Προς το περιεχόμενο

Η υποχρέωση υποβολής κοινής φορολογικής δήλωσης των συζύγων,δεν παραβιάζει:α) την συνταγματική αρχή της ισότητας των δύο φύλων &β)τις συνταγματικές αρχές της προσωπικότητας και της περιουσιακής αυτ


Προτεινόμενες αναρτήσεις

Θεωρώ σημαντική την παρακάτω απόφαση :

Aριθ. Aπόφ. 1215/2005 (Tρ. Δ. Πρ. Θεσ/νίκης).

Επειδή με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση της 2563/31.3.2003 πράξης του προϊσταμένου της Δ' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, στην οποία εμπεριέχεται άρνηση να διενεργήσει εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος της προσφεύγουσας για το οικονομικό έτος 2002 βάσει της από 25.5.2002 αυτοτελούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που η προσφεύγουσα υπέβαλε για το ατομικό της εισόδημα του οικείου οικονομικού έτους, με την αιτιολογία ότι ως έγγαμη υποχρεούνταν να υποβάλει τη σχετική δήλωση μετά του συζύγου της και όχι αυτοτελώς. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής, δεδομένου ότι η διαφορά που ανακύπτει από την έκδοση της παραπάνω αρνητικής πράξης της φορολογικής αρχής, για διενέργεια εκκαθάρισης του φόρου εισοδήματος της προσφεύγουσας, συνάπτεται, ως εκ της φύσεώς της, προς την φορολογική υποχρέωση καταβολής του αναλογούντος από αυτήν φόρου εισοδήματος ή επιστροφής σε αυτήν της τυχόν προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ του παρακρατηθέντος και οφειλόμενου ποσού φόρου εισοδήματος και, συνεπώς, αποτελεί φορολογική διαφορά ουσίας (πρβλ. ΣτΕ 1320/1999, 2062/1996, ΑΕΔ 1/1986). Ενόψει δε του ότι η προσφυγή ασκείται παραδεκτά, εφόσον καταβλήθηκε και το σχετικό παράβολο (σχετ. το .... έντυπο παραβόλου), αυτή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία.

Επειδή στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3...». Εξάλλου, η παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζει τα εξής: «Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις, που καθιερώνουν την αρχή της ισονομίας άνδρα και γυναίκας, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει μέτρα που οδηγούν σε αδικαιολόγητη διάκριση βάσει του φύλου (πρβλ. Ολ ΣτΕ 1467/2004). Περαιτέρω, στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου, ειδικότερη έκφραση της αρχής της ισονομίας των δύο φύλων, καθώς και της συνταγματικής αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των συζύγων (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), αποτελεί, μεταξύ άλλων, και η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου που καθιερώνεται με το άρθρο 1397 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία, οι ατομικές περιουσίες των δύο συζύγων, τόσο αυτές που υπήρχαν κατά την τέλεση του γάμου, όσο και εκείνες που αποκτώνται από αυτούς με οποιονδήποτε τρόπο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, παραμένουν ατομικές τους περιουσίες, με συνέπεια να επιτρέπεται η αυτοδύναμη ανάπτυξη της προσωπικότητας τους και, ειδικότερα της γυναίκας, και να περιορίζεται ο κίνδυνος διαιώνισης της οικονομικής της εξάρτησης από τον άνδρα (βλ. Εισηγητική Έκθεση του Ν. 1329/1983, ΑΚ 1397, Αρμ 37.285).

Επειδή ο Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Α' 151) ορίζει στο άρθρο 5 ότι: «1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Σε αυτή την περίπτωση το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου. 2. Ειδικά το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του...», στο άρθρο 61 ότι: «1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση, εφόσον... 2. Για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ειδικά, υποχρεούνται να επιδώσουν φορολογική δήλωση ο καθένας χωριστά για το συνολικό εισόδημά του οι σύζυγοι όταν: α') Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος, β') Ο ένας από τους δύο συζύγους έχει τεθεί σε δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση, ή τελεί υπό δικαστική αντίληψη...» και στο άρθρο 74 παρ. 4 ότι: «Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους, βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά... Αν με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το ποσό αυτής της οφειλής. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της οφειλής...».

Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσφεύγουσα, με την από 15.5.2002 αυτοτελή δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2002, που υπέβαλε στη Δ' ΔΟΥ θεσσαλονίκης ως νέα φορολογούμενη (δηλώνοντας στον πίνακα 2.1 ότι υποβάλλει δήλωση για πρώτη φορά), δήλωσε ως καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες το ποσό των... δραχμών, από το οποίο παρακρατήθηκε φόρος ποσού.... δρχ., ενώ δήλωσε ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης με βάση επιβατικό Ι.Χ. αυτοκίνητο ποσό .... δρχ. και δαπάνη για την αγορά Ι.Χ. αυτοκινήτου ποσό ... δρχ., καθώς και ποσό.... ως χρηματικό ποσό από διάθεση περιουσιακών στοιχείων που μειώνει την ετήσια δαπάνη και ποσό... δρχ. ως ποσό ασφαλίστρων, που αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα. Ακολούθως, με την από 19.3.2003 αίτησή της προς την παραπάνω ΔΟΥ, ζήτησε να διενεργηθεί η εκκαθάριση του φόρου βάσει της ως άνω φορολογικής της δήλωσης και να επιστραφεί η τυχόν διαφορά μεταξύ παρακρατηθέντος και οφειλόμενου φόρου που θα προκύψει στο δικό της όνομα. Με την 2563/31.3.2003 πράξη του ο προϊστάμενος της ως άνω ΔΟΥ αρνήθηκε να διενεργήσει την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος της προσφεύγουσας για το παραπάνω οικονομικό έτος, με την αιτιολογία ότι αυτή υπέβαλε αυτοτελή δήλωση, παρότι ήταν έγγαμη και, συνεπώς, υποχρεωμένη να υποβάλει κοινή φορολογική δήλωση μαζί με το σύζυγό της... σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 2 του Ν. 2238/1994, δεδομένου ότι η περίπτωσή της δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπουν οι περιπτώσεις α' και γ' της παραπάνω διάταξης για υποβολή χωριστής δήλωσης.

Επειδή, με την ήδη κρινόμενη προσφυγή της, όπως αναπτύσσεται με το επ' αυτής υπόμνημα, η προσφεύγουσα ζητά να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να διαταχθεί η εκκαθάριση του φόρου και να επιστραφεί σε αυτήν η προκύπτουσα, κατά τους ισχυρισμούς της, διαφορά μεταξύ παρακρατηθέντος φόρου ποσού... δρχ. και οφειλόμενου φόρου ποσού ... δρχ. ύψους ... δρχ. ή .. ευρώ. Ειδικότερα, προβάλλει ότι η άρνηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ να κάνει δεκτή την αυτοτελώς υποβληθείσα δήλωσή της και να διενεργήσει βάσει αυτής εκκαθάριση του φόρου εισοδήματός της στο όνομα της, με την αιτιολογία ότι είναι υποχρεωμένη να υποβάλει κοινή δήλωση με το σύζυγο της, είναι μη νόμιμη, δεδομένου ότι στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 61 παρ. 2 και 74 παρ. 4 του Ν. 2238/1994, οι οποίες αντίκεινται στην συνταγματική αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Και τούτο διότι, όπως υποστηρίζει, οι διατάξεις αυτές θέτουν την έγγαμη γυναίκα σε δυσμενέστερη μοίρα σε σχέση με τον έγγαμο άνδρα, περιορίζοντας τη φορολογική της αυτοτέλεια και την οικονομική της ανεξαρτησία, κατά το μέρος που υποχρεώνουν την έγγαμη γυναίκα, που τελεί σε ομαλή έγγαμη συμβίωση, να υποβάλει κοινή φορολογική δήλωση εισοδήματος με το σύζυγο της (άρθρο 5 παρ. 1). Στερώντας της τη δυνατότητα να υποβάλει ξεχωριστή δήλωση για τα ατομικά της εισοδήματα, δεν της επιτρέπουν να επιδώσει η ίδια στη φορολογική αρχή τη δήλωση, αλλά υπόχρεος προς τούτο είναι αποκλειστικά και μόνον ο σύζυγος και για τα εισοδήματά της (άρθρο 61 παρ. 2), ενώ ορίζουν ότι η εκκαθάριση και η βεβαίωση ή επιστροφή του φόρου που αναλογεί στα ατομικά της εισοδήματα γίνεται στο όνομα του συζύγου (άρθρο 74 παρ. 4). Περαιτέρω, επικαλείται ότι οι ως άνω νομοθετικές διατάξεις αντίκεινται και στην αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων, που καθιερώνεται στο άρθρο 1397 του Αστικού Κώδικα, και η οποία εμπεριέχει τη δυνατότητα του κάθε συζύγου να δηλώνει αυτοτελώς στη φορολογική αρχή τα ατομικά του εισοδήματα, χωρίς να λαμβάνει γνώση αυτών ο/η σύζυγος του, να συναλλάσσεται ο ίδιος με τη φορολογική αρχή, να παραλαμβάνει ο ίδιος το εκκαθαριστικό του σημείωμα και να εισπράττει την επιστροφή του φόρου που αναλογεί στα ατομικά του εισοδήματα, χωρίς την ανάγκη σύμπραξης του/της συζύγου. Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη άρνηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, δεδομένου ότι η ίδια υποβάλλει αυτοτελείς φορολογικές δηλώσεις, χωριστά από το σύζυγο της, από το οικονομικό έτος 1994 μέχρι το 2001, οι οποίες έχουν γίνει δεκτές από τη φορολογική αρχή και έχουν εκδοθεί τα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα (σχετ. προσκομίζονται επικυρωμένα από τη δικηγόρο της αντίγραφα των δηλώσεων και εκκαθαριστικών) και παρά το γεγονός ότι κατά το έτος 1994 η παραπάνω φορολογική αρχή αρχικώς της ζήτησε να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση στο όνομα του συζύγου της, ενώ τελικώς προχώρησε στην εκκαθάριση του φόρου εισοδήματός της βάσει της αυτοτελούς της δήλωσης (σχετ. προσκομίζεται το.../5.4.1994 δελτίο πληροφοριών της Δ' ΔΟΥ θεσσαλονίκης) και, συνεπώς, παραβιάζεται η επί οκτώ χρόνια παγιωμένη τακτική της διοίκησης, που της δημιούργησε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα γίνει δεκτή και η επίδικη αυτοτελώς υποβληθείσα φορολογική της δήλωση για το οικονομικό έτος 2002.

Επειδή, κατ' αρχήν, η υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης από τους συζύγους προς την φορολογική αρχή για τα εισοδήματά τους, που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2238/94, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, θέτοντας την έγγαμη γυναίκα σε δυσμενέστερη μοίρα σε σχέση με τον έγγαμο άνδρα, όπως αβάσιμα προβάλλεται με την προσφυγή, δεδομένου ότι δεν οδηγεί σε κάποια διάκριση βάσει του φύλου των συζύγων, αλλά υποχρεώνει αμφότερους να υποβάλλουν κοινή φορολογική δήλωση. Εξάλλου, η κοινή δήλωση, ενόψει του ότι δεν οδηγεί σε σωρευτική φορολογία, εφόσον ο φόρος υπολογίζεται χωριστά για τον

καθένα σύζυγο, μη επιτρεπομένου του συμψηφισμού του τυχόν αρνητικού εισοδήματος του ενός συζύγου με τα εισοδήματα του άλλου, συνάδει με την αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (άρθρο 1397 ΑΚ), που είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας των δύο φύλων και της αυτοτέλειας της προσωπικότητας των συζύγων στα πλαίσια του γάμου και αποβλέπει στην προστασία του γάμου και της οικογένειας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος), δεδομένου ότι διευκολύνει τη θέσπιση ευνοϊκότερου συστήματος εκπτώσεων των δαπανών και μειώσεων του φόρου από το συνολικό εισόδημα της οικογένειας (άρθρα 8 και 9 του Ν. 2238/94).

