Προς το περιεχόμενο
  • 0

ΨΑΧΝΩ ΑΠΟΦΑΣΗ Σ.τ.Ε. 1175/92 ΓΙΑ ΕΝΣΤΑΣΗ ΣΕ ΙΚΑ


1960

Ερώτηση

ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΥΝΑΦΕΛΦΟΣ ΑΝ ΕΧΕΙ ΑΠΟΦΑΣΗ Σ.τ.Ε 1175/92 ΟΤΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ

ΑΣΦΑΛΙΣΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΙΚΑ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΥΠ ΟΨΙΝ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΩΝ ΑΤΟΜΩΝ.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

7 απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • 0

Ασφάλιση κοινωνική. Οταν με την προσφυγή προσβάλλεται μία απόφαση

ασφαλιστικού οργάνου, η οποία έχει εκδοθεί κατόπιν ένστασης κατά δύο ή

περισσοτέρων ΠΕΕ, ως ποσό του αντικειμένου της διαφοράς, για το παραδεκτό της

αναίρεσης, λαμβάνεται το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε ΠΕΕ χωριστά.

Καταργείται η παρούσα δίκη ως προς μία ΠΕΕ. ΙΚΑ. Οι μαρτυρίες υπό τη μορφή

υπεύθυνων δηλώσεων ή βεβαιώσεων του ν. 1599/1986 δεν αποτελούν νόμιμα

αποδεικτικά μέσα ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των ασφαλιστικών οργάνων

ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Τα όργανα του

ΙΚΑ οφείλουν να καλέσουν για κατάθεση όσους υπέγραψαν τέτοια έγγραφα και αν

δεν γίνει αυτό τα δικαστήρια ακυρώνουν την προσβαλλόμενη πράξη της ΤΔΕ, για

να τηρηθεί η ανωτέρω διαδικασία. Πότε είναι επιτρεπτή η επίκληση και

προσαγωγή στην κατ΄ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων. Εξέταση μαρτύρων.

Πότε διατάσσεται από το δικαστήριο. Κρίση για το ημερομίσθιο των εργαζομένων.

Εγγραφα που αποδεικνύουν συμφωνία για μειωμένη απασχόληση προσωπικού.

Απαιτείται έγγραφη ατομική συμφωνία. Η συμπλήρωση των αποδείξεων με εξέταση

μαρτύρων εξαρτάται από το δικαστήριο. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την

αριθμ. 1171/1999 ΔΕφΘεσ/κης).

Αριθμός 21/2006

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2005, με την εξής

σύνθεση: Σωτήριος Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του

Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ελένη Δανδουλάκη, Ευθύμιος Αντωνόπουλος,

Σύμβουλοι, Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Πάρεδροι.

Γραμματέας η Μαρία Ιωαννίδου.

Για να δικάσει την από 31 Μαρτίου 2000 αίτηση:

του ................... , κατοίκου Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης (...), ο οποίος

παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Μπελούρη (Α.Μ. 922 Δ.Σ. Θεσ/κης), που τον διόρισε

με πληρεξούσιο,

κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα

(Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Κ. Κηπουρό, Πάρεδρο του Νομικού

Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ΄ αριθμ.

1171/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ε.

Αντωνόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος

ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να

γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Ιδρύματος, ο οποίος ζήτησε την

απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του

δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα

τέλη (υπ΄ αριθμ. 4083630-1/2000 διπλότυπα της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών

Εισπράξεων Θεσσαλονίκης) και το παράβολο (υπ΄ αριθμ. 2053283, 415465/2000

ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 1171/1999

αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία απορρίφθηκε

έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 2549/1998 αποφάσεως του

Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει εν

μέρει δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 265/συν34/22-5-

1997 αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης. Με

την προαναφερόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. είχε απορριφθεί ένσταση του

αναιρεσείοντος κατά των υπ΄ αριθμ. 2619 και 2620/1997 πράξεων επιβολής

εισφορών (Π.Ε.Ε.) καθώς και κατά της υπ΄ αριθμ. 1858/1997 πράξεως επιβολής

πρόσθετης επιβαρύνσεως εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε.). Με τις δύο πρώτες πράξεις

(Π.Ε.Ε.) επεβλήθησαν εισφορές δρχ. 1.626.400 και 6.822.700 αντιστοίχως για

την ασφαλιστική τακτοποίηση μισθωτών που απασχολήθηκαν στην επιχείρηση

(κέντρο διασκεδάσεως) του αναιρεσείοντος κατά το χρονικό διάστημα από

10-6-1996 έως 30-9-1996, και με την τρίτη (Π.Ε.Π.Ε.Ε.) πρόσθετη επιβάρυνση

δρχ. 3.411.350 λόγω μη καταχωρίσεως ωρισμένων από αυτούς στις καταστάσεις

προσωπικού.

3. Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 3 του Π.Δ. 18/1989 (Α 8), όπως είχε

αντικατασταθεί από το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 2721/1999 (Α 112) ορίζοντο τα

εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης όταν το ποσό της διαφοράς

που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 500.000

δραχμές. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με προεδρικό διάταγμα, που

εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της Ολομέλειας

του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ΄ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση

αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από το παραπάνω ποσό, όταν με το

εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται από το διάδικο ότι η επίλυση της διαφοράς

έχει γι΄ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που

δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης. Προκειμένου για διαφορές από

ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα

και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό της εισφοράς, φόρου

κ.λπ. χωρίς προσαυξήσεις και προσθέτους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του

Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων έχουν

εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας

απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον

ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου

δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας

του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς. Όταν η αίτηση

αναιρέσεως ασκείται από την διάδικο διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο

δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενό τους Υπουργό, το εν λόγω σημείωμα

συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως».

Περαιτέρω, στο άρθρο 52 παρ. 1 και 2 του ως άνω ν. 2721/1999 ορίζονται τα

ακόλουθα: «1. Οι διατάξεις των άρθρων 29 έως και 31 και 33 έως και 37 του Δ

Κεφαλαίου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις και ισχύουν από

16.9.1999. 2. Στις εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις

αναιρέσεως, με αντικείμενο της διαφοράς κατώτερο από 500.000 δραχμές,

εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 έως 8 του άρθρου 12 του

ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α). Ο αναιρεσείων μπορεί, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60)

ημερών από τις 16.9.1999, να προβάλει με υπόμνημα ότι η επίλυση της εκκρεμούς

διαφοράς έχει ευρύτερες για αυτόν οικονομικές επιπτώσεις, που δικαιολογούν τη

συνέχιση της δίκης. Στην περίπτωση αυτή, η υπόθεση εισάγεται υποχρεωτικά για

συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, ο οποίος και

αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι περίπτωση να καταργηθεί η δίκη». Ακολούθως, με

το ν. 2944/2001 (Ε.τ.Κ. Φ.Ε.Κ. Α 222) αυξήθηκε το ανωτέρω όριο των 500.000

δραχμών. Ειδικότερα, με το άρθρο 5 θεσπίστηκε ως πάγια ρύθμιση το απαράδεκτο

της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς, που άγεται

ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι κατώτερο από 2.000.000 δραχμές.

Εξ άλλου, με το άρθρο 10 του προαναφερθέντος ν. 2944/2001 ορίζεται ότι: «1.

Οι διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5 και 8 του παρόντος καταλαμβάνουν και τις

εκκρεμείς υποθέσεις. 2. …3. Επί αιτήσεων αναιρέσεως με αντικείμενο της

διαφοράς κατώτερο από δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές, που έχουν ασκηθεί

ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος

νόμου αλλά δεν έχουν συζητηθεί, εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στις

παραγράφους 6 έως 8 του άρθρου 12 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α). Ο αναιρεσείων

μπορεί, μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την έναρξη ισχύος του

νόμου αυτού, να προβάλει με υπόμνημα ότι η επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς

έχει γι΄ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις, που

δικαιολογούν τη συνέχιση της δίκης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται

υποχρεωτικά για συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, ο

οποίος και αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι περίπτωση να καταργηθεί η δίκη». Εξ

άλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2298/1995, στις οποίες

παραπέμπουν η παράγραφος 2 του άρθρου 52 του ν. 2721/1999, καθώς και η

παράγραφος 3 του άρθρου 10 του ν. 2944/2001, που έχουν παρατεθεί ανωτέρω «1.

… 6. Εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δίκες ενώπιον του

Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσεων αναίρεσης, οι οποίες έχουν ασκηθεί

από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και αφορούν διαφορές από

φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, ασφαλιστικές εισφορές, πρόστιμα

και λοιπές κυρώσεις, καταργούνται αυτοδικαίως, εφόσον το αντικείμενο της

διαφοράς είναι κατώτερο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές. Ως

αντικείμενο της διαφοράς νοείται το αμφισβητούμενο ενώπιον του Συμβουλίου της

Επικρατείας ποσόν χωρίς προσθέτους φόρους και προσαυξήσεις. 7. Για να

διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της προηγούμενης

παραγράφου, η διάδικος διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με

μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου υποβάλλει στο Συμβούλιο της

Επικρατείας σημείωμα για το ποσόν της διαφοράς, όπως ορίζεται στο δεύτερο

εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου. 8. Για την κατάργηση της δίκης, σύμφωνα

με την παράγραφο 6, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του προέδρου του οικείου

σχηματισμού του δικαστηρίου. 9. …». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων των

Ν. 2298/95, 2721/99 και 2944/2001, όταν με την προσφυγή προσβάλλεται μία μεν

απόφαση ασφαλιστικού οργάνου (Τ.Δ.Ε.), η οποία όμως έχει εκδοθεί κατόπιν

ενστάσεως που εστρέφετο κατά δύο ή περισσοτέρων πράξεων επιβολής εισφορών, ως

ποσό του αντικειμένου της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της

Επικρατείας, από το ύψος του οποίου εξαρτάται η κατάργηση ή μη της δίκης,

λαμβάνεται το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πράξη επιβολής εισφορών

χωριστά (πρβλ. ΣΕ 3595/1999 επταμ. 1146/2000 επταμ. 2784/2000, 1462/2005

Ολομ.).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το συνολικό ποσό της διαφοράς που έχει

αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι ανώτερο των 2.000.000 δρχ. Όπως όμως

προκύπτει από το υπ΄ αριθμ. 2855/6-2-2003 σημείωμα του Υποκαταστήματος ΙΚΑ

Νεαπόλεως προς το Δικαστήριο, το ποσό που αμφισβητείται στην παρούσα δίκη, ως

προς την υπ΄ αριθμ. 2619/1997 Π.Ε.Ε. είναι κατώτερο των 2.000.000 δρχ. ήτοι:

1.629.400 δρχ. Συνεπώς, εν όψει των όσων έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη

και δεδομένου ότι η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 3-4-2000 και ήταν εκκρεμής

στις 8-10-2001, ο δε αναιρεσείων δεν υπέβαλε μέχρι τις 8-1-2002 υπόμνημα για

συνέχιση της δίκης, η παρούσα δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη ως προς την

υπ΄ αριθμ. 2619/1997 ΠΕΕ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 3 του Ν.

2944/2001.

5.Επειδή, ως προς τις λοιπές πράξεις η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς

και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.

6. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρ. 26 παρ. 9 του ΑΝ 1846/51

(Α 179), όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρ. 7 παρ. 3 του Ν.Δ.

4104/60 (Α 147) και το αρ. 20 παρ. 2 του ν. 1469/1984 (Α 111), της παρ. 11

του ιδίου άρθρου και των άρθρων 23 έως 26 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του

Ι.Κ.Α. [ΑΥΕ 55575/Ι.479/1965-Β΄ 816], εάν μεν ο εργοδότης τηρεί προσηκόντως

τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές και εν γένει εκπληρώνει

όλες τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από αυτές για την ασφάλιση του

προσωπικού που απασχολεί, τα ελεγκτικά όργανα του Ι.Κ.Α. φέρουν πλήρως το

βάρος της αποδείξεως ότι τα ασφαλιστικά δεδομένα που προκύπτουν από τα

τηρούμενα από τον εργοδότη στοιχεία είναι εικονικά. Αντιθέτως, εάν ο

εργοδότης δεν τηρεί τις υποχρεώσεις αυτές, τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α.,

μπορούν, προκειμένου να αποδειχθούν ο αριθμός των προσώπων που υπάγονται στην

ασφάλιση, το είδος και ο χρόνος της απασχολήσεως και το ύψος των αποδοχών, να

προσδιορίσουν τις καταβλητέες εισφορές βάσει των κατά την κρίση τους

στοιχείων που προκύπτουν από την ασφαλιστική σχέση [πρβλ. ΣτΕ 3188/1994,

2669/92, 1458/91 κ.α.]. Εξάλλου, στο άρθρο 26 παρ. 8α του αν.ν. 1846/1951

(179 Α), όπως η παράγραφος αυτή προσετέθη με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.δ.

4104/1960 (147 Α), οριζόταν στο ε εδάφιο, όπως το εδάφιο αυτό είχε

αντικατασταθεί από την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ν. 1469/1984 (111 Α)

ότι: «Ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στις καταστάσεις προσωπικού, που

προβλέπονται από την επόμενη παράγραφο, τους μισθωτούς του με τα ακριβή

στοιχεία απασχόλησης και αμοιβής μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από τις

σχετικές διατάξεις και το αργότερο ως τη λήξη της προθεσμίας καταβολής των

αντίστοιχων εισφορών. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 2 του

Ν. 825/1978 καθώς και των διατάξεων του επόμενου εδαφίου, σε περίπτωση μη

καταχώρησης μισθωτών στις ανωτέρω καταστάσεις μέσα στην προθεσμία καταβολής

των αντίστοιχων εισφορών ή καταχώρησης αυτών με ανακριβή στοιχεία απασχόλησης

και αμοιβής, πλην των λοιπών συνεπειών, που προβλέπονται από το νόμο αυτόν ή

άλλους νόμους, ο εργοδότης επιβαρύνεται με εφάπαξ ποσό εισφορών ίσο με το 50%

των οφειλόμενων εισφορών…». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των

άρθρων 121 παρ. 1 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (Α.Υ.Ε. 55575/1965, Β΄

816) αρ. 3 παρ. 11 του από 11.5/26.6.1954 Β. Διατάγματος (Α 134) και 43, 44,

49 παρ. 2 και 50 του π.δ. 341/1978 (Α΄ 71) προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία

κρίσεως οποιουδήποτε ασφαλιστικού ζητήματος ενώπιον των οργάνων του Ι.Κ.Α,

λαμβάνονται νομίμως υπ΄ όψη μόνο οι μαρτυρίες προσώπων που κατέθεσαν ενώπιον

των οργάνων αυτών, κατά δε τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων,

όταν δικάζουν επί διαφορών του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 702/1977 (Α΄

268), λαμβάνονται υπ΄ όψη τόσο οι ανωτέρω μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες

αποτελούν στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, όσο και οι μαρτυρίες που

λαμβάνονται κατά τα άρθρα 49 και 50 του π.δ. 341/1978. Συνεπώς, μαρτυρίες υπό

τη μορφή υπευθύνων δηλώσεων ή βεβαιώσεων του ν.δ. 105/1969 ή του ν. 1599/1986

δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των

ασφαλιστικών οργάνων του Ι.Κ.Α. ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των

διοικητικών δικαστηρίων (ΣτΕ 1175/1992). Ωστόσο, τα όργανα του Ι.Κ.Α, αν

υποβληθούν ενώπιόν τους τέτοιες υπεύθυνες δηλώσεις ή βεβαιώσεις, οφείλουν να

καλέσουν για κατάθεση αυτούς που υπέγραψαν τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις αυτές,

προκειμένου οι μαρτυρίες τους να αποτελέσουν νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Εξ

άλλου, τα διοικητικά δικαστήρια, επιλαμβανόμενα προσφυγής, αν διαπιστώσουν

ότι ο προσφεύγων είχε υποβάλει ενώπιον των οργάνων του Ι.Κ.Α. σχετικές

δηλώσεις ή βεβαιώσεις και τα όργανα αυτά δεν είχαν ακολουθήσει την ως άνω

διαδικασία, οφείλουν να ακυρώσουν την προσβαλλομένη απόφαση της Τοπικής

Διοικητικής Επιτροπής και να αναπέμψουν την υπόθεση σ΄ αυτήν, προκειμένου να

καταθέσουν ενώπιόν της αυτοί που υπέγραψαν τις άνω δηλώσεις ή βεβαιώσεις,

έτσι ώστε η μαρτυρία τους να αποτελέσει νόμιμο αποδεικτικό μέσο για την

επίλυση της διαφοράς (ΣτΕ 1049/1993, 1175/1992, 116/1991, 2390/1991,

3218/1990, 1007/1989 κ.ά). Τέλος, κατ΄ άρθρο 172 του εν προκειμένω

εφαρμοστέου ΚΦΔ (πδ 331/1985, Α 116), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται

και επί των σε δεύτερο βαθμό εκδικαζομένων διαφορών του αρ. 7 του ν. 702/77

(Α 268), δυνάμει της παρ. 2 του αρ. 8 του νόμου τούτου (όπως αυτό

αντικαταστάθηκε δια της παρ. 2 του αρ. 20 του ν. 1868/1989, Α 230) ορίζεται

ότι «Στην κατ΄ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων

αποδεικτικών μέσων, μόνον όμως για πραγματικούς ισχυρισμούς που προβάλλονται

για πρώτη φορά, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Αυτεπαγγέλτως όμως το

δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να συμπληρωθούν οι αποδείξεις,

οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 95. Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρ.

50 του πδ 341/1978 (Α 71) «Το δικαστήριον εις εξαιρετικάς περιπτώσεις δύναται

αυτεπαγγέλτως ή τη αιτήσει τινός των διαδίκων να διατάσση την εξέτασιν

μαρτύρων, πλην των περιπτώσεων κατά τας οποίας αποκλείεται επί ωρισμένων

θεμάτων ή σχέσεων ή δια μαρτύρων απόδειξις, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των

άρθρων 152 έως 157 του Κωδ. Φορολογ. Δικονομίας», ενώ σύμφωνα με το αρ. 51

του ίδιου πδ «όταν η δια μαρτύρων απόδειξις αποκλείεται δεν επιτρέπεται και η

δια δικαστικών τεκμηρίων». Τέλος, σύμφωνα με τα αρ. 152 και 153 του ΚΦΔ, «1.

Το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να διατάξει αυτεπαγγέλτως ή

ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, την εξέταση μαρτύρων…2. Η

απόφαση για την εξέταση μαρτύρων πρέπει…να αιτιολογεί ειδικά την ανάγκη για

την εξέταση τους» (αρ. 152), «Ο διάδικος που προτείνει την εξέταση μαρτύρων

οφείλει να προσδιορίζει και τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία αυτοί θα

εξεταστούν, να αναφέρει επίσης τα ονοματεπώνυμά τους, την κατοικία και τη

διεύθυνσή τους, και να βεβαιώνει ότι οι προτεινόμενοι δεν τελούν σε σχέση ή

κατάσταση, εξαιτίας των οποίων μπορεί να εξαιρεθεί ο μάρτυρας ή να απαλλαγεί

από τη μαρτυρία» (αρ. 153).

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την

αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων διατηρούσε κατά το έτος 1996 κέντρο

διασκεδάσεως με μουσική στο Σταυρό Θεσσαλονίκης. Κατά τον έλεγχο που

διενεργήθηκε στις 5/2/1997 από υπάλληλο του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Σταυρού

Θεσσαλονίκης, διαπιστώθηκε ότι ο ανωτέρω αφενός μεν δεν είχε καταβάλει στο

ΙΚΑ εισφορές για την ασφαλιστική τακτοποίηση του απασχοληθέντος στην

επιχείρησή του προσωπικού κατά το από 10-6-1996 έως 30-9-1996 χρονικό

διάστημα, αφετέρου δε δεν είχε καταχωρίσει στις μισθολογικές καταστάσεις

ορισμένο από το προσωπικό αυτό ή το είχε καταχωρήσει με ανακριβή ως προς το

χρόνο απασχολήσεως και τις αποδοχές του στοιχεία. Με βάση τις διαπιστώσεις

αυτές επιβλήθηκαν σε βάρος του αναιρεσείοντος, με τις υπ΄ αρ. 2619 και

2620/5-2-1997 πράξεις του παραπάνω Υποκαταστήματος, εισφορές από 1.629.400

και 6.822.700 δρχ. αντίστοιχα, ενώ με την υπ΄ αρ. 1858/5-2-1997 πράξη του

ίδιου Υποκαταστήματος επιβλήθηκε σε βάρος του και πρόσθετη επιβάρυνση

εισφορών από 3.411.350 δρχ. Ειδικότερα, η πρώτη από τις πράξεις αυτές (υπ΄

αρ. 2619/5-2-1997) συντάχθηκε βάσει των μισθολογικών καταστάσεων που

προσκόμισε στο ΙΚΑ ο αναιρεσείων και αφορά στην ασφαλιστική τακτοποίηση 31

συνολικά μισθωτών, από τους οποίους α) οι 14 (.........) από 2 ημέρες ο

καθένας κατά τον Ιούλιο του 1996 (πλην του ....... , ο οποίος απασχολήθηκε

επί 17 ημέρες από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους), έναντι

των αναφερομένων στην πράξη αποδοχών, β) οι 8 (......) για 30, 30, 25, 51,

20, 30, 21 και 15 ημέρες ο καθένας από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του

1996, έναντι των αναφερομένων στην πράξη αποδοχών και γ) οι υπόλοιπες 9 (...)

από 3 ημέρες η καθεμία τον Ιούλιο του ίδιου έτους, έναντι των αναφερομένων

στην πράξη αποδοχών. Η δεύτερη από τις προαναφερόμενες πράξεις (υπ΄ αρ.

2620/5-2-1997), συντάχθηκε βάσει των πινάκων εβδομαδιαίας αναπαύσεως και ωρών

εργασίας προσωπικού, που υπογράφονται από τον αναιρεσείοντα και θεωρήθηκαν

από τον αρμόδιο Επιθεωρητή Εργασίας, καθώς και άλλων εγγράφων της

Υποδιευθύνσεως Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης και αφορά στην ασφαλιστική τακτοποίηση

23 από τους προαναφερθέντες από τους οποίους α) οι 14 πρώτοι απασχολήθηκαν

κατά την περίοδο Ιουνίου – Αυγούστου 1996 από 59 ημέρες ο καθένας, πλην των

..........., οι οποίοι απασχολήθηκαν 58 και 49 ημέρες ο καθένας αντιστοίχως

και β) οι 9 ρωσίδες χορεύτριες – καλλιτέχνιδες, οι οποίες απασχολήθηκαν κατά

την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 1996 από 31, 28, 30, 30, 29, 29, 28, 31 και

31 ημέρες αντιστοίχως η καθεμία. Με την ένσταση που άσκησε ο αναιρεσείων

ενώπιον της ΤΔΕ κατά των προαναφερομένων πράξεων ισχυρίσθηκε ότι οι ως άνω 14

εργαζόμενοι απασχολήθηκαν στην επιχείρηση του μόνον κατά τις 6 και 7 Ιουνίου

1996 και στη συνέχεια απολύθηκαν (πλην του .................... , ο οποίος

απασχολήθηκε επί 17 ημέρες συνολικά), γιατί δεν είχαν αφιχθεί έγκαιρα στην

Ελλάδα οι ρωσίδες χορεύτριες και ως εκ τούτου το κατάστημά του, παρέμενε

κλειστό από 17-6-1996 έως 16-7-1996, ότι από λάθος του λογιστή του δεν

δηλώθηκε έγκαιρα στο ΙΚΑ η διακοπή της εργασίας των παραπάνω εργαζομένων,

μολονότι αυτοί είχαν κανονικά δηλωθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας και το ΙΚΑ,

ότι μετά την άφιξη του ξένου συγκροτήματος (ρωσίδες χορεύτριες) στην Ελλάδα

(16/7/1996) και την επανάληψη της λειτουργίας του κέντρου (27-7-1996) οι

παραπάνω εργαζόμενοι αντικαταστάθηκαν από άλλους και συγκεκριμένα από τους

αναφερόμενους στην υπ΄ αρ. 2619/5-2-1997 ΠΕΕ 8 μουσικούς (...... κλπ), καθώς

και ότι οι ρωσίδες χορεύτριες απασχολήθηκαν από 27-7-1996 έως 10-9-1996 μόνον

δύο φορές την εβδομάδα (Παρασκευές και Σάββατα), δηλ. συνολικά επί 12 ημέρες,

με την αναφερόμενη στις οικείες σύμβαση αμοιβή των 5.500 δρχ. και όχι των

13.580 δρχ την ημέρα, όπως θεώρησαν τα όργανα του ΙΚΑ.

Η ένσταση όμως αυτή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε με την υπ΄ αρ.

265/συν34/22-5-1997 απόφαση της ΤΔΕ ως αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο

αναιρεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου

Θεσσαλονίκης. Η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή ως προς ένα από τους

απασχοληθέντες μισθωτούς (.................), ως προς τον οποίο εκρίθη ότι

απασχολήθηκε μόνο κατά τον μήνα Ιούνιο του 1996, και απερρίφθη κατά τα λοιπά.

Έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως απορρίφθηκε με την

αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφού εξετίμησε α) τα προγράμματα εργασίας

που υπεγράφησαν από τον ίδιο ως προς τις ημέρες αναπαύσεως του προσωπικού που

αναφερόταν στις ΠΕΕ και στην ΠΕΠΕΕ και ως προς τον μισθό που κατεβλήθη στις

χορεύτριες, β) το ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνυόταν η μερική

απασχόληση του ίδιου προσωπικού, αφού δεν είχαν συνταχθεί οι προβλεπόμενες

από το άρθρο 38 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 (Α΄ 101) έγγραφες σχετικές ατομικές

συμφωνίες γ) το ότι οι υπεύθυνες δηλώσεις του Ν. 1599/1986 του ίδιου

προσωπικού που επικαλέσθηκε και προσεκόμισε πρωτοδίκως ο αιτών για την

απόδειξη του χρόνου απασχολήσεώς του δεν μπορούν να ληφθούν υπ΄ όψη ως μη

νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δ) ότι το αναγραφόμενο στις συμβάσεις εργασίας

των αλλοδαπών χορευτριών ως αμοιβή ποσό, καθώς και το αναγραφόμενο σε εννέα

γραμμάτια συστάσεως παρακαταθήκης ποσό, τα οποία ο αιτών επικαλέσθηκε και

προσεκόμισε πρωτοδίκως, δεν αποτελούσαν τον ημερομίσθιο των χορευτριών, αλλά

εγγύηση για την παλλινόστησή τους, έκρινε ότι το αναγραφόμενο στις ΠΕΕ και

την ΠΕΠΕΕ προσωπικό απασχολήθηκε πράγματι στην επιχείρησή του κατά τον

αναφερόμενο στις πράξεις αυτές χρόνο και με τις αποδοχές που αναφέρονται σ΄

αυτές.

7. Επειδή, προβάλλεται κατ΄ αρχήν ότι κατ΄ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου

δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη ότι το ποσό των 5.500 δρχ. που αναγραφόταν στις

συμβάσεις εργασίας των αλλοδαπών χορευτριών δεν αποτελούσε το ημερομίσθιό

τους, παρά το ότι οι συμβάσεις αυτές έφεραν την υπογραφή των μερών και είχαν

κατατεθεί σε Δημόσια αρχή (Διεύθυνση Αλλοδαπών). Ο λόγος αυτός είναι

απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το δικάσαν εφετείο για να καταλήξει στην κρίση

του ότι το ποσόν των 5.500 δρχ. δεν αποτελούσε το ημερομίσθιο των χορευτριών,

εξετίμησε αφενός τα προγράμματα εργασίας που υπεγράφησαν από τον

αναιρεσείοντα και θεωρήθηκαν από την οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, όπου

ανεγράφετο ως ημερομίσθιο το ποσό των 13.580 δρχ. στα οποία προσέδωσε μείζονα

βαρύτητα (ΣΕ 2401/1994) και αφετέρου και τις επικαλούμενες από αυτόν

συμβάσεις εργασίας και τα γραμμάτια του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων,

που αφορούσαν, κατά την κρίση του, την εγγύηση παλλινοστήσεως.

8. Επειδή, ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

περιέχει αντιφατική αιτιολογία εφόσον αξιώνει για την απόδειξη της μειωμένης

απασχολήσεως του προσωπικού την ύπαρξη σχετικών ατομικών συμφωνιών παρά το

ότι υπάρχουν γραπτές ενυπόγραφες συμβάσεις κατατιθέμενες σε δημόσια αρχή,

προβάλλεται επίσης αβασίμως διότι, η αναιρεσιβαλλόμενη δέχθηκε ότι ο

αναιρεσείων δεν προσεκόμισε τις προβλεπόμενες από το άρθρο 38 παρ. 1 Ν.

1892/1990 ατομικές συμφωνίες, για να αποδείξει την μειωμένη απασχόληση του

προσωπικού, όπως, άλλωστε υπεχρεούτο (ΣΕ 3188/1994).

9. Επειδή, περαιτέρω, ως προς τις προσκομισθείσες από αυτόν υπεύθυνες

δηλώσεις του Ν. 1599/1986 του απασχοληθέντος προσωπικού, ο αναιρεσείων

προβάλλει ότι με μη νόμιμη αιτιολογία η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τις

απέρριψε ως μη νόμιμα αποδεικτικά μέσα, ενώ ώφειλε να τις δεχθεί τουλάχιστον

ως τεκμήρια. Περαιτέρω, δε προβάλλεται ότι ως προς ορισμένους από τους

απασχοληθέντες δεν ελήφθησαν υπόψει οι καταθέσεις τους ενώπιον της ΤΔΕ, όπου

παρευρέθησαν και επιβεβαίωσαν το περιεχόμενο των υπευθύνων δηλώσεών τους. Και

ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και κατά τα δύο σκέλη του: ως προς μεν το

πρώτο διότι, οι υπεύθυνες δηλώσεις του Ν. 1599/86 δεν συνιστούν, όπως

ανεφέρθη σε προηγούμενη σκέψη, νόμιμα αποδεικτικά μέσα καθ΄ εαυτές, και

συνεπώς, δεν μπορούν να ληφθούν υπ΄ όψει ούτε ως δικαστικά τεκμήρια (ΣΕ

1254/1991 7μ, 542/1998, 1295/1999) ούτε και προβάλλεται άλλωστε ότι ο

αναιρεσείων είχε επικαλεσθή ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας ότι οι εν λόγω

υπεύθυνες δηλώσεις είχαν προσκομισθεί ενώπιον του ασφαλιστικού οργάνου του

Ι.Κ.Α. Ως προς το δεύτερο σκέλος, διότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε

προβληθεί ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας με προσαγωγή και επίκληση της

καταθέσεως ενώπιον της ΤΔΕ (ΣΕ 4110/2001, 4764/1998) αλλά προβάλλεται

απαραδέκτως το πρώτον κατ΄ αναίρεση και δι΄ αναφοράς σε μη διαδικαστικό

έγγραφο (πρακτικά ΤΔΕ).

9. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η απόφαση του διοικητικού εφετείου είναι

αναιρετέα, διότι απέρριψε σιγή το αίτημα του αναιρεσείοντος να εκδοθεί

προδικαστική απόφαση για να εξετασθεί το προσωπικό που αναφέρεται στις

πράξεις των οργάνων του ΙΚΑ ως μάρτυρες. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος,

διότι, όπως προκύπτει το εν λόγω αίτημα του αναιρεσείοντος υπεβλήθη το πρώτον

με υπόμνημα κατατεθέν μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του

δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και όχι προαποδεικτικώς κατ΄ άρθρο 42 του Π.Δ.

341/1978 (ΣΕ 3773/1998), στη κρίση δε του δικαστηρίου απέκειτο κατ΄ αρχήν, να

διατάξει ή μη τη αναπλήρωση των αποδείξεων με εξέταση μαρτύρων. 10. Επειδή,

δεν προβάλλεται άλλος λόγος, η αίτηση είναι απορριπτέα κατά το εξασφαλισμένο

μέρος της.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Κηρύσσει τη δίκη κατηργημένη κατά το μέρος που αφορά την υπ΄ αριθμ.

2619/1997 πράξη επιβολής εισφορών του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Σταυρού

Θεσσαλονίκης.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την κρινόμενη αίτηση.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Ασφάλιση κοινωνική. ΙΚΑ. Η πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών έχει

παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια επιβολή εισφορών για την

ασφαλισιτκη τακτοποίηση του εργαζομένου. Στη δίκη που έχει ως αντικείμενο τη

νομιμότητα της πράξης επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών το δικαστήριο

νομίμως στηρίζει την κρίση του στην απόφαση που αφορα στην κύρια ασφαλιστική

υποχρέωση του εργοδότη, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξης

επιβολής εισφορών. Μαρτυρίες υπό τη μορφή υπευθύνων δηλώσεων δεν αποτελούν

νόμιμα αποδεικτικά μέσα ούτε ενώπιον των ασφαλιστικών οργάνων ούτε ενώπιον

των δικαστηρίων και νομίμως το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτές. Το

δικαστήριο της ουσίας έχει ευχέρεια και όχι υποχρέωση να διατάξει τη

συμπλήρωση των αποδείξεων. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ.

54/1999 ΔΕφΘεσ/κης).

Αριθμός 3762/2005

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2003 με την εξής

σύνθεση : Π. Χριστόφορος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε

αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Δ. Μαρινάκης, Ι.

Μαντζουράνης, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Χ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η

Μ. Ιωαννίδου.

Για να δικάσει την από 17 Νοεμβρίου 1999 αίτηση :

της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "...... .......... .... ....",

που εδρεύει στην ......... (οδός .......... αρ. .), η οποία παρέστη με τον

δικηγόρο Χρήστο Ανδριανάτο (Α.Μ. 1415), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), το οποίο παρέστη με την

Ευτυχία Κασσωμένου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η 54/1999

απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ι.

Μαντζουράνη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο

οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και

ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του αναιρεσιβλήτου

Ιδρύματος, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του

δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχουν

καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (διπλότυπα 2792955-6/1999 της ΔΟΥ

Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Θεσσαλονίκης και Α 1896052/1999 ειδικό

γραμμάτιο παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της 54/1999 οριστικής αποφάσεως του

Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκδοθείσης κατόπιν της 841/1997

προδικαστικής του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της

αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της 3969/1991 αποφάσεως του Διοικητικού

Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί

προσφυγή της εταιρίας αυτής, κατά της 353/συν. 29/14.3.1989 αποφάσεως της

Τ.Δ.Ε. του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, απορριπτικής ενστάσεως της

ιδίας κατά της 1904/31.5.1988 Πράξης Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης εισφορών

(ΠΕΠΕΕ) του ίδιου Υποκαταστήματος, με την οποία επιβλήθηκαν στην εταιρία

πρόσθετες εισφορές κατόπιν εκδόσεως της 63738/1988 πράξης επιβολής εισφορών

(ΠΕΕ) λόγω μη ασφαλιστικής τακτοποίησης εργαζομένων στην επιχείρηση της

αιτούσης.

2. Επειδή, στο άρθρο 26 παρ. 8α του αν.ν. 1846/1951 (179 Α), όπως η

παράγραφος αυτή προσετέθη με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.δ. 4104/1960 (147

Α), οριζόταν στο ε εδάφιο, όπως το εδάφιο αυτό είχε αντικατασταθεί από την

παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ν. 1469/1984 (111 Α) ότι : «Ο εργοδότης

υποχρεούται να καταχωρεί στις καταστάσεις προσωπικού, που προβλέπονται από

την επόμενη παράγραφο, τους μισθωτούς του με τα ακριβή στοιχεία απασχόλησης

και αμοιβής μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις και

το αργότερο ως τη λήξη της προθεσμίας καταβολής των αντίστοιχων εισφορών. Με

την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 2 του Ν. 825/1978 καθώς και

των διατάξεων του επόμενου εδαφίου, σε περίπτωση μη καταχώρησης μισθωτών στις

ανωτέρω καταστάσεις μέσα στην προθεσμία καταβολής των αντίστοιχων εισφορών ή

καταχώρησης αυτών με ανακριβή στοιχεία απασχόλησης και αμοιβής, πλην των

λοιπών συνεπειών, που προβλέπονται από το νόμο αυτόν ή άλλους νόμους, ο

εργοδότης επιβαρύνεται και με εφάπαξ ποσό εισφορών ίσο με το 50% των

οφειλόμενων εισφορών από τις αιτίες αυτές . . .». Από τις διατάξεις αυτές

προκύπτει ότι η πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα

σε σχέση με την κύρια επιβολή εισφορών για την ασφαλιστική τακτοποίηση του

εργαζομένου (Σ.Ε. 351/1997, 4603-4/1996, πρβλ. Σ.τ.Ε. 5059/1996, 2762/1996),

καθόσον υπολογίζεται επί των οφειλομένων νομίμων εισφορών (ΣτΕ 415/1993) και

αποτελεί ποσοστό αυτής, ήτοι επιβάλλεται εφόσον οφείλονται οι ασφαλιστικές

εισφορές. Τούτου έπεται ότι στη δίκη που έχει ως αντικείμενο τη νομιμότητα

της πράξης επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών το δικαστήριο νομίμως

στηρίζει την κρίση του όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων επιβολής των

εν λόγω εισφορών στην απόφασή του που αφορά στην κύρια ασφαλιστική υποχρέωση

του εργοδότη, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να μπορεί να εξετάσει τη

νομιμότητα της πράξης επιβολής των ασφαλιστικών εισφορών, τυχόν δε ισχυρισμοί

που αναφέρονται στη νομιμότητα της τελευταίας αυτής πράξης δεν είναι ακουστοί

στη δίκη για τη νομιμότητα της πράξης επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών

(πρβλ. ΣτΕ 3427/1991, 3343/1989, 1633/1994, 324/1995).

3. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εν συνδυασμώ και με την

επικυρωθείσα πρωτόδικη, προκύπτουν τα ακόλουθα : H αναιρεσείουσα ετερόρρυθμη

εταιρεία, διατηρεί στην ........... γραφείο που ασχολείται με ασφάλειες και

λογιστικές εργασίες. Κατά τους ελέγχους που έγιναν από τους αρμοδίους

υπαλλήλους του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Θεσσαλονίκης στις 2.2.1987,

24.3.1988 και 31.5.1988 στην έδρα αυτής διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσείουσα για

τους 32 εργαζόμενους τους οποίους απασχόλησε κατά τη χρονική περίοδο από

1.10.1984 έως 31.3.1988 κατέβαλε εισφορές για μειωμένη απασχόληση. Τα όργανα

του ΙΚΑ ζήτησαν από την αναιρεσείουσα να προσκομίσει πλήρως συμπληρωμένες

μισθολογικές καταστάσεις για τους 32 εργαζόμενους που απασχόλησε, πλην η

τελευταία δεν προσκόμισε τις καταστάσεις αυτές. Βάσει των διαπιστώσεων αυτών

των ελεγκτών του ΙΚΑ εκδόθηκε η υπ’ αρ. 63738/1988 ΠΕΕ, με την οποία

επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας εισφορές ανερχόμενες στο

ποσό των 6.813.900 δρχ. Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 1904/1988 ΠΕΠΕΕ, με την

οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσείουσας πρόσθετες εισφορές εκ δραχμών

3.406.950, με την αιτιολογία ότι δεν καταχώρησε στις καταστάσεις απασχολήσεως

προσωπικού τους μισθωτούς της με ακριβή στοιχεία, μέσα στην προθεσμία που

ορίζεται από το νόμο, όπως οι μισθωτοί αυτοί αναφέρονταν αναλυτικά στην

ΠΕΠΕΕ. Κατά της τελευταίας αυτής πράξης (ΠΕΠΕΕ) η αναιρεσείουσα άσκησε

ενώπιον της ΤΔΕ ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αρ. 353/1989 απόφαση

της ΤΔΕ. Η αναιρεσείουσα προσέφυγε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου

Θεσσαλονίκης, το οποίο αφού έλαβε υπόψη του ότι με την υπ’ αρ. 3968/1991

απόφασή του είχε απορριφθεί προσφυγή της αναιρεσειούσης κατά της υπ’ αρ.

63738/1988 ΠΕΕ, με την υπ’ αρ. 3969/1991 απόφασή του απέρριψε την ασκηθείσα

ενώπιόν του προσφυγή κατά της ένδικης ΠΕΠΕΕ, λόγω του παρακολουθηματικού

χαρακτήρα της τελευταίας εν σχέσει με την ΠΕΕ. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο,

ενώπιον του οποίου άσκησε έφεση η αιτούσα, με την υπ’ αρ. 841/1997

προδικαστική απόφασή του διέταξε κατ’ άρ. 172 του ΚΦΔ (π.δ. 331/1985, Α 116),

οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται και επί των σε δεύτερο βαθμό

εκδικαζομένων διαφορών του άρ. 7 του ν. 702/77 (Α 268), δυνάμει της παρ. 2

του άρ. 8 του νόμου τούτου (όπως αυτό αντικαταστάθηκε διά της παρ. 2 του άρ.

20 του ν. 1868/1989, Α 230) την ενώπιόν του προσκομιδή, επιμελεία του Δ/ντού

του Υποκαταστήματος ΙΚΑ, ορισμένων εγγράφων για τη συμπλήρωση των στοιχείων

του φακέλου, τα οποία θεώρησε ως κρίσιμα, μεταξύ των οποίων και τις από

2.2.1987, 24.3.1987 και 31.5.1988 εκθέσεις ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων του

ΙΚΑ, αναβάλλοντας την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της προκειμένης

υπόθεσης. Σε εκτέλεση της προδικαστικής αυτής αποφάσεως, κατατέθηκε στη

γραμματεία του δικάσαντος δικαστηρίου, ως τούτο βεβαιούται στην

αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η υπ’ αρ. πρωτ. Γ89/27.2.1998 έκθεση έρευνας του

υπαλλήλου του ΙΚΑ .... ........., η οποία απευθύνεται προς το Α΄ Τμήμα Εσόδων

του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Θεσσαλονίκης και στην οποία αναφέρεται

ότι δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθούν τόσο οι από 24.3.1997 και 31.5.1988

εκθέσεις των αρμοδίων υπαλλήλων του παραπάνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ όσο και

η από 2.2.1987 έκθεση επιτοπίου ελέγχου της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Εσόδων

(ΕΥΠΕΕ) του ίδιου ως άνω Υποκαταστήματος, καθόσον είχαν σχηματισθεί διάφοροι

υποφάκελοι, αφορώντες την ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία, των οποίων η ανεύρεση

δεν ήταν δυνατή. Περαιτέρω το δικάσαν δικαστήριο λαμβάνον υπόψη ότι η επιβολή

των προσθέτων εισφορών συνιστά παρεπόμενο ζήτημα σε σχέση με την επιβολή των

κυρίων εισφορών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση ορθά είχε

εφαρμόσει το νόμο και εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά «. . . εφ’ όσον με

την υπ’ αρ. 3968/2001 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου

Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε η προσφυγή της ΕΕ κατά της με αρ. 63738/31.5.1988

ΠΕΕ . . .», απορρίπτοντας έτσι την ασκηθείσα ενώπιόν του έφεση της

αναιρεσειούσης. Της τελευταίας αυτής αποφάσεως ζητείται η αναίρεση με την

κρινόμενη αίτηση.

3. Επειδή, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι εσφαλμένα η

αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συσχέτισε την τύχη της εκδικασθείσας εφέσεως κατά

της υπ’ αρ. 3969/1991 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου με την έκδοση

της υπ’ αρ. 3968/1991 αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου, χωρίς μάλιστα το

δικάσαν δικαστήριο να ερευνήσει περαιτέρω, ως είχε υποχρέωση, την τύχη της

τελευταίας αυτής αποφάσεως, κατά της οποίας είχε μεν απορριφθεί η υπ’ αυτής

ασκηθείσα έφεση με την υπ’ αρ. 333/1996 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου

Θεσσαλονίκης, πλην η τελευταία έχει προσβληθεί ενώπιον του Συμβουλίου της

Επικρατείας και ανεμένετο επ’ αυτής απόφαση. Ο ως άνω λόγος, καθ’ ο μέρος με

αυτόν προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο έσφαλε, διότι δεν ερεύνησε αν

είχε τελεσιδίκως κριθεί η νομιμότητα της πράξης επιβολής της κύριας οφειλής

στην οποία αφορούσε η ένδικη πράξη επιβολής πρόσθετων εισφορών σε βάρος της

αναιρεσειούσης, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, καθόσον, όπως και στο

δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως αναφέρεται, η υπ’ αρ. 3968/1991 πρωτόδικη

απόφαση, που αφορούσε στην κύρια ασφαλιστική υποχρέωση της αναιρεσείουσας,

είχε ήδη επικυρωθεί με την υπ’ αρ. 333/1996 τελεσίδικη απόφαση του δικάσαντος

δικαστηρίου, ενώ καθ’ ο μέρος με τον ίδιο αυτό λόγο προβάλλεται ότι κατά της

τελευταίας αυτής αποφάσεως είχε ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του

Συμβουλίου της Επικρατείας (συνεπώς, αναιρουμένης της αποφάσεως επί της

κύριας οφειλής, έπρεπε να αναιρεθεί και η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω και του

παρακολουθηματικού χαρακτήρα του των εν λόγω εισφορών), ο λόγος είναι επίσης

απορριπτέος, δοθέντος ότι με την υπ’ αρ. 352/2002 απόφαση του Συμβουλίου της

Επικρατείας η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως έχει ήδη απορριφθεί.

4. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να

αναιρεθεί, διότι α) δεν απάντησε στους ουσιώδεις ισχυρισμούς που είχε

προβάλει η αναιρεσείουσα με το δικόγραφο της εφέσεώς της και το από

11.11.1998 υπόμνημά της, β) δεν έλαβε υπόψη της τα αποδεικτικά μέσα που είχε

προσκομίσει προς απόδειξη των ως άνω ισχυρισμών, ήτοι τις ενόρκους μαρτυρικές

καταθέσεις που είχε προσκομίσει πρωτοδίκως, οι οποίες είχαν ληφθεί ενώπιον

ειρηνοδίκου, ως και επίσης και τις υπ’ αυτής προσκομισθείσες υπεύθυνες

δηλώσεις του ν.δ. 105/1969 και του ν. 1599/1986, γ) εν πάση περιπτώσει έσφαλε

διότι δεν διέταξε, ως όφειλε, μαρτυρικές αποδείξεις. Ο λόγος αυτός είναι

απορριπτέος, διότι όλοι οι εν λόγω ισχυρισμοί της αναιρεσειούσης, οι οποίοι

αναφέρονται στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως δεν ήταν ακουστοί στην εν

λόγω δίκη, καθόσον ανάγονται στη νομιμότητα της πράξης επιβολής σε βάρος της

των ασφαλιστικών εισφορών (κύρια οφειλή), η οποία, όμως, σύμφωνα με τα

προεκτεθέντα, δεν μπορούσε να εξετασθεί στη δίκη για τη νομιμότητα της πράξης

επιβολής των ως άνω πρόσθετων εισφορών (πρβλ. ΣτΕ 3427/1991, 3343/1989). Κατ’

ακολουθίαν, και ανεξαρτήτως του ότι, πάντως, μαρτυρίες υπό τη μορφή υπευθύνων

δηλώσεων ή βεβαιώσεων του ν.δ. 105/69 ή του ν. 1599/86 δεν αποτελούν νόμιμα

αποδεικτικά μέσα ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των ασφαλιστικών οργάνων του

ΙΚΑ, ούτε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (ΣτΕ 1175/1992, 1049/1993,

116/1991, 1936/1987, 3422/1990), νομίμως δεν ασχολήθηκε το δικάσαν δικαστήριο

με τα προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές

καταθέσεις), από το περιεχόμενο των οποίων, όπως αυτό περιγράφεται στο

δικόγραφο της αιτήσεως, προκύπτει ότι επίσης ανάγονταν στην αμφισβήτηση της

νομιμότητας της κύριας ασφαλιστικής υποχρέωσης αυτής. Εξ άλλου, καθ’ ο μέρος

με το λόγο αυτόν προβάλλεται ότι όφειλε το δικαστήριο να διατάξει τη

συμπλήρωση των αποδείξεων, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως

διότι, κατ’ άρθρ. 172 του ΚΦΔ (π.δ. 331/1985, Α 116), οι διατάξεις του οποίου

εφαρμόζονται και επί των σε δεύτερο βαθμό εκδικαζομένων διαφορών του άρ. 7

του ν. 702/77 (Α 268), δυνάμει της παρ. 2 του άρ. 8 του νόμου τούτου (όπως

αυτό αντικαταστάθηκε διά της παρ. 2 του άρ. 20 του ν. 1868/1989, Α 230), το

δικαστήριο της ουσίας ευχέρεια έχει και όχι υποχρέωση να διατάξει τη

συμπλήρωση των αποδείξεων (Σ.τ.Ε. 2151/1993, 26/1990).

5. Επειδή, τέλος προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα

απέρριψε την ασκηθείσα υπ’ αυτής έφεση, περιοριζόμενη στο από 27.2.1998

σημείωμα του υπαλλήλου του ΙΚΑ, ενώ δεν είχαν προσκομισθεί όλα τα ζητηθέντα

με την υπ’ αρ. 841/1997 προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τούτου στοιχεία

και συγκεκριμένα οι από 2/2/1987, 24/3/1987 και 31/5/1988 εκθέσεις ελέγχου

των αρμοδίων υπαλλήλων του ΙΚΑ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, εν μέρει μεν

ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, εν μέρει δε ως αλυσιτελής, επειδή

με την 841/1977 προδικαστική απόφαση του διοικητικού εφετείου, εν όψει του

παρακολουθηματικού χαρακτήρα της 1904/1988 ΠΕΠΕΕ έναντι της 63738/1988 ΠΕΕ,

το δικαστήριο ζήτησε να του προσκομισθούν η 63738/1988 ΠΕΕ, η σχετική με

αυτήν απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και οι οικείες

εκθέσεις ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων του ΙΚΑ, βάσει των οποίων εκδόθηκαν

οι ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ, ο δε λόγος αναιρέσεως πλήττει αλυσιτελώς τη μη προσκομιδή

των εκθέσεων ελέγχου, η εκτίμηση των οποίων δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει

αντικείμενο της δίκης αυτής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη.

6. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Υπεύθυνες δηλώσεις του ν.δ. 105/69 καιν. 1599/86

Μαρτυρίες με την μορφή υπευθύνων δη­λώσεων του ν.δ. 105/69 ή ν. 1599/86 δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα τόσο κατά την διαδικασία ενώπιον των οργάνων του ΙΚΑ, όοο και κατά την διαδικασία ενώπιον των διοικητικών βι κ αστή ρ ίων.

- Τα όργανα του ΙΚΑ οφείλουν να λάβουν νόμιμες καταθέσεις από αυτούς που υπέγραψαν τις υπεύθυνες δηλώσεις. Τα διοικητικά πρωτοδικεία Οφείλουν να ακυρώσουν απόφαση Τ.Δ.Ε. και ανα­πέμψουν την υπόθεση εφ' όσον τα όργανα του ΙΚΑ δεν έλαβαν νόμιμες καταθέοεις από αυτούς που υπέγρα­φαν τις υπεύθυνες δηλώσεις ώστε η μαρτυρία των, να καταστεί νόμιμο απο­δεικτικό μέσο.

Ζ.Τ.Ε. 1175/1992 (τμ. Α')

Πρόεδρος: ο αντιπρόεδρος κ. Δ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ,

Εισηγητής: ο ττάρεδρος κ. Δ. ΣΚΑΛΤΣΟΥΝΗΣ

Δικηγόροι: οι κ.κ. ΠΑΝΤ. ΧΑΤΖΗΣ και θ. ΖΗΓΡΑΣ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 121 παρ. 1 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (Α.Υ.Ε. 55675/

1965, Β' 816) και 43, 44, 49 παρ. 2 και 50 του π.δ. 341/1978 (Α1 71) προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία κρίσεως οποιουδή­ποτε ασφαλιστικού ζητήματος ενώπιον των οργάνων του Ι.Κ.Α. λαμβάνονται νομίμως υπ' όψη μόνο οι μαρτυρίες προοώπων που κατέθεσαν ενώπιον των οργόνων αυτών, κατά δε τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών διαστηρίων. όταν δικάζουν επί διαφορών του άρ­θρου 7 παρ. 1 εδ, α' του ν. 702/1977 (Α' 268), λαμβάνονται υπ' όψη τόσο οι ανωτέρω μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες αποτελούν στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, όσο και οι μαρτυρίες που λαμβάνονται κατά τα άρθρα 49 και 50 του π.δ. 341/1978, Συνεπώς, μαρτυρίες υπό τη μορφή υπευθύνων δηλώσεων ή βεβαιώσεων του ν.δ. 106/1969 ή του ν. 1599/1986 δεν αποτελούν νόμιμα απο­δεικτικά μέσα ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των ασφαλιστικών οργάνων του Ι.Κ.Α. ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Ωστόσο, τα όργανα του Ι.Κ.Α., αν υποβληθούν ενώ­πιον τους τέτοιες υπεύθυνες δηλώσεις ή βεβαιώσεις, οφείλουν να καλέσουν για κατάθεση αυτούς που υπέγραψαν τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις αυτές, προκειμέ­νου οι μαρτυρίες τους να αποτελέσουν νόμιμο αποδεικτικό μέαο. Εξ άλλου, τα διοικητικά δικαστήρια, επιλαμβανόμενα προσφυγής, αν διαπιστώσουν ότι ο προ­σφεύγων είχε υποβάλει ενώπιον των οργάνων του Ι.Κ.Α. σχετικές δηλώσεις ή βεβαιώσεις και τα όργανα αυτά δεν είχαν ακολουθήσει την ως άνω διαδικα­σία, οφείλουν να ακυρώσουν την προ­σβαλλομένη απόφαση της Τοπικής Διοι­κητικής Επιτροπής και να αναπέμψουν την υπόθεση σ' αυτήν, προκειμένου να καταθέοουν ενώπιον της αυτοί που υπέγραψαν τις άνω δηλώσεις ή βεβαιώ­σεις έτσι ώστε η μαρτυρία τους να αποτελέσει νόμιμο αποδεικτικό μέσο για την επίλυση της διαφοράς.

Από την αναιρεσιβαλλομένη απόφα­ση σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα διαδι­καστικά έγγραφα προκύπτουν τα ακό­λουθα: Με την 1631/1983 Π.Ε.Ε. και την

21/1983 Π.Ε.Π.Ε.Ε. του Υποκαταστήμα­τος του Ι.Κ.Α. Τριπόλεως καταλογίστη­καν εις βάρος της αναιρεσειούσης εται­ρείας εισφορές για την ασφαλιστική τακτοποίηση τεσσάρων μισθωτών, οι ο­ποίοι εφέροντο ότι εργάστηκαν κατά τα έτη 1980 - 1982 ως οδηγοί αυτοκινήτων σε λατομείο της εταιρείας στα Δολιανά Κυνουρίας. Ένσταση της εταιρείας α­πορρίφθηκε με την 39/1984 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ίδιου Υποκαταστήματος. Κατά της απο­φάσεως αυτής η αναιρεσείουσα εταιρεία άσκησε προσφυγή, προέβαλε δε ενώ­πιον του διοικητικού πρωτοδικείου ότι είχε προσκομίσει στα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. υπεύθυνες δηλώσεις του ν.δ. 105/1969 των ως άνω τεσσάρων μισθω­τών, από τις οποίες προέκυπτε, κατ' αυτήν, ότι οι τρεις είχαν εργασθεί στην επιχείρηση της για μικρό χρονικό διά-οτημα χωρίς αμοιβή, ο δε τέταρτος είχε επίσης εργασθεί για μικρό χρονικό διάστημα, για το οποίο είχε τακτοποι­ηθεί ασφαλαστικώς. Το δικαστήριο της ουοίας απέρριψε την προσφυγή χωρίς να απαντήσει ειδικότερα στον ισχυρισμό αυτό της εταιρείας.

Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν αιτιολογείται νομίμως. Πράγ­ματι, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην τρίτη σκέψη, εφ' όσον ο ισχυρισμός αυτός της αναιρεαειούσης εταιρείας ήταν αληθής, το δικαστήριο θα έπρεπε να διαπιστώσει αν τα όργανα του Ι.Κ.Α. είχαν καλέσει για κατάθεση τους ως άνω τέσσερες μισθωτούς, σε αποφατική δε περίπτωση, το δικαστήριο θα έπρεπε να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής και να αναπέμψει την υπόθεση σ' αυτήν. προκειμένου η Επιτροπή αυτή να καλέ­σει και εξετάσει τους ως άνω μισθωτούς, έτσι ώστε η μαρτυρία τους να αποτελέσει νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς, νια το λόγο τούτο, συναγόμενο από το αναιρετήριο, πρέπει η κρινομένη αίτηση να γίνει δεκτή, η προσβαλλομένη από­φαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο διοικητικό πρωτοδικείο, για να κριθεί εκ νέου.α)

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΜΕΣΗ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. ΑΝ ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΛΑΘΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΥΠΥΘ.ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΩ

ΤΟΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΟΤΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ

ΥΠΟΘΕΣΗΣ. ΑΥΤΗ ΑΝ ΤΗΝ ΕΧΕΙΣ ΘΑ ΗΜΟΥΝ ΠΟΛΥ ΥΠΟΧΡΕΟΣ. ΤΗΝ ΨΑΧΝΩ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΣΤΟ

SITE ΤΗΝ ΕΧΩ ΔΕΙ ΞΑΝΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΤΥΠΩΣΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΒΡΙΣΚΩ..

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΞΑΝΑ ΤΩΡΑ ΤΗΝ ΤΥΠΩΣΑ & ΤΗΝ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΑ..

ΓΙΑ ΤΟ ΓΑΜΩ ΤΟ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΟΤΙ Η ΚΟΠΕΛΑ

ΗΤΑΝ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΒΕ ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΑΛΛΑ Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΡΙΚΗΣ

ΟΥΤΕ ΠΙΝΑΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ.

ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ 10.000,00 ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΕ ΚΑΙ 4.000,00 ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ

ΠΟΥ ΕΚΔΙΚΑΣΤΗΚΕ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΟΠΕΛΑΣ

ΟΥΤΕ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΡΙΨΗ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ.

ΣΗΜΕΡΑ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙ ΑΛΛΑ ΘΑ ΖΗΤΗΣΩ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1175 ΑΝ ΑΠΟΡΙΦΘΕΙ

ΞΑΝΑ.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

ΑΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΨΕΙ ΤΟ ΙΚΑ ΜΕΤΑ ΘΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ.

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ "ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ" ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ, ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ..

ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΤΟ ΙΚΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΡΙΨΗ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ

ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ Η ΑΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ

ΤΟΤΕΝ ΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΣΕΙ ΤΟΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΟΤΙ ΛΕΕΙ ΨΕΜΑΤΑ.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι εύκολο!

Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση τώρα
  • Πλοηγούταν πρόσφατα   0 μέλη

    • Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένοι χρήστες που να βλέπουν αυτή τη σελίδα.
×
×
  • Δημιουργία νέου...