ΣτΕ 3965/2012

Στην περίπτωση επιβολής περισσοτέρων αυτοτελών προστίμων, λόγω παραβάσεων του Κ.Φ.Σ. ή του Κ.Β.Σ. (περίπτωση για την οποία δεν προβλέπεται από το νόμο η υποβολή δηλώσεως), το εκκλητό κρίνεται χωριστά, ως προς καθένα από τα αντίστοιχα των εν λόγω προστίμων επί μέρους ποσά, ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία αυτά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη, και όχι από το συνολικό ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ούτε από το συνολικό ποσό των επιβληθέντων με τη διοικητική πράξη προστίμων.

17 Οκτ 2012

Taxheaven.gr

ΣτΕ  3965/2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2012 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 2 Σεπτεμβρίου 2005 αίτηση:
των: 1) ............... του .............., 2) .................... του ..................... και 3) ............., κατοίκων Πειραιώς . ατομικώς και για λογαριασμό της λυθείσης Ομόρρυθμης Εταιρείας ................................................., οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 483/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Μόσχου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 734806 -7, 742781/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α), ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 483/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή έφεση των αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ. 419/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά και μεταρρυθμίστηκε η πρωτόδικη απόφαση. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή τους κατά της υπ’ αριθμ. 217/1997 πράξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ Πειραιώς, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος της λυθείσας εταιρίας « ...................... .............», της οποίας οι αναιρεσείοντες υπήρξαν ομόρρυθμα μέλη, συνολικό πρόστιμο ύψους 4.960.000 δρχ. για παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (Κ.Φ.Σ.) και του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Φ.Σ.), κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31-12-1992. Ειδικότερα, με την ως άνω πράξη ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Δ Πειραιώς επέβαλε σε βάρος της ως άνω εταιρίας 22 και 40 πρόστιμα των 80.000 δρχ. το καθένα για τις παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Φ.Σ,. ενώ για τις παραβάσεις του Κ.Β.Σ. 15 πρόστιμα των 900.000 δρχ. το καθένα για την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και 21 πρόστιμα των 200.000 δρχ. το καθένα για την λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων.

2. Επειδή, στο μεν άρθρο 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄97) προβλέπεται ότι: «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν χρηματικές διαφορές αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση. Αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά …», στο δε άρθρο 279, ότι «Η άσκηση ένδικων μέσων κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύονται μετά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα διέπεται από τις διατάξεις του» και στο άρθρο 285, ότι «1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2. Κατ’ εξαίρεση, διατηρούν την ισχύ τους οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις: α) ως προς τις οποίες γίνεται ρητή επιφύλαξη στις επιμέρους διατάξεις του Κώδικα, β) της δημοτικής - κοινοτικής φορολογίας, οι οποίες αφορούν την είσπραξη φόρου ή τέλους μέσω της Δ.Ε.Η., γ) οι οποίες αναφέρονται στην εκδίκαση των διαφορών ανάμεσα στο φορολογούμενο και τον ενοικιαστή φόρων, δ) οι οποίες προβλέπουν την επιβολή, από τα δικαστήρια, αυτοτελών κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, ε) του άρθρου 99 του ν.δ. 118/1973, στ) του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966 και ζ) των παρ. 4 και 7 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εάν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά, ως προς καθένα από τα ποσά αυτά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση και ανεξαρτήτως αν τα αυτοτελή αυτά ποσά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη. Επομένως, στην περίπτωση επιβολής περισσοτέρων αυτοτελών προστίμων, λόγω παραβάσεων του Κ.Φ.Σ. ή του Κ.Β.Σ. (περίπτωση για την οποία δεν προβλέπεται από το νόμο η υποβολή δηλώσεως), το εκκλητό κρίνεται χωριστά, ως προς καθένα από τα αντίστοιχα των εν λόγω προστίμων επί μέρους ποσά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία αυτά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη, και όχι από το συνολικό ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ούτε από το συνολικό ποσό των επιβληθέντων με τη διοικητική πράξη προστίμων (ΣτΕ 1756/2007 Ολ.).

3. Επειδή, η πρωτόδικη απόφαση, καθ’ ο μέρος αφορούσε τα 62 προαναφερθέντα πρόστιμα του Κ.Φ.Σ., καθένα από τα οποία αυτοτελώς λαμβανόμενο υπόψη ανερχόταν σε 80.000 δραχμές, καθώς και τα 21 πρόστιμα του ΚΒΣ για τη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθένα απ’ τα οποία, αυτοτελώς λαμβανόμενο υπόψη, ανερχόταν σε 200.000 δρχ., ήταν ανέκκλητη σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ.2 του ν. 2717/1999, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του διοικητικού πρωτοδικείου. Κατά συνέπεια, η κατά της ως άνω αποφάσεως έφεση των αναιρεσειόντων ασκήθηκε απαραδέκτως κατά το μέρος αυτό και ήταν απορριπτέα (ΣτΕ 1762/2011, 2960/2010, 845, 1841/2008, 1756/2007 Ολομ., κ.ά.). Για τον λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος αυτό, πρέπει να γίνει δεκτή και ν’ αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το οικείο μέρος, η δε υπόθεση, που δεν χρειάζεται, κατά το μέρος αυτό, διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να κρατηθεί, να δικασθεί η έφεση των αναιρεσειόντων και να απορριφθεί κατά το αντίστοιχο μέρος.

4. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ Α 84), που εφαρμόζεται από 1-7-1992, κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική, βιομηχανική κλπ επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, μεταξύ άλλων, εκδίδει τα στοιχεία που ορίζονται απ’ τον Κώδικα αυτό. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 4 του ΚΒΣ, η έκδοση, μεταξύ άλλων πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων και δελτίων αποστολής) θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο.

5. Επειδή, το άρθρο 51 παρ. 2 του ν.δ. 3323/1955 (ΦΕΚ Α 214), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν.δ. 328/1974, και ίσχυε κατά την ένδικη χρήση, επιτρέπει την έκδοση συμπληρωματικών φύλλων ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και μετά την οριστικοποίηση του αρχικού, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι: α) από περιεχόμενα με οποιοδήποτε τρόπο στη φορολογική αρχή συμπληρωματικά στοιχεία εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του υπόχρεου σε φόρο είναι ανώτερο από αυτό που περιλήφθηκε στο αρχικό φύλλο ελέγχου ή β) η υποβαλλόμενη δήλωση και τα ειδικά έντυπα ή καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ως ανακριβή. Η διάταξη αυτή του άρθρου 51 παρ. 2 του ν.δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε, δεν έχει εφαρμογή και επί πράξεων επιβολής προστίμων για παραβάσεις διατάξεων του Κ.Β.Σ., γιατί από καμία διάταξη του Κώδικα αυτού, δεν θεσπίζεται ανάλογη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 51 παρ. 2 του ν.δ. 3323/1955, όπως γίνεται για άλλες περιπτώσεις (π.χ. για την εξώδικη λύση της διαφοράς και για τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του προστίμου, άρθρο 34, παρ. 4 εδ. α του ΚΒΣ). Αντίθετο επιχείρημα δεν μπορεί να συναχθεί από τη διάταξη του γ εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 34 του ΚΒΣ που ορίζει ότι "Οι περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς ενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής φορολογικής εγγραφής στη φορολογία εισοδήματος διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζονται αναλόγως και για την επιβολή του προστίμου του άρθρου αυτού. Η προθεσμία αρχίζει από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης στην οποία αφορά η παράβαση", γιατί η διάταξη αυτή, θεσπίζοντας ανάλογη εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος και επί επιβολής προστίμων για παραβάσεις του ΚΒΣ έχει την έννοια κατά το μέρος που παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς ενέργεια συμπληρωματικής εγγραφής στη φορολογία εισοδήματος, ότι θεσπίζει τον ίδιο χρόνο παραγραφής, κατά τα ισχύοντα στη φορολογία αυτή και για την επιβολή προστίμου για παραβάσεις του ΚΒΣ σε κάθε περίπτωση που διενεργείται κατά νόμο συμπληρωματική εγγραφή στην παραπάνω φορολογία. Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη νομοθετική ρύθμιση, δεν εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση και έχοντας ακόμη εκδώσει και πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή, να επανέλθει και ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις αφορώσες στη χρήση αυτή φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων για την ίδια χρήση και, ακολούθως, να εκδώσει και άλλη πράξη επιβολής προστίμου για άλλες παραβάσεις που τυχόν διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο αυτό, ενεργώντας μέσα στα χρονικά πλαίσια παραγραφής του δικαιώματός της (πρβλ. ΣτΕ 5133/1995 7μ., 6142/1996, ΣτΕ 4265/2001).

6. Επειδή, όπως έχει κριθεί, το δικαστήριο της ουσίας, ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός τιμολογίου ως εικονικού υποχρεούται, κατά τις διατάξεις περί αποδείξεως (άρθρα 144 επ. του ν. 2717/1999, να εκφέρει την κρίση του σχηματίζοντας πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση χρησιμοποιώντας όλα τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα δικαστικά τεκμήρια, περί της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, αφού προηγουμένως εκτιμήσει συνολικά τα υφιστάμενα στο φάκελο της υπόθεσης στοιχεία και όχι μεμονωμένα το καθένα απ’ αυτά. Αν δε το δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι τα υπάρχοντα στοιχεία είναι ανεπαρκή προς σχηματισμό βέβαιης δικανικής πεποίθησης, έχει τη δυνατότητα, κατά την κρίση του, να διατάξει, κατ’ άρθρο 152 επ. (και 96 παρ.3) του Κ.Δ.Δ. τη συμπλήρωση των αποδείξεων και, τελικώς, να κρίνει την υπόθεση, αφού κατανείμει το βάρος αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων (ΣτΕ 506/2012, ΣτΕ 2984/2011, ΣτΕ 1402/2011, ΣτΕ 1773/2010, ΣτΕ 2091/2010, ΣτΕ 496/2009, ΣτΕ 1644/2007, ΣτΕ 2842/2007, πρβλ. ΣτΕ 883/2002, 2317-8/2001).

7. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζει ότι «1. … 2.Τα δικαστήρια δεσμεύονται … από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη … 4.Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και αυτεπαγγέλτως, εφ’ όσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, όταν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει επί διοικητικής παραβάσεως, δεσμεύεται μεν, ως προς την ενοχή του δράστη, από την τυχόν προηγηθείσα, επί της οικείας ποινικής υποθέσεως, αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, δεν δεσμεύεται δε από την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, την οποία, όμως, υποχρεούται να συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του. Η συνεκτίμηση αυτή δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητώς αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας (πρβλ. ΣτΕ 2067/2011 7μ., 1522/2010 7μ., ΣτΕ 2978/2011, ΣτΕ 2447/2009,ΣτΕ 422/2007, ΣτΕ 990/2004 Ολ. κ.α.).

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η εταιρία ....................., που λύθηκε στις 13-12-1994 και της οποίας ομόρρυθμα μέλη ήταν οι εκκαλούντες (ήδη αναιρεσείοντες), είχε ως αντικείμενο εργασιών την αγορά ελαιόλαδου και σπορέλαιων (χύμα), την τυποποίησή τους και την περαιτέρω λιανική και χονδρική εμπορία του. Κατά τον τακτικό φορολογικό έλεγχο που διενεργήθηκε, σύμφωνα με την από 27-5-1993 σχετική έκθεση ελέγχου, τα βιβλία και στοιχεία της κρίθηκαν για την περίοδο 1-1 έως 31-12-1992 επαρκή και ακριβή και τα αποτελέσματα της προσδιορίσθηκαν λογιστικώς (με την προσθήκη λογιστικών διαφορών). Τα αποτελέσματά της αυτά οριστικοποιήθηκαν σύμφωνα με την υπ` αριθμ. Πολ 1177/1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Στη συνέχεια, από επανέλεγχο των βιβλίων και στοιχείων της ως άνω εταιρείας, καθώς και των επιχειρήσεων με τις οποίες αυτή είχε συναλλαγές (βλ. την από 18-9-1997 έκθεση επανελέγχου Κ.Φ.Σ.- Κ.Β.Σ., η οποία στηρίχθηκε στις υπ` αριθμ. 1156/Β/9-6-1994 και 815/Β/4-4-1995 πορισματικές εκθέσεις της Τελωνειακής Διεύθυνσης Οικονομικού Εγκλήματος - ΤΕ.ΔΕ.Ο.Ε.), προέκυψαν τα εξής: α) Η ελεγχόμενη εταιρεία, σύμφωνα με την από 20-1-1993 ένορκη κατάθεση του ............ ........... που ήταν διαχειριστής και μέλος των εταιρειών ..................... και ........................ η οποία, όμως, κατάθεση, ανακλήθηκε αργότερα απ` αυτόν με δήλωση ενώπιον της ΤΕ.ΔΕ.Ο.Ε. ως προϊόν ψυχολογικής πιέσεως, είχε εκδώσει προς τις δύο τελευταίες εταιρείες 58 τιμολόγια πωλήσεως τυποποιημένου ελαιολάδου με αναγραφόμενη ποσότητα 339.515 χιλιόγρ. και αξία, με το Φ.Π.Α. 184.480.340 δρχ. τα οποία ήταν εικονικά, διότι οι ποσότητες που αναφέρονται σ` αυτά ουδέποτε μεταφέρθηκαν στις φερόμενες αγοράστριες επιχειρήσεις, β) Ο ... .................., εκτός της ως άνω αποδοχής εικονικών τιμολογίων εξέδωσε, για λογαριασμό της ελεγχομένης, και τιμολόγια αγοράς αγροτικών προϊόντων (ελαιολάδου), τα οποία ήταν εικονικά είτε διότι οι αναγραφόμενοι σ` αυτά πωλητές παραγωγοί δήλωσαν ότι δεν είχαν πωλήσει ελαιόλαδο και οι σχετικές υπογραφές δεν ήσαν δικές τους (158 τιμολόγια), είτε διότι οι αναγραφόμενοι πωλητές είχαν αποβιώσει ή ήταν άγνωστοι στα χωριά τους (38 τιμολόγια), είτε, τέλος, διότι ή αναγραφόμενη σ` αυτά ποσότητα είναι μεγαλύτερη από την πραγματικά πωληθείσα (8 τιμολόγια). Η εικονικότητα των στοιχείων αυτών ενισχύεται και από το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του ............. ..... φαίνεται να φορτώνεται με τυποποιημένο ελαιόλαδο σε κάποιες περιπτώσεις με διαφορά 1 και 1.30 ώρες την ίδια ημερομηνία στην Αθήνα και τους Μολάους. Με βάση τις ως άνω διαπιστώσεις η φορολογική αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για την χρήση του έτους 1992 η ελεγχόμενη εταιρεία για μεν το διάστημα ισχύος του Κ.Φ.Σ. (1-1 έως 30-6-1992): α) εξέδωσε 22 εικονικά τιμολόγια πωλήσεως προς τις εταιρείες ..................και .................. συνολικής αξίας 66.887.500 δρχ., β) έλαβε και καταχώρισε στα βιβλία της 40 εικονικά τιμολόγια αγοράς αγροτικών προϊόντων εκδοθέντων από τις εταιρείες του ...., συνολικής αξίας 47.191.483 δρχ. για δε το υπόλοιπο του έτους που ίσχυε ο Κ.Β.Σ.: α) εξέδωσε 15 εικονικά τιμολόγια πωλήσεως με αποδέκτες τις εταιρείες ................ και ..............και β) ζήτησε έλαβε και καταχώρισε στα βιβλία της 21 τιμολόγια αγοράς αγροτικών προϊόντων, εκδοθέντων από τις εταιρείες του ................................., τα οποία χαρακτηρίστηκαν εικονικά. Για τις ως άνω παραβάσεις, με την υπ` αριθμ. 217/1997 πράξη της η φορολογική αρχή, επέβαλε σε βάρος της ελεγχομένης εταιρείας 22 και 40 πρόστιμα των 80.000 δρχ. το καθένα για τις παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Φ.Σ. ενώ για τις παραβάσεις του Κ.Β.Σ. 15 πρόστιμα των 900.000 δρχ. το καθένα για την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και 21 πρόστιμα των 200.000 δρχ. το καθένα για την λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων. Προσφυγή, κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξεως απορρίφθηκε. Με έφεση που άσκησαν οι αναιρεσείοντες κατά της αποφάσεως του διοικητικού πρωτοδικείου ισχυρίστηκαν ότι: Ι) μη νομίμως διενεργήθηκε, και μάλιστα κατόπιν εντολής του Επιθεωρητή Οικονομικών Εφοριών και όχι του αρμόδιου εν προκειμένω Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., φορολογικός επανέλεγχος στην επιχείρηση μετά παρέλευση πενταετίας από τον αρχικό έλεγχο, κατά τον οποίο τα βιβλία και στοιχεία της κρίθηκαν ακριβή, ενόψει και του ότι το έγγραφο της ΤΕ.ΔΕ.Ο.Ε. δεν αποτελεί νέο στοιχείο, το οποίο να δικαιολογεί τη διενέργεια επανελέγχου, II) η διαπίστωση των παραβάσεων ερείδεται αποκλειστικά σε μαρτυρίες ελαιοπαραγωγών, που κατέθεσαν υπό το κράτος ψυχολογικής βίας, στο περιεχόμενο των πορισματικών εκθέσεων, βάσει των οποίων δεν μπορεί να κριθεί η νομιμότητα των φορολογικών στοιχείων, καθώς και στην κατάθεση του .............., χωρίς να συνεκτιμηθεί τόσο η απαλλαγή του τελευταίου της απαγγελθείσης σε βάρος του κατηγορίας σχετικά με τα επίμαχα εικονικά τιμολόγια, όσο και η απαλλακτική για τον ... ................. πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών στο 2796/1998 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο αυτός, τελικώς, παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κατηγορούμενος ότι κατά την περίοδο 1993 - 1994, προκειμένου να επιτύχει την προς αυτόν καταβολή οικονομικής ενισχύσεως, ύψους 46.000.000 δραχμών από το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Ταμείο, παράστησε ψευδώς ότι αγόρασε 355.214 χλγρ. ελαιολάδου και ότι προμήθευσε ψευδώς 112.614 χλγρ. ελαιολάδου στον .. ................... Εξάλλου, με το κατατεθέν υπόμνημα επί της εφέσεως υποστηρίχθηκε ότι με την 204/2002 απόφαση του Γ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών απηλλάγη ο ................... της απαγγελθείσης σε βάρος του κατηγορίας. Με την 1230/2003 προδικαστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, υποχρεώθηκε η φορολογική αρχή να προσκομίσει αντίγραφα των αναφερόμενων στην από 18-9-1997 έκθεση ελέγχου καταστάσεων Νο 1, 2, 3 και 4, καθώς και τα επίμαχα, φερόμενα ως εικονικά, είκοσι τιμολόγια πωλήσεως.

9. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι συννόμως στην προκειμένη περίπτωση, διατάχθηκε από τον Επιθεωρητή Οικονομικών Εφοριών η διενέργεια επανελέγχου, ο οποίος άλλωστε δεν αποκλείεται από το ότι είχε διενεργηθεί στο παρελθόν έλεγχος στα βιβλία και στοιχεία της επιχειρήσεως ή και ενδεχομένως είχε οριστικοποιηθεί η φορολογική εγγραφή στη σχετική φορολογία, αφού οι διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 2 του ν.δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν.δ. 328/1974, με τις διατάξεις του οποίου επιτρέπεται η υπό προϋποθέσεις έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου στην φορολογία εισοδήματος μετά την οριστικοποίηση του αρχικού, δεν εφαρμόζονται και επί πράξεων επιβολής προστίμου για παραβάσεις διατάξεων του Κ.Φ.Σ., που μπορούν να εκδοθούν και κατόπιν επαναληπτικού ελέγχου στα χρονικά πλαίσια παραγραφής του οικείου δικαιώματος της φορολογικής αρχής. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι, ενόψει των εκτεθέντων στη σκέψη 5, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, σύμφωνα με τα οποία η φορολογική αρχή δεν είχε δικαίωμα να εκδώσει την ένδικη πράξη επιβολής προστίμων, γιατί στη φορολογία εισοδήματος η αρχική εγγραφή είχε οριστικοποιηθεί με πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, συμπληρωματικά δε στοιχεία δεν προέκυψαν, ώστε να δικαιολογείται η έκδοσή της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (πρβλ. ΣτΕ 5133/1995 7μ., ΣτΕ 6142/1996, ΣτΕ 4265/2001). Εξάλλου, τα προβαλλόμενα περί του ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι μη νόμιμη λαμβανομένου υπόψη ότι το διοικητικό εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα πραγματικά και νομικά δεδομένα που οι αναιρεσείοντες ανέφεραν στα δικόγραφα της προσφυγής, της εφέσεως και των υπομνημάτων τους, είναι απορριπτέα ως αορίστως προβαλλόμενα, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων λόγων της προσφυγής ή της εφέσεώς τους με τους οποίους να είχαν προσαφθεί ειδικώς πλημμέλειες στην ένδικη καταλογιστική πράξη, καταρχήν, και, στη συνέχεια, την απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου (πρβλ. ΣτΕ 1113/2010 κ.α.). Τα δε περαιτέρω προβαλλόμενα περί του ότι δεν διενεργήθηκε στη λυθείσα επιχείρηση έλεγχος από τη Δ.Ο.Υ. από τον οποίο προέκυψαν περιστατικά που στοιχειοθετούσαν παραβάσεις του Κ.Β.Σ. και να δικαιολογούσαν την έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, διότι πλήσσουν την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων από το διοικητικό εφετείο. Τούτο δε διότι, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη, μετά την διενέργεια τακτικού ελέγχου και την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων της εταιρίας για την ένδικη χρήση, διενεργήθηκε (όπως προκύπτει από την από 18-9-1997 έκθεση επανελέγχου ΚΦΣ - ΚΒΣ, η οποία στηρίχθηκε στις υπ` αριθμ. 1156/Β/9-6-1994 και 815/Β/4-4-1995 πορισματικές εκθέσεις της Τελωνειακής Διεύθυνσης Οικονομικού Εγκλήματος - ΤΕΔΕΟ.Ε.), επανέλεγχος των βιβλίων και στοιχείων της, καθώς και των επιχειρήσεων με τις οποίες αυτή είχε συναλλαγές, απ’ τον οποίο προέκυψαν στοιχεία που στοιχειοθέτησαν, κατά την κρίση των αρμοδίων οργάνων της φορολογικής αρχής, τις αποδοθείσες παραβάσεις.

10. Επειδή, περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε, ειδικότερα, υπόψη του ότι α) η κατάθεση του .................. ενώπιον τελωνειακών υπαλλήλων (του Διευθυντή της ΤΕΔΕΟΕ .................. και του Δ/ντή του Τελωνείου Ηγουμενίτσας ............. ως ανακριτικών υπαλλήλων) περιληφθείσα στην 1156/Β/9-6-1994 πορισματική έκθεση, στην οποία αυτός αναφέρθηκε με ακρίβεια αφενός στα πενήντα οκτώ εικονικά τιμολόγια, μεταξύ των οποίων τα επίμαχα είκοσι, που εκδόθηκαν από την εταιρεία .........................., με αποδέκτη τον ίδιο για ανύπαρκτες συναλλαγές και αφετέρου στον τρόπο περαιτέρω εικονικής διακίνησης του τυποποιημένου ελαιολάδου, στα πλαίσια του οποίου υποχρεώθηκε να διατηρεί υποκατάστημα, ώστε να φαίνεται με την έκδοση εικονικών δελτίων πωλήσεως ότι διέθετε λιανικώς τις αγορασθείσες ποσότητες, παρίσταται αξιόπιστη και δεν μπορεί ν` αμφισβητηθεί από τη μεταγενέστερη γενική και χωρίς αναφορά στα κατατεθέντα αρχικώς περιστατικά ανάκλησής της β) η ανυπαρξία των εν λόγω συναλλαγών και συνακολούθως η εικονικότητα των ανωτέρω τιμολογίων ενισχύεται από τις ως άνω διαπιστώσεις, όπως η υποτιθέμενη διάθεση ελαιολάδου από αγρότες - παραγωγούς είτε ανύπαρκτους, είτε αποβιώσαντες, καθώς και από το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του .... ................ φέρεται να φορτώνεται την ίδια ημερομηνία και με διαφορά μιας ώρας από Αθήνα και από ............... Λακωνίας και θεωρώντας ότι η απαλλαγή των .............. και ..................... των ποινικών τους ευθυνών για τις αποδοθείσες σ` αυτούς αξιόποινες πράξεις δεν δεσμεύει τα διοικητικά δικαστήρια, εφόσον από το σύνολο των προαναφερομένων στοιχείων προκύπτει η εικονικότητα των ως άνω συναλλαγών, έκρινε ότι στοιχειοθετούνται οι αποδοθείσες ως άνω παραβάσεις στην ελεγχομένη εταιρεία, και επομένως, νομίμως της επιβλήθηκαν τα προαναφερθέντα πρόστιμα κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ΚΒΣ το ύψος των οποίων, ενόψει της φύσεως, της βαρύτητας και του μεγάλου αριθμού των παραβάσεων, περιόρισε σε 400.000 δρχ. για την έκδοση κάθε ενός εικονικού τιμολογίου και σε 100.000 δρχ. για την λήψη και καταχώριση κάθε ενός εικονικού τιμολογίου αγοράς αγροτικών προϊόντων. Ενόψει αυτών, το διοικητικό εφετείο κατόπιν εν μέρει αποδοχής της εφέσεως των αναιρεσειόντων μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση.

11. Επειδή, η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου περί στοιχειοθετήσεως των ένδικων παραβάσεων της εταιρίας ...................... της οποίας οι αναιρεσείοντες υπήρξαν ομόρρυθμα μέλη, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Τούτο δε, ειδικότερα, διότι το διοικητικό εφετείο, αφού, ως ώφειλε, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 6, ελευθέρως εκτίμησε συνολικά όλα τα ενώπιόν του εκατέρωθεν προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν επικαλεσθεί οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων α) την υπ’ αριθμ. 204/2002 απόφαση του Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία απηλλάγη ο ... ......................., θεωρώντας με νόμιμη αιτιολογία, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 7, ότι αυτή δεν το δεσμεύει, αλλά και β) τις προαναφερθείσες πορισματικές εκθέσεις της ΤΕ.ΔΕ.Ο.Ε., αφού σχημάτισε πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση, κατέληξε με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία ότι τα ένδικα φορολογικά στοιχεία ήταν εικονικά. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα περί του ότι, εφόσον το ως άνω ποινικό δικαστήριο δεν στήριξε την κρίση του στις εν λόγω πορισματικές εκθέσεις, το διοικητικό εφετείο όφειλε και το ίδιο, συνεκτιμώντας την ως άνω ποινική απόφαση, να μην στηρίξει τη δική του κρίση στις εκθέσεις αυτές, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα περί πλημμέλειας της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που στηρίζεται στην αρχική από 20-1-1993 κατάθεση του ................., η οποία, σύμφωνα με μεταγενέστερη δήλωσή του, αποτέλεσε προϊόν ψυχολογικής πίεσης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, προεχόντως διότι με αυτά πλήσσεται η ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει απ’ την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το διοικητικό εφετείο αιτιολόγησε γιατί πείσθηκε από το περιεχόμενο της αρχικής κατάθεσης του ......................... στηρίζοντας, μεταξύ άλλων, και σε αυτήν την κρίση του περί εικονικότητας των ένδικων φορολογικών στοιχείων, χωρίς, πάντως, η ειδικότερη αυτή αιτιολογία να πλήσσεται με την κρινόμενη αίτηση.


12. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τα εξήντα δυο (62) πρόστιμα των 80.000 δραχμών και τα 21 πρόστιμα των 200.000 δραχμών, ακολούθως δε πρέπει να εξεταστεί η έφεση των αναιρεσειόντων κατά το αναιρούμενο μέρος και να απορριφθεί, ενώ, εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί και κατά τα λοιπά.
Δια ταύτα
Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 483/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά κατά το μέρος που αφορά τα εξήντα δυο (62) πρόστιμα των 80.000 δραχμών και τα 21 πρόστιμα των 200.000 δραχμών, κατά το αιτιολογικό.
Κρατεί την υπόθεση, δικάζει την έφεση των αναιρεσειόντων και την απορρίπτει κατά το μέρος αυτό.
Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά, κατά το αιτιολογικό, και
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Οκτωβρίου 2012.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα


Taxheaven.gr