων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον οικείο πελάτη. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει τέτοιας εκτιμήσεως, ούτε το οικείο κράτος μέλος ούτε, ενδεχομένως, οι συγκεκριμένες οντότητες έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν ποια μέτρα πρέπει να εφαρμοσθούν ανάλογα με την περίπτωση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 107).

36      Συναφώς, η οδηγία 2015/849 προβλέπει, στα τμήματα 1 έως 3 του κεφαλαίου II, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη», τρία είδη μέτρων δέουσας επιμέλειας, ήτοι συνήθη μέτρα, απλουστευμένα μέτρα και ενισχυμένα μέτρα. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα μέτρα αυτά αποσκοπούν να αποτρέψουν ή, τουλάχιστον, να παρεμποδίσουν κατά το δυνατόν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, θέτοντας προς τούτο φραγμούς, καθ’ όλα τα στάδια που ενδέχεται να περιλαμβάνουν οι εν λόγω δραστηριότητες, σε όσους νομιμοποιούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και σε όσους χρηματοδοτούν την τρομοκρατία [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, LG και MH (Αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), C‑790/19, EU:C:2021:661, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Όσον αφορά τα ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας, τα οποία είναι τα μόνα επίμαχα στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου υποβληθέντος ερωτήματος, επισημαίνεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 μνημονεύει ορισμένες καταστάσεις οι οποίες ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας και στις οποίες τα κράτη μέλη απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν τέτοια μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη προκειμένου να διαχειρίζονται και να μετριάζουν προσηκόντως τον εν λόγω κίνδυνο. Επομένως, τέτοια ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας πρέπει να εφαρμόζονται από τις συγκεκριμένες οντότητες, πρώτον, στις περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στα άρθρα 19 έως 24 της ως άνω οδηγίας, δεύτερον, στο πλαίσιο σχέσεων με φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί από την Επιτροπή ως χώρες υψηλού κινδύνου και, τρίτον, σε άλλες περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου που εντοπίζονται από τα κράτη μέλη ή τις υπόχρεες οντότητες.

38      Συνεπώς, πέραν των ειδικών περιπτώσεων που διαλαμβάνονται στα άρθρα 19 έως 24 της οδηγίας 2015/849 και των περιπτώσεων που προϋποθέτουν σχέσεις με φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί από την Επιτροπή ως τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου, κατά το άρθρο 18 της οδηγίας αυτής, η εφαρμογή ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας προϋποθέτει, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει του κινδύνου, τον εκ των προτέρων εντοπισμό, από το κράτος μέλος ή την υπόχρεη οντότητα, αυξημένου κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, πέραν αυτών των ειδικών περιπτώσεων, ο χαρακτηρισμός πελάτη ως εμπίπτοντος σε βαθμίδα αυξημένου κινδύνου και, κατά συνέπεια, η λήψη ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς αυτόν δεν είναι αυτόματη διαδικασία.

39      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι επιχειρηματικές σχέσεις που συνήψε η Rodl & Partner με το ίδρυμα IT izglītības fonds και με την RBA Consulting, αντιστοίχως, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 19 έως 24 της οδηγίας 2015/849. Επιπλέον, η Ρωσική Ομοσπονδία δεν καταλέγεται μεταξύ των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που μνημονεύονται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/1675 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την επισήμανση των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες (ΕΕ 2016, L 254, σ. 1).

40      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το παράρτημα III, σημείο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει σε υπόχρεη οντότητα την υποχρέωση να χαρακτηρίζει αυτομάτως έναν πελάτη ως πελάτη υψηλού κινδύνου και, κατά συνέπεια, να λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη απλώς και μόνον επειδή αυτός είναι ΜΚΟ, επειδή κάποιος από τους υπαλλήλους του εν λόγω πελάτη είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας ή επειδή ο εμπορικός εταίρος του ίδιου αυτού πελάτη, αλλά όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται με τέτοια τρίτη χώρα.

41      Τούτου διευκρινισθέντος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/849, ένα κράτος μέλος δύναται να θεσπίζει αυστηρότερες διατάξεις με σκοπό την αποτροπή της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας σε περίπτωση που, κατά το συγκεκριμένο κράτος μέλος, υφίστανται οι μνημονευόμενοι στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως παράγοντες κινδύνου. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πάντως, αν η δυνατότητα αυτή δύναται να δικαιολογήσει την απόφαση που έλαβε εν προκειμένω η VID έναντι της Rodl & Partner.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 2015/849 αντιτίθενται στο ενδεχόμενο το δίκαιο κράτους μέλους να υποχρεώνει την υπόχρεη οντότητα να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμηση περί της αναγκαιότητας λήψεως ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς πελάτη, τέτοιους παράγοντες κινδύνου.

