Σχόλια:
Εγκ. 1121609/911 ΠΕ/0015/ΠΟΛ. 1078/3.4.90
Επιβαλλόμενο πρόστιμο όταν εκδίδονται τιμολόγια για ανύπαρκτες συναλλαγές.
Σας κοινοποιούμε την 807/1989 ατομική γνωμοδότηση της Νομικής Διεύθυνσης του Υπουργείου μας, σχετικά με το αναφερόμενο θέμα, η οποία έγινε δεκτή από τον Υπουργό Οικονομικών.
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση αυτή το αυξημένο πρόστιμο (ίσο με την αξία της συναλλαγής) επιβάλλεται σε περιπτώσεις μη έκδοσης ή έκδοσης ανακριβών στοιχείων του Κ.Φ.Σ., εξαιρετικά και μόνο όταν έχουν ως αποτέλεσμα την απόκρυψη πραγματοποιηθείσας συναλλαγής, όχι δε και στην περίπτωση έκδοσης στοιχείων που δεν αναφέρονται σε πραγματικές συναλλαγές, τα οποία ως ανακριβή, επισύρουν πρόστιμο ανάλογο με την κατηγορία των τηρουμένων βιβλίων.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΙΘ. 807/89
Επί των ερωτημάτων σας, με αριθ. πρωτ. 12952/21.9.1989 ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και 18946/17.10.1989 ΔΟΥ Χαϊδαρίου, με τα οποία ζητείται γνώμη, αν η έκδοση τιμολογίων που δεν αντιπροσωπεύουν πραγματικές συναλλαγές και η καταχώρησή τους στα βιβλία επιχείρησης, συνιστά, προς εφαρμογή της επιβαρυντικής περίπτωσης του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 της απόφασης 1062060/270/0015/24.5.89 Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ τ. Β' 389/25.5.1989) ανακριβή έκδοση στοιχείων που έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, γνωρίζονται τ' ακόλουθα:
1. Στην παρ. 1 εδαφ. 1 και 2 της απόφασης αριθ. 1062060/270/0015/24.5.1989 Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ τ. Β' αριθ. 389/25.5.1989, ορίστηκε, κατ' αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρ. 47 του ΚΦΣ (Π.Δ. 99/1977), ότι «όποιος δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα στοιχεία που ορίζονται από τον παρόντα Κώδικα... τιμωρείται για κάθε παράβαση με πρόστιμο μέχρι 120.000 δραχμών προκειμένου για υπόχρεο τήρησης βιβλίων τρίτης κατηγορίας, μέχρι 80.000 δραχμών προκειμένου για υπόχρεο τήρησης βιβλίων δεύτερης κατηγορίας και μέχρι 60.000 δραχμών προκειμένου για τους λοιπούς υποχρέους» κατ' αντικατάσταση δε του δευτέρου εδαφίου της αυτής ως άνω παραγράφου, ότι «κατ' εξαίρεση στην περίπτωση που η μη έκδοση ή η ανακριβής έκδοση των στοιχείων που ορίζονται από τον παρόντα Κώδικα έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε συνολική αξία της είναι μεγαλύτερη των 120.000 δραχμών, επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με την αξία της συνολικής συναλλαγής...».
2. Κατά το δεδομένο από τα ερωτήματα ιστορικό, από φορολογικούς ελέγχους προέκυψε, ότι εκδοθέντα εκ μέρους επιχειρήσεων θεωρημένα φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια αγοράς αγροτικών προϊόντων και αποδείξεις λιανικής πώλησης συνολικής αξίας 78 περίπου εκατομμυρίων δραχμών από κάθε επιχείρηση) δεν ανταποκρίνοντο σε πραγματικές συναλλαγές. Η Δ.Ο.Υ. Χαϊδαρίου θεωρώντας, ότι για την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 της εν λόγω υπουργικής απόφασης αρκεί η απόκρυψη της πραγματικότητας των συναλλαγών της επιχείρησης -που συντρέχει και στην περίπτωση εμφάνισης ανυπάρκτων συναλλαγών- επέβαλε τα πρόστιμα κατά τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή. Αντιθέτως η Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά διατυπώνει την άποψη ότι δεν συντρέχουν στις περιπτώσεις αυτές προϋποθέσεις για εφαρμογή της διάταξης αυτής, καθόσο ελλείπει το αντικειμενικό στοιχείο διενέργειας της συναλλαγής και κατά συνέπεια και το στοιχείο απόκρυψής της.
3. Με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 της ως άνω υπουργικής απόφασης περιορίστηκε στο ποσό των 120.000 δραχμών κατ' ανώτατο όριο το πρόστιμο, που ορίζετο στο άρθρο 47 παρ. 1 του ΚΦΣ (Π.Δ/τος 99/1977, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 14 του Π.Δ/τος 356/1986, για την μη έκδοση ή έκδοση ανακριβών στοιχείων του ΚΦΣ, για κάθε συναλλαγή, στο ύψος της αξίας της. Με το δεύτερο όμως εδάφιο της αυτής παραγράφου της υπουργικής αυτής απόφασης διατηρήθηκε η αυστηρότερη ρύθμιση της επιβολής προστίμου, ίσου με την αξία της συναλλαγής, εξαιρετικά μόνο για την περίπτωση, κατά την οποία η μη έκδοση ή η ανακριβής έκδοση του στοιχείου του ΚΦΣ έχει σαν αποτέλεσμα την απόκρυψη συναλλαγής, της οποίας η συνολική αξία υπερβαίνει το παραπάνω όριο των 120.000 δραχμών. Η κατ' εξαίρεση διατήρηση της αυστηρότερης κύρωσης, στις περιπτώσεις αυτές, επιδιώκει προδήλως να συμβάλλει στην αποτροπή της απόκρυψης πραγματοποιηθεισών συναλλαγών, επειδή η απόκρυψη αυτή συνεπάγεται για το Δημόσιο τη διακινδύνευση απώλειας των αντιστοίχων φορολογικών εσόδων (φοροδιαφυγή). Η συνέπεια όμως αυτή, της απώλειας φορολογικών εσόδων, δεν μπορεί να επέλθει και με την έκδοση τιμολογίων για μη πραγματοποιηθείσες συναλλαγές από την οποία (έκδοση) αντιθέτως, -ανεξάρτητα από τυχόν επιδιωκομένους από τον εκδότη άλλους σκοπούς ενδεχομένως μη νομίμους και συνεπαγομένους άλλες κυρώσεις- προκύπτει εισφορά τέτοιων εσόδων, αντιστοιχούντων στα τιμολόγια αυτά. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει, ότι η ειδική ρύθμιση αυτή αποβλέπει και σε άλλους σκοπούς, μη φορολογικούς, ώστε να δύναται να υποστηριχθεί ότι, κατά μια ευρύτερη ερμηνεία του γράμματός της επιβάλλει τις βαρύτερες κυρώσεις της διάταξης αυτής όχι μόνο σε περίπτωση απόκρυψης συναλλαγών αλλά γενικότερα για τη μη εμφάνιση της πραγματικότητας των συναλλαγών (η οποία θα συνέτρεχε και στις περιπτώσεις εμφάνισης συναλλαγών που δεν πραγματοποιήθηκαν).
4. Από τα παραπάνω θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι τόσο από το γράμμα, όσο και από το σκοπό της ρύθμισης του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 της υπουργικής απόφασης 1062060/270/0015 συνάγεται, ότι το αυξημένο πρόστιμο που προβλέπει επιβάλλεται σε περιπτώσεις μη έκδοσης ή έκδοσης ανακριβών στοιχείων του ΚΦΣ, εξαιρετικά και μόνο όταν έχουν ως αποτέλεσμα την απόκρυψη πραγματοποιηθείσας συναλλαγής όχι δε και στην περίπτωση έκδοσης στοιχείων που δεν ανταποκρίνονται σε υπαρκτές συναλλαγές -τα οποία, ως εκ τούτου, είναι μεν ανακριβή συνεπαγόμενα γι' αυτό τις κυρώσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 της απόφασης αυτής δεν δύνανται όμως λογικά και να συνεπάγονται για την εφαρμογή της επιβαρυντικής περίπτωσης του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου αυτής, απόκρυψη συναλλαγής.
5. Οι Δ/νσεις του Υπουργείου Οικ/κών προς τις οποίες κοινοποιείται η παρούσα, παρακαλούνται να εισηγηθούν προς τον κ. Υπουργό Οικονομικών για την αποδοχή ή μη της γνωμοδότησης αυτής.