Προς το περιεχόμενο
  • 0

Κανονική Άδεια


gus

Ερώτηση

ΝΟΜΟΣ 3302/28.12.04 Ρύθμιση ετήσιας άδειας εργαζομένων και άλλες διατάξεις.

Αρθρο 1

Ετήσιο άδεια με αποδοχές

1. Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 3227/2004 (ΦΕΚ 31 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

"1.α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ΄ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, 20 (είκοσι) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.

β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας.

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.

Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας".

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Ν. 3227/2004 (ΦEΚ 31 Α) καταργείται.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • 0

Ας δούμε το νόμο και ας τον ερμηνεύσουμε:

-------------------------------------------------------------------

ΝΟΜΟΣ 3302/28.12.04 Ρύθμιση ετήσιας άδειας εργαζομένων και άλλες διατάξεις.

Αρθρο 1

Ετήσιο άδεια με αποδοχές

1. Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 3227/2004 (ΦΕΚ 31 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

"1.α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, (1ο ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΟΧΗΣ) δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ΄ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση.(2ο ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΟΧΗΣ) Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, 20 (είκοσι) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.

β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας.(3ο ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΟΧΗΣ)

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση (4ο ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΟΧΗΣ) και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.

Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.(5ο ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΟΧΗΣ)

Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας". (6ο ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΟΧΗΣ)

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Ν. 3227/2004 (ΦEΚ 31 Α) καταργείται.

--------------------------------------------------------------------------------------

Συμπέρασμα: (δικό μου):

1. Έχουμε 4 περιόδους που θα πρέπει να προσέξουμε:

a. Από πρόσληψη έως και 31/12 τρέχοντος

b. Από πρόσληψη και έως την συμπλήρωση 12 μηνών

c. 2ο ημερολογιακό έτος

d. 3ο ημερολογιακό έτος

2. Παράδειγμα:

a. Αν πρόσληψη 1/9/04 τότε πρέπει έως 31/12/04 να λάβει άδεια 4 μήνες * 2 ημέρες/μήνα = 8 ημέρες. Αμοιβή αδείας 8/25 του μισθού και επίδομα άλλα 8/25. (Βλέπε 3ο σημείο προσοχής.). Η άδεια μπορεί να δοθεί διασπασμένη σε αναλογία 2 ημέρες για κάθε μήνα εργασιακής σχέσης.

b. Εως 31/8/05 να λάβει και τις υπόλοιπες 12 (20-8) ημέρες της αδείας για την συμπλήρωση του 20ημέρου για το 1ο 12μηνο και το υπόλοιπο του επιδ. αδείας που θα είνια 12,5-8=4,5 ημέρες (4,5/25 του μισθού). Στην περίπτωση αυτή έχουμε δλδ εργασιακό έτος. (Βλέπε 1ο και 2ο σημείο προσοχής.). Αν έχουμε απόλυση, δεν υπάρχει διαφοροποίηση. Η άδεια μπορεί να δοθεί διασπασμένη σε αναλογία 2 ημέρες για κάθε μήνα εργασιακής σχέσης.

c. Από 1/9/05 έως και 31/12/04 να λάβει τις υπόλοιπες ημέρες για την συμπλήρωση των 21 ημερών του 2ου ημερολογιακού έτους, δλδ 21-12=9 ημέρες. (Βλέπε 4ο σημείο προσοχής). Επίδομα αδείας για το 2ο ημερολογιακό έτος: 12,5-4,5 που έλαβε έως 31/8/05=8 ημέρες. Δλδ (βλέπε 6ο σημείο προσοχής) στο διάστημα από 1/9/05 έως 31/12/05 θα λάβει άδεια 9 ημέρες, αμοιβή αδείας 9/25 και επίδομα 8/25. (Ενας υπάλληλος θα λάβει αμοιβή αδείας 9/25 του μισθού και απίδομα 8/25. Σε έναν ημερομίσθιο θα έχουμε αμοιβή αδείας 9 ημερομίσθια των 6,67 ωρών = 9*1,2=10,8 ημερομίσθια 8ώρου και επίδομα αδείας 8*1,2=9,6 ημερομίσθια 8ώρου). Αν έχουμε απόλυση, δεν υπάρχει διαφοροποίηση. Η άδεια μπορεί να δοθεί διασπασμένη.

d. Από 1/1/06 (κυριολεκτικά από 2/1/06) και μετά δικαιούται πλέον μία άδεια 22 ημερών εφάπαξ καταβλητέα και ολόκληρη (όχι διασπασμένη σε περιόδους) και επίδομα αδείας. (Βλέπε 5ο σημείο προσοχής). Αν έχουμε απόλυση, θα λάβει πλέον αμοιβή-αποζημείωση αδείας 26/25 του μισθού και επίδομα 12,5/25 του μισθού.

----------------------

Αναμένω

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

ΠΡΟΣ ΑΛΕΚΟ:

Γνώμη μου είναι ότι από 01/9/04 μέχρι 31/12/04 θα λάβει άδεια 4 μήνες*2 ημέρες/μήνα=8 ημέρες.

Από 01/01/05 μέχρι 31/12/05 μπορεί να λάβει την ετήσια κανονική του άδεια αφού συμπληρώσει 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης, δηλαδή μετά τις 31/08/05.

Αν θελήσει άδεια νωρίτερα θα πάρει την αναλογία που δικαιούται.

Ο νόμος λέει ότι κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α'. Δλδ 20 εργάσιμες σε περίπτωση πενθήμερης απασχόλησης.

Αναμένω και εγώ.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Φιλε ΑΛΕΚΟ , καταρχήν καλή χρονιά ,

με δεδομένο ότι ο νόμος ψηφίστηκε 28/12/04 , σε περίπτωση που δεν έχει χορηγηθεί η άδεια μέχρι 31/12/04 όπως άλλωστε θα είναι πολύ πιθανόν , μήπως ο νόμος θα έχει ισχύ από 01/01/05 , έχεις κάποια πληροφόρηση ?

ποιά είναι κατά την γνώμη σου η αντιμετώπιση ?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Ο νέος νόμος αποτελεί, επιτρέψτε μας, υπόδειγμα δημιουργίας χάους.

Όχι μόνο οι ερμηνείες του ΑΛΕΚΟΥ και του Jamaican, είναι, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, συμβατές με το γράμμα του νόμου, αλλά και μια ερμηνεία η οποία, παραβλέποντας τη λέξη "υποχρεούται" για τα μέχρι 31/12 του πρώτου έτους, η οποία θα δίνει 20 ημέρες άδεια στον εργαζόμενο μέχρι της 31/8, τμηματικά και χωρίς να αρνείται στον εργαζόμενο άδεια κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων ή και νωρίτερα, είναι συμβατή με το πνεύμα του νόμου.

Όπως λοιπόν οι ασυμβατότητες του προηγούμενου νόμου θα εύρισκαν αργά η γρήγορα τη λύση τους στα δικαστήρια, έτσι και οι διαφορετικές ερμηνείες ( στο βαθμό που προκαλούν ουσιαστικά διαφορετικές λύσεις ) του καινούριου θα βρούν την καταξίωσή τους στα δικαστήρια.

Ειλικρινά, είναι να απορεί κανείς με τη πολυπλοκότητα της διατύπωσης των απλών θεμάτων από ορισμένους δικηγόρους.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Ο νέος νόμος αποτελεί, επιτρέψτε μας, υπόδειγμα δημιουργίας χάους.

Σίγουρα χρειάζεται πολλή σκέψη για να συνταχθεί τόσο ασαφές κείμενο νόμου!

Μπράβο όμως στους συναδέλφους και ειδικά στον ΑΛΕΚΟ που με παραδείγματα και ανάλυση βοήθησαν να αποσαφηνίσουμε το χάος! :rolleyes:

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Θα ηθελα να σας κανω μια ερωτηση σχετικα με την αδεια και κατοπιν ερμηνειας

του καινουργιου νομου

Εργαζομενος που προσληφθηκε σε εταιρια 1-6-2000

και παραιτηθηκε απο την εταιρια 31-12-2004

δικαιουται αδεια και επιδομα κατα την παραιτηση

Αναφορικα παραθετω οτι ο εργαζομενος εχει παρει αδεια

τον Αυγουστο του 2001,2002,2003,2004.

Ακομα τι διαφορα θα ειχε εαν ειχε παραιτηθει πχ. 5-1-2005

Ευχαριστω

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Θα ηθελα να σας κανω μια ερωτηση σχετικα με την αδεια και κατοπιν ερμηνειας

του καινουργιου νομου

Εργαζομενος που προσληφθηκε σε εταιρια 1-6-2000

και παραιτηθηκε απο την εταιρια 31-12-2004

δικαιουται αδεια και επιδομα κατα την παραιτηση

Αναφορικα παραθετω οτι ο εργαζομενος εχει παρει αδεια

τον Αυγουστο του 2001,2002,2003,2004.

Ακομα τι διαφορα θα ειχε εαν ειχε παραιτηθει πχ. 5-1-2005

Ευχαριστω

Αν πήρε άδεια τον Αύγουστο 2004 και παραιτείται31/12/2004 δεν δικαιούται τίποτα .

Αν παρετηθεί μετά την 1/1/2005 και αφού βρίσκεται στο 6ο ημερολογιακό έτος εργασίας (μεγαλύτερο των δύο) δικαιούται ολόκληρο επίδομα για το 2005 και 22 ημέρες άδεια .

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Αν πήρε άδεια τον Αύγουστο 2004 και παραιτείται31/12/2004 δεν δικαιούται τίποτα .

Αν παρετηθεί μετά την 1/1/2005 και αφού βρίσκεται στο 6ο ημερολογιακό έτος εργασίας (μεγαλύτερο των δύο) δικαιούται ολόκληρο επίδομα για το 2005 και 22 ημέρες άδεια .

Ορίστε;;;;;

-------------

Σήμερα Σα-15-1-05 διάβασα πλήρως την ερώτηση και ... κατάλαβα ότι άλλα κατάλαβα τότε όταν διάβαζα την ερώτηση και άλλα κατάλαβα σήμερα, οπότε έδωσα και ακαταλαβίστικη απάντηση... και τότε και ... τώρα !!!

Ζητώ συγνώμη.

Επεξεργασμένο από ΑΛΕΚΟΣ
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Ορίστε;;;;;

Κάποιες φορές ο υπεβολικός ζήλος για ερμηνεία των νόμων, και η τήρηση των όποιων ερμηνειών κατά γράμμα, οδηγεί δικαιολογημένα ίσως στις πιο πάνω απαντήσεις-απορίες.

Στην ουσία η απάντηση είναι σωστή, αλλά μετά από 4-5 χρόνια εργασιακής σχέσης, δεν μας αφορούν οι νέες ρυθμίσεις του νόμου.

Παραίτηση 2005 ολόκληρο επίδομα, αποζημίωση αδείας (χωρίς ασφαλιστικές κρατήσεις) όσες ημέρες δικαιούται. Ότι δηλαδή ίσχυε πάντα.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Για να καταλαβω καλυτερα.

Για τον εργαζομενο που προσληφθηκε 1 Ιουνιου 2000.

Εαν προσπαθησουμε να ερμηνευσουμε τον καινουργιο νομο

Τοτε θα επρεπε να ειχε παρει αναλογικα την αδεια του το 2000

οπου ειναι τα 7/12 οπου ειναι 14 ημερες αλλα η εταιρια ποτε δεν τις

εδωσε. Τωρα εαν ο εργαζομενος εχει παραιτηθει 31 Δεκ 2004

ειτε 5 Ιανουαριου του 2005 ειναι το ιδιο πραγμα γιατι περα απο τις

14 οπου επρεπε να ειχε παρει με τον καινουργιο χρονο δεν θα δικαιουτο

αλλες μερες διοτι ο νομος λεει οτι με τον καινουργιο χρονο ο εργαζομενος

δικαιουτο αδεια οπου υπολογιζετε συμφωνα με το προηγουμενο εδαφιο

(οπου το προηγουμενο εδαφιο λει οτι την περνει αναλογικα με το χρονο εργασιας).

Εαν εφαρμοσουμε τον παλιο νομο στον εργαζομενο τοτε ο εργαζομενος

μετα το περας της 1 Ιουνιου δικαιουται ολη την αδεια του (εργασιακο ετος)

δηλαδη δικαιουται την πεμπτη αδεια του ενω εχει παρει 4 αδειες (2001,2002, 2003,2004) οποτε ειτε παραιτηθει 31 Δεκ 2004 ειτε

5 Ιαν 2005 θα πρεπει να παρει αδεια και επιδομα.

Επειδη ο νομος δεν εχει αναδρομικη ισχυ και ι ισχυ του ειναι

η ημερομηνια δημοσιευσης του οι παλαιοι εργαζομενοι θα πρεπει να

υπολογιζονται με βαση τον προηγουμενο νομο γιατι σχεδον κανενας τους

δεν εχει κανει χρηση αναλογικης αδειας ουτε το εχουν δωθει οι μερες

της αδειας στο επομενο ετος.

Τα λεω καλα η οχι ?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Ο Νόμος δεν ισχύει αναδρομικά γι' αυτούς που προσλήφθηκαν πρίν από την 31/12/03 και ως εκ τούτου όλοι οι παλαιοί εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται όπως

και πρίν βγούν οι δύο Νόμοι του 2004.

Άρα η σωστή απάντηση είναι αυτή που έδωσαν οι pallisp & enty.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Αν πήρε άδεια τον Αύγουστο 2004 και παραιτείται31/12/2004 δεν δικαιούται τίποτα .

Αν παρετηθεί μετά την 1/1/2005 και αφού βρίσκεται στο 6ο ημερολογιακό έτος εργασίας (μεγαλύτερο των δύο) δικαιούται ολόκληρο επίδομα για το 2005 και 22 ημέρες άδεια .

Είτε με τον νέο νόμο έιτε με τον παλιό είναι λάθος το "δικαιούται ολόκληρο επίδομα για το 2005 και 22 ημέρες άδεια " , δεν ενδιαφέρουν οι ημέρες αδείας που δικαιούται ο εργαζόμενος αλλά οι αποδοχές για την άδεια που δεν έχει λάβει .

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Είτε με τον νέο νόμο έιτε με τον παλιό είναι  λάθος το "δικαιούται ολόκληρο επίδομα για το 2005 και 22 ημέρες άδεια " , δεν ενδιαφέρουν οι  ημέρες αδείας που δικαιούται ο εργαζόμενος αλλά οι αποδοχές για την άδεια που δεν έχει λάβει .

Σωστό το ότι έγραψα 22 μέρες αποζημίωση αδείας ενώ έπρεπε να γράψω 22 μέρες αποζημίωση αδείας .

Oμως CEL για τον υπολογισμό της αποζημίωσης αδείας δεν πρέπει να ξέρουμε πόσες μέρες αδείας δικαιούτε ;

Εππίσης σωστό το ότι η αποζημίωση αδείας δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές .

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Κάποιες φορές ο υπεβολικός ζήλος για ερμηνεία των νόμων, και η τήρηση των όποιων ερμηνειών κατά γράμμα, οδηγεί δικαιολογημένα ίσως στις πιο πάνω απαντήσεις-απορίες.

Στην ουσία η απάντηση είναι σωστή, αλλά μετά από 4-5 χρόνια εργασιακής σχέσης, δεν μας αφορούν οι νέες ρυθμίσεις του νόμου.

Παραίτηση 2005 ολόκληρο επίδομα, αποζημίωση αδείας (χωρίς ασφαλιστικές κρατήσεις) όσες ημέρες δικαιούται. Ότι δηλαδή ίσχυε πάντα.

Δεν ήταν θέμα ζήλου η απάντηση . Απλά ήθελα να τονίσω ότι και με το νέο νόμο μετά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο εργαζόμενος δικαιούτε ολόκληρη την άδειά του από την πρώτη μέρα του χρόνου .

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

ΣΙΓΟΥΡΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΕΧΕΙ ΑΝΑΛΥΘΕΙ ΑΡΚΕΤΑ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΠΕΙΔΗ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΙΣΩ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ.ΘΕ ΤΡΕΞΩ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ 2004;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

1. Αν θέλεις απλά να εφαρμόσεις το νέο νόμο, ΝΑΙ !!!

2. Για να δώσεις ΕΑ θα πρέπει να δώσεις και ημέρες αδείας.

3. Επικοινωνία με κεντρικά ΙΚΑ: Επειδή κάποιοι δεν θα προλάβουν μέσα στο ΔΕΚ-04 να βγάλουν ΕΑ και για να μην έχουμε συμπληρωματικές, ας βγάλουν ΕΑ του 2004 μέσα στο ΙΑΝ-05 !!! (είναι κανείς από την .... Πάρο ;;;)

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Εγώ θα περιμένω ακόμη μερικές μέρες, μήπως βγει κάποια ερμηνευτική εγκύκλιος.

Διαφορετικά, μάλλον θα υπολογίσουμε κι επίδομα.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΛΕΕΙ ΚΑΙ Ο VOODOO ΤΡΕΙΣ ΛΑΛΟΥΝ ΚΑΙ ΔΥΟ ΧΟΡΕΥΟΥΝ.ΠΙΣΤΕΥΤΕ ΟΜΩΣ ΟΤΙ ΚΑΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ;ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟΣΑ ΑΛΛΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Δηλαδή εάν κάποιος προσλήφθηκε τον Μάιο 2004 θα πρέπει μέχρι 31/12/2004 να πάρει τις ημέρες αδείας που του αναλογούν δηλαδή 14, και τις υπόλοιπες μέχρι τις 20, θα τις πάρει κατά τη διάρκεια του 2005.

Από τη 1/1/2006 θα δικαιούται κανονικά πάλι την νέα άδεια που του αναλογεί.

Αυτή είναι η λογική του νέου νόμού;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
επισκέπτη Επισκέπτης-ΚΩΣΤΑΣ-

ΠΑΡΑΘΕΤΩ ΓΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ (ΙΣΩΣ) ΣΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΟΛΩΝ ΜΑΣ.

Ν.3302/2004 - Η κανονική άδεια των εργαζομένων

Πάντζος Ευάγγελος

Με το άρθρο 1 του νέου Ν. 3302/04 (ΦΕΚ 267/τεύχος Α΄ /28-12-04) «Ρύθμιση ετήσιας άδειας εργαζομένων κι άλλες διατάξεις», αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά ότι η Εργατική Νομοθεσία παρουσιάζει μία συνεχόμενη δυναμική και επιφέρει ενίοτε ριζικές ή σημαντικές μεταβολές στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο.

Με το άρθρο 6 του Νόμου 3144/2003 (ΦΕΚ 111/τεύχος Α΄/της 08/05/2003) «Κοινωνικός διάλογος για την προώθηση της απασχόλησης και την Κοινωνική Προστασία και άλλες διατάξεις», εισήχθη μία σημαντική αναδιάρθρωση του δικαίου της κανονικής αδείας των εργαζομένων.

Με την ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν. 3144/2003 γεννάται δικαίωμα στον εργαζόμενο να λαμβάνει ποσοστό κανονικής αδείας αναψυχής με αποδοχές κατά τον πρώτο χρόνο εργασίας του σε συγκεκριμένο εργοδότη από την έναρξη της απασχόλησής του σ΄ αυτόν.

Ακόμη, σημαντική μεταβολή εισήχθη και με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 3227/2004 (ΦΕΚ 31/τεύχος Α΄/09-02-04) «Μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας κι άλλες διατάξεις» η οποία όμως ουσιαστικά καταργείται από τη νεότερη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.3302/04.

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ

Η ρύθμιση του άρθρου 6 εισάγεται στο Εθνικό Δίκαιο, διότι σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Ν. 3144/2003 «εναρμονιζόμαστε πλήρως με τις επιταγές του άρθρου 7 της Οδηγίας 93/104 του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία, όπως αυτή πρόσφατα ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) με την απόφαση BECTU οι εργαζόμενοι δικαιούνται ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών, από τον πρώτο χρόνο απασχόλησης». Η προϋπόθεση αναμονής του βασικού χρόνου για τη γένεση του δικαιώματος λήψης της κανονικής αδείας ανάπαυσης των εργαζομένων που προέβλεπε το Ελληνικό Δίκαιο ήταν ασύμβατο με τις επιταγές του άρθρου 7 της Κοινοτικής Οδηγίας 93/104.

Όπως είναι γνωστό η Οδηγία 93/104 της 23/11/1993 του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εισήχθη στο Ελληνικό Δίκαιο με το Π.Δ. 88/1999 (ΦΕΚ 94/τ.Α΄/ της 13-05-99) «ελάχιστες προδιαγραφές για την οργάνωση του χρόνου εργασίας σε συμμόρφωση με την Οδηγία 93/104/Ε.Κ». Ειδικότερα με το άρθρο 7 του Π.Δ. 88/99 εισήχθη στο εσωτερικό δίκαιο το θέμα της ετήσιας αδείας του άρθρου 7 της Οδηγίας και ορίζει τα εξής: «Στους εργαζόμενους μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών παρέχεται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών τεσσάρων (4) εβδομάδων τουλάχιστον, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης. Τα διαστήματα αποχής των μισθωτών από την εργασία τους λόγω βραχείας σχετικώς διάρκειας ασθενείας τους, καθώς και τα διαστήματα στράτευσης, απεργίας ή ανωτέρας βίας, όπως αυτά καθορίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, θεωρούνται ως χρόνος απασχόλησης και δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας που δικαιούνται οι εργαζόμενοι».

Ήδη το πρώτο εδάφιο του άρθρου 7 του Π.Δ. 88/99 καταργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 3144/2003.

Το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/104 του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορίζει: «Ετήσια άδεια: 1. Τα Κράτη – Μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων (4) εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος για τη χορήγηση της αδείας.

2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών μπορεί ν’ αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής θέσης».

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 & 2 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229/τ.Α΄ /της 06-09-1945) «Περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1346/1983 (ΦΕΚ 46/τ.Α΄ /της 14-04-1983) «Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας»,

«1. Κάθε μισθωτός μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών (βασικός χρόνος) σε υπόχρεη επιχείρηση δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές, είκοσι τέσσερις (24) εργάσιμες ημέρες και αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι της είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες και για τους προαναφερόμενους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι της είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες».

«2. Σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές ίση με το 1/12 της αδείας που προβλέπεται από αυτό το νόμο ή άλλη ειδικότερη διάταξη, για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψή του, αν η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της αδείας του προηγούμενου έτους, μέχρι την ημέρα έναρξης της αδείας. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ως μήνας λογίζονται είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης. Αν προκύπτει, κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου αδείας που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα».

Η παρ. 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/45 είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 13 του Ν. 3227/04 ως εξής:

«1. Οι μισθωτοί δικαιούνται για κάθε έτος απασχόλησης (εργασιακό έτος), σε υπόχρεη επιχείρηση, άδεια με αποδοχές εικοσιτεσσάρων (24) εργάσιμων ημερών και αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Το εργασιακό έτος αρχίζει από την ημερομηνία πρόσληψης του μισθωτού και λήγει με τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών από την πρόσληψη.

Η άδεια αυτή αυξάνει κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε εργασιακό έτος πέραν του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες και για τους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες.

2. Όπου κατά τις κείμενες διατάξεις που ρυθμίζουν τα της χορήγησης ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές αναφέρεται ο όρος «ημερολογιακό έτος», εφεξής νοείται «εργασιακό έτος».

Ήδη με το άρθρο 1 του Ν. 3302/04 η παρ. 1 του άρθρου 2 του Α. Ν. 539/45 όπως είχε τροποποιηθεί, αντικαθίσταται ως εξής:

«1.α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων (24) εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.

β. Ο εργοδότης υποχρεούται, μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας.

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης, επί πλέον του πρώτου, μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.

Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας.

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Ν. 3227/04 καταργείται».

Με το άρθρο 5 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) της 15/04/2002 (Πράξη Κατάθεσης στο Υπουργείο Εργασίας 19 της 29/04/02), οι Κοινωνικοί Εταίροι κατά τον χρόνο κατάρτισής της, ελεύθερα και αβίαστα, βελτίωσαν την προϋπόθεση του βασικού χρόνου αναμονής ως ακολούθως: « η διάρκεια της σχέσης εργασίας (βασικός χρόνος), που απαιτείται για τη γένεση της αξίωσης για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής αδείας με αποδοχές (Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει) μειώνεται από δώδεκα (12) σε δέκα (10) μήνες συμπληρωμένους».

Τέλος, το άρθρο 6 του Ν. 3144/2003 ορίζει τα ακόλουθα: «Ο εργαζόμενος δικαιούται κατά τον πρώτο χρόνο εργασίας του σε συγκεκριμένο εργοδότη να λάβει από την έναρξη απασχόλησής του ποσοστό της ετήσιας κανονικής αδείας με αποδοχές, που προβλέπεται κατά τις κείμενες διατάξεις ότι δικαιούται μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών σύμφωνα με το άρθρο 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1346/1983 και όπως εκάστοτε ισχύει, κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη.

Η ετήσια κανονική άδεια, η οποία θα χορηγείται σύμφωνα με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και το επίδομα αδείας, διέπονται κατά τα λοιπά από τις οικείες διατάξεις τις εργατικής νομοθεσίας».

Η σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) της 26/06/2001, η οποία σημειωτέων εξεδόθη μετά από προσφυγή της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων με συμβάσεις εργασίας μικρής διάρκειας (ορισμένου χρόνου) στα ανθρακωρυχεία του Cardiff κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, ξεκαθάρισε την έννοια ορισμένων βασικών πτυχών του άρθρου 7 της Οδηγίας 93/104 ήτοι:

1. Το δικαίωμα για ετήσια άδεια κάθε εργαζομένου, πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινοτικού κοινωνικού δικαίου από την οποία δεν μπορεί να υπάρχει εξαίρεση και της οποίας η εφαρμογή από τις εθνικές αρχές των Κρατών – Μελών, πρέπει να γίνεται μόνο μέσα στα όρια που θέτει ρητά η Οδηγία 93/104.

2. Το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους απαγορεύεται να περιοριστεί μονομερώς από τα Κράτη-Μέλη με τη θέσπιση όρου που θα αποκλείει ορισμένους εργαζόμενους από αυτό.

3. Υποχρέωση χορήγησης αυτούσιας της κανονικής αδείας που αναλογεί στο χρόνο εργασίας που έχουν συμπληρώσει οι εργαζόμενοι υφίσταται σε κάθε σχέση εργασίας, περιλαμβανομένων και εκείνων που έχουν μικρή έως ελάχιστη διάρκεια απασχόλησης.

4. . Η μη χορήγηση αυτούσιας της προβλεπομένης ετήσιας κανονικής αδείας των εργαζομένων επιτρέπεται μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που η σχέση ή σύμβαση εργασίας λυθεί απρόοπτα χωρίς να έχει χορηγηθεί η οφειλόμενη άδεια, κατά τις αρχές της καλής πίστης, όπου δύναται να αντικατασταθεί με καταβολή χρηματικής αποζημίωσης

5. Οι εθνικές νομοθεσίες των Κρατών – Μελών μπορούν να προσδιορίσουν μόνο όρους χορήγησης (άσκησης και εφαρμογής) του δικαιώματος για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και όχι όρους για την ίδια τη γένεση του δικαιώματος αυτού, το οποίο απορρέει ευθέως από την ίδια την Οδηγία 93/104.

Μετά τα ανωτέρω οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τη νέα διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3302/04 είναι οι παρακάτω:.

1. Καταργείται ουσιαστικά όλο το άρθρο 13 του Ν. 3227/04, δεδομένου ότι παύει να ισχύει ο υπολογισμός του εργασιακού έτους για κάθε εργαζόμενο, κατά τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειάς του.

2. Επανέρχεται, ορθά κατά την άποψή μας, το ημερολογιακό έτος, ως χρονική βάση υπολογισμού της ετήσιας κανονικής άδειας αναψυχής των εργαζομένων που προβλεπόταν από τον Α.Ν. 539/1945.

3. Εξακολουθεί να ισχύει η κατάργηση του βασικού χρόνου αναμονής (δώδεκα μήνες), για τη γένεση του δικαιώματος λήψης της κανονικής άδειας ανάπαυσης των εργαζομένων και άρα η Εθνική Εργατική Νομοθεσία είναι πλέον συμβατή προς τις επιταγές του άρθρου 7 της Κοινοτικής Οδηγίας 93/104.

4. Γεννάται υποχρέωση σε κάθε εργοδότη, να χορηγεί την κανονική άδεια στους μισθωτούς μέχρι τέλους εκάστου ημερολογιακού έτους δηλ. δήλη ημέρα η 31/12, έστω κι αν δεν ζητηθεί από αυτούς, ακόμη και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος πρόσληψης.

5. Αίρεται η απαγόρευση κατάτμησης της κανονικής αδείας και για το δεύτερο ημερολογιακό έτος απασχόλησης του μισθωτού, δηλ. ισχύει νόμιμα πλέον η τμηματική χορήγηση της κανονικής άδειας τόσο κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, όσο και κατά το δεύτερο έτος, χωρίς να χρειάζεται έγκριση της αρμόδιας Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας.

6. Από το τρίτο ημερολογιακό έτος απασχόλησης του μισθωτού εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση κατάτμησης της κανονικής άδειας, εκτός της περίπτωσης έγκρισης από την αρμόδια Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας σε δύο τμήματα, όπως αναλυτικά θα αναφέρουμε παρακάτω, κάθε τμήμα της οποίας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον έξι (6) εργάσιμες ημέρες (μία εβδομάδα).

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Με τις διατάξεις των άρθρων 6 του Ν. 3144/03 & 1 του Ν. 3302/04, όλοι οι εργαζόμενοι, χωρίς διάκριση, οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δύνανται κατά τον πρώτο χρόνο εργασίας τους να ζητήσουν να κάνουν χρήση κανονικής αδείας ανάπαυσης με αποδοχές, για ορισμένες εργάσιμες ημέρες που προσδιορίζονται από την ίδια τη διάταξη σε αναλογία (ποσοστό) των ημερών που δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Α.Ν. 539/45, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 346/83, δηλ. μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών.

Έτσι λοιπόν ο νομοθέτης, επειδή οι προϊσχύουσες διατάξεις της Ελληνικής νομοθεσίας για τη γένεση του δικαιώματος χορήγησης της κανονικής αδείας προϋπέθετε βασικό χρόνο αναμονής και ήταν αντίθετες προς το άρθρο 7 παρ. 1 της Οδηγίας 93/104, κατήργησε με την πρόσφατη διάταξη του άρθρου 6 το βασικό χρόνο αναμονής. Το δικαίωμα στη λήψη κανονικής αδείας γεννάται πλέον από την έναρξη της απασχόλησης (από την πρώτη ημέρα εργασίας) και όχι μετά από τη συμπλήρωση του βασικού χρόνου αναμονής. Αυτή ακριβώς είναι και η σαφώς διατυπωμένη βούληση του νομοθέτη.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα έχει πλέον καταργηθεί για κάθε συνέπεια ο βασικός χρόνος που απαιτούνταν για τη γένεση του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας αναψυχής, δηλ. τόσο το δωδεκάμηνο των Νόμων 539/45 και 1346/83, όσο και το δεκάμηνο της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. έτους 2002.

Ποιο όμως από τα δύο χρονικά όρια ισχύει ως προϋπόθεση για τη λήψη κανονικής αδείας μετά το άρθρο 6 του Ν. 3144/2003;

Κατά την άποψή μας η νέα μεταγενέστερη γενική διάταξη του άρθρου 6 υπερισχύει και καταργεί το βασικό χρόνο των δέκα (10) μηνών, ως προϋπόθεση θεμελίωσης δικαιώματος για τη λήψη της πρώτης αδείας για τους παρακάτω συγκεκριμένους και τεκμηριωμένους λόγους:

1. Η νεότερη διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3144/2003, τροποποίησε και ρύθμισε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος του εργαζομένου για τη λήψη της πρώτης κανονικής αδείας με αποδοχές, με γενική, ρητή και συγκεκριμένη διάταξη, η οποία κατά τα ισχύοντα, ως νεότερη, εξαφανίζει προγενέστερη διαφορετική ρύθμιση. Το νέο νομοθέτημα, ως γενική αρχή θέτει, την κατάργηση του βασικού χρόνου συμπλήρωσης των δέκα (10) μηνών συνεχούς εργασίας του μισθωτού σε συγκεκριμένο εργοδότη ως προϋπόθεση θεμελίωσης δικαιώματος για λήψη της αδείας αναψυχής και δίνει τη δυνατότητα λήψη τμηματικής αδείας από την έναρξη της εργασιακής σχέσης με ημέρες αναλογούντες στη βάση της δωδεκάμηνης απασχόλησης του μισθωτού.

2. Ως είθισται, ο εθνικός νομοθέτης κυρώνει και αποκτούν ισχύ νόμων διατάξεις άρθρων της εκάστοτε Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως συνέβη με το άρθρο 11 του Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ 286/τ.Α:΄ /29-12-2000) «'Αδεια μητρότητας», άρθρο 22 του Ν.2556/97 (ΦΕΚ 270/τ.Α΄ /24-12-97) «'Αδεια εργαζομένων με υπηρεσία ή προϋπηρεσία 20 ετών επιπλέον 3 ή 4 ημέρες», άρθρο 9 του Ν. 2224/1994 (ΦΕΚ 112/τ.Α΄ /06-07-94), κ.λ.π. Η μη κύρωση του άρθρου 5 της προαναφερθείσης Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. από το νεότερο νομοθέτη που αφορά ειδικώς τη μείωση του βασικού χρόνου των δώδεκα (12) μηνών που απαιτείται για τη γένεση της αξίωσης χορήγησης κανονικής αδείας σε δέκα μήνες συμπληρωμένους, δεν του προσδίδει ισχύ νόμου. Απεναντίας ο νομοθέτης κυρώνει και αποκτούν ισχύ νόμου οι διατάξεις των άρθρων 4, 6 και 13 της ίδιας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. που αφορούν αντίστοιχα α) αποζημίωση καταγγελίας σύμβασης εργατοτεχνιτών, β) αδείας φροντίδας παιδιού και γ) εισφορά υπέρ του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Τούτο καταδεικνύει τη σαφή πρόθεση και βούληση του νεότερου νομοθέτη να εξαφανίσει τη συμπλήρωση των δέκα μηνών εργασίας του μισθωτού στον ίδιο εργοδότη ως προϋπόθεση θεμελίωσης δικαιώματος για τη λήψη της πρώτης αδείας και να την αντικαταστήσει με την τμηματική χορήγηση αναλογικά για το πρώτο έτος εργασίας.

3. Το άρθρο 6 του Ν. 3144/2003 είναι ιεραρχικά ανώτερος κανόνας δικαίου από τον υποδεέστερο κανόνα του άρθρου 5 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. με την οποία ορίστηκε προϋπόθεση για τη χορήγηση αδείας η συμπλήρωση δέκα μηνών εργασίας στον ίδιο εργοδότη.

4. Οι κοινωνικοί εταίροι διαβουλεύτηκαν, διαπραγματεύτηκαν και συμφώνησαν στην κατάρτιση της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. του έτους 2002 σύμφωνα με τον Ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27/τ.Α΄/της 08-03-90) «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις»ο οποίος κατά το άρθρο 7 παρ. 3 ορίζει «Όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους, υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια». Είναι σαφές ότι οι κείμενες διατάξεις περί χορηγήσεως κανονικής αδείας στους μισθωτούς, είναι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και έχει υποχρέωση ο κάθε εργοδότης να χορηγεί την κανονική άδεια μέχρι τέλους κάθε ημερολογιακού έτους (πλέον εργασιακού) κι αν ακόμη δεν τη ζητήσει ο εργαζόμενος.

5. Η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3144/2003, που επαναφέρει τη δωδεκάμηνη (12) συνεχή απασχόληση, δεν είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του άρθρο 7 της κοινοτικής Οδηγίας 93/104, διότι διευκρινίζει τις συγκεκριμένες συνθήκες (όρους) υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να κάνουν χρήση του δικαιώματος να λάβουν άδεια βάσει του συνόλου του χρόνου εργασίας που έχουν συμπληρώσει, χωρίς να περιορίζεται η ίδια η γένεση του δικαιώματος από την πρώτη ημέρα εργασίας στον ίδιο εργοδότη.

6. Η άποψη σύμφωνα με την οποία συνεχίζει να ισχύει η προϋπόθεση συμπλήρωσης δέκα (10) μηνών από την πρόσληψη του μισθωτού (άρθρο 5 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. ) προκειμένου να λάβει ολόκληρη την άδειά του επειδή είναι ευνοϊκότερη του Ν. 3144/2003 δεν θα πρέπει να θεωρείται ορθή διότι:

α) Το άρθρο 6 καταργεί την προϋπόθεση του βασικού χρόνου αναμονής για λήψη αδείας , την οποία εξακολουθεί να απαιτεί το άρθρο 5 ενώ με το νέο καθεστώς δικαιούται να κάνει χρήση αμέσως από την πρώτη ημέρα της πρόσληψής του.

β) Ενώ ο βασικός αναγκαστικός νόμος 539/45 περί αδειών στο άρθρο 2 παρ. 7 αναγνωρίζει την υπεροχή ευνοϊκότερων για τα θέματα αυτά άλλων ρυθμίσεων που προέρχονται από Σ.Σ.Ε. οποιασδήποτε βαθμίδος και κατηγορίας (εθνικές γενικές ή τοπικές, ομοιοεπαγγελματικές, κλαδικές και επιχειρησιακές ή εργοστασιακές), κανονισμούς εργασίας ή άλλες διατάξεις, όμως η υπεροχή αυτή καταλύεται στην προκειμένη περίπτωση. Για παράδειγμα η επιπλέον άδεια των τριάντα (30) ή είκοσι πέντε (25) εργασίμων ημερών, επί εξαημέρου ή πενθημέρου αντίστοιχα, που θεσπίστηκε με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της 23-05-2000, σε όσους έχουν συμπληρώσει δέκα (10) έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη, δεν θα τη λάβει ο δικαιούχος μισθωτός ολόκληρη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της πρόσληψής του στο συγκεκριμένο εργοδότη, αλλά τμηματικά με βάση το 12μηνο.Αυτό διότι το άρθρο 6 παραπέμπει στις γενικές διατάξεις της κείμενης εργατικής νομοθεσίας τις οποίες και αφήνει ανέπαφες. Η μόνη, όπως προαναφέραμε, τροποποίηση που έγινε με το νέο νομοθέτημα έγκειται στη θεμελίωση του δικαιώματος λήψης αδείας, ενώ με το προϋπάρχον δίκαιο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον βασικό χρόνο συμπλήρωσης των δέκα (10) μηνών στον ίδιο εργοδότη. Σήμερα με το νέο καθεστώς του άρθρου 6, δεν απαιτείται η συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής, αφού ο εργαζόμενος σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή του έτους πρόσληψής του, μπορεί να ζητήσει και να λάβει τμηματικά την ανά μήνα αναλογία αδείας με τις αντίστοιχες αποδοχές. 'Αλλωστε, ο βασικός χρόνος των δέκα (10) μηνών δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για τη λήψη αδείας για τα επόμενα έτη της εργασιακής σχέσης και συνεπώς μένει ανενεργός, χωρίς νόμιμη συνέπεια και αποτέλεσμα η αναφορά του 10μήνου.

7. Ρητά και με σαφήνεια διατυπώνεται στο νεότερο νομοθέτημα του άρθρου 22 παρ. 9 του Ν. 3144/2003 η κατάργηση «κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν». Αυτό σημαίνει ότι καταργείται το άρθρο 5 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. με το οποίο θεσμοθετήθηκε ο βασικός χρόνος των δέκα (10) μηνών για τη λήψη της πρώτης αδείας, διότι είναι αντίθετο με το νέο δίκαιο του άρθρο 6, το οποίο αναφέρει ρητά «τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών».

Η διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 3227/04 και το άρθρο 1 του Ν. 3302/04, δικαίωσε πλήρως τον υπογράφοντα, σε αντίθεση με άλλες απόψεις που καταγράφηκαν σε επιστημονικά περιοδικά, περί συνέχισης ισχύος του βασικού χρόνου των δέκα (10) μηνών, μετά το άρθρο 6 του Ν. 3144/03 και σε ορισμένους ακόμη μετά το άρθρο 13. Τούτο διότι ρητά ο νομοθέτης εξέφρασε τη βούλησή του εκ νέου με τον όρο «εργασιακό έτος» που αρχίζει από την ημερομηνία πρόσληψης του μισθωτού και λήγει με τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών από την πρόσληψη. Τώρα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/04, ο νεώτερος νομοθέτης ρύθμισε βελτιωτικά και το δεύτερο ημερολογιακό έτος απασχόλησης του μισθωτού και επανέφερε έτσι την ηρεμία στους χώρους εργασίας, δεδομένου ότι επικρατούσε, μετά τις 09/02/04 με την εφαρμογή του «εργασιακού έτους», πλήρης σύγχυση και μεγάλη δυσχέρεια των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μεγάλων, για την εξεύρεση του χρόνου χορήγησης της κανονικής άδειας των μισθωτών.

Μετά τα ανωτέρω, θα αναφέρουμε παρακάτω παραδείγματα εργαζομένων, για την κατανόηση των νέων νομοθετικών ρυθμίσεων περί αδείας:

Παράδειγμα 1ο

Έστω εργαζόμενος ο οποίος έχει προσληφθεί πριν από το έτος 2002 κι έλαβε την ετήσια κανονική του άδεια εντός του 2004, είτε με υπολογισμό του εργασιακού έτους είτε του ημερολογιακού από 01/01/05 δικαιούται να λάβει όλη την άδεια και το επίδομα άδειας μέχρι 31/12/05. Σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης (απόλυση ή οικειοθελή αποχώρηση) οποτεδήποτε εντός του 2005 δικαιούται να λάβει αποζημίωση άδειας που αναλογούν σε 26 εργάσιμες ημέρες σε εξαήμερη εβδομαδιαία απασχόληση ή 22 εργάσιμες ημέρες σε πενθήμερη απασχόληση. Εάν ο συγκεκριμένος εργαζόμενος απασχολείται πάνω από 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή πάνω από 12 σε οποιονδήποτε εργοδότη, θα λάβει αντίστοιχα 30 ή 25 ημέρες αποζημίωση αδείας και το επίδομα αδείας.

Παράδειγμα 2ο

Έστω εργαζόμενος ο οποίος έχει προσληφθεί την 01/03/04 δικαιούται να λάβει μέχρι 31/12/04 αναλογία ή ποσοστό της κανονικής άδειας 20 εργασίμων ημερών (τέσσερις εβδομάδες) σε πενθήμερη απασχόληση ή 24 εργάσιμων ημερών σε εξαήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και το επίδομα αδείας. Σε περίπτωση που δεν του χορηγήσει την άδεια ο υπόχρεος εργοδότης, δεδομένου ότι ο νέος Ν. 3302/04 δημοσιεύθηκε στις 28/12/04, ο εργαζόμενος δεν χάνει το δικαίωμα λήψης της άδειας, αλλά θα κάνει χρήση εντός του 2005 σε αυτό το μεταβατικό στάδιο. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος 2005, εφόσον συνεχίζεται η εργασιακή σχέση, θα λάβει μέχρι 31/12/05 τμηματικά ή συνολικά 21 εργάσιμες ημέρες ή 25 αντίστοιχα και το αναλογούν επίδομα αδείας. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος έχει απασχόληση πάνω από 12 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη, θα λάβει 25 ή 30 εργάσιμες ημέρες, αντίστοιχα (πέντε εβδομάδες).

Από 01/01/2006 και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, θα δικαιούται να λαμβάνει μέχρι 31/12 την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές και το επίδομα άδειας.

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ – ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ

Η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3144/2003 και η νεότερη του άρθρου 1 του Ν. 3302/04 αναφέρουν ρητά ότι η ετήσια κανονική άδεια καθώς και το επίδομα αδείας διέπονται κατά τα λοιπά από τις οικείες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, δηλ. άφησαν ανέπαφες και παραμένουν σε ισχύ όλες οι διατάξεις που αφορούν το μηχανισμό και τον τρόπο χορήγησης της αδείας αναψυχής από το τρίτο ημερολογιακό έτος απασχόλησης..

Κατ’ αρχάς ο νομοθέτης προέβλεψε τη χορήγηση κανονικής αδείας με αποδοχές, ώστε οι εργαζόμενοι να ανανεώσουν κατά τη διάρκειά της τόσο τις σωματικές όσο και τις πνευματικές δυνάμεις που είχαν απολέσει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και να είναι αποδοτικότεροι στην προσφορά της εργασίας τους το επόμενο χρονικό διάστημα.

Η χορήγηση αδείας προϋποθέτει την ύπαρξη εξαρτημένης σχέσης εργασίας. Δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αδείας στη ναυτική εργασία (ΑΠ 1158/95). 'Αδεια δικαιούνται και οι μισθωτοί οι οποίοι εργάζονται με άκυρη σύμβαση, διότι το δικαίωμα λήψης των αποδοχών στηρίζεται στο νόμο και όχι σε διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 389/1998 & ΑΠ 983/2000).

Στις ημέρες αδείας υπολογίζονται μόνο εργάσιμες ημέρες, δηλ. δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, οι αργίες καθώς και οι ημέρες ασθενείας που εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα της αδείας.

Ο χρόνος χορήγησης των αδειών, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 539/45, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 15 άρθρο 3 του Ν. 4504/1966 (ΦΕΚ 57 / τ.Α΄ / 14-03-66), κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο (2) μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα διατυπωθεί το σχετικό αίτημα, υποχρεούται δε να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν λήξη το ημερολογιακό έτος, έστω κι αν δεν τη ζήτησε ο εργαζόμενος (ΑΠ 1013/87). Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον του προσωπικού που δικαιούται άδεια πρέπει να τη λάβει μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαϊου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.

Ο εργοδότης δύναται να χορηγεί ομαδικά τις άδειες στους εργαζομένους, στην περίπτωση που η επιχείρηση διακόπτει τις εργασίες της σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες ή για συντήρηση των μέσων παραγωγής ή για άλλους λόγους). Ο τρόπος αυτός προϋποθέτει την έγκαιρη γνωστοποίηση διακοπής των εργασιών λόγω ομαδικής χορήγησης αδειών στο προσωπικό, προκειμένου να αποφύγει ο εργοδότης τις συνέπειες τις υπερημερίας από τυχόν αξιώσεις εργαζομένων, οι οποίοι είτε έλαβαν την άδεια που τους αναλογεί πριν από το χρόνο διακοπής των εργασιών της επιχείρησης είτε η άδεια που δικαιούνται είναι μικρότερη σε διάρκεια από τον αριθμό των εργασίμων ημερών του διαστήματος κατά το οποίο διακόπτει η επιχείρηση τις εργασίες της. Όταν πρόκειται για νεοπροσληφθέντες μισθωτούς δεν αποκλείεται ο εργοδότης να χορηγήσει προκαταβολικά την άδεια την οποία θα εδικαιούτο κάθε μισθωτός κατά τους επόμενους μήνες της πρόσληψής του, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου διακοπής των εργασιών της επιχείρησης, με την επιφύλαξη να απολέσει ο εργοδότης τις προκαταβληθείσες αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας, χωρίς να έχει συμβατική υποχρέωση, σε όσους εργαζόμενους δεν επανέλθουν στην επιχείρηση.

Σε περίπτωση διαφοράς ως προς τον αριθμό και τη σειρά των μισθωτών που δικαιούνται άδεια, τη διάρκεια και τη χρονική περίοδο χορήγησης αυτής, αποφαίνεται τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από Κοινωνικό Επιθεωρητή Εργασίας, τον εργοδότη ή αντιπρόσωπό του και εκπρόσωπο του επιχειρησιακού σωματείου εάν υπάρχει ή άλλης συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Α.Ν. 539/45 κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν συναφθεί, η οποία περιλαμβάνει την εγκατάλειψη του δικαιώματος λήψης αδείας ή την παραίτηση απ’ αυτήν κι αν ακόμη προβλέπει σημαντική χρηματική αποζημίωση, θεωρείται άκυρος. Με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957 (ΦΕΚ 182 /τ.Α΄ / 17-09-57) ο εργοδότης ο οποίος αρνήθηκε να χορηγήσει σε εργαζόμενό του την άδεια που δικαιούται εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.

Κατά τη διάρκεια του χρόνου της κανονικής αδείας απαγορεύεται η λύση της εργασιακής σχέσης με υπαιτιότητα του εργοδότη (απόλυση – καταγγελία σύμβασης εργασίας). Επίσης απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της αδείας η οποιαδήποτε εργασία με αποδοχές από τον εργαζόμενο. Στον εργαζόμενο που αναλαμβάνει τέτοια εργασία κατά τη διάρκεια της αδείας του, ο νέος εργοδότης δικαιούται να μη καταβάλλει αμοιβή για το χρονικό αυτό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Α.Ν. 539/45.

Η άδεια κατ’ αρχήν χορηγείται αυτούσια, σε αλλεπάλληλες εργάσιμες ημέρες δηλ. κατά κανόνα χορηγείται ολόκληρη σε κάθε ημερολογιακό έτος, εκτός από τον πρώτο και δεύτερο χρόνο εργασίας, όπως προείπαμε, κατά το οποίο μπορεί να χορηγηθεί τμηματικά σύμφωνα με τις νέες διατάξεις των άρθρων 6 & 1.

Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάτμηση της αδείας με τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της από 26-01-1977 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. που κυρώθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 549/1977, δηλ. σε περίπτωση ιδιαίτερα σοβαρής και επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή μετά από αίτηση του μισθωτού λόγω δικαιολογημένης αιτίας και οπωσδήποτε μετά από έγκριση της αρμόδιας Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, κάθε τμήμα της αδείας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον έξι (6) εργάσιμες ημέρες (μία εβδομάδα). Η αίτηση που υποβάλει ο εργοδότης προς την οικεία Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας, πρέπει να καθορίζει και τα δύο τμήματα της αδείας. Πάντως δεν επιτρέπεται για κανέναν λόγο η κατάτμηση της κανονικής αδείας σε περισσότερα από δύο τμήματα.

Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι ο μισθωτός έχει δικαίωμα να ζητήσει να λάβει κανονική άδεια με αποδοχές από την πρώτη ημέρα έναρξης της εργασιακής σχέσης ή κατά τα επόμενα ημερολογιακά έτη, αλλά δεν έχει ο εργοδότης άμεση υποχρέωση χορήγησής της, παρά μόνο μέσα στα πλαίσια της κείμενης εργατικής νομοθεσίας που προαναφέραμε.

Σε περίπτωση μη έγκρισης της κατάτμησης αδείας και διαπίστωσης αυτής από αρμόδιο Κοινωνικό Επιθεωρητή Εργασίας κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου, μετά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη απασχόλησης, δύναται να επιβληθούν τόσο οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 16 όσο και οι ποινικές κυρώσεις του άρθρου 17 του Ν. 2639/98 (ΦΕΚ 205 /τ.Α΄ / 02-09-98), όπως τροποποιήθηκαν από το άρθρο 11 παρ. 5 του Ν. 3144/03.

Κατά τη διάρκεια της αδείας του ο μισθωτός δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α.Ν. 539/45, να λάβει τις συνήθεις αποδοχές που θα ελάμβανε εάν εργαζόταν κανονικά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα οι αποδοχές αυτές είναι:

α) για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, τόσα ημερομίσθια (ίσα με το 1/6 της εβδομαδιαίας αμοιβής), όσες είναι οι ημέρες αδείας που περιλαμβάνουν τις εργάσιμες και την εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης λόγω πενθημέρου και

β) για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, 24/25 για ένα έτος εργασίας (12 μήνες), ενώ για 2ο ή 3ο έτος εργασίας, έναν (1) ολόκληρο μισθό. Για τους μισθωτούς που έχουν δέκα (10) έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή δώδεκα (12) έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη, οι αποδοχές αδείας είναι ίσες με το μισθό ενός μηνός (που αντιστοιχεί σε όσες εργάσιμες ημέρες περιλαμβάνει ο πρώτος ημερολογιακός μήνας της αδείας) συν τόσα ημερομίσθια, όσες εργάσιμες ημέρες της αδείας περιέχονται στον επόμενο μήνα.

Στις αποδοχές περιλαμβάνονται οι συνήθεις αποδοχές, δηλ. ό,τι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικώς και μονίμως ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του. Κατά τη νομολογία συνυπολογίζονται στις αποδοχές αδείας οι τακτικές, πρόσθετες ή συμπληρωματικές παροχές που καταβάλλονται κατά τρόπο συνεχή, σταθερό και μόνιμο ώστε να είναι βέβαιο ότι θα καταβάλλονταν κατά το χρόνο της αδείας , εάν ο μισθωτός εργαζόταν κανονικά. Αποδοχές αδείας, μεταξύ άλλων αποτελούν:

 η αμοιβή για τακτική εργασία κατά Κυριακή, εορτές και νύκτα (Α.Π. 273/93, Α.Π. 540/85),

 η αμοιβή για ιδιόρρυθμη υπερωρία (40-43) του άρθρου 4 Ν. 2874/2000,

 η αμοιβή για νόμιμη τακτική υπερωρία που θα πραγματοποιούσε ο μισθωτός εάν εργαζόταν κατά το διάστημα της αδείας του (Α.Π. 911/86, Εφ.Αθ.1950/95,Εφ. Θεσ/νίκης 1038/93).

Δεν υπολογίζονται στις αποδοχές αδείας:

 η αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή εργασία

 η αναλογία του επιδόματος εορτών (δώρο) Χριστουγέννων και Πάσχα

 το επίδομα ισολογισμού

Τα διαστήματα κατά τα οποία δεν απασχολήθηκε ο μισθωτός λόγω ασθενείας βραχείας διάρκειας, στράτευσης, νόμιμης απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχόλησης ούτε συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας που δικαιούται.

Εκτός από τις αποδοχές αδείας, οι εργαζόμενοι δικαιούνται και επίδομα αδείας, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966. Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί συνακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας, είναι δηλ. ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, τον μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά ή κατ’ αποκοπήν, τα 13 ημερομίσθια.

Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας, προκαταβάλλονται στον εργαζόμενο με την έναρξη της αδείας του (άρθρο 3 παρ. 8 του Α.Ν. 539/45, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966) και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες του νομίμου καταβαλλόμενες αποδοχές, ούτε επιτρέπεται ο συμψηφισμός μετά από ρητή συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου (Εφ. Αθ. 8662/96).

Σημειωτέον ότι επανέρχεται ως δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας Α.Π. 40/2002, το τέλος του κάθε ημερολογιακού έτους (31/12), ενώ προηγουμένως δήλη ημέρα αποτελούσε η τελευταία ημέρα του δωδεκάτου μηνός από την πρόσληψη του μισθωτού.

Σε περίπτωση λύσης της σχέσης ή σύμβασης εργασίας με οποιοδήποτε τρόπο (απόλυση - οικειοθελή αποχώρηση) ή λήξης της εποχιακής απασχόλησης, πριν από την πιθανή λήψη τμηματικής αδείας, οι μισθωτοί δικαιούνται από τον εργοδότη τους δύο (2) ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησής τους, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σ’ αυτούς αποζημίωση για άλλο λόγο. Την άδεια ή την αποζημίωση αδείας δικαιούνται και οι εργαζόμενοι που προσελήφθησαν με καθεστώς διαλείπουσας ή εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα.

Κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Α.Ν. 539/45 όλοι οι εργοδότες πρέπει να τηρούν Βιβλίο αδειών, χωρίς υποχρέωση θεώρησής του από την οικεία Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας. Στο βιβλίο αδειών πρέπει να αναγράφονται το ονοματεπώνυμο του εργαζομένου, η ημερομηνία πρόσληψης, η χρονική διάρκεια της αδείας που δικαιούται, η χρονολογία χορήγησης αυτής, οι αποδοχές αδείας που καταβάλλονται σε κάθε μισθωτό και οι υπογραφές εργοδότη και εργαζομένου. Αντί βιβλίου δύναται να υπάρχουν και μηχανογραφημένα έντυπα, εφόσον περιλαμβάνουν στο σύνολό τους τα ανωτέρω στοιχεία. Το βιβλίο αδειών πρέπει να τίθεται στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου., προκειμένου να εξακριβωθεί η σωστή τήρηση της κείμενης περί αδειών νομοθεσίας.

Όπως έχει δεχθεί ο 'Αρειος Πάγος με την αριθμ. 7/92 απόφασή του οι διατάξεις περί αποδοχών αδείας συνιστούν αναγκαστικό δίκαιο και υπερισχύουν των Σ.Σ.Ε. που θεσπίζουν αντίθετο όρο.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Συγχωρέστε με, δεν το βάζω σαν ερώτημα, αλλά σαν παράπονο...

Τι θα τους χάλαγε δηλαδή να ορίζανε ότι ο Νόμος ισχύει από 1-1-2005;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
επισκέπτη ΝΟΜΟΣ 3302/28.12.04

ΠΡΟΣΛΗΦΘΗΚΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΕ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΗΝ 1/7/03 ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΕΚΛΕΙΣΑ 12 ΜΗΝΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΗΡΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 2004. ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 2004 ΕΙΧΑ ΠΑΡΕΙ 20 ΜΕΡΕΣ ΑΔΕΙΑΣ.ΤΩΡΑ ΣΤΟ 2005 ΞΑΝΑΠΗΡΑ ΑΔΕΙΑ 10 ΜΕΡΕΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ. ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΕΙ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ ΑΔΕΙΑ Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΝΟΜΟ (ΠΟΥ ΨΗΦΙΣΤΗΚΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 2004) ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΠΗΡΩΣΕΙΣ ΕΤΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΟΥ? ΚΑΙ ΑΝ ΝΑΙ ΤΟΤΕ ΦΕΤΟΣ ΠΟΣΕΣ ΜΕΡΕΣ ΕΧΩ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΑΔΕΙΑ?

ΠΗΡΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΑΙ ΡΩΤΗΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΙ ΑΔΕΙΑ. ΝΟΜΙΖΟ ΟΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΛΑΘΟΣ. ΤΙ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ?ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
ΠΡΟΣΛΗΦΘΗΚΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΕ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΗΝ 1/7/03 ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΕΚΛΕΙΣΑ 12 ΜΗΝΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΗΡΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 2004. ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 2004 ΕΙΧΑ ΠΑΡΕΙ 20 ΜΕΡΕΣ ΑΔΕΙΑΣ.ΤΩΡΑ ΣΤΟ 2005 ΞΑΝΑΠΗΡΑ ΑΔΕΙΑ 10 ΜΕΡΕΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ. ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΕΙ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ ΑΔΕΙΑ Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΝΟΜΟ (ΠΟΥ ΨΗΦΙΣΤΗΚΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 2004) ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΠΗΡΩΣΕΙΣ ΕΤΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΟΥ? ΚΑΙ ΑΝ ΝΑΙ ΤΟΤΕ ΦΕΤΟΣ ΠΟΣΕΣ ΜΕΡΕΣ ΕΧΩ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΑΔΕΙΑ?

ΠΗΡΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΑΙ ΡΩΤΗΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΙ ΑΔΕΙΑ. ΝΟΜΙΖΟ ΟΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΛΑΘΟΣ. ΤΙ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ?ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.

Λοιπόν:

1. Από 1/7/03-30/6/04 έπρεπε να πάρεις 20 εργάσιμες ημέρες άδεια και ένα επίδομα αδείας.

2. Από 1/7/04-31/12/04 έπρεπε να πάρεις (21/12*6=10,50 άρα 11 ημέρες άδεια, και 2*6=12/25 του μισθού ως επίδομα αδείας).

3. Από 1/1/2005-31/12/2005 δικαιούσαι 22 εργάσιμες ημέρες άδεια και ένα επίδομα.

Εσύ πήρες 20 ημέρες αντί 31 το 2004 και φαντάζομαι 1 επίδομα.

Σου χρωστάνε λοιπόν 11 εργάσιμες από το 2004 και 12/25 του μισθού σου ως αναλογία επιδόματος του 2004.

Για φέτος πήρες 10 από τις 22 ημέρες που δικαιούσαι.

Τώρα για την Επιθεώρηση Εργασίας θα έλεγα τίποτα, αλλά .... ουδέν σχόλιον!!!

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Μετα απο την 3392/1.3.05 διευκρινιστική,

μού έμεινε η εξής απορία.

Επιχείρηση οφείλει έστω 10 ημέρες αδείας στο προσωπικό, νεοπροσληφθέντες και μη.

Είναι υποχρεωτικό να τις χορηγήσει μεσα στον Δεκέμβριο.

Αν όμως το ζητησουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να τους χορηγηθεί π.χ. Ιανουάριο ή άλλο μήνα του επόμενου έτους υπάρχει παράβαση;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
Μετα απο την 3392/1.3.05 διευκρινιστική,

μού έμεινε η εξής απορία.

Επιχείρηση οφείλει έστω 10 ημέρες αδείας στο προσωπικό, νεοπροσληφθέντες και μη.

Είναι υποχρεωτικό να τις χορηγήσει μεσα στον Δεκέμβριο.

Αν όμως το ζητησουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να τους χορηγηθεί π.χ. Ιανουάριο ή άλλο μήνα του επόμενου έτους υπάρχει παράβαση;

Δεν άλλαξε κάτι πάνω σ' αυτό.

Νίνα ισχύει ότι ίσχυε δηλαδή ο εργοδότης και πάλι είναι υποχρεωμένος να του τη δώσει

μέσα στο έτος που τη δικαιούται, όχι στο επόμενο έτος (Υπ.Εργ.210/82, Αρ.Π.789/97).

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι εύκολο!

Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση τώρα
  • Πλοηγούταν πρόσφατα   0 μέλη

    • Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένοι χρήστες που να βλέπουν αυτή τη σελίδα.

×
×
  • Δημιουργία νέου...