ΠΟΛ.1023/17.1.1997

Κοινοποίηση γνωμοδότησης - Μη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας σε περίπτωση δικαστικής αναστολής πληρωμής



Σχόλια:


17 Ιαν 1997

Taxheaven.gr
Αθήνα 17 Ιανουαρίου 1997
Αριθ.Πρωτ.: 1008130/564-11/0016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η.Π. 22/01/1997/ΑΧ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝ.Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ 16η (Εισ. Δημ. Εσόδων)
ΤΜΗΜΑ Α'

ΠΟΛ.: 1023

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση γνωμοδότησης.

Σας κοινοποιούμε, ως έχει, την αριθ. 582/1996 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε δεκτή από τον κ. Υφυπουργό Οικονομικών.
Με τη γνωμοδότηση αυτή γίνεται δεκτό ότι, σε περίπτωση που με απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, μετά από άσκηση ανακοπής άρθ. 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, κηρύσσεται ανενεργός ο νόμιμος τίτλος, βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση του χρέους (βεβαίωση με τη στενή του όρου έννοια), περιορίζεται δε το οφειλόμενο ποσό, το δε Διοικητικό Εφετείο, μετά από άσκηση έφεσης, ανέστειλε την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης, με το επιχείρημα ότι υπάρχει ταμειακή δυσχέρεια του οφειλέτη προς καταβολή του χρέους του προς το Δημόσιο, ερμηνεύοντας την
αναστολή αυτή ως αναστολή είσπραξης του χρέους, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας. Και τούτο διότι η χορηγηθείσα αναστολή συνίσταται στην έλλειψη πλέον δυνατότητας του Δημοσίου προς είσπραξη της απαίτησης δια μέτρων διοικητικής εκτέλεσης και δεν αναιρεί την υποχρέωση του
οφειλέτη προς πληρωμή, διότι η αναστολή της διοικητικής εκτέλεσης δεν αδρανοποιεί το νόμιμο τίτλο στον οποίο στηρίζεται η οφειλή, ούτε αποτελεί, κατ' άρθρο 26 Ν.1882/1990, τακτοποίηση κατά νόμιμο τρόπο, δηλαδή αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής.

Αρ. Γνωμ. 582/1996

Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται αν είναι δυνατή η χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας (ΑΦΕ) σε οφειλέτη του Δημοσίου, του οποίου τα χρέη τελούν σε αναστολή είσπραξης δυνάμει δικαστικής αποφάσεως.


Με το πιο πάνω ερώτημα τέθηκαν υπόψη μας τα ακόλουθα:


Με την αριθ. 4921/1995 απόφασή του το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, μετά από ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, κήρυξε εν μέρει ανενεργό την αριθ. 690/1988 απόφαση του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΣΧΟΠ) Νομού Θεσσαλονίκης, με βάση την οποία (ως νόμιμο τίτλο) συντάχθηκε σε βάρος της εταιρίας "ΚΥΚΝΟΣ ΑΒΕΕ" ο υπ' αριθ. 1/21.10.1988 χρηματικός κατάλογος από το Πολεοδομικό Γραφείο Λαγκαδά, καθώς και η σχετική 892/31.10.1988 βεβαίωση (με τη στενή του όρου έννοια) της ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης και περιόρισε το οφειλόμενο χρέος από 193.516.230 δρχ. σε 180.578.359 δρχ.
Με την αριθ. 2/1996 απόφαση το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 20 παρ. 3 και 4 του Ν.1868/1989, διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της παραπάνω απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 30 Νοεμβρίου 1995 εφέσεως της
οφειλέτριας εταιρίας.
Ακολούθως, με την υπ' αριθ. 1/1996 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης εν συμβουλίω απορρίφθηκε αίτηση της εταιρίας για ερμηνεία της ως άνω υπ' αρ. 2/1996 αποφάσεως, με το σκεπτικό ότι καμία αμφιβολία δεν γεννάται ως προς το νόημα του διατακτικού της, αφού είναι αυτονόητο ότι η αναστολή αναφέρεται σε όλες τις συνέπειες εκτελέσεως της απόφασης του Πρωτοδικείου και συνεπώς και στην αναστολή εισπράξεως του χρέους. Ερωτάται, κατά συνέπεια, εάν, κατόπιν των ανωτέρω, είναι δυνατή η χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας (ΑΦΕ) στην οφειλέτρια εταιρία. Στο ως άνω ερώτημα η Ολομέλεια του Ν.Σ. Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:

Στις διατάξεις του άρθρ. 26 του Ν.1882/1990 προβλέπονται τα εξής:

"Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται να επιβάλλονται κατά οφειλετών, που δεν έχουν εκπληρώσει τις από οποιαδήποτε αιτία οφειλές τους προς το Δημόσιο, περιορισμοί και απαγορεύεσεις, που ανάγονται στις κάθε φύσεως συναλλαγές, πράξεις ή
ενέργειες αυτών είτε με τους ιδιώτες, είτε με το Δημόσιο, δήμους - κοινότητες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ιδρύματα κάθε κατηγορίας, οργανισμούς, τράπεζες, επιχειρήσεις δημόσιας ή κοινής ωφέλειας και γενικά τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την ισχύουσα νομοθεσία" (παρ. 1). "Η εκπλήρωση των οφειλών προς το Δημόσιο, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος, αποδεικνύεται με αποδεικτικό ενημερότητας, που εκδίδεται από τον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και το οποίο χορηγείται εφόσον ο αιτών έχει καταβάλει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο (αναστολή πληρωμή ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, που χορηγούνται από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα) τις μέχρι τη χρονολογία έκδοσης του αποδεικτικού βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς το Δημόσιο" (παρ. 3).
Εξάλλου, στο άρθρο 20 του Ν.1868/1989 ορίστηκε ότι "οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρ. 8 του Ν.702/1977 αντικαθίστανται ως εξής: "1......... 2.........
3.........4....... Το εφετείο συγκροτούμενο ως συμβούλιο, με τις προϋποθέσεις της παραγρ. 5 του άρθρ. 31 του Π.Δ.341/1978 μπορεί, ύστερα από αίτηση του εκκαλούντος, να αναστείλει με αιτιολογημένη απόφασή του, ολικά ή μερικά, την εκτέλεση της πράξης κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή, όπως τυχόν διαμορφώθηκε με την απόφαση του πρωτοδικείου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την έφεση".
Κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, που απαρτίστηκε από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. Λεων. Παπίδα, από τους Αντιπροέδρους Ν.Σ.Κ. Στ. Αργυρόπουλο και Μιχ. Βεκρή και από τους Νομικούς Συμβούλους Δ. Παπαπετρόπουλο, Α. Κομισόπουλο, Δ. Ράπτη, Β. Κολοβό, Γ. Πατρινέλη, Γ. Παπασωτηρίου, Ν. Πούλο, Θ. Αμπλιανίτη, Δ. Γριμάνη, Χ. Τσεκούρα, Γ. Πουλάκο, Σ. Σκουτέρη, Α. Τζεφεράκο, Κ. Μπακάλη, Θ. Ρεντζεπέρη, Β. Ασημακόπουλο (ψήφοι 19), από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης εν συμβουλίω δεν είχε εκ του νόμου αρμοδιότητα να αναστείλει την εκτέλεση της υπ' αριθ. 4921/1995 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία απέρριψε ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ της Α.Ε. ΚΥΚΝΟΣ. Παρά την έλλειψη αρμοδιότητος, η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης 2/1996 παράγει έννομες συνέπειες, οι οποίες, ως διευκρινίσθηκαν από την υπ' αριθμ. 1/1996 ως άνω απόφαση, συνίστανται στην έλλειψη πλέον δυνατότητας του Δημοσίου προς είσπραξη της απαίτησης, που αφορά η ατομική ειδοποίηση, δια μέτρων διοικητικής εκτέλεσης. Η τοιαύτη, έστω και παρά τις κείμενες διατάξεις, χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης, δεν αναιρεί την υποχρέωση του οφειλέτου προς πληρωμή, διότι η αναστολή της διοικητικής εκτέλεσης δεν αδρανοποιεί το νόμιμο τίτλο, στον οποίο στηρίζεται η οφειλή, ούτε αποτελεί, κατ' άρθρο 26 Ν.1882/1990, "τακτοποίηση κατά νόμιμο τρόπο", δηλ.
αναστολή πληρωμής ή διεκόλυνση τμηματικής καταβολής, που χορηγείται μόνο από τα κατά νόμον αρμόδια όργανα, που είναι, βάσει του Ν.2198/1994 άρθρ. 15 παρ. 15, οι Προϊστάμενοι των ΔΟΥ, η Επιτροπή του άρθρου 15 του Ν.3200/1955 και η Επιτροπή του άρθρου 17 του Ν.5940/1933. Επομένως, για τους ανωτέρω λόγους, κωλύεται η χορήγηση, κατ' άρθρον 26 παρ. 3 Ν.1882/1990, πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας.
Κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, που απαρτίστηκε από τους Νομικούς Συμβούλους Ρ. Αντωνακόπουλο, Α. Σοφό, Κ. Ντούση, Ε. Βολάνη, Π. Κισσούδη, Δ. Λάκκα, Η. Παπαδόπουλο, Γ. Κρόμπα, Ν. Κατσίμπα, Ι. Πράσινο, Ι. Πετρόπουλο, Χ. Παλαιολόγου, Δ. Παπαγεωργόπουλο, Ε. Τριτά, Ι. Μάσβουλα, Ε. Παπαϊσιδώρου (ψήφοι 16) και την άνευ ψήφου γνώμη του εισηγητή Παρέδρου Θεοδ. Ψυχογιού, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρ. 26 Ν.1882/1990 καθίσταται σαφές ότι υφίσταται υποχρέωση της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. προς χορήγηση του αιτούμενου Α.Φ.Ε., μόνο στις περιπτώσεις που το χρέος έχει εξοφληθεί ή τελεί σε αναστολή πληρωμής ή σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, με απόφαση των αρμοδίων κατά νόμο οργάνων.

Πλην όμως, είναι πρόδηλο ότι και στις περιπτώσεις που η αναστολή πληρωμής (εισπράξεως) του χρέους διατάσσεται με δικαστική απόφαση (πρβλ. τις δικαστικές αναστολές του άρθρ. 2 του Ν.820/1978 και άρθρ. 2 παρ. 2 Ν.Δ.4600/1966), η δέσμευση των φορολογικών αρχών ισοδυναμεί πλήρως κατά περιεχόμενο και κατ' αποτέλεσμα με την αναστολή πληρωμής (εισπράξεως), που χορηγείται από τα πιο πάνω διοικητικά όργανα. Ως εκ τούτου και ενόψει της υποχρέωσης της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, είναι σαφές ότι, ανεξάρτητα αν η αναστολή είσπραξης διατάσσεται από το δικαστήριο ή χορηγείται από τη Διοίκηση, η τελευταία υποχρεούται να χορηγήσει στον οφειλέτη αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας.
Αλλωστε, τυχόν αίτηση του οφειλέτη προς τα προαναφερθέντα διοικητικά όργανα για την προς αυτόν χορήγηση αναστολής πληρωμής των χρεών του, θα εστερείτο περιεχομένου, αφού ευλόγως, μετά την επιτευχθείσα δικαστική αναστολή, τέτοια υποχρέωση πληρωμής δεν υφίσταται.
Επί πλέον δε, πρέπει ειδικότερα να επισημανθεί ότι επειδή ασφαλώς, λόγω της χορηγηθείσης αναστολής πληρωμής, το Δημόσιο κωλύεται να προβεί σε λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη του, τούτο επ' ουδενί σημαίνει και ταύτιση της αναστολής πληρωμής προς την αναστολή εκτελέσεως, η οποία αποτελεί απλώς συνέπεια της χορηγηθείσης αναστολής πληρωμής. Συνεπώς, μολονότι είναι σαφές ότι το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης (εν συμβουλίω) δεν είχε αρμοδιότητα, με εφαρμογή του άρθρ. 20 του Ν.1868/1989, να αναστείλει την άνω απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, εν τούτοις, η απόφασή του (2/1996) παράγει έννομες συνέπειες, οι οποίες, όπως διευκρινίστηκαν από την υπ' αριθμ. 1/1996 απόφασή του, συνίστανται στην αδυναμία του Δημοσίου προς είσπραξη της σχετική οφειλής συνεπεία της διαταχθείσης αναστολής είσπραξης. Κατ' ακολουθία δε των όσων προεκτέθηκαν, η πιο πάνω Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να χορηγήσει Α.Φ.Ε. στην οφειλέτρια εταιρία μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της εκκρεμούς εφέσεως της τελευταίας.
Κατά συνέπεια, στο υποβληθέν ερώτημα η Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία υπέρ της αρνητικής απαντήσεως.


Taxheaven.gr