Αποτελέσματα live αναζήτησης

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις


Δημοσιεύθηκε στις : [ 22-10-2020 ]
Κατηγορία: Λοιπά

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου
Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις


ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΜΕΝΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

«Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις»

Επισπεύδον Υπουργείο
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ - ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ - ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗ - ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

Α. Αιτιολογική έκθεση

Η «ταυτότητα» της αξιολογούμενης ρύθμισης

Ποιο ζήτημα αντιμετωπίζει η αξιολογούμενη ρύθμιση;

Μέρος Α': Με την προτεινόμενη ρύθμιση επιχειρείται η επίσπευση της συζήτησης των αιτήσεων ρύθμισης οφειλών του ν. 3869/2010, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και έχουν προσδιορισθεί σε δικάσιμο μετά τις 15.6.2021. Οι επιχειρούμενες παρεμβάσεις κινούνται στους παρακάτω βασικούς άξονες: 1. Εκκαθάριση των πινακίων μέσω της υποχρεωτικής για τους ενδιαφερόμενους υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού της συζήτησης. Από την επισκόπηση των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων διαπιστώνεται ότι ένα σημαντικό μέρος των υποθέσεων του ν. 3869/2010, που εισάγονται στο ακροατήριο και ανέρχεται σε ποσοστό 25% περίπου, δεν συζητείται είτε λόγω ματαίωσης είτε λόγω παραίτησης από το δικόγραφο. 2. Καθιέρωση της υποβολής της αίτησης επαναπροσδιορισμού μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας προς διευκόλυνση των ενδιαφερομένων και εξοικονόμηση δαπανών, με δυνατότητα ηλεκτρονικής διενέργειας των κοινοποιήσεων, που αφορούν στην επίσπευση της διαδικασίας, και λοιπών διαδικαστικών πράξεων. 3. Εφαρμογή του δικονομικού προτύπου της νέας τακτικής διαδικασίας του ν. 4335/2015 με την κάμψη της υποχρεωτικής προφορικότητας και την καθιέρωση της κατ' εξαίρεση διαδικασίας εμμάρτυρης απόδειξης.

Μέρος Β': Με τις προτεινόμενες διατάξεις εισάγονται αυστηρές προϋποθέσεις ακαδημαϊκής κατάρτισης προκειμένου να επιτραπεί σε αλλοδαπούς εκτός Ε.Ε., πτυχιούχους νομικής σχολής ελληνικού ΑΕΙ, να αποκτήσουν δυνατότητα πρόσβασης στο δικηγορικό λειτούργημα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι αλλοδαπός μπορεί να γίνει ασκούμενος δικηγόρος και εν συνεχεία, κατόπιν επιτυχούς δοκιμασίας στις εξετάσεις ασκουμένων, να αποκτήσει πρόσβαση στο δικηγορικό λειτούργημα, υπό την προϋπόθεση ότι είναι απόφοιτος Τμήματος Νομικής Σχολής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στην Ελλάδα με ελάχιστο βαθμό (μέσο όρο) πτυχίου «7,5» και κατέχει Μεταπτυχιακό Τίτλο Σπουδών Τμήματος Νομικής Σχολής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της ημεδαπής. Ταυτόχρονα, επιδιώκεται η αύξηση του χρόνου άσκησης δικηγόρων από έξι (6) σε δώδεκα (12) μήνες, τόσο στα δικαστήρια όσο και στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) και σε νομικές υπηρεσίες δημοσίων υπηρεσιών εν γένει. Με τον τρόπο αυτόν, οι ασκούμενοι δικηγόροι θα έχουν επαρκή χρόνο, ώστε να μπορούν να αποκτήσουν μεγαλύτερη εμβάθυνση και εξοικείωση με τις δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει επωφελώς κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών τους καθηκόντων στο μέλλον. Περαιτέρω, ανατίθεται η ευθύνη και εποπτεία του διαγωνισμού στην Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και προβλέπονται διάφορες σχετικές διαδικαστικές λεπτομέρειες. Δίνεται η δυνατότητα στους δικηγόρους Ολυμπιονίκες και τους Παραολυμπιονίκες που διορίστηκαν κατ' εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999, να μπορούν, όταν αποχωρήσουν από την υπηρεσία τους, να επαναδιορισθούν ως δικηγόροι. Συμπληρώνονται οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος (Κ.Δ.Δ.Λ.), αναφορικά με την υποχρέωση του δικηγόρου να συμβάλλει στην επίλυση των διαφορών του εντολέα του. Δύνανται να συνάπτονται προγραμματικές συμβάσεις μεταξύ του νπδδ "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ" και των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας Συλλόγου με σκοπό την υποστήριξη του νπδδ "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ" ως προς την επιτάχυνση της υλοποίησης σκοπών του. Δίνεται η δυνατότητα στις δικηγορικές εταιρείες να διανέμουν στους εταίρους τους κέρδη της τρέχουσας εταιρικής χρήσης έναντι των ετήσιων κερδών που προκύπτουν με βάση τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις για τη χρήση αυτή. Τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων που αφορούν στην έκδοση γραμματίων προείσπραξης. Απαλείφεται η διαδικασία της θεώρησης του γνησίου της υπογραφής του παραστάτη δικηγόρου στο σχέδιο του συμβολαίου από τον αρμόδιο Δικηγορικό Σύλλογο, με συνέπεια να αρκεί η ειδική μνεία παράστασης δικηγόρου στο συμβόλαιο και να μην απαιτείται η επισύναψη σχεδίου της σχετικής σύμβασης. Αντιμετωπίζονται προβλήματα που παρατηρούνται κατά τη λειτουργία των οργάνων των δικηγορικών συλλόγων νησιωτικών περιοχών της χώρας και καθιερώνεται η συμμετοχή και ψηφοφορία στις γενικές συνελεύσεις μέσω τηλεδιάσκεψης και εισάγονται ρυθμίσεις προς διευκόλυνση της λειτουργίας των πειθαρχικών συμβουλίων των δικηγορικών συλλόγων των νησιωτικών περιοχών. Εξορθολογίζεται, στο εύλογο μέτρο, η παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Επαναπροσδιορίζονται τα όρια του επιβαλλόμενου προστίμου επί πειθαρχικών παραπτωμάτων με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Διασφαλίζεται η μυστικότητα της πειθαρχικής ανάκρισης και αποτρέπεται η δημόσια διεξαγωγή της. Επικαιροποιούνται τα παραρτήματα του Κώδικα Δικηγόρων περί ενιαίου γραμματίου στην τακτική διαδικασία.

Μέρος Γ', Κεφάλαιο Α': Με την προτεινόμενη ρύθμιση προστίθεται, ρητά, στο έργο των δικαστικών επιμελητών, και ειδικότερα στην παρ. 2 του άρθρου 1 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών (που έχει κυρωθεί με τον ν. 2318/1995), η δυνατότητα σύνταξης διαπιστωτικών εκθέσεων για πραγματικά περιστατικά, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση. Ήδη, η αμοιβή των δικαστικών επιμελητών για τη σύνταξη διαπιστωτικών εκθέσεων έχει καθοριστεί από το έτος 2008 με την κοινή υπουργική απόφαση υπ' αρ. 2/54638/0022 (Β' 1716/26.8.2008).

Κεφάλαιο Β': Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αφενός εξομοιώνεται η ευθύνη των άμισθων υποθηκοφυλάκων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους με την ευθύνη των υπολοίπων άμισθων δημόσιων λειτουργών και δη τόσο ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις καταλογισμού, όσο και ως προς την τηρούμενη διαδικασία. Αφετέρου, θεσπίζεται, επί κατασχέσεως και πλειστηριασμού ακινήτων, υποχρέωση του δικαστικού επιμελητή να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού μαζί με τα υπόλοιπα απαραίτητα έγγραφα και την έκθεση του πιστοποιημένου εκτιμητή, που προβλέπεται από το π.δ. 59/2016, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, γεγονός που προσφέρει δυνατότητα στον καθένα, που θα έχει πρόσβαση στον φάκελο του πλειστηριασμού, να ενημερώνεται πληρέστερα για την κατάσταση του ακινήτου και τον τρόπο εκτίμησης της εμπορικής αξίας του. Τέλος, στην περίπτωση, που ένας διάδικος προβαίνει εγνωσμένα και δημόσια σε ομολογία, η οποία αναιρεί την πραγματολογική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση, παραδεχόμενος έτσι ότι εξαπάτησε την ελληνική Δικαιοσύνη και την ώθησε σε δικανική κρίση που βασίσθηκε σε ψευδή στοιχεία, δίνεται η δικονομική δυνατότητα επανόρθωσης της αδικίας στον ζημιωθέντα διάδικο με την καθιέρωση σχετικού λόγου αναψηλάφησης.

Κεφάλαιο Γ': Με τις προτεινόμενες διατάξεις εναρμονίζεται η εθνική νομοθεσία με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 30ης.4.2015 στην υπόθεση Καπετάνιος κλπ. κατά Ελλάδας, που αφορά στην εφαρμογή της αρχής ne bis in idem του άρθρου 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και προβλέπεται ότι σε περίπτωση λαθρεμπορίας, η έναρξη της διοικητικής διαδικασίας επιβολής της σχετικής διοικητικής κύρωσης του πολλαπλού τέλους συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της σχετικής ποινικής διαδικασίας και την αναστολή της παραγραφής του αντίστοιχου ποινικού αδικήματος που διαρκούν, κατά περίπτωση, μέχρι την οριστικοποίηση της διοικητικής πράξης επιβολής της κύρωσης του πολλαπλού τέλους ή, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αυτής, μέχρι τη σχετική αμετάκλητη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την απόφαση 359/2020 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την έννοια και τον τρόπο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, με την οποία κρίθηκε ότι η ποινική διαδικασία περί λαθρεμπορίας προϋποθέτει, καταρχήν, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξεως, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακυρώσεως ή της τροποποιήσεώς της από τον διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο «φυσικός» δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της. Έτσι, ο ποινικός δικαστής, όταν θα επιλαμβάνεται της υπόθεσης, θα έχει πλέον στη διάθεσή του την αμετάκλητη κρίση του διοικητικού δικαστή ως προς τη νομιμότητα της καταλογιστικής πράξεως, η οποία είναι κρίσιμη τόσο για την καταδίκη ή την απαλλαγή του κατηγορούμενου όσο και για την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν τεθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για όλους τους ως άνω λόγους, προβλέπεται, επίσης ότι η έκδοση εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής που αποτελεί τη βάση για το ποινικό αδίκημα της φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 (Α '170), συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της σχετικής ποινικής διαδικασίας και την αναστολή της παραγραφής του ποινικού αδικήματος της φοροδιαφυγής, που διαρκούν, κατά περίπτωση, μέχρι την οριστικοποίηση της διοικητικής πράξης ή, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αυτής, μέχρι τη σχετική αμετάκλητη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου.
Επιπλέον, με τον ν. 4321/2015 δόθηκε, ενόψει της χρηματοοικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα μας και της συνακόλουθης πραγματικής αδυναμίας πολιτών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στο σύνολο των υποχρεώσεών τους έναντι της φορολογικής διοίκησης και των ασφαλιστικών ταμείων, η δυνατότητα ρύθμισης των φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών, προς ενίσχυση των εσόδων του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων και προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των επιχειρήσεων. Παράλληλα, στην περ. β' της παρ. 15 του άρθρου 28 του ως άνω νόμου προβλέφθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της ρύθμισης και εφόσον τηρούνται οι όροι αυτής και καταβάλλονται οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, αναστέλλεται η ποινική δίωξη σε βάρος των υπευθύνων κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, αυτή διακόπτεται. Πλην όμως, δεν ελήφθη υπόψη ότι οι ρυθμίσεις των ως άνω οφειλών είναι κατά κανόνα πολυετείς, με αποτέλεσμα να συντρέχει περίπτωση παραγραφής των ως άνω ποινικών αδικημάτων και ο δικαστής να οφείλει, δεσμευόμενος από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 113 ΠΚ περί χρονικού περιορισμού της αναστολής της παραγραφής, να δικάσει την υπόθεση και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο, έστω κι αν αυτός τηρεί τη ρύθμιση του ν. 4321/2015. Συνεπώς, η προβλεπόμενη από τον ν. 4321/2015 αναστολή της ποινικής δίωξης είναι ανεπαρκής και δεν προστατεύει τον πολίτη, ο οποίος υπήχθη στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και τήρησε τις υποχρεώσεις του καταβάλλοντας εμπροθέσμως τις οφειλές του. Προκειμένου λοιπόν οι διατάξεις της περ. β' της παρ. 15 του άρθρου 28 του ν. 4321/2015 να μπορέσουν να αναπτύξουν πλήρως το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο και να προστατεύσουν από την ποινική καταδίκη τους πολίτες που επέδειξαν συνέπεια και τήρησαν τις υποχρεώσεις τους, θα πρέπει η αναστολή της παραγραφής να διατηρείται έως το τέλος της ρύθμισης των οφειλών και όχι μόνο μέχρι το πέρας της περιόδου που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 113 ΠΚ.

Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις.

Κεφάλαιο Δ': Με τις προτεινόμενες διατάξεις, ρυθμίζεται η δυνατότητα καταβολής αποζημίωσης στους νομικούς παραστάτες και διαμεσολαβητές για παροχή νομικής βοήθειας οι οποίοι διορίστηκαν μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4640/2019 και καθορίζεται η αρμόδια Αρχή για την εξέταση της παροχής νομικής βοήθειας.

Κεφάλαιο Ε': Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αντιμετωπίζονται προβλήματα που ανακύπτουν ή σχετίζονται με τη δικαιοδοτική διαδικασία και τους δικαστικούς λειτουργούς και αφορούν τη δυνατότητα διενέργειας διασκέψεων εξ αποστάσεως, την αύξηση θέσεων υπαλλήλων κλάδου πληροφορικής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών και λοιπών προσώπων σε ομάδες εργασίας για έργα πληροφορικής της δικαιοσύνης, την επεξεργασία διαταγμάτων με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών και τη δυνατότητα απόσπασης δικαστικών λειτουργών στο εξωτερικό για να συνυπηρετήσουν με τους συζύγους τους.

Κεφάλαιο ΣΤ': Με την προτεινόμενη ρύθμιση αντιμετωπίζεται το ζήτημα της διπλής καταβολής από τους υποθηκοφύλακες, προϊσταμένους κτηματολογικών γραφείων ή ενεχυροφύλακες των εισπραχθέντων βάσει των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 14 του ν. 3156/2003 αναλογικών και παγίων δικαιωμάτων.

Κεφάλαιο Ζ': Με την προτεινόμενη ρύθμιση δίνεται η δυνατότητα στην Τράπεζα της Ελλάδος να απευθύνεται η ίδια στις αρμόδιες αρχές τήρησης του ποινικού μητρώου κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και να αιτείται τη χορήγηση του σχετικού αντιγράφου δικαστικής χρήσης προσώπων, που επιθυμούν να συμμετάσχουν στη διοίκηση ή να αποκτήσουν συμμετοχές στο μετοχικό κεφάλαιο εταιριών που υπάγονται στην εποπτεία της.

Κεφάλαιο Η': Με την αξιολογούμενη ρύθμιση επιδιώκεται η απόσπαση προσωπικού φορέων του δημοσίου τομέα, με εμπειρία στις διαδικασίες εκκαθάρισης και εξόφλησης δαπανών, για δώδεκα (12) μήνες, με δυνατότητα ισόχρονης παράτασης, για να συνδράμουν το ΤΑΧΔΙΚ στην εκκαθάριση και εξόφληση απαιτήσεων στο πλαίσιο χορήγησης νομικής βοήθειας. Επίσης, επιδιώκεται η καταβολή στο ΤΑΧΔΙΚ μισθωμάτων από εκμετάλλευση κυλικείων εντός κτιρίων ιδιοκτησίας του, στα οποία στεγάζονται δικαστήρια και δικαστικές υπηρεσίες, όταν οι δικαιούχοι έχουν αποβιώσει και μέχρι τη λήξη της μίσθωσης.

Κεφάλαιο Θ': Με την αξιολογούμενη ρύθμιση επιδιώκεται η οργανική ένταξη υπαλλήλων που υπηρετούν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης επί σειρά ετών και δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της κινητικότητας (όπως οι δικαστικοί υπάλληλοι), προκειμένου να αποσαφηνιστεί η εικόνα, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει το Υπουργείο να υποδεχτεί επιπλέον προσωπικό στον επόμενο κύκλο κινητικότητας.

Κεφάλαιο Ι': Με την προτεινόμενη ρύθμιση αντιμετωπίζονται οι αυξημένες υπηρεσιακές ανάγκες των δικαστηρίων της επικράτειας σε υπαλληλικό προσωπικό, οι οποίες διαρκώς μεγιστοποιούνται και καθιστούν αναγκαία την άμεση πρόσληψη δικαστικών υπαλλήλων από ήδη διενεργηθέντες διαγωνισμούς υπό την έγκριση του ΑΣΕΠ.

Κεφάλαιο ΙΑ': Με την αξιολογούμενη ρύθμιση επιδιώκεται η αύξηση των οργανικών θέσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου αυτό να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στη νέα δομή του που προέκυψε από τις ρυθμίσεις του ν. 4700/2020.

Κεφάλαιο ΙΒ': Με την προτεινόμενη ρύθμιση οι δικαστικοί λειτουργοί που συμμετέχουν στα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα που λειτουργούν είτε στο πλαίσιο της ΕΠΟ, είτε στο πλαίσιο Ενώσεων Ποδοσφαιρικών Ανώνυμων Εταιρειών, ορίζονται από την ΕΠΟ, κατόπιν υπόδειξης από τα Τριμελή Συμβούλια Διεύθυνσης των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων Αθηνών.

Κεφάλαιο ΙΓ': Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αντιμετωπίζονται προβλήματα που ανακύπτουν από την αδυναμία να ανανεωθεί η θητεία των υπηρετούντων Διευθυντών Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων και Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της Εθνικής Σχολής Δικαστών.

Κεφάλαιο ΙΔ': Η ελευθερία του τύπου πρέπει να ασκείται με τις λιγότερες δυνατές απαγορεύσεις. Με την προτεινόμενη ρύθμιση επέρχονται περιορισμοί στη διαδικασία εκτέλεσης για την διασφάλιση του ανωτέρω.

Κεφάλαιο ΙΕ': Με την προτεινόμενη νομοθετική διάταξη εισάγεται το έκτακτο ένδικο μέσο της αναψηλάφησης για τις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, ώστε να αποτραπούν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος των διαδίκων και ορίζεται νέα, σύντομη προθεσμία, η οποία είναι σύμφωνη με το πνεύμα του πτωχευτικού νομοθέτη σχετικά με την επιτάχυνση της πτωχευτικής διαδικασίας.

Κεφάλαιο ΙΣΤ': Με τα άρθρα 53-64 επιλύονται ζητήματα στελέχωσης της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών με επιλογή ταχύτερων διαδικασιών, ενίσχυσης της οικονομικής αυτοτέλειας και της βιωσιμότητας της Αρχής, ανανέωσης θητείας του Προέδρου και των μελών, παροχής εξουσιοδοτικής διάταξης για θέσπιση Ειδικού Πειθαρχικού Κανονισμού με προεδρικό διάταγμα. Επιπλέον, επιτυγχάνονται τροποποιήσεις για την αποσαφήνιση αρμοδιοτήτων και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Αρχής και την πλήρη εναρμόνισή της με το ψηφιακό πρόσημο της εποχής.

Κεφάλαιο ΙΖ': Με τις προτεινόμενες διατάξεις ενοποιούνται οι υφιστάμενοι θεσμοί του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς και επιτυγχάνεται η με ενιαίο τρόπο αντιμετώπιση των υποθέσεων που υπάγονταν στην αρμοδιότητα των ως άνω εισαγγελέων ειδικών καθηκόντων, καθόσον η καθ' ύλην αρμοδιότητα του νέου θεσμού των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος καλύπτει τις αρμοδιότητες των προαναφερθέντων εισαγγελέων.

Μέρος Δ', Κεφάλαιο Β': Όπως ρητά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της υπ'αριθμ 489/48 βουλευτικής τροπολογίας και η οποία ενσωματώθηκε στο άρθρο 67 του ν. 4735/2020 «...δαπάνες οι οποίες εκτελέστηκαν τόσο βάσει ενταλμάτων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, όσο και από τους ίδιους τους Ο.Τ.Α. και ελέγχθηκαν προληπτικώς από το Ελεγκτικό Συνέδριο ... Πρόκειται για δαπάνες η πληρωμή των οποίων κρίθηκε νόμιμη.». Προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας, με την παρούσα ρύθμιση, ορίζεται με τρόπο μη επιδεχόμενο καμίας αμφισβήτησης ότι αφορά αποκλειστικά και μόνο δαπάνες οι οποίες θεωρήθηκαν από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου και το Ελεγκτικό Συνέδριο και κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους. Η αληθής έννοια της ως άνω διάταξης συνίσταται στο ότι, δεδομένου του τεκμηρίου νομιμότητας της δαπάνης, όσον αφορά τόσο τους αιρετούς, όσο και τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. που έλαβαν μέρος στη διαχειριστική διαδικασία διενέργειάς της, δεν γεννάται τυχόν δημοσιονομική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη για αυτήν καθεαυτήν την πληρωμή της δαπάνης. Ως εκ τούτου, η ποινική δίωξη αιρετών και υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. για την πληρωμή δαπανών που έλαβε χώρα μετά τη θεώρηση των οικείων ενταλμάτων πληρωμής, αντιβαίνει στην ασφάλεια του δικαίου και στην αρχή της νομιμότητας, εκτός βεβαίως εάν εμφιλοχώρησαν δόλιες ενέργειες των ιδίων προς τον σκοπό της θεώρησής τους.
______________________________________

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
με τίτλο
«Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις»


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 3869/2010 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (Ε.Σ.Δ.Α.) ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΑΡΘΡΩΝ 4Α ΕΩΣ 4Κ ΣΤΟΝ Ν. 3869/2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Άρθρο 1
Προσθήκη άρθρων 4Α ως 4Κ για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Τροποποίηση του ν. 3869/2010

Μετά το άρθρο 4 του ν. 3869/2010 (Α' 130) προστίθενται άρθρα 4Α ως 4Κ ως εξής:
«Άρθρο 4Α
Επαναπροσδιορισμός εκκρεμών υποθέσεων
1. Αιτήσεις ρύθμισης οφειλών του παρόντος, που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό και των οποίων η συζήτηση έχει προσδιορισθεί μετά τις 15.6.2021, εισάγονται προς συζήτηση υποχρεωτικά και αποκλειστικά σύμφωνα με τα άρθρα 4Α έως 4Κ. Ως συζήτηση νοείται τόσο η αρχικώς ορισθείσα όσο και η οριζόμενη μετ' αναβολή ή μετά από ματαίωση της υπόθεσης.
2. Για την εισαγωγή προς συζήτηση των εκκρεμών αιτήσεων ρύθμισης οφειλών, απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου η υποβολή αίτησης επαναπροσδιορισμού από τον αιτούντα. Η αίτηση επαναπροσδιορισμού επέχει θέση κλήσης προς συζήτηση. Σε περίπτωση που δεν υποβληθεί εμπροθέσμως η αίτηση επαναπροσδιορισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 4B έως 4Z, η αίτηση λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα.
Άρθρο 4Β
Υποβολή αίτησης επαναπροσδιορισμού
1. Η αίτηση επαναπροσδιορισμού υποβάλλεται αποκλειστικά μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης, με χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου και περιλαμβάνει τα εξής:
α) Το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, τη διεύθυνση και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) των διαδίκων και των νόμιμων εκπροσώπων τους, των πιστωτών, έναντι των οποίων ζητείται η ρύθμιση, και των προσώπων των οποίων διατάχθηκε η κλήτευση. Εφόσον μετέχουν στη διαδικασία νομικά πρόσωπα, αναγράφονται στην αίτηση η εταιρική επωνυμία και ο εταιρικός τύπος, καθώς και η καταστατική έδρα, η διεύθυνση και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου. Αν ζητείται ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο, αναγράφονται υποχρεωτικά οι αρμόδιες για την επιδίωξη είσπραξης των οφειλών υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης,
β) διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αιτούντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, στην οποία μπορεί να διενεργείται κάθε κοινοποίηση σχετική με τη δίκη της αίτησης ρύθμισης. Εφόσον ο αιτών ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δεν διαθέτουν διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δηλώνονται στην αίτηση επί ποινή απαραδέκτου αντίκλητος και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του τελευταίου, στην οποία θα διενεργείται το σύνολο των κοινοποιήσεων της δίκης για την αίτηση ρύθμισης οφειλών,
γ) τα στοιχεία της εκκρεμούς αίτησης ρύθμισης οφειλών και, ειδικότερα, τον γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσής της, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση, καθώς επίσης τον αριθμό κατάθεσης ενδιάμεσων κλήσεων, που έχουν κατατεθεί και αφορούν την αρχική αίτηση,
δ) το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αναβολών και ματαιώσεων που έχουν μεσολαβήσει, καθώς και προσωρινών διαταγών ή αποφάσεων αναστολής που έχουν χορηγηθεί,
ε) δήλωση ότι ο αιτών συναινεί στην άρση του απορρήτου των τραπεζικών και φορολογικών του πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 4174/2013 (Α' 170). Οι πιστωτές χρησιμοποιούν την ηλεκτρονική πλατφόρμα προς τον σκοπό άσκησης των δικαιωμάτων της περ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 4 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 10, χωρίς να απαιτείται συνδρομή της εισαγγελικής αρχής, αν εκκρεμεί κατά των πιστωτών αίτηση του άρθρου 4,
στ) δήλωση του έτους ανάληψης της πρώτης δανειακής υποχρέωσης, των δανειακών υποχρεώσεων που είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης ή υποθήκη σε βάρος της κύριας κατοικίας και, εάν δεν υπάρχει εμπράγματη εξασφάλιση, του έτους ανάληψης της υψηλότερης δανειακής υποχρέωσης.
2. Σε περίπτωση ομοδικίας, η αίτηση επαναπροσδιορισμού κατατίθεται και από έναν ή περισσότερους από τους ομοδίκους. Οι ομόδικοι που δεν συμπράττουν μνημονεύονται στην αίτηση επαναπροσδιορισμού και κλητεύονται σύμφωνα με το άρθρο 4ΣΤ.
Άρθρο 4Γ Άρση του φορολογικού απορρήτου
Από την υποβολή της αίτησης επαναπροσδιορισμού αίρεται το φορολογικό απόρρητο έναντι των πιστωτών, ως προς τους οποίους ζητείται η ρύθμιση, σχετικά με τις οφειλές προς το Δημόσιο, για τις οποίες ζητείται η ρύθμιση, και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 4Η, καθώς επίσης και ως προς τα στοιχεία του αιτούντος, του ή της συζύγου και των ανήλικων τέκνων από το φορολογικό μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 4174/2013.
Άρθρο 4Δ
Χρόνος υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού
1. Επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση επαναπροσδιορισμού υποβάλλεται για αίτηση ρύθμισης οφειλής που κατατέθηκε:
α) μέχρι και την 31η.12.2014, από την 1η.12.2020 ως και τις 15.1.2021.
β) από την 1η.1.2015 ως και τις 30η.6.2015, από την 1η.12.2020 ως και τις 31.1.2021.
γ) από την 1η.7.2015 ως και την 31η.12.2015, από την 1η.12.2020 ως και τις 15.2.2021. δ) από την 1η.1.2016 ως και τις 30.6.2016, από την 1η.12.2020 ως και τις 28.2.2021. ε) από την 1η.7.2016 ως και την 31η.12.2016, από την 1η.12.2020 ως και τις 15.3.2021. στ) από την 1η.1.2017 ως και τις 30.6.2017, από την 1η.12.2020 ως και τις 31.3.2021. ζ) από την 1η.7.2017 ως και την 31η.12.2017, από την 1η.12.2020 ως και τις 15.4.2021. η) από την 1η.1.2018 ως και τις 30.6.2018, από την 1η.12.2020 ως και τις 30.4.2021. θ) από την 1η.7.2018 ως και την 31η.12.2018, από την 1η.12.2020 ως και τις 15.5.2021. ι) από την 1η.1.2019 και μετά, από την 1η.12.2020 ως και τις 31.5.2021. 2. Για υποθέσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφου, αναβάλλονται, μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, σε δικάσιμο μετά από τις 15.6.2021, η αίτηση επαναπροσδιορισμού κατατίθεται από την 1η.12.2020 ως και την 30η.6.2021. Μέσα στην προθεσμία της παρούσας κατατίθεται η αίτηση επαναπροσδιορισμού και για τις υποθέσεις, που ματαιώνονται μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος και επαναφέρονται με κλήση, η οποία προσδιορίζεται σε δικάσιμο μετά από τις 15.6.2021.
Άρθρο 4Ε
Διαβίβαση της αίτησης στην οικεία γραμματεία
Η αίτηση επαναπροσδιορισμού διαβιβάζεται ηλεκτρονικά στη γραμματεία του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση ρύθμισης οφειλών, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ο γραμματέας του δικαστηρίου συντάσσει πράξη κατάθεσης της αίτησης, την οποία και αναρτά στην ηλεκτρονική πλατφόρμα.
Άρθρο 4ΣΤ Επίδοση της αίτησης
1. Η αίτηση μαζί με την πράξη κατάθεσης κοινοποιούνται προς τον αιτούντα και τα υπόλοιπα πρόσωπα του άρθρου 4Β με ηλεκτρονικά μέσα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
2. Πρόσωπα εμπλεκόμενα σε δίκη ρύθμισης οφειλών του παρόντος υπό οποιαδήποτε ιδιότητα έχουν δικαίωμα να εγγραφούν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και να δηλώσουν τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των ιδίων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων ή αντικλήτων τους, στην οποία επιθυμούν τη διενέργεια των επιδόσεων από την 1η.12.2020.
3. Οι επιδόσεις προς πιστωτές, που έχουν την ιδιότητα του τραπεζικού ιδρύματος, της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού φορέα εν γένει, της ασφαλιστικής εταιρείας, του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, του ΟΤΑ α' και β' βαθμού, καθώς και προς τις αρμόδιες για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης ή την Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όταν το Ελληνικό Δημόσιο καλείται ως εγγυητής των προς ρύθμιση οφειλών, ενεργούνται αποκλειστικά με την ηλεκτρονική διαβίβαση της αίτησης και των προσαρτημάτων της στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έχουν δηλώσει.
4. Σε κάθε περίπτωση, ο αιτών μπορεί να ενεργήσει την κοινοποίηση της αίτησης και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 έως 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Για όσα πρόσωπα του άρθρου 4Β δεν δηλώθηκε στην αίτηση επαναπροσδιορισμού διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, η επίδοση διενεργείται υποχρεωτικά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 έως 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Για όσες κοινοποιήσεις ενεργούνται με ηλεκτρονικά μέσα μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης, με χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, εκδίδεται ηλεκτρονικό πιστοποιητικό, το οποίο αναρτάται στην πλατφόρμα και επέχει θέση έκθεσης επίδοσης. Το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση τεκμαίρεται ότι αποκτά πρόσβαση στο περιεχόμενο της αίτησης, που κοινοποιείται ηλεκτρονικά, δέκα (10) το αργότερο εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίησή της, εκτός εάν το πρόσωπο αυτό αποδείξει τη συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας που δεν επέτρεψαν την πρόσβαση στο περιεχόμενο της αίτησης. Οι εκθέσεις για τη διενέργεια των επιδόσεων σύμφωνα με τα άρθρα 122 έως 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναρτώνται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα με επιμέλεια του επισπεύδοντος την επίδοση.
5. Εφόσον η αίτηση επαναπροσδιορισμού δεν έχει κοινοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα ή σύμφωνα με τα άρθρα 122 έως 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα.
6. Εφόσον συντρέχει περίπτωση διενέργειας επίδοσης στην αλλοδαπή, ο χρόνος συντέλεσης αυτής ως προς τον επισπεύδοντα την επίδοση καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007, το άρθρο 136 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις.
Άρθρο 4Ζ Παράλειψη επαναπροσδιορισμού
Αίτηση ρύθμισης οφειλών, για την οποία δεν υποβάλλεται εμπροθέσμως αίτηση επαναπροσδιορισμού, λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα. Προσωρινή διαταγή, η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο αίτησης ρύθμισης οφειλών, για την οποία δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμα αίτηση επαναπροσδιορισμού, καταργείται αυτοδικαίως. Η γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμούσε η αίτηση, χορηγεί σχετική βεβαίωση σε κάθε πιστωτή, που δικαιολογεί έννομο συμφέρον ως προς τη μη υποβολή εμπρόθεσμης αίτησης επαναπροσδιορισμού.
Άρθρο 4Η Κατάθεση προτάσεων
1. Μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού οι διάδικοι καταθέτουν τις προτάσεις και προσκομίζουν τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Στις υποθέσεις που μετέχει το Δημόσιο δια της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.), ως πιστωτής, εφαρμόζεται το άρθρο 46 του ν. 4569/2018 (Α' 179). Μέσα στην προθεσμία της παρούσας κατατίθενται τα αποδεικτικά επίδοσης της αίτησης επαναπροσδιορισμού και της αίτησης ρύθμισης οφειλών ή τα πιστοποιητικά για τη διενέργεια των κοινοποιήσεων μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης με χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Σε όσα δικαστήρια έχουν ενταχθεί στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων για την Πολιτική και Ποινική Διαδικασία (ΟΣΔΔΥ-ΠΠ) μπορεί η κατάθεση να ενεργείται ηλεκτρονικά και ο φάκελος της δικογραφίας να τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή. Στην περίπτωση, κατά την οποία άπαντες οι διάδικοι δεν καταθέσουν καθόλου προτάσεις ή καταθέσουν εκπροθέσμως προτάσεις, η αίτηση λογίζεται, ως μηδέποτε ασκηθείσα.
2. α) Με την επιφύλαξη της περ. γ', ο αιτών προσκομίζει τα ακόλουθα έγγραφα με τις προτάσεις του:
αα) Βεβαίωση υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού, η οποία χορηγείται αυτοματοποιημένα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα.
αβ) Αντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων ή πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., που καλύπτουν διάστημα τριών (3) ετών πριν από τη λήψη του πρώτου χρονικά δανείου, του οποίου ζητείται η ρύθμιση με την αίτηση ρύθμισης οφειλών, καθώς και ολόκληρο το διάστημα μέχρι την κατάθεση των προτάσεων.
αγ) τις εκδοθείσες πράξεις προσδιορισμού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) των τελευταίων πέντε (5) ετών. Η τελευταία εκδοθείσα πράξη προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. πρέπει να συνοδεύεται, κατά περίπτωση, είτε από υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει υποβληθεί δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) μετά από αυτήν είτε από την υποβληθείσα, μετά από την έκδοση της πράξης προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α., δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9). β) Τα έγγραφα των υποπερ. αα' ως και αγ' προσκομίζονται από τον αιτούντα και για τον/την σύζυγό του ή το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, καθώς επίσης και για τα ανήλικα τέκνα του που διαθέτουν περιουσία.
γ) Στον φάκελο της δικογραφίας τίθενται, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου ή του επιμελέστερου των διαδίκων, και όσα έγγραφα είχαν κατατεθεί από τον αιτούντα κατά την κατάθεση της αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 4, καθώς επίσης και όσα έγγραφα έχουν ανακτηθεί με επιμέλεια των πιστωτών ή μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, σύμφωνα με το άρθρο 4Γ.
Άρθρο 4Θ Κατάθεση προσθήκης
Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία αντικρούονται οι προσκομισθείσες αποδείξεις και αντικρούονται ισχυρισμοί, οι οποίοι προβλήθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων. Με την προσθήκη προσκομίζονται νέα αποδεικτικά μέσα και προβάλλονται νέοι ισχυρισμοί, αποκλειστικά για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις ή αφορούν σε αποδεικτικά μέσα που προβλήθηκαν το πρώτον με αυτές. Από την παρέλευση της προθεσμίας κατάθεσης της προσθήκης κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας.
Άρθρο 4Ι Χρόνος προβολής ισχυρισμών
Μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται αποκλειστικά με τις προτάσεις επί ποινή απαραδέκτου. Εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκες δεν λαμβάνονται υπόψη. Στις υποθέσεις με διάδικο το Δημόσιο, ως πιστωτή, εφαρμόζεται το άρθρο 46 του ν. 4569/2018.
Άρθρο 4ΙΑ
Παρέμβαση - Προσεπίκληση - Ανακοίνωση δίκης
H κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση ασκούνται με τις προτάσεις εντός της προθεσμίας του άρθρου 4Η. Η προσεπίκληση ή η ανακοίνωση της δίκης ασκούνται σύμφωνα με το άρθρο 215 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού.
Άρθρο 4ΙΒ Δικάσιμος
1. Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας με πράξη του διευθύνοντος το αρμόδιο ειρηνοδικείο, ορίζεται ειρηνοδίκης για την εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τον κανονισμό του δικαστηρίου. Η ημέρα και η ώρα συζήτησης στο ακροατήριο ορίζονται εντός τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της δεκαπενθήμερης προθεσμίας της παρούσας. Κατ' εξαίρεση, αν ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων, που ανατίθεται σε κάθε δικαστή, καλυφθεί, ο ορισμός του δικαστή και του χρόνου της συζήτησης της υπόθεσης γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο.
2. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η δικάσιμος που ορίσθηκε με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων.
3. Κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν επιτρέπεται. Μετά από τη συζήτηση εκδίδεται η οριστική απόφαση, με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
4. Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας ο ειρηνοδίκης κρίνει ότι η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο ή η παροχή διευκρινίσεων από τους διαδίκους είναι απολύτως αναγκαία, διατάσσει με διάταξη, που κοινοποιείται στους διαδίκους με ηλεκτρονικά μέσα και επέχει θέση κλήτευσης, την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες και όχι μεγαλύτερο από εξήντα (60) ημέρες από τη δημοσίευση της διάταξης. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων ή της παροχής διευκρινίσεων από τους διαδίκους θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την εξέταση των μαρτύρων ή την παροχή διευκρινίσεων, οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν κατατίθενται νέες προτάσεις.
5. Στη διαδικασία του παρόντος δεν εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 115, καθώς και τα άρθρα 745, 749 και 751 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κάθε έλλειψη της δικογραφίας μπορεί να συμπληρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 227 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 4ΙΓ
Επικοινωνία του δικαστηρίου και των διαδίκων
Κάθε επικοινωνία του δικαστηρίου και των διαδίκων κοινοποιείται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις δηλωθείσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων ή των αντικλήτων τους και τίθεται στη δικογραφία με επιμέλεια του γραμματέα ή αναρτάται στον ηλεκτρονικό φάκελο, σε όσες περιπτώσεις η δικογραφία τηρείται ηλεκτρονικά.
Άρθρο 4ΙΔ Έκδοση απόφασης
Η απόφαση εκδίδεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης επαναπροσδιορισμού και μπορεί να αναρτηθεί με επιμέλεια της γραμματείας του οικείου δικαστηρίου και στην ηλεκτρονική πλατφόρμα.
Άρθρο 4ΙΕ Διαμεσολάβηση
Σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, κάθε διάδικος έχει τη δυνατότητα να προσκαλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους, τους πιστωτές ή τον αιτούντα, σε απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση. Η απόπειρα διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 7 και 8 του ν. 4640/2019 (Α' 190). Η πρόσκληση για διαμεσολάβηση δεν αναστέλλει τη διαδικασία ή τις προθεσμίες του παρόντος. Εφόσον ο αιτών και οι πιστωτές καταλήξουν σε συμφωνία, η κατάρτιση πρακτικού διαμεσολάβησης επάγεται αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης ως προς αυτούς. Το πρακτικό τίθεται στη δικογραφία με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.
Άρθρο 4ΙΣΤ Τριτανακοπή
Πιστωτές που δεν προσέλαβαν την ιδιότητα του διαδίκου δικαιούνται να ασκήσουν τριτανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης ή την επικύρωση του πρακτικού. Η συζήτηση της τριτανακοπής προσδιορίζεται εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της. Αναβολή συζήτησης δεν επιτρέπεται.
Άρθρο 4IZ Ένδικα μέσα
Ένδικα μέσα και βοηθήματα που ασκούνται κατά των αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παρόντος, δικάζονται σύμφωνα με τα άρθρα 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Έφεση ασκείται μέσα στην προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 518 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άλλως μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης.
Άρθρο 4ΙΗ
Σχέση με διατάξεις Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και ν. 4640/2019
Τα άρθρα 4Α έως και 4ΙΣΤ κατισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του ν. 4640/2019.
Άρθρο 4ΙΘ Εξουσιοδοτική διάταξη
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα που αφορά στη δημιουργία, τη διαμόρφωση και τον καθορισμό των όρων λειτουργίας της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, τα τεχνικά ζητήματα εφαρμογής των άρθρων 4Β, 4Δ, 4Ε, 4ΣΤ και 4Η, καθώς και κάθε άλλο ειδικό ζήτημα που αφορά στην ηλεκτρονική κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού, τις κοινοποιήσεις της, την ηλεκτρονική τήρηση του φακέλου της δικογραφίας και τη διεκπεραίωσή της με ηλεκτρονικά μέσα.
Άρθρο 4Κ
Με την επιφύλαξη του άρθρου 4Α, υποθέσεις, οι οποίες έχουν προσδιορισθεί για συζήτηση σε δικασίμους μεταγενέστερες της 15ης.6.2021, λογίζονται αυτοδικαίως αποσυρθείσες.»

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

Άρθρο 2
Προϋποθέσεις κτήσης δικηγορικής ιδιότητας - Αυτοδίκαιη απώλεια και αποβολή της ιδιότητας του δικηγόρου - Διορισμός δικηγόρων - Τροποποιήσεις των άρθρων 6, 7 και 23 του ν. 4194/2013

1. Στο άρθρο 6 του ν. 4194/2013 (Α' 208) προστίθεται νέα παρ. 3 και το άρθρο 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 6
Προϋποθέσεις δικηγορικής ιδιότητας - Κωλύματα
Ο δικηγόρος πρέπει:
1. Να είναι Έλληνας πολίτης ή πολίτης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους, που είναι συμβαλλόμενο στη Σύμβαση Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Έλληνας το γένος μπορεί να διορισθεί δικηγόρος μετά από άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από τη διατύπωση γνώμης του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
2. Να είναι κάτοχος πτυχίου Νομικού Τμήματος ή Νομικής Σχολής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου και αντίστοιχου πτυχίου της αλλοδαπής, εφόσον αυτό έχει αναγνωρισθεί από τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.), που προβλέπεται στο άρθρο 1 του ν. 3328/2005 (Α' 80).
3. Κατ' εξαίρεση της παρ. 1, πολίτης τρίτης χώρας, που διαμένει νομίμως στην ημεδαπή, μπορεί να διορισθεί δικηγόρος, εφόσον είναι απόφοιτος Τμήματος Νομικής Ανώτατου
Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στην Ελλάδα με ελάχιστο βαθμό (μέσο όρο) πτυχίου επτά κόμμα πέντε (7,5) και κατέχει Μεταπτυχιακό Τίτλο Σπουδών Τμήματος Νομικής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της ημεδαπής.
4. Να μην έχει καταδικασθεί αμετάκλητα:
α) για κακούργημα,
β) για τα εγκλήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, πλαστογραφίας, νόθευσης, δωροδοκίας, τοκογλυφίας, ψευδορκίας, απάτης και απιστίας.
5. Να μην έχει στερηθεί αμετάκλητα των πολιτικών δικαιωμάτων του. Αποκλείεται ο διορισμός του για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή.
6. Να μην έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική, κατά το άρθρο 1676 του Αστικού Κώδικα. Αποκλείεται ο διορισμός του για όσο χρόνο διαρκεί η συμπαράσταση αυτή.
7. Να μη φέρει την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού.».

2. Στην περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4194/2013 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 7 Αυτοδίκαιη απώλεια και αποβολή της ιδιότητας του δικηγόρου
1. Αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος:
α) Εκείνος που στο πρόσωπο του συντρέχει περίπτωση από αυτές που αποκλείουν τη δυνατότητα διορισμού του ως δικηγόρου κατά τις διατάξεις του Κώδικα. β) Εκείνος που μετά το διορισμό του στερείται για οποιονδήποτε λόγο την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη ή του πολίτη κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 6.
γ) Εκείνος που διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή υπηρεσία δημόσια (πολιτική ή στρατιωτική), δικαστική, δημοτική ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης επιφυλασσομένης της διάταξης του άρθρου 31 του Κώδικα.
δ) Εκείνος που αποκτά την εμπορική ιδιότητα με βάση τον εμπορικό νόμο ή ασκεί έργα ή καθήκοντα διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου, διοικητή, διαχειριστή ή εκπροσώπου σε οποιαδήποτε κεφαλαιουχική ή προσωπική εμπορική επιχείρηση ή κοινοπραξία (εκτός αν στην τελευταία περίπτωση άλλος ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά).
ε) Εκείνος που ασκεί άλλο επάγγελμα, και ιδιαίτερα εμπόρου ή μεσίτη, καθώς και κάθε άλλη εργασία, υπηρεσία ή απασχόληση που δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα.
2. Δικηγόρος, που στο πρόσωπο του συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, υποχρεούται να προβεί σε σχετική δήλωση, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στο σύλλογο που ανήκει και να υποβάλλει την παραίτηση του.
3. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του οικείου δικηγορικού συλλόγου βεβαιώνει την απώλεια της ιδιότητας του δικηγόρου αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε. Η απόφαση αυτή, ανακοινώνεται στον οικείο δικηγορικό σύλλογο και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το κύρος των διαδικαστικών και δικονομικών πράξεων που διενήργησε ο δικηγόρος μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης δεν θίγεται.».

3. Στην περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 4194/2013 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 23 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 23 Διορισμός δικηγόρων
1. Όποιος επιτυγχάνει στις πανελλήνιες εξετάσεις μπορεί να ζητήσει το διορισμό του ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο του Πρωτοδικείου, που εκείνος επιθυμεί, με αίτηση του προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Δεν επιτρέπεται να εγγραφεί σε περισσότερους από ένα Δικηγορικούς Συλλόγους. Ο δικηγόρος υποχρεούται να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου που είναι διορισμένος.
2. Στην αίτηση διορισμού επισυνάπτονται τα ακόλουθα έγγραφα:
α) Πιστοποιητικό γέννησης από την αρμόδια δημοτική αρχή. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι πολίτης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστοποιητικό της αντίστοιχης δημόσιας αρχής. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι Έλληνας το γένος και δεν έχει την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, οφείλει να προσκομίσει σχετική άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης.
β) Πτυχίο Νομικού Τμήματος Νομικής Σχολής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στην Ελλάδα ή πτυχίο Νομικού Τμήματος Νομικής Σχολής από αναγνωρισμένη πανεπιστημιακή σχολή κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου συμβαλλόμενου κράτους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Πολίτες τρίτης χώρας, οι οποίοι είναι απόφοιτοι των Τμημάτων των Νομικών Σχολών της ημεδαπής, υποβάλλουν υποχρεωτικά αντίγραφο προπτυχιακού τίτλου σπουδών με ελάχιστο βαθμό (μέσο όρο) πτυχίου επτά κόμμα πέντε (7,5), καθώς και αντίγραφο μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών τμήματος Νομικής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στην Ελλάδα.
γ) Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου, από το οποίο βεβαιώνεται ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 6 του Κώδικα. δ) Διπλότυπο του αρμόδιου Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης.
ε) Υπεύθυνη δήλωση της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 και της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2690/1999 ότι δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις των άρθρων 6 και 7 του Κώδικα.
3. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης εκδίδει τη σχετική απόφαση διορισμού, που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Η ευθύνη κοινοποίησης της πράξης αυτής, όπου απαιτείται, ανήκει στον ενδιαφερόμενο.».

Άρθρο 3
Αύξηση χρόνου άσκησης δικηγόρων στα δικαστήρια - Τροποποίηση του άρθρου 13 του ν. 4194/2013

Το άρθρο 13 του ν. 4194/2013 (Α΄ 208) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 13
Διάρκεια της άσκησης και περιεχόμενο
1. Η άσκηση διαρκεί δεκαοκτώ (18) μήνες.
2. Η άσκηση γίνεται σε δικηγόρο με δικαίωμα παράστασης στον Άρειο Πάγο ή στο Εφετείο, καθώς και σε δικηγορικές εταιρείες, στις οποίες συμμετέχουν δικηγόροι με την προηγούμενη ικανότητα παράστασης. Κατ' εξαίρεση, σε Δικηγορικούς Συλλόγους που δεν εδρεύουν στην έδρα Εφετείων, η άσκηση μπορεί να γίνει και σε δικηγόρο με δικαίωμα παράστασης στο Πρωτοδικείο, ο οποίος έχει υπηρεσία τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Κάθε δικηγόρος δεν μπορεί να απασχολεί περισσότερους από τρεις (3) ασκούμενους δικηγόρους. Στις δικηγορικές εταιρείες επιτρέπεται η απασχόληση τριών (3) ασκουμένων δικηγόρων από κάθε δικηγόρο - εταίρο.
3. α) Η άσκηση επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί και στην κεντρική υπηρεσία ή σε γραφείο νομικού συμβούλου ή σε δικαστικό γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται ο αριθμός και η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων που πραγματοποιούν άσκηση σε υπηρεσία ή γραφείο της περ. α'.
γ) Με απόφαση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τοποθετούνται οι ασκούμενοι δικηγόροι προκειμένου να πραγματοποιήσουν άσκηση σε υπηρεσία ή σε γραφείο της περ. α' και ανατίθενται καθήκοντα σε αυτούς.
4. α) Άσκηση επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί και σε νομική υπηρεσία δημόσιας υπηρεσίας, ανεξάρτητης αρχής και οργανισμού, καθώς και σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.
β) Η άσκηση σε υπηρεσία, αρχή, οργανισμό και νομικό πρόσωπο της περ. α' διαρκεί μέχρι δώδεκα (12) μήνες και τη βεβαίωση άσκησης χορηγεί ο προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας ή του νομικού γραφείου ή ο νομικός σύμβουλος.
γ) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται ο αριθμός και η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων που πραγματοποιούν άσκηση σε υπηρεσία, αρχή, οργανισμό και νομικά πρόσωπα της περ. α'.
5. α) Η άσκηση επιτρέπεται να γίνει, ολικά ή μερικά, στις υπηρεσίες των Δικηγορικών Συλλόγων και στην ειδική νομική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η σχετική δε αμοιβή των ασκουμένων βαρύνει τους οικείους φορείς. Τη βεβαίωση άσκησης χορηγεί ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου ή ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αντίστοιχα.
β) Ο αριθμός των ασκουμένων, η επιλογή τους, ο χρόνος, ο τόπος, η αμοιβή, καθώς και οι λοιπές συνθήκες άσκησης των ασκουμένων δικηγόρων της περ. α) καθορίζονται, αντίστοιχα, από το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου ή με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
6. α) Μέρος της άσκησης, διάρκειας έως δώδεκα (12) μηνών, μπορεί να πραγματοποιηθεί στη γραμματεία του πολιτικού και διοικητικού εφετείου ή πρωτοδικείου ή της αντίστοιχης εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο έχει εγγραφεί ο ασκούμενος.
β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται ο συνολικός αριθμός, η κατανομή των ασκούμενων δικηγόρων στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, η διαδικασία, ο τρόπος επιλογής, ο καθορισμός της έναρξης, ο ακριβής χρόνος άσκησης, η εξειδίκευση των καθηκόντων που επιτελούν οι ασκούμενοι, η αμοιβή και ο τρόπος καταβολής της, καθώς και κάθε ειδικότερο ζήτημα σχετικά με την πραγματοποίηση της άσκησης.
γ) Με απόφαση των οργάνων διοίκησης του πρωτοδικείου, του εφετείου, της εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου, έπειτα από γνώμη του οικείου δικηγορικού συλλόγου, καθορίζεται η ειδικότερη τοποθέτηση των ασκούμενων δικηγόρων ανά πολιτικό ή διοικητικό εφετείο, πρωτοδικείο, εισαγγελία ή ειρηνοδικείο.
7. α) Μέρος της άσκησης, διάρκειας έως δώδεκα (12) μηνών, μπορεί να πραγματοποιηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο, στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται ο αριθμός των ασκούμενων δικηγόρων, η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής τους, ο καθορισμός έναρξης και λήξης της περιόδου άσκησης, η αμοιβή και ο τρόπος καταβολής της, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα σχετικά με την άσκηση στα δικαστήρια της περ. α'. γ) Με απόφαση του Προέδρου ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση, επιλέγονται και κατανέμονται οι ασκούμενοι δικηγόροι στα δικαστήρια της περ. α'.
8. Κατόπιν Πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου του Αρείου Πάγου, του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των οργάνων διοίκησης του εφετείου, του πρωτοδικείου, της εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου, δύναται ασκούμενοι δικηγόροι οι οποίοι ήδη ασκούνται στα ως άνω δικαστήρια ή εισαγγελίες, αντιστοίχως, να διατίθενται σε δικαστή, κτηματολογικό δικαστή, εισαγγελέα ή ειρηνοδίκη, προκειμένου να τους επικουρούν στα καθήκοντα τους, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην ίδια ανωτέρω Πράξη.
9. Σε περίπτωση αδυναμίας του ενδιαφερόμενου να βρει θέση για την άσκηση του, μεριμνά σχετικά ο Πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου
10. Επιτρέπεται, με αίτηση του ενδιαφερόμενου, η μετεγγραφή του ασκούμενου από το μητρώο ασκουμένων ενός δικηγορικού συλλόγου στο μητρώο ασκουμένων άλλου δικηγορικού συλλόγου.
11. Η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων καθορίζεται με διάταξη τυπικού νόμου, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με τις πιο πάνω διατάξεις».

Άρθρο 4
Ειδικές προϋποθέσεις εγγραφής στο Μητρώο ασκουμένων - Τροποποίηση του άρθρου 15 του ν. 4194/2013

Το άρθρο 15 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται ως εξής:
«ΤΜΗΜΑ Β' ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΩΝ ΤΙΤΛΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΤΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΤΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ
Άρθρο 15
Ειδικές προϋποθέσεις
1. Πτυχιούχοι ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής μπορούν να πραγματοποιούν άσκηση στην Ελλάδα, εφόσον:
α) είναι πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου συμβαλλόμενου κράτους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,
β) είναι κάτοχοι πτυχίου Νομικής Σχολής των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων των κρατών της περ. α', σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 6.
1α. Για το αίτημα εγγραφής στο Μητρώο ασκουμένων αποφαίνεται Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Η Επιτροπή αποτελείται από τους Προέδρους των δικηγορικών συλλόγων ως εξής: α) Αθηνών, ως πρόεδρο, β) Θεσσαλονίκης,
γ) Πειραιώς ή τους αναπληρωτές τους και
δ) έναν Πρόεδρο άλλου δικηγορικού συλλόγου ή τον αναπληρωτή του.
1β. Η Επιτροπή της παρ. 1α συγκροτείται στην πρώτη συνεδρίαση της Ολομέλειας των Προέδρων των δικηγορικών συλλόγων, που συγκαλείται μετά τις αρχαιρεσίες για ανάδειξη των προεδρείων των συλλόγων και η θητεία της διαρκεί μέχρι τη λήξη της θητείας των μελών της. Ως πέμπτο μέλος μετέχει στην Επιτροπή ο Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, ή το οριζόμενο από αυτόν μέλος του συλλόγου, ως πέμπτο
μέλος.
1γ. Αν ο αιτών επιθυμεί να εγγραφεί σε σύλλογο, ο πρόεδρος του οποίου μετέχει στην προαναφερόμενη Επιτροπή, τότε ως πέμπτο μέλος ορίζεται με απόφαση του Προέδρου του συλλόγου αυτού, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, με τον αναπληρωτή του. Η Επιτροπή συνεδριάζει τέσσερις (4) τουλάχιστον φορές ετησίως.
1δ. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των περ. α' και β' της παρ. 1, η Επιτροπή διερευνά αν τα εν γένει προσόντα του ενδιαφερομένου είναι αντίστοιχα προς εκείνα που απαιτούνται για την εγγραφή πτυχιούχου νομικού τμήματος ή νομικής σχολής ως ασκούμενου. Κατά την κρίση της αυτή λαμβάνονται υπόψη οι τίτλοι σπουδών του υποψηφίου, τα γνωστικά αντικείμενα τα οποία έχει διδαχθεί, τα δικαιολογητικά που προσκομίζει και η εν γένει εμπειρία του σε εργασίες νομικής φύσεως. Λαμβάνονται επίσης, υπόψη οι διαφορές των ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων. Σε περίπτωση διαπίστωσης μη αντιστοιχίας των επαγγελματικών προσόντων, η Επιτροπή Αξιολόγησης προσδιορίζει σε ποια γνωστικά αντικείμενα του ελληνικού δικαίου διαπιστώνεται αυτή, καθορίζει τα προς εξέταση μαθήματα και παραπέμπει τον φάκελο του αιτούντος στην Επιτροπή του άρθρου 16.
2. Τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές της παρ. 1 πρέπει να πληρούν και όσοι επιθυμούν να ασκηθούν στην Ελλάδα και έχουν ήδη εγγραφεί ως ασκούμενοι δικηγόροι στα Μητρώα δικηγορικού Συλλόγου κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Το σχετικό αίτημα εξετάζεται από την Επιτροπή Αξιολόγησης κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενα.
3. Πτυχιούχοι Νομικών Σχολών ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κρατών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, των οποίων το πτυχίο έχει αναγνωριστεί από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ως ισότιμο και αντίστοιχο με το απονεμόμενο από τις Νομικές Σχολές των ημεδαπών ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 6, συμμετέχουν σε δοκιμασία επάρκειας, που πιστοποιεί ότι οι γνώσεις και τα προσόντα τους αντιστοιχούν στις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτούνται από τον παρόντα για την απόκτηση της ιδιότητας του ασκούμενου δικηγόρου. Με τη δοκιμασία επάρκειας πιστοποιείται η γνώση του ημεδαπού δικαίου, όπως αυτή πιστοποιείται με το πτυχίο Νομικού Τμήματος ή Νομικής Σχολής ημεδαπού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος.».

