1021545/10299/Β0012/27.6.2008

Εφαρμογή των διατάξεων της περ. θ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε..

27 Ιούν 2008

Taxheaven.gr
ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ


Αθήνα, 27 Ιουνίου 2008
Αριθ. πρωτ.: 1021545/10299/Β0012

ΘΕΜΑ: Εφαρμογή των διατάξεων της περ. θ' της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε..

1.    Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. θ' της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ.3 του άρθρου 9 του ν.3296/2004, από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων εκπίπτουν τα ποσά των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται με ποσοστό 0,5% επί της αναγραφόμενης αξίας στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών προς επιτηδευματίες μετά την αφαίρεση των οριζόμενων από τις ίδιες διατάξεις ποσών. Το ποσό των ως άνω προβλέψεων για κάθε διαχειριστική χρήση, συναθροισμένο με το ποσοστό της πρόβλεψης που έγινε σε προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και η οποία εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσοστό 30% του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού «Πελάτες», όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους χρήσης. Πέραν της σχηματιζόμενης κατά τα ανωτέρω πρόβλεψης, κανένα άλλο ποσό δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Εξαιρετικά, αν σε κάποια διαχειριστική νόηση το ποσό των πράγματι επισφαλών απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα, είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την εφαρμογή του αντίστοιχου ποσοστού πρόβλεψης, το επιπλέον ποσό, που δεν καλύπτεται από τη σχηματισθείσα πρόβλεψη, μπορεί να αποσβεσθεί στη διαχειριστική αυτή χρήση με οριστικές εγγραφές.

Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περ. ζ' του άρθρου 33 του ν.3296/2004 για δαπάνες που πραγματοποιούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά.
Δηλαδή, οι πιο πάνω διατάξεις ισχύουν για αποσβέσεις (δαπάνες) επισφαλών απαιτήσεων που ενεργούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά και ο χρόνος έναρξης ισχύος τους δεν συναρτάται από το χρόνο δημιουργίας της απαίτησης ή του χαρακτηρισμού της ως επισφαλούς.

2.    Όπως είχε γίνει δεκτό από την Διοίκηση πριν από την έναρξη ισχύος του ν.2065/1992, κατά το χρόνο δηλαδή που ίσχυε η απόσβεση των επισφαλών απαιτήσεων υε οριστικές εγγραφές. για να αναγνωρισθεί προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης η απόσβεση επισφαλούς απαίτησης, πρέπει απαραίτητα, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αυτή να είναι πραγματικά επισφαλής και ανεπίδεκτη είσπραξης. Η επισφάλεια και το ανεπίδεκτο της είσπραξης, ως θέμα πραγματικό, κρίνεται από την αρμόδια φορολογούσα αρχή. Μόνο του το γεγονός ότι επιδιώκεται δικαστικώς η είσπραξη μιας απαίτησης, δεν είναι κάτι που αποδεικνύει το αφερέγγυο του οφειλέτη και το αβέβαιο της είσπραξής της, όπως δέχεται στο θέμα τούτο η νομολογία (Σ.τ.Ε. 1078/1982). Στην περίπτωση αυτή, το βάρος της απόδειξης της απαίτησης το φέρνει η επιχείρηση που επικαλείται την απώλεια (αριθ. 1376/1966 και 110/1975 αποφάσεις του Σ.τ.Ε). Η κήρυξη οφειλέτη σε κατάσταση πτωχεύσεως δεν συνεπάγεται ότι και η απαίτηση είναι επισφαλής, εφόσον δεν εξετάσθηκαν και οι λοιπές ειδικές περιπτώσεις από τις οποίες εξαρτάται η πιθανότητα είσπραξης της απαίτησης κατά μέρος ή κατά το όλο (Σ.τ.Ε. 3183/1968). Πάντως, με την εξάντληση όλων των ένδικων μέσων για την είσπραξη επισφαλούς απαίτησης, η επιχείρηση αποκτά ένα σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο, για να αποδείξει ότι η συγκεκριμένη απαίτηση τυγχάνει «ανεπίδεκτος» είσπραξης (1111308/10015/Β0012/16.1.1992)

3.    Από την αίτησή σας προκύπτει ότι ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο των μη μεταλλικών ορυκτών, εμφανίζει στα βιβλία της ποσό πράγματι επισφαλών απαιτήσεων, το οποίο είναι μεγαλύτερο της σχηματισθείσας πρόβλεψης. Οι εν λόγω απαιτήσεις αφορούν συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν πριν την 1.1.2005.

4.    Από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, προκύπτει ότι η υπόψη εταιρεία δύναται να προβεί σε απόσβεση των πιο πάνω επισφαλών απαιτήσεών της κατά το μέρος που δεν καλύπτονται με την εφαρμογή του συντελεστή 0,5% επί των πωλήσεων (σχηματισθείσα πρόβλεψη), εφόσον έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα και έχουν τηρηθεί όσα έχουν γίνει δεκτά από τη Διοίκηση πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ν.2065/1992, διάστημα κατά το οποίο ίσχυε η απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων μέσω οριστικών εγγραφών.


Taxheaven.gr