43      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιχειρηματικές σχέσεις όπως αυτές που συνήψε η Rodl & Partner με το ίδρυμα IT izglītības fonds και την RBA Consulting μπορούν να εμπίπτουν στις «άλλες περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη ή τις υπόχρεες οντότητες», κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849.

44      Για τον προσδιορισμό των ανωτέρω «άλλων περιπτώσεων υψηλότερου κινδύνου», από τη συνδυασμένη ερμηνεία των παραγράφων 1 και 3 του εν λόγω άρθρου 18 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη και οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των κινδύνων στην οποία υποχρεούνται να προβούν, να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους παράγοντες και τους τύπους αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά υψηλότερου κινδύνου που μνημονεύονται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας. Πάντως, στον μη εξαντλητικό κατάλογο παραγόντων και τύπων αποδεικτικών στοιχείων τέτοιου κινδύνου, ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα αυτό, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη, οι παράγοντες κινδύνου ως προς τις συναλλαγές ή, ακόμη, οι γεωγραφικοί παράγοντες κινδύνου.

45      Επομένως, τόσο από το γράμμα του άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849 όσο και από τον μη εξαντλητικό χαρακτήρα του καταλόγου του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον κατάλληλο τρόπο εφαρμογής της υποχρεώσεως προβλέψεως ενισχυμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας και τον προσδιορισμό τόσο των καταστάσεων στις οποίες υφίσταται τέτοιος υψηλός κίνδυνος όσο και των μέτρων δέουσας επιμέλειας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 73).

46      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η οδηγία 2015/849 προβαίνει απλώς σε ελάχιστη εναρμόνιση, δεδομένου ότι το άρθρο της 5 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις, καθόσον οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην ενίσχυση της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, εντός των ορίων του δικαίου της Ένωσης.

47      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι η φράση «αυστηρότερες διατάξεις» κατά το εν λόγω άρθρο 5 μπορεί να αφορά όχι μόνον περιπτώσεις για τις οποίες η οδηγία 2015/849 προβλέπει ορισμένο είδος δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αλλά και άλλες περιπτώσεις για τις οποίες τα κράτη μέλη εκτιμούν ότι ενέχουν αυξημένο κίνδυνο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 77). Πράγματι, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 5 περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», του κεφαλαίου I, που επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», της οδηγίας 2015/849, τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις διατάξεις που εμπίπτουν στον τομέα τον οποίο διέπει η συγκεκριμένη οδηγία, περιλαμβανομένων εκείνων του τμήματος 3, που φέρει τον τίτλο «Αυξημένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη», του κεφαλαίου II της εν λόγω οδηγίας.

48      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 5 και του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει, όμως, ότι τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να προσδιορίζουν διαφορετικές περιπτώσεις ενέχουσες υψηλό κίνδυνο στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους καταλείπει το εν λόγω άρθρο 18 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 106).

49      Κατά δεύτερον, στο μέτρο που το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/849 διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ενεργούν «εντός των ορίων της νομοθεσίας της Ένωσης», τα κράτη μέλη υποχρεούνται, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους καταλείπει το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας, να τηρούν, ιδίως, τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι οι αρχές της νομιμότητας, της ασφάλειας δικαίου, της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων. (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 96).

50      Εξάλλου, επισημαίνεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι από την αιτιολογική σκέψη 66 της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι, κατά το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο απαγορεύει κάθε διάκριση για οποιονδήποτε λόγο, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κατά τρόπο μη εισάγοντα διακρίσεις όσον αφορά τις εκτιμήσεις κινδύνων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας όσον αφορά τον πελάτη.

51      Συναφώς, πρώτον, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 55 και 56 των προτάσεών του, λαμβανομένου υπόψη του δυναμικού χαρακτήρα τόσο των οικονομικών σχέσεων όσο και των εγκληματικών δραστηριοτήτων, το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε οι αρχές της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, δεν αντιτίθεται στο ενδεχόμενο να μην καθορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες κατά εξαντλητικό τρόπο όλους τους πιθανούς παράγοντες αυξημένου κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, εφόσον οι παράγοντες αυτοί διευκρινίζονται μεταγενέστερα με πράξεις που δεν έχουν κατ’ ανάγκην τυπική ισχύ νόμου, πλην όμως δημοσιεύονται προσηκόντως.

52      Δεύτερον, οι παράγοντες αυξημένου κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας πρέπει, αφενός, να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας και, αφετέρου, να μη συνεπάγονται δυσμενείς διακρίσεις.

53      Τρίτον, από το άρθρο 7 παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη, λόγω ιδιαίτερων ως προς αυτά καταστάσεων, είναι εκτεθειμένα σε διαφορετικούς κινδύνους νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας. Επομένως, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει το επίπεδο προστασίας που κρίνει ενδεδειγμένο σε συνάρτηση με τον διαπιστωθέντα βαθμό κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 105).