Άρθρο 5
Συγκρότηση Μόνιμης Επιτροπής Δοκιμασίας Επάρκειας - Τροποποίηση του άρθρου 16 του ν. 4194/2013

Η παρ. 2 του άρθρου 16 και η παρ. 3Α του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίστανται και το άρθρο 16 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 16 Μόνιμη Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας 1. Στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών συνιστάται πενταμελής Μόνιμη Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. «2. α) Η Επιτροπή της παρ. 1 ορίζεται για τρία (3) έτη, εδρεύει στην Αθήνα και λειτουργεί στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και αποτελείται από:
αα) τον Κοσμήτορα ή τον Πρόεδρο του Νομικού Τμήματος Νομικών Σχολών της χώρας ή τον αναπληρωτή του, ως Πρόεδρο,
αβ) έναν καθηγητή Νομικού Τμήματος ή Νομικής Σχολής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ή τον αναπληρωτή του, ως μέλος,
αγ) έναν δικηγόρο δεκαπενταετούς τουλάχιστον υπηρεσίας ή τον αναπληρωτή του, ως μέλος και
αδ) τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ή τους αναπληρωτές τους ως μέλη. β) Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, πτυχιούχος νομικής ή έμμισθος δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Στην Επιτροπή παρέχεται υποστήριξη και υλικοτεχνική υποδομή από τις υπηρεσίες του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.».
3. Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια και για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων, σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα 122/2010 (Α' 200), και αφορά στον πολίτη κράτους - μέλους της Ε.Ε., ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ελλάδα, έχοντας αποκτήσει τα επαγγελματικά του προσόντα σε άλλο κράτος - μέλος. 3α. Σε περίπτωση διαπίστωσης μη αντιστοιχίας των επαγγελματικών προσόντων των αιτούντων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 15, η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη διενέργεια της δοκιμασίας, με την οποία οι αιτούντες αποδεικνύουν τη γνώση τους. Προς τούτο παρέχεται σ' αυτούς το δικαίωμα συμμετοχής στη δοκιμασία επάρκειας του άρθρου 17 μόνον ως προς εκείνα τα γνωστικά αντικείμενα, για τα οποία έχει διαπιστωθεί έλλειψη αντιστοιχίας από την Επιτροπή Αξιολόγησης του άρθρου 15.».

Άρθρο 6
Καταβολή ποσού υπέρ της συμμετοχής στον διαγωνισμό υποψήφιων δικηγόρων - Τροποποίηση του άρθρου 18 του ν. 4194/2013

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται και το άρθρο 18 διαμορφώνεται ως εξής:
«ΤΜΗΜΑ Γ'
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
Άρθρο 18 Συμμετοχή στο διαγωνισμό
1. Δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό υποψήφιων δικηγόρων έχει ο ασκούμενος δικηγόρος που συμπλήρωσε το νόμιμο χρόνο άσκησης.
2. Δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό όσοι κωλύονται να διορισθούν δικηγόροι ή συντρέχει στο πρόσωπό τους ασυμβίβαστη ιδιότητα.
3. Κάθε ασκούμενος δικηγόρος εξετάζεται στην έδρα της αρμόδιας εφετειακής επιτροπής.
4. Ο ασκούμενος δικηγόρος υποχρεούται να συμμετάσχει στον επόμενο ή μεθεπόμενο διαγωνισμό υποψήφιων δικηγόρων, μετά τη συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου άσκησης. Ο ασκούμενος δικηγόρος που δεν συμμετείχε στον παραπάνω διαγωνισμό, μπορεί με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου στο οποίο υπάγεται, να γίνει δεκτός και σε μεταγενέστερο διαγωνισμό, εφόσον επικαλείται και αποδεικνύει την ύπαρξη σοβαρού λόγου που δικαιολογεί τη μη συμμετοχή του στον προηγούμενο.
5. Για τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό ο ασκούμενος δικηγόρος υποβάλλει αίτηση σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού. Η αίτηση συνοδεύεται από απόδειξη καταβολής ποσού υπέρ της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος προς κάλυψη δαπανών διενέργειας του διαγωνισμού, το ύψος του οποίου καθορίζεται με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της.».

Άρθρο 7
Ευθύνη και εποπτεία διαγωνισμού υποψήφιων δικηγόρων - Τροποποίηση του άρθρου 19 του ν. 4194/2013

Στο άρθρο 19 του ν. 4194/2013 (Α' 208) η φράση «με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης» αντικαθίσταται από τη φράση «με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος» σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρεται, στο τέλος της παρ. 1 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, η παρ. 3 αναδιαρθρώνεται και το άρθρο 19 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 19 Μορφή και διαδικασία του διαγωνισμού
Ο διαγωνισμός των υποψήφιων δικηγόρων είναι πανελλήνιος και διεξάγεται ταυτόχρονα σε όλες τις έδρες των εφετειακών επιτροπών. Την κεντρική ευθύνη και εποπτεία για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού έχει η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας.
Ο διαγωνισμός διενεργείται δύο (2) φορές τον χρόνο τους μήνες Απρίλιο και Οκτώβριο. Ο διαγωνισμός προκηρύσσεται με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Ελλάδας, σαράντα (40) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής του.
Η εξέταση είναι γραπτή και κατά τη διάρκειά της επιτρέπεται η χρήση κειμένων νομοθετημάτων, χωρίς σχολιασμό ή σημειώσεις. Στους υποψήφιους δίδονται πρακτικά θέματα με περισσότερα ερωτήματα στους κλάδους:
α) Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, β) Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, γ) Εμπορικού Δικαίου,
δ) Δημοσίου Δικαίου, Διοικητικής Διαδικασίας και Διοικητικής Δικονομίας και ε) Κώδικα Δικηγόρων και Κώδικα Δεοντολογίας.
Κατά τη διενέργεια του διαγωνισμού λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για την αντικειμενικότητα και το αδιάβλητο των εξετάσεων και των αποτελεσμάτων. Δίδεται ξεχωριστή προσοχή στην αποτελεσματική κάλυψη των στοιχείων ταυτότητας των εξεταζομένων, ώστε αυτά να μην είναι γνωστά κατά τη βαθμολόγηση.
Με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στην προκήρυξη του διαγωνισμού, τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη συμμετοχή σ' αυτόν, τον τρόπο ελέγχου των προϋποθέσεων συμμετοχής, τη λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, των Οργανωτικών Επιτροπών και των Ομάδων Βαθμολόγησης, που προβλέπονται στις παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 20, αντίστοιχα, την τήρηση της ευταξίας κατά την εξέταση, τη βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων, τη σύνταξη των πινάκων επιτυχόντων και αποτυχόντων και καθορίζονται, εν γένει, οι αναγκαίες διαδικασίες και εγγυήσεις με σκοπό την ομαλή και αδιάβλητη διεξαγωγή του διαγωνισμού.».

Άρθρο 8
Επιτροπές Εξετάσεων - Τροποποίηση του άρθρου 20 του ν. 4194/2013

Το άρθρο 20 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 20 Επιτροπές Εξετάσεων
1. Για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού κάθε περιόδου συγκροτούνται οι ακόλουθες επιτροπές: α) Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων με έδρα την Αθήνα. Η επιτροπή της παρούσας αποτελείται από έναν Αρεοπαγίτη ως πρόεδρο, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, έναν Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έναν Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος ορίζεται μαζί με τον νόμιμο αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, και τρία (3) μέλη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας, που ορίζονται από τη Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας. Έκαστος εκ των Προέδρων μπορεί να ορίσει ως αναπληρωτή του δικηγόρο παρ' Αρείω Πάγω, με δεκαπενταετή τουλάχιστον άσκηση της δικηγορίας, μέλος του Δικηγορικού του Συλλόγου. Η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων έχει την ευθύνη της επιλογής των θεμάτων στα εξεταζόμενα μαθήματα και της ασφαλούς μετάδοσής τους προς τα εξεταστικά κέντρα, κατά τρόπο που εξασφαλίζει το αδιάβλητο του διαγωνισμού.
β) Οργανωτικές Επιτροπές σε κάθε έδρα Εφετείων πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, οι οποίες είναι τριμελείς και αποτελούνται από μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων που υπάγονται στο οικείο Εφετείο. Οι Οργανωτικές Επιτροπές ελέγχουν τα δικαιολογητικά έγγραφα του υποψήφιου, αποκλείουν από τον διαγωνισμό τον υποψήφιο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις, ορίζουν επαρκή αριθμό επιτηρητών, οι οποίοι μπορεί να είναι δικηγόροι ή υπάλληλοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων, και έχουν γενικά την ευθύνη διεξαγωγής του διαγωνισμού στο οικείο Εφετείο. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του Εφετείου ορίζονται οι Οργανωτικές Επιτροπές της παρούσας, με τους αναπληρωτές τους. γ) Οργανωτικές Επιτροπές που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα εξεταστικά κέντρα, τα οποία μπορεί να ορίζονται με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής σε αριθμό μικρότερο από αυτόν των υφιστάμενων Εφετείων, σύμφωνα με την περ. β', ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν από τον αριθμό των υποψηφίων.
δ) Ομάδες Βαθμολόγησης στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ανάλογα με τον αριθμό των υποψηφίων, οι οποίες αποτελούνται από έναν εφέτη Πολιτικών Δικαστηρίων ή έναν εφέτη Διοικητικών δικαστηρίων ή έναν Αντεισαγγελέα εφετών, για τη βαθμολόγηση των πρακτικών θεμάτων στους αντίστοιχους κλάδους δικαίου, και δύο (2) δικηγόρους παρ' Αρείω Πάγω, με δεκαπενταετή τουλάχιστον άσκηση της δικηγορίας, που ορίζονται με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής. Με απόφαση του Προϊσταμένου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του οικείου Δικαστηρίου ή του Διευθύνοντος την οικεία Εισαγγελία αντίστοιχα ορίζονται οι ομάδες βαθμολόγησης της παρούσας. Οι βαθμολογητές δεν πρέπει να έχουν την ιδιότητα αιρετού εκπροσώπου δικηγορικού συλλόγου. Οι Ομάδες Βαθμολόγησης έχουν την ευθύνη της βαθμολόγησης των γραπτών δοκιμίων των υποψήφιων και ο αριθμός τους καθορίζεται με την προκήρυξη του διαγωνισμού. Με όμοια απόφαση καθορίζεται ο τόπος βαθμολόγησης των γραπτών των υποψηφίων εκάστου Εφετείου και μπορεί να ορίζονται Ομάδες Βαθμολόγησης και σε άλλες πόλεις, όπου εδρεύει Εφετείο πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται η αποζημίωση των μελών της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, των Οργανωτικών Επιτροπών των Εφετείων και των Ομάδων Βαθμολόγησης.».

Άρθρο 9
Διορισμός διακριθέντων αθλητών - Τροποποίηση του άρθρου 27 του ν. 4194/2013

Το άρθρο 27 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 27 Επαναδιορισμός Δικηγόρου 1. Δικηγόρος, που παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα, δύναται να επαναδιορισθεί, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) χρόνια από την παραίτηση του ή και μετά την πάροδο της πενταετίας υπό την προϋπόθεση ότι ασκούσε καθήκοντα συναφή με τη νομική επιστήμη και πρακτική.
Δεν επιτρέπεται επαναδιορισμός δικηγόρου που απώλεσε τη δικηγορική ιδιότητα λόγω καταδίκης του από ποινικό δικαστήριο για τα αδικήματα του άρθρου 6 του Κώδικα ή στον οποίο έχει επιβληθεί ποινή οριστικής παύσης από το ανώτατο πειθαρχικό. Οι εξερχόμενοι από την υπηρεσία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, εκτός από εκείνους που απολύονται εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος ή λόγω πνευματικής ανικανότητας, μπορούν να διορίζονται δικηγόροι, εντός ευλόγου χρόνου από την αποχώρηση τους από την υπηρεσία, εφόσον δεν συντρέχει κώλυμα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του παρόντος. Σε περίπτωση ανάληψης, εντός του χρόνου αυτού, δημοσίων καθηκόντων τα οποία συνεπάγονται την αναστολή άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, ο εύλογος χρόνος τρέχει από τον χρόνο λήξης της άσκησής τους. Οι ανωτέρω δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί διορίζονται ως δικηγόροι παρά πρωτοδίκαις, παρ' εφέταις ή παρ' Αρείω Πάγω, με βάση τα έτη που υπηρέτησαν, σε οποιαδήποτε βαθμίδα, και ανάλογα με τα προσόντα που απαιτούνται για την προαγωγή του δικηγόρου.
2. Δημόσιοι διοικητικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί υπάλληλοι, υπάλληλοι των σωμάτων ασφαλείας, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι είχαν αποκτήσει προηγουμένως την ιδιότητα του δικηγόρου, μπορούν να ζητήσουν να διοριστούν εκ νέου ως δικηγόροι μέσα σε πέντε (5) έτη από την παραίτησή τους. Ο εκ νέου διορισμός και μετά από την πάροδο της πενταετίας είναι δυνατός, εφόσον ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι ασκούσε καθήκοντα συναφή με τη νομική επιστήμη και πρακτική, όπως προκύπτει από τον οργανισμό της υπηρεσίας ή του νομικού προσώπου, ή το καθηκοντολόγιο ή το πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών. Στην περίπτωση επαναδιορισμού μετά την πάροδο πενταετίας από την παραίτηση, απαγορεύεται για μία πενταετία η άσκηση δικηγορίας στην Εφετειακή Περιφέρεια όπου είχε την έδρα της η υπηρεσία όπου υπηρετούσε ο επαναδιορισθείς την τελευταία πενταετία.
3. Συμβολαιογράφος που επαναδιορίζεται ως δικηγόρος μέσα σε οκτώ (8) έτη από την παραίτησή του, απαγορεύεται για μία πενταετία να ασκεί δικηγορία στην Εφετειακή Περιφέρεια όπου είχε την έδρα της η υπηρεσία όπου υπηρετούσε ο επαναδιορισθείς την τελευταία πενταετία.
4. Οι Ολυμπιονίκες και οι Παραολυμπιονίκες που είχαν την ιδιότητα του δικηγόρου κατά τον διορισμό τους, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 (Α' 121), μπορούν, μέσα σε πέντε (5) έτη από την αποχώρησή τους από την υπηρεσία στην οποία υπηρετούσαν, να επαναδιορισθούν ως δικηγόροι, εφόσον δεν έχουν απολυθεί εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος ή λόγω πνευματικής ανικανότητας και δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους κώλυμα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6.».

Άρθρο 10
Έργο του δικηγόρου και διαμεσολάβηση - Υποστήριξη Κτηματολογίου από Δικηγόρους - Τροποποίηση του άρθρου 36 του ν. 4194/2013

Στην παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4194/2013 (Α' 208) προστίθεται νέα περ. στ' και το άρθρο 36 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 36 Περιγραφή του έργου του δικηγόρου 1. Αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι η αντιπροσώπευση και η υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας,
στα δικαστήρια, τις υπηρεσίες και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα διεθνή δικαστήρια, στα πειθαρχικά και υπηρεσιακά συμβούλια, η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η παροχή νομικών συμβουλών προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η σύνταξη γνωμοδοτήσεων προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο και αρχή. Στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας. Η παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων με ή δια δικηγόρου είναι υποχρεωτική για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο. 2. Ομοίως, στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνονται:
α) Η έρευνα των βιβλίων των υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, καθώς και η σύνταξη των σχετικών εγγράφων ελέγχου τίτλων. Η αίτηση και η λήψη των πιστοποιητικών και αντιγράφων δεν απαιτούν παράσταση ή διαμεσολάβηση δικηγόρου. β) Η έκδοση βεβαιώσεων που αφορούν στη μεταγραφή, την ιδιοκτησία, τα βάρη και τις διεκδικήσεις επί ακινήτων, που υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα εμμίσθου υποθηκοφυλακείου. Οι βεβαιώσεις της παρούσας επέχουν, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, θέση πιστοποιητικού μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών ή διεκδικήσεων, αντίστοιχα, ισόκυρου προς εκείνο που εκδίδεται από το αρμόδιο υποθηκοφυλακείο. Οι ισχύουσες διατάξεις για τη δυνατότητα έκδοσης πιστοποιητικών από τα υποθηκοφυλακεία και τα κτηματολογικά γραφεία δεν θίγονται.
γ) Η έκδοση επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων. Τα αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων.
δ) Η μετάφραση εγγράφων που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, καθώς και η μετάφραση ελληνικών εγγράφων σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. Η μετάφραση έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, εφόσον συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και ο δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετάφρασε.
ε) Η βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα του, όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς και σε κάθε άλλη ειδική διάταξη.
στ) Ο έλεγχος εγγραπτέων πράξεων και η νομική υποστήριξη συναλλασσομένων κατά τις συναλλαγές με τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία που λειτουργούν μεταβατικά ως Κτηματολογικά Γραφεία κατά το άρθρο 23 του ν. 2664/1998 (Α' 275), τη λειτουργία των οποίων υποστηρίζει ο Φορέας ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ, ή με τα Κτηματολογικά Γραφεία και Υποκαταστήματα αρμοδιότητας του Φορέα που συστήνονται κατά τον ν. 4512/2018 (Α' 5) για το διάστημα μέχρι τη συγκρότηση των νομικών τμημάτων που προβλέπονται για τα Κτηματολογικά Γραφεία. Οι υπηρεσίες παρέχονται στον Φορέα ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ στο πλαίσιο προγραμματικής σύμβασης του Φορέα ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ και του οικείου δικηγορικού συλλόγου, στην οποία καθορίζονται, μεταξύ άλλων, ο τρόπος ανάθεσης και εκτέλεσης των εργασιών και ο τρόπος επιλογής των δικηγόρων και καθορισμού της αμοιβής τους από τον Φορέα ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ».

Άρθρο 11
Διανομή κερδών στους εταίρους των δικηγορικών εταιρειών - Τροποποίηση του άρθρου 54 του ν. 4194/2013

Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 4194/2013 (Α' 208) προστίθενται δύο (2) εδάφια και το άρθρο 54 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 54 Δικαιώματα - Διανομή εσόδων - Ευθύνη των Εταίρων Διαφορές μεταξύ των Εταίρων - Σχέσεις με εντολείς
1. Κάθε Εταίρος έχει δικαίωμα να πληροφορείται αυτοπροσώπως για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα σχετικά με τη διαχείριση. Αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.
2. Η ετήσια διανομή καθαρών εσόδων γίνεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από το κλείσιμο της διαχειριστικής περιόδου, όπως ορίζεται στο Καταστατικό.
3. Οι Εταίροι μετέχουν στα κέρδη και τις ζημίες της Εταιρείας με βάση τα ποσοστά των μεριδίων τους. Το Καταστατικό δύναται να προβλέπει διαφορετική μέθοδο διανομής των κερδών, καθώς και την καταβολή εκτάκτων αμοιβών για τους Εταίρους, που θα επιδεικνύουν ιδιαίτερη δραστηριότητα, ζήλο, απόδοση και συνεργασία. Κατά τα ποσά αυτά μειώνονται ανάλογα τα έσοδα των λοιπών Εταίρων. Με απόφαση του διαχειριστή, η οποία λαμβάνεται εντός της χρήσης, είναι δυνατή η διανομή προσωρινών καθαρών εσόδων (κερδών) στους εταίρους, με την προϋπόθεση ότι καταρτίζεται σχετική προσωρινή κατάσταση αποτελεσμάτων, από την οποία προκύπτει ότι υφίστανται τα προς τούτο αναγκαία ποσά. Το ποσό που διανέμεται δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των κερδών που προκύπτει με βάση την ετήσια διανομή καθαρών εσόδων της παρ. 2.
4. Ο Εταίρος που δεν είναι διαχειριστής, ευθύνεται έναντι των λοιπών Εταίρων και της Εταιρείας μόνο για την επιμέλεια που επιδεικνύει στις δικές του υποθέσεις, όπως αυτή οριοθετείται, ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 746 του Αστικού Κώδικα.
5. Η Εταιρεία ευθύνεται έναντι τρίτων, κατά τις διατάξεις για την ευθύνη των δικηγόρων, για πράξεις ή παραλείψεις των Εταίρων ή συνεργατών δικηγόρων, εφόσον αυτές έγιναν κατά τη διαχείριση ή την αντιπροσώπευση της Εταιρείας. Ο υπαίτιος για την πράξη ή παράλειψη Εταίρος ευθύνεται σε ολόκληρο.
6. Η Εταιρεία έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του υπαιτίου Εταίρου κατά το ποσό που η Εταιρεία θα ικανοποιήσει τον τρίτο. Στην περίπτωση που η Εταιρεία έχει ασφαλιστεί για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων, δικαίωμα αναγωγής κατά του υπαιτίου εταίρου έχει η Εταιρεία μόνο για το ποσό που δεν καλύφθηκε από την ασφαλιστική Εταιρεία και την ασφαλιστική αποζημίωση.
7. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου ή του Καταστατικού της Εταιρείας είτε μεταξύ των Εταίρων είτε μεταξύ αυτών και της Εταιρείας, επιλύεται από τη διαιτησία του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου μετά από προσφυγή εκείνου ή εκείνων που έχουν έννομο συμφέρον, μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών (3) μηνών από τη γέννηση της διαφοράς. Οι διαιτητές ορίζονται για τρία (3) χρόνια από το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Συνεχίζουν πάντως την άσκηση των καθηκόντων τους για όσες υποθέσεις έχουν αναλάβει κατά τη διάρκεια της θητείας τους.».

Άρθρο 12
Ρυθμίσεις για την έκδοση γραμματίου προείσπραξης - Τροποποίηση του άρθρου 61 του ν. 4194/2013

Η παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 4194/2013 αντικαθίσταται και το άρθρο 61 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 61 Προκαταβολή εισφορών-κρατήσεων
1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης, το στάδιο της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης ή δικαστικής μεσολάβησης ή της διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι διαδικασίες παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή έκδοσης δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III, οι οποίες προορίζονται για:
α) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου,
β) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ),
γ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας - Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και
δ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/ 2001 (Α' 109), όπου ισχύει.»
2. Οι εισφορές αυτές είναι πάγια ποσά για κάθε διαδικαστική πράξη ή παράσταση δικηγόρου, όπως καθορίζονται στο Παράρτημα III. Τα ποσά αυτά αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος. Η απόφαση αυτή μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης. Τα ποσά αυτά μπορούν να αναπροσαρμόζονται ιδίως σε περίπτωση αύξησης των αμοιβών του Παραρτήματος Ι ή όταν έχει προηγηθεί σχετική αναλογιστική μελέτη για τη βιωσιμότητα των φορέων υπέρ των οποίων γίνονται οι εισφορές. Με την ίδια διαδικασία μπορούν να προβλέπονται νέες εισφορές υπέρ ταμείων ή λογαριασμών αλληλοβοήθειας και ενίσχυσης δικηγόρων, καθώς και το ύψος των αντίστοιχων ποσών ανά δικαστική ή εξώδικη ενέργεια. Πλέον των πάγιων ποσών των εισφορών, τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, τα οποία εκδίδονται από τους Δικηγορικούς Συλλόγους που συμμετέχουν στο Πληροφοριακό Σύστημα «Αλληλεπιδραστικές Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες Προδικασίας - On line
Εξυπηρέτηση Δικηγόρων, Δικαστών και Πολιτών» (portal olomeleia.gr), επιβαρύνονται με πάγιο ποσό ύψους 0,40 ευρώ ανά γραμμάτιο για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του πληροφοριακού αυτού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συντήρησής του. Το ποσό αυτό, που αποτελεί το ανώτατο ύψος επιβάρυνσης, μπορεί να μειώνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση μπορεί να καθορίζονται κατηγορίες διαφορών και διαδικασιών, για τις οποίες το ανωτέρω ποσό μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το προβλεπόμενο ύψος της αξίας του γραμματίου προκαταβολής, καθώς και να καθορίζεται και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με τη διαχείριση, τη διάθεση και την αξιοποίηση του πόρου αυτού.
3. Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι όταν παρέχουν υπηρεσίες στους εαυτούς τους, καθώς και όταν εκπροσωπούν:
α) διαδίκους που αναγνωρίζονται ότι δικαιούνται του ευεργετήματος πενίας, σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 204 του Κ.Πολ.Δ., ή δικαιούχους νομικής βοήθειας σύμφωνα με το ν. 3226/2004 (Α' 24),
β) διαδίκους που εμπίπτουν στην παρ. 2 του άρθρου 82 και στην περ. θ' της παρ. 1 του άρθρου 95 του Κώδικα, γ) το Δημόσιο,
δ) τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με σύμβαση πάγιας αντιμισθίας. Η συνδρομή των περ. β', γ' και δ' αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου. Σε κάθε άλλη περίπτωση που ο δικηγόρος συνδέεται με τον εντολέα του με σύμβαση πάγιας αντιμισθίας, η οποία έχει γνωστοποιηθεί στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, η υποχρέωση προκαταβολής της παρ. 1 βαρύνει τον διάδικο, για την καταβολή όμως του ποσού ευθύνεται εις ολόκληρον και ο δικηγόρος.
4. α) Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτησή τους ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παρ. 1, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Στην τακτική διαδικασία, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο δικηγόρος οφείλει να καταθέτει ενιαίο γραμμάτιο για τις προτάσεις και την παράσταση.
Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστήριο.
β) Για την παράσταση ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κάθε βαθμού, των ανακριτών ή ανακριτικών υπαλλήλων ή δικαστικών συμβουλίων, ο δικηγόρος οφείλει να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η παράστασή του δεν γίνεται δεκτή. Στην περίπτωση της παρούσας, ο δικηγόρος καταθέτει ένα γραμμάτιο ανεξαρτήτως του αριθμού των εντολέων που εκπροσωπεί. Ειδικώς, επί ποινικών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, η παράλειψη προσκόμισης γραμματίου, επισύρει μόνον τις κυρώσεις της παρ. 5. γ) Στην περίπτωση παράστασης δικηγόρου κατά τη διαδικασία λήψης ενόρκων βεβαιώσεων, ο δικηγόρος εκδίδει ένα γραμμάτιο, ανεξαρτήτως του αριθμού των ενόρκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο του ιδίου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου.
δ) Δεν υπάρχει υποχρέωση της προκαταβολής της παρ. 1 σε περίπτωση: δα) παραίτησης από το δικόγραφο, και δβ) αναβολής ή ματαίωσης της συζήτησης. Καταβληθείσα προκαταβολή αναζητείται από τον δικηγόρο που κατέβαλε, άλλως ισχύει για τη νέα συζήτηση.».
5. Δικηγόρος που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής της παρ. 1 του άρθρου αυτού, υποχρεούται να καταβάλει το ποσό που όφειλε να προκαταβάλει και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, σε περίπτωση δε υποτροπής και με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από πρόταση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, τα παραπάνω όρια του ύψους του προστίμου μπορούν να αναπροσαρμόζονται. Το ποσό προστίμου και κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβληθεί καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
6. Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται, επί ποινή πειθαρχικού ελέγχου, να αποστέλλουν στο τέλος κάθε μήνα στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν, χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του παρόντος γραμμάτιο προκαταβολής, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου, το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας.».

Άρθρο 13
Παράσταση δικηγόρου σε συμβόλαιο - Τροποποίηση του άρθρου 74 του ν. 4194/2013

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 74 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται και το άρθρο 74 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 74 Αμοιβή στις δικαιοπραξίες
1. Για τη σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (συμβόλαια) η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία.
2. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία η αμοιβή του δικηγόρου θα υπολογίζεται ποσοστιαίως και ανάλογα με την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, όπως τα ποσοστά και οι αξίες αναφέρονται στο Παράρτημα II του Κώδικα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του.
Τα ποσοστά και οι αξίες του Παραρτήματος II, με βάση τα οποία υπολογίζεται η αμοιβή του δικηγόρου σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης μετά από γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος. Η πιο πάνω απόφαση μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που αυτή θα ζητηθεί με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Για δικαιοπραξία το αντικείμενο της οποίας δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική ποσότητα, η αξία προσδιορίζεται βάσει της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της. Για δικαιοπραξία με περισσότερα αντικείμενα λαμβάνεται υπόψη η αξία των περισσοτέρων αντικειμένων.
4. Στην περίπτωση παράστασης δικηγόρου σε συμβόλαιο, γίνεται ειδική μνεία στο συμβόλαιο. Ο οικείος δικηγορικός σύλλογος εκδίδει τριπλότυπη απόδειξη για κάθε παράσταση δικηγόρου σε συμβόλαιο ενώπιον συμβολαιογράφου, ένα από τα αντίτυπα της οποίας προσαρτάται από τον συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο.».