Περαιτέρω, παρότι υπόχρεος για την επίδοση της κοινής δήλωσης για τους εγγάμους είναι ο σύζυγος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 2 του Ν. 2238/94, η ρύθμιση αυτή δεν αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος της έγγαμης γυναίκας, δεδομένου ότι φορολογικά υπόχρεοι είναι και οι δύο σύζυγοι και η ευθύνη για τον τυχόν οφειλόμενο φόρο βαρύνει τον πράγματι υπόχρεο εξ αυτών (πρβλ. ΑΠ 1561/1979). Επιπλέον, ούτε η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 74 παρ. 4 του Ν. 2238/94, σύμφωνα με την οποία για τους έγγαμους η οφειλή του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων και της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων, όπως αβάσιμα προβάλλεται με την προσφυγή, δεδομένου ότι, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, οι πράξεις του εκκαθαριστικού σημειώματος και του φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος εκδίδονται μεν επ' ονόματι του συζύγου, περιέχουν όμως προσδιορισμό ιδίας και αυτοτελούς φορολογικής υποχρέωσης της συζύγου για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημα της που περιέχεται στη δήλωση και τον φόρο που βεβαιώνεται με το εκκαθαριστικό σημείωμα ή το φύλλο ελέγχου, σύμφωνα πλέον και με τη διάταξη του άρθρου 64 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (πρβλ. ΣτΕ 221/2001, 2430/1996, 2287/1993, 3642/1992). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, παρέχεται η δυνατότητα στους συζύγους, με αίτηση του ενός εξ αυτών, να επέλθει χωρισμός των οφειλών για τον καθένα, οπότε ο αρμόδιος προϊστάμενος της ΔΟΥ υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το ποσό αυτό της οφειλής, το οποίο έγγραφο αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού της οφειλής. Περαιτέρω, η επικαλούμενη παραβίαση του φορολογικού απορρήτου των εγγάμων συζύγων λόγω της υποβολής κοινής δήλωσης, η οποία συνεπάγεται τη γνώση του περιεχομένου της από τον καθένα όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του άλλου, δεν οδηγεί σε περιορισμό της προστασίας της ιδιωτικής τους ζωής και σε παραβίαση της συνταγματικής αρχής της προστασίας της προσωπικότητας τους ως ατόμων, δεδομένου ότι το ως άνω απόρρητο μεταξύ των συζύγων κάμπτεται στα πλαίσια της προστασίας του γάμου και της οικογένειας και της υποχρέωσης των συζύγων για ισότιμη και αναλογική συνεισφορά τους στην αντιμετώπιση των οικονομικών και άλλων αναγκών της οικογένειας με την προσωπική εργασία, την περιουσία και τα εισοδήματά τους (άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ), που συνεπάγεται αναπόφευκτα τη γνώση του ενός συζύγου σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του άλλου.

Επειδή, κατόπιν αυτών, το δικαστήριο κρίνει ότι η από 15.2.2002 ξεχωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, που η προσφεύγουσα υπέβαλε στον προϊστάμενο της Δ' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, δεν συνιστούσε την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 2 του Ν. 2238/1994 δήλωση, την οποία η προσφεύγουσα, ως έγγαμη, μη τελούσα σε διάσταση και μη εμπίπτουσα σε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπουν οι περιπτώσεις α' έως γ' της παραπάνω διάταξης για υποβολή χωριστής δήλωσης, υποχρεούνταν να υποβάλει μαζί με τον σύζυγο της. Ως εκ τούτου, νομίμως ο προϊστάμενος της ως άνω ΔΟΥ δεν προέβη σε καταχώριση αυτής στο βιβλίο μεταγραφών καταχώρισης δηλώσεων και εν συνεχεία σε εκκαθάριση αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65 παρ. 1 και 2 και 66 παρ. 2 του Ν. 2238/1994, ενώ, περαιτέρω, νομίμως αυτός γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι προς εκπλήρωση νομίμου φορολογικής υποχρεώσεώς της θα πρέπει να υποβάλει μαζί με το σύζυγό της συμπληρωματική δήλωση φόρου εισοδήματος αναφορικά με το ατομικό εισόδημά της. Συνεπώς, η άρνηση του προϊσταμένου της Δ' ΔΟΥ θεσσαλονίκης να προβεί σε εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος της προσφεύγουσας για το οικονομικό έτος 2002 βάσει της από 15.5.2002 μη προσήκουσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που αυτή υπέβαλε, βρίσκει νόμιμο και επαρκές αιτιολογικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 61 παρ. 2 του Ν. 2238/1994, οι οποίες δεν παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της ισότητας των δύο φύλων και της προστασίας της προσωπικότητας του ατόμου, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, ενώ οι αντίθετοι λόγοι της προσφυγής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από την προσφεύγουσα παράνομη πρακτική της φορολογικής αρχής, να αποδέχεται επί πολλά έτη τις αυτοτελώς υποβαλλόμενες δηλώσεις της, παρότι ήταν έγγαμη, και αληθής υποτιθέμενη, δεν μπορεί να την απαλλάξει από την υποχρέωσή της να υποβάλει κοινή δήλωση με το σύζυγο της για το επίδικο έτος, ενόψει του ότι η σχετική υποχρέωση προκύπτει ευθέως από το νόμο, η εφαρμογή του οποίου δεν επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της φορολογικής αρχής.

Επειδή κατά συνέπεια, ενόψει του ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της, ενώ το καταβληθέν παράβολο πρέπει να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ).

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

επισκέπτη SOFIA ZITA SA

ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΑ

ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ!

ΣΩΣΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ.Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠ,ΟΛΑ.

ΠΕΣ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ

ΓΝΩΡΙΖΩ ΖΕΥΓΑΡΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Κ.Λ.Π. ΜΕ ΠΛΗΡΗ

ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΙ ΧΩΡΙΑ ΔΗΛΩΣΗ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ (ΠΡΟΦΑ

ΝΩΣ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΔΙΑΣΤΑΣΗ) ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΓΙΑΤΙ!!!

ΒΛΕΠΩ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΕΡΓΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ,ΟΠΟΤΕ

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ!

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

επισκέπτη Μ.ΜΑΡΙΑ

Δεν θα συμφωνήσω, ούτε θα διαφωνήσω όσο αφορά την απόφαση

ούτε όσο αφορά τις περίεργες ενέργειες του οποιοδήποτε

συζύγου.

Η οικογένεια είναι σημαντική όταν δεν περιορίζεται

στα τυπικά στα χαρτιά και στην ίδια οικογενειακή

στέγη.

Η οικογένεια είναι σημαντική όταν υφίσταται ως

πραγματικό γεγονός και ουσιαστικά

Υπήρχε ένα θέμα που το είχε δημοσιεύσει ο dhatzi

και που αφορούσε την φορολόγηση διαζευγμένης

γυναίκας με παιδιά και ξαναπαντρεμένης

αν διαβάσεις Δημήτρη επειδή δεν μπορώ να το βρω

ανεβασέτο εσύ.

Επειδή το θεωρώ ποιο σημαντικό από την συγκεκριμένη

απόφαση.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Παραθέτω την πιο κάτω μελέτη επί του θέματος η οποία θεωρώ πως θα βοηθήσει πολλούς

Η συνταγματική αρχή της προστασίας του γάμου και της οικογένειας στο φορολογικό δίκαιο

I. Εισαγωγή

Με το άρθρο 21 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους1. Παρόμοια διάταξη είχε περιληφθεί με παρόμοια προς τη σημερινή διατύπωση και στο Σύνταγμα του 1927, ενώ ο συντακτικός νομοθέτης του 1952 απέφυγε να περιλάβει σχετική ρύθμιση στο Σύνταγμα. Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιλαμβάνουν διεθνή κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων2.

Η διάταξη αυτή εγγυάται καταρχήν το γάμο και την οικογένεια ως κοινωνικούς θεσμούς και επομένως το άρθρο 21 παρ.1 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα «θεσμικής εγγύησης»3. Ωστόσο, βάσιμα υποστηρίζεται ότι στη διάταξη αυτή μαζί με τη θεσμική εγγύηση του γάμου και της οικογένειας συντρέχουν και συνυπάρχουν το ατομικό δικαίωμα για σύναψη γάμου και ίδρυση οικογένειας καθώς και το κοινωνικό δικαίωμα της προστασίας του γάμου και της οικογένειας4.

Η θεσμική εγγύηση του γάμου και της οικογένειας έχει αφενός περιεχόμενο αρνητικό, που συνίσταται στην απαγόρευση ύπαρξης δυσμενών έννομων συνεπειών για τους έγγαμους και για τα μέλη της οικογένειας λόγω της σύναψης γάμου και της δημιουργίας οικογένειας καθώς και στην εν γένει αποχή του κράτους από επεμβάσεις στη συνταγματικά κατοχυρωμένη σφαίρα ελευθερίας και ανεξαρτησίας των εγγάμων και των μελών της οικογένειας και αφετέρου περιεχόμενο θετικό που συνίσταται στη θέσπιση εκείνων των ρυθμίσεων που είναι κατάλληλες και αναγκαίες για τη διαφύλαξη και ενίσχυση του γάμου και της οικογένειας5.

Την αντίστοιχη ρύθμιση (άρθρο 6) του Θεμελιώδους Νόμου το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Δυτικής Γερμανίας χαρακτήρισε ως «θεμελιώδη απόφαση του Συντάγματος»6 ενώ σε άλλη του απόφαση7 τόνισε ότι δε συνιστά μόνο ένα κλασικό θεμελιώδες δικαίωμα, που προστατεύει την ειδική ιδιωτική σφαίρα του γάμου και της οικογένειας, αλλά και μια θεσμική εγγύηση και ένα θεμελιώδη κανόνα, μια αξιολογική δηλ. απόφαση, που είναι δεσμευτική για ολόκληρο το πεδίο του ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου στο μέτρο που αφορά το γάμο και την οικογένεια. Στον ίδιο χαρακτηρισμό της διάταξης, ως θεμελιώδη αξιολογικού κανόνα (wertenscheidende Grundsatznorm), κατέληξε το ίδιο Δικαστήριο και σε άλλη του απόφαση8, τονίζοντας μάλιστα ότι από το άρθρο 6 παρ.1 δεν θα πρέπει να συναχθεί απλά ένα αμυντικό δικαίωμα του ατόμου κατά ενοχλητικών και βλαπτικών επεμβάσεων του Κράτους στο γάμο του και την οικογένειά του9.

Όσον αφορά την ελληνική ρύθμιση, όπως γίνεται δεκτό, τόσο από τη Νομολογία10 όσο και την Επιστήμη11, δεν αποτελεί απλώς μια προγραμματική διάταξη. Ειδικότερα το Συμβούλιο της Επικρατείας τόνισε ότι με τη συνταγματική κατοχύρωση των θεσμών του γάμου και της οικογένειας «παρέχεται μεν κατ' αρχήν υπόδειξις προς τον κοινόν νομοθέτη διά την λήψιν των καταλλήλων θετικών προστατευτικών μέτρων, εξυκαπακούεται όμως ταυτοχρόνως στοιχειώδης απαγορευτικός κανών, δεσμευτικός διά τον κοινόν νομοθέτην, συμφώνως προς τον οποίον δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή η λήψις μέτρων εναντίον των θεσμών τούτων, ως είναι ιδία η υπό τας αυτάς συνθήκας δυσμενεστέρα φορολογική μεταχείρισις των εγγάμων έναντι των αγάμων, ήτις αποβαίνει ευνοήτως εις βάρος των κατοχυρωμένων θεσμών12».

Η διάταξη αυτή απευθύνεται βέβαια στο νομοθέτη, επιτάσσοντας τη λήψη μέτρων που θα προάγουν την οικογένεια και το γάμο και την αποφυγή θέσπισης ρυθμίσεων που θα προσέβαλαν τους θεσμούς αυτούς (κανόνας λειτουργίας), συγχρόνως όμως αποτελεί και κανόνα ελέγχου. Ειδικότερα τα δικαστήρια οφείλουν να θέσουν το θεμελιώδη αυτό αξιολογικό κανόνα ως βάση του ελέγχου της συνταγματικότητας κάθε σχετικής ρύθμισης13.

Όσον αφορά την επιταγή που απευθύνει η διάταξη αυτή στο νομοθέτη ορθά υποστηρίζεται ότι ο τελευταίος έχει ευρύτατα πλαίσια τόσο σε σχέση με τον προσδιορισμό του εννοιολογικού περιεχομένου των θεσμών αυτών όσο και τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων14. Ειδικά όσον αφορά τους όρους "γάμους" και "οικογένεια" θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο συντακτικός νομοθέτης απέφυγε να προσδιορίσει το εννοιολογικό περιεχόμενό τους, καθόσον αυτό θα απέκλειε την οποιαδήποτε δικαιική εξέλιξη ως συνέπεια κοινωνικών διεργασιών. Έτσι η συνταγματική αυτή ρύθμιση καλύπτει τους θεσμούς, όπως έχουν διαμορφωθεί δικαιικά, αλλά και όπως θα διαμορφωθούν στο μέλλον, ως συνέπεια εξέλιξης των κοινωνικών δεδομένων15.

Σε ό,τι αφορά το "γάμο", θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνίσταται στην κατά τους ορισμούς του νόμου σύναψη σύμβασης μεταξύ δύο προσώπων διαφορετικού φύλου, διά της οποίας ιδρύεται μόνιμη συμβίωσή τους16.

Όσον αφορά εξάλλου την "οικογένεια", αναμφίβολα η συνταγματική ρύθμιση ορίζει την οικογένεια υπό στενή έννοια17, που περιλαμβάνει τους γονείς και τα τέκνα. Συνεπώς σε περίπτωση έλλειψης τέκνων δεν μπορεί να γίνει λόγος για οικογένεια. Καταρχήν, η οικογένεια δημιουργείται με το γάμο, χωρίς όμως ο τελευταίος να αποτελεί conditio sine qua non. Συνεπώς η συνταγματική αυτή ρύθμιση καλύπτει τόσο τους θετούς γονείς και τα υιοθετημένα τέκνα, όσο και τους φυσικούς γονείς με τα χωρίς γάμο γεννημένα τέκνα. Η συνταγματική αυτή διάταξη καλύπτει και τις ατελείς ή μονογονεϊκές οικογένειες18.

Τέλος, σε σχέση με την υποχρέωση του νομοθέτη να μην προβαίνει σε ρυθμίσεις που θα προσβάλλουν τους θεσμούς αυτούς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε σχέση με τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, με την έννοια ότι «μετά από εκτίμηση των κοινωνικών συνθηκών, δύναται να προαγάγει άλλα κοινωνικά αγαθά ή βιοτικές σχέσεις, χωρίς να δεσμεύεται στις επιλογές του αυτές από την εγγύηση της προστασίας του θεσμού της οικογένειας»19. Ενόψει αυτού τα δικαστήρια κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας, θα πρέπει να προχωρούν με περίσκεψη, χαρακτηρίζοντας ως αντισυνταγματικές μόνο εκείνες τις περιπτώσεις, όπου προσβάλλονται κατά τρόπο άμεσο οι θεσμοί αυτοί20.

II. Η αρχή της προστασίας του γάμου και της οικογένειας στο φορολογικό δίκαιο

Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 21 συνιστά, όπως προελέχθη, κανόνα λειτουργίας για το νομοθέτη, φυσικά και το φορολογικό, επιτάσσοντας την προσαρμογή των σχετικών με τη φορολογία της οικογένειας ρυθμίσεων στο θεμελιώδη αυτό αξιολογικό κανόνα21. Συνεπώς, ο φορολογικός νομοθέτης οφείλει, κατά τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων, να μη θεσπίσει κανόνες, που θα οδηγούσαν σε δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των εγγάμων έναντι των αγάμων ως προς την υπαγωγή σε φόρο ή ως προς το ύψος του οφειλόμενου φόρου22. Αντιθέτως, η θέσπιση ευνοϊκών φορολογικών μέτρων για τους εγγάμους και την οικογένεια θα ήταν απολύτως σύμφωνη με το άρθρο 21 παρ.1 του Συντάγματος διότι θα απέβλεπαν στην υποστήριξη και ενίσχυση των θεσμών του γάμου και της οικογένειας (αρχή της προστασίας του γάμου και της οικογένειας στο φορολογικό δίκαιο).

Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης εξετάζεται η φορολογική μεταχείριση των εγγάμων και της οικογένειας από πλευράς: α)φορολογίας εισοδήματος, β) φόρου (μεγάλης) ακίνητης περιουσίας και γ) φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, και γονικών παροχών. Με τη μελέτη αυτή επιχειρείται ιδίως η προσέγγιση των βασικοτέρων ρυθμίσεων από τις παραπάνω φορολογίες που αφορούν τους έγγαμους και την οικογένεια υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 4 παρ.1, 5 και 21 παρ.1 του Συντάγματος και της παραπάνω αρχής.

α) Φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων

1. Θεμελιώδες ζήτημα το οποίο ο φορολογικός νομοθέτης οφείλει να ρυθμίσει είναι κατά πόσο ο οφειλόμενος φόρος εισοδήματος θα πρέπει να υπολογισθεί επί του συνόλου των εισοδημάτων της οικογένειας (των συζύγων και τέκνων) ή θα πρέπει να υπολογισθεί επί του εισοδήματος που αποκτά καθένας των συζύγων χωριστά: η οικογένεια δηλαδή, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως οικονομική μονάδα ή καθένα από τα μέλη της θα πρέπει να υποβάλλεται στο φόρο αυτό. Το ζήτημα δε στερείται πρακτικής σημασίας ενόψει της αυξημένης συμμετοχής της γυναίκας στην παραγωγή, απ' όπου αποκτά εισόδημα αλλά και της πρόβλεψης προοδευτικών συντελεστών, που οδηγούν σε σοβαρή αύξηση του οφειλόμενου φόρου στο μέτρο που αυξάνει η φορολογητέα ύλη.

Η επιλογή συνεπώς της μιας ή της άλλης λύσης είναι τεράστιας σημασίας, συγχρόνως όμως, όπως θα φανεί και από την ανάλυση που ακολουθεί, δεν είναι ευχερής και χωρίς αντιρρήσεις.

Τα συστήματα που εφαρμόζονται με κάποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις23 είναι: α) Το σύστημα της φορολογίας του συνολικού εισοδήματος και β) Το σύστημα της διάκρισης των εισοδημάτων των συζύγων και η χωριστή υπαγωγή καθενός από αυτά στο φόρο. Στοιχεία και από τα δύο συστήματα περιέχει το γνωστό ως Splitting System24, σύμφωνα με το οποίο τα εισοδήματα των συζύγων αθροίζονται, διαιρούνται όμως στη συνέχεια διά του δύο, το αποτέλεσμα δε αυτό θεωρείται ότι συνιστά το φορολογητέο εισόδημα καθενός των συζύγων. Στη συνέχεια, το ποσό φόρου εξάγεται με βάση τη φορολογική κλίμακα, και στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται επί δύο προκειμένου να υπολογισθεί το συνολικό ποσό οφειλόμενου φόρου25. Στο σύστημα αυτό αναφέρθηκε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Δ.Γερμανίας, τονίζοντας ότι η εφαρμογή του θα ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου (άρθρο 6) που προστατεύουν το γάμο και την οικογένεια26.

Η δικαιολογητική βάση του πρώτου των συστημάτων έγκειται στο γεγονός ότι η οικογένεια συνιστά ενιαία οικονομική μονάδα που αποκτά εισοδήματα, που συνεισφέρονται για την αντιμετώπιση του συνόλου των αναγκών της οικογένειας27.

Η δικαιολογητική βάση του συστήματος της χωριστής φορολόγησης των εισοδημάτων των συζύγων είναι ότι διά του γάμου οι σύζυγοι δεν παύουν να αποτελούν ξεχωριστές προσωπικότητες που αποκτούν ίδιο εισόδημα.

Τέλος, το Splitting System θεμελιώνεται στη θέση ότι στην απόκτηση του εισοδήματος "συμμετέχουν" και οι δύο σύζυγοι.

Όπως όμως σημειώθηκε, έχουν εγερθεί αντιρρήσεις και για τα τρία αυτά συστήματα. Ειδικότερα, σε σχέση με το πρώτο, ορθά, επισημαίνεται ότι πέραν του ότι επιφέρει άνιση φορολογική μεταχείριση μεταξύ των αγάμων και των εγγάμων, οδηγεί και στην άνιση μεταχείριση των εγγάμων και μάλιστα σε βάρος των πολυμελών οικογενειών, ενόψει του γεγονότος ότι η αύξηση του αριθμού των μελών της οικογένειας οδηγεί στην αύξηση των δαπανών, αποθαρρύνει τη συμμετοχή της γυναίκας προς εργασία και επιφέρει μεγαλύτερη επιβάρυνση των οικογενειών, στις οποίες και η σύζυγος εργάζεται, σε σχέση με άλλες που η σύζυγος έχει οικιακή απασχόληση28.

Όσον αφορά το δεύτερο, οι αντιρρήσεις που εκφράζονται συνίστανται αφενός μεν στη δημιουργία ανισοτήτων, ενόψει του ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το οικογενειακό κόστος (το οποίο είναι αυξημένο σε περίπτωση που η σύζυγος αποκτά εισόδημα από την εργασία σε σχέση με την απόκτηση εισοδήματος από κεφάλαιο) και αφετέρου στον κίνδυνο καταστρατήγησης με τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων (ή και της επικαρπίας) σε μέλη της οικογένειας με μικρό εισόδημα, ώστε να υφίσταται το τμήμα αυτό του εισοδήματος μικρότερη φορολογική επιβάρυνση από εκείνη που θα υφίστατο σε περίπτωση συνυπολογισμού του στο εισόδημα εκείνου που έχει το μεγαλύτερο φορολογητέο εισόδημα29.

Τέλος, σε σχέση με το Splitting System επισημαίνεται ότι αυτό οδηγεί στην ευμενέστερη φορολογική μεταχείριση των εγγάμων σε σχέση με τους αγάμους, ιδίως όταν ο ένας εκ των συζύγων δεν αποκτά εισοδήματα, ενώ υφίσταται και εδώ ο κίνδυνος καταστρατήγησης, σε περίπτωση χωριστής φορολογίας των εισοδημάτων των τέκνων, που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω30, 31.

Το ζήτημα του εφαρμοστέου συστήματος, ενόψει βασικών συνταγματικών επιταγών, όπως εκείνη της αρχής της επιβολής των φορολογικών βαρών με βάση τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου και εκείνη της προστασίας της οικογένειας και του γάμου, απασχόλησε τη νομολογία, ιδιαίτερα εκείνη στην αλλοδαπή.

Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου32 έκρινε ότι το σύστημα της σωρευτικής φορολογίας των συζύγων αντιβαίνει σε συνταγματικές ρυθμίσεις.

Το Ομοσπονδιακό, εξάλλου, Συνταγματικό Δικαστήριο της Δ. Γερμανίας33 έκρινε ότι η ρύθμιση της παρ. 26 του νόμου για τη φορολογία εισοδήματος, η οποία πρόβλεπε τη σωρευτική φορολόγηση των συζύγων, εφόσον δεν ζουν χωριστά, προσκρούει σε συνταγματικές διατάξεις.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο, αφού επανέλαβε το χαρακτηρισμό της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 του Θεμελιώδη Νόμου ως αξιολογικής θεμελιώδους ρύθμισης, τόνισε ότι εξ αυτού προκύπτει ένας περιορισμός του κοινού νομοθέτη. Ειδικότερα, από την υποχρέωση προστασίας των θεσμών του γάμου και της οικογένειας προκύπτει η υποχρέωση ενίσχυσης με τα κατάλληλα μέτρα των θεσμών αυτών και η αποφυγή λήψης οποιουδήποτε μέτρου, που θα ήταν επιζήμιο. Επεσήμανε δε ότι το άρθρο 6 δεν αποκλείει την ευμενέστερη, αλλά μόνο τη δυσμενέστερη μεταχείριση των εγγάμων σε σχέση με τους αγάμους. Εξ αυτού συνήγαγε ότι δεν θα αντέκειτο στο Θεμελιώδη Νόμο η υιοθέτηση του συστήματος Splitting, ενώ προσκρούει σ' αυτόν η εφαρμογή του συστήματος της σωρευτικής φορολογίας, καθόσον δημιουργεί αντικίνητρο για το γάμο. Με την απόφαση αυτή, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του Bundesfinanzhof σύμφωνα με την οποία η χωριστή φορολόγηση θα ήταν νοητή μόνο σε περίπτωση χωρισμού των συζύγων (από τραπέζης και κλίνης) και μάλιστα όχι προσωρινού. Το BverfG απέρριψε την άποψη ότι με τη σωρευτική φορολογία δημιουργείται αντικίνητρο για τη σύζυγο σε σχέση με την εργασία εκτός του οίκου, και συνεπώς η επιστροφή της γυναίκας στον οίκο οδηγεί στη στερέωση και ενίσχυση του γάμου και της οικογένειας. Το Δικαστήριο εξάλλου επεσήμανε ότι το σύστημα αυτό φορολόγησης της οικογένειας δεν συνάδει και με την αρχή της ατομικής φορολογίας, που αποτελεί τον κανόνα στη φορολογία εισοδήματος. Τέλος, από την αρχή της ισότητας των φύλων συνάγεται η υποχρέωση παροχής της δυνατότητας στη γυναίκα να αποκτά υπό τις αυτές προοπτικές εισοδήματα. Η δυσμενής όμως φορολογική μεταχείριση της συζύγου, η οποία την οδηγεί πίσω στον οίκο, δύσκολα συμβιβάζεται με την προαναφερθείσα συνταγματική ρύθμιση.

Το ίδιο ζήτημα (η αντίθεση, δηλαδή, προς το Σύνταγμα του συστήματος της σωρευτικής φορολογίας) απασχόλησε και το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας34. Το Δικαστήριο τόνισε ότι από τη διάταξη του άρθρου 54 του Συντάγματος, που θέτει το θεσμό του γάμου υπό την προστασία του Κράτους, δεν θα πρέπει να συναχθεί βέβαια ότι ο νομοθέτης οφείλει να λάβει μέτρα, δυσμενή για τα ανύπανδρα ζευγάρια για να τα παρακινήσει σε γάμο. Επιτάσσει όμως την ευνοϊκότερη μεταχείριση των εγγάμων σε σχέση με τα ανύπανδρα ζευγάρια. Τα μέτρα συνέχισε το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό βέβαια να προβλέπονται στο Σύνταγμα, ούτε είναι δυνατό να αποτελέσουν EDICTUM του Δικαστηρίου. Το ίδιο Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η όμοια φορολογική επιβάρυνση ενός ζεύγους και ενός αγάμου με το ίδιο εισόδημα, θα ήταν αντίθετη με την αρχή της επιβολής του φόρου με βάση τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου, καθόσον η φοροδοτική ικανότητα του ζεύγους είναι προφανώς μικρότερη από εκείνη του αγάμου. Εξάλλου, η αρχή της ισότητας επιτάσσει στο φορολογικό νομοθέτη την όμοια μεταχείριση όμοιων καταστάσεων, πράγμα που δε συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές ρυθμίσεις των παρ. 8,25,31,32 δεν συνάδουν πλήρως προς τις προαναφερθείσες συνταγματικές επιταγές. Χωρίς όμως να αποκλείει τελείως τη χωριστή φορολογία, αποκλίνει όμως έστω και αν αφήνει την τελική επιλογή στο νομοθέτη σε άλλες μεθόδους: εκπτώσεις, διαφορετικές κλίμακες, Splitting κλπ. Το Δικαστήριο τέλος αρκέσθηκε στο χαρακτηρισμό της διάταξης ως αντισυνταγματικής, χωρίς να προχωρήσει στην κήρυξη των ρυθμίσεων ως ανίσχυρων τονίζοντας ότι το πρόβλημα δεν θα πρέπει να λυθεί με δικαστική απόφαση, αλλά η λύση θα πρέπει να προέλθει από το νομοθέτη, ενόψει και του γεγονότος ότι το Συμβούλιο του Καντονίου, είχε επιδείξει τη βούληση για μια ορθή νομοθετική ρύθμιση.

Όπως γίνεται φανερό από την προαναφερθείσα νομολογία, το θέμα θα πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων των άρθρων 4 παρ. 5 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της επιβολής των φορολογικών βαρών με βάση τη φοροδοτική ικανότητα και του άρθρου 21 του Συντάγματος, που προβλέπει την υποχρέωση του Κράτους προς προστασία των θεσμών του γάμου και της οικογένειας.

Ξεκινώντας από τη δεύτερη συνταγματική διάταξη, θα πρέπει να επισημάνουμε, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, ότι η ρύθμιση του άρθρου 21 επιτάσσει τη λήψη των κατάλληλων μέτρων από τον κοινό νομοθέτη για την ενίσχυση των θεσμών του γάμου και της οικογένειας, ενώ συγχρόνως θέτει απαγορευτικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η λήψη μέτρων εναντίον των θεσμών αυτών. Σε ό,τι αφορά τη φορολογία της οικογένειας, η εφαρμογή της σωρευτικής φορολογίας σε συνδυασμό με την ύπαρξη προοδευτικών συντελεστών οδηγεί σε σοβαρή φορολογική επιβάρυνση των εγγάμων. Συνεπώς, ζήτημα δεν θα υπήρχε σε περίπτωση αναλογικής φορολογίας. Ενόψει όμως της πρόβλεψης προοδευτικών συντελεστών, το ύψος των οποίων φθάνει μέχρι και 40%, υπό το σύστημα της σωρευτικής φορολογίας, εμφανίζεται μια δυσμενής φορολογική μεταχείριση των εγγάμων, η οποία ίσως να μην φθάνει να αποτρέπει τα άτομα από τη σύναψη του γάμου, οπωσδήποτε όμως συνιστά μια άκρως δυσμενή μεταχείριση των εγγάμων, η οποία δύσκολα συμβιβάζεται σε σχέση με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 21.

Ερχόμενοι, στη συνέχεια, στις ρυθμίσεις του άρθρου 4 Συντάγματος, που καθιερώνουν τη γενική αρχή της ισότητας και την ειδικότερη της φορολογικής ισότητας (την αρχή δηλαδή κατά την οποία η κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πολιτών πρέπει να γίνεται με βάση τη φοροδοτική τους ικανότητα) θα επισημάνουμε ότι: η αρχή της ισότητας και επομένως και η αρχή της φορολογικής ισότητας επιβάλλουν την όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και την ανόμοια μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η αρχή της φορολογικής ισότητας εξάλλου, επιβάλλει τη συμμετοχή εκάστου στα δημόσια βάρη ανάλογα με τη φοροδοτική του ικανότητα35. Έτσι, η όμοια φορολογική μεταχείριση των εγγάμων με τους αγάμους, που αποκτούν όμοιο εισόδημα, οι οποίοι διαβιούν υπό διαφορετικές συνθήκες θα αντέκειτο στην αρχή της φορολογικής ισότητας ενόψει της διαφορετικής φοροδοτικής ικανότητας των εγγάμων από τους αγάμους. Βέβαια, το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί όπως τόνισε και το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο και με άλλες μεθόδους. Όμως η σωρευτική φορολογία με τις όποιες συμπληρωματικές ρυθμίσεις για την επίλυση του προβλήματος, δύσκολα συμβιβάζεται με τη θεμελιώδη αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (άρθρο 1397 ΑΚ)36, η βασική δε αυτή επιλογή του νομοθέτη δεν αναιρείται με την παρεχόμενη δυνατότητα επιλογής του συστήματος της κοινοκτημοσύνης. Αντίθετα, μια σειρά ρυθμίσεων του Αστικού Κώδικα ενόψει και του άρθρου 4 παρ. 2 Συντάγματος τονίζει την αυτοτέλεια της προσωπικότητας των συζύγων [μη μεταβολή του επωνύμου των συζύγων, (άρθρο 1388ΑΚ), μη αναγκαία μεταβολή της ιθαγένειας της συζύγου ( άρθρο 4 του N. 3370/55 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του N. 1438/84), μη μεταβολή κατοικίας της συζύγου, με την κατάργηση του άρθρου 55 ΑΚ].

Ενόψει των παραπάνω γίνεται φανερό ότι πλησιέστερο στις συνταγματικές επιταγές των άρθρων 4 παρ.1, 5 και 21 του Συντάγματος, αλλά και τις θεμελιώδεις αποφάσεις του νομοθέτη είναι το σύστημα της χωριστής φορολογίας των συζύγων.

2. Αρχικά όμως στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων εφαρμοζόταν βασικά η σωρευτική φορολογία του εισοδήματος της οικογένειας (άρθρο 6 παρ.137 και 3 N. 3323/1955). Ειδικότερα, στο εισόδημα του συζύγου προσετίθετο τόσο το εισόδημα της σύζύγου όσο και των τέκνων με κάποιες μικρές παρεκκλίσεις. Η ρύθμιση όμως αυτή αποτελούσε παρέκκλιση από την αρχή της προσωπικότητας του φόρου που καθιέρωνε το νομοθέτημα αυτό (N. 3323/1955). Η παρέκκλιση αυτή θεσπίσθηκε προς αποφυγή καταστρατηγήσεων, ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα μεταβίβασης μέρους της περιουσίας από το ένα μέλος της οικογένειας στο άλλο προς διάσπαση του εισοδήματος. Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση η οικογένεια εθεωρείτο ως αυτοτελής οικονομική μονάδα και η γυναίκα δεν είχε δική της φορολογική υποχρέωση.

Πρώτη φορά προβλέφθηκε η χωριστή φορολογία των εισοδημάτων των συζύγων με το άρθρο 2 παρ.1 N.Δ. 4444/1964 που αντικατέστησε το άρθρο 6 παρ.1 N.Δ. 3323/1955. Για τα εισοδήματά της όμως αυτά η σύζυγος εξακολουθούσε να μην έχει ίδια φορολογική υποχρέωση.

Στη συνέχεια με τη διάταξη του άρθρου 3 του A.N. 239/1967 που αντικατέστησε εκ νέου το άρθρο 6 παρ.1 N.Δ. 3323/1955 προβλέφθηκε ρητά πλέον της χωριστής φορολογίας των εισοδημάτων των συζύγων και η ευθύνη του καθενός για το αναλογούν επί του εισοδήματος του ποσό φόρου. Ήδη το άρθρο 5 παρ.1 Κ.Φ.Ε., όπως ισχύει, προβλέπει ότι κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι υποβάλλουν μεν κοινή δήλωση, ο φόρος όμως υπολογίζεται χωριστά για τον καθένα, μη επιτρεπομένου του συμψηφισμού του τυχόν αρνητικού εισοδήματος του ενός συζύγου με εισοδήματα του άλλου38. Συνεπώς, στο σημείο αυτό δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας.

Από την αρχή της χωριστής φορολογίας παρεκκλίνει ο νομοθέτης προβλέποντας την προσθήκη του εισοδήματος του ενός συζύγου στο εισόδημα του άλλου στο μέτρο που το εισόδημα αυτό προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο (άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Φ.Ε.39). Ας σημειωθεί ότι μέχρι πρότινος προβλέπονταν και άλλες περιπτώσεις που παρέκκλιναν από τον κανόνα της χωριστής φορολογίας. Ειδικότερα, προβλεπόταν ότι όταν το εισόδημα του ενός συζύγου προερχόταν από αστική ή ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη ή Ε.Π.Ε. η κοινοπραξία ή κοινωνία στην οποία συμμετείχαν αμφότεροι οι σύζυγοι, αυτό προσετίθετο στα εισοδήματα εκείνου του συζύγου που είχε δηλώσει τα υψηλότερα εισοδήματα και, επί ισοϋψών, στα εισοδήματα του συζύγου (άρθρο 6 παρ.3 N.Δ. 3323/1955). Τα εισοδήματα αυτά δεν προστίθεντο (άρθρο 6 παρ.4 N.Δ. 3323/1955), εφόσον η συμμετοχή οποιουδήποτε από τους συζύγους στην εταιρία οφειλόταν σε κληρονομικό δικαίωμα ή εάν οι σύζυγοι συμμετείχαν στην εταιρία δύο τουλάχιστον χρόνια προ του γάμου ή εάν η εταιρία προερχόταν από συγχώνευση ατομικών επιχειρήσεων των συζύγων, που λειτουργούσαν αυτοτελώς δύο χρόνια προ του γάμου καθώς επίσης και στην περίπτωση της από κοινού λειτουργίας φαρμακείων (N. 328/1976). Οι περιπτώσεις όμως αυτές, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων40 καταργήθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 4 N. 2065/1992.

Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 5 παρ.2 Κ.Φ.Ε., όπως ισχύει, καθώς και οι προαναφερθείσες περιπτώσεις που καταργήθηκαν, οι οποίες αποτελούν παρέκκλιση από τον κανόνα, δικαιολογούνται από το φόβο καταστρατηγήσεων με τη δημιουργία εικονικών καταστάσεων. Αυτό φαίνεται και από την εξαίρεση που ετίθετο στην δεύτερη παρέκκλιση (άρθρο 6 παρ.3 N.Δ. 3323/1955), η οποία καταργήθηκε, καθώς εφαρμοζόταν πάλι ο κανόνας της χωριστής φορολογίας σε περίπτωση που δεν εμφανιζόταν πιθανή η καταστρατήγηση. Οι ρυθμίσεις αυτές, που εισήγαγαν παρεκκλίσεις από τον κανόνα της χωριστής φορολογίας απέβλεπαν στην αποθάρρυνση της διάσπασης του εισοδήματος των συζύγων με τη σύσταση ή τη συμμετοχή τους σε προσωπικές κλπ. εταιρίες, κατά τρόπο ώστε με αυτή να επιτυγχάνεται η απάμβλυνση της προοδευτικότητας της φορολογικής κλίμακας, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στη φορολογική ικανότητα κάθε συζύγου.