54      Εν προκειμένω, όσον αφορά τον δυνητικό παράγοντα κινδύνου που σχετίζεται με τη νομική μορφή του πελάτη, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 6 παράγραφος1.2, του νόμου για την πρόληψη ορίζει ότι, μεταξύ των περιστάσεων που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η υπόχρεη οντότητα, οσάκις προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας όσον αφορά πελάτη, καταλέγεται «ο κίνδυνος που είναι συμφυής με τη νομική μορφή» του πελάτη. Επιπλέον, η Λεττονική Κυβέρνηση επισήμανε, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2019 από την αρμόδια υπηρεσία προλήψεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατέδειξε ότι οι ΜΚΟ είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, δεδομένου ότι το 94 % των ΜΚΟ που έχουν καταχωρισθεί στο λεττονικό μητρώο επιχειρήσεων δεν προσδιόρισε τον τομέα δραστηριότητάς του ή μνημόνευσε ότι εμπίπτει στην κατηγορία που επιγράφεται «ένωση ή ίδρυμα που δεν έχει υπαχθεί σε άλλη κατηγορία», στοιχείο από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι η νομική μορφή της ΜΚΟ πρέπει να θεωρείται δυνητικός παράγοντας υψηλού κινδύνου κατά την εκτίμηση κινδύνων.

55      Όσον αφορά τον δυνητικό παράγοντα κινδύνου που συνδέεται με τη σχέση μεταξύ του πελάτη μιας υπόχρεης οντότητας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως υπογράμμισε η Λεττονική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από εθνική έκθεση που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της VID, καθώς και από δημοσιευθείσες εγκυκλίους οδηγιών, προκύπτει ότι, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς της με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα και λόγω των σημαντικών οικονομικών σχέσεών της με αυτήν, η Λετονία είναι, στην πράξη, εκτεθειμένη στον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί η οικονομία της από την εν λόγω χώρα για τη νομιμοποίηση προερχομένων από τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δεδομένου ότι πρόκειται για χώρα που χαρακτηρίζεται από την Transparency International ως ενέχουσα υψηλό κίνδυνο δωροδοκίας.

56      Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το παράρτημα III, σημείο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/849, μεταξύ των γεωγραφικών παραγόντων που συνιστούν ένδειξη δυνητικώς αυξημένου κινδύνου καταλέγεται και το ότι η οικεία χώρα χαρακτηρίζεται από αξιόπιστες πηγές ως χώρα στην οποία έχουν διαπιστωθεί υψηλά επίπεδα δωροδοκίας ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων.

57      Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, η νομική μορφή της ΜΚΟ και η ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του πελάτη μιας υπόχρεης οντότητας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας φαίνεται να θεωρούνται, κατά το λεττονικό δίκαιο, παράγοντες αυξημένου δυνητικού κινδύνου, τους οποίους η συγκεκριμένη οντότητα οφείλει να λάβει υπόψη κατά την ανάλυση του κινδύνου ως προς τον πελάτη στην οποία πρέπει να προβεί. Ενδεχομένως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν η Rodl & Partner έλαβε υπόψη τους ως άνω παράγοντες στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως των κινδύνων όσον αφορά τους οικείους πελάτες.

58      Επιπλέον, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το παράρτημα III, σημείο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/849 δεν διακρίνει αναλόγως αν ο σχετικός παράγοντας γεωγραφικού κινδύνου αφορά τον πελάτη ή τους εμπορικούς εταίρους του. Εν συνεχεία, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, του άρθρου 18, παράγραφος 2, και του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των κινδύνων που οφείλουν να πραγματοποιούν, οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τους παράγοντες κινδύνων που αφορούν τις συναλλαγές των πελατών τους. Τέλος, με τις συγκεκριμένες διατάξεις διευκρινίζεται ότι όλες οι σύνθετες και ασυνήθιστα υψηλού ποσού συναλλαγές, καθώς και όλα τα ασυνήθιστα είδη συναλλαγών, που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό ή νόμιμο σκοπό, μπορούν να θεωρούνται ότι ενέχουν δυνητικώς υψηλό κίνδυνο.

59      Επομένως, το γεγονός ότι ο πελάτης υπόχρεης οντότητας πραγματοποιεί συναλλαγές που προϋποθέτουν δεσμούς με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με την οδηγία 2015/849, παράγοντας που συνιστά ένδειξη δυνητικώς αυξημένου γεωγραφικού κινδύνου. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν η λεττονική έννομη τάξη προβλέπει τέτοιο παράγοντα κινδύνου και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η Rodl & Partner όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός αυτό στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως των κινδύνων όσον αφορά την RBA Consulting.

60      Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που καταλείπει η οδηγία 2015/849 στα κράτη μέλη, η νομική μορφή της ΜΚΟ, η ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του πελάτη υπόχρεης οντότητας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας ή εμπορικών συναλλαγών που πραγματοποιεί ο συγκεκριμένος πελάτης με εμπορικό εταίρο συνδεόμενο με την τρίτη αυτή χώρα μπορούν, ενδεχομένως, να αποτελέσουν, τηρουμένων των ορίων του δικαίου της Ένωσης που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, και, ιδίως, των αρχών της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, παράγοντες που συνιστούν ενδείξεις δυνητικώς αυξημένου κινδύνου.

