Αποτελέσματα live αναζήτησης

ΣΕΒ: «Η Ελλάδα βγαίνει από το Πρόγραμμα, το ζητούμενο της Aνάπτυξης παραμένει» - Ομιλία Εκτελεστικού Αντιπροέδρου ΣΕΒ κ. Κων. Μπίτσιου

10 Ιούλιου 2018 Σχόλια
ΣΕΒ: «Η Ελλάδα βγαίνει από το Πρόγραμμα, το ζητούμενο της Aνάπτυξης παραμένει» - Ομιλία Εκτελεστικού Αντιπροέδρου ΣΕΒ κ. Κων. Μπίτσιου
© Taxheaven - H εικόνα προστατεύεται από τον νόμο περι πνευματικής ιδιοκτησίας - Δείτε περισσότερα στους όρους χρήσης
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά


Ομιλία Εκτελεστικού Αντιπροέδρου ΣΕΒ κ. Κωνσταντίνου Μπίτσιου στην Οικονομική Διάσκεψη της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (ΕΕΝΕ), 10/7/2018


Η Ελλάδα βγαίνει από το Πρόγραμμα, το ζητούμενο της Aνάπτυξης παραμένει


Κυρίες και κύριοι,

Το συνέδριο σας, έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία. Η Ελλάδα βγαίνει από το Πρόγραμμα, τον προσεχή Αύγουστο, και το ζητούμενο είναι η χώρα να μπει σε σταθερή, αναπτυξιακή τροχιά. Με την προοπτική αυτή, θεωρώ χρήσιμη μίαν εκτίμηση για τον απολογισμό της κρίσης αλλά και για το διακύβευμα που τίθεται για την ελληνική οικονομία.

Δυο λόγια πρώτα, για τον απολογισμό. Αποκαταστήσαμε τη δημοσιονομική πειθαρχία με σημαντική, όμως, υπερφορολόγηση της πραγματικής οικονομίας. Ισοσκελίσαμε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αλλά είναι ένας ισοσκελισμός που επιτεύχθηκε κυρίως στο σκέλος των υπηρεσιών λόγω της τουριστικής ανόδου. Αντιθέτως, στο εμπορικό ισοζύγιο, οι εισαγωγές προϊόντων υπερβαίνουν ακόμη, κατά 20 δις ευρώ τις εξαγωγές. Τέλος, βελτιώσαμε τη θέση μας στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Απέχουμε, όμως, ακόμη σημαντικά, από τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Η εικόνα συνεπώς, είναι ανάμεικτη.  Και το ζητούμενο της ανάπτυξης παραμένει.

Δυο λόγια για το διακύβευμα και τις προοπτικές. Τη συμφωνία για το Ελληνικό χρέος, πρέπει να την εκτιμήσουμε ως ένα προϊόν συμβιβασμών στο Ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συμφωνία, βελτιώνει το προφίλ του Ελληνικού χρέους σε βάθος χρόνου αλλά δεν το μειώνει. Με τα  υψηλά πλεονάσματα που θέτει, περιορίζει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, κοντά στο 2% μεσοσταθμικά, ενώ όλοι μας, και πρωτίστως οι δανειστές και η κυβέρνηση θα έπρεπε να στοχεύουμε σε μια αλματώδη ανάπτυξη της τάξης τουλάχιστον του 4% ετησίως. Περιέχει σημαντικές διαρθρωτικές δεσμεύσεις οι οποίες επιβάλλουν ένα αυστηρό πλαίσιο μετα-μνημονιακής εποπτείας.

Και τέλος, αποτυπώνει γενικότερα, ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης που υπάρχει ακόμα συνολικά, προς τη χώρα μας. Δίνεται συνεπώς, τόσο-όσο, με καρότο και μαστίγιο, για να διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία αλλά και για να μη μείνει στη μέση η μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Η εδραίωση της εμπιστοσύνης είναι κρίσιμος παράγοντας και για την ελληνική οικονομία και για να την αποκαταστήσουμε, δυο πράγματα πρέπει πάση θυσία, να γίνουν:

Πρώτον, δεν πρέπει να ξηλωθούν οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται και να επιστρέψουμε στις πελατειακές πολιτικές του παρελθόντος.

Δεύτερον, πρέπει να αποτραπεί οποιαδήποτε πολιτική πόλωση που μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική αστάθεια κατά το επόμενο κρίσιμο διάστημα.

Με την Ελλάδα να μην αποτελεί πλέον συστημικό κίνδυνο για την ευρωζώνη, ο μεγαλύτερος κίνδυνος, είναι να εισέλθουμε σε μια μακρά περίοδο στασιμότητας με χαμηλή ανάπτυξη και υψηλή ανεργία.

Ο κίνδυνος δηλαδή, είναι να διαχειριζόμαστε την υφιστάμενη πίτα, να εξυπηρετούμε το χρέος, αλλά η χώρα να σέρνεται με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Έχουμε, όμως, και ένα άλλο κίνδυνο.

Ένα δημογραφική ζήτημα που διογκώνεται και που δεν φαίνεται να απασχολεί την πολιτική τάξη. Με τα σημερινά στοιχεία, 3 εκ. μισθωτοί και ελεύθεροι επαγγελματίες καλούνται να συντηρήσουν με τους φόρους τους έναν πληθυσμό 11 εκατομμυρίων.  Το σύνολο των κοινωνικών παροχών, ανήλθε το 2017 στο 19% του ΑΕΠ, δηλαδή σε 35 δις ευρώ από τα οποία 15 δις χρηματοδοτήθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι  15,8%. Σύμφωνα με τις αναλογιστικές μελέτες, το 2050, θα είμαστε περίπου 9 εκατομμύρια με έναν στους τρεις να είναι άνω των 65.

