ΣτΕ 2136/2012

ΚΦΣ και επιβολή προστίμου για μη έκδοση φορολογικού στοιχείου, όπως αποδείξεως παροχής υπηρεσιών. Απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που αμφισβητεί ευθέως, κατ’ επίκληση μη διαδικαστικού εγγράφου, την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου κατά την οποία η έκθεση ελέγχου περιείχε τα απαραίτητα στοιχεία, ήτοι ημερομηνία συντάξεως και χρόνο ελέγχου. Οι ένδικες καταθέσεις της συζύγου του αναιρεσείοντα προέρχονταν από αμοιβές αυτού ως ελεύθερου επαγγελματία, για τις οποίες μη νόμιμα δεν είχε εκδοθεί απόδειξη, ανεξάρτητα των μεταξύ τους σχέσεων. Οι καταθέσεις αυτές συνιστούν προσήκουσα χρήση δικαστικού τεκμηρίου. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 1146/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών)

7 Σεπ 2011

Taxheaven.gr

2136/2012 ΣΤΕ

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΚΦΣ και επιβολή προστίμου για μη έκδοση φορολογικού στοιχείου, όπως αποδείξεως παροχής υπηρεσιών. Απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που αμφισβητεί ευθέως, κατ’ επίκληση μη διαδικαστικού εγγράφου, την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου κατά την οποία η έκθεση ελέγχου περιείχε τα απαραίτητα στοιχεία, ήτοι ημερομηνία συντάξεως και χρόνο ελέγχου. Οι ένδικες καταθέσεις της συζύγου του αναιρεσείοντα προέρχονταν από αμοιβές αυτού ως ελεύθερου επαγγελματία, για τις οποίες μη νόμιμα δεν είχε εκδοθεί απόδειξη, ανεξάρτητα των μεταξύ τους σχέσεων. Οι καταθέσεις αυτές συνιστούν προσήκουσα χρήση δικαστικού τεκμηρίου. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 1146/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).

Αριθμός 2136/2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Οκτωβρίου 2010 με την εξής σύνθεση: Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ι. Γράβαρης, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.

Για να δικάσει την από 18 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση:

του ............ .................... του ...................., κατοίκου ............... Αττικής (οδός ....................... αρ. ....), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γρηγόριο Μέντη (Α.Μ. 16463), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Αθανάσιο Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1146/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ι. Γράβαρη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 2936318- 20/2007, σειράς Α΄, ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 1146/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αιτούντος κατά της 11370/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της 185/1999 πράξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΓ΄ Αθηνών, με την οποία του είχαν επιβληθεί δύο πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (1.411.264 και 98.690.363 δραχμών, αντιστοίχως), έγινε εν μέρει δεκτή και ακυρώθηκε η πράξη μόνον ως προς το πρώτο πρόστιμο.

3. Επειδή, τόσο πρωτοδίκως όσο και με την έφεσή του ο αναιρεσείων προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η πράξη επιβολής του προστίμου ήταν νομικώς πλημμελής γιατί η έκθεση ελέγχου που την συνόδευε «δεν αναφέρει την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου ούτε φέρει ημερομηνία σύνταξης». Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε «ως αβάσιμος και κατά τα δύο σκέλη του», με την αιτιολογία ότι η εν λόγω έκθεση ελέγχου «αφενός [μεν] φέρει ημερομηνία συντάξεως, η οποία είναι η 31.8.1999», αφετέρου δε «από το περιεχόμενό της προκύπτει» ότι ο έλεγχος, ο οποίος διενεργήθηκε από ειδικό συνεργείο, «άρχισε μετά την έκδοση από τον Προϊστάμενο του εν λόγω συνεργείου της 2/29.1.1998 εντολής ελέγχου, με την κοινοποίηση στον εκκαλούντα [και ήδη αναιρεσείοντα], στις 11.3.1998, της εντολής αυτής και της Α 821/18.2.1998 προσκλήσεως [να θέσει στη διάθεση του ελέγχου μέσα σε πέντε ημέρες κάθε σχετικό στοιχείο]», συνεχίστηκε με την κοινοποίηση στον αιτούντα, στις 13.4 και στις 11.12.1998, και άλλων σχετικών προσκλήσεων και τη συγκέντρωση εν συνεχεία των βιβλίων και των εν γένει «απαραίτητων για τη διενέργεια [του ελέγχου] στοιχείων» «- η οποία συγκέντρωση ολοκληρώθηκε με την πάροδο της προθεσμίας των πέντε ημερών από την κοινοποίηση, την 11.12.1998, της τελευταίας προσκλήσεως - περαιτέρω δε συνεχίστηκε (ο έλεγχος) με την επεξεργασία των εν λόγω βιβλίων και στοιχείων και έληξε την 31.8.1999, με τη σύνταξη της εκθέσεως ελέγχου.». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η πιο πάνω αιτιολογία «δεν είναι ορθή, γιατί από το σώμα της έκθεσης ελέγχου δεν προκύπτει ούτε η ημερομηνία συντάξεως, ούτε ο χρόνος διενέργειας του ελέγχου, που συμπερασματικώς ευρίσκει το Διοικητικό Εφετείο.». Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθώς αμφισβητεί ευθέως, κατ’ επίκληση μη διαδικαστικού εγγράφου, την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου κατά την οποία η έκθεση ελέγχου περιείχε τα πιο πάνω στοιχεία (ημερομηνία συντάξεως και χρόνο ελέγχου).

