ΠΟΛ.1030/31.1.2000

Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του N.2753/1999, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος Φυσικών Προσώπων

31 Ιαν 2000

Taxheaven.gr
Αθήνα, 31 Ιανουαρίου 2000
Αριθμ.Πρωτ.: 1010043/211/Α'0012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (Δ. 12)
ΤΜΗΜΑ Α'
Τηλέφωνο 33 75 315, 316, 317, 318

ΠΟΛ.: 1030

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν.2753/1999, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.

1. Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 5, 6, 7 και παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Ν. 2753/1999 "Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις στη φορολογία εισοδήματος και άλλες διατάξεις" (Φ.Ε.Κ. 249 Α΄) οι οποίες αναφέρονται σε θέματα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
2. Για καθένα από τα παραπάνω άρθρα σας παρέχουμε τις ακόλουθες ερμηνευτικές οδηγίες με σκοπό την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.

Αρθρο 1
Δαπάνες που εκπίπτουν από το εισόδημα

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, αντικαθίστανται οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994 και αναριθμούνται αντίστοιχα σε υποπεριπτώσεις αα΄, ββ΄, γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του N. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις διατηρείται η έκπτωση από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου, των πιο πάνω δαπανών (δαπάνη για ενοίκιο κύριας κατοικίας, δαπάνη για ενοίκιο παιδιών που σπουδάζουν κτλ., δαπάνη για ασφάλιστρα ζωής κτλ., καθώς και δαπάνη για παράδοση μαθημάτων κτλ.) και εκείνο που αλλάζει είναι ο τρόπος έκπτωσης των δαπανών αυτών.
Έτσι, με τις νέες διατάξεις αν το ποσό κάθε δαπάνης είναι μέχρι και εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) δραχμές, η δαπάνη εκπίπτει στο σύνολό της. Αν το ποσό της υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) δραχμές, εκπίπτει ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) αυτής, μη δυνάμενο το εκπιπτόμενο ποσό να υπερβεί τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δραχμές, αλλά ούτε να είναι μικρότερο από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) δραχμές.
Ειδικά, για τον υπολογισμό των πιο πάνω ποσών, οι δαπάνες των υποπεριπτώσεων αα΄ και γγ΄ (δαπάνη για ενοίκιο κύριας κατοικίας και ενοίκιο παιδιών που σπουδάζουν, καθώς και δαπάνη για παράδοση μαθημάτων) λαμβάνονται διακεκριμένως για το φορολογούμενο και για κάθε τέκνο που τον βαρύνει. Το πιο πάνω ποσό της κάθε δαπάνης, που υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, εκπίπτει μόνον εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση και μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του φορολογουμένου με τις γενικές διατάξεις εισοδήματος του καθενός, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση.
Τονίζεται ότι, οι δαπάνες των υποπεριπτώσεων αα΄, ββ΄, και γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994 εκπίπτουν από το φορολογούμενο εισόδημα, είτε αυτό είναι το δηλούμενο είτε το τεκμαρτώς προσδιοριζόμενο μόνον εφόσον έχουν δηλωθεί με την αρχική δήλωση, είτε αυτή είναι εμπρόθεσμη είτε είναι εκπρόθεσμη.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1ο
Ο φορολογούμενος "Χ" καταβάλλει για τον εαυτόν του ετήσιο ποσό ασφαλίστρων ζωής 400.000 δραχμών και για το παιδί του, που τον βαρύνει, ως αυτοσυμβαλλόμενος το ποσό των 200.000 δραχμών ενώ η σύζυγός του για ασφάλιστρα προσωπικών ατυχημάτων το ποσό των 300.000 δραχμών.
Ποσό ασφαλίστρων που εκπίπτει
Συνολικό ποσό ασφαλίστρων που καταβλήθηκε από τους δύο συζύγους (400.000 + 200.000 + 300.000) = 900.000 Χ 40% = 360.000 το οποίο είναι μεγαλύτερο από = 250.000 δραχμές

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2ο
Ο φορολογούμενος "Ψ" και η σύζυγός του εκμισθώνουν διαμέρισμα για κύρια κατοικία τους σε παλαιά οικοδομή. Στο μισθωτήριο συμβόλαιο φέρονται υπόχρεοι σε καταβολή του ετήσιου μισθώματος που ανέρχεται στο ποσό των 350.000 δραχμών και οι δύο με ποσοστό συμμετοχής 50% ο καθένας τους.
Ποσό ενοικίων που εκπίπτει
Συνολικό ποσό ετήσιου μισθώματος που καταβλήθηκε από τους δύο συζύγους 350.000 Χ 40% = 140.000 δρχ . το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από = 150.000 δραχμές

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 3ο
Ο φορολογούμενος "Χ" και η σύζυγός του καταβάλλουν για ετήσιο ενοίκιο του πρώτου παιδιού τους που σπουδάζει το ποσό των 700.000 δραχμών και για ετήσιο ενοίκιο του δεύτερου παιδιού τους που σπουδάζει το ποσό των 480.000 δραχμών.
Ποσό ενοικίου που εκπίπτει
Για το 1ο παιδί 700.000 Χ 40% = 280.000 το οποίο περιορίζεται σε = 250.000 δραχμές
Για το 2ο παιδί 480.000 Χ 40% = 192.000 δραχμές
Σύνολο =442.000 δραχμές
Το συνολικό ποσό των 442.000 δραχμών εκπίπτει αφού μερισθεί μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του φορολογούμενου εισοδήματός τους.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 4ο
Ο φορολογούμενος "Ψ" καταβάλλει ετήσια δίδακτρα για εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας ποσού 520.000 δραχμών. Επίσης, καταβάλλει δίδακτρα για φροντιστήρια για το πρώτο του παιδί ποσού 700.000 δραχμών και για το δεύτερο παιδί του ποσού 300.000 δραχμών.
Ποσό διδάκτρων που εκπίπτει
Για το φορολογούμενο 520.000 Χ 40% = 208.000 δραχμές
Για το 1ο παιδί 700.000 Χ 40% = 280.000 δρχ. που περιορίζεται σε = 250.000 δραχμές
Για το 2ο παιδί 300.000 Χ 40% = 120.000 δρχ. που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από = 150.000 δραχμές
Σύνολο =608.000 δραχμές
Το συνολικό ποσό των 608.000 δραχμών εκπίπτει αφού μερισθεί μεταξύ των συζύγων ανάλογα με τα φορολογούμενα εισοδήματά τους.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, οι περιπτώσεις δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994 αναριθμούνται σε β΄, γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ και η υποπερίπτωση εε΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, όπως αναριθμήθηκε (πρώην υποπερίπτωση εε΄ της περίπτωσης ζ΄), καταργείται. Δηλαδή, από το οικονομικό έτος 2000 και επόμενα από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου δεν αφαιρείται το ποσό των δεδουλευμένων τόκων που καταβάλλονται από τον ίδιο για χρέη προς το Δημόσιο από φόρο κληρονομιάς, δωρεάς και γονικής παροχής.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, μετά την υποπερίπτωση γγ΄ της περίπτωσης ε΄, όπως η περίπτωση αυτή αναριθμήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο (πρώην υποπερίπτωση γγ΄) της περίπτωσης ζ΄), της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994 προστίθενται τρία νέα εδάφια.
Με τις νέες διατάξεις, ορίζεται ότι, κατά την εφαρμογή των προηγούμενων υποπεριπτώσεων αα΄, ββ΄ και γγ΄, δηλαδή για την αφαίρεση από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου του ποσού των δεδουλευμένων τόκων δανείων, που καταβάλλει για απόκτηση πρώτης κατοικίας, δεν θεωρείται ότι αποκτάται πρώτη κατοικία, αν ο υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 2238/1994, έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας ή οίκησης εξολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου, σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το άθροισμα της συνολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα τριάντα πέντε (35) τ. μ. προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και τα εβδομήντα (70) τ. μ. προκειμένου για έγγαμο. Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά δεκαπέντε (15) τ. μ. για κάθε τέκνο που βαρύνει τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο. Αν η επιφάνεια της πρώτης κατοικίας υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) τ. μ., το ποσό της δαπάνης που εκπίπτει περιορίζεται στο μέρος που αυτό αναλογεί επιμεριστικά στη μέχρι των εκατόν είκοσι (120) τ. μ. επιφάνεια της κατοικίας.-

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου από αυτά που προστέθηκαν με την προηγούμενη παράγραφο, ισχύουν για συμβάσεις δανείων που συνάπτονται από 1-1-2000 και μετά. Δηλαδή, για δάνεια που έχουν συναφθεί για αγορά πρώτης κατοικίας μέχρι και 31-12-1999, από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου αφαιρείται ολόκληρο το ποσό των τόκων ανεξάρτητα από τα τετραγωνικά μέτρα της επιφάνειας της πρώτης κατοικίας. Για συμβάσεις όμως δανείων που υπογράφονται από 1-1-2000 και μετά θα αφαιρείται το ποσό των τόκων που αναλογεί επιμεριστικά μόνο στα 120 τ. μ. της επιφάνειας της κατοικίας.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Ο "Χ" συνήψε δάνειο με την Κτηματική Τράπεζα στις 30-3-1991 για αγορά πρώτης κατοικίας εμβαδού 180 τ.μ. και οι δεδουλευμένοι τόκοι δανείων που κατέβαλε στη χρήση 1999, ανέρχονται στο ποσό των 630.000 δραχμών, Το ποσό αυτό θα εκπέσει ολόκληρο από το εισόδημα του φορολογουμένου για το οικονομικό έτος 2000 και επόμενα αυτού.
Στην περίπτωση σύναψης του πιο πάνω δανείου μετά την 1-1-2000 το ποσό των πιο πάνω τόκων που θα εκπέσει από το εισόδημα του φορολογουμένου κατά το οικονομικό έτος 2001 και επόμενα αυτού θα ανέρχεται στο ποσό των 420.000 δραχμών (630.000 Χ 120). 180

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου καταργείται το άρθρο 11 του Ν. 1870/1989 (Φ.Ε.Κ. 250 Α΄), δηλαδή από το εισόδημα του φορολογουμένου δεν εκπίπτει πλέον το ποσοστό του πενήντα τοις εκατό (50%) της έκτακτης εισφοράς του Ν. 1870/1989 που καταβάλλουν τα φυσικά πρόσωπα.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η έκπτωση, ως δαπάνης χωρίς δικαιολογητικά από το εισόδημα του φορολογουμένου ποσού 650.000 δραχμών πέραν των νεφροπαθών που τελούν υπό αιμοκάθαρση και των προσώπων που πάσχουν από μεσογειακή αναιμία και κάνουν μεταγγίσεις αίματος και στους νεφροπαθείς που τελούν υπό περιτοναϊκή κάθαρση ή που έχουν κάνει μεταμόσχευση νεφρού, καθώς και στα πρόσωπα που πάσχουν από δρεπανοκυτταρική και μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία και κάνουν μεταγγίσεις αίματος.

7. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, αντικαθίστανται οι παράγραφοι 3 και 5.
Με τις νέες διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι, για τη σύζυγο που αποκτά εισόδημα, οι δαπάνες των περιπτώσεων β΄ έως και στ΄ παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994 (εισφορές σε ταμεία ασφάλισης, έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, δωρεές, τόκοι πρώτης κατοικίας, οικογενειακές δαπάνες), καθώς και οι δαπάνες της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου και νόμου (έκπτωση ως δαπάνη χωρίς δικαιολογητικά ποσού 650.000 δραχμών) που αφορούν την ίδια αφαιρούνται από το φορολογούμενο εισόδημά της. Επίσης, οι δαπάνες της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, καθώς και της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου και νόμου (έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, έκπτωση ως δαπάνη χωρίς δικαιολογητικά ποσού 650.000 δραχμών), που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της εισόδημα.
Με τις νέες διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που έχει είναι κατώτερο από τα ποσά των δαπανών των περιπτώσεων γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994 (δηλαδή οι δαπάνες ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης και οι οικογενειακές δαπάνες, καθώς και η έκπτωση ποσού 650.000 δραχμών ως δαπάνης χωρίς δικαιολογητικά), που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των δαπανών ή η διαφορά προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου. Επίσης, όταν το σύνολο των δαπανών του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το φορολογούμενο εισόδημά του, τότε η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το άθροισμα των δαπανών των περιπτώσεων γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου.

8. Με την παράγραφο 8 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 του Ν. 2238/1994, αυξάνεται σε εξακόσιες πενήντα χιλιάδες (650.000) δραχμές.

9. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

Αρθρο 2
Aύξηση απαλλασσόμενου ποσού ιδιοκατοίκησης, φορολογική κλίμακα, μείωση
συμπληρωματικού φόρου και φόρου τέκνων και εισόδημα από ακίνητα.

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις αυξάνεται το απαλλασσόμενο τεκμαρτό εισόδημα που αντιστοιχεί στην επιφάνεια της ιδιοκατοικούμενης κύριας κατοικίας του φορολογούμενου με την προσθήκη επιφάνειας 20 τ.μ. στο όριο των 150 τ.μ. ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων του.
Ειδικότερα, ενώ με τις μέχρι τώρα διατάξεις για όλους γενικά τους φορολογούμενους (ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση και τον αριθμό των τέκνων) ίσχυε απαλλαγή του ακαθάριστου τεκμαρτού εισοδήματος που προκύπτει από ιδιοκατοίκηση της κύριας κατοικίας τους, με επιφάνεια μέχρι 150 τ.μ., με τις νέες διατάξεις αυτή η επιφάνεια αυξάνει κατά 20 τ.μ. για κάθε τέκνο μετά το δεύτερο που βαρύνει το φορολογούμενο.
Έστω, για παράδειγμα ότι ένας φορολογούμενος με 4 τέκνα, που τον βαρύνουν, ιδιοκατοικεί σε κύρια κατοικία επιφανείας 200 τ.μ. Με τις προηγούμενες διατάξεις απαλλασσόταν για ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα 150 τ.μ. και φορολογείτο για ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα 50 τ.μ. Με τις νέες διατάξεις ο ίδιος φορολογούμενος, απαλλάσσεται για ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα 190 τ.μ. και φορολογείται μόνο για ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα 10 τ.μ.
Με τις νέες διατάξεις επαναλαμβάνεται ρητά, ότι αν η επιφάνεια της κύριας κατοικίας που ιδιοκατοικείται από το φορολογούμενο είναι μικρότερη από το διαμορφούμενο όριο που προαναφέρθηκε (150 τ. μ. πλέον 20 τ.μ. για κάθε τέκνο του φορολογούμενου που τον βαρύνει, πέρα από το δεύτερο), η διαφορά μέχρι το όριο αυτό λαμβάνεται υπόψη για την απαλλαγή του ακαθάριστου τεκμαρτού εισοδήματος μιας μόνο ιδιοκατοικούμενης δευτερεύουσας κατοικίας αυτού.
Έστω, για παράδειγμα, ότι ένας φορολογούμενος με 4 τέκνα που τον βαρύνουν ιδιοκατοικεί σε κύρια κατοικία επιφανείας 160 τ.μ. και έχει και μία δευτερεύουσα κατοικία 80 τ.μ.
Με τις νέες διατάξεις ο φορολογούμενος αυτός απαλλάσσεται αντίστοιχα για το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα που αντιστοιχεί στα 160 τ.μ. της κύριας κατοικίας του, και για το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα, που αντιστοιχεί στην επιφάνεια των 30 τ.μ. της δευτερεύουσας κατοικίας του και φορολογείται μόνο για το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα που αντιστοιχεί στην επιφάνεια των 50 τ.μ. της δευτερεύουσας κατοικίας του.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται περίπτωση γ΄ στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις θεσπίζεται απαλλαγή για το τεκμαρτό εισόδημα από παραχώρηση, χωρίς αντάλλαγμα, της χρήσης κατοικίας από τους γονείς προς τα τέκνα τους και αντίστροφα από τα τέκνα προς τους γονείς τους.
Η απαλλαγή αυτή αφορά το γονέα που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου και ισχύει για μια κατοικία, ανεξάρτητα από την επιφάνειά της, την οποία παραχωρεί χωρίς αντάλλαγμα στο τέκνο του προκειμένου αυτό να τη χρησιμοποιήσει ως κύρια ή δευτερεύουσα κατοικία του. Το ίδιο ισχύει και στην αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία η παραχώρηση γίνεται από το τέκνο που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία της κατοικίας, την οποία παραχωρεί χωρίς αντάλλαγμα σε γονέα του για να τη χρησιμοποιήσει ως κύρια ή δευτερεύουσα κατοικία του (στον ένα ή και στους δύο γονείς του).
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι:
α. Η παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα, να γίνεται μόνο από το γονέα προς το τέκνο του ή από το τέκνο προς το γονέα του. Συνεπώς, δεν καταλαμβάνει τυχόν άλλες περιπτώσεις παραχώρησης κατοικίας μεταξύ τρίτων.
β. Η παραχώρηση αναφέρεται σε μία μόνο κι όχι περισσότερες κατοικίες στο ίδιο πρόσωπο (στο γονέα ή στο τέκνο). Αν παραχωρηθούν περισσότερες από μία, τότε απαλλάσσεται το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη μία.
γ. Το υπόψη ακίνητο που παραχωρείται χρησιμοποιείται από το χρήστη μόνο ως κατοικία του (κύρια ή δευτερεύουσα) κι όχι για οποιαδήποτε άλλη χρήση όπως, π.χ. ως επαγγελματική στέγη κτλ.
Σημειώνεται ότι ο ιδιοκτήτης, επικαρπωτής του ακινήτου οφείλει να το αναγράψει στο έντυπο Ε2, σημειώνοντας στις οικείες στήλες "Παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα στον ................................... (π. χ. πατέρα μου)".
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994 ως εξής :

Κλιμάκιο Εισοδήματος

Φορολογικός Συντελεστής %

Φόρος κλιμακίου

Συνολικό εισόδημα

Συνολικός φόρος

2.000.000

0

0

2.000.000

0

710.000

5

35.500

2.710.000

35.500

1.625.000

15

243.750

4.335.000

279.250

3.245.000

30

973.500

7.580.000

1.252.750

8.655.000

40

3.462.000

16.235.000

4.714.750

Υπερβάλλον

45





Με αυτή τη φορολογική κλίμακα, σύμφωνα με την περίπτωση β του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, υπολογίζεται ο φόρος στο εισόδημα που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα από το οικον. έτος 2001 (εισοδήματα χρήσης 1/1 - 31/12/2000) και μετά.
4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι ειδικά για το οικον. έτος 2000 (εισοδήματα χρήσης 1/1/ - 31/12/1999) ισχύει η πιο κάτω φορολογική κλίμακα :

Κλιμάκιο Εισοδήματος

Φορολογικός Συντελεστής %

Φόρος κλιμακίου

Συνολικό εισόδημα

Συνολικός φόρος

1.600.000

0

0

1.600.000

0

1.110.000

5

55.500

2.710.000

55.500

1.625.000

15

243.750

4.335.000

299.250

3.245.000

30

973.500

7.580.000

1.272.750

8.655.000

40

3.462.000

16.235.000

4.734.750

Υπερβάλλον

45





5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2238/1994 , προκειμένου για αποζημίωση που καταβάλλει ο υπόχρεος στο δικαιούχο αυτής λόγω διακοπής της μεταξύ τους σχέσης, που πραγματοποιήθηκε από 17-11-1999 (ημέρα δημοσίευσης του Ν. 2753/1999) μέχρι 31-12-1999, ο φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2753/1999.
Αν η διακοπή της σχέσης, που συνδέει αυτόν που καταβάλλει την αποζημίωση με το δικαιούχο αυτής, πραγματοποιείται μετά την 31-12-1999, ο φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994 που ισχύει κατά το χρόνο που λήγει αυτή η σχέση.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, με βάση την πάγια θέση της Διοίκησης και δεδομένου ότι από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2238/1994 προκύπτει ότι η φορολογική ενοχή γεννιέται με την πληρωμή της αποζημίωσης στο δικαιούχο, οι κλίμακες των παραγράφων 3 ή 4, κατά περίπτωση, του άρθρου 2 του Ν. 2753/1999 εφαρμόζονται και στα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται από 17-11-1999, στις περιπτώσεις που η διακοπή της σχέσης πραγματοποιήθηκε πριν από τις 17-11-1999.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από 17-11-1999 ημερομηνία δημοσίευσης αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις αυξάνεται η μείωση φόρου (TAX CREDITS) ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που βαρύνουν το φορολογούμενο.
Ειδικότερα τα ποσά μείωσης του φόρου ανέρχονται σε:
α. 30.000 δρχ., όταν ο φορολογούμενος έχει ένα (1) τέκνο που τον βαρύνει, αντί 25.000 δρχ. που ίσχυε μέχρι τώρα
β. 35.000 δρχ., για κάθε τέκνο του όταν ο φορολογούμενος έχει δύο (2) τέκνα που τον βαρύνουν, αντί 25.000 δρχ. που ίσχυε μέχρι τώρα.
γ. 50.000 δρχ. για κάθε τέκνο του, όταν ο φορολογούμενος έχει τρία (3) τέκνα που τον βαρύνουν, αντί 35.000 δρχ. που ίσχυε μέχρι τώρα.
δ. 60.000 δρχ. για κάθε τέκνο του, όταν ο φορολογούμενος έχει τέσσερα (4) τέκνα που τον βαρύνουν, αντί 45.000 δρχ. που ίσχυε μέχρι τώρα.
Για κάθε τέκνο πέρα από το τέταρτο που βαρύνει το φορολογούμενο η μείωση του φόρου αυξάνεται κατά 10.000 δρχ.
Για παράδειγμα, για φορολογούμενο με 5 παιδιά που τον βαρύνουν, η μείωση για κάθε παιδί ανέρχεται στο ποσό των 70.000 δρχ., αντί 45.000 δρχ. για κάθε παιδί που ίσχυε. Για φορολογούμενο με 6 παιδιά που τον βαρύνουν, η μείωση για κάθε παιδί ανέρχεται στο ποσό των 80.000 δρχ., αντί 45.000 δρχ. για κάθε παιδί που ίσχυε κ.ο.κ.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

7. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ο συντελεστής υπολογισμού του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται στο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα μειώνεται σε 1,5%, από 3% που ίσχυε μέχρι τώρα.
Σημειώνεται ότι η μείωση του συντελεστή υπολογισμού του συμπληρωματικού φόρου δεν καταλαμβάνει τον υπολογισμό του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται στο εισόδημα από ακίνητα εταιριών, κοινοπραξιών κτλ.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά.

8. Με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις μειώνεται σε 3% από 6% ο συντελεστής συμπληρωματικού φόρου που επιβάλλεται στο ακαθάριστο εισόδημα των κατοικιών που η επιφάνεια καθεμιάς από αυτές υπερβαίνει τα 300 τ. μ.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά.

9. Με την παράγραφο 9 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994.
Με τις διατάξεις αυτές το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994 εναρμονίζεται με τις νέες φορολογικές κλίμακες, για λόγους νομοτεχνικής τακτοποίησης.
Ειδικότερα ορίζεται ότι όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται στην Ελλάδα, στο ποσό του φόρου που αντιστοιχεί με βάση τη φορολογική κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994 προστίθεται ο φόρος που προκύπτει με την εφαρμογή του αναλογικού συντελεστή 5% για το τμήμα εισοδήματος μέχρι 1.600.000 δρχ. για το οικον. έτος 2000 και μέχρι 2.000.000 δρχ. για το οικον. έτος 2001 και μετά.
Διευκρινίζεται ότι τα προαναφερόμενα δεν εφαρμόζονται για τους υπόχρεους που είναι κάτοικοι των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα το οποίο αποτελεί ποσοστό, πάνω από 90% του συνολικού (παγκόσμιου) εισοδήματός τους.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

10. Με την παράγραφο 10 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 20 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται σαφώς το εισόδημα από ακίνητα και αναφέρονται ρητά τα πρόσωπα που το αποκτούν και υπόκεινται σε φόρο, προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις διάσπασης του εισοδήματος με σκοπό τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και να αποκλεισθούν περιπτώσεις απόκτησης εισοδήματος ακινήτων από πρόσωπα που έχουν το ενοχικό δικαίωμα χρήσης ή τους έχουν μεταβιβασθεί εμπράγματα δικαιώματα ή η νομή ακινήτων με μη νόμιμο τρόπο, για αποφυγή καταστρατηγήσεων.

Ειδικότερα ορίζεται ότι εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό ή κατά περίπτωση γεωργικό έτος από εκμίσθωση ή επίταξη ή ιδιοκατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση μιας ή περισσότερων οικοδομών ή από εκμίσθωση γαιών.

Το εισόδημα από ακίνητα αποκτά κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει νόμιμα μεταβιβασθεί το δικαίωμα πλήρους κυριότητας, νομής, επικαρπίας ή οίκησης αυτών με οριστικό συμβόλαιο ή με δικαστική απόφαση ή λόγω χρησικτησίας, καθώς και κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβασθεί το δικαίωμα ενάσκησης επικαρπίας με οριστικό συμβόλαιο.

Επίσης εισόδημα από ακίνητα αποκτά ο κύριος του εδάφους σε περιπτώσεις ανέγερσης οικοδομής σε έδαφος κυριότητας τρίτου, καθώς και σε περίπτωση επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941.

Διευκρινίζεται ότι στις περιπτώσεις μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου με κατακυρωτική έκθεση πλειστηριασμού και με προσκύρωση από δημόσια αρχή (αναγκαστική απαλλοτρίωση, ρυμοτομία και αναδασμό), ως προς το εισόδημα των ακινήτων αυτών και τα πρόσωπα που το αποκτούν και φορολογούνται, έχουν ανάλογη εφαρμογή όσα ανωτέρω προαναφέρονται στις περιπτώσεις μεταβίβασης ακινήτων με δικαστική απόφαση.

Επίσης, με τις πιο πάνω διατάξεις δεν αλλοιώνεται το υποκείμενο του φόρου σε περίπτωση που η κυριότητα, η νομή ή η επικαρπία του ακινήτου περιήλθε στον υπόχρεο με κληρονομικό δικαίωμα.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών αποκλείονται οι περιπτώσεις:
α. Παραχώρησης της χρήσης ακινήτου από τον κύριο ή τον επικαρπωτή αυτού σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα:
αα. με άτυπη συμφωνία,
ββ. με ιδιωτικό συμφωνητικό
β. Παραχώρησης της οίκησης ακινήτου από τον κύριο ή επικαρπωτή αυτού σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα:
αα. με άτυπη συμφωνία και
ββ. με ιδιωτικό συμφωνητικό (χρησιδάνειο).
γ. Παραχώρησης σε τρίτο του δικαιώματος είσπραξης μισθωμάτων από τον κύριο ή επικαρπωτή του ακινήτου ή από εκείνον που του παραχωρήθηκε το δικαίωμα άσκησης επικαρπίας:
αα. με συμβολαιογραφικό έγγραφο και
ββ. με ιδιωτικό συμφωνητικό.

Στις περιπτώσεις αυτές, όπως έχει γίνει μέχρι τώρα δεκτό από τη Διοίκηση, υποκείμενο φορολογικής ενοχής εξακολουθεί να παραμένει αυτός που έχει είτε το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας ή επικαρπίας είτε το δικαίωμα άσκησης επικαρπίας.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου,

ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου και μετά.

11. Με την παράγραφο 11 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου, στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 προστέθηκε υποπερίπτωση εε΄.
Με τις νέες διατάξεις προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης (μηχανοκίνητα) ιστορικού ενδιαφέροντος (ιδιωτικής χρήσης επιβατικά αυτοκίνητα εποχής-αντίκες) εφόσον έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πάνω από 30 χρόνια από το έτος κατασκευής τους και διαθέτουν πιστοποιητικό αυθεντικότητας, μειώνονται κατά ποσοστό 60% τα ποσά της τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης με βάση τους φορολογήσιμους ίππους επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994.

Κατά την εφαρμογή αυτής της διάταξης:

α. Για τον υπολογισμό των 30 ετών από το έτος της κατασκευής του αυτοκινήτου-αντίκα ως κρίσιμη ημερομηνία λαμβάνεται η 1η Ιανουαρίου της οικείας χρήσης. Έτσι για παράδειγμα προκειμένου για τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικον. έτους 2000, θα πρέπει την 1-1-1999 να έχουν παρέλθει πάνω από 30 έτη από το έτος κατασκευής του αυτοκινήτου αντίκα, και κατά συνέπεια αυτό πρέπει να έχει κατασκευασθεί πριν από την 1-1-1969.

β. Το αυτοκίνητο αντίκα πρέπει να διαθέτει πιστοποιητικό αυθεντικότητας.
Πρέπει δηλαδή να είναι πράγματι επιβατικό αυτοκίνητο ιστορικού ενδιαφέροντος (αντίκα).
Με βάση τα ποσά της τεκμαρτής αυτής δαπάνης που ισχύουν σήμερα, σε συνδυασμό με τη μείωση των ποσών αυτών που προβλέπεται από την κοινοποιούμενη διάταξη, τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης με βάση τους φορολογήσιμους ίππους επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης ιστορικού ενδιαφέροντος (αυτοκίνητα εποχής - αντίκες), εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν, καθορίζονται ως εξής:

Φορολογήσιμοι ίπποι Ποσά ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης
μέχρι 7 660.000
8 840.000
9 1.100.000
10 1.360.000
11 1.620.000
12 1.940.000
13 2.280.000
14 2.800.000
15 3.620.000
16 4.580.000
17 5.640.000
18 6.760.000
19 7.880.000
20 9.080.000
21 10.320.000
22 - 23 11.640.000
24 - 25 13.080.000
26 - 27 14.720.000
28 και πάνω 15.400.000

Διευκρινίζεται ότι τα ποσά αυτά δεν έχουν καμιά άλλη περαιτέρω μείωση
(π. χ. με βάση τα έτη κυκλοφορίας του αυτοκινήτου στην Ελλάδα).

Προκειμένου για αυτοκίνητα JEEP ή τύπου JEEP που είναι αντίκες , ο ιδιοκτήτης τους αν επιλέξει να υπολογισθεί το τεκμήριο αυτών με βάση την εργοστασιακή τιμολογιακή αξία τους, δεν θα συνυποβάλλει τα δικαιολογητικά που προαναφέρθηκαν για τις αντίκες, ενώ αν επιλέξει να υπολογισθεί το τεκμήριο τους με βάση τα ποσά του παραπάνω πίνακα μειωμένα κατά 20% θα συνυποβάλλει και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης αντίκες .

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

12. Με την παράγραφο 12 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκε νέο εδάφιο μετά το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994.
Με τη νέα αυτή διάταξη θεσπίστηκε μείωση 25% στα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης με βάση την κυριότητα ή και την κατοχή σκαφών αναψυχής, προκειμένου για πλοία αναψυχής που έχουν κατασκευασθεί ή κατασκευάζονται στην Ελλάδα εξολοκλήρου από ξύλο, τύπων "τρεχαντήρι", "βαρκαλάς", "πέραμα", "τσερνίκι" και "λίμπερτυ", που προέρχονται από την ελληνική ναυτική παράδοσης.
Η μειωμένη αυτή τεκμαρτή δαπάνη μειώνεται περαιτέρω ανάλογα με την παλαιότητα του σκάφους κατά ποσοστό 10% αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από 5 έτη και μέχρι 10 έτη από το έτος που νηολογήθηκε για πρώτη φορά και 20% αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από 10 έτη.
Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης οι δικαιούχοι πρέπει μαζί με την οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος να συνυποβάλλουν σχετική βεβαίωση της Λιμενικής Αρχής όπου έχουν νηολογήσει ή λεμβολογήσει το σκάφος με το εξής περιεχόμενο:
"Βεβαιώνεται ότι το σκάφος αναψυχής .................................. (όνομα) που ανήκει στ................................................ κάτοικο ................................................
Α.Φ.Μ. ........................, το οποίο είναι καταχωρισμένο στα λεμβολόγια ή νηολόγια (διαγράφεται ανάλογα) της Υπηρεσίας μας με α/α ............. ολικού μήκους ............. και το οποίο φέρει ................. (εσωλέμβιο ή εξωλέμβιο ή εσωεξωλέμβιο) κινητήρα εργοστασίου κατασκευής .................... και ιπποδύναμης ............., είναι κατασκευασμένο από ξυλεία, κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα και είναι παραδοσιακού τύπου ............................. (αναγράφεται ο τύπος "τρεχαντήρι", "βαρκαλάς", "πέραμα", "τσερνίκι", "λίμπερτυ").
Το σκάφος αυτό καταχωρήθηκε σε νηολόγιο/λεμβολόγιο (διαγράφεται ανάλογα) στην Ελλάδα (λιμάνι ...........................) για πρώτη φορά την ..................................(γράφεται η ημερομηνία της πρώτης νηολόγησης ή λεμβολόγησης).
Η βεβαίωση αυτή χορηγείται μετά από αίτηση του πιο πάνω κυρίου του σκάφους για να τη χρησιμοποιήσει στη Δ.Ο.Υ...................................... κατά την υποβολή της δήλωσης φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους ......................".
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

13. Με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 του άρθρου 118 του Ν. 2238/1994 ποσό των 3.000.000 δραχμών αυξάνεται σε 3.300.000 δραχμές.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 118 του Ν.2238/1994, όπως ισχύουν πλέον σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, από το οικον. έτος 2000, (για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά), για φυσικά πρόσωπα που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, το ποσό του πρώτου κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 (για το οποίο ο φορολογικός συντελεστής είναι μηδέν, δηλαδή το αφορολόγητο ποσό) προκειμένου να υπολογισθεί ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημά τους, αυξάνεται σε τρία εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες (3.300.000) δραχμές. Τα επόμενα κλιμάκια εισοδήματος της κλίμακας παραμένουν ως έχουν.
Υπενθυμίζουμε ότι για τον καθορισμό των δικαιολογητικών και των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου 118 του Ν. 2238/1994 εκδόθηκε, κατ εξουσιοδότηση της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, η 1040801/750/ Α΄0012/απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, της οποίας η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1, προκειμένου για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά, αντικαταστάθηκε με βάση την 1102824/568/Α΄0012/απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
Επίσης, επισημαίνουμε ότι με την 1027931/331/Τ & ΕΦ διαταγή της Διεύθυνσης Τελών και Ειδικών Φορολογιών, σας κοινοποιήθηκε πίνακας μικρών νησιών της χώρας που έχουν πληθυσμό κάτω από 3. 100 κατοίκους.

Αρθρο 3
Φορολογία επιχειρήσεων
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται, η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Ν. 2238/1994 έως και το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ αυτής.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι μειώνται από 35% σε 25% ο συντελεστής φορολογίας των καθαρών κερδών ορισμένων υπόχρεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 και ειδικότερα των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών, των εταιριών του Π.Δ. 518/1989 (δικηγορικές εταιρίες), καθώς και των κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του άρθρου 26 σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά ή για τα κερδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 31 Δεκεμβρίου 1999.
Διευκρινίζεται ότι, ο πιο πάνω μειωμένος συντελεστής εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στο στάδιο της εκκαθάρισης μέχρι την ολοκλήρωση αυτής, στην περίπτωση, που οι πιο πάνω υπόχρεοι, τίθενται, για οποιοδήποτε λόγο, σε εκκαθάριση.
Αντίθετα, εάν, μετά τη λύση τους, εξακολουθούν να λειτουργούν ως αφανείς εταιρίες, θα εφαρμοσθεί ο προβλεπόμενος νόμιμος συντελεστής για τις αφανείς εταιρίες σε ποσοστό 35%.
2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι, ειδικά, για τα προαναφερόμενα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, των οποίων ο συντελεστής μειώνεται σε 25% από την 1-1-2000 (ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες, δικηγορικές εταιρίες του Π.Δ.518/1989. και κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα), για τα κέρδη αυτών που προκύτουν από ισολογισμούς που κλείουν από 1-1-1999 μέχρι και 31-12-1999 ή αποκτώνται κατά το διάστημα αυτό ο συντελεστής φορολόγησης ορίζεται σε 30%.
Για την περίπτωση αυτή, σημειώνεται ότι, για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβλήθηκαν από τα πιο πάνω πρόσωπα και αφορούν τη διαχειριστική αυτή περίοδο λόγω λύσης, μετατροπής κτλ. με συνέπεια να φορολογηθούν με συντελεστή 35%, πρέπει να ζητηθεί με αίτηση από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, η επιστροφή του φόρου που αποδόθηκε ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999.

3. Με την παράγραφο 12 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, προστίθενται τελευταία εδάφια στο τέλος της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις καθιερώνεται σταδιακά η απαλλαγή από τη φορολογία της υπεραξίας κατά τη μεταβίβαση από επαχθή αιτία (π.χ. πώληση) ατομικής επιχείρησης ή μεριδίου ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας από γονείς σε τέκνο ή από σύζυγο σε σύζυγο σε περίπτωση συνταξιοδότησης του μεταβιβάζοντος.
Οι πιο πάνω μεταβιβάσεις από επαχθή αιτία, που γίνονται από τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου μέχρι και 31-12-2000, φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή 10% αντί 20%, ενώ, περαιτέρω, οι μεταβιβάσεις αυτές, που γίνονται μετά το χρόνο αυτό, δηλαδή από 1-1-2001 και μετά, δεν υπόκεινται σε φόρο υπεραξίας.
Τονίζεται ότι, η παραπάνω μειωμένη φορολόγηση και απαλλαγή, αφορά αποκλειστικά και μόνο τις συγκεκριμένες μεταβιβάσεις της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 2238/1994 που προαναφέρθηκαν και δεν επεκτείνεται σε άλλες μεταβιβάσεις του άρθρου 13 του ίδιου νόμου.
Ακόμη, η συνταξιοδότηση του μεταβιβάζοντος, πρέπει να αποδεικνύεται με νόμιμα δικαιολογητικά, όπως η προσκόμιση, κατά τη μεταβίβαση, κυρωμένου φωτοαντιγράφου της σχετικής αίτησης για συνταξιοδότηση που υποβλήθηκε στον αρμόδιο συνταξιοδοτικό φορέα ή υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του Ν. 1599/1986 όπου θα δηλώνεται η προσκόμιση της προαναφερθείσας αίτησης συνταξιοδότησης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλαδή από 17-11-1999.

4. Με την παράγραφο 14 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις, οι διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος προσαρμόζονται προς τις διατάξεις του κεφαλαίου, προσδιορίζεται δηλαδή η αξία πώλησης των ακινήτων στην περίπτωση άσκησης επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων, για την επιβολή του φόρου εισοδήματος όπως και στη φορολογία κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Στην περίπτωση όμως που το αναφερόμενο στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια τίμημα, είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, θα ληφθεί ως ακαθάριστο έσοδο το τίμημα που αναγράφεται στα πωλητήρια αυτά συμβόλαια.
Ακόμη, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το τίμημα που αναφέρεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια και η διαφορά μεταξύ του τιμήματος της αξίας που φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία βρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

5. Με την παράγραφο 15 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις, όπως και στην προηγούμενη παράγραφο του παρόντος, οι διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος προσαρμόζονται με τις διατάξεις φορολογίας κεφαλαίου.
Έτσι, όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο του παρόντος, ισχύουν και για τον προσδιορισμό της αξίας πώλησης για την επιβολή του φόρου εισοδήματος στην περίπτωση της ωφέλειας που πραγματοποιείται από οργανωμένη επιχείρηση πώλησης οικοπέδων ή αγροτεμαχίων, τα οποία προέρχονται από εδαφικές εκτάσεις της επιχείρησης που βρίσκονται εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως, δήμου ή κοινότητας, οι οποίες έχουν κατατμηθεί ή ρυμοτομηθεί.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

6. Με την παράγραφο 17 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, προστίθεται περίπτωση δ΄ στην παράγραφο 7 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ρυθμίζεται πλέον και νομοθετικά η απαλλαγή από το φόρο εταιριών, η οποία είχε γίνει δεκτή διοικητικά, για τις συνιδιοκτησίες που συνεκμεταλλεύονται αλιευτικά σκάφη μέχρι και δέκα (10) κόρους ολικής χωρητικότητας στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά επαγγελματίες αλιείς.
Κατά συνέπεια, καθένας από τους υπόψη συγκύριους - συνεκμεταλλευτές, φορολογείται για το ποσό καθαρού γεωργικού εισοδήματος που του αναλογεί με βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας στο σκάφος.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

7. Με την παράγραφο 20 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις, ορίζεται ότι το καθαρό κέρδος που προκύπτει κατά τη διάλυση οικοδομικών επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Ν. 2238/1994, που ασχολούνται με την πώληση των ανεγειρόμενων οικοδομών, οι οποίες έχουν τη μορφή της εταιρίας, κοινωνίας ή κοινοπραξίας, θα φορολογηθεί με το συντελεστή που προβλέπεται γι αυτές τις επιχειρήσεις κατά το χρόνο διάλυσης αυτών. Η ρύθμιση αυτή ήταν αναγκαία για να εναρμονιστούν οι φορολογικές διατάξεις λόγω της σταδιακής μείωσης των συντελεστών φορολογίας των καθαρών κερδών των υπόχρεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 και σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν από 1-1-1999 και μετά ή αποκτώνται από 1-1-1999 και μετά.
Έτσι, σε περίπτωση π.χ. διάλυσης Ο.Ε., Ε.Ε. ή κοινωνίας μέσα στο έτος 1999, το καθαρό κέρδος αυτών θα φορολογηθεί με συντελεστή 30%, ενώ αντίθετα σε διάλυση, μέσα στο ίδιο έτος, κοινοπραξίας, στα καθαρά κέρδη αυτής θα εφαρμοσθεί συντελεστής 35%.

Αρθρο 5
Υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και παρακράτηση φόρου.
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαταστάθηκε το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις καθορίζεται ότι στην περίπτωση που ο φορολογούμενος λάβει το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά την 31η Δεκεμβρίου, η προθεσμία μέσα στην οποία ασκείται η προσφυγή είναι πλέον εξήντα (60) ημέρες αντί των είκοσι (20) ημερών που ίσχυε με τον προηγούμενο Κ.Φ.Δ., όπως ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 2717/1999 "Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας" (Φ.Ε.Κ. 97 Α΄/17-5-1999) και ισχύει από 17-7-1999.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι οι κάτοικοι της αλλοδαπής δεν έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος, εφόσον διατηρούν στην Ελλάδα μια δευτερεύουσα κατοικία επιφάνειας μέχρι 150 τ.μ. και δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση με βάση άλλες διατάξεις του Ν. 2238/1994.
Επισημαίνεται ότι, όπως έχει γίνει δεκτό από τη Διοίκηση, οι κάτοικοι εξωτερικού που διατηρούν μία κατοικία στην Ελλάδα, θεωρείται ότι διατηρούν δευτερεύουσα κατοικία.
Διευκρινίζεται βέβαια, ότι στην περίπτωση που υπάρχει και δεύτερη δευτερεύουσα κατοικία στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την επιφάνεια αυτής και της πρώτης δευτερεύουσας, υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου καταργούνται οι διατάξεις της περίπτωσης ιβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Ν. 2238/1994, οπότε δεν έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος όποιος έχει υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας του και δεν έχει κανένα εισόδημα και εφόσον δεν συντρέχουν άλλοι ειδικοί λόγοι που τον υποχρεώνουν να υποβάλλει δήλωση.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 62 του Ν. 2238/1994 που αναφέρεται στις προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων.
Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις η δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων υποβάλλεται μέχρι και την 1η Μαρτίου του οικείου οικον. έτους, αντί τις 2 Μαρτίου που ίσχυε μέχρι τώρα.
Με τις ίδιες διατάξεις μεταβάλλονται όλες οι προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων, οι οποίες πλέον καθορίζονται με βάση το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου του φορολογούμενου και όχι το πρώτο γράμμα του επωνύμου όπως ίσχυε μέχρι τώρα και έχουν ως εξής:
α. Μέχρι και την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους όταν μεταξύ των εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνεται και γεωργικό εισόδημα ή εισόδημα από εκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση γεωργικής γης.
β. Μέχρι και τις 16 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, όταν μεταξύ των εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνονται και κέρδη από ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις ή από την ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, όταν τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και εφόσον η διαχειριστική τους περίοδος έληξε μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους.
γ. Μέχρι και τις 2 Μαΐου του οικείου οικονομικού έτους όταν μεταξύ των εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνεται και :
αα. Εισόδημα από συμμετοχή σε εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία που δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία Α΄ ή Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., εφόσον η διαχειριστική περίοδος αυτής έληξε μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, ανεξάρτητα από το αντικείμενο εργασιών της εταιρίας, κοινωνίας κτλ., ή αν αυτή συμμετέχει σε άλλη εταιρία ή κοινοπραξία.
ββ. Οι αντιπρόσωποι, οι πράκτορες ασφαλιστικών εταιριών και οι ασφαλειομεσίτες, οι συγγραφείς για τα συγγραφικά τους δικαιώματα, οι πράκτορες και αντιπρόσωποι τραπεζών, οι μισθωτοί των οποίων το σύνολο ή ένα τμήμα των αμοιβών τους υπολογίζονται σε ποσοστό πάνω στα κέρδη επιχειρήσεων, καθώς και οι εφημεριδοπώλες, εφόσον ο προσδιορισμός του εισοδήματος αυτών των δικαιούχων εξαρτάται από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., των οποίων η διαχειριστική περίοδος έληξε μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο.
γγ. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
δδ. Εισόδημα το οποίο έχει προκύψει στην αλλοδαπή.
εε. Εισόδημα από αμοιβές ως αξιωματικός ή ως κατώτερο πλήρωμα εμπορικών πλοίων.
στστ. Εισόδημα το οποίο έχει προκύψει στην ημεδαπή και ο φορολογούμενος δεν κατοικεί ούτε διαμένει σε αυτή.
Η υποβολή των δηλώσεων των υπόχρεων μέχρι και την 1η Μαρτίου, την 1η Απριλίου, τις 16 Απριλίου και τις 2 Μαΐου, πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. τους, με αρχή για το ψηφίο 1 τις παραπάνω αντίστοιχες ημερομηνίες και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες, εκτός των περιπτώσεων που η υποβολή των δηλώσεων είναι μέχρι και τις 2 Μαΐου και οι υπόχρεοι αποκτούν εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες, εισοδήματα που προέκυψαν στην αλλοδαπή, εισοδήματα από αμοιβές ως αξιωματικοί ή κατώτερο πλήρωμα εμπορικών πλοίων και εισοδήματα που προέκυψαν στην ημεδαπή και ο φορολογούμενος δεν κατοικεί ούτε διαμένει σε αυτήν, για τους οποίους ολοκληρώνεται μέσα σε είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες.
Με τις ίδιες διατάξεις εναρμονίζονται οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Ν. 2238/1994 με τις νέες διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από το Ν.2523/1997 και ορίζεται ότι μετά την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 62 και σε κάθε περίπτωση πριν από την καταχώρηση στο οικείο βιβλίο του φύλλου ελέγχου, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68, επιτρέπεται η επίδοση αρχικής ή συμπληρωματικής δήλωσης, για την οποία επιβάλλεται και ο οριζόμενος από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 2523/1997 πρόσθετος φόρος, αντί του οριζομένου με το άρθρο 86 του Ν. 2238/1994.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου, αντικαθίσταται η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Ν. 2238/1994.
Με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται ότι για τα πρόσωπα που ασκούν ατομικώς εμπορική επιχείρηση γενικά ή ελευθέριο επάγγελμα, αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων, τον έλεγχό τους και γενικά για την επιβολή του φόρου, είναι ο κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας της κύριας επιχείρησής τους ή του κύριου επαγγέλματός τους.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994. Με τις νέες διατάξεις μεταβάλλονται οι προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των εταιριών, κοινοπραξιών και κοινωνιών, οι οποίες καθορίζονται πλέον με βάση το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου, αντί του πρώτου γράμματος της επωνυμίας τους.
Ειδικότερα, οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρίες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, οι συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και οι κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ., υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ως εξής:
α. Μέχρι και την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρία ή η κοινωνία ή η κοινοπραξία δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία Α΄ ή Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Η υποβολή των δηλώσεων πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. του φορολογούμενου, με αρχή για το ψηφίο 1 την παραπάνω ημερομηνία και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα εργάσιμες ημέρες.
β. Μέχρι και τις 15 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρία έχει ως αντικείμενο εργασιών την αντιπροσώπευση ή πρακτόρευση ασφαλιστικών εταιριών ή τη μεσιτεία ασφαλειών, καθώς και την πρακτόρευση ή αντιπροσώπευση τραπεζών ή αν αυτή συμμετέχει σε εταιρία ή κοινοπραξία που τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και εφόσον η διαχειριστική περίοδος αυτής λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.
Με τις ίδιες διατάξεις, παραμένουν ως είχαν οι προθεσμίες υποβολής δήλωσης στις εξής περιπτώσεις:
αα. Όταν η διαχειριστική περίοδος είναι υπερδωδεκάμηνη.
ββ. Όταν η εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία τηρεί βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και
γγ. Όταν η εταιρία ή κοινοπραξία λυθεί, μετατραπεί ή συγχωνευθεί.
γ. Τέλος, με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι για τις προθεσμίες υποβολής δηλώσεων από τους υποχρέους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994 (εταιρίες, κοινωνίες, κοινοπραξίες), που έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του Ν. 2238/1994. Δηλαδή οι παραπάνω υπόχρεοι που έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση, υποβάλλουν δήλωση μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της εκκαθάρισης για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν κατά την περίοδο αυτή.
Σε περίπτωση παράτασης της εκκαθάρισης πέραν του έτους υποβάλλεται προσωρινή δήλωση για τα εισοδήματα κάθε έτους μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη του, επιφυλασσομένης της υποβολής οριστικής δήλωσης συγχρόνως με τη λήξη της εκκαθάρισης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999.

7. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου, προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994.
Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις πριν από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης από τους υποχρέους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994 (εταιρίες, κοινωνίες, κοινοπραξίες), νόμιμα επιλαμβάνεται ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. που ήταν αρμόδιος για το αμέσως προηγούμενο πριν από τη μεταβολή χρονικό διάστημα, δηλαδή ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. που παρέλαβε την τελευταία δήλωση φορολογίας εισοδήματος πριν από τη μεταβολή της έδρας της επιχείρησης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999.

8. Mε την παράγραφο 10 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται τα τέταρτο και πέμπτο εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι, τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα Ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και έχουν την ελληνική υπηκοότητα ή την ελληνική και τη γερμανική υπηκοότητα ή μόνο τη γερμανική ή είναι υπήκοοι τρίτης χώρας και πληρώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο ή φορέα που βρίσκεται στην αλλοδαπή και αποτελεί υποδιαίρεση του Ελληνικού Δημοσίου ή υπηρεσία αυτού στέλνονται με επιταγή στη δημόσια οικονομική υπηρεσία κατοίκων εξωτερικού απευθείας, χωρίς να εμπλέκεται η Δ.Ο.Υ. Πληρωμών Αθηνών.
Οι εκκαθαριστές υποβάλλουν τις δηλώσεις απόδοσης του φόρου αυτού, δια μέσου της προξενικής αρχής, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατοίκων εξωτερικού, ο οποίος συντάσσει τους οικείους χρηματικούς καταλόγους.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τις δηλώσεις που υποβάλλονται από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999 και μετά.

9. Με την παράγραφο 11 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 52 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, δεν βεβαιώνεται προκαταβολή φόρου όταν στους βεβαιωτικούς τίτλους περιλαμβάνονται μόνο εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες γενικά και από ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας, καθώς και από δευτερεύουσες κατοικίες γενικά.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

10. Με την παράγραφο 12 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν. 2238/1994.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, αν το μίσθιο (ακίνητο) έχει χρησιμοποιηθεί για επαγγελματική εγκατάσταση εμπορικής επιχείρησης, το ακαθάριστο ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλει ο εκμισθωτής στο μισθωτή σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής μίσθωσης ακινήτου, με βάση νόμο ή μετά από δικαστική απόφαση ή μετά από συμφωνία μεταξύ των διαδίκων που παραιτήθηκαν από σχετική δίκη, υπόκειται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999 και μετά.

11. Με την παράγραφο 13 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 εφαρμόζονται ανάλογα, και στην περίπτωση που το ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί για επαγγελματική εγκατάσταση ελεύθερου επαγγελματία.
Δηλαδή, όταν το μίσθιο (ακίνητο) έχει χρησιμοποιηθεί για επαγγελματική εγκατάσταση ελεύθερου επαγγελματία, το ακαθάριστο ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλει ο εκμισθωτής στο μισθωτή σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης με βάση νόμο ή μετά από δικαστική απόφαση ή μετά από συμφωνία μεταξύ των διαδίκων που παραιτήθηκαν από τη σχετική δίκη, υπόκειται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999 και μετά.

12. Με την παράγραφο 14 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 14, των περιπτώσεων α΄, ε΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 και των άρθρων 56, 57 και 58 υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της έδρας τους, μέχρι την 20η ημέρα των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με ενιαία προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν καταβληθεί στο προσωπικό που απασχολείται στην έδρα της επιχείρησης, καθώς και στα υποκαταστήματά της, μέσα στο προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο και το φόρο που παρακρατήθηκε.
Ειδικά, εάν ο υπόχρεος να παρακρατήσει φόρο απασχολεί ή καταβάλλει συντάξεις σε περισσότερα από πεντακόσια (500) πρόσωπα, ανεξάρτητα από το διάστημα που διαρκεί μέσα στο έτος η απασχόληση ή η συνταξιοδότησή τους, υποχρεούται να αποδίδει τα ποσά που παρακράτησε, κατά τη διάρκεια κάθε μήνα, μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του επόμενου από την παρακράτηση μήνα.

Η υποβολή των προσωρινών δηλώσεων σύμφωνα με τις νέες διατάξεις πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο (ή αν είναι 0 με τα δύο τελευταία) του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) του υπόχρεου με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα αυτών των μηνών και ολοκληρώνεται μέσα σε 11 εργάσιμες ημέρες ως εξής:
α. Μέχρι τις 20 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 1.
β. Μέχρι τις 21 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 2.
γ. Μέχρι τις 22 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 3.
δ. Μέχρι τις 23 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 4.
ε. Μέχρι τις 24 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 5.
στ. Μέχρι τις 25 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 6.
ζ. Μέχρι τις 26 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 7.
η. Μέχρι τις 27 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 8.
θ. Μέχρι τις 28 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει στο 9.
ι. Μέχρι τις 29 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει σε 10, 20, 30, 40 και 50.
ια. Μέχρι τις 30 των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο Α.Φ.Μ. τους λήγει σε 60, 70, 80, 90 και 100.
Προκειμένου για τις μηνιαίες δηλώσεις απόδοσης του φόρου εισοδήματος, ο οποίος παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του Ν. 2238/1994 θα υποβάλλονται κάθε μήνα στις ίδιες, όπως αναφέρουμε παραπάνω ημέρες, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.).

Αν η ημέρα στην οποία λήγει μία από τις πιο πάνω προθεσμίες είναι εξαιρέσιμη ή αργία για τις δημόσιες υπηρεσίες, τότε η προθεσμία αυτή μεταφέρεται στην αμέσως επόμενη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα και οι τυχόν επόμενες αυτής μεταφέρονται διαδοχικά στις κατά σειρά αντίστοιχες επόμενες εργάσιμες ημέρες.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά.

13. Με την παράγραφο 15 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 60 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 14, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της έδρας τους, υποβάλλοντας δήλωση μέσα στον επόμενο από την παρακράτηση μήνα, η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο, όνομα πατέρα ή συζύγου, τη διεύθυνση των δικαιούχων, τα ποσά που καταβλήθηκαν και το φόρο που αναλογεί σε αυτά.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά.

14. Με την παράγραφο 16 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 64 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται και στους υπόχρεους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994 (εταιρίες κτλ.) το δικαίωμα να ζητήσουν μείωση της προκαταβολής του φόρου, όπως και στα φυσικά πρόσωπα.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

15. Με την παράγραφο 17 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, αν ο φορολογούμενος λάβει το σημείωμα υπολογισμού και εκκαθάρισης του φόρου μετά τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους, η αμφισβήτηση ασκείται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 66 του Ν. 2717/1999.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17 Νοεμβρίου 1999 και μετά.

16. Με την παράγραφο 18 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών, όπως με αποφάσεις του ρυθμίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 62, της παραγράφου 1 του άρθρου 64, καθώς και του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994, που αναφέρονται στις προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, εταιριών, κοινωνιών κτλ. και απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου με διμηνιαίες δηλώσεις.
Με τις ίδιες διατάξεις καταργείται η παράγραφος 8 του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994 με την οποία παρεχόταν εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών, όπως με αποφάσεις του ρυθμίζει τις λεπτομέρειες για την εφαρμογή του άρθρου 59.

17. Με την παράγραφο 19 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι όπου στις φορολογικές διατάξεις που ισχύουν, αναφέρονται διατάξεις του Ν. 4125/1960, εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του Ν. 2717/1999, με τον οποίο αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν τέτοιες αντίστοιχες διατάξεις στο Ν. 2717/1999, εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα κείμενα των διατάξεων του Ν. 4125/1960.

18. Με την παράγραφο 20 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) Α΄ και Β΄ βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), όπως ορίζονται με τις διατάξεις του Ν. 2685/1999 (Φ.Ε.Κ. 35 Α΄) και του Π.Δ/τος 200/1993 (Φ.Ε.Κ. 75 Α΄).
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση θ΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999 και μετά για ποσά που καταβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

19. Με την παράγραφο 21 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις το ποσό της επιδότησης ενοικίου ή συγκατοίκησης, για την εξασφάλιση στέγης μέχρι την οριστική επισκευή ή ανακατασκευή των κατοικιών τους, που καταβάλλεται με βάση την αριθμ.οικ/3876/14-9-1999, απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων στους ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές κατοικιών, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ή θα χαρακτηριστούν από τον επανέλεγχο κατεδαφιστέες ή προσωρινά μη κατοικήσιμες στη σεισμόπληκτη ζώνη του Νομού Αττικής, που πλήγηκε από το σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών τους.
Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ποσά της επιδότησης που καταβάλλονται από την ημερομηνία έκδοσης της ως άνω απόφασης.

Αρθρο 6
Καθαρό εισόδημα επιχειρήσεων

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 33 του Ν. 2238/1994.
Με την αντικατάσταση αυτή αφενός μεν καταργείται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών των εμπορικών επιχειρήσεων και αφετέρου εισάγεται νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών με το οποίο και θα προσδιορισθούν τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που θα υπαχθούν σε φόρο και τα οποία αποκτήθηκαν από 1 Ιανουαρίου 1999 ή προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 31-12-1998. Σημειώνεται ότι οι τεχνικές κτλ. επιχειρήσεις τα καθαρά κέρδη των οποίων προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ν. 2238/1994, δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών, όπως επίσης και οι γεωργικές επιχειρήσεις.
Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των καθαρών κερδών των εμπορικών επιχειρήσεων διενεργείται ως ακολούθως :

Α. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΓΑΘΩΝ (παράγραφος 1 άρθρου 33 Ν. 2238/1994)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι παραπάνω επιχειρήσεις οι οποίες τηρούν βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Κατά συνέπεια, επιχειρήσεις οι οποίες απαλλάσσονται, με βάση τις σχετικές διατάξεις του Κ.Β.Σ. από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων ή δεν τηρούν βιβλία κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, καθώς και οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία πρώτης κατηγορίας, δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών και τα κέρδη τους θα προσδιορισθούν μόνο εξωλογιστικά, όπως δηλαδή μέχρι τώρα. Επίσης, δεν υπάγονται στο νέο αυτό σύστημα και οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής, που τηρούν υποχρεωτικά ή προαιρετικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας, που υπάγονται στο νέο σύστημα, κατ αρχάς προσδιορίζονται όπως προσδιορίζονταν μέχρι τώρα, δηλαδή εξωλογιστικά με την εφαρμογή του προβλεπόμενου Μοναδικού Συντελεστή Καθαρού Κέρδους επί των ακαθάριστων εσόδων τους.
Στη συνέχεια όμως τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτών θα προσδιοριστούν και λογιστικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994, δηλαδή με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα τους των δαπανών που προβλέπονται από το άρθρο αυτό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αξία των πρώτων και βοηθητικών υλών που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και των άλλων εμπορεύσιμων αγαθών. Η αξία των υλών αυτών και των εμπορεύσιμων αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν εξευρίσκεται με την αξιοποίηση των απογραφέντων αποθεμάτων πρώτων κτλ. υλών και των εμπορεύσιμων αγαθών κατά την έναρξη της χρήσης και κατά τη λήξη αυτής, για τα οποία υπάρχει υποχρέωση από τις σχετικές διατάξεις του Κ.Β.Σ. να τα απογράφουν οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.

Όσον αφορά τις αποσβέσεις διευκρινίζεται ότι και οι επιχειρήσεις εμπορίας ή παραγωγής αγαθών μπορούν να διενεργούν αποσβέσεις από τη χρήση 1999, για τυχόν όμως αναπόσβεστη αξία καθόσον μέχρι και τη χρήση 1998 οι αποσβέσεις στις επιχειρήσεις αυτές είχαν διενεργηθεί μέσω της χρησιμοποίησης του Μ. Σ. Κ. Κ., στη διαμόρφωση του οποίου είχαν ληφθεί υπόψη.
Ειδικότερα, τα καθαρά κέρδη θα προσδιορισθούν λογιστικά ως ακολούθως :
Επιχειρήσεις εμπορίας αγαθών
Ι. Ακαθάριστα έσοδα Χ1
ΙΙ. ΜΕΙΟΝ :
- Απογραφή εμπορευμάτων έναρξης Χ2
Πλέον:
- Αγορές εμπορευμάτων χρήσης Χ3
Σύνολο Χ4
Μείον :
- Απογραφή εμπορευμάτων λήξης Χ5
ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ Χ6 Χ6
Υπόλοιπο (Μεικτό κέρδος) Χ7
ΙΙΙ. ΜΕΙΟΝ ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Χ8
ΥΠΟΛΟΙΠΟ (ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ) Χ9
Επιχειρήσεις παραγωγής αγαθών
Ι. Ακαθάριστα έσοδα Χ1
ΙΙ. ΜΕΙΟΝ:
- Απογραφή εμπορεύσιμων αγαθών Χ2
(πρώτες ύλες κτλ.)
κατά την έναρξη της χρήσης
Πλέον:
- Αγορές εμπορεύσιμων χρήσης Χ3
Σύνολ Χ4
Μείον :
- Απογραφή εμπορεύσιμων αγαθών κατά την λήξη χρήσης Χ5
ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ Χ6 Χ6
ΜΕΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ Χ7
ΙΙΙ. ΜΕΙΟΝ ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Χ8
ΥΠΟΛΟΙΠΟ (ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ) Χ9

Σε όσες περιπτώσεις δεν υπάρχει υποχρέωση σύνταξης απογραφής για την κρινόμενη χρήση είτε λόγω του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης (απαλλαγή με σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών) είτε λόγω ύψους ακαθάριστων εσόδων (25.000.000 δρχ. για την απογραφή λήξης της 31-12-1999), για την εξεύρεση του κόστους πωληθέντων λαμβάνεται ως απογραφή έναρξης ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των αγορών των εμπορευμάτων ή των υλών (πρώτων και βοηθητικών) και των λοιπών εμπορεύσιμων αγαθών, της προηγούμενης χρήσης, τα οποία προβλέπεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κ.Β.Σ. να απογράφονται υποχρεωτικά από όσους τηρούσαν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ, ενώ ως απογραφή της λήξης λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) αυτών των ειδών των αγορών της κρινόμενης χρήσης.

Ειδικά για τη διαχειριστική περίοδο 1/1 - 31/12/1999 κατά την οποία για πρώτη φορά θα προσδιορισθούν τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων και με το λογιστικό τρόπο ως απογραφή έναρξης την 1-1-1999, όταν δεν συντρέχει υποχρέωση απογραφής στις 31-12-1998 θα ληφθεί υπόψη υποχρεωτικά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου 1/1-31/12/1998.

Με τις ίδιες διατάξεις, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση σύνταξης απογραφής, αν διενεργηθεί από την επιχείρηση προαιρετική απογραφή (έναρξης - λήξης), στην περίπτωση αυτή ως αποθέματα έναρξης και λήξης λαμβάνονται αυτά που προκύπτουν από τις προαιρετικές απογραφές και όχι τα τεκμαρτά αποθέματα που προσδιορίζονται με την εφαρμογή του ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) επί των αγορών.

Αν επιλεχθεί η προαιρετική σύνταξη απογραφής, τότε δημιουργείται για την επιχείρηση υποχρέωση σύνταξης τέτοιας απογραφής για μια τριετία από την σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης.

Για παράδειγμα αν συνταχθεί για πρώτη φορά προαιρετική απογραφή λήξης στις 31-12-1999, τότε η επιχείρηση υποχρεώνεται να διενεργεί συνεχείς απογραφές μέχρι και την απογραφή λήξης της 31-12-2002. Σε περίπτωση παράλειψης σύνταξης απογραφής επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το Ν. 2523/1997 για τη μη σύνταξη απογραφής.

Τα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν μεταξύ του εξωλογιστικού και του λογιστικού τρόπου προσδιορισμού των κερδών, θα ληφθούν υπόψη για την επιβολή του φόρου εισοδήματος. Ειδικά όμως για τα κέρδη της χρήσης 1-1 έως 31-12-1999 τα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο δεν μπορούν να υπερβούν τα κέρδη που προκύπτουν με τον εξωλογιστικό τρόπο προσαυξημένα κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ
Η ετερόρρυθμη εταιρία "Α" με αντικείμενο εργασιών την εμπορία ελαστικών ειδών τηρεί βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31-12-1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα :
- Έσοδα από πωλήσεις 75.000.000 δρχ.
- Αγορές εμπορευμάτων 50.000.000
- Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 3.000.000
- Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ύδρευση 600.000
- Ενοίκια 1.500.000
- Λοιπές δαπάνες 1.000.000
- Απογραφή εμπορευμάτων έναρξης 12.000.000
- Απογραφή εμπορευμάτων λήξης 15.000.000
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προβλέπεται από την Ε. 17418/1985 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Κ.Α. 4205) για το επάγγελμα αυτό είναι 13%.
Τα καθαρά κέρδη αυτής της εταιρίας για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής :
Προσδιορισμός των καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 75.000.000 δρχ.
ΜΕΙΟΝ :
Απογραφή έναρξης 12.000.000 δρχ.
Πλέον αγορές χρήσης 50.000.000
Σύνολο 62.000.000
Μείον απογραφής λήξης 15.000.000
ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ 47.000.000 47.000.000 δρχ.
ΜΕΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 28.000.000
ΜΕΙΟΝ :
Αμοιβές και έξοδα προσ. 3.000.000
ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ύδρευση 600.000
Ενοίκια 1.500.000
Λοιπές δαπάνες 1.000.000
Σύνολο δαπανών 6.100.000 6.100.000 δρχ.
ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 21.900.000
Προσδιορισμός των καθαρών κερδών με τον εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 75.000.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 13%= 9.750.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω, επειδή τα κέρδη που προσδιορίστηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά, κατ αρχάς λαμβάνονται υπόψη τα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο. Περαιτέρω όμως αυτά τα λογιστικά κέρδη για την επιβολή του φόρου, θα περιοριστούν μέχρι τα εξωλογιστικά κέρδη προσαυξημένα κατά 50%, δηλαδή στο ποσό των 14.625.000 δραχμών (1,5 Χ 9.750.000).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ
Ατομική εμπορική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την εμπορία δερματίνων ενδυμάτων, χονδρικώς ασκείται σε μισθωμένο ακίνητο και τηρούνται βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31-12-1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα :
- Έσοδα από πωλήσεις 81.000.000 δρχ.
- Αγορές εμπορευμάτων 62.000.000 δρχ.
- Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 2.500.000 δρχ.
- Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ύδρευση 700.000 δρχ.
- Διάφορα έξοδα 800.000 δρχ.
- Ενοίκιο 1.200.000 δρχ.
- Απογραφή έναρξης εμπορευμάτων 43.000.000 δρχ.
- Απογραφή λήξης εμπορευμάτων 38.000.000 δρχ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προκύπτει από την Ε. 17418/1985 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Κ.Α. 6230) για το επάγγελμα αυτό είναι 15%.
Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής :
Προσδιορισμός των καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 81.000.000 δρχ.
ΜΕΙΟΝ :
Απογραφή έναρξης 43.000.000 δρχ.
Πλέον Αγορές χρήσης 62.000.000 δρχ.
Σύνολο 105.000.000 δρχ.
Μείον απογραφή λήξης 38.000.000 δρχ.
ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ 67.000.000 δρχ. 67.000.000 δρχ.
ΜΕΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 14.000.000 δρχ.
ΜΕΙΟΝ :
Αμοιβές και έξοδα προσ. 2.500.000 δρχ.
Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ύδρευση 700.000 δρχ.
Ενοίκια 1.200.000 δρχ.
Λοιπές δαπάνες 800.000 δρχ.
5.200.000 δρχ. 5.200.000 δρχ.
ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 8.800.000 δρχ.
Προσδιορισμός των καθαρών κερδών με τον εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 81.000.000 δρχ. Χ 15% = 12.150.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω επειδή τα κέρδη που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίστηκαν λογιστικά ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με τον εξωλογιστικό τρόπο.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΓΑΘΩΝ
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την κατασκευή στρωμάτων με μεταλλικό εξοπλισμό τηρεί βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31-12-1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα :
- Έσοδα από πωλήσεις 35.400.000 δρχ.
- Αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών 18.000.000
- Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 2.500.000
- ΔΕΗ 300.000
- ΟΤΕ 150.000
- Ύδρευση 70.000
- Ενοίκια 1.650.000
- Λοιπές δαπάνες 630.000
- Απογραφή έναρξης έτοιμων προϊόντων 2.500.000 δρχ. και πρώτων και βοηθητικών υλών 4.300.000 δρχ.
- Απογραφή λήξης έτοιμων προϊόντων 1.800.000 δρχ. και πρώτων και βοηθητικών υλών 2.600.000 δρχ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προβλέπεται από την Ε.17418/1985 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Κ. Α. 2036) για το επάγγελμα αυτό είναι 15%.
Τα καθαρά κέρδη αυτής της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής :
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 35.400.000 δρχ.

ΜΕΙΟΝ :
Απογραφή έναρξης έτοιμων προϊόντων και
πρώτων και βοηθητικών υλών 6.800.000 δρχ.
(2.500.000 + 4.300.000)
Πλέον :
Αγορές πρώτων και βοηθητικών
υλών χρήσης 1999 18.000.000
Σύνολο 24.800.000
Μείον :
Απογραφή λήξης έτοιμων προϊόντων
και πρώτων και βοηθητικών υλών 4.400.000 δρχ.
(1.800.000 + 2.600.000)
ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ 20.400.000 δρχ. 20.400.000 δρχ.
ΜΕΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 15.000.000
ΜΕΙΟΝ
Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 2.500.000 δρχ.
ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ύδρευση 520.000
Ενοίκια 1.650.000
Λοιπές δαπάνες 630.000
Σύνολο δαπανών 5.300.000 δρχ. 5.300.000 δρχ.
ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 9.700.000
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 35.400.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 15% = 5.310.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω, επειδή τα κέρδη που προσδιορίστηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά, κατ αρχάς λαμβάνονται υπόψη αυτά τα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο. Περαιτέρω όμως αυτά τα λογιστικά κέρδη, για την επιβολή του φόρου, θα περιοριστούν μέχρι τα εξωλογιστικά κέρδη προσαυξημένα κατά 50%, δηλαδή στο ποσό των 7.965.000 δρχ. (5.310.000 Χ 1,5).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΓΑΘΩΝ
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την κατασκευή εγχωρίων υφαντών χονδρικώς τηρεί βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31-12-1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα :
- Έσοδα από πωλήσεις 85.000.000 δρχ.
- Αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών 78.000.000 δρχ.
- Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 7.600.000 δρχ.
- Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ύδρευση 1.500.000 δρχ.
- Διάφορα έξοδα 4.000.000 δρχ.
- Ενοίκια 1.800.000 δρχ.
- Απογραφή έναρξης έτοιμων προϊόντων 48.000.000 και πρώτων και βοηθητικών υλών 34.000.000.
- Απογραφή λήξης έτοιμων προϊόντων 55.000.000 και πρώτων βοηθητικών υλών 41.000.000.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προκύπτει από την Ε. 17418/1985 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Κ. Α. 6205) για το επάγγελμα αυτό είναι 11%.
Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής :
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 85.000.000 δρχ.
ΜΕΙΟΝ :
Απογραφή έναρξης έτοιμων προϊόντων και
πρώτων και βοηθητικών υλών 82.000.000
(48.000.000 + 34.000.000)
Πλέον :
Αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών
χρήσης 1999 78.000.000
Σύνολο 160.000.000
Μείον :
Απογραφή λήξης έτοιμων προϊόντων
και πρώτων και βοηθητικών υλών 96.000.000
(55.000.000 + 41.000.000)
Υπόλοιπο 64.000.000 64.000.000 δρχ.
ΜΕΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 21.000.000 δρχ.
ΜΕΙΟΝ :
Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 7.600.000
Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ύδρευση 1.500.000
Ενοίκιο 1.800.000
Λοιπές δαπάνες 4.000.000
Σύνολο δαπανών 14.900.000 δρχ. 14.900.000
ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 6.100.000
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 85.000.000 Χ 11% = 9.350.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω επειδή τα καθαρά που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά είναι μεγαλύτερα αυτών που προσδιορίστηκαν λογιστικά ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με τον εξωλογιστικό τρόπο.

Β. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΕ ΕΣΟΔΑ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 20.000.000 δρχ. (παράγραφος 1 άρθρου 33 του Ν. 2238/1994)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι επιχειρήσεις που παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες και οι οποίες τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή προαιρετικά Γ΄ κατηγορίας και των οποίων τα ακαθάριστα έσοδα τους (ανεξάρτητα βιβλίων Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας) κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο δεν ξεπέρασαν τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δρχ. Σημειώνεται ότι, αν τα ακαθάριστα έσοδά τους είναι πάνω από το όριο αυτό, τότε οι επιχειρήσεις αυτές δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών και τα κέρδη τους θα προσδιοριστούν όπως μέχρι τώρα, χωρίς βέβαια την εφαρμογή των αντικειμενικών κριτηρίων που καταργήθηκαν, δηλαδή λογιστικά με την έκπτωση των δαπανών τους από τα ακαθάριστα έσοδά τους.
Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας, που υπάγονται στο νέο σύστημα, προσδιορίζονται κατ αρχάς όπως προσδιοριζόταν μέχρι τώρα, δηλαδή λογιστικά με την έκπτωση των δαπανών τους από τα ακαθάριστα έσοδα τους.
Στη συνέχεια όμως τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτών θα προσδιοριστούν και εξωλογιστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994, δηλαδή με την εφαρμογή του προβλεπόμενου για το συγκεκριμένο επάγγελμα από τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους και όσων ορίζονται για την εφαρμογή των συντελεστών αυτών από τις σχετικές αυτές αποφάσεις, επί των ακαθάριστων εσόδων.
Τα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν μεταξύ του λογιστικού και εξωλογιστικού τρόπου προσδιορισμού των κερδών, θα ληφθούν υπόψη για την επιβολή του φόρου εισοδήματος.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών σχολή οδηγών αυτοκινήτων (εκπαιδευτής) τηρεί βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1 έως 31-12-1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα :
- Έσοδα από παροχή υπηρεσιών 18.350.000 δρχ.
- Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 4.700.000
- ΔΕΗ 250.000
- ΟΤΕ 300.000
- Ύδρευση 158.000
- Ενοίκια 1.800.000
- Λοιπές δαπάνες 1.440.000
Σύνολο δαπανών 8.648.000
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προβλέπεται για το επάγγελμα αυτό από την Ε.17418/1985 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Κ.Α. 8023) είναι 48%.
Τα καθαρά κέρδη αυτής της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής :
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 18.350.000 δρχ.
ΜΕΙΟΝ : Δαπάνες 8.648.000
ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 9.702.000
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με τον εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 18.350.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 48% = 8.808.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω επειδή τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά, ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών κτηματομεσιτικές εργασίες τηρεί βιβλία και στοιχεί Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1 έως 31-12-1999, προκύπτουν τα εξής δεδομένα :
- Έσοδα από παροχή υπηρεσιών 25.000.000
- Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 4.500.000
- Ενοίκια 1.200.000
- Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ύδρευση 900.000
- Αποσβέσεις παγίων 600.000
- Διάφορα έξοδα 2.200.000
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προβλέπεται για το επάγγελμα αυτό από την Ε. 17418/1985 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Κ.Α. 8007) είναι 48%. Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα ροσδιοριστούν ως εξής :
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 25.000.000
ΜΕΙΟΝ : Δαπάνες 9.400.000
ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 15.600.000
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με τον εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 25.000.000 Χ 48% = 12.000.000
Με βάση τα παραπάνω επειδή τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν εξωλογιατικά, ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο.

Γ. ΜΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕ ΕΣΟΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΠΑΡΟΧΗΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 20.000.000 ΔΡΧ. (παράγραφος 3 άρθρου 33 Ν.
2238/1994)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι επιχειρήσεις που εκτός από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών διατηρούν και κλάδο εμπορίας ή και παραγωγής αγαθών και οι οποίες τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., καθώς και αυτές που τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., εφόσον όμως στην περίπτωση αυτή (Γ΄ κατηγορίας) τα έσοδα από τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών αποτελούν τουλάχιστον το εβδομήντα τοις εκατό (70%) των συνολικών εσόδων της επιχείρησης.
Για παράδειγμα συνολικά έσοδα επιχείρησης δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές και έσοδα από τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών δώδεκα εκατομμύρια (12.000.000) δραχμές.
Κατά συνέπεια, επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., των οποίων τα έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών είναι κάτω από το ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) των συνολικών εσόδων της επιχείρησης, δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των κερδών.
Περαιτέρω, προϋπόθεση για την υπαγωγή μιας επιχείρησης στην κατηγορία αυτή είναι τα ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. που τηρεί, να είναι μέχρι είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δρχ.
Για το λογιστικό προσδιορισμό των καθαρών κερδών αυτών των επιχειρήσεων οι δαπάνες που βαρύνουν κάθε δραστηριότητα χωριστά, αφαιρούνται κατ αρχή από το μικτό κέρδος που προκύπτει από την άσκησή της.
Σε περίπτωση όμως που υπάρχουν και κοινές δαπάνες, που βαρύνουν και τους δύο κλάδους της επιχείρησης, ο επιμερισμός αυτών των δαπανών θα γίνεται με βάση τα ακαθάριστα έσοδα του κάθε κλάδου.
Για παράδειγμα, αν οι κοινές δαπάνες επιχείρησης που τηρεί βιβλία Β΄ κατηγορίας είναι π.χ. 9.000.000 δρχ. ενώ τα έσοδα των κλάδων της εμπορίας και της παροχής υπηρεσιών είναι 30.000.000 δρχ. και 15.000.000 δρχ. αντίστοιχα, τότε οι δαπάνες που θα βαρύνουν τον κλάδο της εμπορίας είναι

9.000.000 Χ

30.000.000

= 6.000.000 δρχ. και του κλάδου της παροχής υπηρεσιών

45.000.000

9.000.000 - 6.000.000 = 3.000.000 δρχ.

Ειδικά, προκειμένου για το καταβαλλόμενο ή τεκμαρτό μίσθωμα, σε όσες περιπτώσεις μπορεί να γίνει σαφής διαχωρισμός, θα ληφθεί υπόψη η επιφάνεια της επαγγελματικής εγκατάστασης που χρησιμοποιείται για κάθε δραστηριότητα της επιχείρησης.
Τα συνολικά καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας, που υπάγονται στο νέο σύστημα κατ αρχάς προσδιορίζονται λογιστικά για κάθε κλάδο με την έκπτωση των δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα.
Στη συνέχεια όμως τα συνολικά καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτών θα προσδιοριστούν και εξωλογιστικά για κάθε κλάδο με την εφαρμογή επί των ακαθάριστων εσόδων του προβλεπόμενου Μοναδικού Συντελεστή Καθαρού Κέρδους.
Τα μεγαλύτερα συνολικά καθαρά κέρδη, μεταξύ του λογιστικού και εξωλογιστικού τρόπου προσδιορισμού των κερδών, θα ληφθούν υπόψη για την επιβολή του φόρου εισοδήματος. Ειδικά όμως για τα κέρδη της χρήσης 1/1 - 31/12/1999, τα κέρδη του κλάδου της εμπορίας ή παραγωγής που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο δεν μπορούν να υπερβούν τα κέρδη που προκύπτουν με τον εξωλογιστικό τρόπο προσαυξημένα κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΜΕΙΚΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΜΕ ΕΣΟΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 20.000.000 ΔΡΧ.
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών, στην ίδια εγκατάσταση την πώληση ωρολογίων γενικά, καθώς και την επισκευή ωρολογίων, τηρεί βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31-12-1999 προκύπτουν τα ακόλουθα δεδομένα :
Ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις 26.400.000 δρχ.
Ακαθάριστα έσοδα από παροχή υπηρεσιών 1.800.000
Αγορές εμπορευμάτων (ωρολογίων) χρήσης 15.100.000
Αγορές ανταλλακτικών ωρολογίων 230.000
Απογραφή έναρξης εμπορευμάτων (ωρολογίων) 7.021.702
Απογραφή λήξης εμπορευμάτων (ωρολογίων) 5.400.000
ΚΟΙΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ύδρευση 710.000
Ενοίκιο 1.200.000
Λοιπές δαπάνες 3.600.000
Οι Μοναδικοί Συντελεστές Καθαρού Κέρδους που προβλέπονται από την Ε. 17418.1985 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών είναι 16% (Κ.Α. 2338) για την εμπορία ωρολογίων και 43% (ΚΑ 8205) για την επισκευή αυτών.
Τα καθαρά κέρδη αυτής της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31-12-1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Κλάδος εμπορίας
Ακαθάριστα έσοδα 26.400.000 δρχ.
ΜΕΙΟΝ:
Απογραφή έναρξης εμπορευμάτων 7.021.702 δρχ.
(ωρολογίων)
Πλέον :
Αγορές χρήσης εμπορευμάτων
(ωρολογίων) 15.100.000 δρχ.
Σύνολο 22.121.702
Μείον :
Απογραφή λήξης εμπορευμάτων 5.400.000
Κόστος πωληθέντων 16.721.702 16.721.702 δρχ.
(ωρολογίων)
ΜΕΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 9.678.298
ΜΕΙΟΝ ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ύδρευση 710.000
Λοιπές δαπάνες 3.600.000
Ενοίκιο 1.200.000
5.510.000
Δαπάνες που αφορούν τον κλάδο εμπορίας που βρίσκονται επιμεριστικά με βάση τα ακαθάριστα έσοδα :
(5.510.000 Χ 26.400.000 = 5.158.298
28.200.000)
ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 4.520.000
Κλάδος παροχής υπηρεσιών
Ακαθάριστα έσοδα 1.800.000 δρχ.
Μείον :
- Αγορές ανταλλακτικών 230.000 δρχ.
- Δαπάνες κοινές 351.702 581.702 δρχ.
(5.510.000 - 5.158.298)
Καθαρά κέρδη κλάδου παροχής υπηρεσιών 1.218.298 δρχ.
Συνολικά καθαρά κέρδη επιχείρησης 4.520.000 + 1.218.298 = 5.738.298. δρχ.
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με εξωλογιστικό τρόπο
Κλάδος εμπορίας
Ακαθάριστα έσοδα 26.400.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 16%= 4.224.000 δρχ.
Κλάδος παροχής υπηρεσιών
Ακαθάριστα έσοδα 1.800.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 43% = 774.000
Συνολικά καθαρά κέρδη επιχείρησης 4.998.000
Επειδή τα καθαρά κέρδη του κλάδου της εμπορίας που προκύπτουν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προκύπτουν εξωλογιστικά για τον κλάδο αυτόν, αλλά δεν υπερβαίνουν τα εξωλογιστικά κέρδη προσαυξημένα κατά 50%, θα ληφθούν υπόψη αυτά τα λογιστικά κέρδη των 4.520.000 δραχμών.
Επειδή τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης που προσδιορίσθηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίσθηκαν εξωλογιστικά, ο φόρος θα υπολογισθεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο.

Δ. ΜΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕ ΕΣΟΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΠΑΡΟΧΗΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 20.000.000 ΔΡΧ. (παράγραφος 4 άρθρο 33 Ν. 2238/1994)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι ίδιες επιχειρήσεις και με τις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη περίπτωση, αλλά με τη διαφορά ότι τα ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών είναι πάνω από είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές.
Τα συνολικά καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων της κατηγορίας αυτής θα προσδιοριστούν κατ αρχάς λογιστικά, όμως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη κατηγορία των μεικτών επιχειρήσεων. Στη συνέχεια, όμως, τα συνολικά τους κέρδη θα προσδιοριστούν και κατά μεικτό τρόπο. Δηλαδή, τα καθαρά κέρδη του κλάδου της εμπορίας ή παραγωγής θα προσδιοριστούν εξωλογιστικά με την εφαρμογή επί των ακαθάριστων εσόδων του προβλεπόμενου μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους, ενώ τα καθαρά κέρδη του κλάδου της παροχής υπηρεσιών θα προσδιοριστούν λογιστικά με την έκπτωση των δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου αυτού.
Σημειώνεται και πάλι ότι όταν πρόκειται για επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου της παροχής υπηρεσιών αποτελούν τουλάχιστον το εβδομήντα τοις εκατό (70%) των συνολικών εσόδων της επιχείρησης. Για παράδειγμα συνολικά έσοδα επιχείρησης εκατόν πενήντα εκατομμύρια (150.000.000) δραχμές και έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών εκατόν τριάντα εκατομμύρια (130.000.000) δραχμές.
Τέλος, ειδικά για τα κέρδη της χρήσης 1999 και για την κατηγορία των επιχειρήσεων αυτών εφαρμόζονται όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στην προηγούμενη κατηγορία για τον προσδιορισμό των λογιστικών κερδών του κλάδου εμπορίας ή παραγωγής.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΜΕΙΚΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΜΕ ΕΣΟΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 20.000.000 δρχ.
Ατομική επιχείρηση σε αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση κινηματογράφου, καθώς και την εμπορία έτοιμων ενδυμάτων λιανικώς, σε ξεχωριστές επαγγελματικές εγκαταστάσεις τηρεί βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1 έως 31-12-1999 προκύπτουν τα ακόλουθα δεδομένα :
Έσοδα από την εκμετάλλευση του κινηματογράφου 29.450.000 δρχ.
Έσοδα από την εμπορία ενδυμάτων 27.600.000
Αγορές χρήσης έτοιμων ενδυμάτων 24.650.000
Απογραφή έναρξης έτοιμων ενδυμάτων 18.900.000
Απογραφή λήξης έτοιμων ενδυμάτων 17.600.000
Αγορές υλικών παροχής (κινηματογράφου) 1.850.000
Συνολικές δαπάνες κλάδου εμπορίας (ΔΕΗ, ΟΤΕ,Ενοίκια κτλ.) 9.250.000
Συνολικές δαπάνες κλάδου παροχής υπηρεσιών
(ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ενοίκια, αμοιβές προσωπικού, κτλ.) 25.350.000
Κοινές δαπάνες επιχείρησης (αμοιβή λογιστή κτλ.) 1.450.000
Οι Μοναδικοί Συντελεστές Καθαρού Κέρδους που προβλέπονται από την Ε. 17418/1985 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών είναι 14% (Κ. Α. 6312) για την εμπορία των έτοιμων ενδυμάτων και 13% (ΚΑ 9103) για την εκμετάλλευση του κινηματογράφου.
Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31-12-1999 θα προσδιοριστούν ως εξής :
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Κλάδος εμπορίας
Ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις εμπορευμάτων 27.600.000 δρχ.
ΜΕΙΟΝ :
Απογραφή έναρξης εμπορευμάτων 18.900.000 δρχ.
Πλέον
Αγορές χρήσης εμπορευμάτων 14.650.000
Σύνολο 33.550.000
Μείον :
Απογραφή λήξης εμπορευμάτων 17.600.000
ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ 15.950.000 15.950.000
ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 11.650.000
ΜΕΙΟΝ:
Δαπάνες κλάδου εμπορίας 9.250.000
Κοινές δαπάνες (Αμοιβή λογιστή κτλ.)
που αναλογούν στον κλάδο αυτό
27.600.00 (1.450.000 Χ __________ ) 701.490
57.050.000 Σύνολο δαπανών 9.951.490 δρχ. 9.951.490
ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 1.698.510
Κλάδος παροχής υπηρεσιών
Ακαθάριστα έσοδα 29.450.000
ΜΕΙΟΝ:
Αγορές υλικών 1.850.000
Λοιπές δαπάνες του κλάδου 25.350.000
Κοινές δαπάνες που αναλογούν στον κλάδο
(1.450.000 Χ 29.450.000 ) 748.510
57.050.000
Σύνολο δαπανών 27.948.510 27.948.510 1.501.490
Συνολικά καθαρά κέρδη επιχείρησης 1.698.510 + 1.501.490 = 3.200.000
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με μεικτό τρόπο
Κλάδος εμπορίας
Ακαθάριστα έσοδα 27.600.000 Χ 14% = 3.864.000 δρχ.
Κλάδος παροχής υπηρεσιών
Ως ανωτέρω 1.501.490
Συνολικά καθαρά κέρδη επιχείρησης 5.365.490
Επειδή τα κέρδη που προσδιορίστηκαν με μεικτό τρόπο είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίστηκαν με λογιστικό τρόπο, ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το μεικτό τρόπο.

Διευκρινίζεται, για όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, και τα ακόλουθα :
- Σε επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα μη υπαγόμενη στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών, καθώς και άλλη που υπάγεται σ αυτό, τα καθαρά κέρδη της δραστηριότητας που δεν υπάγεται στο νέο σύστημα θα προσδιοριστούν με τις λοιπές διατάξεις που ισχύουν εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994. Για παράδειγμα επιχείρηση διαθέτει πρατήριο βενζίνης για το οποίο τηρεί βιβλίο Αγορών και παράλληλα έχει και πλυντήριο αυτοκινήτων για τα οποία τηρεί βιβλίο εσόδων - εξόδων. Τα καθαρά κέρδη της δραστηριότητας του πλυντηρίου θα προσδιοριστούν με το νέο σύστημα (εξωλογιστικά και λογιστικά αν είναι μέχρι 20.000.000 δρχ.) και στα κέρδη που θα προκύψουν θα προστεθούν τα κέρδη του πρατηρίου βενζίνης, όπως αυτά προσδιορίζονται εξωλογιστικά με τη χρήση Μ.Σ.Κ.Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994.
- Οι επιχειρήσεις με το νέο σύστημα κρίνονται ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ έδρας και υποκαταστημάτων, δηλαδή προσδιορίζονται συνολικά κέρδη για την επιχείρηση και όχι για κάθε εγκατάσταση χωριστά.
2. Με τη νέα παράγραφο 5 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 διατηρείται ο τρόπος προσδιορισμού τεκμαρτά των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (φορτηγά ή επιβατικά) και οι οποίες είτε δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Η μόνη διαφοροποίηση των νέων διατάξεων σε σχέση με τις αντικατασταθείσες είναι όσον αφορά τα ποσά του καθαρού εισοδήματος που θα ισχύσουν για το οικον. έτος 2000 (διαχειριστική περίοδο 1/1 - 31/12/1999) και ότι για τα οικον. έτη 2000, 2001 και 2002 για την επιβολή του φόρου θα λαμβάνονται υπόψη μόνο αυτά τα τεκμαρτά κέρδη και όχι τα τυχόν μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν από τα βιβλία τους. Από το οικον. έτος 2003 και μετά για την επιβολή του φόρου θα λαμβάνονται υπόψη τα μεγαλύτερα κέρδη μεταξύ των τεκμαρτών και των κερδών που προκύπτουν λογιστικά από τα βιβλία τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994.

Τα νέα ποσά καθαρού εισοδήματος αυτών των επαγγελματιών για το οικον. έτος 2000 είναι τα ακόλουθα :
α. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης :
αα. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό (100%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, τέσσερα εκατομμύρια διακόσιες είκοσι οκτώ χιλιάδες (4.228.000) δραχμές.
ββ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό (100%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, τρία εκατομμύρια πεντακόσιες είκοσι τρεις χιλιάδες (3.523.000) δραχμές.
γγ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό (50%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, τρία εκατομμύρια τριακόσιες ενενήντα δύο χιλιάδες (3.392.000) δραχμές.
δδ. Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό (50%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, δύο εκατομμύρια πεντακόσιες πενήντα έξι χιλιάδες (2.556.000) δραχμές.
Οι υποπεριπτώσεις ββ΄ και δδ΄ εφαρμόζονται ανάλογα και για τους μη ιδιοκτήτες εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά μειώνονται προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000) κατοίκους κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%). Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά λεωφορεία μη ενταγμένα σε Κ.Τ.Ε.Λ., τα ποσά αυτής της περίπτωσης προσαυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) και αποτελούν το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων αυτών.
β. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης με βάση το ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου, ως ακολούθως:

Ωφέλιμο φορτίο (τόνοι)

Με οδηγό τον Ιδιοκτήτη

Με οδηγό τρίτο πρόσωπο

μέχρι 5

2.917.000

1.994.000

πάνω από 5 μέχρι 11

3.687.000

2.642.000

Πάνω από 11 μέχρι 16,5

4.516.000

3.195.000

πάνω από 16,5

5.321.000

3.460.000

Ειδικώς, για τα φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που εκτελούν διεθνείς μεταφορές, με νομοθετική ρύθμιση που θα ακολουθήσει, προβλέπεται αναστολή για ένα χρόνο, της εφαρμογής της διαταγής του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994, με την οποία προβλέπεται η προσαύξηση των πιο πάνω ποσών κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Συνεπώς για τη χρήση 1999,για τις επιχειρήσεις οι οποίες εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, που εκτελούν διεθνείς μεταφορές, τα καθαρά κέρδη τους θα υπολογίζονται με βάση το αντίστοιχο ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου, όπως φαίνεται στον πιο πάνω πίνακα, της ίδιας περίπτωσης, για τα λοιπά φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά μειώνονται προκειμένου για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).

Τα πιο πάνω όρια του καθαρού εισοδήματος αυτής της παραγράφου περιορίζονται σε τόσα δωδέκατα όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης, σε περίπτωση κατά την οποία η επιχείρησης έκανε έναρξη λειτουργίας ή διακοπής των εργασιών της μέσα στην κρινόμενη περίοδο.

3. Με τη νέα παράγραφο 6 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ενοικιαζόμενα επιπλωμένα δωμάτια, διαμερίσματα, καθώς και κάμπινγκ επιβάλλεται για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από 1.1.1999 αυτοτελής φορολογία με την επιβολή κατ αποκοπή ποσού φόρου ανάλογα με το είδος της εκμετάλλευσης. Στην κατηγορία αυτή δεν υπάγονται οι επιχειρήσεις που τηρούν με οποιονδήποτε τρόπο βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Τα ποσά αυτά του φόρου για το οικον. έτος 2000 (διαχείριση 1/1 έως 31/12/1999) είναι τα ακόλουθα :

α. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ενοικιαζόμενα επιπλωμένα δωμάτια, είκοσι έξι χιλιάδες (26.000) δραχμές, είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) δραχμές και είκοσι χιλιάδες (20.000) δραχμές ετησίως για κάθε δωμάτιο, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α΄, Β΄ ή Γ΄ τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του Ε.Ο.Τ.
β. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ενοικιαζόμενα επιπλωμένα διαμερίσματα :
αα. τριάντα χιλιάδες (30.000) δραχμές, είκοσι οκτώ χιλιάδες (28.000) δραχμές και είκοσι έξι (26.000) δραχμές για κάθε μονόχωρο διαμέρισμα, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο Α΄, Β΄ ή Γ τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του Ε.Ο.Τ.,
ββ. σαράντα χιλιάδες (40.000) δραχμές, τριάντα οκτώ χιλιάδες (38.000) δραχμές και τριάντα έξι χιλιάδες (36.000) δραχμές για κάθε δίχωρο διαμέρισμα ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α΄, Β΄ ή Γ΄ τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του Ε.Ο.Τ.,
γγ. εξήντα χιλιάδες (60.000) δραχμές, πενήντα οκτώ χιλιάδες (58.000) δραχμές και πενήντα έξι χιλιάδες (56.000) δραχμές για κάθε τρίχωρο και πάνω διαμέρισμα, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α΄, Β΄ ή Γ΄ τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του Ε.Ο.Τ..
Αν η επιχείρηση, εκτός από την εκμετάλλευση ενοικιαζόμενων επιπλωμένων δωματίων και διαμερισμάτων, ασχολείται παράλληλα μέσα στον ενιαίο χώρο του οικοπέδου που βρίσκονται αυτά και με την εκμετάλλευση σνακ μπαρ ή καφέ μπαρ, το ποσό του φόρου που αναλογεί από την εκμετάλλευση ενοικιαζόμενων δωματίων και διαμερισμάτων προσαυξάνεται για τη δραστηριότητα αυτή κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%), με την προϋπόθεση ότι η εκμετάλλευση του σνακ μπαρ ή του καφέ μπαρ αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση και για τη δραστηριότητα αυτή.
Αν η επιχείρηση εκμεταλλεύεται μέχρι και επτά (7) δωμάτια δύναται να ζητήσει την απαλλαγή της από την υποχρέωση τήρησης όλων των βιβλίων και στοιχείων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με την υποβολή σχετικής δήλωσης μεταβολών - μετάταξης που υποβάλλεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Στην περίπτωση αυτή τα παραπάνω ποσά φόρου προσαυξάνονται κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
Για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα των πιο πάνω περιπτώσεων α΄ και β΄, που δεν έχουν χαρακτηρισθεί από τον Ε.Ο.Τ. επιβάλλονται τα ποσά φόρου που αναλογούν στα αντίστοιχα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα της Β΄ τάξης.
γ. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται κάμπινγκ και εφόσον στον ίδιο χώρο δεν ασκούνται και άλλες δραστηριότητες, σε δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές για κάθε θέση εγκατάστασης σκηνής ή τροχόσπιτου ή αυτοκινήτου.
Κατά συνέπεια, όταν ασκούνται και άλλες δραστηριότητες μέσα στο χώρο του κάμπινγκ, τότε η επιχείρηση δεν θα υπαχθεί στην αυτοτελή φορολογία της παραγράφου αυτής, αλλά θα προσδιοριστούν τα καθαρά της κέρδη σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω κατά την ερμηνεία των παραγράφων 1 έως και 4 του νέου άρθρου 33 του Ν.2238/1994.

Ο φόρος της παραγράφου αυτής καταβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του υποχρέου δημόσια οικονομική υπηρεσία μέχρι και την προτελευταία ημέρα λήξης της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματός του και το οικείο τριπλότυπο καταβολής του φόρου επισυνάπτεται στη δήλωση φορολογίας. Όσοι δεν καταβάλλουν ή καταβάλλουν εκπρόθεσμα το φόρο αυτής της παραγράφου υπόκεινται στις κυρώσεις που ορίζονται στα άρθρα 1 και 4 του Ν.2523/1997 (Φ.Ε.Κ. 179 Α΄).
Δαπάνες που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, καθώς και εισφορές που καταβάλλουν σε ταμεία ασφάλισης λόγω των δραστηριοτήτων αυτών, εφόσον για τις δραστηριότητες αυτές έχει εξαντληθεί η φορολογική υποχρέωση με την καταβολή του φόρου, δεν εκπίπτουν από τα τυχόν άλλα εισοδήματα του φορολογουμένου.
Δεν επιβάλλεται ο φόρος της παραγράφου αυτής σε περίπτωση αποδειγμένης αδράνειας του υποχρέου. Η απόδειξη της αδράνειας ως θέμα πραγματικό ανάγεται στην εξελεγκτική εξουσία του αρμόδιου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ.
Τέλος, σημειώνεται ότι τα ποσά αυτού του φόρου δεν μειώνονται σε περίπτωση έναρξης ή διακοπής των εργασιών μέσα στη χρήση.

4. Με τις νέες παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 διατηρείται η κατ αποκοπή αυτοτελής φορολογία στους αποκλειστικά πλανόδιους λιανοπωλητές, καθώς και στους αποκλειστικά λιανοπωλητές σε κινητές λαϊκές αγορές, όπως και με τις προηγούμενες διατάξεις.
Τα νέα ποσά φόρου που ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά είναι τα ακόλουθα :
α. Σε επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου φόρου ίσο με εκατόν δεκατέσσερις χιλιάδες (114.000) δραχμές ετησίως, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση από τη δραστηριότητα αυτή. Για επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, το ποσό αυτό ορίζεται σε εβδομήντα οκτώ χιλιάδες (78.000) δραχμές ετησίως.
β. Σε επιχειρήσεις αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές, είτε διαθέτουν ίδια προϊόντα είτε προϊόντα τρίτων, επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου φόρου ίσο με εκατόν ογδόντα επτά χιλιάδες (187.000) δραχμές ετησίως, αν πρόκειται για επαγγελματίες πωλητές και εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδες (145.000) δραχμές ετησίως, αν πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση από τη δραστηριότητα αυτή. Για επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, το ποσό αυτό ορίζεται σε ενενήντα τέσσερις χιλιάδες (94.000) δραχμές ετησίως, αν πρόκειται για επαγγελματίες πωλητές και σε εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) δραχμές ετησίως, αν πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων. Ειδικά για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, αν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα μέχρι (6) μηνών, τα ανωτέρω ποσά φόρου καταβάλλονται στο μισό πριν από την έκδοση ή την ανανέωση της άδειας. Δαπάνες που αφορούν αυτές τις δραστηριότητες, καθώς και εισφορές που καταβάλλονται σε ταμεία ασφάλισης, λόγω αυτών των δραστηριοτήτων, δεν εκπίπτουν από τα τυχόν άλλα εισοδήματα του φορολογουμένου.

Ο φόρος των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994, όταν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έξι (6) μήνες, καταβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος του υποχρέου δημόσια οικονομική υπηρεσία σε δύο (2) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του Ιανουαρίου και η επόμενη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του Ιουλίου. Για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων ως έδρα θεωρείται η πόλη που ασκείται η εμπορική δραστηριότητα. Όσοι δεν καταβάλλουν ή καταβάλλουν εκπρόθεσμα αυτό το φόρο, υπόκεινται στις κυρώσεις που ορίζονται στα άρθρα 1 και 4 του Ν. 2523/1997.
Σημειώνεται ότι τα ποσά αυτά του φόρου δεν μειώνονται σε περίπτωση έναρξης ή διακοπής των εργασιών μέσα στη χρήση.

5. Με τη νέα παράγραφο 9 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι τα ποσά που οφείλονται με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του υπόχρεου για το φόρο, τέλη και εισφορές που συμβεβαιώνονται με αυτόν, υπολογίζονται με βάση τα ποσά του εισοδήματος ή του φόρου, κατά περίπτωση, που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτού του άρθρου.

6. Με τη νέα παράγραφο 10 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και κατά περίπτωση για τους υπόχρεους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994 (ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες, κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ.) οι οποίοι τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας ή προκειμένου για επιχείρηση παροχής υπηρεσιών, όταν τηρούν προαιρετικά βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου όσοι από τους αναφερόμενους υπόχρεους διέκοψαν τη δραστηριότητά τους μέσα στο έτος 1999 και έχουν ήδη υποβάλλει ως υπόχρεοι δηλώσεις φόρου εισοδήματος μέχρι και 16-11-1999 χωρίς να έχουν προσδιορίσει τα καθαρά τους κέρδη με τις νέες διατάξεις, γίνεται δεκτή η υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων μέχρι 17 Μαρτίου 2000 (χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο) με προσδιορισμό των κερδών με το νέο σύστημα χωρίς την επιβολή πρόσθετων φόρων ή προστίμων ή άλλων κυρώσεων.

7. Με τη νέα παράγραφο 11 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών όπως με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζει τις λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.

8. Με τη νέα παράγραφο 12 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι για την εφαρμογή αυτού του άρθρου η περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης θεωρείται ως μία πόλη.

9. Με τη παράγραφο 4 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι, ειδικά, για τις επιχειρήσεις έκδοσης βιβλίων και εμπορίας ειδών βιβλιοπωλείου, που τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα καθαρά κέρδη τους της διαχειριστικής περιόδου 1999 προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Ν.2238/1994. Οι προβλεπόμενοι στις Ε. 17418/23.12.1985 και Ε. 3250/24.2.1987 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μοναδικοί συντελεστές καθαρού κέρδους των επιχειρήσεων αυτών προσαυξάνονται για τη διαχειριστική περίοδο 1999 κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%).
Διευκρινίζεται ότι στο αντικείμενο εργασιών των επιχειρήσεων έκδοσης βιβλίων περιλαμβάνεται τόσο η έκδοση βιβλίων, όσο και κατάλογοι γραμματοσήμων με φωτογραφίες και κείμενα, καθώς και τα περιοδικά.
Τέλος, σε περίπτωση βιβλιοπωλείων που ασκούν και άλλες συναφείς δραστηριότητες (π.χ. πώληση δώρων κτλ.), εφόσον πρόκειται για κατά κύριο λόγω επιχειρήσεις εμπορίας ειδών βιβλιοπωλείου, με το ήμισυ τουλάχιστον των συνολικών τους εσόδων από είδη βιβλιοπωλείου, τότε και τα καθαρά κέρδη των συναφών αυτών δραστηριοτήτων τους προσδιορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με προσαυξημένο Μ.Σ.Κ.Κ. που προβλέπεται για τις συναφείς αυτές δραστηριότητες.

Αρθρο 7
Καθαρό εισόδημα ελεύθερων επαγγελματιών
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 51 του Ν.2238/1994 και εισάγεται νέος τρόπος προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος που προκύπτει από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος από τα κατονομαζόμενα περιοριστικά στην παράγραφο 1 του άρθρου 48 του Ν. 2238/1994.
Ειδικότερα, με τη νέα παράγραφο 1 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994, ορίζεται ότι, το καθαρό εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών, που τηρούν βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., που εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 49 του Ν. 2238/1994 δεν μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή επί των ακαθάριστων αμοιβών τους, των μοναδικών συντελεστών καθαρών αμοιβών, όπως οι συντελεστές αυτοί έχουν προσδιοριστεί με την Ε. 16382/ΠΟΛ. 371/29-12-1987 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδόθηκε κατ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 50, τους οποίους και παραθέτουμε :

ΠΙΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ

Επάγγελμα

Συντελεστής %

Ιατροί γενικά :


- Προσωπική εργασία

55

- Με βοηθητικό προσωπικό

50

Οδοντίατροι :


- Προσωπική εργασία

50

- Με βοηθητικό προσωπικό

45

Κτηνίατροι

50

Δικηγόροι

50

Συμβολαιογράφοι

50

`Αμισθοι υποθηκοφύλακες

50

Δικαστικοί επιμελητές

50

Χημικοί

50

Καθηγητές

55

Ηθοποιοί

40

Καλλιτέχνες ζωγράφοι ή γλύπτες ή χαράκτες ή σκιτσογράφοι

45

Μουσουργοί, συνθέτες, ενορχηστρωτές, στιχουργοί και συγγραφείς

45

Χορογράφοι

45

Οικονομολόγοι, ερευνητές, φορολογικοί σύμβουλοι

50

Ιδιοκτήτες ή διευθυντές φορολογικού ή λογιστικού γραφείου


- Προσωπική εργασία

55

- Οργανωμένα γραφεία

50

Δασολόγοι

15

Ξεναγοί

55

Σε όσα ελευθέρια επαγγέλματα δεν προβλέπεται μοναδικός συντελεστής καθαρών αμοιβών ως τέτοιος θα λαμβάνεται ο μέσος όρος των μοναδικών συντελεστών που ορίζονται στην πιο πάνω απόφαση και ο οποίος ανέρχεται σε σαράντα επτά και εβδομήντα πέντε τοις εκατό (47,75%).
Σημειώνεται ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται :
α. Όταν τα ακαθάριστα έσοδα από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος υπερβαίνουν τα σαράντα εκατομμύρια (40.000.000) δραχμές. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή το εισόδημα θα προσδιορίζεται μόνο λογιστικά με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 49 του Ν. 2238/1994.
β. Για τις αμοιβές που αποκτούν οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί, το καθαρό εισόδημα των οποίων προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 49.
γ. Για το εισόδημα που αποκτούν τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 48.
δ. Για το εισόδημα που αποκτούν τα πρόσωπα που ασκούν οποιαδήποτε ελευθέριο επάγγελμα από τα κατονομαζόμενα περιοριστικά στην παράγραφο 1 του άρθρου 48 του Ν. 2238/1994, τα οποία απαλλάσσονται από την τήρηση βιβλίων και στοιχείων ή δεν τηρούν βιβλία αν και είναι υπόχρεοι.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1ο
Ο ιατρός - μικροβιολόγος "Χ" χωρίς βοηθητικό προσωπικό τηρεί βιβλία εσόδων - εξόδων (Β΄ Κατηγορίας του Κ.Β.Σ.), από τα οποία για τη χρήση 1999 προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 10.000.000 δραχμές και έξοδα 12.000.000 δραχμές.
α. Κατά το λογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος προκύπτει ζημιά 2.000.000 δραχμών.
β. Κατά τον ειδικό προσδιορισμό του εισοδήματος προκύπτει καθαρό εισόδημα 5.500.000 δραχμές (10.000.000 Χ 55%) το οποίο και τελικά θα υπαχθεί σε φόρο.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2ο
Ο λογιστής "Ψ" με οργανωμένο γραφείο τηρεί βιβλία εσόδων-εξόδων (Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.) από τα οποία για τη χρήση 1999 προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 20.000.000 δραχμές και έξοδα 5.000.000 δραχμές.
α. Κατά το λογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος, προκύπτει καθαρό εισόδημα 15.000.000 δραχμές.
β. Κατά τον ειδικό προσδιορισμό του εισοδήματος προκύπτει καθαρό εισόδημα 10.000.000 δραχμές (20.000.000 Χ 50%) το οποίο είναι μικρότερο από το προσδιοριζόμενο λογιστικά.
Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, σε φόρο θα υπαχθεί το ποσό των 15.000.000 δραχμών που προσδιορίστηκε λογιστικά.

2. Με τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι το καθαρό εισόδημα που προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και που προκύπτει ειδικά από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, ψυχολόγου, φυσιοθεραπευτή, οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη και αναλυτή - προγραμματιστή, ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν τηρούν βιβλία αν και είναι υπόχρεα, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ποσό του καθαρού εισοδήματος, που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών τους, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 3 αυτού του άρθρου, με το συντελεστή απόδοσης όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου.
Σημειώνεται ότι, το καθαρό εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση αυτές τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες και το συντελεστή απόδοσης, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές. Σε κάθε περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου αυτού ορίου, το ποσό του καθαρού εισοδήματος θα περιορίζεται στα 10.000.000 δραχμές.

Ειδικά, για τους γιατρούς, προσδιοριζόμενο, με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες και το συντελεστή απόδοσης, καθαρό εισόδημά τους προσαυξάνεται ανάλογα με την ειδικότητα, ως εξής :

α. Κατά σαράντα τοις εκατό (40%) για τους χειρουργούς όλων των ειδικοτήτων, εφόσον ασκούν χειρουργική ειδικότητα σε οποιοδήποτε νοσηλευτικό ίδρυμα, και μαιευτήρες.

β. Κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για όλες τις άλλες κλινικές ειδικότητες ιατρών, καθώς και για τους ασκούντες ορθοδοντικές εργασίες.

Τονίζεται ότι, στο προσδιοριζόμενο με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου καθαρό εισόδημα των ιατρών που ασκούν εργαστηριακή ειδικότητα ή που στερούνται ειδικότητας, δεν θα επιβάλλεται καμιά προσαύξηση.
Αντίθετα, στο εισόδημα των ορθοδοντικών και των ασκούντων ορθοδοντικές εργασίες θα επιβάλλεται προσαύξηση δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Επίσης, προσαύξηση κατά σαράντα τοις εκατό (40%) θα επιβάλλεται στο πιο πάνω εισόδημα των χειρούργων όλων των κλινικών ειδικοτήτων εφόσον ασκούν την χειρουργική ειδικότητα σε οποιοδήποτε νοσοκομείο ή νοσηλευτήριο, δημόσιο ή ιδιωτικό, καθώς και στους μαιευτήρες.
Σημειώνεται ότι, η διάκριση των ειδικοτήτων σε κλινικές και εργαστηριακές περιλαμβάνεται στην 1028607/459/ΠΟΛ. 1063/Α΄0012/2-3-1995 διαταγή μας, που εκδόθηκε ύστερα από την απόφαση της 112ης Ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (Κ.Ε.Σ.Υ.) της 16-2-1995 και είναι οι εξής:

Α΄ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ

1. Αγγειοχειρουργική

2. Κλινική αιματολογία (εφόσον διατηρεί ιατρείο)

3. Ακτινοθεραπευτική - Ογκολογία

4. Αλλεργιολογία

5. Αναισθησιολογία (εφόσον ο αναισθησιολόγος ιατρός διατηρεί ιατρείο)

6. Γαστρεντερολογία

7. Γενική Ιατρική

8. Δερματολογία - Αφροδισιολογία

9. Ενδοκρινολογία

10. Ιατρική της Εργασίας (εφόσον διατηρεί ιατρείο)

11. Καρδιολογία

12. Κοινωνική Ιατρική (εφόσον διατηρεί ιατρείο)

13. Μαιευτική - Γυναικολογία

14. Νευρολογία

15. Νεφρολογία

16. Νευροχειρουργική

17. Ορθοπεδική

18. Ουρολογία

19. Οφθαλμολογία

20. Παθολογία

21. Παιδιατρική

22. Παιδοψυχιατρική

23. Πλαστική Χειρουργική

24. Ρευματολογία

25. Πνευμονολογία

26. Φυσική Ιατρική & Αποκατάσταση

27. Χειρουργική

28. Χειρουργική Θώρακος

29. Χειρουργική Παίδων

30. Ψυχιατρικής

31. Ωτορινολαρυγγολογία

Β΄ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ

1. Εργαστηριακή Αιματολογία

2. Ακτινοδιαγνωστική

3. Ιατροδικαστική

4. Κυτταρολογία

5. Ιατρική Βιοπαθολογία (Μικροβιολογία)

6. Παθολογική Ανατομική

7. Πυρηνική Ιατρική

3. Με τη νέα παράγραφο 3 του άρθρου 5 του Ν. 2238/1994 ορίζονται οι σταθερές επαγγελματικές δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του εισοδήματος με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Το άθροισμα των δαπανών αυτών αποτελείται από τις ακόλουθες επιμέρους δαπάνες της χρήσης που διανύθηκε :
α. τη δαπάνη για το δεδουλευμένο καταβαλλόμενο ή τεκμαρτό μίσθωμα.
β. τη δαπάνη για ηλεκτρικό ρεύμα
γ. τη δαπάνη για ύδρευση
δ. τη δαπάνη για τηλεφωνική επικοινωνία γενικά, κινητή ή σταθερή συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών για σύνδεση στο διαδίκτυο ή για παροχή τηλεομοιοτυπικών εργασιών, κτλ.
Ειδικά για τους κτηνιάτρους που διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση, λαμβάνεται υπόψη ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) του καταβαλλόμενου ή τεκμαρτού μισθώματος.

Αν ως επαγγελματική στέγη χρησιμοποιείται η κατοικία του φορολογουμένου, για τον υπολογισμό της δαπάνης του καταβαλλόμενου ή τεκμαρτού μισθώματος, προκειμένου για ιατρό, οδοντίατρο και ψυχολόγο, ως επιφάνεια λαμβάνονται υπόψη σαράντα (40) τετραγωνικά μέτρα, ενώ για τους υπόλοιπους ελεύθερους επαγγελματίες λαμβάνονται υπόψη είκοσι (20) τετραγωνικά μέτρα.
Σημειώνεται ότι για τον υπολογισμό του τεκμαρτού μισθώματος στην περίπτωση που ως επαγγελματική εγκατάσταση χρησιμοποιείται η κατοικία, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν. 2238/1994. Πιο συγκεκριμένα το τεκμαρτό μίσθωμα από ιδιόχρηση επαγγελματικής εγκατάστασης που βρίσκεται στην κατοικία του φορολογουμένου, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 3,5% της αξίας της ιδιοχρησιμοποιούμενης στέγης.
Για τον υπολογισμό της αξίας αυτής λαμβάνεται υπόψη το γινόμενο των εξής παραγόντων :
α. Η επιφάνεια της επαγγελματικής στέγης, όπως αυτή ορίζεται, κατά περίπτωση.
β. Η τιμή ζώνης για τις περιοχές που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή η τιμή εκκίνησης για τις λοιπές περιοχές, οι οποίες ισχύουν κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, όπως αυτές ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του Ν. 1249/1982.
γ. Ο διορθωτικός συντελεστής, ο οποίος ανάλογα με την τιμή ζώνης ή εκκίνησης του ακινήτου, ορίζεται ως ακολούθως:

Τιμή ζώνης ή εκκίνησης για κάθε τ. μ. Συντελεστής
Μέχρι 150.000 δρχ. 1,10
Από 150.001 δρχ. έως 250.000 δρχ. 1,20
Από 250.001 δρχ. έως 400.000 δρχ. 1,30
Από 400.001 δρχ. και πάνω 1,40
δ. Ο συντελεστής παλαιότητας. Ως συντελεστής παλαιότητας λαμβάνεται αυτός που ισχύει κάθε φορά στη φορολογία κεφαλαίου για τον προσδιορισμό της αξίας κτιρίων με βάση την τιμή ζώνης.

Οι συντελεστές παλαιότητας που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 1997 είναι οι ακόλουθοι:
Έτη Συντελεστής
1 έως 5 χρόνια 0,90
6 έως 10 χρόνια 0,80
11 έως 15 χρόνια 0,75
16 έως 20 χρόνια 0,70
21 έως 25 χρόνια 0,65
26 και πάνω χρόνια 0,60

Η παλαιότητα αρχίζει να υπολογίζεται μετά πάροδο διετίας από την ημερομηνία έκδοσης ή αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας. Ο χρόνος έκδοσης ή αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας υπολογίζεται ολόκληρος στην παλαιότητα, αν η έκδοση ή αναθεώρηση γίνει μέσα στο πρώτο εξάμηνο. Αντίθετα, ο χρόνος έκδοσης ή αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας, δεν υπολογίζεται καθόλου στην παλαιότητα, αν η έκδοση ή αναθεώρηση γίνει μέσα στο δεύτερο εξάμηνο. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία έκδοσης ή αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας μέχρι την συμπλήρωση της διετίας υπολογίζεται συντελεστής 1,00.
Ο ίδιος συντελεστής παλαιότητας εφαρμόζεται είτε το ακίνητο βρίσκεται εντός είτε εκτός αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Από 1/1 - 31/12/1999 λογιστής ιδιοχρησιμοποιεί ως επαγγελματική στέγη, τμήμα της κατοικίας του που βρίσκεται επί της οδό Ίστρου 125, στον Περισσό, με έτος έκδοσης της οικοδομικής άδειας το 1988. Τιμή ζώνης την 1-1-1995, 165.000 το τ. μ.
Υπολογισμός ετήσιου τεκμαρτού μισθώματος:
20 τ. μ. Χ 165.000 Τιμή ζώνης Χ 1,20 διορθωτικός συντελεστής Χ 0,80 συντελεστής
παλαιότητας = 3.168.000 Χ 3,5% = 110.880 δραχμές.
Για τον υπολογισμό των λοιπών σταθερών επαγγελματικών δαπανών της περίπτωσης αυτής λαμβάνεται υπόψη το ένα δεύτερο (1/2) των δαπανών αυτών της κατοικίας του ελευθέρου επαγγελματία.
Σε περίπτωση συστέγασης ελεύθερων επαγγελματιών στην ίδια επαγγελματική εγκατάσταση, οι βασικές επαγγελματικές δαπάνες επιμερίζονται ανάλογα με τον αριθμό των συστεγαζομένων.
Επίσης, μόνο οι υπόχρεοι της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου όταν αποκτούν εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών με το συντελεστή απόδοσης περιορίζεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%). Το άθροισμα όμως του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και του υπολοίπου, μετά τον περιορισμό αυτού του γινομένου, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το συνολικό ποσό του γινομένου αυτού.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Ο οδοντίατρος "Χ" δηλώνει καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 3.000.000 δραχμές και το καθαρό εισόδημα που προκύπτει από το γινόμενο των σταθερών επαγγελματικών δαπανών επί το συντελεστή απόδοσης ανέρχεται στο ποσό των 7.000.000 δραχμών.
α. Το καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 3.000.000 δραχμές
β. Το 50% του γινομένου των σταθερών επαγγελματικών δαπανών
επί το συντελεστή απόδοσης 3.500.000 δραχμές
ΣΥΝΟΛΟ 6.500.000 δραχμές
Επειδή το εισόδημα των 6.500.000 δραχμών είναι μικρότερο από τα 7.000.000 δραχμές, ως εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση τις σταθερές δαπάνες θα πάρουμε το ποσό των 4.000.000 δραχμών (7.000.000 - 3.000.000 από μισθωτές υπηρεσίες).
Ειδικά για τους φυσιοθεραπευτές, οικονομολόγους, συμβούλους επιχειρήσεων, λογιστές ή φοροτέχνες και αναλυτές προγραμματιστές, αν δηλώνουν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις προσδιορισμού του εισοδήματος με βάση τις σταθερές δαπάνες. Το άθροισμα όμως του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, που προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το συνολικό ποσό του γινομένου των σταθερών επαγγελματικών δαπανών με το συντελεστή απόδοσης.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Ο σύμβουλος επιχειρήσεων "Ψ" , ο οποίος δε διαθέτει επαγγελματική εγκατάσταση, δηλώνει καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 4.000.000 δραχμές. Από το βιβλίο εσόδων - εξόδων που τηρεί για τη χρήση 1999 προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 3.000.000 δραχμές και έξοδα 1.000.000 δραχμές και το καθαρό εισόδημα που προκύπτει από το γινόμενο των σταθερών επαγγελματικών δαπανών επί το συντελεστή απόδοσης ανέρχεται στο ποσό των 5.000.000 δραχμών.
α. Λογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος (3.000.000-1.000.000) = 2.000.000 δρχ.
β. Εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος (3.000.000 Χ 50%) = 1.650.000 δρχ.
Επομένως σε φόρο θα υπαχθεί το ποσό των 6.000.000 δραχμών, καθόσον υπολογίζεται 4.000.000 δραχμές από μισθωτές υπηρεσίες + 2.000.000 δραχμές από ελευθέριο επάγγελμα λογιστικά προσδιοριζόμενο, το άθροισμα των οποίων υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές, που είναι το ποσό του εισοδήματος που προσδιορίζεται με τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες.

4. Με τη νέα παράγραφο 4 του άρθρου 5 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι εξαιρούνται από τον προσδιορισμό του εισοδήματος με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες τους οι υπόχρεοι της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου (ιατροί, οδοντίατροι κτλ.) που ασκούν ατομικά το ελευθέριο επάγγελμά τους και είναι ηλικίας άνω των 65 ετών εφόσον τα πρόσωπα αυτά ασκούν το επάγγελμα για μια συνεχή δεκαετία, πριν από τη συμπλήρωση αυτού του ορίου ηλικίας, καθώς και από άτομα που είναι τυφλοί και γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών της οικείας νομαρχίας ή είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας πάνω από ογδόντα τοις εκατό (80%) από νοητική καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση με βάση της γνωμάτευση της οικείας Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής επιτροπής που εδρεύει σε κάθε νόμο. Δεν λαμβάνεται υπόψη επαγγελματική ή ασφαλιστική αναπηρία.
Επομένως, για το οικονομικό έτος 2000 οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή για όσους έχουν γεννηθεί μέχρι και 31-12-1933 και έχουν προβεί σε έναρξη επαγγέλματος μέχρι και 31-12-1988. Διευκρινίζεται ότι η εξαίρεση αυτή ισχύει και για τα πρόσωπα που συμπληρώνουν δεκαετή συνεχή άσκηση του επαγγέλματος μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους.

Επίσης, εξαιρούνται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου, τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής, κατά τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης του επαγγέλματός τους και εφόσον δεν έχουν παρέλθει δέκα (10) έτη από την απόκτηση του πτυχίου. Για τον υπολογισμό της τριετίας, ως πρώτο έτος θεωρείται το επόμενο εκείνου μέσα στο οποίο ο φορολογούμενος υπέβαλε για πρώτη φορά δήλωση έναρξης επαγγέλματος. Αν δεν υποβληθεί τέτοια δήλωση ή έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα μετά την πάροδο εξαμήνου, λαμβάνεται υπόψη το πρώτο κλιμάκιο του συντελεστή απόδοσης.
Σημειώνεται ότι για την εφαρμογή αυτής της διάταξης απαιτείται η αθροιστική ύπαρξη των δύο προϋποθέσεων, της τριετίας και του έτους απόκτησης του πτυχίου.

Επομένως, για το οικονομικό έτος 2000, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή για όσους έχουν προβεί σε έναρξη δραστηριότητας από 1-1-1996 και μετά και έχουν πάρει το πτυχίο τους μετά την 31-12-1988. Σημειώνεται ότι, για την εφαρμογή αυτής της διάταξης λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που υποβλήθηκε για πρώτη φορά δήλωση έναρξης άσκησης κάποιου από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 48 του Ν. παράγραφο 1 του άρθρου 48 του Ν. 2238/1994 ελευθέριου επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το αντικείμενο του ήδη ασκουμένου επαγγέλματος.
Επίσης, λαμβάνονται υπόψη τα πτυχία από ελληνικά ή ξένα πανεπιστήμια, καθώς και των ΤΕΙ ή αντίστοιχων σχολών εξωτερικού. Κατά συνέπεια, σε όσες περιπτώσεις ασκείται ελευθέριο επάγγελμα χωρίς να είναι αναγκαία κατοχή τέτοιου πτυχίου, η απαλλαγή της διάταξης αυτής χορηγείται με βάση μόνο τα έτη άσκησης του επαγγέλματος.
Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου ως δήλωση έναρξης επαγγέλματος φυσικού προσώπου θεωρείται και η αναγραφή του ως μέλους στην υποβαλλόμενη δήλωση έναρξης νομικού προσώπου, του οποίου είναι μέλος ή στη δήλωση μεταβολών αυτού.

5. Με τη νέα παράγραφο 5 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 και για την εφαρμογή της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου ορίζεται ο συντελεστής απόδοσης, ο οποίος είναι ανάλογος με τα έτη άσκησης του επαγγέλματος και προσδιορίζεται ως ακολούθως:

Έτη άσκησης επαγγέλματος Συντελεστής απόδοσης
Πάνω από 4 μέχρι 10 2,5
Πάνω από 10 μέχρι 15 3
Πάνω από 15 μέχρι 20 3,5
Πάνω από 20 3

Τα πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 (ιατροί, οδοντίατροι κτλ.) εφόσον πριν από την έναρξη επαγγέλματος άσκησαν το επάγγελμά τους ως μισθωτοί ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας περισσότερο από μία δεκαετία, τότε για τον προσδιορισμό του συντελεστή απόδοσης, στα έτη άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος προστίθεται χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών.

Για παράδειγμα λογιστής από το έτος 1973 μέχρι και το 1983 (11 έτη) εργάσθηκε ως μισθωτός σε λογιστήριο και από το έτος 1984 μέχρι και το 1999 (16 έτη) ασκεί το ελευθέριο επάγγελμα του λογιστή. Ο συντελεστής απόδοσης που θα εφαρμοσθεί στην περίπτωση αυτή είναι ο 3.

Σε περίπτωση διακοπτόμενης χρονικά απασχόλησης ως μισθωτού ή με άλλη σχέση εργασίας λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα του χρόνου απασχόλησης ως μισθωτού ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας ανεξάρτητα από το πρόσωπο του εργοδότη.

Τέλος, για τον υπολογισμό της δεκαετίας προσμετράται ο χρόνος παροχής μισθωτών υπηρεσιών ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση ομοίων με τις υπηρεσίες του ασκούμενου ή συναφούς ελευθέριου επαγγέλματος.
Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης λαμβάνονται υπόψη οι ιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, ψυχολόγοι και φυσιοθεραπευτές που απασχολήθηκαν σε δημόσια ή ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και συναφείς υπηρεσίες όπως π.χ. κτηνίατροι σε Υγειονομικές Υπηρεσίες του Δημοσίου και όσοι παρείχαν οικονομολογικές, λογιστικές, φορολογικές, καθώς και υπηρεσίες αναλυτή - προγραμματιστή σε οποιονδήποτε εργοδότη δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα.

Διευκρινίζεται ότι για τον ασκούντα το ελευθέριο επάγγελμα του συμβούλου επιχειρήσεων λογίζεται η σε ευρεία έννοια παροχή, ως μισθωτού ή με άλλη σχέση εργασίας, υπηρεσιών οικονομολογικού, λογιστικού, φορολογικού χαρακτήρα ή υπηρεσιών αναλυτή - προγραμματιστή.

Επειδή, όπως ορίζεται ρητά στις διατάξεις αυτής της παραγράφου, για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 που άσκησαν το επάγγελμά τους ως μισθωτοί ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας περισσότερο από μία δεκαετία, στα έτη άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος προστίθεται χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, για τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζεται η απαλλακτική διάταξη της παραγράφου 4 σε περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη τριετία ακόμα και όταν δεν έχει παρέλθει δεκαετία από την απόκτηση του πτυχίου, όπως συμβαίνει σε ειδικότερες περιπτώσεις. Για παράδειγμα απασχόληση φορολογουμένου ως μισθωτού στο λογιστήριο επιχείρησης (εμπειρικά ή ως φοιτητής της ΑΣΟΕΕ) από το έτος 1987, απόκτησε πτυχίο ΑΣΟΕΕ το έτος 1993 και έκανε έναρξη άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος το έτος 1997. Σε αυτή την περίπτωση για την χρήση 1999 θα προσδιορισθεί κανονικά το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος.

Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση που τα ακαθάριστα έσοδα των υπόχρεων της παραγράφου 2 του άρθρου 51 ξεπερνούν τα σαράντα εκατομμύρια (40.000.000) δραχμές, τότε στην περίπτωση αυτή μόνο το εισόδημα που προσδιορίζεται λογιστικά με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 49 του Ν. 2238/1994 δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ποσό του εισοδήματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών με το συντελεστή απόδοσης.

6. Με τη νέα παράγραφο 6 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 διατηρείται ο τρόπος φορολόγησης των τραγουδιστών ή των καλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, που ίσχυσε και για την προηγούμενη χρήση 1998.

7. Με τη νέα παράγραφο 7 του άρθρου51 του Ν. 2238/1994 παρέχεται η δυνατότητα στους υποχρέους των παραγράφων 2 και 6 του ίδιου άρθρου, δηλαδή στους ιατρούς, οδοντιάτρους, κτηνιάτρους, ψυχολόγους, φυσιοθεραπευτές, οικονομολόγους, συμβούλους επιχειρήσεων, λογιστές ή φοροτέχνες, αναλυτές - προγραμματιστές και καλλιτέχνες ή τραγουδιστές των κέντρων διασκέδασης, να μην αποδεχθούν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματός τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51. Στην περίπτωση όμως αυτή υποχρεούνται, με την υποβολή της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματός τους, να συνυποβάλλουν και κατάσταση δήλωσης των περιουσιακών τους στοιχείων. Οι δηλώσεις αυτές της φορολογίας εισοδήματος ελέγχονται κατά προτεραιότητα και υποχρεωτικά από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές.

8. Με τη νέα παράγραφο 8 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 ορίζεται ότι οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 7 του ίδιου άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για τις εταιρίες της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994, όπως ομόρρυθμες - ετερόρρυθμες εταιρίες, κτλ. που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου (πλην των μηχανικών, αρχιτεκτόνων) και οι οποίες τηρούν βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του κώδικα βιβλίων και στοιχείων. Για τους υπόχρεους όμως αυτούς, το ποσό εισοδήματος που προκύπτει με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες προσαυξάνεται κατά ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) όταν η εταιρία αποτελείται από δύο (2) μέλη και κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) όταν έχει πάνω από δύο (2) μέλη.

Σημειώνεται ότι οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή για τις εταιρίες της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994 που παρέχουν υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος δια των μελών τους και ανεξάρτητα αν κάποιο ή κάποια από τα μέλη τους δεν έχει την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία, με την απαραίτητη προϋπόθεση όμως ότι δεν αποτελούν οργανωμένη επιχείρηση και ότι το απασχολούμενο προσωπικό παρέχει βοηθητικές εργασίες όπως γραμματειακή υποστήριξη, δακτυλογράφους, νοσοκόμες κτλ. Σε περίπτωση όμως οργανωμένης επιχείρησης όπως κλινικές, διαγνωστικά κέντρα, λογιστικά γραφεία, φροντιστήρια κτλ., που πέραν των μελών τους απασχολούν αντίστοιχα και άλλους γιατρούς ή λογιστές ή καθηγητές κτλ. κατά περίπτωση έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 33 του Ν.2238/1994.

9. Με τη νέα παράγραφο 9 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών όπως με αποφάσεις του που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:

α. Καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της κατάστασης δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων της παραγράφου 7 του ίδιου άρθρου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τον έλεγχο των δηλώσεων αυτών,

β. Καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία, καθώς και λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του άρθρου.
10. Οι νέες διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

Αρθρο 12
Θέματα φορολογικών ελέγχων
Με την παράγραφο 5 του άρθρου 12 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται εδάφιο στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 74 του Ν. 2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι τα ποσά του φόρου που προκύπτουν μετά από δικαστικό συμβιβασμό καταβάλλονται κατά τον ίδιο τρόπο που καταβάλλονται τα ποσά του φόρου που προκύπτουν με βάση τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, όπως αναφέρεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 74 του Ν. 2238/1994.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17-11-1999


Taxheaven.gr