Με τα στοιχεία αυτά η εξίσωση απλά δε βγαίνει όσο συνεχίζουμε να έχουμε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και συντηρούμε ένα εχθρικό περιβάλλον προς τους νέους, και τις επιχειρήσεις με αναξιοκρατία, κακούς θεσμούς, αναποτελεσματική παιδεία και υψηλούς φόρους στην παραγωγή και την εργασία.

Για να αποφύγουμε τη δυσμενή αυτή προοπτική, για να φύγει η χώρα μπροστά, για να μεγαλώσει η πίτα πρέπει η οικονομία να μπει σε δυναμική και σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.

Αυτό σημαίνει, και είναι βασική θέση του ΣΕΒ, ότι πρέπει κατ’ αρχήν οι στόχοι να ανταποκρίνονται στο ζητούμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να συμβιβαζόμαστε με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1,5 ή του 2%. Η Ελλάδα πρέπει να τρέξει με 4 και 5% ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης και με ετήσια αύξηση επενδύσεων της τάξης του 15%, αν θέλουμε να συγκλίνουμε ξανά με την Ευρώπη και να ισορροπήσουμε την Ελληνική οικονομία.  Ποιες είναι, όμως, οι προκλήσεις; Κατ’ αρχήν, έχουμε μια ποσοτική πρόκληση: πρέπει να καλύψουμε ένα επενδυτικό κενό 100 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Οι συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις παραμένουν ακόμα αρνητικές. Οι αποσβέσεις είναι  περισσότερες από τις καθαρές νέες επενδύσεις.  Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν δημιουργείται νέος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός στην οικονομία και άρα δεν βελτιώνεται η παραγωγικότητά της. Έχουμε, όμως, και μια ποιοτική πρόκληση: Οι επενδύσεις να έχουν το σωστό μείγμα ώστε να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Οι επενδύσεις πρέπει να στρέφονται προς τους κλάδους με υψηλή παραγωγικότητα, τους εξωστρεφείς κλάδους.  Η τρίτη πρόκληση είναι προφανής αλλά καίρια: η δημιουργία ενός φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος.  Τα προβλήματα τα γνωρίζετε, δεν έχει νόημα να τα αναφέρω.

Το συνέδριο που διοργάνωσε ο ΣΕΒ για τις επενδύσεις, τον περασμένο Απρίλιο, είχε ως στόχο, την ανάδειξη των μηχανισμών, των διαδικασιών και δομών που πρέπει να έχει η χώρα ως προϋπόθεση για την ταχύτερη κάλυψη του επενδυτικού κενού.

Το συνέδριο, ανέδειξε τα 50 κρισιμότερα επενδυτικά εργαλεία και έδωσε την ευκαιρία σε επιχειρήσεις αλλά και στη δημόσια διοίκηση να συζητήσουμε, όλοι μαζί, τα συστατικά ενός εντατικού προγράμματος επενδυτικών μεταρρυθμίσεων.  
μείωση 25% του βάρους που επιφέρουν τα εμπόδια και η γραφειοκρατία ως το 2020, η επίτευξη του οποίο αναβάλλεται από το 2013.
μείωση 35% του χρόνου επίλυσης δικαστικών (διοικητικών) διαφορών ως το 2020.
μείωση 30% του χρόνου αδειοδότησης μέχρι το 2020 και ενοποίηση αδειοδοτήσεων σε ένα σημείο και μία άδεια
υλοποίηση προτάσεων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας που θα επιβάλει – μεταξύ των άλλων - καθολική χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και των ηλεκτρονικών συναλλαγών, για την αποτροπή της φοροδιαφυγής.
μείωση 30% του εταιρικού φόρου (άμεσα ή έμμεσα) στις νέες επενδύσεις. Οι επενδύσεις που θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη πρέπει να διέπονται από ένα σταθερό και αξιόπιστο φορολογικό πλαίσιο.

Αυτό παρέχει τη βεβαιότητα στους επενδυτές ότι τα σχέδια τους δεν θα ανατραπούν κατά τη διάρκεια της επένδυσης τους.
μείωση του υψηλού και πολύ προοδευτικού μη μισθολογικού κόστους, που επιβαρύνει το ελληνικό εργατικό δυναμικό, σε επίπεδα πιο ανταγωνιστικά και ελκυστικά για επενδυτές και εργαζόμενους.
σταθερότητα του φορολογικού συστήματος που είναι ένα σημαντικό αντικίνητρο για να επενδύσει κάποιος στην Ελλάδα.
Προσοχή στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.

Αυτές είναι οι προκλήσεις και μέσα σε αυτό το δύσκολο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο θα κινηθεί η ελληνική επιχειρηματικότητα τους επόμενους μήνες.

Η αισιοδοξία με την οποία μπαίνουμε στη μεταμνημονιακή εποχή μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον ερωτώμενο.

Όμως, σε αυτή τη νέα περίοδο, ένα πράγμα είναι λίγο πολύ σίγουρο. Τη χώρα καλείται να τη βάλει σε αναπτυξιακή τροχιά η ιδιωτική πρωτοβουλία. Αυτό σημαίνει, ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να στηρίζει την επιχειρηματικότητα.Σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, πολιτικές διάσπασης και επιλεκτικής στήριξης δεν ωφελούν ούτε την επιχειρηματικότητα ούτε τη χώρα.

Από εδώ και στο εξής, η ευθύνη για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα είναι κυρίως δική μας.


Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης