Επειδή μου έχει τύχει πρόσφατα να το δω ακόμη και μπροστά μου ( συναλλαγή δηλαδή υπαλλήλου Δ.Ο.Υ. με επιχειρηματία ), που αφορούσε την τήρηση των λογιστικών βιβλίων απο αυτόν ( κάποιοι υπάλληλοι έχουν αποθρασυνθεί εντελώς ) , παραθέτω την παρακάτω απόφαση .
Και το κάνω διότι αισθάνομαι αγανάκτηση ....
Αριθ. Απόφ. 2317/2003 ( ΣΤ' Ποιν. τμ. Α.Π. )
Προεδρεύων: Θεόδωρος Μπάκας, Αρεοπαγίτης
Εισηγητής: Χρήστος Μπαβέας, Αρεοπαγίτης
Εισαγγελεύς: Γεώργιος Ζορμπάς, Αντεισαγγελεύς
Δικηγόρος: Ι. Μ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 56 παρ. 3 του Ν. 2065/1992 «Αναμόρφωση της άμεσης φορολογίας και άλλες διατάξεις», «απαγορεύεται σε φοροτεχνικούς υπαλλήλους να τηρούν λογιστικά βιβλία φορολογουμένων ή να παρέχουν σ' αυτούς φορολογικές ή άλλες συμβουλές ή υπηρεσίες γενικά. Οι παραβάτες τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση απολύεται αυτοδικαίως της υπηρεσίας». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος αρκεί η εκ μέρους των φοροτεχνικών υπαλλήλων τήρηση λογιστικών βιβλίων φορολογουμένων ή η παροχή σ' αυτούς φορολογικών ή άλλων συμβουλών ή υπηρεσιών γενικά, χωρίς να απαιτείται οι ενέργειες αυτές να τείνουν στην παροχή συνδρομής ώστε ο φορολογούμενος να διαπράξει αξιόποινη φοροδιαφυγή. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστοί αυτοί στη νομική ορολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ. 2 του Π.Κ., σύμφωνα με την οποία η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού για να είναι ορισμένος, είναι εκτός εκείνων που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί περί του ισχύοντος δικαίου, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο που δίκασε κατ' έφεση και την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στο Μ. Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από ... μέχρι και το μήνα ... ο κατηγορούμενος αν και ήταν φοροτεχνικός υπάλληλος που υπηρετούσε στη Δ.Ο.Υ. Α. Αττικής και λόγω της ιδιότητάς του αυτής απαγορεύεται από το νόμο να τηρεί λογιστικά βιβλία ή να παρέχει σ' αυτούς φορολογικές ή άλλες συμβουλές, παραταύτα αυτός τηρούσε τα λογιστικά βιβλία της ατομικής επιχειρήσεως της φορολογουμένης Χ.Π., η οποία διατηρούσε εμπορικό κατάστημα με την επωνυμία « ...», στην οδό Σ. στο ... και της παρείχε φορολογικές και άλλες υπηρεσίες έναντι αμοιβής 20.000 δραχμών μηνιαίως. Συγκεκριμένα δε την προέτρεψε να εκδώσει ένα εικονικό τιμολόγιο προς μια υπαρκτή ανώνυμη εταιρεία, που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ποσού 5.000.000 δραχμών προκειμένου να εισπράξει και να εκμεταλλευτεί επί ένα δίμηνο τον Φ.Π.Α. Επίσης δε κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-1993 μέχρι και 15-3-1994 τηρούσε τα λογιστικά βιβλία του Κ.Π. που διατηρούσε καφετέρια «Κ.» στο .... Αττικής και συγχρόνως του παρείχε φορολογικές και άλλες συμβουλές και υπηρεσίες. Ειδικότερα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται ότι η λήψη αμοιβής από τον κατηγορούμενο για τις παρεχόμενες ως άνω υπηρεσίες του, προκύπτει από τη σαφή κατάθεση της μηνύτριας, την οποία επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας Ε.Γ., ο οποίος εργαζόταν στο κατάστημα της μηνύτριας και ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του δέχθηκε ότι αυτός έκανε τις καταχωρίσεις στα βιβλία της επιχειρήσεως της μηνύτριας, τα δε βιβλία πήγαινε στο κατάστημα αυτής, την επομένη ημέρα, η γυναίκα του. Τέλος, για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί νομικής πλάνης, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαλαμβάνεται η εξής αιτιολογία: « ο ισχυρισμός του δε ότι παρείχε τις υπηρεσίες του αυτές χωρίς αμοιβή δεν κρίνεται πειστικός ενόψει του ότι δεν προέκυψε κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους που να δικαιολογεί την παροχή του αυτή άνευ αμοιβής». Με βάση τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της παραβάσεως του άρθρου 56 παρ. 3 του Ν. 2065/1992 με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
3. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, όπως γι' αυτήν τελικώς καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 56 παρ. 3 του Ν. 2065/1992, την οποία εφάρμοσε ορθά χωρίς να την παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, δεν εφάρμοσε εσφαλμένα την διάταξη αυτή εκ του ότι δεν διέλαβε παραδοχή ότι οι απαγορευμένες ενέργειες του κατηγορουμένου κατέτειναν στην παροχή συνδρομής ώστε ο φορολογούμενος να διαπράξει αξιόποινη φοροδιαφυγή. Περαιτέρω, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψη του προβληθέντος από τον κατηγορούμενο ισχυρισμού περί νομικής πλάνης, διότι, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ο σχετικός ισχυρισμός είχε προβληθεί κατά τρόπον αόριστο. Συγκεκριμένα ο συνήγορος του κατηγορουμένου « ζήτησε την αθώωση του πελάτου του και κατέθεσε αυτοτελή ισχυρισμό περί νομικής πλάνης », χωρίς να εκθέσει ενώπιον του δικαστηρίου κανένα εκ των προαναφερθέντων στοιχείων που απαιτούνται για το ορισμένο του ισχυρισμού του κατηγορουμένου. Το δικαστήριο, εν τούτοις απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν ως αβάσιμο, αφού δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ελάμβανε αμοιβή για τις παρεχόμενες απαγορευμένες υπηρεσίες του, και έτσι απέκλεισε την συνδρομή συγγνωστής νομικής πλάνης (δηλαδή ότι πεπλανημένως πίστευε ότι είχε δικαίωμα να παρέχει τις υπηρεσίες του στους φορολογουμένους άνευ αμοιβής). Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' πρώτος και δεύτερος (τελευταίος) λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Ερώτηση
KAROLOS
Επειδή μου έχει τύχει πρόσφατα να το δω ακόμη και μπροστά μου ( συναλλαγή δηλαδή υπαλλήλου Δ.Ο.Υ. με επιχειρηματία ), που αφορούσε την τήρηση των λογιστικών βιβλίων απο αυτόν ( κάποιοι υπάλληλοι έχουν αποθρασυνθεί εντελώς ) , παραθέτω την παρακάτω απόφαση .
Και το κάνω διότι αισθάνομαι αγανάκτηση ....
Αριθ. Απόφ. 2317/2003 ( ΣΤ' Ποιν. τμ. Α.Π. )
Προεδρεύων: Θεόδωρος Μπάκας, Αρεοπαγίτης
Εισηγητής: Χρήστος Μπαβέας, Αρεοπαγίτης
Εισαγγελεύς: Γεώργιος Ζορμπάς, Αντεισαγγελεύς
Δικηγόρος: Ι. Μ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 56 παρ. 3 του Ν. 2065/1992 «Αναμόρφωση της άμεσης φορολογίας και άλλες διατάξεις», «απαγορεύεται σε φοροτεχνικούς υπαλλήλους να τηρούν λογιστικά βιβλία φορολογουμένων ή να παρέχουν σ' αυτούς φορολογικές ή άλλες συμβουλές ή υπηρεσίες γενικά. Οι παραβάτες τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση απολύεται αυτοδικαίως της υπηρεσίας». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος αρκεί η εκ μέρους των φοροτεχνικών υπαλλήλων τήρηση λογιστικών βιβλίων φορολογουμένων ή η παροχή σ' αυτούς φορολογικών ή άλλων συμβουλών ή υπηρεσιών γενικά, χωρίς να απαιτείται οι ενέργειες αυτές να τείνουν στην παροχή συνδρομής ώστε ο φορολογούμενος να διαπράξει αξιόποινη φοροδιαφυγή. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστοί αυτοί στη νομική ορολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ. 2 του Π.Κ., σύμφωνα με την οποία η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού για να είναι ορισμένος, είναι εκτός εκείνων που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί περί του ισχύοντος δικαίου, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο που δίκασε κατ' έφεση και την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στο Μ. Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από ... μέχρι και το μήνα ... ο κατηγορούμενος αν και ήταν φοροτεχνικός υπάλληλος που υπηρετούσε στη Δ.Ο.Υ. Α. Αττικής και λόγω της ιδιότητάς του αυτής απαγορεύεται από το νόμο να τηρεί λογιστικά βιβλία ή να παρέχει σ' αυτούς φορολογικές ή άλλες συμβουλές, παραταύτα αυτός τηρούσε τα λογιστικά βιβλία της ατομικής επιχειρήσεως της φορολογουμένης Χ.Π., η οποία διατηρούσε εμπορικό κατάστημα με την επωνυμία « ...», στην οδό Σ. στο ... και της παρείχε φορολογικές και άλλες υπηρεσίες έναντι αμοιβής 20.000 δραχμών μηνιαίως. Συγκεκριμένα δε την προέτρεψε να εκδώσει ένα εικονικό τιμολόγιο προς μια υπαρκτή ανώνυμη εταιρεία, που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ποσού 5.000.000 δραχμών προκειμένου να εισπράξει και να εκμεταλλευτεί επί ένα δίμηνο τον Φ.Π.Α. Επίσης δε κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-1993 μέχρι και 15-3-1994 τηρούσε τα λογιστικά βιβλία του Κ.Π. που διατηρούσε καφετέρια «Κ.» στο .... Αττικής και συγχρόνως του παρείχε φορολογικές και άλλες συμβουλές και υπηρεσίες. Ειδικότερα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται ότι η λήψη αμοιβής από τον κατηγορούμενο για τις παρεχόμενες ως άνω υπηρεσίες του, προκύπτει από τη σαφή κατάθεση της μηνύτριας, την οποία επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας Ε.Γ., ο οποίος εργαζόταν στο κατάστημα της μηνύτριας και ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του δέχθηκε ότι αυτός έκανε τις καταχωρίσεις στα βιβλία της επιχειρήσεως της μηνύτριας, τα δε βιβλία πήγαινε στο κατάστημα αυτής, την επομένη ημέρα, η γυναίκα του. Τέλος, για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί νομικής πλάνης, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαλαμβάνεται η εξής αιτιολογία: « ο ισχυρισμός του δε ότι παρείχε τις υπηρεσίες του αυτές χωρίς αμοιβή δεν κρίνεται πειστικός ενόψει του ότι δεν προέκυψε κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους που να δικαιολογεί την παροχή του αυτή άνευ αμοιβής». Με βάση τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της παραβάσεως του άρθρου 56 παρ. 3 του Ν. 2065/1992 με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
3. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, όπως γι' αυτήν τελικώς καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 56 παρ. 3 του Ν. 2065/1992, την οποία εφάρμοσε ορθά χωρίς να την παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, δεν εφάρμοσε εσφαλμένα την διάταξη αυτή εκ του ότι δεν διέλαβε παραδοχή ότι οι απαγορευμένες ενέργειες του κατηγορουμένου κατέτειναν στην παροχή συνδρομής ώστε ο φορολογούμενος να διαπράξει αξιόποινη φοροδιαφυγή. Περαιτέρω, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψη του προβληθέντος από τον κατηγορούμενο ισχυρισμού περί νομικής πλάνης, διότι, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ο σχετικός ισχυρισμός είχε προβληθεί κατά τρόπον αόριστο. Συγκεκριμένα ο συνήγορος του κατηγορουμένου « ζήτησε την αθώωση του πελάτου του και κατέθεσε αυτοτελή ισχυρισμό περί νομικής πλάνης », χωρίς να εκθέσει ενώπιον του δικαστηρίου κανένα εκ των προαναφερθέντων στοιχείων που απαιτούνται για το ορισμένο του ισχυρισμού του κατηγορουμένου. Το δικαστήριο, εν τούτοις απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν ως αβάσιμο, αφού δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ελάμβανε αμοιβή για τις παρεχόμενες απαγορευμένες υπηρεσίες του, και έτσι απέκλεισε την συνδρομή συγγνωστής νομικής πλάνης (δηλαδή ότι πεπλανημένως πίστευε ότι είχε δικαίωμα να παρέχει τις υπηρεσίες του στους φορολογουμένους άνευ αμοιβής). Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' πρώτος και δεύτερος (τελευταίος) λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες
Top Posters For This Question
17
10
10
8
Popular Days
19 Ιούν
38
19 Οκτ
24
13 Οκτ
20
17 Ιούν
16
Top Posters For This Question
KAROLOS 17 posts
stefanos_her 10 posts
jim1970 10 posts
LandS 8 posts
Popular Days
19 Ιούν 2012
38 posts
19 Οκτ 2006
24 posts
13 Οκτ 2006
20 posts
17 Ιούν 2012
16 posts
Popular Posts
jim1970
47χρονος λογιστής πλέον..και επωνύμως !! πέρασαν κιόλας 5 χρόνια από τότε..Ιούλιος του 2012 ήταν.. 5 χρόνια ταλαιπωρίας με ξενύχτια, άγχος, φόβο,καταθέσεις,απολογίες,κόντρα καταθέσεις, οικον
stefanos_her
Προς στιγμή μπερδεύτηκα, γιατί νόμισα ότι ήσουν από Ηράκλειο... Ανάλογη περίπτωση έσκασε και εδώ... Κατά πάγια τακτική, βγαίνουν και κάνουν το τελάλη ότι εξυχνιάζουν υποθέσεις, ώστε να φοβηθούν αυτοί
Grzokas
Να βρεθεί σάλιο γιατί ρόδα είναι και γυρίζει....
180 απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση
Προτεινόμενες αναρτήσεις
Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο
Δημιουργήστε έναν λογαριασμό
Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι εύκολο!
Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμόΣύνδεση
Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Σύνδεση τώρα