'Αρειος Πάγος 434/2011

Απαγόρευση της αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση που θεσπίζουν οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ.2 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, όσο και του άρθρου 7 παρ. 2 του Π.Δ 88/1999, αναφέρεται στο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου υποχρεούται ο εργοδότης σε χορήγηση της άδειας και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει στο μισθωτό την ανάπαυση και την ανανέωση των δυνάμεων του, κάθε έτος, για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί, δε, να συναχθεί από τη συγκεκριμένη διάταξη συμπέρασμα ότι στην περίπτωση που δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο αφορά, ο μισθωτός έχει υποχρέωση να δεχτεί την αυτούσια χορήγησή της σε επόμενο έτος, σωρευτικά με την άδεια του έτους εκείνου, μη δικαιούμενος να ζητήσει την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αποζημίωση, λόγω μη χορηγήσεως της αδείας. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος άδειας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής), όμως, για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε.

7 Φεβ 2011

Taxheaven.gr
ΑΡΙΘΜΟΣ 434/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μίμη Γραμματικούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Αθηναίο, Σαράντη Δρινέα, Χριστόφορo Κοσμίδη και Νικόλαο Τρούσα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 18η Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία και της Γραμματέως Αικατερίνης Καραβέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "......................", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Κατσαούνη βάσει δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ 2 Κ.Πολ.Δ.

Του αναιρεσίβλητου:..................... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του......................

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-06-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1360/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3772/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31-03-2009 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Αθηναίος ανέγνωσε την από 25-02-2010 έκθεσή του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού, Αρεοπαγίτη Βασίλειου Λυκούδη με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι δεύτερος τρίτος λόγοι αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρώτος. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητης την απόρριψη, και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στην δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28§ 1 του Συντάγματος, 1§1 και 3 εδ. β, 5 §1 του α.ν. 539/1945, 1§1 στοιχ. ε' της υπ' αρ. 52/1936 Διεθνούς Συμβάσεως "Περί κανονικών κατ' έτος αδειών µετ' αποδοχών" η οποία κυρώθηκε µε το ν.2081/1952, 3 του ν.δ. 3755/1957, µε το οποίο προστέθηκε στην § 1 του άρθρου 5 του α.ν.539/1945, δεύτερο εδάφιο, προκύπτει ότι η εξαίρεση των εργαζομένων σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας από τις διατάξεις του α.ν. 539/1945, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικοί κανονισμοί των επιχειρήσεων αυτών δίνουν το δικαίωμα για ετήσια άδεια µε αποδοχές, διάρκειας τουλάχιστον ίσης προς εκείνη της άδειας που προβλέπεται από τον α.ν. 539/1945,που αναφέρθηκε παραπάνω, δεν επεκτείνεται και στην αυτοτελή και ανεξάρτητη από τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού πρόβλεψη της κύρωσης που θεσπίζεται µε το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957, η οποία έχει τη μορφή αστικής ποινής και αφορά στην υποχρέωση του εργοδότη, ο οποίος αρνήθηκε την χορήγηση στον εργαζόμενο της νόμιμης κατ' έτος αδείας του, μέχρι τη λήξη του αντίστοιχου έτους, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας, προσαυξημένες κατά ποσοστό 100%.Ακόμη, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τη διάταξη της § 1 του άρθρου 4 του ίδιου ως άνω α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 § 15 του Ν.4504/1966, με την οποία ορίζεται ότι "Η χρονική περίοδος χορηγήσε ως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως.

Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ` έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος.
Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνο εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των ο ποίων υφίσταται υποχρέωσις δια την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ` αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού", προκύπτει σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας με προσαύξηση κατά 100%, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ' αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και το συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν, ενώ η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνον στις αποδοχές και όχι και στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (Ολ. ΑΠ 32/2005), η δε προβλεπόμενη στην §1 του άρθρου 4 του ανωτέρω α.ν 539/1945, όπως αυτός συμπληρώθηκε με το άρθρο 3§15 του ν. 4504/1966, υποβολή αίτησης του μισθωτού προς χορήγηση της αδείας του, το πολύ εντός διμήνου από την ημέρα υποβολής της, αποσκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων, μέσα στα οποία υπάρχει η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει αυτή και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον εργαζόμενο του σχετικού δικαιώματός του λήψεως αυτής.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3,174,680, 679 του ΑΚ, μ' εκείνες των άρθρων 8 του ν.2112/1920, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 11 του Α.Ν. 537/1936, 2 §1, 3 §1 και 25 § 2 του Ν.3239/1955 και 5 § 5 του αναφερόμενου και παραπάνω α.ν 539/1945, συνάγεται σαφώς ότι είναι ανίσχυρη η δήλωση του μισθωτού με την οποία παραιτείται από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του.

Η ακυρότητα αυτή αφορά στα ελάχιστα όρια των μισθών και αποζημιώσεων των εργαζομένων που προβλέπονται από το νόμο, τις ΕΣΣΕ ή άλλες κανονιστικές διατάξεις. Εξάλλου, η υπ' αριθ. 93/104/ΕΚ Οδηγία εκδόθηκε µε βάση το άρθρο 118 Α της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ έχουν αντικατασταθεί από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και καθορίζει, σύμφωνα µε το άρθρο 1, παράγραφος 1, τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Το τμήμα ΙΙ της Οδηγίας προβλέπει τα μέτρα που υποχρεούνται να λαμβάνουν τα κράτη µέλη, ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει ελάχιστη περίοδο ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, καθώς και ετήσια άδεια µετ' αποδοχών. Ρυθμίζει επίσης το χρόνο διαλείμματος και την ανώτατη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας.

Όσον αφορά την ετήσια άδεια, το άρθρο 7 της οδηγίας ορίζει τα εξής "1.Τα κράτη µέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζόμενους ετήσια άδεια µετ' αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα µε τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας µετ' αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση µόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης". Το άρθρο 17 της οδηγίας προβλέπει την ευχέρεια παρεκκλίσεων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από διάφορες διατάξεις της οδηγίας αυτής, χωρίς να αναφέρει σχετικώς το άρθρο 7.
Η Οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις 2 Αυγούστου 2004 από την Οδηγία 2003/ 88/ΕΚ της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά µε ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕL 299, σελ. 9).
Το άρθρο 7 της Οδηγίας παρέμεινε αμετάβλητο.
Ταυτόσημη είναι και η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 7 παρ. 2 του Π.Δ. 88/1999, µε το οποίο η άνω οδηγία ενσωματώθηκε στο εσωτερικό µας δίκαιο, σύμφωνα µε την οποία η ελάχιστη περίοδος ετήσιας αδείας µετ' αποδοχών μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση, µόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.
Από τη σαφή γραμματική διατύπωση, αλλά και από το πνεύμα και το σκοπό των παραπάνω διατάξεων, δηλαδή τόσο του άρθρου 7 παρ.2 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, όσο και του άρθρου 7 παρ. 2 του Π.Δ. 88/1999, συνάγεται ότι η απαγόρευση της αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση που θεσπίζει η διάταξη αυτή, αναφέρεται στο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου υποχρεούται ο εργοδότης σε χορήγηση της άδειας και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει στο μισθωτό την ανάπαυση και την ανανέωση των δυνάμεων του, κάθε έτος, για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί, δε, να συναχθεί από τη συγκεκριμένη διάταξη συμπέρασμα ότι στην περίπτωση που δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο αφορά, ο μισθωτός έχει υποχρέωση να δεχτεί την αυτούσια χορήγησή της σε επόμενο έτος, σωρευτικά με την άδεια του έτους εκείνου, μη δικαιούμενος να ζητήσει την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αποζημίωση, λόγω μη χορηγήσεως της αδείας.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. δεύτερο του αυτού νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ 3755/1957, "Επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ' έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξει του έτους καθ` ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργά νου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας ηυξημένας κατά 100%".
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του δικαιώματος άδειας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής), όμως, για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Εφετείο δέχθηκε τα παρακάτω: Ο ενάγων προσελήφθη το έτος 1989 ως έκτακτος υπάλληλος με την ιδιότητα του Προσωπικού Ασφαλείας, από την εναγομένη, η οποία, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν.4468/ 1960, όπως τροποποιήθηκε με το ΠΔ 360/1991 και με τους Ν. 1914/1990 και 1947/1991, εξήλθε μεν από το "Δημόσιο Τομέα", πλην όμως εξακολουθεί να ανήκει στην κατηγορία των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Από το έτος 1991 ο ενάγων μονιμοποιήθηκε, αφού εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό της εναγομένης στη κατηγορία ΓΥ/3 (Προσωπικό Ασφαλείας) στο μισθολογικό κλιμάκιο 10 της βαθμίδας δ' του άρθρου 4 παρ.4,αρ.2 του Γενικού Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού της εναγομένης (Κ.Κ.Π/ Δ.Ε.Η), που θεσπίστηκε με την από 4-10-1973 ΕΣΣΕ, σύμφωνα με την § 5 του άρθρου 7 του Ν.3239/1955,που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β 1274/1973 και κυρώθηκε με το άρθρο 2 του Ν.Δ/τος 210/1974 και επομένως έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, όπως τροποποιήθηκε με την § 3 του Κεφαλαίου Α' της από 28-2-1990 ΕΣΣΕ, που κυρώθηκε με την Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ. Β'277.Έκτοτε δε εξελίχθηκε στους βαθμούς της υπηρεσιακής ιεραρχίας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 12 παρ.2 και 3 του ως άνω Κανονισμού της ΔΕΗ, σε συνδυασμό με τ' αναφερόμενα στα προσκομιζόμενα από την εναγομένη έγγραφα εκδόσεώς της με στοιχεία ΣΟΔΙΔ ΠΙ (1990), παρ. Δ 20.7 και ΜΟΔ 8-3/14-3-1996, προκύπτει ότι ο ενάγων δικαιούταν να λάβει είκοσι πέντε (25) ημέρες άδειας αναψυχής για καθένα των ετών 2002, 2003 και 2004,οι οποίες έπρεπε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, να του χορηγηθούν έως την 1-1-2003,1-1-2004 και 1-1-2005, αντίστοιχα. Αποδεικνύεται δε από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται παραπάνω, ότι ο ενάγων με σχετικές έγγραφες αιτήσεις του είχε ζητήσει και λάβει από την εναγομένη συνολικά δέκα πέντε (15) ημέρες άδειας αναψυχής στο επίδικο χρονικό διάστημα από 23-8-2003 έως 31-8-2003 και από 14-3-2005 έως 27-3-2005. Όπως δε προκύπτει από τα υπ' αριθμούς ΔΑΠΝ 5962/28-3-2003 και ΔΑΠΝ 29469/17-12 -2004 έγγραφα, που ο ενάγων παραδεκτά επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και με τον ίδιο τρόπο επαναπροσκομίζει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο ίδιος είχε ζητήσει να εγκριθεί από την εναγομένη η μεταφορά του υπολοίπου ή και ολόκληρης της σχετικής άδειας του, του έτους 2002 (25 ημέρες) στο έτος 2003, των ετών 2003 (25 ημέρες), 2004 (25 ημέρες) και το υπόλοιπο της αδείας του έτους 2002 (18 ημέρες) στο έτος 2005. Και στα δύο παραπάνω έγγραφα (αιτήσεις-δηλώσεις) ο ενάγων δήλωσε ανεπιφύλακτα ότι θα λάβει αυτούσιες τις άδειες των αντιστοίχων ετών και ότι σε καμία περίπτωση δεν προτίθεται να ζητήσει την καταβολή των αναλόγων αποδοχών του. Οι αιτήσεις δε αυτές του ενάγοντος έγιναν δεκτές από την εναγομένη, όπως συνομολογείται από την ίδια και μεταφέρθηκαν οι αναφερόμενες σ' αυτές ημέρες αδείας του στα αντίστοιχα έτη.

Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις της παρούσας, η ως άνω προβλεπόμενη από τον α.ν. 539/1945 και τις Σ.Σ.Ε. των αντιστοίχων ετών ετήσια (κανονική) άδεια, έπρεπε να χορηγείται στον ενάγοντα οπωσδήποτε μέσα στο έτος το οποίο αφορούσε, µη επιτρεπομένης, ούτε μετά από συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και της εναγομένης-εργοδότριάς του, της μεταφοράς είτε ολόκληρης, είτε μέρους της στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη.

Συνεπώς, η γενόμενη μεταφορά των παραπάνω ημερών άδειας αναψυχής που δεν χορηγήθηκαν στον ενάγοντα, στα επόμενα έτη είναι ανίσχυρη(άκυρη),έστω και αν έγινε με τη συναίνεσή του, κατά τα προαναφερόμενα. Ομοίως άκυρη, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας, είναι και η περιεχόμενη στις παραπάνω δηλώσεις του ενάγοντος παραίτηση αυτού από το δικαίωμα λήψης των αποδοχών αδείας του. Συνακόλουθα, εφόσον αποδεικνύεται κατά τα παραπάνω και συνομολογείται άλλωστε από την εναγομένη, ότι η τελευταία ως εργοδότρια δεν χορήγησε στον ενάγοντα, από το τέλος κάθε έτους στο οποίο αφορούσαν, τις αντίστοιχες ημέρες αδείας του, είναι υποχρεωμένη, κατ'εφαρμογήν των διατάξεων που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση, να καταβάλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας του, μη δυνάμενη να εκπληρώσει την συγκεκριμένη νόμιμη υποχρέωσή της με τη χορήγηση σ' αυτόν αυτούσιων των συγκεκριμένων ημερών της αδείας του, αφού δεν επιτρέπεται η μεταφορά τους σε επόμενο ή μεθεπόμενα έτη, χωρίς να θεωρείται ότι καταβολή των αποδοχών αυτών από την εναγομένη είναι αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του Π.Δ/τος 88/1999 (με το οποίο κατέστη εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία 93/104/ΕΚ), που απαγορεύει την αντικατάσταση της αδείας με χρηματική αποζημίωση εντός του ίδιου έτους το οποίο αυτή αφορά και δεν υποχρεώνει στη χορήγηση αυτής αυτούσιας σε επόμενο ή μεθεπόμενα έτη, χορήγηση, άλλωστε που απαγορεύεται κατά τα προαναφερόμενα. Επιπλέον, η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα τις παραπάνω αποδοχές αδείας προσαυξημένες, κατά ποσοστό 100%, αφού, η µη χορήγησή τους οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια), της εναγομένης, η οποία ήταν υποχρεωμένη, πριν από τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους, να του χορηγήσει τη νόμιμη ετήσια άδειά του, έστω και αν ο ενάγων δεν υπέβαλε την προβλεπόμενη από το άρθρο 4 § 1 του ως άνω α.ν. 539/1945 αίτηση, στην οποία όφειλε να αναφέρει το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο επιθυμούσε να λάβει αυτή, αφού σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, η υποβολή της αίτησης αυτής δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον ενάγοντα του δικαιώματός του για λήψη της άδειας.

Ενόψει των προαναφερομένων κρίνονται απορριπτέοι οι ισχυρισμοί της εναγομένης, τους οποίους παραδεκτά πρόβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επίσης παραδεκτά επαναφέρει προς κρίση ενώπιον του παρόντος, ως αυτοτελείς λόγους της κρινομένης έφεσής της και συγκεκριμένα ως νομικά αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες σ' αυτόν ημέρες άδειας αναψυχής των επιδίκων ετών, καθόσον τούτο απαγορεύεται ρητά από τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Π.Δ/τος 88/1999 (με το οποίο κατέστη εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία 93/104/ΕΚ) και επομένως αυτός ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί την αυτούσια χορήγησή της, κατόπιν μεταφοράς αυτής σε επόμενο ή μεθεπόμενα έτη και ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί αυτής, α) ότι δεν δικαιούται ο ενάγων τις επίδικες αποδοχές αδείας, καθόσον παραιτήθηκε αυτών, με τις αναφερόμενες παραπάνω από 28-3-2003 και 17-12-2004 έγγραφες αιτήσεις-δηλώσεις του, ενώ η μεταφορά των ημερών αδείας που δικαιούνταν σε επόμενα έτη εκείνων που αυτές αφορούσαν έγιναν κατόπιν των ως ιδίων ως άνω αιτήσεων αυτού, και β)ότι δεν δικαιούται (ο ενάγων) την προσαύξηση σε ποσοστό 100% των αποδοχών αδείας του, αφού ουδέποτε υπέβαλε προς αυτή (εναγομένη) έγγραφη αίτηση στην οποία να αναφέρει το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εντός του οποίου επιθυμούσε να λάβει την εκάστοτε νόμιμη ετήσια άδεια του, και κατά συνέπεια ότι η μη χορήγηση των αδειών αυτών δεν οφείλεται σε δική της αμέλεια. Στη συνέχεια, το Εφετείο δέχθηκε ότι η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές αδείας που δεν έλαβε, προσαυξημένες κατά ποσοστό 100%,τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: α) για το έτος 2002 866,80 ευρώ, β)για το έτος 2003, 2.272,78ευρώ γ)για το έτος 2004 2.410,66 ευρώ, απορρίπτοντας τους σχετικούς λόγους έφεσης που άσκησε η αναιρεσείουσα κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία δέχθηκε τα ίδια και επιδίκασε τα ως άνω ποσά από τις εκτεθείσες αιτίες στον αναιρεσίβλητο, προσαυξημένα κατά 100%. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, Α) όσον αφορά την επιδίκαση στον αναιρεσίβλητο των παραπάνω ποσών, δίχως την προσαύξηση, ως αποζημίωση για τη μη χορήγηση της κανονικής του αδείας, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και των άρθρων 7 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, και 7 παρ.2 του Π.Δ 88/1999. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 του K.Πολ.Δ., πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Β) Παραβίασε, όμως, ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του αν.ν. 539/1945 που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/57, και του άρθρου 330 του ΑΚ. Διότι επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο τις αποδοχές αυτές άδειας, προσαυξημένες κατά 100%,λόγω μη χορήγησης των κανονικών αδειών, εντός των ετών 2002, 2003 και 2004, δεχόμενο έτσι πταίσμα (αμέλεια) της αναιρεσείουσας, συνιστάμενο απλώς και μόνο στο ότι δεν χορήγησε την προβλεπόμενη από το νόμο άδεια στον αναιρεσίβλητο, χωρίς όμως να αναφέρει, αν ο αναιρεσίβλητος ζήτησε τις παραπάνω άδειες και η αναιρεσείουσα αρνήθηκε να τις χορηγήσει σ' αυτόν, αλλά κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης ο ίδιος ζήτησε να μη χορηγηθεί η άδεια που δικαιούνταν στο αντίστοιχο έτος, αλλά να μεταφερθεί στο επόμενο έτος. Επομένως είναι βάσιμοι οι αληθώς μόνο από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, δεύτερος και τρίτος, ταυτόσημοι λόγοι αναιρέσεως και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το πιο πάνω κεφάλαιο της, ήτοι κατά το μέρος που αφορά την προσαύξηση 100% της οφειλόμενης άδειας για τα έτη 2002, 2003 και 2004 και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 του Κ.Πολ.Δ.). Ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 176 και 178 παρ.1,183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, εν μέρει, την 3772/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο αυτής.
Παραπέμπει την υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση κατά το άνω κεφάλαιο στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα ο ποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1200)ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Μαρτίου 2011.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Taxheaven.gr