Άρθρο 14
Αρμοδιότητες Γενικής Συνέλευσης - Τροποποίηση του άρθρου 92 του ν. 4194/2013

Η παρ. 2 του άρθρου 92 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται και το άρθρο 92 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 92 Αρμοδιότητες Γενικής Συνέλευσης
1. Στις αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης υπάγονται:
α) Η εκλογή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και ο έλεγχος των πεπραγμένων του. β) Η ψήφιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων, ο έλεγχος της διαχείρισης των οικονομικών και της περιουσίας του Συλλόγου, καθώς και η έγκριση του απολογισμού και της ετήσιας εισφοράς των δικηγόρων, όπως αυτή έχει καθορισθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο.
γ) Η καθιέρωση ειδικών εισφορών και ο καθορισμός του σκοπού για τον οποίο θα διατεθούν. Για τη λήψη αυτής της απόφασης, απαιτείται απαρτία του ενός τρίτου τουλάχιστον του όλου αριθμού των μελών του Συλλόγου και απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. δ) Η κατάρτιση κανονισμού λειτουργίας της.
2. Ειδικά για τους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, οι αρμοδιότητες των περ. β' και γ' της παρ. 1 ανατίθενται στο Διοικητικό Συμβούλιο, εφόσον το τελευταίο αποφασίσει σχετικά, με πλειοψηφία τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.».

Άρθρο 15
Σύγκληση Γενικής Συνέλευσης - Τροποποίηση του άρθρου 98 του ν. 4194/2013

Στο άρθρο 98 του ν. 4194/2013 (Α' 208) προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 98 διαμορφώνεται ως εξής:
«ΤΜΗΜΑ Β' ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ Άρθρο 98 Σύγκληση Γενικής Συνέλευσης 1. Η Γενική Συνέλευση των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου συγκαλείται σε τακτική μεν συνεδρίαση όποτε προβλέπεται στον Κώδικα, σε έκτακτη δε: α) όταν το κρίνει αναγκαίο το
Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου ή β) όταν το ζητήσουν γραπτώς το 1/10 των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ή το 1/5 των μελών των λοιπών Δικηγορικών Συλλόγων. Στην τελευταία περίπτωση με την ίδια γραπτή αίτηση πρέπει να ορίζονται απαραιτήτως τα θέματα, για τα οποία ζητείται η σύγκληση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, καθώς και εισηγητής και αναπληρωτής του. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου είναι υποχρεωμένο σε προθεσμία εντός μηνός από την υποβολή της σχετικής αίτησης να συγκαλέσει τη συνέλευση για συζήτηση των θεμάτων που προτάθηκαν και αυτών που ενδεχομένως το ίδιο θα προτείνει.
2. Τα μέλη του Συλλόγου καλούνται να συμμετάσχουν στη Γενική Συνέλευση με γενική πρόσκληση, που δημοσιεύεται σε 2 τουλάχιστον τοπικές εφημερίδες, προκειμένου περί των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, ενώ για τους λοιπούς Δικηγορικούς Συλλόγους η πρόσκληση τοιχοκολλάται στα γραφεία του Συλλόγου, καθώς και σε προβεβλημένες θέσεις των δικαστηρίων πέντε (5) ημέρες πριν από τη σύγκληση.
Σε περίπτωση που δεν εκδίδονται τοπικές εφημερίδες η σύγκληση είναι έγκυρη, εφόσον η πρόσκληση γνωστοποιηθεί στα μέλη τους.
Στην πρόσκληση, η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα του Συλλόγου, πρέπει να αναγράφονται ο χρόνος, ο τόπος και τα θέματα της ημερησίας διάταξης, καθώς και αν πρόκειται για πρώτη ή επαναληπτική συνέλευση.
3. Τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη σύγκληση της συνέλευσης, ο Πρόεδρος του Συλλόγου καλεί το Διοικητικό Συμβούλιο σε συνεδρίαση, προκειμένου να συζητηθούν τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και να διαμορφωθεί η εισήγηση του συμβουλίου προς τη συνέλευση.
4. Τα θέματα της ημερησίας διάταξης της γενικής συνέλευσης ορίζονται: α) Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
β) Με την αίτηση των μελών, αν αυτά ζητήσουν τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης.
5. Σε δικηγορικό σύλλογο, στην περιφέρεια του οποίου ανήκουν περισσότερα του ενός νησιά, η Γενική Συνέλευση πραγματοποιείται στην έδρα του ή όπου ορισθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο. Τα μέλη του συλλόγου, που εδρεύουν σε διαφορετικό τόπο από τον τόπο διεξαγωγής της Συνέλευσης, έχουν δικαίωμα συμμετοχής σ' αυτήν από την έδρα τους και μέσω τηλεδιάσκεψης. Τα ως άνω ισχύουν και για τις Γενικές Συνελεύσεις των Λογαριασμών Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ).».

Άρθρο 16
Απαρτία Γενικής Συνέλευσης - Τροποποίηση του άρθρου 99 του ν. 4194/2013

Στο τέλος των παρ. 1 και 2 του άρθρου 99 του ν. 4194/2013 (Α' 208) προστίθενται εδάφια, το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 αντικαθίσταται και το άρθρο 99 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 99 Απαρτία Γενικής Συνέλευσης 1. Οι δικηγόροι που προσέρχονται στο χώρο της συνέλευσης υπογράφουν σε ειδικούς καταλόγους, οι οποίοι τηρούνται από υπαλλήλους του Συλλόγου για τη διαπίστωση της απαρτίας. Σε κάθε δικηγόρο, που εγγράφεται στους καταλόγους, παραδίδεται ένα λευκό χαρτί με τη σφραγίδα του Συλλόγου, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός του μητρώου του. Η συμμετοχή των μελών στη Γενική Συνέλευση μέσω τηλεδιάσκεψης σημειώνεται στον κατάλογο μελών από τον τηρούντα τα πρακτικά γενικό γραμματέα του Συλλόγου.
2. Για την ύπαρξη απαρτίας απαιτείται η παρουσία, για τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών δύο χιλιάδων (2.000) μελών, για τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης χιλίων τετρακοσίων (1.400) μελών και για καθέναν από τους λοιπούς δικηγορικούς συλλόγους το ένα τέταρτο (1/4) των εγγεγραμμένων στο μητρώο μελών του. Η διαπίστωση της ύπαρξης ή μη απαρτίας γίνεται από τον Πρόεδρο, όταν συμπληρωθεί μισή ώρα από εκείνη που είχε οριστεί για την έναρξη της συνέλευσης. Στην απαρτία της Γενικής Συνέλευσης συνυπολογίζονται και οι μετέχοντες μέσω τηλεδιάσκεψης.
3. Εάν δεν διαπιστωθεί η ύπαρξη απαρτίας, καλείται νέα επαναληπτική συνέλευση εντός οκτώ (8) ημερών, η σύγκληση της οποίας γίνεται όπως και στην πρώτη, αλλά με σύντμηση των προθεσμιών δημοσίευσης στο ήμισυ. Σε κάθε περίπτωση, στην πρόσκληση για τη νέα Γενική Συνέλευση πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία της πρώτης πρόσκλησης, με την προσθήκη ότι πρόκειται για επαναληπτική.
4. Για την ύπαρξη απαρτίας στην επαναληπτική συνέλευση αρκεί η παρουσία, αυτοπρόσωπη ή μέσω τηλεδιάσκεψης, του ημίσεος των μελών που αναφέρονται στην παρ. 2. Εάν διαπιστωθεί και πάλι η μη ύπαρξη της απαιτούμενης απαρτίας, δεν συγκαλείται τρίτη κατά σειρά συνέλευση και η τρέχουσα ματαιώνεται. Για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της συνέλευσης που ματαιώνεται αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο.
5. Η έλλειψη απαρτίας διαπιστώνεται με ευθύνη του Πρόεδρου ή με την υποβολή σχετικής αιτήσεως από μέλος της συνέλευσης και ελέγχεται ανά πάσα στιγμή. Ένσταση έλλειψης απαρτίας μπορεί να προβληθεί, εφόσον υποβληθεί από το 1/10 τουλάχιστον των μελών, τα οποία κάθε φορά απαιτούνται για το σχηματισμό της απαρτίας, μόνο όταν πρόκειται να ληφθεί απόφαση.
6. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί με απόφαση του να καλέσει να παρασταθούν στη συνέλευση και άλλα πρόσωπα, τα οποία κάθονται σε διακριτή θέση στο χώρο διεξαγωγής της. Τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα χαιρετισμού, εφόσον αυτό επιτρέψει ο Πρόεδρος της Συνέλευσης.».

Άρθρο 17
Διεξαγωγή Γενικής Συνέλευσης - Τροποποίηση του άρθρου 100 του ν. 4194/2013

Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 100 του ν. 4194/2013 (Α' 208) προστίθεται εδάφιο και το άρθρο 100 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 100 Διεξαγωγή Γενικής Συνέλευσης 1. Πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης είναι ο Πρόεδρος του συλλόγου, ο οποίος αναπληρώνεται από τους νόμιμους αναπληρωτές του. Στους συλλόγους άνω των 1.000 μελών καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο Αντιπρόεδρος, όπου δε υπάρχουν περισσότεροι του ενός αντιπρόεδροι ο πρώτος, σε περίπτωση δε κωλύματος ο β' Αντιπρόεδρος ελλείψει δε αυτού ο Γενικός Γραμματέας. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη της Συνέλευσης, τηρεί την τάξη, δίνει το λόγο σε όσα μέλη επιθυμούν να ομιλήσουν, συνιστά στους ομιλητές να αναφέρονται στα θέματα της ημερήσιας διάταξης και να διατηρούν το ήρεμο κλίμα της Συνέλευσης. Ο Πρόεδρος αναπληρώνεται από τους κατά νόμο αναπληρωτές του. Όταν αυτός που προεδρεύει της Συνέλευσης συμμετέχει ως εισηγητής για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης αναπληρώνεται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του, όπως ανωτέρω ορίζεται. Ο Πρόεδρος της Συνέλευσης βοηθείται στο έργο του από άλλα μέλη του Συμβουλίου.
2. Ο κατάλογος των ομιλητών συντάσσεται με ευθύνη και επιμέλεια του Προέδρου της συνέλευσης. Το μέλος που επιθυμεί να συμμετάσχει στη συζήτηση αναγράφει το όνομά του σε χαρτί και το παραδίδει σε εντεταλμένο υπάλληλο του Συλλόγου, και ο τελευταίος στον Πρόεδρο της συνέλευσης, ο οποίος το τοποθετεί σε κληρωτίδα. Στην περίπτωση μέλους που μετέχει μέσω τηλεδιάσκεψης και επιθυμεί να λάβει τον λόγο, το όνομά του καταχωρίζεται στον κατάλογο ομιλητών από τον Πρόεδρο της συνέλευσης. Ο κατάλογος των ομιλητών της συνέλευσης καταρτίζεται κατά τη σειρά κλήρωσής τους. Θέματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη, δεν επιτρέπεται να συζητηθούν στη συνέλευση.
3. Ο Πρόεδρος του Συλλόγου εισηγείται τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, ενημερώνει τα μέλη και διατυπώνει προτάσεις.
4. Κάθε μέλος του Συλλόγου δικαιούται να ομιλεί για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Ο Πρόεδρος της συνέλευσης ενημερώνει τον ομιλητή για το πέρας του χρόνου της ομιλίας του και τον καλεί να ολοκληρώσει τις σκέψεις του. Αν αυτός συνεχίζει, ο Πρόεδρος του αφαιρεί το λόγο.
5. Τα μέλη της συνέλευσης δεν μπορούν να λάβουν το λόγο, αν δεν ζητήσουν την άδεια από τον Πρόεδρο και είναι υποχρεωμένα να συμπεριφέρονται με τρόπο που συνάδει στην αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος.
6. Αν στη διάρκεια της συνέλευσης μέλη επιδείξουν ιδιαιτέρως ανάρμοστη συμπεριφορά, είτε με φραστικές διατυπώσεις είτε με άλλες πράξεις ή ενέργειές τους, καλούνται από τον Πρόεδρο της συνέλευσης να δώσουν τις αναγκαίες εξηγήσεις και να ανακαλέσουν. Εάν αρνηθούν, ανακαλούνται από τον Πρόεδρο στην τάξη.
7. Εάν κατά τη συζήτηση προκληθούν εντάσεις και επεισόδια, που παρεμποδίζουν την ήρεμη διεξαγωγή της συζήτησης και βλάπτουν το κύρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ο Πρόεδρος δικαιούται να διακόψει τη συνέλευση για λίγη ώρα. Αν η κατάσταση παραμένει έκρυθμη και μετά τη διακοπή, ο Πρόεδρος διακόπτει τη συνέλευση για άλλη ημέρα εντός τριών ημερών από τη διακοπή.
Στην περίπτωση αυτή ανακοινώνεται ο χρόνος και ο τόπος συνέχισης των εργασιών της συνέλευσης, η σειρά δε των ομιλητών δεν αλλάζει.
8. Ζήτημα επί προσωπικού θεωρείται η υβριστική ή ονειδιστική γενικά εκδήλωση εναντίον μέλους της συνέλευσης, που προσβάλλει την προσωπικότητά του ή η απόδοση σε ομιλητή όλως διαφορετικής γνώμης από εκείνη που εξέφρασε. Όποιος επικαλείται προσωπικό ζήτημα σε βάρος του, ζητεί από τον Πρόεδρο την άδεια να ομιλήσει. Ο Πρόεδρος έχει την ευχέρεια να μην δώσει το λόγο, αν κρίνει ότι δεν υπάρχει προσωπικό ζήτημα.
Σε περίπτωση που το μέλος επιμένει, ο Πρόεδρος του δίνει το λόγο μόνο για να αναπτύξει σε ένα (1) λεπτό της ώρας σε τι συνίσταται το προσωπικό ζήτημα. Η ανάπτυξη του προσωπικού ζητήματος και η παροχή διευκρινίσεων ή εξηγήσεων από εκείνον που το προκάλεσε δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε (5) λεπτά της ώρας.
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος αποφαίνεται εάν συντρέχει ή όχι περίπτωση προσωπικού ζητήματος. Σε περίπτωση που κρίνει ότι υπάρχει, καλεί εκείνον που το προκάλεσε να ανακαλέσει ή να ανασκευάσει.
9. Αν πριν από τη λήξη του προκαθορισμένου χρόνου της Γενικής Συνέλευσης δεν έχει εξαντληθεί ο κατάλογος των ομιλητών, ο Πρόεδρος δικαιούται είτε να μειώσει το χρόνο ομιλίας είτε ανάλογα με τις συνθήκες να επιλέξει την κλήρωση μεταξύ όσων απομένουν να ομιλήσουν.».

Άρθρο 18
Αποφάσεις - Τροποποίηση του άρθρου 102 του ν. 4194/2013

Το άρθρο 102 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 102 Αποφάσεις
1. Οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του συλλόγου λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών που μετέχουν στη συνέλευση αυτοπρόσωπα ή μέσω τηλεδιάσκεψης. Σε περίπτωση ισοψηφίας η πρόταση θεωρείται ότι απορρίφθηκε.
Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν επαρκεί ο χρόνος για τη λήψη απόφασης, η συζήτηση συνεχίζεται άλλη ημέρα που ορίζεται από τον Πρόεδρο, μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την επομένη εκείνης που διακόπηκε η συνέλευση.
Τα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης τηρούνται χωρίς να απαιτείται η επικύρωσή τους και μπορεί να καταγράφονται με ηλεκτρονικά μέσα.
2. Η παράβαση της παρ. 1 συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.».

Άρθρο 19
Ημερομηνία και τόπος διεξαγωγής εκλογών - Τροποποίηση του άρθρου 107 του ν. 4194/2013

Στο άρθρο 107 του ν. 4194/2013 (Α' 208) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 107 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 107 Ημερομηνία και τόπος διεξαγωγής εκλογών
Οι εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου διεξάγονται την τελευταία Κυριακή ή και Δευτέρα, στην περίπτωση της επόμενης παραγράφου, του Νοεμβρίου του έτους των εκλογών στην έδρα του Δικηγορικού Συλλόγου, εκτός αν άλλως αποφασίσει το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού.
Σε Δικηγορικούς Συλλόγους, που έχουν περισσότερα από δύο χιλιάδες μέλη, η ψηφοφορία παρατείνεται και την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Στην περίπτωση αυτή με ευθύνη του Προέδρου του συλλόγου διασφαλίζεται η φύλαξη των ψηφοδόχων και του λοιπού εκλογικού υλικού.
α) Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου δικηγορικού συλλόγου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκουν περισσότερα του ενός νησιά, μπορεί να ορίζονται περισσότεροι τόποι ψηφοφορίας, και σε νησιά εκτός του νησιού όπου βρίσκεται η έδρα του. Αν ληφθεί η απόφαση της παρούσας ορίζονται τόσες εφορευτικές επιτροπές, όσες οι τόποι ψηφοφορίας, όπου μπορούν να ψηφίζουν τα μέλη του δικηγορικού συλλόγου που εδρεύουν στα νησιά αυτά.
β) Η ψηφοφορία στα νησιά που ορίζονται με την απόφαση της περ. α' διεξάγεται την προηγούμενη της καθορισμένης ημέρας εκλογών. Αμέσως μετά από το πέρας της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ενημερώνει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, τον σύλλογο για τον αριθμό και τα ονόματα όσων ψήφισαν, ώστε να υπάρξει σχετική σημείωση στον εκλογικό κατάλογο, προς αποφυγή διπλοψηφίας. Με ευθύνη του, το εκλογικό υλικό και οι σφραγισμένοι φάκελοι ψηφοφορίας μεταφέρονται το ταχύτερο δυνατό στην έδρα του συλλόγου, ώστε να ανοιχθούν μετά από το τέλος της ψηφοφορίας εκεί και να προσμετρηθούν στο εκλογικό αποτέλεσμα.».

Άρθρο 20
Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων - Τροποποίηση του άρθρου 141 του ν. 4194/2013

Οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 141 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίστανται και το άρθρο 141 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 141 Παραγραφή
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται τρία (3) έτη μετά από την ημέρα που διαπράχθηκαν.
2. Πειθαρχικό παράπτωμα που συνιστά και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν από την παραγραφή του τελευταίου. Όσο διαρκεί η ποινική διαδικασία και μέχρι την περάτωσή της αναστέλλεται η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος.
3. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλεται με την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
4. Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται με την τέλεση άλλου πειθαρχικού παραπτώματος που αποσκοπεί στη συγκάλυψη του πρώτου ή στη ματαίωση έγερσης πειθαρχικής δίωξης για αυτό.».

Άρθρο 21
Χρηματικό πρόστιμο ως πειθαρχική ποινή - Τροποποίηση του άρθρου 142 του ν. 4194/2013

Η περ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 142 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται και το άρθρο 142 διαμορφώνεται ως εξής:
«ΤΜΗΜΑ Β' ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
Άρθρο 142 Πειθαρχικές ποινές
1. Οι πειθαρχικές ποινές είναι: α) η σύσταση, β) η επίπληξη,
γ) το πρόστιμο από πεντακόσια (500) μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, δ) η προσωρινή παύση από το δικηγορικό λειτούργημα έως δύο (2) χρόνια και
ε) η οριστική παύση από το δικηγορικό λειτούργημα.
2. Η ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκόμενου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου ή θίγουν σοβαρά το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. Τέτοιες προϋποθέσεις συντρέχουν:
α) αν ο διωκόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα,
β) αν καταδικάσθηκε αμετάκλητα για οποιοδήποτε πλημμέλημα, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Κώδικα,
γ) αν έχει τιμωρηθεί ήδη με ποινή προσωρινής παύσης τουλάχιστον έξι (6) μηνών την τελευταία τριετία για άλλη, χρονικά προγενέστερη, πράξη.
3. Τα μέτρα της επίπληξης και του προστίμου μπορούν να επιβληθούν και σωρευτικά.
4. Η παρ. 2 του άρθρου 7 δεν εφαρμόζεται κατά την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης.».

Άρθρο 22
Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια - Τροποποίηση του άρθρου 147 του ν. 4194/2013

Η παρ. 1 του άρθρου 147 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται και το άρθρο 147 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 147 Πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια 1. Τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια είναι πενταμελή και συγκροτούνται ως εξής: α) Εντός του μηνός Μαρτίου, μετά από τη διεξαγωγή των αρχαιρεσιών των δικηγορικών συλλόγων, η συντονιστική επιτροπή των Προέδρων των δικηγορικών συλλόγων, μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων συλλόγων, αποφασίζει τον αριθμό των πειθαρχικών συμβουλίων στην έδρα κάθε πολιτικού εφετείου και τον αναγκαίο αριθμό μελών, τακτικών και αναπληρωματικών, για τη συγκρότησή τους. Στις περιπτώσεις που το πολιτικό εφετείο εδρεύει σε νησιωτική περιφέρεια, στην οποία υπάγονται περισσότεροι του ενός δικηγορικοί σύλλογοι, η σύνταξη του καταλόγου μπορεί να γίνει με τον διπλάσιο του αναγκαίου αριθμοού των μελών για το πειθαρχικό συμβούλιο. Με πρόταση των διοικητικών συμβουλίων των δικηγορικών συλλόγων της έδρας κάθε πολιτικού εφετείου και κατά την αναλογία των μελών κάθε συλλόγου, συντάσσεται κατάλογος με τριπλάσιο του αναγκαίου αριθμού μελών για το πειθαρχικό συμβούλιο στην έδρα κάθε πολιτικού εφετείου για την επόμενη θητεία. Η συντονιστική επιτροπή, μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων δικηγορικών συλλόγων, μπορεί να προβλέψει περισσότερα του ενός πειθαρχικά συμβούλια στην έδρα συγκεκριμένων πολιτικών εφετείων.
β) Εντός του μηνός Μαρτίου γίνεται δημόσια κλήρωση των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου στην έδρα κάθε πολιτικού εφετείου με απόφαση του Προέδρου Εφετών, παρουσία αυτού και των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της περιφέρειας του πολιτικού εφετείου. Στους δικηγορικούς συλλόγους νησιωτικής περιφέρειας η δημόσια κλήρωση των μελών μπορεί να γίνει παρουσία του οικείου Προέδρου Εφετών, του Προέδρου του δικηγορικού συλλόγου της έδρας του Εφετείου και των Προέδρων των δικηγορικών συλλόγων, οι οποίοι υπάγονται στο πολιτικό Εφετείο και μπορούν να συμμετέχουν σ' αυτήν, ή των νόμιμων αναπληρωτών τους.
γ) Οι δικηγόροι συμμετέχουν στην κλήρωση μετά από έγγραφη δήλωσή τους για τη διαδικασία αυτή. Η διενέργεια της κλήρωσης χωρίς την προηγούμενη υποβολή έγγραφης δήλωσης δικηγόρου για τη συμμετοχή του σ' αυτή, δεν επιφέρει καμία ακυρότητα και οι κληρωθέντες δικηγόροι μπορούν να αποδέχονται τη θέση ή να παραιτούνται με σχετική δήλωσή τους στο οικείο Διοικητικό Συμβούλιο.
δ) Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη εκλέγονται κατά Πειθαρχικό Τμήμα και κατατάσσονται κατά σειρά κλήρωσης. Συμπληρωματική κλήρωση για την πλήρωση κενών θέσεων ενός ή περισσότερων πειθαρχικών συμβουλίων δεν αποκλείεται να διενεργηθεί, οποτεδήποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο από τον Πρόεδρο κάθε Δικηγορικού Συλλόγου. ε) Το Διοικητικό Συμβούλιο διορίζει το σαράντα τοις εκατό (40%) των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου και το υπόλοιπο εξήντα τοις εκατό (60%) των τακτικών και αναπληρωματικών μελών εκλέγεται με την πιο πάνω διαδικασία. στ) Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί με απόφασή του να διορίζει τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, εφόσον έχει εξαντληθεί ο κατάλογος που καταρτίζεται σύμφωνα με την παρ. 1.
2. Υποψήφια μέλη των πειθαρχικών συμβουλίων μπορούν να είναι:
α) Δικηγόρος, που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον δεκαπενταετή δικηγορία. β) Επίτιμος δικηγόρος, που έχει διακριθεί εξαιρετικά κατά τη διάρκεια της ενεργούς δικηγορίας τόσο για τις επιστημονικές του ικανότητες όσο και για την επαγγελματική του συμπεριφορά.
3. Δεν μπορούν να είναι μέλη των πειθαρχικών συμβουλίων όποιος τελεί σε αναστολή, όποιος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του συλλόγου και όποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα σε οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, πλην της σύστασης και της επίπληξης.
4. Καθήκοντα Προέδρου κάθε πειθαρχικού συμβουλίου ασκεί το μέλος με τα περισσότερα χρόνια δικηγορίας.
5. Η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων συντάσσει Κανονισμό Λειτουργίας των πειθαρχικών συμβουλίων, ο οποίος εγκρίνεται από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και δημοσιεύεται στο Νομικό Βήμα. Στον Κανονισμό λειτουργίας μπορεί να προβλεφθεί η δημιουργία περισσότερων πειθαρχικών τμημάτων στην έδρα κάθε πολιτικού Εφετείου.
6. Δικηγόροι που διορίσθηκαν μέλη πειθαρχικού συμβουλίου απέχουν υποχρεωτικά των καθηκόντων τους για όσο χρόνο υπάρχει εκκρεμής σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη.».

Άρθρο 23
Διαδικασία άσκησης πειθαρχικής δίωξης - Τροποποίηση του άρθρου 152 του ν. 4194/2013

Η παρ. 7 του άρθρου 152 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται και το άρθρο 152 διαμορφώνεται ως εξής:
«ΤΜΗΜΑ Δ' ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 152
Προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση
1. Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ευθύς ως λάβει αναφορά με την οποία καταγγέλλονται πειθαρχικά επιλήψιμες πράξεις δικηγόρου ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής σχετικά με την τέλεση τέτοιων πράξεων, παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αναθέτοντάς την σε μέλος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ευθύς ως λάβει ιδία γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο, πειθαρχικά επιλήψιμων πράξεων δικηγόρου ή δικηγορικής εταιρείας, μπορεί να παραγγείλει ανέξοδα τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αναθέτοντάς την σε μέλος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση περισσότερων πειθαρχικών τμημάτων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, στην παραγγελία προβαίνει ο αρχαιότερος από τους Προέδρους των πειθαρχικών τμημάτων. Με τις παραγγελίες αυτές ο Δικηγορικός Σύλλογος καθίσταται διάδικος σε όλες τις δίκες που ανακύπτουν επί των πειθαρχικών αποφάσεων.
2. Η προκαταρτική εξέταση είναι συνοπτική και κατά το δυνατόν σύντομη και σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να διαρκέσει πέραν των τριάντα (30) ημερών. Περατώνεται είτε με γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται είτε με πράξη με την οποία τίθεται η υπόθεση στο αρχείο.
3. Το μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου που διενεργεί την προκαταρτική εξέταση μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να αναζητά κάθε άλλο πρόσφορο νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Κατά τη διεξαγωγή της προκαταρτικής εξέτασης φροντίζει έτσι ώστε να μην προσβάλλεται δυσανάλογα η τιμή και η υπόληψη του δικηγόρου, του οποίου η συμπεριφορά ερευνάται.
4. Ανώνυμες καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται αμέσως.
5. Σε περίπτωση που η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία ή ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εκτίμησης, ο Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου την αρχειοθετεί με συνοπτική αιτιολογία και ανακοινώνει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου την πράξη αρχειοθέτησης.
6. Δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για πράξεις, για τις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα.
7. α) Ο αρμόδιος Εισαγγελέας, σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος δικηγόρου, οφείλει να γνωστοποιεί σε περίληψη την ποινική δίωξη στον οικείο δικηγορικό σύλλογο.
β) Οι γραμματείς των δικαστηρίων ή των δικαστικών συμβουλίων οφείλουν να διαβιβάζουν στον οικείο δικηγορικό σύλλογο τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα του πρώτου και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, καθώς και τις πρωτόδικες, τελεσίδικες και αμετάκλητες καταδικαστικές ή απαλλακτικές αποφάσεις που αφορούν σε δικηγόρο.».

Άρθρο 24
Διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων - Τροποποίηση του άρθρου 154 του ν. 4194/2013

Οι παρ. 1, 5 και 7 του άρθρου 154 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίστανται και το άρθρο 154 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 154
Διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων
1. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου ή του τμήματος του πειθαρχικού συμβουλίου που έχει τελικά χρεωθεί την υπόθεση ορίζει εισηγητή της υπόθεσης, στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή πειθαρχικής ανάκρισης, η οποία είναι μυστική.
2. Ο εισηγητής έχει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε γενικού προανακριτικού υπαλλήλου. Εξετάζει τους μάρτυρες, συλλέγει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, συντάσσει το κατηγορητήριο και καλεί τον πειθαρχικά διωκόμενο να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθεί προφορικά ή γραπτά μέσα σε εύλογο χρόνο. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υποβάλει γραπτό απολογητικό υπόμνημα ο εισηγητής δύναται να διατυπώσει οποιανδήποτε κατά την κρίση του διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση.
3. Σε περίπτωση έκδοσης από τον εισηγητή εντάλματος βιαίας προσαγωγής κατά των μαρτύρων που απειθούν, το ένταλμα διαβιβάζεται απ' ευθείας στον αρμόδιο εισαγγελέα και κατά μαρτύρων στρατιωτικών στον αρμόδιο υπουργό, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να το εκτελέσουν. Ο εισηγητής έχει το δικαίωμα να ενεργήσει εκτός έδρας της περιφέρειας του Εφετείου πράξεις, ανακοινώνοντας υποχρεωτικά στον Πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου, του οποίου είναι μέλος, την προγραμματισμένη προς διενέργεια πράξη είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες πριν από τη διεξαγωγή της.
4. Αν ο εισηγητής μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, παραδίδει το φάκελο στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο πρόεδρος εισάγει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, αν θα γίνει ή όχι η κατηγορία ή αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον εισηγητή. Αν το πειθαρχικό συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να γίνει κατηγορία, συντάσσεται από τον εισηγητή κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους.
5. Μετά από την ολοκλήρωση του έργου του εισηγητή, ο πλήρης φάκελος, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης της πειθαρχικής ανάκρισης, διαβιβάζεται στον πρόεδρο του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου για τον ορισμό της δικασίμου, μαζί με τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν και το αποδεικτικό επίδοσης της πράξης της παρούσας στον πειθαρχικά διωκόμενο δικηγόρο.
6. Ο εισηγητής της υπόθεσης μπορεί να συμμετάσχει στη συνεδρίαση του συμβουλίου.
7. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας μπορούν να παραστούν ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου που άσκησε την πειθαρχική δίωξη ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που τον αναπληρώνει ή τον αντικαθιστά. Ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου που άσκησε την ποινική δίωξη ή ο αντικαταστάτης του έχει το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει τον λόγο από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου για να αναπτύξει την υπόθεση για την οποία άσκησε πειθαρχική δίωξη. Η μη παράσταση του προέδρου του δικηγορικού συλλόγου ή του αναπληρωτή του δεν αποτελεί λόγο αναβολής, ούτε καθιστά άκυρη τη σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν παρίσταται όποιος υπέβαλε αναφορά κατά δικηγόρου.
8. Ο διωκόμενος δικηγόρος μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή και με δικηγόρο. Ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισής του, καλώντας και με δική του ευθύνη, χωρίς υποχρεωτική προδικασία, μάρτυρες για να καταθέσουν υπέρ του ή για την υπόθεση του.
9. Το πειθαρχικό συμβούλιο μέσα σε έξι (6) το αργότερο μήνες από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, οφείλει να εκδώσει οριστική απόφαση. Ο χρόνος αυτός παρατείνεται αναλόγως, εάν έχει διαταχθεί η αναστολή της πειθαρχικής δίωξης. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που έγινε δεκτή αίτηση εξαίρεσης και εξαιτίας της ανέφικτης συγκρότησης του πειθαρχικού συμβουλίου με νέα σύνθεση, παραπέμπεται η υπόθεση σε άλλο πειθαρχικό συμβούλιο.
10. Αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά και αξιόποινη πράξη, η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση, καθώς και το απαλλακτικό βούλευμα δεν εμποδίζουν το πειθαρχικό συμβούλιο να εκδικάσει την υπόθεση στην ουσία της και να εκδώσει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη του τη σχετική ποινική δικογραφία, την οποία οφείλει να αποστείλει σε αντίγραφα ο αρμόδιος εισαγγελέας, ύστερα από σχετική αίτηση του εισηγητή της υπόθεσης.».

Άρθρο 25
Αίτηση ακυρώσεως κατά αποφάσεων του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας - Τροποποίηση του άρθρου 157 του ν. 4194/2013

Η παρ. 5 του άρθρου 157 του ν. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται και το άρθρο 157 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 157 Έφεση
1. Ο δικηγόρος στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, πλην της σύστασης ή της επίπληξης, έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση σε προθεσμία ενός μηνός από την επίδοση της απόφασης.
Η έφεση ασκείται με κατάθεσή της στη γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου, που εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται. Για την άσκηση της έφεσης συντάσσεται έκθεση. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκηση της δεν έχουν ανασταλτική δύναμη, εκτός εάν στην απόφαση ορίζεται διαφορετικά.
2. Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της έφεσης, με επιμέλεια και ευθύνη του προέδρου του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση, ο φάκελος παραδίδεται στον πρόεδρο του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
3. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει ημέρα για την εκδίκαση της έφεσης και καλεί με κλήση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, στον εκκαλούντα δικηγόρο δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης. Ο εγκαλούμενος μπορεί αυτοπρόσωπα ή με πληρεξούσιο δικηγόρο να αναπτύξει έγγραφα ή προφορικά τις απόψεις του.
4. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να διατάξει τη συμπλήρωση της ανάκρισης, οφείλει όμως να εκδώσει την απόφασή του σε προθεσμία το πολύ δύο (2) μηνών από την ημέρα της κατάθεσης της έφεσης.
5. Με την επιφύλαξη του άρθρου 158, η απόφαση του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι οριστική. Η απόφαση διαβιβάζεται μαζί με τη δικογραφία αμελλητί στον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου, ο οποίος κοινοποιεί αντίγραφο της απόφασης στον δικηγόρο που τιμωρήθηκε. Η απόφαση του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκειται σε αίτηση ακύρωσης και σε αίτηση αναστολής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.».

Άρθρο 26
Πίνακας Αμοιβών Δικηγόρων για Πολιτικές Υποθέσεις -Τροποποίηση Παραρτημάτων I και II ν. 4194/2013

1. Στο Τμήμα Β με τίτλο «Πολιτικές Υποθέσεις» του Παραρτήματος Ι του ν. 4194/2013 (Α' 208) επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α) Ο αριθμός 3 διαγράφεται και ο αριθμός 2 της περ. Γ' με τίτλο «Τακτική Διαδικασία - Διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας», υπό τον τίτλο «Μονομελές Πρωτοδικείο», αντικαθίσταται ως εξής: «2. Παράσταση - Προτάσεις: 219». β) Ο αριθμός 3 καταργείται και ο αριθμός 2 της περ. α' με τίτλο «Τακτική Διαδικασία (Μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές) - Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας», υπό τον τίτλο «Πολυμελές Πρωτοδικείο», αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Παράσταση - Προτάσεις: 256». γ) Ο αριθμός 3 καταργείται και ο αριθμός 2 της περ. β' με τίτλο «Τακτική διαδικασία (αποτιμητές) από 250.001 έως 350.000€», υπό τον τίτλο «Πολυμελές Πρωτοδικείο», αντικαθίσταται ως εξής: «2. Παράσταση - Προτάσεις: 566». δ) Ο αριθμός 3 καταργείται και ο αριθμός 2 της περ. β' «Τακτική διαδικασία (αποτιμητές) από 350.001 έως 800.000€», υπό τον τίτλο «Πολυμελές Πρωτοδικείο», αντικαθίσταται ως εξής: «2. Παράσταση - Προτάσεις: 726». ε) Ο αριθμός 3 καταργείται και ο αριθμός 2 της περ. β' «Τακτική διαδικασία (αποτιμητές) από 800.001 έως 1.500.000€», υπό τον τίτλο «Πολυμελές Πρωτοδικείο», αντικαθίσταται ως εξής: «2. Παράσταση - Προτάσεις: 1.132». στ) Ο αριθμός 3 καταργείται και ο αριθμός 2 της περ. β' «Τακτική διαδικασία (αποτιμητές) από 1.500.001 € και άνω», υπό τον τίτλο «Πολυμελές Πρωτοδικείο», αντικαθίσταται ως εξής: «2. Παράσταση - Προτάσεις: 1.644».

2. Στο τέλος του Παραρτήματος II του ν. 4194/2013 προστίθεται η φράση: «Για παράσταση ενώπιον συμβολαιογράφου, για τη ρύθμιση θεμάτων του άρθρου 1441 ΑΚ, μετά από την έκδοση της πράξης βεβαίωσης λύσης του γάμου: 64 €.».

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ

Άρθρο 27
Έργο δικαστικών επιμελητών - Τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 2318/1995

Η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2318/1995 (Α' 126) αντικαθίσταται και το άρθρο 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤO
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Α' Τίτλος - καθήκοντα
Άρθρο 1
Καθήκοντα Δικαστικών Επιμελητών
1. Ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός.
2. Έργο του δικαστικού επιμελητή είναι:
α) Η επίδοση δικογράφων και εξώδικων εγγράφων, καθώς και η κοινοποίηση, γνωστοποίηση, διαβίβαση ή άλλη συναφής διαδικαστική πράξη με φυσικό τρόπο ή με ηλεκτρονικά μέσα, β) η εκτέλεση των εκτελεστών τίτλων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
γ) η σύνταξη διαπιστωτικών εκθέσεων για πραγματικά περιστατικά, κατά την εκτέλεση των
καθηκόντων του, με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση και
δ) η εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος, που του ανατίθεται με νόμο.
3. Ο δικαστικός επιμελητής ασκεί τα καθήκοντά του μόνο στην περιφέρεια του Εφετείου που είναι διορισμένος με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 43 του παρόντος. Οι δικαστικοί επιμελητές όμως των περιφερειών των Εφετείων Αθηνών-Πειραιά μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους στις περιφέρειες των δύο Εφετείων αντίστοιχα. Η γεωγραφική κατανομή των οργανικών θέσεων των Δικαστικών Επιμελητών θα διασφαλίζει την ευρύτερη δυνατή κάλυψη των αναγκών των υπηρεσιών του δικαστικού επιμελητή και της ίσης πρόσβασης σε αυτές. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία θα εκδοθεί το αργότερο μέχρι 31.12.2015 θα καθορισθούν οι λεπτομέρειες εφαρμογής και ο τρόπος κάλυψης των θέσεων που θα λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας όπως απομακρυσμένες ορεινές περιοχές και εκτεταμένα νησιωτικά συμπλέγματα.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΤΡΟΠΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 28
Ευθύνη αμίσθων υποθηκοφυλάκων- Τροποποίηση του άρθρου 1344 του Αστικού Κώδικα και του άρθρου 73 του Εισαγωγικού Νόμου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

1. Το άρθρο 1344 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1344 Ευθύνη του φύλακα
Ο φύλακας υποθηκών ευθύνεται σε αποζημίωση όποιου ζημιώθηκε για κάθε πράξη ή παράλειψη σχετική με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται, από δόλο ή βαριά αμέλεια.».

2. Ο τίτλος του άρθρου 73 του Εισαγωγικού Νόμου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 503/1985 (Α' 182), τροποποιείται, η παρ. 1 του άρθρου 73 αντικαθίσταται και το άρθρο 73 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 73
Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή
1. Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πολυμελές πρωτοδικείο που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.
2. Η αγωγή, που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 εδαφ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πρέπει:
α) να περιέχει όλους τους λόγους, στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή κακοδικίας, και
β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα.
3. Στη αγωγή επισυνάπτονται:
α) τα αποδεικτικά έγγραφα που ο ενάγων επικαλείται για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα η επικυρωμένα αντίγραφα,
β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς είναι απαράδεκτη.
4. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις.
5. Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων.
6. Αν η αγωγή κακοδικίας απορριφθεί για οποιονδήποτε λόγο, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί νέα αγωγή για την ίδια υπόθεση, για τους ίδιους ή άλλους λόγους, και ο ενάγων καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, και μπορεί να καταδικαστεί και σε χρηματική ποινή κατά το άρθρο 205 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.».

Άρθρο 29
Επιπρόσθετα έγγραφα που καταθέτει ο δικαστικός επιμελητής στον υπάλληλο του πλειστηριασμού μετά από την εκτέλεση - Τροποποίηση άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Η παρ. 4 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται και το άρθρο 995 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 995
Επιδόσεις αντιγράφου ή περίληψης έκθεσης κατάθεσης
Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ' ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα. Ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης.
Με ποινή ακυρότητας, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στον υποθηκοφύλακα (κτηματολόγιο) της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση. Αν πρόκειται για πλοία νηολογημένα στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που τηρεί το νηολόγιο, όπου είναι γραμμένο το πλοίο, και αν πρόκειται για αεροσκάφη γραμμένα σε μητρώο που τη ρείται στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που το τηρεί. Ο υποθηκοφύλακας ή όποιος τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο οφείλει να εγγράφει την ίδια ημέρα την κατάσχεση σε ειδικό βιβλίο κατασχέσεων που τηρείται για το σκοπό αυτό και να παραδώσει μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών, αφότου κατά τα προαναφερόμενα του έγινε η επίδοση, το σχετικό πιστοποιητικό βαρών στον αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστικό επιμελητή, ενώ ο γραμματέας του ειρηνοδικείου οφείλει αυθημερόν να καταχωρίσει την κατασχετήρια έκθεση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, με βάση τα ονοματεπώνυμα των καθ' ων η κατάσχεση.
Αν πρόκειται για κατάσχεση ενυπόθηκου κτήματος και η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου, κυρίου ή νομέα, πρέπει να επιδοθεί σ' αυτόν και στον οφειλέτη αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Αν η κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη, πρέπει να επιδοθεί στον τρίτο, κύριο ή νομέα, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα.
Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάσχεση, να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής της εκτέλεσης, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσής της στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα ή όποιον τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο, το πιστοποιητικό βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, την έκθεση εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016 (Α' 95). Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει έκθεση για όλα αυτά. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, που θέτει ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στον δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927 και το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού μέχρι την δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Στο απόσπασμα περιλαμβάνεται και η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Το απόσπασμα επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος. Ο δικαστικός επιμελητής παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε ηλεκτρονική μορφή, φωτογραφίες του κατασχεθέντος ακινήτου, τις οποίες λαμβάνει κατά την επιτόπια μετάβασή του σ' αυτό. Η λήψη τους από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναφέρεται στην παραπάνω έκθεση. Τα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, καθώς και η έκθεση του πιστοποιημένου εκτιμητή και οι φωτογραφίες αναρτώνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμού.
Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διατάξεις των άρθρων 972 και 973 εφαρμόζονται και εδώ.
Μέσα στην ίδια προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού έγγραφο σημείωμα στο οποίο καθορίζονται ημέρες και ώρες επίσκεψης από υποψήφιους πλειοδότες του ακινήτου που κατασχέθηκε, το αργότερο επτά (7) ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η επίσκεψη πραγματοποιείται με τη συνοδεία του δικαστικού επιμελητή. Το σημείωμα συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση που συντάσσει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το περιεχόμενό του δημοσιεύεται μέσα στην προθεσμία της παρ. 4 στην ανωτέρω ιστοσελίδα.».

Άρθρο 30
Παράδοση στον δικαστικό επιμελητή της εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή και σε ηλεκτρονική μορφή - Τροποποίηση του άρθρου 2 του π.δ. 59/2016

Το άρθρο 2 του π.δ. 59/2016 (Α'95) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 2
Τρόπος υπολογισμού εμπορικής αξίας ακινήτου Ο πιστοποιημένος εκτιμητής συντάσσει εντός προθεσμίας που του τίθεται, εγγράφως και παραδίδει την εκτίμησή του στον δικαστικό επιμελητή, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά ή διεθνή αναγνωρισμένα εκτιμητικά πρότυπα, δεσμευόμενος παράλληλα για την πιστή τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος θεσπίστηκε με την υπ' αρ. 19928/292/10.5.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β'1147).».

Άρθρο 31
Αναψηλάφηση - Τροποποίηση του άρθρου 544 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Ο αριθμός 6 του άρθρου 544 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τροποποιείται και το άρθρο 544 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 544 Αναψηλάφηση
Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο:
1. Αν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν, μεταξύ των ίδιων διαδίκων που είχαν παραστεί με την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους,
2. αν διάδικος δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δίκη, εφόσον ύστερα δεν εγκρίθηκε ρητά ή σιωπηρά η διεξαγωγή της δίκης,
3. αν το ίδιο πρόσωπο είχε παραστεί ως διάδικος στο όνομά του ή εκπροσώπησε διαδίκους με περισσότερες ιδιότητες, οι οποίοι είχαν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη,
4. αν κάποιος είχε παραστεί ως πληρεξούσιος διαδίκου χωρίς πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν εγκρίθηκε ύστερα η διεξαγωγή της δίκης,
5. αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλαστή, είτε διότι γράφει ψευδώς ότι το δικαστήριο συγκροτήθηκε από τον αναγκαίο σύμφωνα με το νόμο αριθμό δικαστών, είτε διότι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της διάσκεψης, δεν εκδόθηκε με την πλειοψηφία που απαιτεί ο νόμος ή δεν έχει τις υπογραφές που ορίζει ο νόμος και δεν είναι δυνατή η υπογραφή της από τα πρόσωπα αυτά,
6. αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή ενόρκως βεβαιώσαντος ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ή δημόσια, προφορική ή έγγραφη, ομολογία του δια του τύπου και λοιπών ΜΜΕ ή μέσω του διαδικτύου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι (6) μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι (6) μήνες από αυτήν,
7. αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης,
8. αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται,
9. αν ο διάδικος κλήτευσε στη δίκη τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής, αν και γνώριζε τη διαμονή του.
10. αν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης επηρεάστηκε ουσιωδώς από δωροληψία ή από άλλη εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος συμπράττοντος στην έκδοση της δικαστή, εφόσον η δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος αποδεικνύονται με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση της δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΣΧΕΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ

Άρθρο 32
Δικονομικές διατάξεις στις υποθέσεις λαθρεμπορίας και φοροδιαφυγής - Τροποποιήσεις ν. 2960/2001 και ν. 4174/2013

1. Η παρ. 5 του άρθρου 150 του ν. 2960/2001 (A' 265) αντικαθίσταται ως εξής: «5. α) H έκδοση πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους σε βάρος ορισμένου προσώπου, σύμφωνα με την παρ. 1, για παράβαση που συνιστά συγχρόνως και το έγκλημα της λαθρεμπορίας κατά τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού ποινικού αδικήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό, η τελωνειακή αρχή που εξέδωσε την πράξη αποστέλλει αμελλητί αντίγραφο αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα. β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Αν έχει κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται για τα αυτόφωρα εγκλήματα σύμφωνα με τα άρθρα 275 επ. και 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται και την αναστολή αυτής διατάσσει το δικαστήριο στο οποίο έχει εισαχθεί για εκδίκαση η υπόθεση.
γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας, διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε.
δ) Η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων γίνονται κατά προτεραιότητα. Η τελωνειακή αρχή που εξέδωσε την πράξη ή η γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα, αντιστοίχως, για την οριστικοποίηση της πράξης, λόγω μη άσκησης προσφυγής, ή για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και υποβάλλουν, κατά περίπτωση, υπηρεσιακό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου ή της δικογραφίας της υπόθεσης.
ε) Σε περίπτωση αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της περ. α', δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.».

2. Στο άρθρο 159 του ν. 2960/2001 προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 159 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 159
1. Η άσκηση ποινικής δίωξης με την κατηγορία της λαθρεμπορίας, της συμμετοχής ή της συνέργειας σε αυτή, σε βάρος δημοσίου υπαλλήλου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συνεπάγεται την κρίση του από το αρμόδιο όργανο για τη θέση του ή μη σε δυνητική αργία κατόπιν ακρόασής του. Η αμετάκλητη παραπομπή δημοσίου υπαλλήλου στη διαδικασία του ακροατηρίου για ίδια ως άνω αδικήματα συνεπάγεται τη θέση του υπαλλήλου σε υποχρεωτική αργία και λαμβάνει, μέχρι έκδοσης αμετάκλητης απόφασης των ποινικών δικαστηρίων, το ένα τέταρτο (1/4) των αποδοχών του. Σε περίπτωση που θα καταδικαστεί αμετάκλητα τουλάχιστον με ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, εκπίπτει αυτοδικαίως της υπαλληλικής θέσης. Η καταδίκη σε οποιαδήποτε ποινή για λαθρεμπορία, συνεπάγεται αυτοδικαίως, τις συνέπειες των άρθρων 61 και 63 του Ποινικού Κώδικα. Ο δημόσιος υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στην Υπηρεσία αν αθωωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και λαμβάνει τις αποδοχές που στερήθηκε κατά το χρόνο της εκτός Υπηρεσίας παραμονής του. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν εφεξής και για τις εκκρεμείς υποθέσεις. Το αρμόδιο Συμβούλιο συνέρχεται εντός δεκαπέντε ημερών από τη δημοσίευση του παρόντα Κώδικα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών στις εκκρεμείς υποθέσεις, διατηρουμένου του δικαιώματος του Προϊσταμένου της Αρχής να ενεργήσει σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 104 του Υπαλληλικού Κώδικα.
2. Πλοίαρχοι, μηχανικοί, και καθένας που ανήκει στο πλήρωμα γενικά εμπορικού πλοίου ή αεροσκάφους, οι υπάλληλοι της υπηρεσίας των πρακτορείων των πλοίων και των αεροπορικών και των δι' αυτοκινήτων συγκοινωνιών και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι παντός βαθμού καθώς και οδηγοί αυτοκινήτων, εφόσον υποπέσουν στο αδίκημα της λαθρεμπορίας στερούνται πρόσκαιρα συνεπεία της καταδίκης τους του διπλώματός τους ή της άδειας άσκησης επαγγέλματός τους ή εκπίπτουν της θέσης την οποία κατέχουν, κατά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου.
3. Σε περίπτωση αναστολής της ποινικής διαδικασίας σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 150, το αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με την παρ. 1, κρίνει για τη θέση ή μη σε δυνητική αργία του δημοσίου υπαλλήλου, κατόπιν ακρόασής του. Αν ο υπάλληλος έχει τεθεί ήδη σε υποχρεωτική αργία, το αρμόδιο όργανο κρίνει εκ νέου για τη διατήρηση ή μη της θέσης του υπαλλήλου σε αργία.».

3. Το άρθρο 55Α του ν. 4174/2013 (Α' 170) αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 55Α
Παραπομπή εγκλημάτων φοροδιαφυγής σε ποινική δίκη
Εάν με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.».

4. Η παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. α) Αν, με βάση εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, εκ των οριζομένων στο άρθρο 66, η έκδοση τέτοιας πράξης αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό, η οικεία φορολογική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα και του αποστέλλει αντίγραφο της ως άνω διοικητικής πράξης.
β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε.
δ) Η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων γίνονται κατά προτεραιότητα. Η φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή η γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα, αντιστοίχως, για την οριστικοποίηση της πράξης, λόγω μη άσκησης προσφυγής, ή για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και υποβάλλουν, κατά περίπτωση, υπηρεσιακό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου ή της δικογραφίας της υπόθεσης. ε) Σε περίπτωση αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της περ. α', δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.».

Άρθρο 33
Αναστολή της παραγραφής των ποινικών αδικημάτων που σχετίζονται με τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών - Τροποποίηση του άρθρου 28 του ν. 4321/2015

Στην περ. β' της παρ. 15 του άρθρου 28 του ν. 4321/2015 (Α' 32) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 15 διαμορφώνεται ως εξής:
«15. Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης και εφόσον τηρούνται οι όροι αυτής και καταβάλλονται οι τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές:
α) Χορηγείται στους υπόχρεους μηνιαίο πιστοποιητικό οφειλής, στο οποίο πιστοποιείται και το υπολειπόμενο ποσό οφειλής και το οποίο επέχει θέση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας.
Για τις επιχειρήσεις της περ. ε' της παρ. 5 του άρθρου 8 του α.ν. 1846/1951 (Α' 179), που υπάγονται σε καθεστώς ρύθμισης με τις διατάξεις της παρούσας και είναι συνεπείς με τους όρους αυτών, χορηγείται πιστοποιητικό οφειλής, για την είσπραξη λογαριασμών δημοσίου έργου, χωρίς παρακράτηση, εφόσον το έργο για το οποίο χορηγείται το πιστοποιητικό δεν οφείλει τρέχουσες ή ληξιπρόθεσμες οφειλές. Σε περίπτωση ύπαρξης οφειλής του έργου χορηγείται πιστοποιητικό οφειλής με παρακράτηση τη συνολική οφειλή του έργου. β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη σε βάρος των υπευθύνων σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 (Α' 136) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται. Σε περίπτωση αναστολής της ποινικής δίωξης κατά τα ανωτέρω, δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα. γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων, εφόσον έχει πληρωθεί η πρώτη δόση. Αν ο οφειλέτης απωλέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
δ) Αναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής των οφειλών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 (Α' 270).».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ' ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

Άρθρο 34
Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος κατά τη διαμεσολάβηση - Τροποποίηση άρθρου 31 ν. 4640/2019

Στο άρθρο 31 του ν. 4640/2019 (Α' 190) προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 31 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 31 Νομική βοήθεια
Οι διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α' 24) για την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος εφαρμόζονται αναλογικά για τους διαμεσολαβητές και τους νομικούς παραστάτες του άρθρου 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται η διαδικασία καταβολής, οι προϋποθέσεις και το ύψος της αποζημίωσης των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα που αφορά την εφαρμογή του παρόντος. Με όμοια απόφαση καθορίζεται και η αποζημίωση των προσώπων της παρούσας, που έχουν ήδη διορισθεί μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος και πριν από τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης περί δημιουργίας Μητρώου Διαμεσολαβητών Νομικής Βοήθειας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 29.».

Άρθρο 35
Αρμόδια αρχή για τον διορισμό διαμεσολαβητών στη νομική βοήθεια - Τροποποίηση του άρθρου 8 του ν. 3226/2004

Στην παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3226/2004 (Α' 24) προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Άρθρο 8
Αρμόδια αρχή
1. Αρμόδια αρχή για την εξέταση της αίτησης παροχής νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα είναι ο Ειρηνοδίκης, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο Πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και, εάν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, ο Ειρηνοδίκης της κατοικίας του αιτούντος. Στις πράξεις που είναι άσχετες με δίκη συμπεριλαμβάνονται οι πράξεις που συντάσσονται από συμβολαιογράφο σχετικά με υποθέσεις συναινετικού διαζυγίου. H Αρχή της παρούσας είναι αρμόδια και για την εξέταση της αίτησης παροχής νομικής βοήθειας στις υποθέσεις που υπάγονται στον ν. 4640/2019 (Α' 190).
2. Κατά της απόφασης του ειρηνοδίκη, του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του προέδρου του Πρωτοδικείου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή από τον αιτούντα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την έκδοσή της. Η προσφυγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 36 Διασκέψεις εξ αποστάσεως

Κατ' εξαίρεση, οι διασκέψεις σε όλα τα δικαστήρια της χώρας μπορούν να γίνονται και εξ αποστάσεως με τη χρήση τεχνολογικών μέσων που διασφαλίζουν τη μυστικότητά τους, εφόσον λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος δεν είναι εφικτή η φυσική συμμετοχή ενός ή περισσότερων δικαστών σ' αυτές.

Άρθρο 37
Αύξηση θέσεων υπαλλήλων κλάδου πληροφορικής στο Συμβούλιο της Επικρατείας και δυνατότητα κάλυψης κενών θέσεων με μετάταξη ή μεταφορά υπηρετούντων ήδη υπαλλήλων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια

1. Συστήνονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας είκοσι (20) θέσεις δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου πληροφορικής, οι οποίες κατανέμονται στις παρακάτω κατηγορίες και ειδικότητες: α) Κατηγορία ΠΕ κλάδος ΠΕ Πληροφορικής, με τα προσόντα που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 50/2001 (Α' 39), πέντε (5) θέσεις.
β) Κατηγορία ΤΕ κλάδος ΤΕ Πληροφορικής, με τα προσόντα που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρο 14 του π.δ. 50/2001, δέκα (10) θέσεις.
γ) Κατηγορία ΔΕ, κλάδος ΔΕ Προσωπικού Η/Υ (ή ΔΕ Πληροφορικής) με τα προσόντα που ορίζονται στο άρθρο 19 του π.δ. 50/2001, πέντε (5) θέσεις.

2. Η πλήρωση των συνιστώμενων και των υφιστάμενων κενών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου πληροφορικής στο Συμβούλιο της Επικρατείας γίνεται είτε με διορισμό μόνιμου προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 2812/2000, Α' 67) είτε με την τήρηση της διαδικασίας των παρ. 3 και 4.

3. Κατά παρέκκλιση όσων ορίζονται στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, στον ν. 4440/2016 (Α' 224) και σε κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, επιτρέπεται κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος η πλήρωση κενών θέσεων και με μετάταξη μόνιμων υπαλλήλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), ύστερα από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο αξιολογεί και τα προσόντα των υποψηφίων. Το Τμήμα Λειτουργίας Γραμματείας Δικαστηρίων και Υπηρεσιακής Κατάστασης Δικαστικών Υπαλλήλων της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Οργάνωσης και Λειτουργίας Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει και διαβιβάζει στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης σχετική ανακοίνωση-πρόσκληση για τη μετάταξη, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ανακοίνωση καθορίζονται ο αριθμός των θέσεων, οι κατηγορίες και τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται, η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων, η αρμόδια υπηρεσία και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Οι φορείς στους οποίους διαβιβάζεται η πρόσκληση-ανακοίνωση υποχρεούνται να τη γνωστοποιούν στους υπαλλήλους του κλάδου πληροφορικής με κάθε πρόσφορο τρόπο. Η μετάταξη πραγματοποιείται μετά από απλή γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου στο οποίο υπάγεται ο υπάλληλος και σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του οικείου Υπουργείου. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν και πάντως μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την υποβολή της αίτησης.

4. Κατά παρέκκλιση όσων ορίζονται στις παρ. 2 και 3 και σε κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, επιτρέπεται η κάλυψη των αναγκαίων κενών θέσεων και μέχρι δύο (2) θέσεων της περ. α', μέχρι έξι (6) θέσεων της περ. β' και μέχρι δύο (2) θέσεων της περ. γ' της παρ. 1 με μεταφορά αντίστοιχων θέσεων υπαλλήλων που έχουν τα απαιτούμενα προσόντα και υπηρετούν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Η μεταφορά των θέσεων και των υπαλλήλων πραγματοποιείται με την ίδια σχέση και τους αυτούς όρους εργασίας με τους οποίους υπηρετούν, ύστερα από αίτησή τους και σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της Συμβουλίου της Επικρατείας, με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του οικείου Υπουργείου. Η δαπάνη μισθοδοσίας και εν γένει όλες οι οφειλόμενες εισφορές και κρατήσεις βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το Τμήμα Λειτουργίας Γραμματείας Δικαστηρίων και Υπηρεσιακής Κατάστασης Δικαστικών Υπαλλήλων της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Οργάνωσης και Λειτουργίας Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει και διαβιβάζει σε όλες τις υπηρεσίες των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης σχετική ανακοίνωση-πρόσκληση για τη μετάταξη, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ανακοίνωση καθορίζονται ο αριθμός των θέσεων, οι κατηγορίες και τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται, η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων, η αρμόδια υπηρεσία και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Οι φορείς στους οποίους διαβιβάζεται η πρόσκληση-ανακοίνωση υποχρεούνται να τη γνωστοποιούν στους υπαλλήλους του κλάδου πληροφορικής με κάθε πρόσφορο τρόπο. Η ανακοίνωση- πρόσκληση της παρούσας μπορεί να είναι ενιαία με την ανακοίνωση της παρ. 3. Σε περίπτωση εφαρμογής της παρούσας και μέχρι την αποχώρηση καθ' οιονδήποτε τρόπο του προσωπικού που έχει μεταφερθεί, δεν επιτρέπεται η κάλυψη οργανικών θέσεων με μόνιμο προσωπικό σε αριθμό ίσο προς τον αριθμό του προσωπικού που έχει μεταφερθεί. Με την αποχώρηση του προσωπικού που μεταφέρεται, οι θέσεις του προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίες έχουν μεταφερθεί, καταργούνται.

5. Οι παρ. 2, 3 και 4 εφαρμόζονται και για την κάλυψη, με πρόσληψη, μετάταξη ή μεταφορά, υφιστάμενων κενών οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου πληροφορικής της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, όπου στις παρ. 3 και 4 αναφέρεται το υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του οικείου Διοικητικού Εφετείου. Ως προς τη μεταφορά θέσεων και προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου επιτρέπεται η κάλυψη μέχρι το ήμισυ κάθε κατηγορίας των υφιστάμενων κενών οργανικών θέσεων.

6. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί, και κατά τροποποίηση των παρ. 2, 3, 4 και 5 καθώς και κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης νόμου, να εξειδικεύονται ή να συμπληρώνονται τα προσόντα των υποψηφίων ή να τροποποιούνται οι προϋποθέσεις, οι όροι και η διαδικασία για την πρόσληψη, μετάταξη ή τη μεταφορά των υπαλλήλων των παρ. 3, 4 και 5.

7. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να μεταφέρονται κενές θέσεις του κλάδου πληροφορικής των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των ΤΔΔ.

Άρθρο 38
Συμμετοχή δικαστικών λειτουργών και λοιπών προσώπων σε ομάδες εργασίας για έργα πληροφορικής της Δικαιοσύνης - Τροποποίηση άρθρων 41 ν. 1756/1988 και 30 του ν. 2812/2000

1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης μπορεί να συστήνονται ομάδες εργασίας για την υλοποίηση έργων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στο πλαίσιο προγραμμάτων και δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρονική δικαιοσύνη. Οι ομάδες της παρούσας συγκροτούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και του εκάστοτε καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού. Μέλη των ομάδων εργασίας μπορεί να ορίζονται δικαστικοί ή εισαγγελικοί λειτουργοί που ανήκουν στον κλάδο της δικαιοσύνης στον οποίο αφορούν οι υλοποιούμενες δράσεις, δικαστικοί υπάλληλοι, μέλη Διδακτικού - Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.), δικηγόροι, ειδικοί πληροφορικής και ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς και υπηρεσιακοί παράγοντες των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης και άλλων συναφών με το εκάστοτε αντικείμενο υπηρεσιών. Η επιλογή του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, ο οποίος μετέχει στην ως άνω ομάδα γίνεται με πράξη του οργάνου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, την οργάνωση του οποίου ή της οποίας αφορούν οι δράσεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 41 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

2. Κατ' εξαίρεση, εφόσον συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176), στα μέλη των επιτροπών της παρ. 1 καταβάλλεται αποζημίωση σύμφωνα με τη διαδικασία και κατά τους όρους της παρ. 1.

3. Στο άρθρο 41 του ν. 1756/1988 (Α' 35) προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 41 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 41.
Ασυμβίβαστα.
1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία, καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.
2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές, που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Ο δικαστικός λειτουργός που θα μετάσχει υποδεικνύεται από το δικαστή ή τον εισαγγελέα ή το τριμελές συμβούλιο που διευθύνει το πολιτικό ή το διοικητικό δικαστήριο ή την εισαγγελία, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο δικαστικός λειτουργός προεδρεύει στα ως άνω συμβούλια ή τις επιτροπές, εκτός εάν μετέχει επίσης υπουργός, υφυπουργός ή γενικός γραμματέας υπουργείου. Ειδικώς στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, δεν μπορεί να μετέχει ως μέλος δικαστικός λειτουργός στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει κάποιο από τα κωλύματα των περ. α', β' και γ' της παρ. 6 του άρθρου 15. Εφόσον, στις ανωτέρω επιτροπές, δεν συμμετέχει δικαστικός λειτουργός με το βαθμό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ή αντίστοιχο, ως Πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να ορίζεται μέλος το οποίο δεν έχει τη δικαστική ιδιότητα.
3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται· καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 871Α, 882Α και 902 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τις σχετικές διατάξεις των νόμων 2331/1995 και 1816/1988.
4. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην Κυβέρνηση.
5. Η συμμετοχή δικαστικών ή εισαγγελικών λειτουργών στην υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων με αντικείμενο την ανάπτυξη, την προώθηση και τη βελτίωση της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, συνιστά δικαστικό έργο, το οποίο παρέχεται στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων τους. Η επιλογή του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού που μετέχει σε ομάδες εργασίας για την υλοποίηση των ως άνω προγραμμάτων και δράσεων, γίνεται με πράξη του οργάνου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, στην οργάνωση του οποίου ή της οποίας αποσκοπούν οι προς υλοποίηση δράσεις και στο οποίο υπηρετεί ο επιλεγόμενος λειτουργός.».

4. Στο άρθρο 30 του ν. 2812/2000 (Α' 67) προστίθενται παρ. 3 και 4 και το άρθρο 30 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 30 Δικαίωμα άσκησης καθηκόντων
1. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου, στον οποίο ανήκει, ή της ειδικότητάς του.
2. Σε περίπτωση επιτακτικών υπηρεσιακών αναγκών, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο τρόπο, επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό υπάλληλο καθηκόντων άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Η ανάθεση γίνεται με Απόφαση του Προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας για χρονικό διάστημα έως έξι μήνες, με δυνατότητα παράτασης για έξι ακόμη μήνες, με όμοια Απόφαση. Ο χρόνος ανάθεσης μπορεί να παραταθεί συνολικά έως δύο έτη, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Η συμμετοχή δικαστικών υπαλλήλων στην υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων με αντικείμενο την ανάπτυξη, την προώθηση και τη βελτίωση της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, εντάσσεται στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων τους. Η επιλογή του δικαστικού υπαλλήλου που μετέχει σε ομάδες εργασίας για την υλοποίηση των ως άνω προγραμμάτων και δράσεων γίνεται με πράξη του οργάνου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, στην οργάνωση του οποίου ή της οποίας αποσκοπούν οι προς υλοποίηση δράσεις και στο οποίο υπηρετεί ο επιλεγόμενος υπάλληλος.
4. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και στα υπό εξέλιξη έργα, τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο υλοποίησης προγραμμάτων και δράσεων για την ηλεκτρονική δικαιοσύνη, χρηματοδοτούνται εν όλω ή εν μέρει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τα οποία έχουν ήδη συναφθεί οι σχετικές συμφωνίες επιδότησης, είτε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, είτε από το όργανο που διευθύνει το δικαστήριο. Ειδικώς, για τα υπό εξέλιξη έργα της παρούσας, οι συνέπειες συγκρότησης των συλλογικών οργάνων της παρ. 1 ανατρέχουν στην ημερομηνία σύναψης των ήδη συναφθεισών συμφωνιών.».

Άρθρο 39
Επεξεργασία διαταγμάτων με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.) - Τροποποίηση του π.δ. 18/1989

Στο π.δ. 18/1989 (Α' 8) επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις: α) Προστίθεται άρθρο 16Α ως εξής:
«Άρθρο 16Α
Επεξεργασία διαταγμάτων με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών
Τα σχέδια διαταγμάτων που αποστέλλονται προς επεξεργασία προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα στοιχεία που κατά νόμο τα συνοδεύουν και η σχετική γνωμοδότηση του Δικαστηρίου διακινούνται αποκλειστικά με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.), που διατίθενται στο Συμβούλιο της Επικρατείας από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων της Διοικητικής Δικαιοσύνης (Ο.Σ.Δ.Δ.Υ.Δ.Δ.). Τα σχέδια των διαταγμάτων, τα κρίσιμα στοιχεία που τα συνοδεύουν και το αντίγραφο της γνωμοδότησης του Δικαστηρίου που αποστέλλεται στη Διοίκηση φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 4727/2020 (Α' 184). Η Διοίκηση παρέχει στους δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους που υπηρετούν στο Δικαστήριο πλήρη πρόσβαση στις πληροφορίες και στα έγγραφα που είναι αναγκαία για την επεξεργασία των διαταγμάτων. Η Διοίκηση οφείλει να αποστείλει σε έγχαρτη ή ηλεκτρονική μορφή οποιοδήποτε στοιχείο κρίνει σκόπιμο ο Εισηγητής ότι είναι αναγκαίο για την επεξεργασία του σχεδίου λόγω της φύσης του.».
β) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 70α αντικαθίσταται ως εξής: «Με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 27 και των αιτήσεων περί ευεργετήματος πενίας, όπου στις διατάξεις του παρόντος αναφέρεται η κατάθεση δικογράφου ή εγγράφου σε έντυπη μορφή, από την 1η.1.2021 νοείται αποκλειστικώς η ηλεκτρονική κατάθεσή τους, εφόσον τα δικόγραφα ή έγγραφα αυτά φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 4727/2020 (Α' 184).».

Άρθρο 40
Αποσπάσεις δικαστικών λειτουργών - Τροποποίηση του άρθρου 51 του ν. 1756/1988

Στο άρθρο 51 του ν. 1756/1988 (Α' 35) προστίθεται παρ. 8 ως εξής:
«8. α) Δικαστικοί λειτουργοί, γονείς ανήλικου τέκνου, των οποίων οι σύζυγοι έχουν μετατεθεί σε κενή οργανική θέση και υπηρετούν ως μόνιμοι υπάλληλοι στον διπλωματικό κλάδο ή εξομοιούμενο με αυτόν, του Υπουργείου Εξωτερικών, σε αρχή της Εξωτερικής Υπηρεσίας, επιτρέπεται να αποσπώνται στην ίδια πόλη με την αρχή όπου υπηρετεί ο ή η σύζυγός τους ή το πρόσωπο με το οποίο έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, είτε στην ίδια την αρχή είτε σε άλλη αρχή, και για όσο διάστημα διαρκεί η τοποθέτηση του ή της συζύγου τους ή του προσώπου με το οποίο έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και ιδίως στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή σε όργανα, σε οργανισμούς, μονάδες και επιτροπές της Ε/Ε., του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και οποιουδήποτε άλλου διεθνούς οργανισμού.
β) Η απόσπαση της παρούσας πραγματοποιείται με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων των Υπουργείων Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
γ) Οι αποσπώμενοι δικαστικοί λειτουργοί λαμβάνουν, αποκλειστικά, τις αποδοχές εσωτερικού, οι οποίες καταβάλλονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και δεν δικαιούνται επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Η απόσπαση γίνεται αποκλειστικά για εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας σε αντικείμενα συναφή με τη δικαστική ιδιότητα για χρόνο όχι μεγαλύτερο της τριετίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο χρόνος απόσπασης δύναται να παραταθεί με τις ίδιες προϋποθέσεις για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) ακόμη έτη.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ' ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΩΝ

Άρθρο 41
Συμψηφισμός αχρεωστήτως καταβληθέντων στο δημόσιο αναλογικών δικαιωμάτων - Τροποποίηση άρθρου 14 ν. 3156/2003

Στο άρθρο 14 του ν. 3156/2003 (Α' 157) προστίθεται παρ. 2α και οι παρ. 1, 2 και 2α του άρθρου 14 διαμορφώνονται ως εξής:
«Άρθρο 14 Φορολογικές και άλλες ρυθμίσεις 1. Η έκδοση ομολογιακού δανείου του νόμου αυτού, η παροχή κάθε είδους ασφαλειών, όλες οι συμβάσεις που προβλέπονται στο νόμο αυτόν, καθώς και κάθε σχετική ή παρεπόμενη σύμβαση ή πράξη και η καταχώριση αυτών σε δημόσια βιβλία όπου απαιτείται, οι προσωρινοί και οριστικοί τίτλοι ομολογιών, η διάθεση και κυκλοφορία αυτών, η εξόφληση του κεφαλαίου από ομολογίες και από επιχειρηματικές απαιτήσεις που τις καλύπτουν και εν γένει η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από ομολογίες που εκδίδονται σύμφωνα με το νόμο αυτόν και από επιχειρηματικές απαιτήσεις που τις καλύπτουν, η μεταβίβαση ομολογιών εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς ή χρηματιστηρίου απαλλάσσονται από κάθε
άμεσο ή έμμεσο φόρο περιλαμβανομένου και του φόρου υπεραξίας, τέλος, ανταποδοτικό ή μη, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, εισφορά του ν. 128/1975 (Α' 178), προμήθεια, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών.
2. Για κάθε εγγραφή σύστασης ή μεταβίβασης ή άρση ή διαγραφή εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή σημειώσεων σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο, μητρώο ή κτηματολόγιο και για την καταχώριση των συμβάσεων των άρθρων 10 και 11, καταβάλλονται μόνο πάγια δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων εκατό (100) ευρώ, αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης ή τέλους.
2α. Μετά από την τελεσιδικία δικαστικών αποφάσεων που καταδικάζουν υποθηκοφύλακες, προϊσταμένους αντίστοιχων μεταβατικών κτηματολογικών γραφείων κατά το άρθρο 23 του ν. 2664/1998 (Α' 275) ή ενεχυροφύλακες να αποδώσουν εισπραχθέντα, αναλογικά και πάγια δικαιώματα πλέον τόκων και εξόδων, δεχόμενες ότι τα είχαν εισπράξει κατά παράβαση όσων ορίζονται στις παρ. 1 και 2, άμα τη καταβολή τους στον νικήσαντα διάδικο, οι υποθηκοφύλακες, οι προϊστάμενοι αντίστοιχων μεταβατικών κτηματολογικών γραφείων κατά το άρθρο 23 του ν. 2664/1998, στα οποία είχε γίνει η επίδικη καταχώριση κατά το παρελθόν ή οι ενεχυροφύλακες, δύνανται, όσα ποσά έχουν αποδώσει αχρεωστήτως στο Δημόσιο από την άνω αιτία, να τα συμψηφίσουν αυτεπαγγέλτως, μετά από την ως άνω καταβολή, με εισπραττόμενα, αναλογικά και πάγια, αποδοτέα όμως στο Δημόσιο, δικαιώματα από μεταγραφές, εγγραφές, καταχωρίσεις, σημειώσεις, άρσεις και διαγραφές στα υποθηκοφυλακεία, στα αντίστοιχα μεταβατικά κτηματολογικά γραφεία κατά το άρθρο 23 του ν.2664/1998 και ενεχυροφυλακεία. Η προθεσμία παραγραφής των σχετικών αξιώσεων υποθηκοφυλάκων, προϊσταμένων αντίστοιχων μεταβατικών κτηματολογικών γραφείων κατά το άρθρο 23 του ν. 2664/1998 και ενεχυροφυλάκων, εν ενεργεία και αποχωρησάντων, κατά του Δημοσίου, για συμψηφισμό ποσών, τα οποία εισπράχθηκαν και καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από αυτούς στο Δημόσιο από την ως άνω αιτία, αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο οι δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες καταδικάζουν αυτούς στην απόδοση εισπραχθέντων δικαιωμάτων, κατέστησαν αμετάκλητες.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'
ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Άρθρο 42
Χορήγηση ποινικού μητρώου στην Τράπεζα της Ελλάδος - Τροποποίηση άρθρου 4 ν. 4261/2014

Στην παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 4261/2014 (Α' 107) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 4 Αρμόδιες Αρχές (άρθρο 4 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ) 1. Στην Τράπεζα της Ελλάδος ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (L 176) αναφορικά με πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτες χώρες, και με χρηματοδοτικά ιδρύματα.
2. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας και των διατάξεων του Καταστατικού της, η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων με βάση τον παρόντα νόμο και τον ανωτέρω Κανονισμό, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
3. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά πιστωτικό ίδρυμα, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας εκ μέρους της επιτόπιων ελέγχων.
4. Οι κατά τα άρθρα 1-166 του παρόντος νόμου και κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου.
Με όμοια Πράξη μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής Πράξης.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παρ. 6 και 15 του παρόντος άρθρου, οι κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 υπέρ των κρατών-μελών ασκούνται με Πράξεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου.
6. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφορικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, καθώς και τις επιχειρήσεις του στοιχείου γ' του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των εν λόγω επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτες χώρες.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων και, κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, με τις απαιτήσεις του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και είναι αρμόδια να εξετάζει πιθανές παραβιάσεις αυτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά τη χορήγηση αντιγράφου ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 572 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των εποπτευόμενων φυσικών προσώπων, καθώς και όσων διατελούν μέλη του διοικητικού συμβουλίου, υπεύθυνοι κρίσιμων λειτουργιών, αρμόδια διευθυντικά στελέχη, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 4557/2018 (Α' 139), ή αποκτούν άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή, όπως ορίζεται στο σημείο 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στα εποπτευόμενα ιδρύματα, επιχειρήσεις και οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της, που κυρώθηκε με τον ν. 3424/1927 (Α' 298), και τους ειδικότερους νόμους.
8. Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τα ιδρύματα διατηρούν επίσης μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.
9. Τα ιδρύματα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και καταχωρίζουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ούτως ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει ανά πάσα στιγμή τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
10. Τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα λοιπά καθήκοντα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται διακριτά και ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση.
11. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτή πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της σαφήνειας.
12. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, η εποπτεία που ασκεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων της παρ. 6 του παρόντος άρθρου με βάση τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των επιχειρήσεων της παρ. 6 του παρόντος άρθρου.
13. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά επιχείρηση της παρ. 6 του παρόντος άρθρου, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων της παρ. 6 του παρόντος άρθρου μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας, εκ μέρους της, επιτόπιων ελέγχων.
14. Οι κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. Με όμοια απόφαση μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασης.
15. Οι προβλεπόμενες από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις υπέρ των κρατών-μελών ασκούνται κατά το λόγο της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου.
16. Οι κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις μπορούν να έχουν αναδρομικό χαρακτήρα, τηρουμένης της παρ. 1 του άρθρου 191 του παρόντος νόμου.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η' ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

Άρθρο 43
Αντιμετώπιση αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

Επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλων δημόσιων υπηρεσιών κάθε μορφής, δικαστικών υπαλλήλων και υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών, με δυνατότητα ισόχρονης παράτασης, ύστερα από δημόσια πρόσκληση από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και αίτηση των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που εκδίδεται το αργότερο ως την 28η.2.2021, κατά παρέκκλιση του άρθρου 68 του ν. 3528/2007 (Α' 26), αποκλειστικά και μόνο για την εκκαθάριση και εξόφληση απαιτήσεων στο πλαίσιο χορήγησης νομικής βοήθειας. Οι αποδοχές των αποσπασμένων υπαλλήλων καταβάλλονται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ..

Άρθρο 44
Καταβολή μισθωμάτων κυλικείων δικαστηρίων στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. - Τροποποίηση του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012

Στον αριθμό 10 της υποπαρ. ΣΤ.2, της παρ. ΣΤ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α'222), προστίθεται εδάφιο και η παρ. 10 διαμορφώνεται ως εξής:
«10. α) Υφιστάμενες διοικητικές άδειες διατηρούνται σε ισχύ. Περαιτέρω μεταβίβαση αυτών επιτρέπεται μόνον άπαξ και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών: αα) στον ή στην σύζυγο του αποθανόντος δικαιούχου ή
αβ) στα ενήλικα τέκνα του, εφόσον ανήκουν στην κατηγορία των ατόμων με αναπηρία, με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω.
β) Εκμίσθωση του δικαιώματος εκμετάλλευσης σε τρίτους, επιτρέπεται για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών.
γ) Από 1.1.2014, οι δικαιούχοι της περ. α' υπόκεινται σε υποχρέωση καταβολής τέλους για τον κοινόχρηστο χώρο που καταλαμβάνει η κατασκευή του περιπτέρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του από 20.10.1958 βασιλικού διατάγματος (Α' 171). Για τη χρήση κοινόχρηστου χώρου, πέραν του τέλους της παρούσας, εφαρμόζονται οι ίδιες ως άνω διατάξεις από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
δ) Τον δικαιούχο μπορεί να αναπληρώνει ο σύζυγος ή η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα, τα στοιχεία των οποίων αναγράφονται στην πράξη παραχώρησης.
ε) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μισθώματα και τέλη από εκμετάλλευση περιπτέρων, καθώς και κυλικείων, καφενείων και κουρείων εντός κτιρίων που στεγάζονται υπηρεσίες των Ο.Τ.Α., των οποίων οι δικαιούχοι έχουν αποβιώσει, καταβάλλονται στους οικείους Ο.Τ.Α., μέχρι τη λήξη της μίσθωσης.
στ) Μισθώματα από εκμετάλλευση κυλικείων εντός κτιρίων ιδιοκτησίας του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., στα οποία στεγάζονται δικαστήρια και δικαστικές υπηρεσίες, των οποίων οι δικαιούχοι έχουν αποβιώσει, καταβάλλονται στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. μέχρι τη λήξη της μίσθωσης. ζ) Σε υφιστάμενες, κατά τη δημοσίευση του παρόντος άδειες κατά ιδανικά μερίδια, εφόσον παύσει να υφίσταται δικαιούχος μεριδίου, κατόπιν αιτήσεως των λοιπών, παραχωρείται σε αυτούς το ανωτέρω απομένον μερίδιο.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'
ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Άρθρο 45
Μετάταξη υπαλλήλων στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης

1. Υπάλληλοι, με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μπορούν να μεταταχθούν σε κενή οργανική θέση της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κλάδου αντίστοιχου των τυπικών τους προσόντων. Η μετάταξη διενεργείται μετά από αίτησή τους, με κοινή απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του αρμοδίου οργάνου του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργείου, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, η μετάταξη διενεργείται σε προσωποπαγή θέση και ο μεταταγείς καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται, οπότε καταργείται αυτοδικαίως η προσωποπαγής θέση, η οποία ομοίως καταργείται με την κατά οποιοδήποτε τρόπο αποχώρησή του από την Υπηρεσία.

2. Από την εφαρμογή της παρ. 1 εξαιρείται το προσωπικό με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου των έμμισθων υποθηκοφυλακείων, καθώς και το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου των υποθηκοφυλακείων που μετατράπηκαν σε έμμισθα σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 32 του ν. 4456/2017 (Α' 24) που δεν υπέβαλε την αίτηση της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 4512/2018 (Α' 5).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι' ΚΑΛΥΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Άρθρο 46
Κάλυψη θέσεων τακτικού προσωπικού των δικαστηρίων της χώρας - Τροποποίηση παρ. 9 άρθρου 15 ν. 2190/1994

Το τρίτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 15 του ν. 2190/1994 (Α' 28) τροποποιείται, προστίθεται τέταρτο εδάφιο στην παρ. 9 και η παρ. 9 διαμορφώνεται ως εξής: «9. Η κάλυψη θέσεων τακτικού προσωπικού των υπηρεσιών και των νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 14 είναι δυνατόν να πραγματοποιείται μετά από σύμφωνη γνώμη του Α.Σ.Ε.Π. και του οικείου φορέα, χωρίς νέα προκήρυξη, από πίνακα επιλαχόντων προηγούμενου διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π., υπό την προϋπόθεση ότι οι νέες προς κάλυψη θέσεις αφορούν σε όμοιους κλάδους - ειδικότητες και σε πρόσθετα προσόντα και ότι έχει υποβληθεί αίτημα για έγκριση προς την Επιτροπή που προβλέπεται στην υπ' αρ. 33/2006 Π.Υ.Σ. (Α' 280), πριν παρέλθουν εννέα (9) μήνες από τη δημοσίευση των αντίστοιχων πινάκων διοριστέων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με την επιφύλαξη του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 (Α' 40). Στο πεδίο εφαρμογής του πρώτου εδαφίου εμπίπτουν και τα αιτήματα φορέων που έχουν υποβληθεί για έγκριση στην ανωτέρω Επιτροπή, πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσης. Ειδικότερα, όσον αφορά στην κάλυψη θέσεων τακτικού προσωπικού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) ή των δικαστηρίων της χώρας είναι δυνατόν, να πραγματοποιείται, μετά από σύμφωνη γνώμη του Α.Σ.Ε.Π., χωρίς νέα προκήρυξη, από πίνακα επιλαχόντων:
α) προηγούμενου διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π., για την κάλυψη θέσεων της Αρχής ή των δικαστηρίων της χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι οι νέες προς κάλυψη θέσεις αφορούν σε όμοιους κλάδους-ειδικότητες και πρόσθετα προσόντα και ότι δεν έχουν παρέλθει τρία (3) έτη από τη δημοσίευση των αντίστοιχων πινάκων διοριστέων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με την επιφύλαξη του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 (Α' 40),
β) από προκηρύξεις των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (Α' 234), εφόσον ταυτίζονται τα προσόντα και τα πρόσθετα προσόντα της κατηγορίας τους, με τις αντίστοιχες προς πλήρωση ειδικότητες και δεν έχουν παρέλθει εννέα (9) μήνες από τη δημοσίευση των αντίστοιχων πινάκων διοριστέων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με την επιφύλαξη του άρθρου 11 του ν. 3833/2010.
Η παρούσα διάταξη καταλαμβάνει και την προκήρυξη 8Κ/2017 ΑΣΕΠ (ΑΣΕΠ 23). Η επιλογή των διοριστέων στις νέες θέσεις από τους επιλαχόντες, γίνεται από το Α.Σ.Ε.Π. κατόπιν ελέγχου των προσόντων των επιλαχόντων υποψηφίων που βρίσκονται στους πίνακες κατάταξης των αντίστοιχων κλάδων και ειδικοτήτων και, σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων πινάκων, εκείνων που προηγούνται χρονικά και με τη σειρά που έχουν οι υποψήφιοι σε αυτούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Οι επιλαχόντες υποψήφιοι, σε περίπτωση που η κάλυψη θέσεων αφορά σε ίδιους φορείς, ή μέρος αυτών, με την αυτή έδρα, εφόσον δεν αποδεχθούν τον διορισμό τους, διαγράφονται από τους πίνακες των επιλαχόντων και από τους πίνακες κατάταξης του προηγούμενου διαγωνισμού. Σε περίπτωση που οι νέες προς κάλυψη θέσεις αφορούν άλλους φορείς ή τους ίδιους φορείς άλλης περιφερειακής ενότητας, οι επιλαχόντες υποψήφιοι καλούνται από το Α.Σ.Ε.Π. με κάθε πρόσφορο τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων, να δηλώσουν, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών, τις προτιμήσεις τους για τις νέες θέσεις. Αν δεν υποβληθούν οι δηλώσεις του προηγούμενου εδαφίου, τεκμαίρεται η μη συμμετοχή τους στην παρούσα διαδικασία, χωρίς όμως οι υποψήφιοι να διαγράφονται από τους οικείους πίνακες κατάταξης του προηγούμενου διαγωνισμού. Επιλαχόντες υποψήφιοι που θα διατεθούν προς διορισμό κατόπιν δήλωσης της προτίμησής τους για τις νέες θέσεις, εάν δεν αποδεχθούν τον διορισμό τους, διαγράφονται τόσο από τους πίνακες των επιλαχόντων όσο και από τους πίνακες κατάταξης του προηγούμενου διαγωνισμού.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ' ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Άρθρο 47
Αύξηση οργανικών θέσεων στο Ελεγκτικό Συνέδριο - Τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 4129/2013

Η παρ. 1 του άρθρου 2 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013, Α' 52) τροποποιείται και το άρθρο 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 2 Οργανικές θέσεις
1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελείται από: α) τον Πρόεδρο,
β) εννέα (9) Αντιπροέδρους,
γ) τριάντα επτά (37) Συμβούλους,
δ) σαράντα επτά (47) Παρέδρους και
ε) σαράντα πέντε (45) Εισηγητές - δόκιμους Εισηγητές.
2. Στο Ελεγκτικό Συνέδριο υπηρετούν επίσης ένας (1) Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, ένας (1) Επίτροπος της Επικρατείας με βαθμό Αντιπροέδρου Ελεγκτικού Συνεδρίου και τρεις (3) Αντεπίτροποι της Επικρατείας.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ'
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ

Άρθρο 48
Πειθαρχικά και δικαιοδοτικά Όργανα του ποδοσφαίρου - Τροποποίηση του άρθρου 5 του ν. 4326/2015

Η παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4326/2015 (Α' 49) τροποποιείται ως εξής: «1. α) Τα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου είτε λειτουργούν στο πλαίσιο της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) είτε στο πλαίσιο Ενώσεων Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών, αποτελούνται από δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό, κατά τον αρχική τοποθέτησή τους, Πρωτοδίκη ή Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, που ορίζονται εναλλάξ, στα πρωτοβάθμια όργανα και από τρεις (3) Εφέτες της Πολιτικής Δικαιοσύνης και δύο (2) Εφέτες της Διοικητικής Δικαιοσύνης στα δευτεροβάθμια όργανα για τριετή θητεία.
β) Η Επιτροπή Δεοντολογίας της ΕΠΟ απαρτίζεται από έναν πρόεδρο Πρωτοδικών ή Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, που ορίζεται εναλλάξ, και από δύο πρωτοδίκες της Πολιτικής Δικαιοσύνης και δύο της Διοικητικής Δικαιοσύνης για τριετή θητεία. γ) Οι δικαστικοί λειτουργοί των περ. α' και β' υποδεικνύονται, με τους αναπληρωτές τους, από τα Τριμελή Συμβούλια Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών ή του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και από τα Τριμελή Συμβούλια Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά προτίμηση μεταξύ των δικαστών που έχουν συμμετοχή σε πειθαρχικά συμβούλια, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, που αποστέλλεται μετά από αίτημα της ΕΠΟ, και ορίζονται από αυτήν με απόφαση της Γενικής της Συνέλευσης.
δ) Η ΕΠΟ ορίζει με απόφαση της Γενικής Συνέλευσής της πέντε (5) δικαστικούς λειτουργούς που μετέχουν στη σύνθεση του προβλεπόμενου από το Καταστατικό της και τον οικείο Κανονισμό, Διαιτητικού Δικαστηρίου Ποδοσφαίρου, το οποίο αποτελείται από δύο (2) Αρεοπαγίτες, δύο (2) προέδρους Εφετών και έναν (1) πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, για τριετή θητεία.
ε) Οι δικαστικοί λειτουργοί της περ. δ' υποδεικνύονται, μαζί με τους αναπληρωτές τους για τριετή θητεία από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και από τα Τριμελή Συμβούλια Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, που αποστέλλεται μετά από αίτημα της ΕΠΟ, και ορίζονται από αυτήν με απόφαση της Γενικής της Συνέλευσης.
στ) Η θητεία δικαστικού λειτουργού που υπηρετεί στα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα και το Διαιτητικό Δικαστήριο Ποδοσφαίρου ανανεώνεται μόνο (1) μια φορά και μόνο εφόσον υποδειχθεί εκ νέου από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το αρμόδιο Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του οικείου δικαστηρίου κατά τα άνω. Ο ορισμός ήδη υπηρετούντων τακτικών δικαστών στα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα, είτε αυτά λειτουργούν στο πλαίσιο της ΕΠΟ είτε στο πλαίσιο Ενώσεων Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών, θεωρείται ανανέωση του αρχικού τους ορισμού.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ' ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΣΔΙΛ

Άρθρο 49
Διευθυντής Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων - ΕΣΔΙΛ - Τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 3689/2008

Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3689/2008 (Α' 164) αντικαθίσταται και το άρθρο 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 2 Πόροι - Διαχείριση
1.α) Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών έχει τακτικούς και έκτακτους πόρους. β) Τακτικοί πόροι είναι:
αα) Η ετήσια κρατική επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στον οποίο εγγράφεται με ιδιαίτερο κωδικό αριθμό με τίτλο «Επιχορήγηση Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών», ββ) Η επιχορήγηση από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων, γγ) Οι πρόσοδοι από την περιουσία της και έσοδα από τη διάθεση εκδόσεων και δημοσιευμάτων, καθώς και από την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους έναντι αμοιβής. γ) Έκτακτοι πόροι είναι:
αα) Οι χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων, για την κάλυψη δαπανών:
i) κατασκευής, συντήρησης και επισκευής κτιριακών εγκαταστάσεων,
ii) προμήθειας, εγκατάστασης και συντήρησης του πάσης φύσεως
εξοπλισμού, που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία της και
iii) διαμόρφωσης και συντήρησης του περιβάλλοντος χώρου.
ββ) Οι επιχορηγήσεις, δωρεές, κληρονομίες, κληροδοσίες και κάθε είδους εισφορές νομικών ή φυσικών προσώπων, ημεδαπών ή αλλοδαπών. γγ) Οι χρηματοδοτήσεις από το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Μεταρρύθμιση Δημοσίου Τομέα.»
2. α) Η οικονομική και διοικητική διαχείριση ασκείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 496/1974 (Α' 204), με τον τρόπο και τα όργανα που καθορίζει ειδικός κανονισμός, ο οποίος καταρτίζεται, ύστερα από πρόταση του Γενικού Διευθυντή και του Διευθυντή Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων, από το Διοικητικό Συμβούλιο και κυρώνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η οικονομική διαχείριση υπάγεται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
β) Ο ετήσιος ισολογισμός και απολογισμός της Σχολής συντάσσονται με τη λήξη του λογιστικού έτους και συνοδεύονται από έκθεση του Γενικού Διευθυντή και του Διευθυντή Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων. γ) Ο ετήσιος προϋπολογισμός, ισολογισμός και απολογισμός εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο και υποβάλλονται στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Τα τυχόν πλεονάσματα του ετήσιου απολογισμού μεταφέρονται στην οικονομική χρήση του επόμενου έτους.
3. Στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών συστήνεται θέση Διευθυντή Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων. Διευθυντής Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων τοποθετείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του οικείου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος έχει τουλάχιστον διετή ενεργό υπηρεσία. Παύει αυτοδικαίως να κατέχει τη θέση αυτή, αν με οποιονδήποτε τρόπο στερηθεί τη δικαστική ιδιότητα. Ορίζεται με μερική απασχόληση και μειωμένη άσκηση των καθηκόντων της κύριας θέσης για θητεία τριών (3) ετών, η οποία παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την ανάληψη καθηκόντων από τον αντικαταστάτη του. Αν αποχωρήσει από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, συνεχίζει να κατέχει τη θέση μέχρι τη συμπλήρωση της θητείας του. Η θητεία του μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Εφόσον ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται από τον Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της κατεύθυνσης της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
4. Ο Διευθυντής Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων είναι υπεύθυνος για τη διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης της Σχολής και εποπτεύει τις διαδικασίες που αφορούν στον προϋπολογισμό και τη λογιστική αποτύπωση των δραστηριοτήτων αυτής, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που δίνουν σε αυτόν το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Γενικός Διευθυντής της Σχολής.
Ιδίως μεριμνά για:
α) Τη διασφάλιση της πιστής τήρησης των ανωτάτων ορίων του προϋπολογισμού της Σχολής και της διενέργειας δαπανών μόνο εφόσον υπάρχει αντίστοιχη πίστωση στον οικείο προϋπολογισμό.
β) Την κατά το νόμο αξιοποίηση των πόρων της Σχολής.
γ) Τον προγραμματισμό των οικονομικών υποθέσεων της Σχολής και τη διαδικασία εκτέλεσης τους.
δ) Το σχεδιασμό και την εφαρμογή, υπό την εποπτεία του Γενικού Διευθυντή της Σχολής, των προγραμμάτων εκπαίδευσης και Επιμόρφωσης που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο των συγχρηματοδοτούμενων από την ΕΕ και τον ΕΟΧ προγραμμάτων, καθώς και προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από εθνικούς πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
5. Το τεκμήριο αρμοδιότητας για κάθε πράξη διοίκησης και διαχείρισης ανήκει στον Γενικό Διευθυντή της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών.».

Άρθρο 50
Διευθυντές Κατάρτισης των τριών κατευθύνσεων - ΕΣΔΙΛ - Τροποποίηση του άρθρου 6 του ν.3689/2008

Η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3689/2008 (Α' 164) αντικαθίσταται και το άρθρο 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 6
Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης
1. Στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών τοποθετούνται τρεις Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης, ένας για τις κατευθύνσεις της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και των Ειρηνοδικών, ένας για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης και ένας για την κατεύθυνση των Εισαγγελέων.
2. α) Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης τοποθετούνται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του οικείου δικαστικού συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις:
αα) για τις κατευθύνσεις της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και των Ειρηνοδικών, ένας Πρόεδρος Εφετών που υπηρετεί στα πολιτικά δικαστήρια,
αβ) για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης, ένας Πρόεδρος Εφετών που υπηρετεί στα διοικητικά δικαστήρια και
αγ) για την κατεύθυνση των Εισαγγελέων, ένας Εισαγγελέας Εφετών.
β) Οι Διευθυντές της περ. α' παύουν αυτοδικαίως να κατέχουν τις θέσεις αυτές, αν στερηθούν με οποιονδήποτε τρόπο τη δικαστική ιδιότητα.
γ) Οι Διευθυντές της περ. α' ορίζονται με μερική απασχόληση, όχι πάντως μικρότερη των δύο (2) ημερών κάθε εβδομάδα, και μειωμένη άσκηση των καθηκόντων της κύριας θέσης για θητεία τριών (3) ετών, η οποία παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την ανάληψη καθηκόντων από τον αντικαταστάτη τους. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Εφόσον ελλείπουν, απουσιάζουν ή κωλύονται, αναπληρώνονται, ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης των Κατευθύνσεων της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και των Ειρηνοδικών, από τον Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της Κατεύθυνσης των Εισαγγελέων, και, αντιστρόφως, ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της Κατεύθυνσης της Διοικητικής Δικαιοσύνης, από τον Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης των Κατευθύνσεων της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και των Ειρηνοδικών.
3. Οι Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης συμμετέχουν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στο Διοικητικό Συμβούλιο και εισηγούνται τα θέματα της αρμοδιότητάς τους. Κατανέμουν και συντονίζουν το διοικητικό προσωπικό που έχει σχέση με τις αρμοδιότητές τους και συνεπικουρούν τον Γενικό Διευθυντή στην προώθηση των διεθνών σχέσεων της Σχολής.
4. Οι Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της οικείας κατεύθυνσης, υπό την εποπτεία του Γενικού Διευθυντή, είναι αρμόδιοι για την εγγραφή, την παρεχόμενη προεισαγωγική, θεωρητική και πρακτική κατάρτιση και την αξιολόγηση των εκπαιδευομένων. Μεριμνούν για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του προγράμματος κατάρτισης και συντονίζουν τις συναφείς εκπαιδευτικές διαδικασίες. Είναι επίσης αρμόδιοι για την παρεχόμενη, στο πλαίσιο της Σχολής, επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών. Μεριμνούν για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του προγράμματος επιμόρφωσης και συντονίζουν τις συναφείς εκπαιδευτικές διαδικασίες. Ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης των Εισαγγελέων συνεπικουρεί επιπλέον τον Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης των κατευθύνσεων της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και των Ειρηνοδικών σε θέματα διδασκαλίας ή επιμόρφωσης που αφορούν το ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ' ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

Άρθρο 51
Χρονικό όριο κατάσχεσης εις χείρας τρίτων - Αδικήματα τύπου - Τροποποίηση άρθρου μόνου του ν. 1178/1981

Στο άρθρο μόνο του ν. 1178/1981 (Α' 187) μετά την παρ. 7 προστίθεται νέα παρ. 7α, η οποία έχει ως εξής:
«7α. Στην περίπτωση της κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης στον αδικηθέντα, λόγω ηθικής βλάβης, από τις προβλεπόμενες στην παρ. 1 πράξεις, εφόσον έχει επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση, καθώς και αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια τρίτου, η αναγκαστική κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως μετά τη παρέλευση δεκαοκτώ (18) μηνών από την ημέρα της επίδοσης αντιγράφου του απογράφου στον καθ' ού η εκτέλεση ή του εγγράφου του άρθρου 983 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, και εφόσον η απαίτηση δεν έχει ακόμα εισπραχθεί.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ' ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

Άρθρο 52
Ανακοπές κατά της εκτελεστικής διαδικασίας - Τροποποίηση του άρθρου 152 του ν. 3588/2007

Η παρ. 4 του άρθρου 152 του ν. 3588/2007 (Α' 153) τροποποιείται, προστίθενται παρ. 5 και 6 και το άρθρο 152 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 152 Ανακοπές κατά της εκτελεστικής διαδικασίας
1. Οι κατ' ιδίαν πράξεις της διαδικασίας του δημόσιου πλειστηριασμού που ενεργείται για την εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη είτε ως συνόλου είτε των κατ' ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων, προσβάλλονται από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον με ανακοπή που ασκείται ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου.
2. Η ανακοπή ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ενέργεια της κάθε πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί ανακοπή μετά τη μεταγραφή της περίληψης της πράξης εξόφλησης ή μερικής εξόφλησης και πιστοποίησης ότι τηρήθηκαν οι όροι που συμφωνήθηκαν για την εξασφάλιση της καταβολής του υπόλοιπου τιμήματος, εκτός αν η προσβολή αφορά τη σύνταξη της μεταβιβαστικής σύμβασης, καθώς και μεταγενέστερες πράξεις, οπότε η ανακοπή ασκείται εντός ενενήντα (90) ημερών από της μεταγραφής ή αν δεν υπάρχουν ακίνητα εντός εξήντα (60) ημερών από της υπογραφής της σύμβασης μεταβιβάσεως.
3. Η άσκηση της ανακοπής και η προθεσμία αυτής δεν αναστέλλουν την περαιτέρω διαδικασία της εκκαθάρισης, εκτός αν διατάξει τούτο ο εισηγητής, μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που δικαιολογεί έννομο συμφέρον και αφού ακουσθεί ο σύνδικος, που προσκαλείται να εκθέσει τις απόψεις του εγγράφως προ τριών (3) ημερών.
4. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και το δικαστήριο αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφαση που απαγγέλλει την ακύρωση, ορίζει ποιες από τις πράξεις πρέπει να επαναληφθούν.
5. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση ή αναίρεση.
6. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως αναψηλάφησης, εάν η εκδοθείσα απόφαση αντιβαίνει σε απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε, επί αιτήσεως αναιρέσεως, είτε κατά το άρθρο 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, είτε κατά το άρθρο 557 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με εξαίρεση την αοριστία της ανακοπής. Η κατά το παρόν αίτηση αναψηλάφησης ασκείται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, και, σε κάθε περίπτωση, εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης. Με αίτηση αναψηλάφησης μπορεί να προσβληθεί, για τους ανωτέρω και μόνο λόγους, και κάθε απόφαση εκδοθείσα από την έναρξη του ν. 3588/2007, εφόσον αυτή κατέστη αμετάκλητη, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ'
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Άρθρο 53
Συγκρότηση της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών - Τροποποίηση του άρθρου 348 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 348 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 348 Συγκρότηση της Αρχής
1. Η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) αποτελείται από τριάντα ένα (31) μέλη, από τα οποία ένα (1) μέλος είναι Πρόεδρος.
2. Ο Πρόεδρος έχει την ιδιότητα του συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των Διοικητικών Εφετείων, από τον βαθμό του Προέδρου Εφετών των Διοικητικών Δικαστηρίων και άνω, ή συνταξιούχου λειτουργού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με εμπειρία στο δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.
3. Ως μέλη επιλέγονται νομικοί που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του π.δ. 50/2001 (Α' 39). Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, ως γνωστικό αντικείμενο κατά το άρθρο 2 του π.δ. 50/2001 λογίζεται το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.
4. Για την επιλογή του Προέδρου δημοσιεύεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης δημόσια πρόσκληση υποβολής αιτήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τους ενδιαφερόμενους. Οι αιτήσεις υποβάλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της πρόσκλησης, μαζί με τα δικαιολογητικά που ορίζονται σε αυτή. Η διαδικασία της προκήρυξης επαναλαμβάνεται τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη κάθε θητείας.
Ο Πρόεδρος επιλέγεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και διορίζεται με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή έκπτωσης ή με άλλο τρόπο αποχώρησης του Προέδρου πριν από τη λήξη της θητείας του, εκδίδεται νέα δημόσια πρόσκληση υποβολής αιτήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος και ακολουθείται η διαδικασία επιλογής της παρούσας. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου και μέχρι τον διορισμό του νέου Προέδρου, καθήκοντα Προέδρου ασκεί το αρχαιότερο μέλος κατά την έννοια της υπηρεσίας στην Αρχή ή, σε περίπτωση αδυναμίας εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, κατά την έννοια της ηλικίας.
5. Ο διορισμός των μελών της Αρχής γίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Η επιλογή υποψηφίων για τις θέσεις των μελών διενεργείται από Τριμελή Επιτροπή Επιλογής, που συγκροτεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης και αποτελείται από τον πρώτο κατά σειρά αρχαιότητας Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τον πρώτο κατά σειρά αρχαιότητας Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Πρόεδρο της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών. Στην Επιτροπή Επιλογής προεδρεύει ο κατά σειρά αρχαιότητας Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εισηγείται ο Πρόεδρος της ΑΕΠΠ. Σε περίπτωση κωλύματος του πρώτου κατά σειρά αρχαιότητας Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή Αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Επιτροπή συμμετέχει ο αμέσως επόμενος κατά σειρά αρχαιότητας Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου αντίστοιχα. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της ΑΕΠΠ.
6. Η διαδικασία της παρ. 4 για την επιλογή και τον διορισμό του Προέδρου αρχίζει δύο (2) μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του. Η διαδικασία της παρ. 5 για την επιλογή και τον διορισμό των μελών αρχίζει οκτώ (8) μήνες πριν από τη λήξη της θητείας τους, με πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης.
7. Η θητεία του Προέδρου είναι πενταετής και δύναται να ανανεώνεται άπαξ με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από εισήγησή του και πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Η θητεία των μελών είναι πενταετής και δύναται να ανανεώνεται άπαξ με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από εισήγηση του Προέδρου της ΑΕΠΠ.
8. Η θητεία του Προέδρου και των μελών παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τον διορισμό νέων. Ο χρόνος παράτασης της θητείας δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. Η ΑΕΠΠ μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, όχι όμως πέραν από ένα εξάμηνο, εάν κάποια από τα μέλη της εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ή απωλέσουν την ιδιότητα βάσει της οποίας ορίστηκαν. Η ΑΕΠΠ θεωρείται ως νόμιμα συγκροτημένη αν έχουν διορισθεί τουλάχιστον εννέα (9) από τα μέλη της και για χρονικό διάστημα έως ένα (1) έτος.
9. Στα μέλη της ΑΕΠΠ εφαρμόζονται αναλόγως, ως προς τα κωλύματα διορισμού, την έκπτωση και την παραίτηση οι παρ. 4 και 6 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 (Α' 220), με την επιφύλαξη του άρθρου 349.».

Άρθρο 54
Λειτουργική ανεξαρτησία - Τροποποίηση του άρθρου 349 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 349 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 349 Λειτουργική ανεξαρτησία
1. Τα μέλη της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και τη συνείδησή τους και υποχρεούνται να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.
2. Τα μέλη της ΑΕΠΠ είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, τελούν δε, για τον λόγο αυτό, σε αναστολή άσκησης οποιουδήποτε έμμισθου δημοσίου ή δικηγορικού λειτουργήματος ή οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας. Τα μέλη της ΑΕΠΠ, αν κατέχουν οποιαδήποτε έμμισθη θέση στο δημόσιο τομέα, απαλλάσσονται, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, από την υποχρέωση άσκησης των καθηκόντων της θέσης τους. Τα μέλη της ΑΕΠΠ απαγορεύεται να είναι μέλη δικηγορικής εταιρίας κατά τη θητεία τους.
3. Τα μέλη της ΑΕΠΠ απαγορεύεται, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, να ασκούν οποιουδήποτε είδους εμπορική δραστηριότητα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και των παραχωρήσεων και ιδίως να είναι μέτοχοι ή να εμπλέκονται με οποιοδήποτε τρόπο σε οικονομικό φορέα που αναπτύσσει δραστηριότητα στον τομέα αυτό.
4. Τα μέλη της ΑΕΠΠ απαγορεύεται, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, να είναι μέλη πολιτικού κόμματος.
5. Δεν διορίζεται Πρόεδρος ή μέλος της ΑΕΠΠ εκείνος ο οποίος έχει, ο ίδιος ή ο σύζυγος του ή συγγενής του μέχρι β' βαθμού ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, με το οποίο συνδέεται στενά, άμεσο προσωπικό, οικονομικό ή άλλου είδους συμφέρον, το οποίο να επηρεάζει ή να φαίνεται να επηρεάζει την αμερόληπτη και αντικειμενική κρίση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
6. Η διαπίστωση των κωλυμάτων και των ασυμβίβαστων των παρ. 2 ως 5 συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση από τη θέση του Προέδρου ή του μέλους αντίστοιχα, για την οποία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης.
7. Τα μέλη της ΑΕΠΠ δεν επιτρέπεται για δύο (2) έτη μετά τη λήξη της θητείας τους ή τη για οποιοδήποτε λόγο αποχώρησή τους από την Αρχή, να παρέχουν υπηρεσία με έμμισθη εντολή ή με οποιαδήποτε έννομη σχέση ή να αποκτήσουν μετοχές σε εταιρία ή επιχείρηση, υποθέσεις των οποίων οι ίδιοι χειρίστηκαν ή επί των οποίων είχαν συμμετάσχει στη λήψη απόφασης κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Για τον λόγο αυτό υποβάλλουν για δύο (2) έτη μετά τη λήξη της θητείας τους ή τη για οποιοδήποτε λόγο αποχώρησή τους από την Αρχή, ειδική υπεύθυνη δήλωση για αποχή από την άσκηση των άνω δραστηριοτήτων στην αρμόδια Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3213/2003 (Α' 309). Αν, ύστερα από σχετικό έλεγχο, διαπιστωθεί από την αρμόδια Μονάδα Ελέγχου παράβαση όσων προβλέπονται στην παρούσα, αποστέλλεται το σχετικό πόρισμα στον Υπουργό Οικονομικών, με κοινοποίηση στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας, στον Υπουργό Εσωτερικών και στον Υπουργό Δικαιοσύνης, και επιβάλλεται, πέραν των άλλων προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων, πρόστιμο ίσο με το πενταπλάσιο των συνολικών αποδοχών και αποζημιώσεων που έλαβε το πρόσωπο αυτό καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του. Το πρόστιμο της παρούσας επιβάλλεται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Οικονομικών και βεβαιώνεται και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ. 356/1974, Α' 90).
8. Για τα μέλη της ΑΕΠΠ εφαρμόζεται, ως προς τις αποδοχές, η παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 4354/2015 (Α' 176). Η διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 13 του ν. 2703/1999 (Α' 72, εφαρμόζεται για τον Πρόεδρο της ΑΕΠΠ.
9. Η θητεία των μελών της ΑΕΠΠ λογίζεται ως πραγματική υπηρεσία για όλες τις συνέπειες και κατά τη διάρκειά της δεν διακόπτεται η βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη. Μετά τη λήξη της θητείας τους, επανέρχονται αυτοδικαίως στη θέση που κατείχαν πριν από τον διορισμό τους. Αν η θέση που κατείχαν ή στην οποία έχουν εξελιχθεί δεν είναι κενή ή έχει καταργηθεί, επανέρχονται σε ομοιόβαθμη προσωρινή θέση του κλάδου τους, η οποία συστήνεται αυτοδικαίως και καταργείται με την αποχώρησή τους από την υπηρεσία.
10. Τα μέλη της ΑΕΠΠ υποβάλλουν, κατ' έτος, τις προβλεπόμενες στο ν. 3213/2003, δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων.».

Άρθρο 55
Οικονομική Αυτοτέλεια - Τροποποίηση του άρθρου 350 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 350 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 350 Οικονομική Αυτοτέλεια 1. Η οικονομική αυτοτέλεια της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) εξασφαλίζεται με τη δυνατότητα να καλύπτει, με ίδια μέσα, τις δαπάνες λειτουργίας της και αμοιβής των μελών και του προσωπικού της. Προς τούτο, έχει ίδια έσοδα και ίδιο προϋπολογισμό, ο οποίος τροφοδοτείται από την καταβολή κράτησης της παρ. 2.
Για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της ΑΕΠΠ επιβάλλεται κράτηση ύψους μηδέν κόμμα δέκα τοις εκατό (0,10%) επί όλων των συμβάσεων που υπάγονται στον παρόντα νόμο και στο ν. 4413/2016 (Α' 148), αξίας άνω των χιλίων (1.000) ευρώ, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης χρηματοδότησης, οι οποίες συνάπτονται μετά τη δημοσίευση του παρόντος. Για τις δημόσιες συμβάσεις και τις παραχωρήσεις που έχουν συναφθεί έως τη δημοσίευση του παρόντος εξακολουθεί να ισχύει η κράτηση ύψους μηδέν κόμμα μηδέν έξι τοις εκατό (0,06%), ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης χρηματοδότησης. Η κράτηση υπολογίζεται επί της αξίας κάθε πληρωμής προ φόρων και κρατήσεων της αρχικής, καθώς και κάθε συμπληρωματικής σύμβασης. Το ποσό της κράτησης παρακρατείται από την αναθέτουσα αρχή στο όνομα και για λογαριασμό της ΑΕΠΠ και κατατίθεται σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό, η διαχείριση του οποίου γίνεται από την ΑΕΠΠ, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Ειδικό Κανονισμό Οικονομικής Διαχείρισης. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τον χρόνο, τον τρόπο και τη διαδικασία κράτησης των ως άνω χρηματικών ποσών, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για την πραγματοποίηση της κράτησης.
Αν από την οικονομική διαχείριση της ΑΕΠΠ προκύπτει, στο τέλος κάθε οικονομικού έτους, θετικό καθαρό αποτέλεσμα χρήσης, ποσοστό του οικονομικού αυτού αποτελέσματος έως ογδόντα τοις εκατό (80%) διατίθεται, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ως έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Η έκδοση των αποσπαστών διοικητικών πράξεων στο πλαίσιο κάθε είδους διαγωνιστικής διαδικασίας, για την ανάθεση των δημοσίων συβάσεων, που συνάπτει η ΑΕΠΠ, πραγματοποιείται με απόφαση τριμελούς αποφαινόμενου οργάνου της ΑΕΠΠ, αποτελούμενο από τον Γενικό Διευθυντή, τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Υποστήριξης Κλιμακίων και λοιπών Επιστημονικών Υπηρεσιών και τον Προϊστάμενο του Τμήματος Υποστήριξης Κλιμακίων και Επιστημονικών Υπηρεσιών, μετά από αιτιολογημένη πρόταση των αρμοδίων υπηρεσιακών μονάδων και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των διαγωνισμών από τις οικείες επιτροπές. Σε περίπτωση κωλύματος, απουσίας ή έλλειψης οποιουδήποτε μέλους του τριμελούς αποφαινόμενου οργάνου, ορίζεται μέλος εκ του προσωπικού της ΑΕΠΠ, τακτικού και ειδικού επιστημονικού, μη συμπεριλαμβανομένων των προϊσταμένων, με απόφαση του Προέδρου της ΑΕΠΠ. Έως τον ορισμό Γενικού Διευθυντή και Προϊσταμένων της Διεύθυνσης Υποστήριξης Κλιμακίων και λοιπών Επιστημονικών Υπηρεσιών και της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, οι απευθείας αναθέσεις πραγματοποιούνται με μόνη την απόφαση του Προέδρου της ΑΕΠΠ, ενώ η έκδοση των αποσπαστών διοικητικών πράξεων, στο πλαίσιο κάθε είδους διαγωνιστικής διαδικασίας, πραγματοποιείται από την Ολομέλεια της ΑΕΠΠ. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση δέσμευσης πίστωσης και η σχετική σύμβαση ανάθεσης υπογράφονται από τον Πρόεδρο της ΑΕΠΠ.».

Άρθρο 56
Πειθαρχικός έλεγχος- Τροποποίηση του άρθρου 351 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 351 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 351 Πειθαρχικός έλεγχος
1. Ο πειθαρχικός έλεγχος, η πειθαρχική ευθύνη και η πειθαρχική διαδικασία των μελών της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) ρυθμίζονται με Ειδικό Κανονισμό
Πειθαρχικού Ελέγχου, που εκδίδεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
2. Μέχρι την έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος εφαρμόζονται τα ακόλουθα: α) Για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του, όλα τα μέλη της ΑΕΠΠ υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου της παρ. 2 κινεί το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
β) Συστήνεται Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από έναν Σύμβουλο Επικρατείας, έναν Αρεοπαγίτη και έναν καθηγητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος με ειδίκευση στο δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, με τριετή θητεία. Καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του Συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές.
γ) Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Ειδικά, τα μέλη του Συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί, διορίζονται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη λειτουργία του Συμβουλίου εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176).».

Άρθρο 57
Πειθαρχική διαδικασία - Τροποποίηση του άρθρου 352 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 352 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 352 Πειθαρχική Διαδικασία
Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 351 εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία όλων των μελών του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
2. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται:
α) η παράβαση διατάξεων του παρόντος και εν γένει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την
άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,
β) η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,
γ) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου του μέλους ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και δ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ).
3. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) έγγραφη επίπληξη,
β) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και γ) οριστική παύση.
4. Σε περίπτωση επιβολής εντός διετίας δύο πειθαρχικών ποινών επίπληξης ή/και προστίμου σε μέλος της ΑΕΠΠ για το ίδιο ή διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα, το μέλος αυτό εκπίπτει αυτοδικαίως από τη θέση του, με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης.
5. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη,
β) αν το μέλος απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
γ) αν παραβιάστηκε η υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας, δ) αν παραβιάστηκαν οι παρ. 2 έως και 5 του άρθρου 349,
ε) αν προκλήθηκε υπαιτίως ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της ΑΕΠΠ.
6. Μετά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παρ. 2 του άρθρου 351, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου καλεί το μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει το αποδιδόμενο παράπτωμα και επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Πριν από την ακρόαση και την παροχή έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης.
7. Κατά την ακρόαση, το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία είτε:
α) κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία,
β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παρ. 2 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υπόθεσης, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η απόφαση της παρούσας και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο.
8. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση του δεύτερου εδαφίου της περ. β' της παρ. 7, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί κατά την κρίση του να εξετάσει μάρτυρες και μετά την προφορική ενώπιόν του απολογία του διωκόμενου μέλους ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή, καλείται το διωκόμενο μέλος με νέα κλήση, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζήτησης, η οποία επιδίδεται, σύμφωνα με την παρ. 7. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον το μέλος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρόν και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζήτησης. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί επίσης να αναβάλει άπαξ τη λήψη απόφασης, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για τον λόγο αυτόν νέα ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απόν. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη απόφασης.
9. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων.
10. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία, μπορεί όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, χωρίς να κωλύεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής. Σε περίπτωση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις του παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τον «Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α' 26), εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του μέλους.
11. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παρ. 2 παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από την τέλεση αυτών. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Η κατά την παρ. 6 κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την παραγραφή της παρούσας. Στην περίπτωση αυτή, ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παρούσας και της περίπτωσης της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με την παρ. 10, οπότε και ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου.
12. Οι διατάξεις του Μέρους Ε', με τίτλο «Πειθαρχικό Δίκαιο», του «Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» εφαρμόζονται αναλόγως.».

Άρθρο 58
Συνεδριάσεις της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών - Τροποποίηση του άρθρου 353 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 353 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 353
Συνεδριάσεις της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών
1. Η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) συνεδριάζει σε έως δέκα (10) τριμελή κλιμάκια, αναλόγως του αριθμού των υπηρετούντων μελών της. Η συγκρότηση εκάστου τριμελούς κλιμακίου δύναται να περιλαμβάνει περισσότερα των τριών (3) μελών, η σύνθεση, όμως, που εξετάζει την προδικαστική προσφυγή είναι πάντα τριμελής. Στην πρόσκληση περιλαμβάνονται η ημερομηνία, η ώρα και η προς συζήτηση προδικαστική προσφυγή που έχει ανατεθεί στο Κλιμάκιο κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον Κανονισμό Λειτουργίας της ΑΕΠΠ. Όταν πρόκειται για υπόθεση μεγάλης σπουδαιότητας ή προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, η ΑΕΠΠ συνεδριάζει σε επταμελή σύνθεση, όπως ειδικότερα ορίζεται στον Κανονισμό Λειτουργίας της.
2. Οι αποφάσεις των τριμελών κλιμακίων και της επταμελούς σύνθεσης της ΑΕΠΠ λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών, κατόπιν φανερής ψηφοφορίας. Όλες οι αποφάσεις της ΑΕΠΠ είναι αιτιολογημένες.
3. Η ΑΕΠΠ συνεδριάζει και σε Ολομέλεια, για θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη, η οποία συντάσσεται από τον Πρόεδρο της ΑΕΠΠ.
4. Κάθε άλλο ζήτημα που αφορά τις συνεδριάσεις της ΑΕΠΠ ρυθμίζεται από τον Κανονισμό Λειτουργίας της και, συμπληρωματικά, από τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α' 45).».

Άρθρο 59
Οργάνωση της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών - Τροποποίηση του άρθρου 354 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 354 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 354
Οργάνωση της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών
1. Η Ολομέλεια της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ), με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της, σύμφωνα με το άρθρο 356, αποφασίζει αποκλειστικά για τα εξής θέματα:
α) διατυπώνει γνώμη για τις τροποποιήσεις των Κανονισμών Οικονομικής Διαχείρισης, Λειτουργίας και Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, του Οργανισμού της και της κοινής υπουργικής απόφασης σχετικά με τη διαχείριση της κράτησης της παρ. 3 του άρθρου 350, β) εγκρίνει τον προϋπολογισμό, τον απολογισμό, τον ισολογισμό της ΑΕΠΠ και τις λοιπές ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τον Κανονισμό Οικονομικής Διαχείρισης, το ετήσιο το Πρόγραμμα Προμηθειών και τις τυχόν τροποποιήσεις τους και γ) επιλέγει τον Γενικό Διευθυντή της ΑΕΠΠ.
2. Για την επιστημονική υποστήριξη των αρμοδιοτήτων της ΑΕΠΠ και τη διευκόλυνση της ασκήσεώς τους, η ΑΕΠΠ έχει πρόσβαση στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα της Διοικητικής Δικαιοσύνης και σε αυτό του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με όρους που τίθενται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της ΑΕΠΠ, προ της υποβολής της σχετικής αιτήσεως προς τα οικεία ανώτατα και ανώτερα δικαστήρια.».

Άρθρο 60
Αρμοδιότητες του Προέδρου της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών - Τροποποίηση του άρθρου 356 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 356 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 356
Αρμοδιότητες Προέδρου της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών 1. Ο Πρόεδρος της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) έχει την ευθύνη λειτουργίας της και ασκεί όλες τις προς τούτο αρμοδιότητες. Ενδεικτικά: α) Εκπροσωπεί την ΑΕΠΠ δικαστικώς και εξωδίκως, ενώπιον των δικαστηρίων, κάθε άλλης δημόσιας αρχής και τρίτων. Ο Πρόεδρος της ΑΕΠΠ μπορεί να αναθέσει κατά περίπτωση την εκπροσώπησή της σε άλλο μέλος της, στο Νομικό Σύμβουλο της ΑΕΠΠ ή σε μέλος του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της.
β) Ο Πρόεδρος της ΑΕΠΠ υπογράφει τα ερωτήματα προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) για θέματα αρμοδιότητας της ΑΕΠΠ, αποδέχεται τις σχετικές γνωμοδοτήσεις και εγκρίνει τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων του ΝΣΚ σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις της ΑΕΠΠ.
γ) Συντονίζει και κατευθύνει τη λειτουργία της ΑΕΠΠ και των οργανικών μονάδων αυτής και ασκεί την πειθαρχική εξουσία επί του προσωπικού της ΑΕΠΠ, ως πειθαρχικός προϊστάμενός του.
δ) Μεριμνά για την κατάρτιση του προϋπολογισμού, του απολογισμού και του ισολογισμού της ΑΕΠΠ, τη διαχείριση των οικονομικών της και τη διάθεση των πιστώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών Λειτουργίας και Οικονομικής Διαχείρισης και της κείμενης νομοθεσίας.
ε) Ορίζει τα θέματα των συνεδριάσεων της ΑΕΠΠ σε Ολομέλεια.
στ) Συγκροτεί τα Κλιμάκια της ΑΕΠΠ, κατανέμει σε αυτά τα μέλη της και ορίζει τους Προέδρους των Κλιμακίων, για όσο χρόνο κρίνει, ορίζει τα μέλη που απαρτίζουν την επταμελή σύνθεση της ΑΕΠΠ για όσο χρόνο κρίνει, καθώς και τον τρόπο αναπλήρωσης των μελών και των Προέδρων των Κλιμακίων και των μελών της Επταμελούς Σύνθεσης της ΑΕΠΠ. ζ) Εγκρίνει τις δεσμεύσεις πίστωσης για τις απαραίτητες για τη στελέχωση και τον εξοπλισμό της ΑΕΠΠ πράξεις, συνάπτει τις σχετικές συμβάσεις, καθώς και κάθε άλλη πράξη που είναι αναγκαία για τη λειτουργία της ΑΕΠΠ.
η) Συγκροτεί τα γνωμοδοτικά όργανα για την ανάθεση και την εκτέλεση των δημοσίων
συμβάσεων που συνάπτει η ΑΕΠΠ.
θ) Επιβλέπει τη χρέωση των προδικαστικών προσφυγών.
ι) Αποφασίζει για την κατά προτεραιότητα εξέταση προδικαστικής προσφυγής και έκδοση απόφασης από Κλιμάκιο, λόγω επείγοντος ή σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος, και αναχρεώνει προσδιορισθείσα σε κλιμάκιο προδικαστική προσφυγή, όποτε κρίνει ότι είναι αναγκαίο.
ια) Αποφασίζει για την ανάγκη συμμόρφωσης των αποφάσεων της ΑΕΠΠ με τις εκδοθείσες αποφάσεις των αρμοδίων δικαστηρίων και χρεώνει την υπόθεση προς συμμόρφωση στο Κλιμάκιο της ΑΕΠΠ που εξέδωσε την ανασταλείσα ή ακυρωθείσα απόφαση, άλλως στο κατά την κρίση του Κλιμάκιο, το οποίο σε κάθε περίπτωση εκδίδει απόφαση για τη συμμόρφωση εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επομένη της χρέωσης της προς συμμόρφωση υπόθεσης σε αυτό.
ιβ) Ορίζει με πράξη του, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τον τρόπο παροχής επιστημονικής συνδρομής από το ειδικό επιστημονικό προσωπικό κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης από τα Κλιμάκια και την Επταμελή Σύνθεση της ΑΕΠΠ στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους.
ιγ) Διαθέτει τεκμήριο αρμοδιότητας να αποφασίζει για διοικητικά και οικονομικά ζητήματα, για κάθε θέμα που αφορά την ΑΕΠΠ, εκτός των περιοριστικά οριζομένων στο άρθρο 354 αρμοδιοτήτων της διοικητικής Ολομέλειας της ΑΕΠΠ.
2. Ο Πρόεδρος της ΑΕΠΠ ορίζει με πράξη του ένα από τα μέλη της ΑΕΠΠ ως αναπληρωτή του για κάθε περίπτωση κωλύματός του. Στην περίπτωση ορισμού ως Εισηγητή για την εξέταση προδικαστικών προσφυγών μέλους, στο οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα Αναπληρωτή Προέδρου της ΑΕΠΠ, ο κατ' ανώτατο όριο ορισμός του ανέρχεται στο ήμισυ του ορισμού των λοιπών μελών.».

Άρθρο 61
Προσωπικό της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών - Τροποποίηση του άρθρου 357 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 357 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 357
Προσωπικό - Οργανισμός της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών
1. Οι ειδικότητες και ο αριθμός των θέσεων ανά ειδικότητα του εν γένει προσωπικού καθορίζονται στο άρθρο 10 του π.δ. 57/2017 (Α' 88) με τον Οργανισμό της ΑΕΠΠ. Στις προβλεπόμενες δέκα (10) θέσεις κλάδου ΔΕ τακτικού προσωπικού, μία (1) θέση αφορά σε οδηγό. Η άσκηση καθηκόντων ειδικού επιστήμονα της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) είναι ασυμβίβαστη και συνεπάγεται αναστολή της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σχέσης εργασίας τους εκ μέρους της ΑΕΠΠ. Οι παρ. 2, 3, 5 και 6 του άρθρου 4 του ν. 3051/2002 (Α' 220), εφαρμόζονται και στο προσωπικό της ΑΕΠΠ.
2. Η πλήρωση των θέσεων της παρ. 1 γίνεται με:
α) διορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/ 1994 (Α' 28), ύστερα από προκήρυξη της ΑΕΠΠ στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Ειδικά στις θέσεις της περ. β' της παρ. 1 προσλαμβάνονται επιστήμονες με τριετή, τουλάχιστον, εμπειρία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994, ύστερα από προκήρυξη της ΑΕΠΠ, στην οποία εξειδικεύονται τα εκάστοτε απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ. 50/2001,
β) με μετάταξη ή με απόσπαση σύμφωνα με τον ν. 4440/2016 (Α' 224).
3. Η θέση του Γενικού Διευθυντή της ΑΕΠΠ είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης με πενταετή θητεία. Η θητεία του Γενικού Διευθυντή μπορεί να διακόπτεται πριν από τη λήξη της για λόγους που ανάγονται σε αδυναμία ή σε πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων του, με εισήγηση του Προέδρου και απόφαση της Ολομέλειας. Ο Γενικός Διευθυντής επιλέγεται από την Ολομέλεια της ΑΕΠΠ και διορίζεται με απόφαση του Προέδρου της ΑΕΠΠ. Για την επιλογή του εισηγείται στην Ολομέλεια της ΑΕΠΠ τριμελής Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της ΑΕΠΠ και αποτελείται από τον Πρόεδρο της ΑΕΠΠ και δύο μέλη της ΑΕΠΠ. Η θητεία του Γενικού Διευθυντή μπορεί να ανανεωθεί μία φορά με απόφαση της Ολομέλειας της ΑΕΠΠ. Με τον Οργανισμό της ΑΕΠΠ καθορίζονται οι αρμοδιότητες, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τα ανωτέρω.
4. Για την πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή απαιτούνται τίτλος σπουδών Α.Ε.Ι. Νομικής ή Οικονομικών Επιστημών ή Διοίκησης Επιχειρήσεων της ημεδαπής ή ισότιμος τίτλος αναγνωρισμένων σχολών της αλλοδαπής, επαγγελματική εμπειρία σε αντικείμενο συναφές με τις δημόσιες συμβάσεις ή τις οικονομικές επιστήμες ή τη διοίκηση επιχειρήσεων τουλάχιστον πέντε (5) ετών και πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.
5. Για την πλήρωση των θέσεων Προϊσταμένων των Διευθύνσεων απαιτούνται τίτλος σπουδών Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) Νομικής ή Οικονομικών ή Διοίκησης Επιχειρήσεων της ημεδαπής ή ισότιμος τίτλος αναγνωρισμένων σχολών της αλλοδαπής, επαγγελματική εμπειρία σε αντικείμενο συναφές με τις δημόσιες συμβάσεις ή τις οικονομικές επιστήμες ή τη διοίκηση επιχειρήσεων τουλάχιστον τριών (3) ετών και πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.».

Άρθρο 62
Νομική Υπηρεσία της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών - Τροποποίηση του άρθρου 358 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 358 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 358 Νομική Υπηρεσία
1. Στην Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) συστήνεται Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), με αρμοδιότητα τη δικαστική και γενικότερα την νομική υποστήριξη της ΑΕΠΠ, καθώς και την παροχή νομικών γνωμοδοτήσεων και λειτουργεί σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για το ΝΣΚ και στελεχώνεται από μέλη του κύριου προσωπικού του, με βαθμούς Νομικού Συμβούλου του Κράτους, Παρέδρου και Δικαστικού Πληρεξουσίου του ΝΣΚ.
2. Για τις ανάγκες στελέχωσης του Γραφείου Νομικού Συμβούλου στην ΑΕΠΠ, οι οργανικές θέσεις των Νομικών Συμβούλων του Κράτους και των Δικαστικών Πληρεξουσίων του ΝΣΚ αυξάνονται κατά μια (1) ανά βαθμό και των Παρέδρων του ΝΣΚ κατά δύο (2).
3. Προϊστάμενος του Γραφείου είναι ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους, ο οποίος έχει τη γενική εποπτεία και επιμέλεια για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία αυτού και τη διεκπεραίωση των υποθέσεων κάθε φύσης της αρμοδιότητάς του.
4. Η ΑΕΠΠ, με απόφαση του Προέδρου της, παρέχει στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου την απαραίτητη για τη στέγαση και λειτουργία του υλικοτεχνική υποδομή και διαθέτει για τη γραμματειακή του υποστήριξη, τουλάχιστον έναν (1) διοικητικό υπάλληλο της ΑΕΠΠ.
6. Από τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται οι θέσεις των υπηρετούντων πέντε (5) Νομικών Συμβούλων της ΑΕΠΠ που προσλήφθηκαν με πάγια αντιμισθία.».

Άρθρο 63
Έκθεση πεπραγμένων - Τροποποίηση του άρθρου 359 του ν. 4412/2016

Το άρθρο 359 του ν. 4412/2016 (Α' 147) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 359 Έκθεση πεπραγμένων
Οι αρμόδιες κατά το π.δ. 57/2017 (Α' 88) οργανικές μονάδες της Αρχής συντάσσουν το πρώτο τρίμηνο κάθε έτους έκθεση πεπραγμένων, την οποία υπογράφει ο Πρόεδρος της ΑΕΠΠ, την αποστέλλει στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής των Ελλήνων και την κοινοποιεί στους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και Επενδύσεων, όπου, μεταξύ άλλων, καταθέτει προτάσεις για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων και ιδίως της διαδικασίας εξέτασης των προδικαστικών προσφυγών. Στην έκθεση αυτή επισυνάπτεται αναλυτικός πίνακας με τις αναθέτουσες αρχές που δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της. Η έκθεση αυτή, αφού κοινοποιηθεί, αναρτάται στην ιστοσελίδα της ΑΕΠΠ.»

Άρθρο 64
Έκταση ισχύος κανονιστικών διατάξεων που αφορούν την ΑΕΠΠ

Τα π.δ. 38/2017 (Α' 63), 39/2017 (Α' 64), 57/2017 (Α' 88) και 58/2017 (Α' 88) εξακολουθούν να ισχύουν κατά το μέρος που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ'
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 65 Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος

1. Ο τίτλος του Δεύτερου Κεφαλαίου του Δεύτερου Τμήματος του Πρώτου Βιβλίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ».

2. Ο τίτλος και το άρθρο 33 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 33 Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος
1. Στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών δημιουργείται Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος που λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας αυτής. Στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών υπηρετούν τέσσερις (4) εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς εφετών που τοποθετούνται για θητεία τριών (3) ετών, με τους ισάριθμους αναπληρωτές τους, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται ο αρχαιότερος από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ως Προϊστάμενος του Τμήματος. Σε περίπτωση που με το προεδρικό διάταγμα του πρώτου εδαφίου τοποθετείται στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφετών που δεν υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετατίθεται και τοποθετείται σε αυτήν. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και τις εργασίες του Τμήματος συνεπικουρούν έξι (6) εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, από τους οποίους οι πέντε (5) επιλέγονται από την Ολομέλεια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και ο ένας (1) από την Ολομέλεια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
2. Το έργο των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εποπτεύει και συντονίζει ο Προϊστάμενος του Τμήματος.».

3. Ο τίτλος και το άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 34
Τοπική αρμοδιότητα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος Η κατά τόπο αρμοδιότητα των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια.».

4. Ο τίτλος και το άρθρο 35 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 35
Καθήκοντα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος
1. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος διενεργούν προκαταρκτική εξέταση, είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης κάθε είδους φορολογικών, οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών εγκλημάτων, εφόσον αυτά τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Επίσης, στην αρμοδιότητά τους υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν υπουργοί ή υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που τελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, μέλη του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου που εκπροσωπούν την Ελλάδα, γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Κυβέρνησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε υπάλληλος κατά την έννοια της περ. α' του άρθρου 13 ΠΚ και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση: α) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης και β) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ίδιων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
2. Με την επιφύλαξη της παρ. 3, ο προϊστάμενος εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος έχει την εποπτεία, καθοδήγηση και τον συντονισμό των ενεργειών των γενικών κατά την περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 31 και ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, εντός των σχετικών αρμοδιοτήτων τους. Ο προϊστάμενος εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος ενημερώνεται για όλες τις καταγγελίες ή πληροφορίες που περιέρχονται στις υπηρεσίες του προηγούμενου εδαφίου για εγκλήματα της αρμοδιότητάς του, αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες αυτές, καθώς και κάθε άλλη σχετική είδηση που περιέρχεται σε γνώση του με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο προτάσσοντας εκείνες τις υποθέσεις που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν η καταγγελία, πληροφορία ή είδηση δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, τη θέτει στο αρχείο.
3. Ειδικά, για τους υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης παραγγέλλεται αποκλειστικά και μόνο στους τελωνειακούς υπαλλήλους και τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και μόνο για υποθέσεις που εμπίπτουν στις ελεγκτικές τους αρμοδιότητες. Οι λοιποί υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε. που έχουν προανακριτικά καθήκοντα σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας που εκδίδεται μόνο μετά από αίτημα της ελεγκτικής υπηρεσίας της Α.Α.Δ.Ε. στην οποία ανήκουν προς τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος και οι λοιποί εισαγγελείς δεν παραγγέλλουν στις υπηρεσίες και το προσωπικό της Α.Α.Δ.Ε. τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ούτε διαβιβάζουν με οποιαδήποτε διαδικασία εντολές ή αιτήματα διενέργειας φορολογικών ελέγχων. Η εκτέλεση των ανωτέρω εισαγγελικών παραγγελιών ανατίθεται σε υπηρεσία εκτός της Α.Α.Δ.Ε. με ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, που εποπτεύονται από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και με αρμοδιότητα την έρευνα τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών οικονομικών αδικημάτων.
4. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος είτε παραγγέλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών την κίνηση ποινικής δίωξης είτε αρχειοθετεί την υπόθεση.
5. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος υποστηρίζονται στο έργο τους από αριθμό ειδικών επιστημόνων που κρίνεται αναγκαίος για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Οι ειδικοί αυτοί επιστήμονες συνεπικουρούν με κάθε πρόσφορο τρόπο τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, καθώς και τους γενικούς και ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους για την ακριβέστερη διάγνωση και κρίση γεγονότων για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Ο ορισμός των προσώπων αυτών γίνεται με πράξη του προϊσταμένου εισαγγελέα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος μεταξύ αυτών που υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις και από τον ιδιωτικό τομέα, εφόσον στο Δημόσιο δεν υπηρετούν πρόσωπα με τις γνώσεις αυτές, εφαρμόζονται δε αναλόγως ως προς αυτούς τα άρθρα 188 έως 193».

5. Ο τίτλος και το άρθρο 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 36
Εξουσίες εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος
1. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33 έχουν, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, με την εξαίρεση του δικηγορικού, καθώς και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας. Ειδικά η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου (ν. 2225/1994) επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος.
2. Οι εισαγγελείς του άρθρου 33, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξη τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα (9) μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμόδιου συμβουλίου κατ' ανώτατο όριο για άλλους εννέα (9) μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του καθ' ου ή τρίτου και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν, θυρίδα, κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. Η δέσμευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης στον οργανισμό ή την υπηρεσία προς την οποία απευθύνεται. Ως χρονική στιγμή αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης της παρούσας προς τους αρμόδιους οργανισμούς και υπηρεσίες λογίζεται η ημέρα που γνωστοποιείται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, ιδίως δε τηλεομοιοτυπικά ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία, η διάταξη στην Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οι οποίες οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην ημεδαπή. Σε περίπτωση δέσμευσης ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους, η δέσμευση επιδίδεται στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου ή στον οικείο λιμενάρχη ή στην υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας, οι οποίοι υποχρεούνται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα τηρούμενα από αυτούς βιβλία και ακολούθως να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους επιδόθηκε. Με τον ίδιο τρόπο η διάταξη γνωστοποιείται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία δεν κωλύεται να λαμβάνει όλα τα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέτρα διασφάλισης.
3. Η κατά την παρ. 2 διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ' ου ή στον τρίτο, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν, με αίτησή τους, προς το αρμόδιο συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλούνται ή τροποποιούνται αν προκύψουν νέα στοιχεία. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης: α) στην περίπτωση που παραγγέλλεται από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος άσκηση ποινικής δίωξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠΔ, β) σε περίπτωση αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως.
4. Με τη σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος μπορεί να παραγγέλλει την έκδοση της διάταξης της παραγράφου 2 στον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος την εκδίδει σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα. Η προσφυγή κατά της διάταξης του εισαγγελέα πρωτοδικών εισάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών».

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 66
Αναδρομική κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 361 του ν. 4700/2020 περί απόσπασης Εφέτη στη Γενική Επιτροπεία των Διοικητικών Δικαστηρίων

Η παρ. 2 του άρθρου 361 του ν. 4700/2020 (Α' 127) καταργείται από τότε που ίσχυσε.

Άρθρο 67
Κατάργηση της παρ. 3 του άρθρου 55 και της παρ. 2 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 περί αδικημάτων φοροδιαφυγής

Η παρ. 3 του άρθρου 55 και η παρ. 2 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 (Α' 170) καταργούνται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 68
Ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020

Η αληθής έννοια του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (Α' 197) καταλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο περιπτώσεις που έχουν ελεγχθεί από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το Ελεγκτικό Συνέδριο έως τη λήξη του προληπτικού ελέγχου και οι οποίες κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους από τους ΟΤΑ Α' και Β' βαθμού, εκτός εάν τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου προκάλεσαν δολίως τη θεώρησή τους ή εάν διαπιστωθεί έλλειμμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 69
Μεταβατική διάταξη σχετικά με υποθέσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων των δικηγόρων ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας

Τα άρθρα 20, 21, 23, 24 και 25 εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποθέσεις ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, εξαιρουμένων όσων πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελούν συγχρόνως και ποινικά αδικήματα.

Άρθρο 70
Μεταβατική διάταξη για τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια των Δικηγόρων

Η περ. γ' του άρθρου 22 καταλαμβάνει και τις κληρώσεις μελών πειθαρχικών συμβουλίων που έχουν μέχρι σήμερα διενεργηθεί.

Άρθρο 71
Μεταβατική διάταξη για την αναστολή των ποινικών υποθέσεων

Οι διατάξεις των άρθρων 32 και 33 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποθέσεις.

Άρθρο 72
Μεταβατική διάταξη επί της προδικασίας του πλειστηριασμού

Η παρ. 4 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιείται με το άρθρο 29 του παρόντος, εφαρμόζεται επί κατασχέσεων ακινήτων, που επιβάλλονται από την 1η.12.2020.

Άρθρο 73
Μεταβατική διάταξη για την αναψηλάφηση

Η διάταξη του άρθρου 31 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δίκες συμπεριλαμβανομένων και αυτών ενώπιον του Αρείου Πάγου.

Άρθρο 74
Μεταβατική διάταξη για τις ανακοπές κατά της εκτελεστικής διαδικασίας

Για χρονικό διάστημα έξι μηνών, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναψηλάφησης, κατά την παρ. 6 του άρθρου 152 του Πτωχευτικού Κώδικα, εφόσον η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε ή έχει καταστεί αμετάκλητη, μέχρι πέντε (5) έτη πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.

Άρθρο 75
Μεταβατικές διατάξεις για το Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος

Η θητεία των υπηρετούντων Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλημάτων Διαφθοράς, των αναπληρωτών τους, των συνεπικουρούντων αυτούς εισαγγελικών λειτουργών, καθώς και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει τους ως άνω εισαγγελικούς λειτουργούς λήγει αυτοδικαίως από την τοποθέτηση των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος σύμφωνα με το άρθρο 65. Μέχρι τη λήξη της θητείας τους κατά το προηγούμενο εδάφιο, οι ήδη υπηρετούντες εισαγγελικοί λειτουργοί εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τα άρθρα 33 έως και 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτά ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους από το άρθρο 65 του παρόντος.
Η τοποθέτηση των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος κατ' εφαρμογή του άρθρου 65 γίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος.
Οι αρμοδιότητες επί όλων των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλημάτων Διαφθοράς περιέρχονται αυτοδικαίως στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος που συστήνεται δια του παρόντος.

Άρθρο 76 Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

Προσωπικές σημειώσεις για αυτή την απόφαση

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

Πρόσφατες αποφάσεις στην κατηγορία

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης