Υπόθεση C‑319/20

Προδικαστική παραπομπή - Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα - Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 - Άρθρο 80 - Εκπροσώπηση των υποκειμένων των δεδομένων από μη κερδοσκοπική ένωση - Άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής εκ μέρους ένωσης για την προστασία των καταναλωτών χωρίς εντολή και ανεξαρτήτως της υπάρξεως προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων - Αγωγή η οποία στηρίζεται στην απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, στην παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών ή στην απαγόρευση χρήσεως ανίσχυρων γενικών όρων συναλλαγών

28 Απρ 2022

Taxheaven.gr
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 28ης Απριλίου 2022
«Προδικαστική παραπομπή - Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα - Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 - Άρθρο 80 - Εκπροσώπηση των υποκειμένων των δεδομένων από μη κερδοσκοπική ένωση - Άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής εκ μέρους ένωσης για την προστασία των καταναλωτών χωρίς εντολή και ανεξαρτήτως της υπάρξεως προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων - Αγωγή η οποία στηρίζεται στην απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, στην παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών ή στην απαγόρευση χρήσεως ανίσχυρων γενικών όρων συναλλαγών»

Στην υπόθεση C‑319/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Meta Platforms Ireland Limited, πρώην Facebook Ireland Limited,

κατά

Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände - Verbraucherzentrale Bundesverband e.V.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, L.S. Rossi (εισηγήτρια) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

- η Meta Platforms Ireland Limited, εκπροσωπούμενη από τους H.-G. Kamann, M. Braun και H. Frey, Rechtsanwälte, καθώς και από τη V. Wettner, Rechtsanwältin,

- η Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände - Verbraucherzentrale Bundesverband e.V., εκπροσωπούμενη από τον P. Wassermann, Rechtsanwalt,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Klebs και J. Möller,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Posch και G. Kunnert καθώς και από την J. Schmoll,

- η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την L. Inez Fernandes καθώς και από τις C. Vieira Guerra, P. Barros da Costa και L. Medeiros,

- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους F. Erlbacher, H. Kranenborg και D. Nardi, στη συνέχεια από τους F. Erlbacher και H. Kranenborg,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Δεκεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 80, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 84, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, στο εξής: ΓΚΠΔ).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Meta Platforms Ireland Limited, πρώην Facebook Ireland Limited, η οποία εδρεύει στην Ιρλανδία, και της Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände - Verbraucherzentrale Bundesverband e.V. (Ομοσπονδίας των οργανώσεων και των ενώσεων καταναλωτών, Γερμανία) (στο εξής: Ομοσπονδιακή ένωση), με αντικείμενο την εκ μέρους της Meta Platforms Ireland παράβαση της γερμανικής νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων που συνιστά, συγχρόνως, αθέμιτη εμπορική πρακτική, παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών και παράβαση της απαγορεύσεως χρήσεως ανίσχυρων γενικών όρων συναλλαγών.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο ΓΚΠΔ


3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 10, 13 και 142 του ΓΚΠΔ έχουν ως εξής:

«(9) Ενώ οι στόχοι και οι αρχές της οδηγίας [95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31)] παραμένουν ισχυροί, η οδηγία δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τον κατακερματισμό της εφαρμογής της προστασίας των δεδομένων σε ολόκληρη την Ένωση, την ανασφάλεια δικαίου ή τη διαδεδομένη στο κοινό αντίληψη ότι υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την προστασία των φυσικών προσώπων, ιδίως όσον αφορά την επιγραμμική δραστηριότητα. Διαφορές στο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων, ιδίως του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη, ενδέχεται να εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. Επομένως, οι διαφορές αυτές μπορεί να συνιστούν εμπόδιο για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων στο επίπεδο της Ένωσης, να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και να εμποδίζουν τις αρχές στην εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Αυτή η διαφορά ως προς τα επίπεδα προστασίας οφείλεται στην ύπαρξη αποκλίσεων κατά την εκτέλεση και εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(10) Για τη διασφάλιση συνεκτικής και υψηλού επιπέδου προστασίας των φυσικών προσώπων και την άρση των εμποδίων στις ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης, το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων θα πρέπει να είναι ισοδύναμο σε όλα τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να διασφαλίζεται συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. [...]

[...]

(13) Για να διασφαλιστεί συνεκτικό επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων σε ολόκληρη την Ένωση και προς αποφυγή αποκλίσεων που εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εσωτερική αγορά, απαιτείται κανονισμός ο οποίος θα κατοχυρώνει την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια για τους οικονομικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, και θα προβλέπει για τα φυσικά πρόσωπα σε όλα τα κράτη μέλη το ίδιο επίπεδο νομικά εκτελεστών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ευθυνών για τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία, ώστε να διασφαλιστεί η συνεκτική παρακολούθηση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και οι ισοδύναμες κυρώσεις σε όλα τα κράτη μέλη και η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών των διάφορων κρατών μελών. [...]

[...]

(142)  Όταν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του βάσει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργανισμό ή οργάνωση που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλος, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι προς το δημόσιο συμφέρον και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να υποβάλει καταγγελία εξ ονόματός του σε εποπτική αρχή, να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής για λογαριασμό των υποκειμένων των δεδομένων ή, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, το δικαίωμα να λάβει αποζημίωση για λογαριασμό των υποκειμένων των δεδομένων. Κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι αυτός ο φορέας, οργανισμός ή οργάνωση να έχει το δικαίωμα να υποβάλει σε αυτό το κράτος μέλος καταγγελία, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, και δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής, όταν έχει λόγους να θεωρεί ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού. Ο εν λόγω φορέας, οργανισμός ή οργάνωση ενδέχεται να μην έχει το δικαίωμα να απαιτεί αποζημίωση για λογαριασμό του υποκειμένου των δεδομένων, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.»

4 Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και στόχοι», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κανόνες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»

5 Το άρθρο 4, σημείο 1, του ΓΚΠΔ ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα” κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο (“υποκείμενο των δεδομένων”)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου».

6 Το κεφάλαιο III του ΓΚΠΔ, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 12 έως 23, φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων».

7 Το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαφανής ενημέρωση, ανακοίνωση και ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε πληροφορία που αναφέρεται στα άρθρα 13 και 14 και κάθε ανακοίνωση στο πλαίσιο των άρθρων 15 έως 22 και του άρθρου 34 σχετικά με την επεξεργασία σε συνοπτική, διαφανή, κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση, ιδίως όταν πρόκειται για πληροφορία απευθυνόμενη ειδικά σε παιδιά. Οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς ή με άλλα μέσα, μεταξύ άλλων, εφόσον ενδείκνυται, ηλεκτρονικώς. Όταν ζητείται από το υποκείμενο των δεδομένων, οι πληροφορίες μπορούν να δίνονται προφορικά, υπό την προϋπόθεση ότι η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων είναι αποδεδειγμένη με άλλα μέσα.»

8 Το άρθρο 13 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχεία γʹ και εʹ, τα εξής:

«Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υποκείμενο των δεδομένων συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τη λήψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

[...]

γ) τους σκοπούς της επεξεργασίας για τους οποίους προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη νομική βάση για την επεξεργασία,

[...]

ε) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εάν υπάρχουν [...]».

9 Το κεφάλαιο VIII του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 77 έως 84, φέρει τον τίτλο «Προσφυγές, ευθύνη και κυρώσεις».

10 Το άρθρο 77 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ή τον τόπο εργασίας του ή τον τόπο της εικαζόμενης παράβασης, εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό.»

11 Το άρθρο 78 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά αρχής ελέγχου», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά.»

12 Το άρθρο 79 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 77, έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του που το αφορούν κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού.»

13 Το άρθρο 80 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκπροσώπηση υποκειμένων των δεδομένων», ορίζει τα εξής:

«1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργάνωση ή ένωση που έχει συσταθεί δεόντως σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι γενικού συμφέροντος και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σε σχέση με την προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα να υποβάλει την καταγγελία για λογαριασμό του και να ασκήσει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 77, 78 και 79 για λογαριασμό του και να ασκήσει το δικαίωμα αποζημίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 82 εξ ονόματός του, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι κάθε φορέας, οργάνωση ή ένωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχει το δικαίωμα, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, να υποβάλει στο εν λόγω κράτος μέλος καταγγελία στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 77 και να ασκήσει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 78 και 79, εφόσον θεωρεί ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας.»

14 Το άρθρο 82 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης και ευθύνη», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για τη ζημία που υπέστη.»

15 Το άρθρο 84 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις άλλες κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, ιδίως για τις παραβάσεις που δεν αποτελούν αντικείμενο διοικητικών προστίμων δυνάμει του άρθρου 83, και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλιστεί ότι εφαρμόζονται. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

Η οδηγία 2005/29/ΕΚ


16 Σκοπός της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22), είναι, κατά το άρθρο της 1, να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.

17 Το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/29, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών», ορίζει τα εξής:

«1. Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

2. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν:

α) είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας,

και

β) στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

[...]

5. Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. [...]»

18 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιβολή του νόμου», προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών προκειμένου να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας προς το συμφέρον των καταναλωτών.

Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν νομοθετικές διατάξεις βάσει των οποίων τα πρόσωπα ή οι οργανώσεις που κατά την εθνική νομοθεσία έχουν έννομο συμφέρον για την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών, θα μπορούν:

α) να προσβάλλουν δικαστικά την αθέμιτη αυτή πρακτική,

και/ή

β) να φέρουν τη διαφήμιση αυτή ενώπιον διοικητικού οργάνου αρμόδιου είτε να αποφασίσει σχετικά με τις προσφυγές είτε να κινήσει τις κατάλληλες νόμιμες διαδικασίες.

Κάθε κράτος μέλος αποφασίζει το ίδιο ποια από τις παραπάνω διαδικασίες θα ισχύσει και αν θα πρέπει το δικαστήριο ή το διοικητικό όργανο να έχει το δικαίωμα να απαιτήσει, προτού επιληφθεί της υποθέσεως, να έχει γίνει προηγουμένως προσφυγή σε άλλα υπάρχοντα μέσα διακανονισμού της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένων των αναφερομένων στο άρθρο 10. Οι διαδικασίες αυτές διατίθενται ανεξάρτητα από το εάν οι θιγόμενοι καταναλωτές βρίσκονται στην επικράτεια του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του ο εμπορευόμενος ή σε άλλο κράτος μέλος.

[...]»

19 Το παράρτημα I της οδηγίας 2005/29, το οποίο περιλαμβάνει τον κατάλογο των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, ορίζει στο σημείο 26 τα εξής:

«Συνεχής και ανεπιθύμητη άγρα πελατών μέσω τηλεφώνου, φαξ ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλων μέσων εξ αποστάσεως, εκτός από περιστάσεις και στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, για να επιβληθεί εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης. Αυτό ισχύει υπό την επιφύλαξη [...] των οδηγιών 95/46/ΕΚ [...]».

Η οδηγία 2009/22/ΕΚ

20 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23 Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ 2009, L 110, σ. 30), το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις αγωγές παραλείψεως κατά το άρθρο 2 [οι οποίες] αποσκοπούν στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως παράβαση νοείται κάθε ενέργεια αντίθετη προς τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, όπως έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, η οποία θίγει τα συλλογικά συμφέροντα κατά την παράγραφο 1.»

21 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2009/22, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δυνατότητα ευρύτερης δράσης», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εισάγουν ή να διατηρήσουν διατάξεις που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερα δικαιώματα για την έγερση αγωγής σε εθνικό επίπεδο, στους νομιμοποιούμενους φορείς καθώς και σε πάντα ενδιαφερόμενο.»

22 Το παράρτημα I της οδηγίας 2009/22 περιλαμβάνει τον κατάλογο των οδηγιών της Ένωσης περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1 αυτής. Το σημείο 11 του εν λόγω παραρτήματος μνημονεύει την οδηγία 2005/29.

Η οδηγία (ΕΕ) 2020/1828

23 Οι αιτιολογικές σκέψεις 11, 13 και 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (ΕΕ 2020, L 409, σ. 1), έχουν ως εξής:

«(11)  Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να αντικαταστήσει τους υφιστάμενους εθνικούς διαδικαστικούς μηχανισμούς προστασίας των συλλογικών ή ατομικών συμφερόντων των καταναλωτών. Λαμβάνοντας υπόψη τις νομικές παραδόσεις των κρατών μελών, θα πρέπει να αφήσει στη διακριτική τους ευχέρεια το αν θα εντάξουν τους διαδικαστικούς μηχανισμούς αντιπροσωπευτικών αγωγών που απαιτούνται από την παρούσα οδηγία στο πλαίσιο υφιστάμενου ή μελλοντικού διαδικαστικού μηχανισμού συλλογικών μέτρων παράλειψης (απαγορευτικών διαταγμάτων) ή μέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης ή αν θα τους χρησιμοποιήσουν ως διακριτό διαδικαστικό μηχανισμό, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένας εθνικός διαδικαστικός μηχανισμός αντιπροσωπευτικών αγωγών συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία. [...] Εάν σε εθνικό επίπεδο εφαρμόζονται διαδικαστικοί μηχανισμοί επιπλέον του διαδικαστικού μηχανισμού που απαιτείται από την παρούσα οδηγία, ο νομιμοποιούμενος φορέας θα πρέπει να δύναται να επιλέξει ποιον διαδικαστικό μηχανισμό να χρησιμοποιήσει.

[...]

(13) Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. Δεδομένου ότι οι καταναλωτές δραστηριοποιούνται πλέον σε μια ευρύτερη και ολοένα και πιο ψηφιοποιημένη αγορά, για την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών απαιτείται τομείς όπως η προστασία δεδομένων, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τα ταξίδια και ο τουρισμός, η ενέργεια και οι τηλεπικοινωνίες να διέπονται από την οδηγία, επιπλέον της γενικής νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών. [...]

[...]

(15) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις νομικές πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα I και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να τροποποιήσει ούτε να διευρύνει τους ορισμούς που προβλέπονται στις εν λόγω νομικές πράξεις, ούτε να αντικαταστήσει τυχόν μηχανισμούς επιβολής που ενδεχομένως περιέχουν οι εν λόγω νομικές πράξεις. Για παράδειγμα, οι μηχανισμοί επιβολής που προβλέπονται ή βασίζονται στον [ΓΚΠΔ] θα μπορούν, κατά περίπτωση, να εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών.»

24 Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε αντιπροσωπευτικές αγωγές που ασκούνται κατά εμπόρων οι οποίοι παραβιάζουν τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, όπως αναφέρονται στο παράρτημα I, συμπεριλαμβανομένων των εν λόγω διατάξεων όπως έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να προκύπτει ή να ενδέχεται να προκύψει ζημία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που αναφέρονται στο παράρτημα I. [...]»

25 Το άρθρο 24, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 25 Δεκεμβρίου 2022, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 2[5] Ιουνίου 2023.

[...]»

26 Το παράρτημα I της οδηγίας 2020/1828, το οποίο περιλαμβάνει τον κατάλογο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μνημονεύει, στο σημείο του 56, τον ΓΚΠΔ.

Το γερμανικό δίκαιο

Ο νόμος για τις αγωγές παραλείψεως


27 Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Gesetz über Unterlassungsklagen bei Verbraucherrechts- und anderen Verstößen (Unterlassungsklagengesetz - UKlaG) (νόμου για τις αγωγές παραλείψεως σε περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου προστασίας του καταναλωτή και άλλων παραβάσεων), της 26ης Νοεμβρίου 2001 (BGBl. 2001 I, σ. 3138), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος για τις αγωγές παραλείψεως):

«(1) Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις για την προστασία των καταναλωτών (νόμοι για την προστασία των καταναλωτών), εξαιρουμένης της εφαρμογής ή της διατύπωσης γενικών όρων συναλλαγών, μπορεί να διαταχθεί να άρει αμέσως την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον, προς διασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών. [...]

(2) Κατά την έννοια της παρούσας διατάξεως, ως “νόμοι για την προστασία των καταναλωτών” νοούνται ειδικότερα:

[...]

11. οι διατάξεις που καθορίζουν τις νόμιμες προϋποθέσεις

a) για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των καταναλωτών από τους επιχειρηματίες ή

b) για την επεξεργασία ή τη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καταναλωτών τα οποία έχουν συλλεγεί από επιχειρηματίες,

εφόσον τα δεδομένα υπήρξαν αντικείμενο συλλογής, επεξεργασίας ή χρήσης για σκοπούς διαφημιστικούς, έρευνας αγοράς και δημοσκοπήσεων, λειτουργίας εταιρίας επιχειρηματικής πληροφόρησης, σύνταξης εκθέσεων προσωπικών χαρακτηριστικών ή χαρακτηριστικών χρήστη, εμπορίας διευθύνσεων, λοιπών περιπτώσεων εμπορίας δεδομένων ή για παρόμοιους εμπορικούς σκοπούς.»

28 Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) επισημαίνει ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σημείο 1, του νόμου για τις αγωγές παραλείψεως, οι φορείς οι οποίοι νομιμοποιούνται ενεργητικώς, κατά την έννοια του άρθρου 4 του νόμου αυτού, μπορούν να ζητήσουν, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, την παράλειψη της χρήσης ανίσχυρων, βάσει του άρθρου 307 του Bürgerliches Gesetzbuch (Αστικού Κώδικα), γενικών όρων συναλλαγών και, αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, την παύση των παραβάσεων της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών.

Ο νόμος για τον αθέμιτο ανταγωνισμό

29 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό), της 3ης Ιουλίου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 1414), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος για τον αθέμιτο ανταγωνισμό), προβλέπει τα εξής:

«Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.»

30 Το άρθρο 3a του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό ορίζει τα εξής:

«Αθέμιτα ενεργεί όποιος παραβαίνει διάταξη του νόμου η οποία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να ρυθμίσει τη συμπεριφορά στις συναλλαγές προς το συμφέρον των συναλλασσόμενων στη σχετική αγορά και η παράβαση είναι ικανή να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των καταναλωτών, άλλων συναλλασσόμενων ή των ανταγωνιστών.»

31 Το άρθρο 8 του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό ορίζει τα εξής:

«(1) Στις περιπτώσεις αθέμιτων εμπορικών πρακτικών κατά την έννοια των άρθρων 3 ή 7, μπορεί να ζητηθεί η άρση και, σε περίπτωση κινδύνου υποτροπής, η απαγόρευσή τους στο μέλλον. [...]

[...]

(3) Την αγωγή της παραγράφου 1 μπορούν να ασκούν:

[...]

3. νομιμοποιούμενοι φορείς οι οποίοι αποδεικνύουν ότι είναι καταχωρισμένοι στον κατάλογο νομιμοποιούμενων φορέων του άρθρου 4 του [νόμου για τις αγωγές παραλείψεως] [...]».

Ο νόμος για τα ηλεκτρονικά μέσα

32 Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) επισημαίνει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του Telemediengesetz (νόμου για τα ηλεκτρονικά μέσα), της 26ης Φεβρουαρίου 2007 (BGBl. 2007 I, σ. 179), ίσχυε έως την έναρξη ισχύος του ΓΚΠΔ. Έκτοτε, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 12 έως 14 του ΓΚΠΔ.

33 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του νόμου για τα ηλεκτρονικά μέσα ορίζει τα εξής:

«O φορέας παροχής των υπηρεσιών οφείλει, κατά την έναρξη της χρήσης, να ενημερώνει τον χρήστη, με κατανοητό για αυτόν τρόπο, για το είδος, την έκταση και τους σκοπούς της συλλογής και της χρήσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για την επεξεργασία των δεδομένων του σε χώρες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46 [...], εφόσον δεν έχει ήδη προηγηθεί τέτοια ενημέρωση.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα


34 Η Meta Platforms Ireland, η οποία διαχειρίζεται την παροχή των υπηρεσιών του ηλεκτρονικού μέσου κοινωνικής δικτύωσης Facebook στην Ένωση, είναι ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των χρηστών του εν λόγω μέσου κοινωνικής δικτύωσης στην Ένωση. Η Facebook Germany GmbH, η οποία εδρεύει στη Γερμανία, προωθεί υπό τη διεύθυνση www.facebook.de την πώληση διαδικτυακού διαφημιστικού χώρου. Η πλατφόρμα Internet Facebook περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων στη διαδικτυακή διεύθυνση www.facebook.de, το λεγόμενο «App-Zentrum» (Κέντρο Εφαρμογών), με το οποίο η Meta Platforms Ireland παρέχει στους χρήστες της δωρεάν παιχνίδια από τρίτους παρόχους υπηρεσιών. Κατά την είσοδο στο Κέντρο Εφαρμογών για ορισμένα από τα παιχνίδια αυτά, ο χρήστης βλέπει να εμφανίζεται η ένδειξη ότι η χρήση της συγκεκριμένης εφαρμογής παρέχει στην εταιρία που προσφέρει τα παιχνίδια τη δυνατότητα να συλλέγει ορισμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και της επιτρέπει να δημοσιεύει, εξ ονόματος του χρήστη, ορισμένες πληροφορίες, όπως η βαθμολογία του. Η χρήση αυτή σημαίνει ότι ο εν λόγω χρήστης αποδέχεται τους γενικούς όρους συναλλαγών της εφαρμογής και την πολιτική της σχετικά με την προστασία των δεδομένων. Επιπροσθέτως, στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου παιχνιδιού, εμφανίζεται η ένδειξη ότι η σχετική εφαρμογή μπορεί να δημοσιεύει ειδοποιήσεις προσωπικής κατάστασης, φωτογραφίες και άλλα στοιχεία εξ ονόματος του χρήστη.

35 Η Ομοσπονδιακή ένωση, φορέας ο οποίος νομιμοποιείται ενεργητικώς βάσει του άρθρου 4 του νόμου για τις αγωγές παραλείψεως, θεωρεί ότι οι ενδείξεις που εμφανίζονται όσον αφορά τα εν λόγω παιχνίδια στο Κέντρο Εφαρμογών είναι αθέμιτες, ιδίως λόγω μη τηρήσεως των προϋποθέσεων του νόμου στις οποίες υπόκειται η λήψη πραγματικής συγκατάθεσης του χρήστη, βάσει των διατάξεων που διέπουν την προστασία των δεδομένων. Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ένδειξη κατά την οποία η σχετική εφαρμογή μπορεί να δημοσιεύει εξ ονόματος του χρήστη ορισμένες προσωπικές πληροφορίες αυτού συνιστά γενικό όρο συναλλαγών ο οποίος περιάγει τον χρήστη σε αδικαιολόγητα μειονεκτική θέση.

36 Στο πλαίσιο αυτό, η Ομοσπονδιακή ένωση άσκησε ενώπιον του Landgericht Berlin (πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία) αγωγή παραλείψεως κατά της Meta Platforms Ireland βάσει του άρθρου 3a του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, σημείο 11, του νόμου για τις αγωγές παραλείψεως, καθώς και του Αστικού Κώδικα. Η αγωγή αυτή ασκήθηκε ανεξαρτήτως της υπάρξεως συγκεκριμένης προσβολής του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων ενός υποκειμένου των δεδομένων και χωρίς σχετική εντολή από τέτοιο πρόσωπο.

37 Το Landgericht Berlin (πρωτοδικείο Βερολίνου) έκανε δεκτά τα αιτήματα της Ομοσπονδιακής ένωσης εις βάρος της Meta Platforms Ireland. Η έφεση την οποία άσκησε η Meta Platforms Ireland ενώπιον του Kammergericht Berlin (εφετείου Βερολίνου, Γερμανία) απορρίφθηκε. Κατόπιν τούτου, η Meta Platforms Ireland άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση κατά της απορριπτικής αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

38 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αγωγή της Ομοσπονδιακής ένωσης είναι βάσιμη, στο μέτρο που η Meta Platforms Ireland παρέβη το άρθρο 3a του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, σημείο 11, του νόμου για τις αγωγές παραλείψεως, και χρησιμοποίησε γενικό όρο συναλλαγών ανίσχυρο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του νόμου για τις αγωγές παραλείψεως.

39 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος της Ομοσπονδιακής ένωσης. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι δεν αποκλείεται η Ομοσπονδιακή ένωση, η οποία νομιμοποιείτο πράγματι ενεργητικώς κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής της -βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό και του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σημείο 1, του νόμου για τις αγωγές παραλείψεως-, να απώλεσε την ιδιότητα αυτή κατά τη διάρκεια της δίκης, μετά την έναρξη ισχύος του ΓΚΠΔ και, ειδικότερα, του άρθρου 80, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και του άρθρου 84, παράγραφος 1, αυτού. Σε μια τέτοια περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Meta Platforms Ireland και να απορρίψει την αγωγή της Ομοσπονδιακής ένωσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις σχετικές δικονομικές διατάξεις του γερμανικού δικαίου, η ενεργητική νομιμοποίηση πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι το πέρας της δίκης σε τελευταίο βαθμό.

40 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η σχετική απάντηση δεν προκύπτει σαφώς από την εκτίμηση του γράμματος, της οικονομίας καθώς και του σκοπού των διατάξεων του ΓΚΠΔ.

41 Όσον αφορά το γράμμα των διατάξεων του ΓΚΠΔ, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ενεργητική νομιμοποίηση των μη κερδοσκοπικών φορέων, οργανώσεων ή ενώσεων που έχουν συσταθεί δεόντως σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 80, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, προϋποθέτει ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει αναθέσει σε φορέα, οργάνωση ή ένωση να ασκήσει εξ ονόματός του τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 77 έως 79 του ΓΚΠΔ και το δικαίωμα αποζημιώσεως που αναφέρεται στο άρθρο 82 του ΓΚΠΔ.

42 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η ενεργητική νομιμοποίηση δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, σημείο 3, του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό δεν αφορά την άσκηση τέτοιας αγωγής κατόπιν εντολής και εξ ονόματος υποκειμένου των δεδομένων για την προάσπιση των δικών του δικαιωμάτων. Αντιθέτως, παρέχει σε μια ένωση, δυνάμει ιδίου δικαιώματος το οποίο απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, καθώς και από το άρθρο 3a του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, ενεργητική νομιμοποίηση αντικειμενικού χαρακτήρα για την άσκηση αγωγής για παραβάσεις των διατάξεων του ΓΚΠΔ, ανεξαρτήτως της προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων μεμονωμένων υποκειμένων των δεδομένων και σχετικής εντολής εκ μέρους τους.

43 Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ δεν παρέχει σε ένωση ενεργητική νομιμοποίηση αντικειμενικού χαρακτήρα για την άσκηση αγωγής προς διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη προϋποθέτει ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον ΓΚΠΔ, έχουν πράγματι προσβληθεί λόγω συγκεκριμένης επεξεργασίας.

44 Εξάλλου, η ενεργητική νομιμοποίηση ένωσης, όπως αυτή η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, δεν δύναται, κατά το αιτούν δικαστήριο, να θεμελιωθεί στο άρθρο 84, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις άλλες κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις του κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλιστεί ότι εφαρμόζονται. Πράγματι, η ενεργητική νομιμοποίηση ένωσης, όπως αυτή η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί «κύρωση» κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του ΓΚΠΔ.

45 Όσον αφορά την οικονομία των διατάξεων του ΓΚΠΔ, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από το γεγονός ότι ο εν λόγω κανονισμός εναρμόνισε, μεταξύ άλλων, τις εξουσίες των εποπτικών αρχών συνάγεται ότι απόκειται κυρίως στις εν λόγω αρχές να ελέγχουν την εφαρμογή των διατάξεών του. Εντούτοις, η φράση «με την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, στο άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και στο άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, θα μπορούσε να αποτελεί στοιχείο κατά της θέσεως ότι ο κανονισμός ρυθμίζει εξαντλητικώς το ζήτημα του ελέγχου της εφαρμογής των σχετικών διατάξεων δικαίου.

46 Όσον αφορά τον σκοπό των διατάξεων του ΓΚΠΔ, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας θα μπορούσε να συνηγορεί υπέρ της ενεργητικής νομιμοποίησης των ενώσεων βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, σημείο 3, του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, ανεξαρτήτως της προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, στο μέτρο που με τον τρόπο αυτό παρέχεται μια πρόσθετη δυνατότητα ελέγχου της εφαρμογής των σχετικών διατάξεων δικαίου, προκειμένου να διασφαλιστεί το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 10 του ΓΚΠΔ. Εντούτοις, η αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης των ενώσεων βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντίκειται στον σκοπό της εναρμόνισης που επιδιώκει ο ΓΚΠΔ.

47 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιτίθενται οι διατάξεις του κεφαλαίου VIII του [ΓΚΠΔ], ειδικότερα αυτές του άρθρου 80, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 84, παράγραφος 1, αυτού, σε εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες, πέραν των εξουσιών παρεμβάσεως των εποπτικών αρχών που είναι αρμόδιες για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού και πέραν των δυνατοτήτων έννομης προστασίας των υποκειμένων των δεδομένων, επιτρέπουν, αφενός, στους ανταγωνιστές και, αφετέρου, σε ενώσεις, φορείς και επιμελητήρια που αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο να κινούνται δικαστικώς, σε περιπτώσεις παραβάσεως του [ΓΚΠΔ], κατά του παραβάτη, ανεξαρτήτως της υπάρξεως προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων μεμονωμένων υποκειμένων δεδομένων και χωρίς σχετική εντολή από τέτοιο φυσικό πρόσωπο, στο πλαίσιο αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, προβάλλοντας την απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, την παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών ή την απαγόρευση χρήσης ανίσχυρων γενικών όρων συναλλαγών;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

48 Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη σκέψη 36 καθώς και από τις σκέψεις 41 έως 44 της παρούσας αποφάσεως, αντίδικοι στη διαφορά της κύριας δίκης είναι μια ένωση για την προστασία των καταναλωτών, όπως εν προκειμένω η Ομοσπονδιακή ένωση, και η Meta Platforms Ireland, η διαφορά δε αυτή αφορά το ζήτημα αν μια τέτοια ένωση μπορεί να κινηθεί δικαστικώς κατά της εν λόγω εταιρίας χωρίς εντολή που να της έχει ανατεθεί προς τούτο και ανεξαρτήτως της υπάρξεως προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων.

49 Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα εξαρτάται μόνον από την ερμηνεία του άρθρου 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 80, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ και του άρθρου 84 του ΓΚΠΔ δεν είναι κρίσιμες εν προκειμένω. Πράγματι, αφενός, η εφαρμογή του άρθρου 80, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ προϋποθέτει ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει αναθέσει εντολή στον μη κερδοσκοπικό φορέα, οργάνωση ή ένωση που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη, προκειμένου αυτός να λάβει εξ ονόματός του τα νομικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 77 έως 79 του ΓΚΠΔ. Δεν αμφισβητείται ότι τούτο δεν συμβαίνει/ στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, στο μέτρο που η Ομοσπονδιακή ένωση ενεργεί ανεξάρτητα από τυχόν εντολή του υποκειμένου των δεδομένων. Αφετέρου, δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 84 του ΓΚΠΔ αφορά τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις του εν λόγω κανονισμού, ζήτημα το οποίο δεν αποτελεί, ομοίως, αντικείμενο της κύριας δίκης.

50 Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν θέτει το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης ενός ανταγωνιστή. Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί απάντηση μόνο στο σκέλος του ερωτήματος που αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση των ενώσεων, φορέων και επιμελητηρίων που αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο, περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ.

51 Επομένως, το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει σε ένωση για την προστασία των καταναλωτών να κινείται δικαστικώς, χωρίς εντολή που να της έχει ανατεθεί προς τούτο και ανεξαρτήτως της υπάρξεως προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων υποκειμένου των δεδομένων, κατά του φερόμενου παραβάτη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προβάλλοντας την παραβίαση της απαγορεύσεως των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, την παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών ή την παραβίαση της απαγορεύσεως χρήσεως ανίσχυρων γενικών όρων συναλλαγών.

52 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού ΓΚΠΔ, ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση συνεκτικής και ομοιόμορφης εφαρμογής των κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση και στην άρση των εμποδίων στις ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης.

53 Στο πλαίσιο αυτό, το κεφάλαιο VIII του κανονισμού ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα ένδικα βοηθήματα που καθιστούν δυνατή την προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, σε περίπτωση που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν έχουν υποστεί επεξεργασία η οποία υποστηρίζεται ότι αντιβαίνει στις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η προστασία των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να ζητηθεί είτε απευθείας από το υποκείμενο των δεδομένων είτε από αναγνωρισμένη οντότητα, είτε υφίσταται είτε δεν υφίσταται σχετική εντολή, βάσει του άρθρου 80 του ΓΚΠΔ.

54 Ως εκ τούτου, το υποκείμενο των δεδομένων έχει, καταρχάς, το δικαίωμα να υποβάλει το ίδιο καταγγελία σε εποπτική αρχή κράτους μέλους ή προσφυγή ενώπιον των εθνικών πολιτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, το υποκείμενο των δεδομένων έχει, αντιστοίχως, δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 77 του ΓΚΠΔ, δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά εποπτικής αρχής, δυνάμει του άρθρου 78 του ΓΚΠΔ, δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 79 του ΓΚΠΔ, και δικαίωμα αποζημιώσεως από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για τη ζημία που υπέστη, σύμφωνα με το άρθρο 82 του ΓΚΠΔ.

55 Εν συνεχεία, σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργάνωση ή ένωση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να υποβάλει την καταγγελία για λογαριασμό του ή να ασκήσει εξ ονόματός του τα δικαιώματα που προβλέπονται στα προαναφερθέντα άρθρα.

56 Τέλος, κατά το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι κάθε φορέας, οργάνωση ή ένωση έχει το δικαίωμα, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, να υποβάλει στο εν λόγω κράτος μέλος καταγγελία στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 77 του εν λόγω κανονισμού και να ασκήσει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα του 78 και 79, εφόσον θεωρεί ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων δυνάμει του κανονισμού αυτού παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

57 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με τις αιτιολογικές σκέψεις του 9, 10 και 13, ο κανονισμός σκοπεί να διασφαλίσει την, καταρχήν, πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εντούτοις, οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν πρόσθετους εθνικούς κανόνες, αυστηρότερους ή εισάγοντες παρεκκλίσεις, οι οποίοι καταλείπουν σε αυτά περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή («ρήτρες ανοίγματος»).

58 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ και λόγω της φύσεως των κανονισμών και της λειτουργίας τους στο σύστημα των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις των κανονισμών έχουν, εν γένει, άμεσο αποτέλεσμα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται από τις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα εφαρμογής. Εντούτοις, για την εφαρμογή ορισμένων από τις διατάξεις αυτές ενδέχεται να απαιτείται η λήψη μέτρων εφαρμογής από τα κράτη μέλη (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland κ.λπ., C‑645/19, EU:C:2021:483, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59 Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, το οποίο καταλείπει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του. Επομένως, για να είναι δυνατή η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη άσκηση της αντιπροσωπευτικής αγωγής στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς εντολή, τα κράτη μέλη πρέπει να κάνουν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχει η εν λόγω διάταξη και να θεσπίσουν στο εθνικό τους δίκαιο αυτό τον τρόπο εκπροσωπήσεως των υποκειμένων των δεδομένων.

60 Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 51 και 52 των προτάσεών του, οσάκις προβαίνουν σε χρήση της δυνατότητας που τους παρέχεται με τέτοια ρήτρα ανοίγματος, τα κράτη μέλη οφείλουν να κάνουν χρήση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που προβλέπουν οι διατάξεις του ΓΚΠΔ και να νομοθετούν κατά τρόπο που να μη θίγει το περιεχόμενο και τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού.

61 Εν προκειμένω, όπως επιβεβαίωσε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπό κρίση υπόθεση, ο Γερμανός νομοθέτης, μετά την έναρξη ισχύος του ΓΚΠΔ, δεν θέσπισε συγκεκριμένες διατάξεις οι οποίες να σκοπούν ειδικώς στην εφαρμογή, στο εθνικό του δίκαιο, του άρθρου 80, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, η οποία θεσπίστηκε για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2009/22, παρέχει ήδη στις ενώσεις για την προστασία των καταναλωτών τη δυνατότητα να κινούνται δικαστικώς κατά του φερόμενου παραβάτη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η εν λόγω κυβέρνηση υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι, με την απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Fashion ID (C‑40/17, EU:C:2019:629), η οποία αφορούσε την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 95/46, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές δεν αντιτίθενται στην εν λόγω εθνική ρύθμιση.

62 Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 60 των προτάσεών του, πρέπει, κατ’ ουσίαν, να εξακριβωθεί αν οι επίμαχοι στην κύρια δίκη εθνικοί κανόνες εντάσσονται στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζει στα κράτη μέλη το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ και, επομένως, να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της, καθώς και την οικονομία και τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού.

63 Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ παρέχει μεν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν έναν μηχανισμό αντιπροσωπευτικής αγωγής κατά του φερόμενου παραβάτη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συγχρόνως όμως θέτει μια σειρά από απαιτήσεις όσον αφορά το καθ’ ύλην και το προσωπικό πεδίο εφαρμογής οι οποίες πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο αυτό.

64 Όσον αφορά, πρώτον, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής ενός τέτοιου μηχανισμού, ενεργητική νομιμοποίηση αναγνωρίζεται σε φορέα, οργάνωση ή ένωση που πληροί τα κριτήρια τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 80, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη κάνει λόγο για «μη κερδοσκοπικό φορέα, οργάνωση ή ένωση που έχει συσταθεί δεόντως σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι γενικού συμφέροντος και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σε σχέση με την προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα».

65 Διαπιστώνεται ότι μια ένωση για την προστασία των καταναλωτών όπως η Ομοσπονδιακή ένωση μπορεί να εμπίπτει στην έννοια αυτή, καθόσον επιδιώκει σκοπό δημοσίου συμφέροντος ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων ως καταναλωτών, στο μέτρο που η επίτευξη του σκοπού αυτού είναι δυνατό να συνδέεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εν λόγω προσώπων.

66 Συγκεκριμένα, η παράβαση των κανόνων που έχουν ως αντικείμενο την προστασία των καταναλωτών ή την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών -παράβαση την οποία μια ένωση για την προστασία των καταναλωτών, όπως η Ομοσπονδιακή ένωση, σκοπεί να αποτρέψει και σε σχέση με την οποία σκοπεί να επιβάλλει κυρώσεις, μεταξύ άλλων, διά της ασκήσεως των αγωγών παραλείψεως που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία- ενδέχεται να συνδέεται, όπως εν προκειμένω, με την παράβαση των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εν λόγω καταναλωτών.

67 Όσον αφορά, δεύτερον, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω μηχανισμού, η άσκηση της αντιπροσωπευτικής αγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ από οντότητα η οποία πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου προϋποθέτει ότι η οντότητα αυτή, ανεξάρτητα από τυχόν εντολή που της έχει ανατεθεί, «θεωρεί ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων δυνάμει του [εν λόγω] κανονισμού παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

68 Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί, πρώτον, ότι, για την άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, δεν απαιτείται μια τέτοια οντότητα να προβεί προηγουμένως στην ατομική ταυτοποίηση του υποκειμένου το οποίο αφορά ειδικώς η φερόμενη ως αντίθετη προς τις διατάξεις του ΓΚΠΔ επεξεργασία δεδομένων.

69 Πράγματι, αρκεί η επισήμανση ότι η έννοια του «υποκειμένου των δεδομένων», κατά το άρθρο 4, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού, καλύπτει όχι μόνον το «ταυτοποιημένο φυσικό πρόσωπο», αλλά και το «ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο», ήτοι το φυσικό πρόσωπο «του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί», άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως σε όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης ή σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσδιορισμός μιας κατηγορίας ή μιας ομάδας προσώπων που θίγονται από την επεξεργασία αυτή μπορεί επίσης να αρκεί για την άσκηση μιας τέτοιας αντιπροσωπευτικής αγωγής.

70 Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, η άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής δεν εξαρτάται ούτε από την ύπαρξη συγκεκριμένης προσβολής των δικαιωμάτων που ένα πρόσωπο αντλεί από τους κανόνες για την προστασία των δεδομένων.

71 Πράγματι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της ως άνω διατάξεως, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, η άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής προϋποθέτει απλώς ότι η οικεία οντότητα «θεωρεί» ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων δυνάμει του εν λόγω κανονισμού παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και, επομένως, επικαλείται την ύπαρξη επεξεργασίας δεδομένων αντίθετης προς τις διατάξεις του κανονισμού αυτού.

72 Κατά συνέπεια, προκειμένου να αναγνωριστεί σε μια τέτοια οντότητα ενεργητική νομιμοποίηση δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, αρκεί να υποστηριχθεί ότι η οικεία επεξεργασία δεδομένων είναι ικανή να θίξει τα δικαιώματα που αντλούν από τον εν λόγω κανονισμό ταυτοποιημένα ή ταυτοποιήσιμα φυσικά πρόσωπα, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί πραγματική ζημία την οποία υπέστη το υποκείμενο των δεδομένων, σε συγκεκριμένη περίπτωση, από την προσβολή των δικαιωμάτων του.

73 Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, προς τον σκοπό που επιδιώκει ο ΓΚΠΔ ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων καθώς και, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του δικαιώματος κάθε προσώπου στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland κ.λπ., C‑645/19, EU:C:2021:483, σκέψεις 44, 45 καθώς και 91).

74 Το γεγονός ότι ενώσεις για την προστασία των καταναλωτών, όπως η Ομοσπονδιακή ένωση, έχουν τη δυνατότητα, μέσω ενός μηχανισμού αντιπροσωπευτικής αγωγής, να ασκούν αγωγές με αίτημα την παύση επεξεργασίας δεδομένων αντίθετης προς τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, ανεξάρτητα από την προσβολή των δικαιωμάτων ενός προσώπου το οποίο αφορά ατομικά και συγκεκριμένα η επεξεργασία αυτή, συμβάλλει αναμφισβήτητα στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων και στη διασφάλιση σε αυτά υψηλού επιπέδου προστασίας.

75 Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η άσκηση μιας τέτοιας αντιπροσωπευτικής αγωγής, στο μέτρο που καθιστά δυνατή την πρόληψη μεγάλου αριθμού παραβιάσεων των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων κατά την επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα, μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικότερη από την αγωγή που μπορεί να ασκήσει ένα μεμονωμένο πρόσωπο το οποίο θίγεται ατομικά και συγκεκριμένα από προσβολή του δικαιώματός του για προστασία των προσωπικών του δεδομένων κατά του προσβαλόντος.

76 Πράγματι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 76 των προτάσεών του, ο προληπτικός χαρακτήρας των αγωγών που ασκούν οι ενώσεις για την προστασία των καταναλωτών δεν θα ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί αν, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ αντιπροσωπευτικής αγωγής, επιτρεπόταν μόνον η επίκληση της προσβολής των δικαιωμάτων προσώπου το οποίο θίγεται ατομικά και συγκεκριμένα από την προσβολή αυτή.

77 Τρίτον, πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί, όπως ζητεί το αιτούν δικαστήριο, αν το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ εμποδίζει την άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής ανεξαρτήτως της υπάρξεως συγκεκριμένης προσβολής του δικαιώματος του υποκειμένου των δεδομένων και σχετικής εντολής εκ μέρους του, όταν η παράβαση των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προβάλλεται στο πλαίσιο αγωγής με την οποία επιδιώκεται ο έλεγχος της εφαρμογής άλλων νομικών κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών.

78 Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως αναφέρθηκε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως, η παράβαση κανόνα σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να συνεπάγεται ταυτόχρονα την παράβαση κανόνων σχετικών με την προστασία των καταναλωτών ή με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

79 Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 72 των προτάσεών του, η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να κάνουν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχει, υπό την έννοια ότι οι ενώσεις για την προστασία των καταναλωτών επιτρέπεται να κινούνται δικαστικώς κατά των προσβολών των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τον ΓΚΠΔ, μέσω, κατά περίπτωση, κανόνων που έχουν ως αντικείμενο την προστασία των καταναλωτών ή την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως αυτοί που προβλέπονται από την οδηγία 2005/29 και την οδηγία 2009/22.

80 Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ επιρρωννύεται, εξάλλου, από την οδηγία 2020/1828, η οποία καταργεί και αντικαθιστά, από τις 25 Ιουνίου 2023, την οδηγία 2009/22. Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2020/1828, η οδηγία εφαρμόζεται σε αντιπροσωπευτικές αγωγές που ασκούνται κατά εμπόρων οι οποίοι παραβιάζουν τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, όπως αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, το οποίο, στο σημείο του 56, μνημονεύει τον ΓΚΠΔ.

81 Ασφαλώς, η οδηγία 2020/1828 δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και η προθεσμία μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο δεν έχει ακόμη λήξει. Εντούτοις, περιέχει διάφορα στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν ότι το άρθρο 80 του ΓΚΠΔ δεν εμποδίζει την άσκηση συμπληρωματικών αντιπροσωπευτικών αγωγών στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών.

82 Πράγματι, μολονότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 της ως άνω οδηγίας, είναι δυνατόν να προβλεφθεί διαδικαστικός μηχανισμός συμπληρωματικών αντιπροσωπευτικών αγωγών στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, οι μηχανισμοί επιβολής που προβλέπονται στον ΓΚΠΔ ή βασίζονται σε αυτόν, όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 80 του κανονισμού, δεν μπορούν να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν, όπως διευκρινίζει η αιτιολογική σκέψη 15 της εν λόγω οδηγίας, και μπορούν, επομένως, να χρησιμοποιούνται για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών.

83 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει σε ένωση για την προστασία των καταναλωτών να κινηθεί δικαστικώς, χωρίς εντολή που να της έχει ανατεθεί προς τούτο και ανεξαρτήτως της υπάρξεως προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων ενός υποκειμένου των δεδομένων, κατά του φερόμενου παραβάτη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προβάλλοντας την παραβίαση της απαγορεύσεως των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, την παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών ή την παραβίαση της απαγορεύσεως χρήσεως ανίσχυρων γενικών όρων συναλλαγών, εφόσον η επίμαχη επεξεργασία δεδομένων είναι ικανή να θίξει τα δικαιώματα που αντλούν από τον εν λόγω κανονισμό ταυτοποιημένα ή ταυτοποιήσιμα φυσικά πρόσωπα.

Επί των δικαστικών εξόδων


84 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 80, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει σε ένωση για την προστασία των καταναλωτών να κινηθεί δικαστικώς, χωρίς εντολή που να της έχει ανατεθεί προς τούτο και ανεξαρτήτως της υπάρξεως προσβολής συγκεκριμένων δικαιωμάτων ενός υποκειμένου των δεδομένων, κατά του φερόμενου παραβάτη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προβάλλοντας την παραβίαση της απαγορεύσεως των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, την παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών ή την παραβίαση της απαγορεύσεως χρήσεως ανίσχυρων γενικών όρων συναλλαγών, εφόσον η επίμαχη επεξεργασία δεδομένων είναι ικανή να θίξει τα δικαιώματα που αντλούν από τον εν λόγω κανονισμό ταυτοποιημένα ή ταυτοποιήσιμα φυσικά πρόσωπα.

(υπογραφές)


Taxheaven.gr