Με τον συνυπολογισμό των εισοδημάτων των εγγάμων βάσει της ισχύουσας ρύθμισης του άρθρου 5 παρ. 2 Κ.Φ.Ε. και λόγω της προοδευτικότητας της φορολογικής κλίμακας ο φόρος που θα καταβληθεί είναι υψηλότερος. Ενόψει όμως του ότι ο νομοθέτης δε στοχεύει στη δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των εγγάμων, αλλά στην υλοποίηση της αρχής του άρθρου 4 παρ. 5 και στον αποκλεισμό καταστρατηγήσεων, δεν είναι δυνατό να αρνηθεί κανείς τη συνταγματικότητα των παρεκκλίσεων αυτών41. Πάντως, όσον αφορά την ισχύουσα ρύθμιση έχουμε την άποψη ότι η φορολογική αρχή θα πρέπει να εξετάζει με προσοχή τα πραγματικά περιστατικά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να καταστρατηγηθεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της κατανομής των φορολογικών βαρών με βάση τη φοροδοτική ικανότητα42.

3. Συνταγματικά ζητήματα43 δε φαίνεται να δημιουργεί εξάλλου η πρόβλεψη υποβολής κοινής δήλωσης (άρθρο 5 παρ.1 Κ.Φ.Ε.).

Η κοινή δήλωση, ενόψει του ότι δεν οδηγεί σε σωρευτική φορολογία, αλλά αποσκοπεί στην αποφυγή της γραφειοκρατίας και στη δυνατότητα ελέγχου, δεν αντιστρατεύεται την αρχή της προστασίας του γάμου. Βεβαίως, όπως σωστά επισημαίνει ο Α.Γαζής44, είναι δυνατό να αναφυούν προβλήματα και διαφωνίες των συζύγων σε περίπτωση ιδίως χωριστής διαβίωσης χωρίς να υπάρχει διάσταση.

Δε δημιουργούνται επίσης συνταγματικά ζητήματα σε σχέση με την αποστολή του εκκαθαριστικού σημειώματος στο σύζυγο, ενόψει του ότι η ευθύνη για τον τυχόν οφειλόμενο φόρο βαρύνει τον πράγματι υπόχρεο. Ας σημειωθεί ότι ο Αρειος Πάγος (1561/1979)45 ορθά αποφάνθηκε ότι για τον τυχόν οφειλόμενο από τη σύζυγο φόρο ευθύνεται αυτή και όχι ο σύζυγός της46. Ορθότερο αναμφισβήτητα από νομικής σκοπιάς θα ήταν η αποστολή του εκκαθαριστικού σημειώματος στον καθένα χωριστά από τους συζύγους, ιδίως ενόψει του ότι η σύζυγος είναι δυνατό να έχει ίδια κατοικία. Ενόψει όμως του γεγονότος της από κοινού υποβολής της δήλωσης και του ότι η κατοικία της συζύγου συμπίπτει κατά βάσει με εκείνη του συζύγου47, αλλά και σε περίπτωση χωριστής διαμονής, από την αρχή της αμοιβαιότητας και συντροφικότητας, ο σύζυγος οφείλει να ενημερώσει τη σύζυγό του για την τυχόν οφειλή, δεν νομίζουμε ότι μπορεί να θεωρηθεί η ρύθμιση του άρθρου 74 Κ.Φ.Ε. αντισυνταγματική. Ενώ όμως υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του48, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η δήλωση υποβάλλεται χωριστά (άρθρο 61 παρ.2 περ.α' Κ.Φ.Ε.) και συνεπώς και το εκκαθαριστικό σημείωμα θα αποσταλεί χωριστά. Η δήλωση επίσης υποχρεωτικά υποβάλλεται χωριστά όταν ο ένας από τους δύο συζύγους τελεί σε κατάσταση πτώχευσης καθώς και όταν ο ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση (άρθρο 61 παρ. 2 περ. β' ή γ' Κ.Φ.Ε.).

Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 4 Κ.Φ.Ε., επί εγγάμων ο φόρος βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η καταβολή όμως βαρύνει αμφότερους και αναλογικά με τα εισοδήματά τους. Με αίτηση όμως του ενός συζύγου επέρχεται χωρισμός των οφειλών για τον καθένα, οπότε ο αρμόδιος προϊστάμενος της ΔΟΥ υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το ποσό αυτό της οφειλής. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της οφειλής. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι ορθότερο de lege ferenda είναι να βεβαιώνεται ο φόρος στο όνομα του υποχρέου ή εκάστου των υποχρέων49. Το ζήτημα δε στερείται πρακτικής σημασίας ενόψει της αβεβαιότητας που θα μπορούσε να ανακύψει σε σχέση με τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, αλλά και το δικαίωμα άσκησης προσφυγής50. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ.1 Κ.Φ.Ε. δικαίωμα υποβολής αιτήματος διοικητικής επίλυσης της διαφοράς έχει ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου. Όπως όμως προελέχθη, επί εγγάμων ο φόρος βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου (σε βάρος του εκδίδεται και το φύλλο ελέγχου), η καταβολή όμως του φόρου βαρύνει και τους δύο αναλόγως των εισοδημάτων τους.

Λόγω επίσης της έκδοσης του φύλλου ελέγχου και της βεβαίωσης του φόρου μόνο στο όνομα του συζύγου ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί σε σχέση με το δικαίωμα άσκησης προσφυγής. Με το προϊσχύσαν καθεστώς του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας δικαίωμα προσφυγής είχε ο αμέσως βαρυνόμενος από την πράξη (άρθρο 74 ΚΦΔ) με αποτέλεσμα να υπάρξουν αντιφατικές αποφάσεις σχετικά με το εάν η σύζυγος είχε δικαίωμα προσφυγής για τον οφειλόμενο από αυτή φόρο51. Ως γνωστό μετά την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προσφυγή μπορεί να ασκήσει πλέον όποιος έχει άμεσο προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον και όχι μόνο εκείνος ο οποίος αναφέρεται ονομαστικώς στη διοικητική πράξη και ως εκ τούτου φρονούμε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύζυγος έχει πλέον δικαίωμα άσκησης προσφυγής ως προς τον οφειλόμενο από αυτή φόρο, ως θιγόμενη στα έννομα συμφέροντα της52. Ωστόσο προς αποφυγή πάσης αμφιβολίας και αβεβαιότητας, όχι μόνο το φύλλο ελέγχου (όπως σωστά ενομολόγησε η Α.Π. 1561/7953), αλλά και η βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου θα έπρεπε να γίνεται στον καθένα χωριστά54.

4. Όσον αφορά τα ανήλικα (κάτω των 18 ετών) τέκνα, το εισόδημά τους προστίθεται στα εισοδήματα εκείνου του γονέα που έχει δηλώσει το υψηλότερο συγκριτικά συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του, σε περίπτωση δε που αυτά είναι ισοϋψή, στα εισοδήματα του πατέρα (άρθρο 5 παρ. 3 Κ.Φ.Ε.). Σε περίπτωση που ο ένας γονέας απώλεσε τη γονική μέριμνα, το εισόδημα του ανηλίκου προστίθεται στο εισόδημα του άλλου γονέα. Ενώ όμως η σώρευση των εισοδημάτων των τέκνων εμφανίζεται ως ο κανόνας, προβλέπονται στη συνέχεια εξαιρέσεις που στην ουσία τον αναιρούν. Ειδικότερα, η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το εισόδημα του ανηλίκου προέρχεται: α) από προσωπική του εργασία, β) από κληρονομηθέντα, γ) από περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο ανήλικο τέκνο από χαριστικές παροχές, εκτός από εκείνα που προέρχονται από χαριστικές παροχές γονέα του, δ) από περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο ανήλικο τέκνο από χαριστικές παροχές που έγιναν σε αυτό από γονέα του, ο οποίος έχει αποβιώσει κατά το χρόνο που προκύπτει το εισόδημα από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, ε) από σύνταξη, λόγω θανάτου του γονέα και στ) από περιουσιακά στοιχεία που με βάση δικαστική απόφαση περιέρχονται στον ανήλικο, ως υποκατάστατα στοιχείων που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές ο ανήλικος έχει ίδια φορολογική υποχρέωση. Στην περίπτωση αυτή τη δήλωση υποβάλλουν ο πατέρας ή αν αυτός δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα η μητέρα55.

Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, σε μια μεγάλη κατηγορία εσόδων των τέκνων ισχύει η αρχή της χωριστής φορολογίας. Συνεπώς, στο σημείο αυτό εφαρμόζεται η αρχή της ατομικής φοροδοτικής ικανότητας. Ζήτημα τίθεται σε σχέση με τα εισοδήματα των τέκνων από δωρεά των γονέων ή γονική παροχή. Από τον Α.Γαζή υποστηρίχθηκε η αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης αυτής, ενόψει του ότι αντίκειται στην προστασία της οικογένειας (άρθρο 21 Συντάγματος), καθόσον εμποδίζει τους γονείς να προβούν σε παροχές ή δωρεές προς τα παιδιά τους56. Επ' αυτού θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο νομοθέτης, ορθά, εισήγαγε τη χωριστή φορολογία στο μέτρο που τα εισοδήματα αποκτώνται από την εργασία του τέκνου ή συνίστανται σε παροχές που προβλέπονται υποχρεωτικά από το νόμο (σύνταξη) ή και από περιουσία που κτήθηκε από τρίτους (με κληρονομία). Αντίθετα, ορθά ο νομοθέτης για την αποφυγή καταστρατηγήσεων της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της φοροδοτικής ικανότητας επιβάλλει σε άλλες περιπτώσεις σωρευτική φορολογία57.

5. Ένα σημαντικό πρόβλημα που τίθεται σε σχέση με τη φορολογία εισοδήματος των οικογενειών είναι το θέμα των εκπτώσεων από το εισόδημα των δαπανών της οικογένειας καθώς και των μειώσεων του φόρου. Όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς, κυρίως μετά τον N. 3091/2002, ο νομοθέτης μετέτρεψε πολλές από τις παρεχόμενες μέχρι 31.12.2002 εκπτώσεις δαπανών σε μειώσεις φόρου58. Ως γνωστό, σύμφωνα με τη θεμελιώδη για το φορολογικό δίκαιο αρχή, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 5, το φορολογικό βάρος θα πρέπει να είναι "ανάλογο" προς τις δυνάμεις του φορολογούμενου. Για την προσαρμογή αυτή του φόρου στη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου είναι επιβεβλημένη η αφαίρεση δαπανών τις οποίες δεν μπορεί να αποφύγει ο φορολογούμενος και οι οποίες συνεπάγονται τη μείωση της φοροδοτικής του ικανότητας.

Ο Ελληνας νομοθέτης πρόβλεψε στο άρθρο 8 Κ.Φ.Ε. τις εκπτώσεις δαπανών από το συνολικό εισόδημα59. Έτσι, πρόβλεψε την έκπτωση από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου του ποσού της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος για ασφάλιστρα ασφαλίσεων ζωής ή θανάτου κλπ. για την ασφάλιση του ίδιου, του άλλου συζύγου και των τέκνων που τους βαρύνουν μέχρι του ποσοστού 10% του αφορολόγητου ποσού του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 9 που ισχύει για μισθωτό χωρίς τέκνα, δηλαδή το ποσό της έκπτωσης δεν μπορεί να υπερβεί τα 1000 ευρώ. Το ποσό της δαπάνης υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, και μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση. Επίσης, εκπίπτεται το συνολικό ποσό των εισφορών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο σε ταμεία ασφάλισής του, εφόσον η καταβολή τους είναι υποχρεωτική από το νόμο (παρ.1 περ.β') και προβλέπονται επίσης εκπτώσεις σχετικά με τα ποσά που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, ΟΤΑ κλπ (παρ.1 περ.δ'), για δεδουλευμένους τόκους για στεγαστικά δάνεια λόγω απόκτησης πρώτης κατοικίας60 (παρ.1 περ.ε'). Τέλος, προβλέπεται έκπτωση ποσού 1900 ευρώ χωρίς δικαιολογητικά για τον ίδιο τον φορολογούμενο και για καθένα από τα πρόσωπα που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν εφόσον συντρέχουν περιπτώσεις αναπηρίας σε ποσοστό πάνω από 67%, είναι τυφλοί, νεφροπαθείς κλπ. (παρ. 2). Σχετικά με τις εκπτώσεις αυτές παρατηρείται ότι οι δαπάνες των περιπτώσεων β', δ'και ε'της παρ. 1 και της παρ. 2, που αφορούν τη σύζυγο που έχει εισόδημα, καθώς και της παρ. 2 που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το εισόδημα της συζύγου (παρ. 3). Όταν όμως ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που έχει είναι κατώτερο από το ποσό της δαπάνης της παρ. 2, που αφορά αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, ολόκληρο το ποσό της δαπάνης ή η διαφορά προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου. Όταν το σύνολο των δαπανών του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το φορολογούμενο εισόδημά του, τότε η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το ποσό της δαπάνης της παρ. 2, προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου (παρ. 5). Σε περίπτωση όμως υποβολής χωριστής δήλωσης από τους συζύγους, λόγω θανάτου, αν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα ή αυτό είναι κατώτερο από το άθροισμα των ποσών που αφορούν τις δαπάνες της παρ. 1, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου (παρ. 4).

Επίσης, στο άρθρο 9 Κ.Φ.Ε. όπου προβλέπεται ο υπολογισμός και η καταβολή του φόρου, ορίζεται ότι το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου υποβάλλεται σε φόρο βάση φορολογικής κλίμακας. Αυτό που παρατηρείται και είναι σύμφωνο με την αρχή της προστασίας της οικογένειας είναι ότι τα αφορολόγητα ποσά ύψους 10.000 ευρώ για τους μισθωτούς και συνταξιούχους καθώς και 8.400 ευρώ για τους μη μισθωτούς-επαγγελματίες προσαυξάνονται κατά 1.000 ευρώ εάν ο φορολογούμενος έχει ένα τέκνο που τον βαρύνει, κατά 2.000 ευρώ εάν έχει δύο τέκνα, κατά 10.000 ευρώ εάν έχει τρία τέκνα και κατά 1.000 ευρώ για κάθε ένα τέκνο πάνω από τα τρία61.

Κατά ρητή μάλιστα πρόβλεψη του νόμου, σύμφωνα με την αρχή της προστασίας της οικογένειας, εάν ο σύζυγος δεν έχει εισόδημα ή αυτό που έχει είναι μικρότερο από το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (10.000 ευρώ για μισθωτούς και 8.400 ευρώ για μη μισθωτούς -επαγγελματίες), το αφορολόγητο ποσό που αφορά τα τέκνα ή η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το αφορολόγητο ποσό που αφορά τα τέκνα προστίθεται στο αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου.

Ο νομοθέτης είναι προφανές ότι θεωρεί ότι αυξάνεται το οικογενειακό κόστος όσο αυξάνεται η οικογένεια και φαίνεται με την παραπάνω προσαύξηση του αφορολόγητου ότι ενισχύει ιδιαίτερα τις οικογένειες με τρία και άνω τέκνα. Αλλωστε και στο Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 2) προβλέπεται ρητά ότι οι πολύτεκνες οικογένειες έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος.

Σχετικά δε με τις προβλεπόμενες μειώσεις του φόρου, παρατηρείται ότι ο νομοθέτης έχει λάβει υπόψιν του διάφορες οικογενειακές δαπάνες. Ειδικότερα: ο οφειλόμενος φόρος μειώνεται κατά ποσοστό 15% του συνολικού ετήσιου ποσού των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του φορολογούμενου και των λοιπών προσώπων που τον βαρύνουν. Το ποσό της μείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τα 6.000 ευρώ. Επίσης, μειώνεται κατά ποσοστό 15% των εξής δαπανών: του ποσού του μισθώματος που καταβάλλεται ετησίως για κύρια κατοικία του φορολογούμενου και της οικογένειάς του, του ποσού του μισθώματος που καταβάλλει ετησίως για τα τέκνα του ο φορολογούμενος που μισθώνει κατοικίες για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών τους, τα οποία φοιτούν σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές του εσωτερικού, εφόσον αυτά τον βαρύνουν και εφόσον οι κατοικίες που μισθώνονται βρίσκονται στην πόλη που έχει την έδρα της η σχολή ή το σχολείο που φοιτούν τα τέκνα τους και αυτός ή τα τέκνα του δεν έχουν άλλη κατοικία σε αυτή την πόλη, καθώς και του ποσού της δαπάνης για παράδοση κατ' οίκον ιδιαίτερων μαθημάτων ή για φροντιστήρια (το ποσό της μείωσης του φόρου που μπορεί να έχει ο φορολογούμενος για κάθε μία από τις παραπάνω δαπάνες είναι 150 ευρώ). Για τον υπολογισμό των ποσών αυτών οι δαπάνες λαμβάνονται ξεχωριστά για το φορολογούμενο και ξεχωριστά για κάθε τέκνο του. Το ποσό της κάθε δαπάνης υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους και μερίζεται μεταξύ τους, ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις. Επίσης, το ποσό του φόρου μειώνεται κατά ποσοστό 15% του συνολικού ετήσιου ποσού των οικογενειακών δαπανών, στις οποίες υποβάλλεται ο φορολογούμενος, η σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν για αγορά αγαθών και υπηρεσιών γενικώς εφόσον ο φορολογούμενος ή η σύζυγός του ή και οι δύο δηλώνουν εισόδημα από μισθούς και συντάξεις. Το ποσό της μείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τα 75 ευρώ και για τους δύο συζύγους62. Κατά ιδιαίτερη πρόβλεψη του νόμου63 για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα στο οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις του φόρου με τη μορφή ποσοστού των δαπανών για ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη, για τόκους δανείων αγοράς πρώτης κατοικίας που αφορούν την ίδια καθώς και οι μειώσεις του φόρου των περιπτώσεων για ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη και για κατοίκους των παραμεθορίων περιοχών που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα.

Δε θα προχωρήσουμε σε εκτενέστερη αναφορά στις εκπτώσεις δαπανών καθώς και στις μειώσεις φόρου64 για να ασχοληθούμε με ένα γενικότερο ζήτημα.

Με τις εκπτώσεις που θεσπίζει ο νομοθέτης θέτει κριτήρια για τον προσδιορισμό της φοροδοτικής ικανότητας και προβαίνει στην αναγκαία "τυποποίηση", που θα επιτρέψει τη σύγκριση της φοροδοτικής ικανότητας μεταξύ των προσώπων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εκείνος ο οποίος μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων εμφανίζεται να έχει μικρότερο φορολογητέο εισόδημα, έχει πράγματι μικρότερη φοροδοτική ικανότητα. Αυτό οφείλεται είτε στην έλλειψη πρόβλεψης έκπτωσης άλλων δαπανών, είτε στην πρόβλεψη έκπτωσης ορισμένου μόνο ποσού, ενώ πιθανόν για τον ίδιο σκοπό η δαπάνη είναι δυνατό να διαφέρει σημαντικά.

Με την τελευταία αυτή αναφορά, αγγίξαμε ένα άλλο σημαντικό ζήτημα: Τα ποσά που εκπίπτονται απέχουν πολλές φορές σημαντικά από την πραγματική δαπάνη, οπότε τίθεται το ζήτημα κατά πόσο οι ρυθμίσεις αυτές υλοποιούν την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας. Το ζήτημα απασχόλησε ιδιαίτερα το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Δ.Γερμανίας. Ειδικότερα, το ζήτημα που είχε τεθεί ήταν κατά πόσο ήταν συνταγματικά επιτρεπτός ο περιορισμός μέχρις ενός ορίου των εκπιπτόμενων δαπανών διαβίωσης (ισχύον τότε άρθρο 33, I, EStG). Στην αρχή το Δικαστήριο απέφυγε να χαρακτηρίσει ως αντισυνταγματική την προαναφερθείσα ρύθμιση65. Στη συνέχεια όμως μετέβαλε τη στάση του και σε μια σειρά από μεταγενέστερες αποφάσεις του χαρακτήρισε τον περιορισμό αυτό ως αντισυνταγματικό, εφόσον το ύψος του βρίσκεται σε προφανή αντίθεση προς την πραγματικότητα66. Απέφυγε όμως να υιοθετήσει την αρχή της έκπτωσης στο σύνολό τους (Vollständigkeitprinzip).

Όπως ήδη τονίσαμε, η αρχή της φορολογικής ισότητας επιτάσσει όπως η φορολογική επιβάρυνση είναι ανάλογη με τη φοροδοτική ικανότητα του ατόμου. Η φοροδοτική όμως ικανότητα μειώνεται στο μέτρο που ο φορολογούμενος προβαίνει σε δαπάνες που δεν είναι δυνατό να αποφύγει. Για την ανεύρεση συνεπώς της πραγματικής οικονομικής δύναμης είναι καταρχήν επιβεβλημένη η αφαίρεση των δαπανών αυτών. Συγχρόνως όμως η έκπτωση των δαπανών στο σύνολό τους θα οδηγούσε στην ευνοϊκότερη μεταχείριση των οικονομικά ευρωστότερων, οι οποίοι δαπανούν σημαντικά ποσά για τις δαπάνες διαβίωσης της οικογένειάς τους. Συνεπώς, είναι θεμιτός κάποιος περιορισμός των εκπιπτόμενων αγαθών, εφόσον όμως τα οριζόμενα όρια δεν είναι εκτός κάθε λογικής. Πάντως, κατά την ισχύουσα στη φορολογία εισοδήματος ρύθμιση οι εκπτώσεις των δαπανών από το εισόδημα έχουν περιοριστεί σημαντικά.

1. Για τη διάταξη αυτή βλ. μεταξύ άλλων Κ.Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2η έκδοση, 2002, σελ. 501 επ., του ιδίου, «Το ελληνικό Σύνταγμα και η Οικογένεια» ΕλλΔνη 1997, σελ. 729επ., Γ.Κασιμάτη, «Το ζήτημα της "τριτενέργειας" των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων», ΤοΣ 1981, ιδίως σελ. 30επ., Ευρ.Μπεσίλα -Βήκα, Η συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων σύναψης γάμου και ίδρυσης οικογένειας,1989, σελ. 28 επ., Ξ.Κοντιάδη, Μεταμορφώσεις του Κοινωνικού Κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 2001, σελ. 215 επ., Γ.Χουβαρδά, Η συνταγματική προστασία της ισοτιμίας των δύο φύλων και του θεσμού του γάμου και της οικογένειας, 1978, σελ. 51.

2. Το άρθρο 16 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) αναγνωρίζει στην παρ. 1 το δικαίωμα σύναψης γάμου και ίδρυσης οικογένειας, ενώ στην παρ. 3 χαρακτηρίζει την οικογένεια "φυσικό και βασικό στοιχείο της κοινωνίας" και για το λόγο αυτό της αναγνωρίζει το δικαίωμα να προστατεύεται από την κοινωνία και το Κράτος. Εξάλλου, το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης γα την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αναγνωρίζει το δικαίωμα σύναψης γάμου και ίδρυσης οικογένειας, σε όλα τα πρόσωπα όταν συμπληρώσουν την κατά νόμο ηλικία γάμου. Την αναγνώριση της οικογένειας ως βασικού στοιχείου της κοινωνίας και το δικαίωμά της προς προστασία από την κοινωνία και το κράτος, καθώς επίσης και την αναγνώριση του δικαιώματος ανδρών και γυναικών σε ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια περιλαμβάνει και το άρθρο 23 του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ενώ το άρθρο 10 του διεθνούς συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα προβλέπει την παροχή από το Κράτος της μεγαλύτερης δυνατής προστασίας και βοήθειας στην οικογένεια. Για τα κείμενα αυτά βλ. Αντ.Μανιτάκη, Το Σύνταγμα του 2001 και τα δικαιώματα του ανθρώπου, 2002.

3. Βλ. Γ.Κασιμάτη, ό.π., σελ. 30 επ., Δ.Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Γ', 1988, σελ. 172, Ευρ.Μπεσίλα -Βήκα, ό.π.,σελ. 38-39.

4. Έτσι, Κ.Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σελ. 35, 36, και σελ. 501, 506, και 509. Βλ. και του ιδίου, «Το ελληνικό Σύνταγμα και η Οικογένεια», ό.π. σελ. 730 όπου παραθέτει τις σχετικές απόψεις και άλλων συγγραφέων σχετικά με τη συνταγματική κατοχύρωση του ατομικού δικαιώματος για την ίδρυση της οικογένειας καθώς και του κοινωνικού δικαιώματος για την προστασία της οικογένειας.

5. Βλ.Κ.Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σελ. 34, και σελ. 503 έως 505. Επίσης βλ., K.Tipke-J.Lang, Steuerrecht, 16.Auflage,1998, σελ. 132.

6. BVerfGE 38, 154 (170).

7. BVerfGE 6, 55 (71).

8. BVerfGE 6, 386, 388.

9. Βλ. επίσης BVerfGE 22, 93 (98); 28, 324; 42, 64; 66, 84. Βλ. και Maunz στο Maunz-Dürig-Herzog-Scholz, Komm. zum GG, Art. 6, Scheffler, Ehe und Familie, Die Grundrechte, IV, 1 HB , 245, Zeidler, Ehe und Familie, Handbuch des Verfassungsrechts, 1983, 555, Häberle, Verfassungsschutz der Familie. Familienpolitik im Verfassungsstaat, 1984, Heidelberger Forum, Bd, 27.

10. ΣτΕ 1773, 1774/1985, 2422/1985, 867/1988, ΑΠ 628/1982.

11. Έτσι, Α.Γαζής, Η επίδρασις του Συντάγματος επί του Αστικού Δικαίου στο, Η επίδρασις του Συντάγματος του 1975 επί του ιδιωτικού και επί του δημοσίου δικαίου, 1976, σελ. 27, Γ.Κασιμάτης, ό.π., σελ. 30, Ευρ.Μπεσίλα-Βήκου, ό.π., σελ. 33. Για τις σχετικές συζητήσεις στην Ε' Αναθεωρητική Βουλή: (Β'Υποεπιτροπή της Συνταγματικής Επιτροπής). Βλ. τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, σελ. 348 επ. με τις απόψεις των βουλευτών Αρ.Καλαντζάκου, Θ.Μαναβή, Γ.Β.Μαγκάκη καθώς και τα Πρακτικά των συζητήσεων των Συνεδριάσεων της Βουλής επί του Συντάγματος του 1975, σελ. 478 με την παράθεση των θέσεων του βουλευτή Α. Κακλαμάνη.

12. ΣτΕ 1773, 1774/1985. Επίσης ΟλΣτΕ 1154/1983 ΤοΣ 1983, σελ. 217, ΣτΕ 624/1987, ΣτΕ 910/1994 ΔιΔικ 1994, σελ.1214.

13. Βλ.Κ.Φινοκαλιώτη, Συνταγματικά ζητήματα της φορολογίας "μονογονεϊκών" οικογενειών, 1985, σελ. 7, Ξ.Κοντιάδη, ό.π. σελ. 224-225.

14. Βλ.Κ.Φινοκαλιώτη, ό.π., σελ. 8, με τις εκεί παραπομπές.

15. Βλ. σχετικά Γ.Κασιμάτη, ό.π., σελ. 31, Δ.Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 321,322 με αναφορά στον R.Zippelius.

16. Βλ. σχετικά Ι.Δεληγιάννη-Αχ.Κουτσουράδη, Οικογενειακό Δίκαιο, Το νέο σύστημα ρύθμισης των συζυγικών σχέσεων, 1984, σελ. 7επ., Μ.Καράση, Γάμος και Οικογένεια ως δικαιικοί θεσμοί, 1994, σελ. 21-22, Ε.Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ.I, β'έκδοση, 1998, σελ. 23 επ., Γ.Κουμάντου, Οικογενειακό Δίκαιο, Ι, 1988, σελ. 37.

17. Βλ. σχετικά Γ.Κασιμάτη, ό.π., σελ. 32, Α.Γαζή, ό.π., σελ. 27, Ευρ.Μπεσίλα-Βήκου, ό.π., σελ. 101,102 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Κ.Παντελίδου, «Η έννοια της οικογένειας στο άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ», Αρμ 1982, σελ. 403, Π.Αγαλλοπούλου, «Οι έννομες συνέπειες της ελεύθερης συμβίωσης», ΝοΒ 1989, σελ. 866.

18. Έτσι, Κ.Φινοκαλιώτης, Συνταγματικά ζητήματα της φορολογίας "μονογονεϊκών" οικογενειών, ό.π., σελ. 15.

19. Έτσι, Γ.Κασιμάτης, ό.π., σελ. 31. Γενικότερα, για τη στάθμιση συνταγματικών αγαθών βλ. Α.Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου και Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, I, σελ. 189 επ., Δ.Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Γ', 1988, σελ. 295επ.

20. Έτσι, Κ.Φινοκαλιώτης, Συνταγματικά ζητήματα της φορολογίας "μονογονεϊκών" οικογενειών, ό.π., σελ. 8.

21. Έτσι, Κ.Φινοκαλιώτης, Συνταγματικά ζητήματα της φορολογίας "μονογονεϊκών" οικογενειών, ό.π., σελ. 9.

22. Βλ. σχετικά ΣτΕ 1154/1983 Ολ, ΤοΣ 1983, σελ. 217, ΣτΕ 910/1994 ΔιΔικ 1994, σελ. 1214, ΔΠρωτΑθηνών 728/1984 ΔΦΝ 1985, σελ. 346.

23. Για τα συστήματα αυτά αναλυτικά βλ. Λ. Θεοχαρόπουλου, Δημοσία Οικονομική, τ. Α', 1975, σελ. 243επ., L. Kullmer, Die Ehegattenbesteurung, 1960, O.Wylie, Taxation of the family, 1983. Βλ. και IFA-Kongress Madrid, 1972, C.D.F.I., LVII, a.

24. Πέραν αυτών και προς αντιμετώπιση ορισμένων μειονεκτημάτων που εμφανίζουν, έχουν υιοθετηθεί κατά καιρούς συστήματα που παρεκκλίνουν από τα προαναφερθέντα, όπως το σύστημα της οικογενειακής μερίδας, το μικτό σύστημα κλπ. Έτσι, σύμφωνα με το σύστημα της οικογενειακής μερίδας το εισόδημα της οικογένειας διαιρείται αναλόγως των μελών της οικογένειας (μια μερίδα για κάθε σύζυγο και μισή για κάθε τέκνο). Στη συνέχεια αφού υπολογισθεί ο αναλογών σε κάθε μερίδα φόρος, το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται επί του αριθμού των μερίδων. Το σύστημα αυτό έχει κοινά στοιχεία με το splitting system, συμπεριλαμβάνει όμως και τα τυχόν εισοδήματα των τέκνων.Το μικτό εξάλλου, σύστημα προβλέπει τη χωριστή φορολόγηση των εισοδημάτων από την εργασία, αλλά τη σωρευτική φορολογία των εισοδημάτων από το κεφάλαιο. Βλ. σχετικά Λ. Θεοχαροπούλου, ό.π., σελ. 248επ., ο οποίος μάλιστα φαίνεται να θεωρεί ως το πλέον ενδεδειγμένο σύστημα (βλ. ό.π. σελ. 252) αυτό των ιδιαίτερων προοδευτικών φορολογικών κλιμάκων (separate tables system) που συνίσταται στη συνάθροιση των εισοδημάτων της οικογένειας και τη φορολόγηση του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος επί τη βάσει διαφορετικής προοδευτικής κλίμακας με μειωμένους συντελεστές, ανάλογα προς την αύξηση του αριθμού των μελών της οικογένειας, καθώς και της ηλικίας τους.

25. Βλ. Λ. Θεοχαρόπουλου, ό.π., σελ. 251.

26. BVerfGE 6, 55 (76).

27. Βλ. σχετικά Λ. Θεοχαρόπουλου, ό.π., σελ. 246.

28. Βλ. σχετικά Λ. Θεοχαρόπουλου, ό.π., σελ. 247-248.

29. Βλ. σχετικά Λ. Θεοχαρόπουλου, ό.π., σελ. 245-246.

30. Βλ. σχετικά Λ. Θεοχαρόπουλου, ό.π., σελ. 251-252.

31. Αναλόγως των ειδικότερων ρυθμίσεων πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα εμφανίζουν και τα λοιπά συστήματα (το μικτό και το σύστημα της οικογενειακής μερίδας). Βλ. σχετικά Λ. Θεοχαρόπουλου, ό.π. 248-250 και τις εκεί λοιπές παραπομπές.

32. Case Demetriades and the Republic (1978), 3, RSCC, 246.

33. BVerfGE 6, 55. Η απόφαση αυτή ελήφθη μετά από παραπομπή του Φορολογικού Πρωτοδικείου του Μονάχου, το οποίο έκρινε ότι υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της σχετικής ρύθμισης (FGMünchen, U von 25-2-1954). Επίσης, βλ. BverfGE 9, 20, 34.

34. Απόφαση της 13/4/1984, EuGRZ 1984, 468.

35. Βλ. Κ. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό Δίκαιο, Β' έκδοση, 1999, σελ. 140 επ.

36. Έτσι, ορθά, ο Α. Γαζής, "Αντισυνταγματικότητες στη φορολογία της Οικογένειας", ΤοΣ 1983, σελ. 4.

37. Η ρύθμιση αυτή είχε ως εξής: "Το εισόδημα της συζύγου, συνεστώτος του γάμου προστίθεται εις το εισόδημα του συζύγου, όστις φορολογείται διά το άθροισμα των εισοδημάτων τούτων. Κατ' εξαίρεσιν το εκ μισθωτών υπηρεσιών και υπηρεσιών ελευθερίων επαγγελμάτων εισόδημα της συζύγου, εφ'όσον δεν υπερβαίνει τας 36.000 δρχ. ετησίως, φορολογείται κεχωρισμένως, της συζύγου υπεχούσης εν τη περιπτώσει ταύτη διά το εκ των πηγών τούτων εισόδημα αυτής ιδίαν φορολογικήν υποχρέωσιν".

38. Για τη φορολογία του εισοδήματος των εγγάμων και των ανηλίκων βλ. σχετικά Κ.Φινοκαλιώτη, Φορολογικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 203, Λ. Θεοχαρόπουλου, Φορολογικό Δίκαιο, Ειδικό, τόμος δεύτερος, 1990, σελ. 114επ., Ι. Αναστόπουλου, Φορολογικό Δίκαιο, 1992, σελ. 71επ., Ν.Μπάρμπα, Φορολογία Εισοδήματος, 2003, σελ. 176επ., Λ. Κόντου-Μάναλη, Ελληνικό Φορολογικό Δίκαιο, Τόμος Ι, 2002, σελ. 141επ., Ι.Αναστόπουλου-Θ.Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, β'έκδοση, 2003, σελ. 207επ.

39. Πρώην άρθρο 6 παρ. 2 N. 3323/1955. Ας σημειωθεί ότι μέχρι 31/12/1983 αντιμετωπιζόταν μόνο η φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος της συζύγου από επιχείρηση που εξαρτιόταν οικονομικά από το σύζυγό της. Από 1/1/1984 με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του N. 1473/84 ρυθμίζεται και η αντίθετη περίπτωση.

40. Βλ. σχετικά ΣτΕ 1616/1987, ΣτΕ 1358/90, ΣτΕ 1360/90, 1007/91. Επίσης, βλ. ΣτΕ 3643/90, ΣτΕ 2541-42/94, ΣτΕ 2989/95, ΣτΕ 4101/97, ΣτΕ 479/2000 που έκριναν ότι η συνάθροιση των εισοδημάτων του ενός συζύγου στα εισοδήματα του άλλου, που επιβάλλεται από την παρ. 4 του άρθρου 6 N.Δ. 3323/1955, με την έννοια ότι πρόκειται για μη πραγματική άσκηση ανεξάρτητης (χωριστής) δραστηριότητας) δεν έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 4, 20 παρ. 1 και 21 του Συντάγματος διότι με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται περί τούτου μαχητό τεκμήριο (συνταγματικά επιτρεπτό) κατά του οποίου επιτρέπεται ανταπόδειξη.

41. Βλ. όμως ΔΕΑ 94/1989 ΔΦΝ 1989, σελ. 821 που έκρινε ότι η καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 N.Δ. 3323/1955 αντίκειται στα άρθρα 4 παρ.1 και 5 (αρχή της ισότητας) και 21 παρ.1 του Συντάγματος. Επίσης, βλ. σχετικά και ιδίως για τις καταργηθείσες περιπτώσεις Α.Γαζή, "Αντισυνταγματικότητες στη φορολογία της Οικογένειας", ό.π., σελ. 8 και Μ. Κυπραίου, Στοιχεία Φορολογικού Δικαίου, 1980, σελ. 163 επ. Πάντως, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε με σειρά αποφάσεών του ότι η συγκεκριμένη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 4 N.Δ. 3323/1955) βλ. σχετικά και παραπομπή υπ' αριθμ. 40 καθιέρωνε μαχητό τεκμήριο για μη πραγματική άσκηση ανεξάρτητης (χωριστής) δραστηριότητας από τους συζύγους, μη αντικείμενο στο Σύνταγμα, κατά του οποίου επιτρεπόταν ανταπόδειξη (ΣτΕ 479/2000, ΔΦΝ 2000, σελ. 960, ΣτΕ 3739/1998, ΣτΕ 4101/1997, ΔιΔικ 1999, σελ. 755, ΣτΕ 3033/1997 ΔιΔικ 1998, σελ. 486, ΣτΕ 2568/1997, ΣτΕ 2471/96 ΔιΔικ 1998, σελ. 201, ΣτΕ 3422/1995, ΣτΕ 2541/1994, ΣτΕ 3643/1990).

42. Έτσι, και η Ιρ.Αυδή-Καλκάνη, «Συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές και φορολογία της "εν γάμω"οικογένειας» , ΝοΒ 1998, σελ. 1046.

43. Βλ. όμως, Ιρ.Αυδή-Καλκάνη, ό.π., ΝοΒ 1998, 1044 επ.

44. Βλ. σχετικά Α.Γαζή, "Αντισυνταγματικότητες στη φορολογία της Οικογένειας", ό.π., σελ. 6.

45. ΝοΒ 1980, σελ. 1096 με σχόλια Κ.Κοννίδα.

46. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό και σε σχέση με τις τυχόν λοιπές επιβαρύνσεις (πρόσθετους φόρους).

47. Βλ. σχετικά Ε.Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 196-197.

48. Έτσι, ακόμα και όταν ο σύζυγος δεν έχει ο ίδιος εισοδήματα αλλά η σύζυγός του, η δήλωση θα υποβληθεί από το σύζυγο.

49. Βλ. σχετικά και Ι.Αναστόπουλο, ό.π., σελ. 128 που εκφράζει προβληματισμό σχετικά με την έκδοση του εκκαθαριστικού σημειώματος ή του φύλλου ελέγχου καθώς και για τη βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου μόνο στο όνομα του συζύγου.

50. Έτσι, και Ν.Μπάρμπας, ό.π., σελ. 179.

51. Έτσι, η μεν ΔΠρωτΑθηνών 6553/1976 έκρινε ότι δικαίωμα έχει μόνο ο σύζυγος διότι αυτός τυγχάνει υποκείμενο του φόρου, η δε σύζυγος δικαιούται μόνο προς άσκηση παρέμβασης. Αντίθετα σύμφωνα με τη ΣτΕ 2943/1975 δικαίωμα προσφυγής έχει η σύζυγος εφόσον αυτή βαρύνεται με το φόρο, ενώ ο σύζυγος δύναται να παρέμβει. Βλ. και Α.Γαζή, "Αντισυνταγματικότητες στη φορολογία της Οικογένειας", ό.π. σελ. 10. Επίσης, βλ. ΣτΕ 3642/92 που έκρινε ορθά κατά τη γνώμη μας ότι οι πράξεις του εκκαθαριστικού σημειώματος καθώς και του φύλλου ελέγχου εκδίδονται μεν επ' ονόματι του συζύγου, περιέχουν όμως προσδιορισμό ιδίας φορολογικής υποχρέωσης της συζύγου, η οποία, ως αμέσως βαρυνόμενη, δύναται να ασκήσει προσφυγή κατά τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.1 ΚΦΔ. Έτσι, και η ΣτΕ 2430/1996.

52. Βλ. σχετικά Ν.Χατζητζανή, Ερμηνεία κατ' άρθρον Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, τ.Α', 2002, σελ. 458 επ. και Κ. Φινοκαλιώτη, ό.π., σελ. 203 παραπομπή 437.

53. ΝοΒ 1980,σελ. 1096. Βλ. και ΣτΕ 2430/1996, η οποία έκρινε ότι εφόσον το εκδιδόμενο φύλλο ελέγχου αφορά και εισοδήματα της συζύγου πρέπει να κοινοποιείται και σε αυτήν, προκειμένου να καταστεί οριστικό και ως προς αυτήν. Βλ. και ΔΕΑ 3254/1992 ΕΔΚΑ 1994,σελ. 100 η οποία έκρινε ότι αν και τα φύλλα ελέγχου, στα οποία υπήρχε η σημείωση ότι αφορούν τα εισοδήματα της συζύγου και υπήρχε σχετικός διαχωρισμός, δεν κοινοποιήθηκαν και στη σύζυγο δεν προέκυψε βλάβη της από αυτό, αφού έλαβε γνώση τους και άσκησε προσφυγές.

54. Βλ. και ΔΕΑ 3254/1992 ΕΔΚΑ 1994, σελ. 100.

55. Άρθρο 61 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο Κ.Φ.Ε. Επίσης υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης για τους ανήλικους είναι ο επίτροπος σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 3 περ.β' Κ.Φ.Ε.

56. Βλ. σχετικά Α.Γαζή, ό.π., σελ. 12-13.

57. Βλ. όμως BverfGE 18, 97,106 που έκρινε ότι δεν επιτρέπεται ενόψει της συνταγματικής προστασίας που απολαμβάνει η οικογένεια, κατά το άρθρο 6 του Θεμελιώδη Νόμου, να σωρεύεται ούτε το εισόδημα των τέκνων με τους γονείς.

58. Βλ. αναλυτικά Ν.Μπάρμπα, ό.π., σελ. 240 επ.

59. Η αναφορά που ακολουθεί έχει λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του Κ.Φ.Ε. που έχουν επέλθει με τον N. 3091/2002.

60. Η έκπτωση αυτή ισχύει για τόκους από συμβάσεις δανείων που συνάπτονται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2002.

61. Το ποσό με το οποίο προσαυξάνεται το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου μειώνει το ποσό του δεύτερου κλιμακίου και εάν αυτό δεν επαρκεί, το ποσό του τρίτου κλιμακίου.

62. Για τους ειδικότερους περιορισμούς όσον αφορά τη μείωση του φόρου σε κάθε περίπτωση βλ. το σχετικό άρθρο.

63. Άρθρο 9 παρ. 4 Κ.Φ.Ε.

64. Για αυτές βλ. αναλυτικά με τις τελευταίες τροποποιήσεις Ι.Αναστόπουλου-Θ.Φορτσάκη, ό.π., σελ. 218 επ. και 224 επ., Ν.Μπάρμπα, ό.π., σελ. 239 επ. και 256 επ.

65. BVerfGE 43,108, BVerfGE v. 12/1/1976, NJW 1976, 845.

66. BVerfGE 61,319; 66, 214; BVerfGE v.4/10/1984, NJW 1985,845. Βλ. σχετικά Vogel, Zum Fortfall der Kinderfreibeträge, NJW 1974,2107, Lang, Anm. zum BVerfGE v. 3/11/1982, StW 1983, 103, Deubner, Abschied vom Bagatellprinzip, NJW 1985, 839.

Πηγή Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας

μελέτη της Ευαγγελίας Ι. Παπαδημητρίου,

δικηγόρου

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 4 years later...
επισκέπτη Επισκέπτης Γ.Π.

Παρακαλώ,

τι προβλέπει ο νόμος που η κοινή δήλωση κωλύεται

για άλλους λόγους (αδιαφορία, απουσία, εμπόδιση κ.λπ.

εκ μέρους του ενός των συζύγων);

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

επισκέπτη Επισκέπτης Γ.Π.

ΔΙΟΡΘΩΣΗ

Παρακαλώ,

τι προβλέπει ο νόμος στην περίπτωση που η κοινή δήλωση κωλύεται

από άλλους λόγους (αδιαφορία, απουσία, εμπόδιση κ.λπ.

εκ μέρους του ενός των συζύγων);

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 7 months later...
επισκέπτη Αννα Β.

Δεν υποβάλαμε ποτέ κοινή δήλωση, επειδή ο σύζυγος έχει δικαστικές εκκρεμότητες. Ο νόμος τι προβλέπει για αυτές τις περιπτώσεις???

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 1 year later...

Πρακτικο ερωτημα: συζυγοι "εν διαστασει"  , ο ενας εκ των δυο εχει κανει και την τροποποιηση στο μητρωο της ΔΟΥ , η διασταση προεκυψε το 2013 , το 2012 ...αγαπιοντουσαν και ησαν μαζι. Ρωταω υποχρεούνται να κανουν μαζι δηλωση για τα εισοδηματα του 2012 ή μπορούν και χωριστα ;   

 

Με βαση τις "οδηγιες" του 2013  " Οι συζυγοι υποβαλλουν φορολογικη δηλωση χωριστα στις ακολουθες περιπτωσεις :

 

- οταν δε μενουν μαζι, κατα το χρονο υποβολης της δηλωσης, λογω διακοπης της εγγαμης συμβιωσης.   κ.λ.π.

 

Η δικη μου ερμηνεια των παραπανω ειναι : οτι πρεπει να υποβαλλουν ξεχωριστα δηλωσεις , συμφωνα ομως με καποιες γνωμες εκ ΔΟΥ προερχομενες , με το σκεπτικο οτι το 2012 συμβιουσαν , θα πρεπει να υποβαλουν κοινη δηλωση , θα ηθελα τη γνωμη σας . ευχαριστω .

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Πρακτικο ερωτημα: συζυγοι "εν διαστασει"  , ο ενας εκ των δυο εχει κανει και την τροποποιηση στο μητρωο της ΔΟΥ , η διασταση προεκυψε το 2013 , το 2012 ...αγαπιοντουσαν και ησαν μαζι. Ρωταω υποχρεούνται να κανουν μαζι δηλωση για τα εισοδηματα του 2012 ή μπορούν και χωριστα ;   

 

Με βαση τις "οδηγιες" του 2013  " Οι συζυγοι υποβαλλουν φορολογικη δηλωση χωριστα στις ακολουθες περιπτωσεις :

 

- οταν δε μενουν μαζι, κατα το χρονο υποβολης της δηλωσης, λογω διακοπης της εγγαμης συμβιωσης.   κ.λ.π.

 

Η δικη μου ερμηνεια των παραπανω ειναι : οτι πρεπει να υποβαλλουν ξεχωριστα δηλωσεις , συμφωνα ομως με καποιες γνωμες εκ ΔΟΥ προερχομενες , με το σκεπτικο οτι το 2012 συμβιουσαν , θα πρεπει να υποβαλουν κοινη δηλωση , θα ηθελα τη γνωμη σας . ευχαριστω .

 

 

;;;;;;;;;;;;;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 2 weeks later...

Συνάδελφοι καλησπέρα, παντρεμένο ζευγάρι θέλει να κάνει φέτος χωριστή δήλωση για πρώτη φορά.

Ο άνδρας είχε επιχείρηση η οποία πτώχευσε το 2000 (έχει χαρτί δικαστηρίου).

Όλα τα προηγούμενα χρόνια έκαναν κοινή δήλωση με την συζυγό του.

Φέτος θέλουν να κάνουν χωριστή μήπως ανοίξει η σύζυγος κάποιο μαγαζί, αλλά και για να πέρνει φορολογική ενημερότητα.

Ο ΚΦΕ προβλέπει οτι σε περίπτωση πτώχευσης του ενός γίνεται χωριστή δήλωση.

Οπότε θα βγάλω κλειδάριθμο και στην σύζυγο και στο κουτάκι που λέει ΕΓΓΑΜΟΣ του Ε1 του συζύγου θα το αποτσεκάρω.

 

1)  Θέλει κάποια γνωστοποίηση στο εισόδημα ή στο μητρώο επειδή όλα αυτά τα χρόνια έκαναν κοινή δήλωση??? ή κάποια άλλη διαδικασία???

 

2) Το τεκμήριο διαβίωσης θα υπολογιστεί πλέον 3.000 στον καθένα εφόσον θα γίνει χωριστή δήλωση. Σωστά???

 

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 4 weeks later...

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι εύκολο!

Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση τώρα
  • Πλοηγούταν πρόσφατα   0 μέλη

    • Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένοι χρήστες που να βλέπουν αυτή τη σελίδα.
×
×
  • Δημιουργία νέου...