4. Επειδή, στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, Α΄ 84), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι «επιτηδευματίες», στους οποίους καταλέγονται και όσοι ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, εκδίδουν τα προβλεπόμενα στον Κώδικα φορολογικά στοιχεία (άρθρο 2 παρ. 1) ότι οι επιτηδευματίες που τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας υποχρεούνται για κάθε παροχή υπηρεσίας προς το κοινό να εκδίδουν απόδειξη παροχής υπηρεσιών (άρθρο 13 παρ. 1) και ότι οι επιτηδευματίες που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα κατά το άρθρο 45 του ν.δ. 3323/1955, μεταξύ των οποίων οι «καλλιτέχνες κέντρων διασκέδασης», εκδίδουν την πιο πάνω απόδειξη κατά την είσπραξη της αμοιβής τους και αναγράφουν σ’ αυτήν τα στοιχεία του πελάτη και το ποσό της αμοιβής (άρθρο 13 παρ. 2 και 3). Εξ άλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 32-34 του ίδιου Κώδικα, για κάθε παράβαση των διατάξεών του - και τέτοια είναι κάθε παράλειψη εκδόσεως αποδείξεως παροχής υπηρεσιών - επιβάλλεται πρόστιμο με πράξη της αρμόδιας φορολογικής αρχής που συνοδεύεται από σχετική έκθεση ελέγχου όταν δε η παράβαση συνίσταται σε μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση στοιχείου, που είχε ως αποτέλεσμα την απόκρυψη συναλλαγής, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται, υπό προϋποθέσεις, ισόποσο της αξίας της συναλλαγής αυτής.

5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσείων, «καλλιτέχνης κέντρων διασκεδάσεως (ερμηνευτής τραγουδιών)», έχοντας «έδρα» στην Αθήνα (..... ................... ....) και τηρώντας βιβλία δεύτερης κατηγορίας, απασχολήθηκε σε νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας, της επαρχίας και του εξωτερικού, άλλοτε ως ελεύθερος επαγγελματίας και άλλοτε ως μισθωτός. Από φορολογικό έλεγχο που διενεργήθηκε για τη διαχειριστική περίοδο 1.1 - 31.12.1993 προέκυψε, μετά από άρση του τραπεζικού απορρήτου, ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί τού αιτούντος κατά το διάστημα 1991 - 1996 παρουσίαζαν «σχεδόν μηδενική κίνηση», ενώ οι λογαριασμοί τής τότε συζύγου του ............... ......................... (στις τράπεζες ............, ....................-................, ............ και ................) παρουσίαζαν «πολύ μεγάλη κίνηση, με καταθέσεις μεγάλων χρηματικών ποσών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του έτους 1993 ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 119.001.992 δραχμών». (Αναφέρονται ειδικότερα τα σχετικά ποσά με περαιτέρω παραπομπές σε «καταστάσεις ελέγχου»). Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω σύζυγος του αναιρεσείοντος, για τα έτη 1991 - 1995 δεν είχε δηλώσει εισοδήματα ή έσοδα που δεν θεωρούνται εισόδημα ή απαλλάσσονται από το φόρο ούτε εισαγωγή συναλλάγματος, δάνεια, δωρεές, γονικές παροχές ή κέρδη από λαχεία κ.λπ. ή χρηματικά ποσά από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων. Περαιτέρω, από αντιδικία των δύο συζύγων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, προέκυψε, «από τα στοιχεία της δικογραφίας που συνέλεξε ο έλεγχος» (με αναφορά σε δικόγραφα και των δύο), ότι η σύζυγος του αιτούντος «έκανε όλες τις διαπραγματεύσεις που αφορούσαν τις επαγγελματικές δραστηριότητες του συζύγου της και εισέπραττε τις αμοιβές από τις επιχειρήσεις στις οποίες εργαζόταν». Αλλά και σε δύο ένορκες βεβαιώσεις που η φορολογική αρχή είχε επισυνάψει στην οικεία έκθεση ελέγχου, του ............. .................., που συνεργαζόταν με τον αιτούντα ως ηλεκτρονικός, και του .............. ............, οδηγού της ................. ............................., αναφερόταν επίσης ότι «όλες τις διαπραγματεύσεις για τις εμφανίσεις του [αιτούντος] στα κέντρα διασκεδάσεως, καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεώς του με τη ................................... ...................... (1991-1995) τις έκανε η τελευταία και ότι εκείνη εισέπραττε τα χρήματα από τους επιχειρηματίες των κέντρων αυτών». (Για το ένδικο έτος ο αιτών είχε εργασθεί στα κέντρα «Ριμέμπερ», «.........», «...............» και «... ...........», όπως προέκυπτε τόσον από τις πιο πάνω βεβαιώσεις, όσο και από υπεύθυνη δήλωση του ίδιου του αιτούντος προς τη φορολογική αρχή, στην οποία προσδιόριζε και τα χρονικά διαστήματα που είχε απασχοληθεί σε κάθε κέντρο). Εξ άλλου, ο αναιρεσείων είχε δηλώσει «εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες συνολικού ύψους 5.402.187 δρχ.». «Εν όψει τούτων», αναφέρεται εν συνεχεία στην αναιρεσιβαλλομένη, «ο έλεγχος, αφού έλαβε υπόψη, αφενός ότι η σύζυγος του [αιτούντος], κατά την περίοδο 1991 έως 1995, που διεκόπη ο γάμος τους, δεν ασκούσε καμία επαγγελματική δραστηριότητα και δεν είχε εισοδήματα και ότι κατά την ένδικη χρήση (1993) ο [αιτών] εργάστηκε στα πιο πάνω κέντρα διασκεδάσεως, αφετέρου δε τα προαναφερόμενα στοιχεία της δικογραφίας μεταξύ των αντιδίκων πρώην συζύγων, καθώς και την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών του [αιτούντος], οι οποίοι ήταν μηδενικοί κατά το κρίσιμο διάστημα (χρήση 1993), σε αντίθεση με εκείνους της συζύγου του, οι οποίοι παρουσίαζαν αυξημένη κίνηση σχεδόν καθημερινώς στα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτός αποδεδειγμένα εμφανιζόταν στα πιο πάνω κέντρα διασκεδάσεως, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι τα χρήματα που κατατέθηκαν στους λογαριασμούς της ..................... ........................... κατά τη χρήση 1993 προέρχονταν από αμοιβές που αυτή εισέπραξε για τις καλλιτεχνικές υπηρεσίες που προσέφερε στα εν λόγω κέντρα ο σύζυγός της και ότι, από τις αμοιβές αυτές, ποσό 98.690.363 δρχ. αποτελεί επιπλέον αμοιβές του απ’ τα κέντρα αυτά, ως ελεύθερου επαγγελματία, για τις οποίες δεν είχε εκδώσει φορολογικό στοιχείο ούτε είχε προβεί σε σχετική καταχώρηση στα τηρούμενα βιβλία του Κ.Β.Σ. Το τελευταίο ποσό (98.690.363 δρχ.) προσδιορίστηκε απ’ τον έλεγχο, αφού από το ποσό των 119.001.992 δρχ., που αφορά το σύνολο των καταθέσεων της .......................... ..................... κατά τη χρήση 1993, αφαιρέθηκε το ποσό των 20.311.629 δρχ., που αφορά το σύνολο των εισοδημάτων που δηλώθηκαν από τον [αιτούντα] για τη χρήση αυτή (Α΄ Πηγής 150.000 δρχ., ΣΤ΄ Πηγής 5.402.187 δρχ., Ζ΄ Πηγής 13.759.442 δρχ. και 1.000.000 δρχ. από την πώληση του .... .....................).». Κατόπιν αυτών, με την επίδικη πράξη της φορολογικής αρχής θεωρήθηκε ότι ο αναιρεσείων «δεν εξέδωσε θεωρημένη απόδειξη παροχής υπηρεσιών σε μία τουλάχιστον περίπτωση αξίας δρχ. 98.690.000» και επιβλήθηκε εις βάρος του ισόποσο πρόστιμο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη.

6. Επειδή, ως προς το ζήτημα της διάπραξης από τον αιτούντα της επίδικης παράβασης, το διοικητικό εφετείο, μετά τη συμπλήρωση του φακέλου με στοιχεία που ζήτησε με προδικαστική του απόφαση (έκθεση επανελέγχου, έγγραφα τραπεζών), και αφού παρέθεσε το ανωτέρω πραγματικό, «έλαβε υπόψη», όπως αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη, τα ακόλουθα: «1) ότι ο εκκαλών εργαζόταν κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο στα κέντρα διασκεδάσεως «.................», «.........................», «.....................» και «..................», όπως προκύπτει από τις προμνημονευθείσες υπεύθυνη δήλωση του ιδίου και τις ένορκες βεβαιώσεις, «το περιεχόμενο των οποίων, εφόσον αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου, στην οποία […] και επισυνάπτονται εκτιμάται ελευθέρως […] ως περιεχόμενο πλέον της εκθέσεως αυτής, γεγονός εξάλλου που έγινε δεκτό με την [πρωτόδικη] απόφαση και δεν αμφισβητείται με την έφεση […]. 2) Ότι η πρώην σύζυγος του εκκαλούντος ................... ...................., κατά την ένδικη χρήση, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεως με αυτόν (1991-1995) δεν ασκούσε καμία επαγγελματική δραστηριότητα και δεν είχε πραγματοποιήσει εισοδήματα, φορολογητέα ή απαλλασσόμενα από το φόρο, αφού, όπως διαπιστώθηκε απ’ τον έλεγχο δεν είχε δηλώσει τέτοια, ούτε άλλου είδους έσοδα (κέρδη από λαχεία, δωρεές, γονικές παροχές, δάνεια κ.λπ.). 3) Ότι οι ατομικοί λογαριασμοί του εκκαλούντος παρουσιάζουν μηδενική κίνηση κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο, αλλά και σχεδόν μηδενική κίνηση καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της πιο πάνω έγγαμης συμβιώσεως, σε αντίθεση με τους ατομικούς τραπεζικούς λογαριασμούς της πρώην συζύγου του, οι οποίοι κατά την ίδια χρονική περίοδο παρουσιάζουν πολύ μεγάλη κίνηση, με καταθέσεις μεγάλων χρηματικών ποσών, σχεδόν καθημερινώς, οι οποίες κατά την ένδικη χρήση ανήλθαν σε 119.001.992 δρχ., [και] 4) Ότι τις αμοιβές για τις καλλιτεχνικές υπηρεσίες που προσέφερε ο εκκαλών στα προαναφερόμενα κέντρα διασκεδάσεως εισέπραττε και διαχειριζόταν η πιο πάνω σύζυγός του, καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεώς τους, στην οποία περιλαμβάνεται και η κρινόμενη διαχειριστική περίοδος, όπως καταθέτουν με τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις οι μάρτυρες ..................... .................. και ............ ......................, αναφέρει ο εκκαλών στο φύλλο 2 της από 26.7.1995 αιτήσεώς του συντηρητικής κατασχέσεως κατά της πρώην συζύγου του […] και δέχεται η τελευταία στη σελίδα 80 του με ημερομηνία 30.1.1996 σημειώματος […] προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά του εκκαλούντος, δηλαδή προκύπτει από έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων εκτιμάται ελευθέρως […] ως περιεχόμενο της εκθέσεως ελέγχου.». «Με τα δεδομένα αυτά», συνεχίζει η αναιρεσιβαλλομένη, «το Δικαστήριο κρίνει ότι τα χρήματα που κατατέθηκαν στους προαναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς της ..................... .................... κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο, ανερχόμενα σε 119.001.992 δρχ., προέρχονται από τις αμοιβές του εκκαλούντος για τις καλλιτεχνικές υπηρεσίες που προσέφερε, κατά την ίδια περίοδο, στα προαναφερόμενα κέντρα διασκεδάσεως, τις οποίες εισέπραξε αυτή για λογαριασμό του, και, περαιτέρω, ότι το ποσό των 98.690.363 δρχ., το οποίο απομένει μετά την αφαίρεση από τις εν λόγω καταθέσεις (119.001.992 δρχ.) του ποσού των 20.311.629 δρχ., που αφορά το σύνολο των εισοδημάτων που δηλώθηκαν από τον εκκαλούντα, κατά την εν λόγω χρήση, αποτελεί επιπλέον αμοιβές του εκκαλούντος απ’ τα κέντρα αυτά, ως ελεύθερου επαγγελματία.». «Για τις αμοιβές αυτές», καταλήγει το εφετείο, «ο εκκαλών - ανεξαρτήτως απ’ το αν του τις απέδωσε ή όχι η πρώην σύζυγός του, δεδομένου ότι τούτο αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις - όφειλε, ως φορολογικώς υπόχρεος ελεύθερος επαγγελματίας, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις των άρθρων 2 και 13 του Κ.Β.Σ., να εκδώσει απόδειξη παροχής υπηρεσιών, την οποία, εφόσον δεν εξέδωσε, υπέπεσε στην αποδιδόμενη [ως άνω] παράβαση […]».

7. Επειδή, οι σκέψεις αυτές του διοικητικού εφετείου, με τις οποίες το δικαστήριο, προβαίνοντας σε λογική και τεκμηριωμένη, κατ’ αρχήν, συνεκτίμηση των στοιχείων του φακέλου και των εκατέρωθεν ισχυρισμών, συνήγαγε από τα αποδεδειγμένα ως άνω πραγματικά περιστατικά σχετικά με την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών και τις δραστηριότητες του αναιρεσείοντος και της πρώην συζύγου του, το συμπέρασμα ότι οι ένδικες καταθέσεις της τελευταίας προέρχονταν από αμοιβές του αιτούντος ως ελεύθερου επαγγελματία για τις οποίες δεν είχε εκδοθεί απόδειξη και ότι αποδεικνυόταν, επομένως, η διάπραξη της επίδικης παραβάσεως, συνιστούν προσήκουσα, κατ’ αρχήν, χρήση δικαστικού τεκμηρίου ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο η πιο πάνω κρίση του δικαστηρίου είναι «αυθαίρετη, αναιτιολόγητη και συμπερασματική», είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Όπως αβάσιμος επίσης είναι και ο λόγος ότι η κρίση αυτή «έρχεται σε αντίθεση με τις συνταγματικές και φορολογικές διατάξεις περί αυτοτελούς φορολογήσεως των συζύγων» διότι, το ζήτημα τούτο είναι εν πάση περιπτώσει άσχετο με τα κριθέντα ως άνω από το διοικητικό εφετείο. Εξ άλλου, τα προβαλλόμενα περαιτέρω από τον αιτούντα ότι «όπως αποδεικνύεται» από βούλευμα που είχε προσκομίσει πρωτοδίκως, «η οικογένεια της συζύγου του είχε μεγάλη οικονομική άνεση και τα ποσά των καταθέσεών της προέρχονται από την οικογένειά της και όχι από αμοιβές [του] από κέντρα διασκέδασης», είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, διότι αμφισβητούν ευθέως τη σχετική περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, αυτοτελείς λόγοι αναιρέσεως που περιέχονται στο υπόμνημα που κατέθεσε ο αιτών μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, μέσα στην προθεσμία που έλαβε σχετικά, και με το οποίο (υπόμνημα) ήταν επιτρεπτή μόνον η ανάπτυξη των ήδη προβληθέντων λόγων, είναι, προεχόντως γι’ αυτό, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

8. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2011.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος
Δ. Κωστόπουλος

Η Γραμματέας
Κ. Κεχρολόγου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Ιουνίου 2012.

Ο Πρόεδρος του Β` Τμήματος
Φ. Αρναούτογλου

Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα
 


Taxheaven.gr