61      Εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 86 των προτάσεών του, απλώς και μόνον το ότι υπάλληλος του πελάτη, ο οποίος δεν είναι ο πραγματικός δικαιούχος του και ο οποίος δεν κατέχει στο οργανόγραμμα του εν λόγω πελάτη θέση που να του παρέχει τη δυνατότητα να ασκεί δραστηριότητες δυνητικώς συνδεόμενες με δραστηριότητες νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας δεν φαίνεται να αποτελεί χαρακτηριστικό καταστάσεως δυνητικώς αυξημένου κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

62      Ομοίως, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να θεωρούνται παράγοντες που αποτελούν ενδείξεις δυνητικώς αυξημένου γεωγραφικού κινδύνου, τον οποίο πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι υπόχρεες οντότητες, κατά την εκτίμηση κινδύνων που οφείλουν να διενεργούν ως προς τους πελάτες τους, μόνον οι εμπορικές συναλλαγές ορισμένης σημασίας ή περιπλοκότητας ή οι ασυνήθιστου χαρακτήρα συναλλαγές, τις οποίες πραγματοποιεί πελάτης της υπόχρεης οντότητας με εμπορικό εταίρο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας.

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 5 και με το παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας, δεν αντιτίθεται στον εκ μέρους κράτους μέλους προσδιορισμό άλλων παραγόντων δυνητικώς αυξημένου κινδύνου που οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη οι υπόχρεες οντότητες κατά την εκτίμηση κινδύνων ως προς τον πελάτη στην οποία πρέπει να προβαίνουν, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου μπορεί να σχετίζονται με τη νομική μορφή πελάτη, όπως αυτή της ΜΚΟ, εφόσον λαμβάνεται μέριμνα για την τήρηση της αρχής του πλήρους σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 43 της οδηγίας 2015/849, ή με τη σχέση του πελάτη ή του εμπορικού εταίρου του με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι παράγοντες αυτοί προβλέπονται στην έννομη τάξη του συγκεκριμένου κράτους μέλους, έχουν αποτελέσει το αντικείμενο προσήκουσας δημοσιεύσεως και είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

64      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 5 και με το παράρτημα III, σημείο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει σε υπόχρεη οντότητα να χαρακτηρίζει αυτομάτως έναν πελάτη ως πελάτη υψηλού κινδύνου και, κατά συνέπεια, να λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη απλώς και μόνον επειδή αυτός είναι ΜΚΟ, επειδή κάποιος από τους υπαλλήλους του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας ή επειδή ένας εμπορικός εταίρος του ίδιου αυτού πελάτη, αλλά όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται με τέτοια τρίτη χώρα. Ένα κράτος μέλος δύναται, πάντως, να καθορίσει, βάσει του εθνικού δικαίου, ότι οι περιστάσεις αυτές συνιστούν παράγοντες που αποτελούν ένδειξη δυνητικώς αυξημένου κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, τους οποίους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη οι υπόχρεες οντότητες κατά την εκτίμηση κινδύνων στην οποία πρέπει να προβαίνουν ως προς τους πελάτες τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι παράγοντες αυτοί είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

65      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε για την περίπτωση στην οποία θα δινόταν καταφατική απάντηση στο πρώτο. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της αρνητικής απαντήσεως που δόθηκε στο ερώτημα αυτό, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

66      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στην υπόχρεη οντότητα, οσάκις αυτή προβαίνει στη λήψη μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, να λαμβάνει από τον οικείο πελάτη αντίγραφο της συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και τρίτου.

67      Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση σε δικαστήριο που έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης τους οποίους δεν μνημόνευσε το εθνικό δικαστήριο διατυπώνοντας το ερώτημά του (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto», C‑262/20, EU:C:2022:117, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Το άρθρο 11 της οδηγίας 2015/849, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, που φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής, μνημονεύει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να εφαρμόζουν συνήθη μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, διότι οι περιπτώσεις αυτές γίνεται δεκτό ότι ενέχουν κινδύνους νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 60). Επομένως, οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά εφόσον εντοπίσουν, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των κινδύνων όσον αφορά πελάτη, σύνηθες επίπεδο κινδύνου.

69      Όσον αφορά τα ίδια τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή οι υπόχρεες οντότητες, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας μνημονεύει ορισμένο αριθμό μέτρων, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τον σκοπό και τον χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσεως (στοιχείο γʹ), ή η άσκηση συνεχούς εποπτείας της επιχειρηματικής σχέσεως, μεταξύ άλλων, διά του ελέγχου των συναλλαγών που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσεως, προκειμένου να διακριβωθεί ότι οι συναλλαγές αυτές συνάδουν με τις εκ μέρους της υπόχρεης οντότητας γνώσεις όσον αφορά τον πελάτη, τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, το προφίλ του κινδύνου και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την προέλευση των χρηματικών ποσών, καθώς και διά της επικαιροποιήσεως των τηρουμένων εγγράφων, στοιχείων ή πληροφοριών (στοιχείο δʹ).

70      Επιπλέον, σύμφωνα με την οδηγία 2015/849, οι οντότητες αυτές υποχρεούνται να τηρούν ορισμένες απαιτήσεις περί αποδείξεως και τεκμηριώσεως έναντι των αρμοδίων εθνικών αρχών όσον αφορά τόσο την εκτίμηση κινδύνων ως προς τον πελάτη στην οποία προβαίνουν όσο και τον ενδεδειγμένο χαρακτήρα των μέτρων δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν ως προς τους πελάτες αυτούς σε σχέση με τον προσδιορισθέντα βαθμό κινδύνου.

71      Πράγματι, κατ’ αρχάς, με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849 διευκρινίζεται ότι οι εκτιμήσεις κινδύνων στις οποίες πρέπει να προβαίνουν οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να τεκμηριώνονται, να επικαιροποιούνται και να τίθενται στη διάθεση των οικείων αρμόδιων αρχών και αυτορρυθμιζόμενων φορέων. Συναφώς, κατά την αιτιολογική σκέψη 22 της εν λόγω οδηγίας, η προσέγγιση βάσει εκτιμήσεως του κινδύνου δεν συνιστά αδικαιολόγητα ανεκτική επιλογή για τα κράτη μέλη και τις υπόχρεες οντότητες, αλλά προϋποθέτει τη λήψη αποφάσεων βάσει τεκμηρίων, ώστε να υπάρχει αποτελεσματικότερη στόχευση στους κινδύνους νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας που απειλούν την Ένωση και όσους δρουν εντός αυτής.

72      Εν συνεχεία, το άρθρο 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει ότι οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές και στους αυτορρυθμιζόμενους ρυθμιστικούς φορείς ότι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν είναι ενδεδειγμένα για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

73      Τέλος, το άρθρο 40, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιό της V, που φέρει τον τίτλο «Προστασία δεδομένων, διατήρηση αρχείων και στατιστικά δεδομένα», επιβάλλει στις υπόχρεες οντότητες να τηρούν αντίγραφο των εγγράφων και των πληροφοριών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, οι οποίες προβλέπονται στο κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας, για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά τη λήξη της επιχειρηματικής σχέσεως με τον πελάτη.

74      Από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 71 και 72 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο εκτιμήσεως των κινδύνων, η υπόχρεη οντότητα εντοπίζει δυνητικώς αυξημένο κίνδυνο λόγω σύνθετης και ασυνήθιστα μεγάλης συναλλαγής ή συναλλαγής χωρίς προφανή οικονομικό ή νόμιμο σκοπό, την οποία έχει συνάψει ο πελάτης της με εμπορικό εταίρο συνδεόμενο με τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου δωροδοκίας, η εν λόγω οντότητα οφείλει, κατά τον έλεγχο που διενεργεί η αρμόδια εθνική αρχή, να προσκομίσει στην αρχή προσήκουσα τεκμηρίωση καταδεικνύουσα ότι έλαβε δεόντως υπόψη τα ως άνω στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί ως προς τον βαθμό κινδύνου που ενέχει ο πελάτης αυτός.

75      Τούτου δοθέντος, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 107 των προτάσεών του, οι διατάξεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 71 έως 73 της παρούσας αποφάσεως δεν διευκρινίζουν τους λεπτομερείς όρους υπό τους οποίους οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις περί αποδείξεως και τεκμηριώσεως έναντι των αρμοδίων εθνικών αρχών. Επομένως, οι όροι αυτοί διέπονται από το εθνικό δίκαιο, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, του επιχειρηματικού απορρήτου και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

76      Επομένως, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η υποχρέωση αποδείξεως και τεκμηριώσεως που επιβάλλεται στις υπόχρεες οντότητες δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την προσκόμιση αντιγράφου συμβάσεως σε υλική μορφή, καθόσον υφίστανται άλλα πρόσφορα μέσα αποδείξεως, όπως η προσκόμιση εκθέσεων αξιολογήσεως της συμβάσεως, που περιέχουν τα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για την εκτίμηση του κινδύνου που συνδέεται με την οικεία συναλλαγή και εμπορική σχέση.

77      Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, η Rodl & Partner δεν προσκόμισε στη VID αντίγραφο της συμβάσεως που είχε συναφθεί μεταξύ της RBA Consulting και τρίτης εταιρίας ανήκουσας κατά πλειοψηφία σε εταιρία εγκατεστημένη στη Ρωσική Ομοσπονδία, δεδομένου ότι η υπόχρεη οντότητα αρκέσθηκε απλώς να εξηγήσει ότι είχε λάβει γνώση του πρωτοτύπου της εν λόγω συμβάσεως στην έδρα της RBA Consulting. Επιπλέον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η Rodl & Partner απέδειξε ή έστω υποστήριξε ότι είχε προσκομίσει στη VID κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την εκτίμηση των κινδύνων που συνδέονται με την εν λόγω εμπορική σχέση και με τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της σχέσεως αυτής ή σχετικά με μέτρα δέουσας επιμέλειας που ελήφθησαν συναφώς.

78      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 13, παράγραφος 4, και το άρθρο 40 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στην υπόχρεη οντότητα, οσάκις αυτή προβαίνει στη λήψη μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, να λαμβάνει από τον οικείο πελάτη αντίγραφο της συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και τρίτου, εφόσον η εν λόγω οντότητα δύναται να προσκομίσει στην αρμόδια εθνική αρχή άλλα κατάλληλα έγγραφα τα οποία καταδεικνύουν, αφενός, ότι η οντότητα ανέλυσε τη συναλλαγή και την εμπορική σχέση μεταξύ του πελάτη και του τρίτου και, αφετέρου, ότι έλαβε προσηκόντως υπόψη τα συγκεκριμένα στοιχεία για να λάβει τα αναγκαία μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους εντοπισθέντες κινδύνους νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

79      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι η υπόχρεη οντότητα οφείλει να εφαρμόζει μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους υφιστάμενους πελάτες, τούτο δε ακόμη και όταν δεν κατέστη δυνατό να διαπιστωθεί καμία μεταβολή όσον αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου πελάτη και δεν έχει ακόμη εκπνεύσει η προθεσμία την οποία τάσσει το εθνικό δίκαιο για την πραγματοποίηση νέας εκτιμήσεως του κινδύνου. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να δευκρινισθεί αν η εν λόγω υποχρέωση ισχύει μόνον για τους πελάτες που ενέχουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

80      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ως άνω ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια τέτοια ερμηνεία είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

81      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος [απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, LG και MH (Αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), C‑790/19, EU:C:2021:661, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

82      Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849, η εν λόγω διάταξη απαιτεί από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη όχι μόνον όσον αφορά όλους τους νέους πελάτες τους, αλλά, οσάκις αυτό κρίνεται σκόπιμο, και όσον αφορά τους ήδη υφιστάμενους αναλόγως της σχετικής με αυτούς εκτιμήσεως των κινδύνων, μεταξύ άλλων σε περίπτωση μεταβολής των κρίσιμων στοιχείων της καταστάσεως ενός πελάτη.

83      Επομένως, από το ίδιο το γράμμα της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν, στηριζόμενες σε προσέγγιση βάσει εκτιμήσεως των κινδύνων, να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας όχι μόνον ως προς τους νέους πελάτες τους, αλλά και, όταν το χρονικό σημείο είναι κατάλληλο, ως προς τους υφιστάμενους. Με την εν λόγω διάταξη διευκρινίζεται ότι ένα από τα πιθανώς κατάλληλα χρονικά σημεία είναι αυτό κατά το οποίο μεταβάλλονται τα κρίσιμα στοιχεία της καταστάσεως του οικείου πελάτη. Επιπλέον, η ίδια αυτή διάταξη δεν περιορίζει την υποχρέωση που υπέχουν οι υπόχρεες οντότητες αποκλειστικώς στην περίπτωση των πελατών που χαρακτηρίζονται ως πελάτες υψηλού κινδύνου.

84      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849, οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν, ειδικότερα, να επικαιροποιούν τις εκτιμήσεις περί των κινδύνων νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας τους οποίους διατρέχουν.

85      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, επιβάλλει στην υπόχρεη οντότητα να λαμβάνει, βάσει επικαιροποιημένης εκτιμήσεως του κινδύνου, μέτρα δέουσας επιμέλειας, ενδεχομένως ενισχυμένου χαρακτήρα, ως προς υφιστάμενο πελάτη, οσάκις τούτο κρίνεται ενδεδειγμένο, ιδίως δε σε περίπτωση μεταβολής των κρίσιμων στοιχείων της καταστάσεως του συγκεκριμένου πελάτη.

86      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την εν γένει οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849.

87      Συναφώς, η ως άνω διάταξη περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, που φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», του κεφαλαίου II της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση που υπέχουν οι υπόχρεες οντότητες βάσει της εν λόγω διατάξεως ισχύει για όλους τους πελάτες, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως προς τον βαθμό κινδύνου.

88      Επιπλέον, από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2015/849 προκύπτει ότι οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να ασκούν συνεχή εποπτεία όσον αφορά τους πελάτες τους και τις συναλλαγές που αυτοί πραγματοποιούν. Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 119 των προτάσεών του, σε περίπτωση κατά την οποία υπόχρεη οντότητα έχει λάβει γνώση κρίσιμων στοιχείων σχετικά με κάποιον από τους υφιστάμενους πελάτες της, όπως είναι οι εμπορικές συναλλαγές, δυνάμενων να επηρεάσουν την εκτίμηση κινδύνου που πραγματοποιήθηκε ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη, οφείλει να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά και, οσάκις τούτο κρίνεται ενδεδειγμένο, να αναθεωρήσει την ανάλυση κινδύνου και, ενδεχομένως, το επίπεδο των μέτρων δέουσας επιμέλειας που ισχύουν για τον εν λόγω πελάτη.

89      Τέλος, η ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849, η οποία έγινε δεκτή στη σκέψη 85 της παρούσας αποφάσεως, διασφαλίζει την επίτευξη του κύριου σκοπού της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος συνίσταται, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, στην αποτροπή της χρησιμοποιήσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

90      Εν προκειμένω, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει αν οι συναλλαγές μεταξύ της RBA Consulting και εταιρίας ανήκουσας κατά πλειοψηφία σε εταιρία εγκατεστημένη στη Ρωσική Ομοσπονδία, τις οποίες δεν αμφισβητείται ότι γνώριζε η Rodl & Partner, συνιστούσαν, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849, κρίσιμα στοιχεία τα οποία καθιστούν ενδεδειγμένη, βάσει προσεγγίσεως στηριζομένης στην εκτίμηση κινδύνων, τη λήψη μέτρων δέουσας επιμέλειας, ενδεχομένως ενισχυμένου χαρακτήρα, ως προς την RBA Consulting, ανεξαρτήτως του ότι δεν είχε ακόμη εκπνεύσει η τασσόμενη από το εθνικό δίκαιο προθεσμία για την πραγματοποίηση νέας εκτιμήσεως του κινδύνου ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη.

91      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι οι υπόχρεες οντότητες υπέχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν, βάσει επικαιροποιημένης εκτιμήσεως των κινδύνων, μέτρα δέουσας επιμέλειας, ενδεχομένως ενισχυμένου χαρακτήρα, ως προς υφιστάμενο πελάτη, οσάκις τούτο ενδείκνυται, ιδίως δε σε περίπτωση μεταβολής των κρίσιμων στοιχείων της καταστάσεως του συγκεκριμένου πελάτη, τούτο μάλιστα ανεξαρτήτως του ότι δεν έχει ακόμη εκπνεύσει η τασσόμενη από το εθνικό δίκαιο προθεσμία για την πραγματοποίηση νέας εκτιμήσεως του κινδύνου ως προς τον εν λόγω πελάτη. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει αποκλειστικώς για πελάτες υψηλού κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

92      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, παρέλκει η εξέταση του ερωτήματος το οποίο υπέβαλε επικουρικώς το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του πέμπτου ερωτήματος και το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 80 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

93      Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι, κατά τη δημοσίευση αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως εκδοθείσας λόγω παραβάσεως των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της συγκεκριμένης οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται να διασφαλίζει ότι οι δημοσιευόμενες πληροφορίες είναι σύμφωνες με εκείνες που περιέχει η εν λόγω απόφαση.

94      Η Λεττονική Κυβέρνηση φρονεί ότι το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο.

95      Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, υποστηρίζεται ότι το εν λόγω ερώτημα είναι υποθετικό στο μέτρο που το άρθρο 60, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849, του οποίου την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο με το συγκεκριμένο ερώτημα, αφορά την περίπτωση δημοσιεύσεως αποφάσεως κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή και όχι εκείνη, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, της δημοσιεύσεως αποφάσεως κατά της οποίας έχει ασκηθεί προσφυγή, δεδομένου ότι η τελευταία περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 60, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

96      Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία ανακρίβεια όσον αφορά τις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπο της VID, οπότε το έκτο προδικαστικό ερώτημα δεν έχει καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά ή με το αντικείμενο της κύριας δίκης και, επομένως, δεν ανταποκρίνεται σε αντικειμενική ανάγκη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

97      Συναφώς, αφενός, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας μετέφερε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 60, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849 και ότι, ως εκ τούτου, επιτρέπει τη δημοσίευση αποφάσεων κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή. Η εν λόγω διάταξη, όμως, προβλέποντας ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν «επίσης», χωρίς καθυστέρηση, στον επίσημο ιστότοπό τους την πληροφορία ότι κατά της επίμαχης αποφάσεως έχει ασκηθεί προσφυγή, διευκρινίζει ότι οι συγκεκριμένες αρχές πρέπει να δημοσιεύουν την πληροφορία αυτή πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 60, η δε τελευταία αυτή παράγραφος προβλέπει ότι «[η] δημοσίευση περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστον, πληροφορίες σχετικά με τη μορφή και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των υπαίτιων προσώπων». Ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι ερωτάται το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία τόσο της παραγράφου 1 όσο και της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 60, οι οποίες, βάσει της διατυπώσεως της τελευταίας αυτής παραγράφου, συνδέονται μεταξύ τους, δεν καθιστά το έκτο προδικαστικό ερώτημα υποθετικό.

98      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της διατάξεως περί παραπομπής, η δημοσίευση, στον ιστότοπο της VID, της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως εις βάρος της Rodl & Partner εξακολουθούσε να περιέχει ανακριβή στοιχεία.

99      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το έκτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

100    Όσον αφορά τη δημοσίευση, ως προς το περιεχόμενό τους, των αποφάσεων κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με συνδυασμένη ερμηνεία των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 60 της οδηγίας 2015/849, οι οποίες υπομνήσθηκαν, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 97 της παρούσας αποφάσεως, αναρτώνται στον ιστότοπο της αρμόδιας εθνικής αρχής μόνον οι πληροφορίες που περιέχονται στις αποφάσεις αυτές. Κατά συνέπεια, αποκλείεται η δημοσίευση πληροφοριών που δεν είναι σύμφωνες με εκείνες οι οποίες περιέχονται στις εν λόγω αποφάσεις.

101    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2015/849 έχει την έννοια ότι, κατά τη δημοσίευση αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως εκδοθείσας λόγω παραβάσεως των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της συγκεκριμένης οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται να διασφαλίζει ότι οι δημοσιευόμενες πληροφορίες είναι επακριβώς σύμφωνες με εκείνες που περιέχει η απόφαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

102    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 5 και με το παράρτημα III, σημείο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής,

έχει την έννοια ότι:

δεν επιβάλλει σε υπόχρεη οντότητα να χαρακτηρίζει αυτομάτως έναν πελάτη ως πελάτη υψηλού κινδύνου και, κατά συνέπεια, να λαμβάνει ενισχυμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη απλώς και μόνον επειδή αυτός είναι ΜΚΟ, επειδή κάποιος από τους υπαλλήλους του είναι υπήκοος τρίτης χώρας υψηλού κινδύνου δωροδοκίας ή επειδή ένας εμπορικός εταίρος του ίδιου αυτού πελάτη, αλλά όχι ο ίδιος ο πελάτης, συνδέεται με τέτοια τρίτη χώρα. Ένα κράτος μέλος δύναται, πάντως, να ορίσει, βάσει του εθνικού δικαίου, ότι οι περιστάσεις αυτές συνιστούν παράγοντες που αποτελούν ένδειξη δυνητικώς αυξημένου κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, τους οποίους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη οι υπόχρεες οντότητες κατά την εκτίμηση κινδύνων στην οποία πρέπει να προβαίνουν ως προς τους πελάτες τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι παράγοντες αυτοί είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

2)      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 13, παράγραφος 4, και το άρθρο 40 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής,

έχει την έννοια ότι:

δεν επιβάλλει στην υπόχρεη οντότητα, οσάκις αυτή προβαίνει στη λήψη μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, να λαμβάνει από τον οικείο πελάτη αντίγραφο της συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και τρίτου, εφόσον η εν λόγω οντότητα δύναται να προσκομίσει στην αρμόδια εθνική αρχή άλλα κατάλληλα έγγραφα τα οποία καταδεικνύουν, αφενός, ότι η οντότητα ανέλυσε τη συναλλαγή και την εμπορική σχέση μεταξύ του πελάτη και του τρίτου και, αφετέρου, ότι έλαβε προσηκόντως υπόψη τα συγκεκριμένα στοιχεία για να λάβει τα αναγκαία μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τους εντοπισθέντες κινδύνους νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

3)      Το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής,

έχει την έννοια ότι:

οι υπόχρεες οντότητες υπέχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν, βάσει επικαιροποιημένης εκτιμήσεως των κινδύνων, μέτρα δέουσας επιμέλειας, ενδεχομένως ενισχυμένου χαρακτήρα, ως προς υφιστάμενο πελάτη, οσάκις τούτο ενδείκνυται, ιδίως δε σε περίπτωση μεταβολής των κρίσιμων στοιχείων της καταστάσεως του συγκεκριμένου πελάτη, τούτο μάλιστα ανεξαρτήτως του ότι δεν έχει ακόμη εκπνεύσει η τασσόμενη από το εθνικό δίκαιο προθεσμία για την πραγματοποίηση νέας εκτιμήσεως του κινδύνου ως προς τον εν λόγω πελάτη. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει αποκλειστικώς για πελάτες υψηλού κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας.

4)      Το άρθρο 60, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849

έχει την έννοια ότι:

κατά τη δημοσίευση αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως εκδοθείσας λόγω παραβάσεως των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της συγκεκριμένης οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται να διασφαλίζει ότι οι δημοσιευόμενες πληροφορίες είναι επακριβώς σύμφωνες με εκείνες που περιέχει η απόφαση.

(υπογραφές)


Taxheaven.gr