Προς το περιεχόμενο

98 χρόνια από τη γέννηση του Ν. Καββαδία


Προτεινόμενες αναρτήσεις

Θα γινόταν 98 χρονώ σήμερα ο Μαραμπού.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό

κ' είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.

Από να φοβάμαι και να καρτερώ

κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.

Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες

έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί

χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Μακάρι και να υπήρχε , αυτός ο αγαπημένος ποιητής .....

http://www.youtube.com/watch?v=4PA1IxzniS8

ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΥ ΑΛΑΔΙΝΟΥ

Στο Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα

Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ

που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.

Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ' το λαιμό,

μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.

Κόκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά

και στείλε τη «φιγούρα» μας στον πειρατή ρεγάλο.

Πες μου, πού βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ' ανοιχτά

και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;

Για το άστρο της Ανατολής κινήσαμε μικροί.

Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει!

Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί, στο Κονακρί,

με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.

Του ναύτη δος του στη στεριά κρεβάτι, και να πιει.

- Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες... -

Μεσ' στο μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί

κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.

- Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω. -

Και πήδηξε ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,

στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ' τη Σκύρο.

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!

Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,

μα πρύμα πλώρα μόνο εσύ πατάς στοχαστικά,

κρατώντας στα χεράκια σου το λύχνο του Αλαδίνου.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ευτυχως για πολλους απο μας, που καποιοι ανακαλυψαν τι θησαυρους εκρυβαν αυτοι οι στιχοι ..

Γυναίκα

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.

Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα

Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία

Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.

Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.

Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,

για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.

Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.

Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,

που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.

Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.

Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,

πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.

Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;

Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει

τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.

Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.

Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό

έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.

Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.

Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω

ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Και το Μαραμπου για όσους δεν γνωρίζουν την Ιστορία του ,

ειναι απίστευτο ,

το να μπορείς να κάνεις την ζωή σου ένα ποιήμα και μιά εξομολόγηση .

ΜΑΡΑΜΠΟΥ

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί

πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,

πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ

κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό

πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,

κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,

σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,

που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,

κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές

κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,

και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,

κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,

εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ

και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.

Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -

και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,

κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,

ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,

μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,

και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,

συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,

κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,

κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,

μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά

και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό

κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι

κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,

όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,

ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,

και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με

όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.

Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.

Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,

κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό

είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,

και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,

το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,

κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο

(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)

κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,

οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,

κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,

με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.

Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.

Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές

«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,

μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,

που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,

το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,

κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,

και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ

έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,

σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,

φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,

που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί

πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,

πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,

μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ

ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.

Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,

νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!

για τις κορυφαίες στιγμές που μας χάρισε και συνεχίζει να μας χαρίζει!!!

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας

Μουσική: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει

Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή

Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων

Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι

Που του γραφείου σου πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά

Να φύγει κράζοντας βραχνά χτυπώντας τα φτερά του

Προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του νοτιά

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε

κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει

Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι

κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν

οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες

Κι εγώ σ΄ αυτές απλά να σε σύσταινα

σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες

Κάτι που θα ΄κανε τα υγρά παράδοξα σου μάτια

Που αβρές μαθητριούλες τ ΄αγαπούν και σιωπηροί ποιητές

Χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουνε

Με κάποιο τρόπο που όπως λεν δεν γέλασαν ποτέ

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει

Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ για σκέψου εγώ

Ένα καράβι να σε πάρει Καίσαρ να μας πάρει

Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ οδηγώ

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε

κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει

Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι

κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια

Στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει

Γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα

θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

post-1672-1200058700_thumb.jpg

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μιά μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Ελληνες (Κεφαλλονίτες). Οταν ήταν πολύ μικρός, η οικογένεια γύρισε στην Ελλάδα.

Μερικά χρόνια μείνανε στην Κεφαλλονιά και από το 1921 ως το 1932 στον Πειραιά, όπου ο Νίκος Καββαδίας τέλειωσε το Δημοτικό και μετά το Γυμνάσιο. Μαθητής του Δημοτικού, έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929, πήγε υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο και λίγους μήνες αργότερα μπαρκάρησε ναύτης σε φορτηγό. Για μερικά χρόνια, συνέχισε να φεύγει με τα φορτηγά, να γυρίζει πίσω ταλαιπωρημένος και αδέκαρος, για να ξαναφύγει σε λίγο. Ωσπου αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή.

Αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος, μα είχε ήδη χάσει αρκετά χρόνια στις περιπλανήσεις του και το δίπλωμα τού ασυρματιστή ήταν πιό σύντομη λύση. Το πήρε το 1939 -- έγινε όμως ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, πήγε στρατιώτης στην Αλβανία κι έμεινε ξέμπαρκος στην Αθήνα, τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.

Ξαναμπαρκάρησε το 1944 και ταξίδεψε αδιάκοπα, ως ασυρματιστής, σε όλο τον κόσμο, ως τον Νοέμβρη του 1974 -- τρείς μήνες πριν απ' το εγκεφαλικό επεισόδιο, στις 10 του Φλεβάρη, 1975.

Η Βάρδια, το μοναδικό του μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1954. Η ποιητική συλλογή Μαραμπού κυκλοφόρησε το 1933, το Πούσι το 1947, και το Τραβέρσο το 1975. Τα μικρά πεζά Λι, και Του πολέμου/Στο άλογό μου κυκλοφόρησαν το 1987. Το "Λι" γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο "Between the Devil and the Deep Blue Sea".

http://www.geocities.com/kveragr/

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Μαρέα

Κούτρας Γιάννης & Θηβαίος Χρήστος

Μουσική/Στίχοι: Μικρούτσικος Θάνος/Καββαδίας Νίκος

Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά

το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες

Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες

του Chagall άλογα – τσίρκο του Seurat

Πυξίδα γέρικη – ataxie locomotrice –

και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα

Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κ’ οι τρεις

να λύσει τ’ άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα

Της τραμουντάνας τ’ άστρο, τ’ άστρα του Νοτιά

παντρεύονται με πορφυρόχρωμους κομήτες

Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες

παίξαν του Σέσωστρη την κόρη στα χαρτιά

Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα

καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες

Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες

μας πρόδωσε μ’ ένα πνιγμένο του Νορόνα

Πουλιά στα ξάρτια – καραντί – στεργιανή ζάλη

χελιδονόψαρα – πνιγμένου δαχτυλίδι

Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι

το κυβερνάν του Μαγγελάνου οι παπαγάλοι

Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία

και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει

Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι

και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Αρμίδα

Το πειρατικό του Captain Jimmy,

που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,

είναι φορτωμένο με χασίς

κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει

και με τη βοήθεια του καιρού

όσο που να πάμε στο Περού

το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη

με λογής παράξενα φυτά,

ένας γέρος ήλιος μας κοιτά

και μας κλείνει πού και πού το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,

- πού να ξοδεύτηκαν τόννοι χίλιοι;

Μας προσμένουν πίπες αδειανές

και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,

οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.

Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά

δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλωριά γοργόνα μια βραδιά

πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,

δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά

του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κι έπειτα στις ξέρες του Ακορά

τσούρμο τ' άγριο κύμα θα μας βγάλει

τέρατα βαμμένα πορφυρά

με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ας συνεχίσουμε το ταξίδι που ξεκίνησε ο κύριος Σταύρος ,

ΚΑΡΑΝΤΙ

Στο κορίτσι από το Βόλο

Μπάσες στεριές, ήλιος πυρός και φοινικιές,

ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.

Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,

που αρρώστιες τα 'χουνε τσακίσει τροπικές.

Παντιέρα κίτρινη - σινιάλο του νερού.

Φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο.

Τα δυο φανάρια της νυχτός. Κι ο Pisanello

ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού.

Το καραντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.

Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο και σκουριά.

Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,

κοιμήθηκε ο καρχαρίας που πιλοτάρει.

Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,

όπως και τότε απ' του Κολόμπου την κουκέτα.

Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,

χρόνια προσμένω τη στεριά, να ζαλιστώ.

Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς

κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.

Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους

στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.

Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.

Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά

κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,

διπλά φορώντας των Ινκάς τα σκουλαρίκια.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Και ένα λατρεμένο ποιημα ........

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Στο Γιώργο Θεοτοκά

Έβραζε το κύμα του γαρμπή.

Ήμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη·

γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη

σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,

που όσο κι αν το καις Δε λέει να σβήσει.

Είπαν πως την είχες αγαπήσει

σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό

κι ο Σταυρός του νότου με τα στράλια.

Κομπολόι κρατάς από κοράλλια

κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του κενταύρου μια νυχτιά

με το παλλινώριο πήρα κάτου.

Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου:

- Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά.

Άλλοτε απ' τον ίδιον ουρανό

έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,

με του καπετάνιου τη μιγάδα,

μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Bι

πήρες το μαχαίρι, δυο σελλίνια,

μέρα μεσημέρι απά στη λίνια

ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής

πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.

Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι

και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ειχαμε δεν ειχαμε, μελαγχολησαμε παλι ....

ειναι και Παρασκευη...

Όχι ρε κορίτσι μου, όχι και μελαγχολήσαμε!

Νοσταλγήσαμε, και αντινοσταλγήσαμε ναι!

Η Ζωή δεν φέρνει μελαγχολία, ούτε η αγάπη στον συνάνθρωπο.

Οι προσευχές των ναυτικών

στο Θανάση Καραβία

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,

βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι

κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί

μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,

μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,

προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές

κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή

βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,

κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,

κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,

εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,

και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,

που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Ελληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,

από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν , το σταυρό τους

κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή ''Πάτερ ημών...''

το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Σαν να είσαι δίπλα του , σε μπάρκο ......

και να ταξιδεύεις .

Cambay's water

Στον Π.Π.Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσόλι στο ποτάμι.

Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο

''κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω''

ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,

οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,

ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,

που ' ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει γιά πέρα,

σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,

μ' απόψε-λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,

την ώρα που είπες με θυμό: ''θα βγω άλλη μέρα...''

Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μιά ιστορία,

την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,

τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα

κι όλο μουρμούριζες βραχνά : ''Φάλτσο η πορεία...''

Ξημέρωσε κι ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,

η μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!...

Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος

και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάραμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.

Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε τ' αγιάζι.

Ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι,

μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Φτάνει για σήμερα .........

αύριο πάλι .

FEDERICO GARCIA LORCA

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό

και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.

Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,

τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά

και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.

Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά

κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά

και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.

Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά.

Τράβα μπροστά - ξοπίσω εμείς - και μη σε μέλλει.

Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές

και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.

Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές

τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;

Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.

Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω

κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.

Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά

σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,

μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.

Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.

Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα

και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Όχι ρε κορίτσι μου, όχι και μελαγχολήσαμε!

Νοσταλγήσαμε, και αντινοσταλγήσαμε ναι!

Η Ζωή δεν φέρνει μελαγχολία, ούτε η αγάπη στον συνάνθρωπο.

Ενταξει να παρω πισω τον πληθυντικο :D

Ομως, εξακολουθω να μη βρισκω αλλη λεξη για μενα...

γι αυτη τη σιωπη και την ακινησια της ψυχης, που απαιτει το ακουσμα του Καββαδια..

γι αυτα τα ταξιδια που δεν καναμε..τα ταξιδια που μας χαρισε

δεν βλεπω, να κυριαρχει στην ποιηση του η αγαπη για τον συνανθρωπο, ουτε και ο πονος της επιστροφης (νοσταλγια)

το πώς ο καθενας το εχει συνδεσει μεσα του, ειναι πολυ προσωπικο θεμα

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι εύκολο!

Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση τώρα
  • Πλοηγούταν πρόσφατα   0 μέλη

    • Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένοι χρήστες που να βλέπουν αυτή τη σελίδα.
×
×
  • Δημιουργία νέου...