Αποτελέσματα live αναζήτησης

H εκμετάλλευση ιδιωτικού φωτοβολταϊκού συστήματος συνδεδεμένου στο δημόσιο δίκτυο γεννά δικαίωμα προς έκπτωση του Φ.Π.Α. επί των εισροών

2 Ιούλιου 2013 Σχόλια
  • Εκτιμώμενος χρόνος ανάγνωσης 17 λεπτά
Με απόφασή του το ευρωπαϊκό δικαστήριο δικαιώνει υπόθεση Αυστριακού σχετικά με την επιστροφή ΦΠΑ για την εγκατάσταση Οικιακού Φωτοβολταϊκού.

Το ευρωπαϊκό δικαστήριο σημειώνει μεταξύ άλλων ότι όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να θεωρηθεί ότι η εκμετάλλευση ενός ενσώματου ή άυλου αγαθού γίνεται με σκοπό την άντληση εσόδων, είναι αδιάφορο αν η εκμετάλλευση αυτή γίνεται με σκοπό να αποφέρει κέρδος.

Εφόσον το επίμαχο στην κύρια δίκη φωτοβολταϊκό σύστημα στη στέγη της κατοικίας παράγει ηλεκτρική ενέργεια η οποία διοχετεύεται στο δίκτυο έναντι τιμήματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκμετάλλευσή του γίνεται με σκοπό την άντληση εσόδων.


Στον βαθμό που το φωτοβολταϊκό σύστημα περί του οποίου πρόκειται στην κύρια δίκη παράγει ηλεκτρική ενέργεια η οποία παραδίδεται στο δίκτυο με αντάλλαγμα έσοδα διαρκούς χαρακτήρα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα αυτή εμπίπτει στην έννοια των «οικονομικών δραστηριοτήτων», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 4 της έκτης οδηγίας.

Το συμπέρασμα αυτό, επισημαίνει το δικαστήριο, δεν αναιρείται από το ότι, η ποσότητα της παραγόμενης από το εν λόγω σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας είναι πάντοτε μικρότερη από την ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει ο εκμεταλλευόμενος το σύστημα για τις ανάγκες του νοικοκυριού του.

Εξάλλου, εφόσον, ο T. Fuchs ασκεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας και δεν αμφισβητείται ότι η δραστηριότητα αυτή ασκείται κατά τρόπο ανεξάρτητο, ο T. Fuchs πρέπει να θεωρηθεί ως υποκείμενος στον φόρο κατά την έννοια της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου.

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο, ο T. Fuchs χρεώνει στον αντισυμβαλλόμενό του τον ΦΠΑ επί του συνόλου των παραδόσεων της παραγόμενης από το φωτοβολταϊκό σύστημά του ηλεκτρικής ενέργειας και η φορολογική αρχή εισπράττει τον ΦΠΑ που χρεώνεται επί των παραδόσεων αυτών. Επομένως, αφενός, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης φωτοβολταϊκό σύστημα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς πράξεων στις οποίες επιβάλλεται φόρος επί των εκροών.

Αφετέρου, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας, η άποψη της αυστριακής φορολογικής αρχής, όπως παρατίθεται με την απόφαση περί παραπομπής, καθώς και η άποψη της Αυστριακής Κυβερνήσεως, όπως παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, κατά την οποία ο T. Fuchs ενεργεί ως ιδιώτης, δεν συνάδουν με την επιβολή ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια που πωλεί.

Δείτε το ενδιαφέρον σκεπτικό της απόφασης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 20ής Ιουνίου 2013 (*)

«Έκτη οδηγία ΦΠΑ – Άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 – Έννοια των “οικονομικών δραστηριοτήτων” – Έκπτωση του φόρου εισροών – Εκμετάλλευση φωτοβολταϊκού συστήματος εγκατεστημένου επί ή πλησίον οικίας η οποία χρησιμοποιείται ως ιδιωτική κατοικία – Παράδοση στο δίκτυο – Έσοδα – Παραγωγή μικρότερης ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας από αυτήν που καταναλώνεται»

Στην υπόθεση C 219/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαΐου 2012, στο πλαίσιο της δίκης Finanzamt Freistadt Rohrbach Urfahr κατά Unabhängiger Finanzsenat Außenstelle Linz, παρισταμένου του: Thomas Fuchs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη, J. C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή) και J. L. da Cruz Vilaça, δικαστές, γενική εισαγγελέας: E. Sharpston γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την K. Petersen,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Soulay και τον B. R. Killmann,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 2013, εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1. H παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας 77/388/EΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 95/7/ΕΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1995 (ΕΕ L 102, σ. 18, στο εξής: έκτη οδηγία).

2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Finanzamt Freistadt Rohrbach Urfahr (στο εξής: Finanzamt) και του Unabhängiger Finanzsenat Außenstelle Linz, σχετικής με την έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) που καταβλήθηκε επί των εισροών όσον αφορά φωτοβολταϊκό σύστημα εγκατεστημένο στη στέγη κατοικίας.
 
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης

3. Το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας, που αποτελεί τον τίτλο II αυτής, ο οποίος επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:
«Στον [ΦΠΑ] υπόκεινται:
1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στο φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν•
[...]».

4. Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της έκτης οδηγίας όριζε:
«1. Θεωρείται ως υποκείμενος στον φόρο οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μία από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού [ή] των αποτελεσμάτων της δραστηριότητος αυτής.
2. Οικονομικές δραστηριότητες, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι όλες οι δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξορύξεως, των γεωργικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελευθέρων επαγγελμάτων ή των εξομοιουμένων προς αυτά. Ως οικονομική δραστηριότης θεωρείται επίσης η εκμετάλλευση ενσωμάτου ή άυλου αγαθού, προς τον σκοπό αντλήσεως εσόδων διαρκούς χαρακτήρος».

5. Κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της έκτης οδηγίας:
«1. Ως “παράδοση αγαθού” θεωρείται η μεταβίβαση της εξουσίας να διαθέτει κανείς ενσώματο αγαθό ως κύριος.
2. Λογίζονται ως “ενσώματα αγαθά” το ηλεκτρικό ρεύμα, το φωταέριο, η θερμότης, το ψύχος και παρόμοια πράγματα.»

6. Το άρθρο 17 της έκτης οδηγίας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28στ αυτής, όριζε τα εξής:
«1. Το δικαίωμα προς έκπτωση γεννάται κατά τον χρόνο, κατά τον οποίον ο εκπεστέος φόρος γίνεται απαιτητός.
2. Κατά το μέτρο που τα αγαθά ή οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση των φορολογουμένων πράξεών του, ο υποκείμενος στον φόρο δικαιούται να εκπίπτει από τον φόρο, για τον οποίον είναι υπόχρεος:
α)      τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα [ΦΠΑ] για αγαθά που του παρεδόθησαν ή πρόκειται να του παραδοθούν καθώς και για υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν ή πρόκειται να του παρασχεθούν από άλλον υποκείμενο στον φόρο•
[…]».
 
Το αυστριακό δίκαιο

7. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου περί φόρου κύκλου εργασιών του 1994 (Umsatzsteuergesetz 1994, BGBl. 663/1994), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης, είχε ως εξής:
«Επιχειρηματίας είναι εκείνος ο οποίος ασκεί ανεξάρτητη οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα. Η επιχειρηματική δράση περιλαμβάνει το σύνολο της οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του επιχειρηματία. Ως οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα νοείται κάθε μονίμως ασκούμενη δραστηριότητα που αποσκοπεί στην πραγματοποίηση εσόδων, έστω και αν ελλείπει η πρόθεση αποκομίσεως κέρδους και, στην περίπτωση της ενώσεως προσώπων, έστω και αν η ένωση ασκεί δραστηριότητα μόνον έναντι των μελών της».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8. Ο T. Fuchs αγόρασε και τοποθέτησε το 2005 ένα φωτοβολταϊκό σύστημα στη στέγη της επί οικίας του που χρησιμοποιούσε ως ιδιωτική κατοικία, στην τιμή των 38 367,76 ευρώ. Για το σύστημα αυτό έλαβε εφάπαξ επιχορήγηση ύψους 19 020 ευρώ.

9. Το εν λόγω φωτοβολταϊκό δεν έχει δυνατότητα αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας και το σύνολο της παραγόμενης ενέργειας παραδίδεται στο δίκτυο βάσει συμβάσεως πρόσβασης στο δίκτυο αόριστης διάρκειας, ισχύουσας από 1ης Ιουλίου 2005, η οποία συνήφθη με την εταιρία Ökostrom Solarpartner, Ö Vertriebs-GmbH. Η παράδοση της ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο γίνεται έναντι τιμήματος το οποίο υπολογίζεται με την ισχύουσα στην αγορά τιμή, δηλαδή 0,181 ευρώ για κάθε μικτή kWh, και υπόκειται σε ΦΠΑ.
Η ηλεκτρική ενέργεια την οποία χρειάζεται το νοικοκυριό παρέχεται από το δίκτυο στην ίδια τιμή στην οποία πωλήθηκε η παραχθείσα από το φωτοβολταϊκό.

10. Κατά την περίοδο 2005 έως 2008, ο T. Fuchs κατανάλωσε 44 600 kWh τις οποίες έλαβε από το δίκτυο για τις ανάγκες του νοικοκυριού του. Παρέδωσε τελικώς στο δίκτυο 11 156 kWh και κατανάλωσε απευθείας 8 645 kWh. Επομένως, παρέδωσε στο δίκτυο τη συνολική ποσότητα των 19 801 kWh την οποία παρήγαγε με τη φωτοβολταϊκή εγκατάστασή του.

11. Συναφώς, κατόπιν αιτήσεως παροχής διευκρινίσεων, που υποβλήθηκε κατά το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το Verwaltungsgerichtshof διευκρίνισε, με απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2013 η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιανουαρίου του ιδίου έτους, στηριζόμενο σε διαπίστωση επί των πραγματικών περιστατικών του κατ’ έφεση δικάσαντος δικαστηρίου, ότι ως καταναλωθείσα «απευθείας» ηλεκτρική ενέργεια νοείται η ενέργεια που ελήφθη από το δημόσιο δίκτυο άμεσα ή σε χρονικό σημείο που δεν απέχει πολύ από τη στιγμή της παράδοσης της ενέργειας στο δίκτυο.

12. Ο T. Fuchs ζήτησε την επιστροφή του ποσού των 6 394,63 ευρώ που κατέβαλε ως ΦΠΑ επί των εισροών για την αγορά του εν λόγω φωτοβολταϊκού συστήματος.

13. Το Finanzamt έκρινε ότι ο T. Fuchs δεν μπορούσε να εκπέσει τον ΦΠΑ επί των εισροών διότι η εκμετάλλευση της φωτοβολταϊκής εγκατάστασής του δεν συνιστούσε άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Ο T. Fuchs άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Unabhängiger Finanzsenat Außenstelle Linz ισχυριζόμενος ότι ασκούσε οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της έκτης οδηγίας.

14. Το Unabhängiger Finanzsenat Außenstelle Linz δέχθηκε την προσφυγή και το Finanzamt προσέβαλε την απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof.

15. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστά η εκμετάλλευση ενός συνδεδεμένου με το δίκτυο φωτοβολταϊκού συστήματος, το οποίο είναι εγκατεστημένο επί ή πλησίον οικίας που χρησιμοποιείται ως ιδιωτική κατοικία, δεν έχει δυνατότητα αποθήκευσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας και λειτουργεί έτσι, ώστε η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από το σύστημα αυτό είναι μόνιμα μικρότερη από τη συνολική ενέργεια που καταναλώνει για τις ατομικές ανάγκες του ο εκμεταλλευόμενος το εν λόγω σύστημα, “οικονομική δραστηριότητα” αυτού που εκμεταλλεύεται το φωτοβολταϊκό κατά την έννοια του άρθρου 4 της [έκτης οδηγίας];»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

16. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας, θεωρείται ως υποκείμενος στον φόρο οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μία από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του ίδιου αυτού άρθρου, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.

Η έννοια των οικονομικών δραστηριοτήτων ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας και περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, ειδικότερα δε εκείνες που συνεπάγονται την εκμετάλλευση ενσωμάτου ή άυλου αγαθού προς τον σκοπό αντλήσεως εσόδων διαρκούς χαρακτήρα (βλ. αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2007, C 284/04, T Mobile Austria κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I 5189, σκέψη 33, καθώς και C 369/04, Hutchison 3G κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I 5247, σκέψη 27).

17. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ανάλυση των εννοιών του υποκειμένου στον φόρο και των οικονομικών δραστηριοτήτων καθιστά εμφανή την έκταση του πεδίου εφαρμογής που καλύπτει η έννοια των οικονομικών δραστηριοτήτων και τον αντικειμενικό χαρακτήρα της, καθόσον η δραστηριότητα αυτή εξετάζεται αυτούσια, ανεξαρτήτως των σκοπών ή των αποτελεσμάτων της (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις T Mobile Austria κ.λπ, σκέψη 35, καθώς και Hutchison 3G κ.λπ., σκέψη 29).

18. Εν προκειμένω, η δραστηριότητα περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη συνίστατο στην εκμετάλλευση φωτοβολταϊκού συστήματος. Η δραστηριότητα αυτή θεωρείται ως εμπίπτουσα στην έννοια των «οικονομικών δραστηριοτήτων», όπως ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας, εάν ασκείται με σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.

19. Το ζήτημα του κατά πόσο μια δραστηριότητα αποβλέπει στην άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα αποτελεί ζήτημα το οποίο πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων της εξεταζόμενης υποθέσεως, μεταξύ των οποίων, ιδίως, η φύση του οικείου αγαθού  (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C 263/11, Rēdlihs, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33).

20. Το κριτήριο αυτό πρέπει, επίσης, να παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού του αν ο ιδιώτης χρησιμοποίησε το αγαθό κατά τρόπον ώστε η δραστηριότητά του να πρέπει να χαρακτηριστεί ως «οικονομική δραστηριότητα» υπό την έννοια της έκτης οδηγίας. Το γεγονός ότι ένα αγαθό προσφέρεται για οικονομική αποκλειστικώς εκμετάλλευση αρκεί, κατά κανόνα, για να θεωρηθεί ότι ο κύριός του το εκμεταλλεύεται για τις ανάγκες οικονομικών δραστηριοτήτων και, κατά συνέπεια, για να πραγματοποιήσει έσοδα διαρκούς χαρακτήρα. Εάν, αντιθέτως, το αγαθό είναι, ως εκ της φύσεώς του, δεκτικό τόσο οικονομικής όσο και ιδιωτικής χρήσεως, θα πρέπει να αναλυθεί το σύνολο των συνθηκών υπό τις οποίες χωρεί η εκμετάλλευσή του για να προσδιοριστεί εάν χρησιμοποιείται με σκοπό την άντληση εσόδων τα οποία είναι πράγματι διαρκούς χαρακτήρα (βλ. αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C 230/94, Enkler, Συλλογή 1996, σ. I 4517, σκέψη 27, και Rēdlihs, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).

21. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η σύγκριση μεταξύ, αφενός, των συνθηκών υπό τις οποίες ο ενδιαφερόμενος εκμεταλλεύεται πράγματι το αγαθό και, αφετέρου, των συνθηκών υπό τις οποίες είθισται να ασκείται η αντίστοιχη οικονομική δραστηριότητα μπορεί να συνιστά μία από τις μεθόδους βάσει των οποίων δύναται να ελεγχεί αν η συγκεκριμένη δραστηριότητα ασκείται με σκοπό την πραγματοποίηση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Enkler, σκέψη 28, και Rēdlihs, σκέψη 35).

22. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αγαθό περί του οποίου πρόκειται στην κύρια δίκη, δηλαδή το συνδεδεμένο με το δίκτυο και εγκατεστημένο επί ή πλησίον κατοικίας φωτοβολταϊκό σύστημα, ενδέχεται, λόγω της φύσεώς του, να χρησιμοποιηθεί τόσο για οικονομικούς όσο και για ιδιωτικούς σκοπούς.

23. Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα του κατά πόσον η εν λόγω παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποιήθηκε με σκοπό την άντληση εσόδων, πρέπει να τονιστεί ότι ως έσοδο νοείται το τίμημα που εισπράττεται ως αντιπαροχή για την ασκηθείσα δραστηριότητα.

24. Συναφώς, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, αφενός, η ηλεκτρική ενέργεια που παρήγαγε το εν λόγω φωτοβολταϊκό σύστημα παραδόθηκε στο δίκτυο και, αφετέρου, βάσει της συμβάσεως πρόσβασης στο δίκτυο αυτό, για τις εν λόγω παραδόσεις καταβλήθηκε αντιπαροχή.

25. Όμως, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να θεωρηθεί ότι η εκμετάλλευση ενός ενσώματου ή άυλου αγαθού γίνεται με σκοπό την άντληση εσόδων, είναι αδιάφορο αν η εκμετάλλευση αυτή γίνεται με σκοπό να αποφέρει κέρδος.

26. Εφόσον το επίμαχο στην κύρια δίκη φωτοβολταϊκό σύστημα στη στέγη της κατοικίας παράγει ηλεκτρική ενέργεια η οποία διοχετεύεται στο δίκτυο έναντι τιμήματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκμετάλλευσή του γίνεται με σκοπό την άντληση εσόδων.

27. Δεύτερον, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η σύμβαση πρόσβασης στο δίκτυο, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου 2005, συνήφθη «ως αόριστης διάρκειας». Δεδομένου ότι η εκμετάλλευση του φωτοβολταϊκού αυτού συστήματος είναι διαρκής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο από το εν λόγω φωτοβολταϊκό σύστημα έχει διαρκή χαρακτήρα και όχι περιστασιακό. Επομένως, τα έσοδα που εισπράττει ο εκμεταλλευόμενος το εν λόγω σύστημα είναι διαρκούς χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας.

28. Στον βαθμό που το φωτοβολταϊκό σύστημα περί του οποίου πρόκειται στην κύρια δίκη παράγει ηλεκτρική ενέργεια η οποία παραδίδεται στο δίκτυο με αντάλλαγμα έσοδα διαρκούς χαρακτήρα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα αυτή εμπίπτει στην έννοια των «οικονομικών δραστηριοτήτων», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 4 της έκτης οδηγίας.

29. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η ποσότητα της παραγόμενης από το εν λόγω σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας είναι πάντοτε μικρότερη από την ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει ο εκμεταλλευόμενος το σύστημα για τις ανάγκες του νοικοκυριού του.

30. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, λόγω των τεχνικών χαρακτηριστικών του επίμαχου συστήματος, αφενός, η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια παραδίδεται στο δίκτυο και, αφετέρου, η ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται αγοράζεται από τον εκμεταλλευόμενο το εν λόγω δίκτυο. Όπως υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο, επειδή πρόκειται για σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που είναι συνδεδεμένο με το δίκτυο, είναι αδύνατη η ταξινόμηση και η ταυτοποίηση του επίμαχου ανταλλάξιμου αγαθού, δηλαδή της ηλεκτρικής ενέργειας, μετά τη διοχέτευσή της στο δίκτυο και την εκ νέου λήψη από το δίκτυο.

31. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα που συνίσταται στην παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι ανεξάρτητη από την πράξη με την οποία ο T. Fuchs λαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια από το δίκτυο για τις ανάγκες του νοικοκυριού του και ότι, επομένως, η σχέση μεταξύ της ποσότητας που παράγεται, αφενός, και αυτής που καταναλώνεται, αφετέρου, δεν ασκεί επιρροή για τους σκοπούς του χαρακτηρισμού της εν λόγω δραστηριότητας παράδοσης ως οικονομικής δραστηριότητας.

32. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Αυστριακής Κυβερνήσεως κατά το οποίο το γεγονός ότι η παραγόμενη από το φωτοβολταϊκό σύστημα ηλεκτρική ενέργεια δεν υπερβαίνει τις ανάγκες του νοικοκυριού αποδεικνύει ότι τα έσοδα που αντλούνται από την παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο είναι το αποτέλεσμα της επιδιώξεως του T. Fuchs να μειώσει τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος και ότι, συνεπώς, η δραστηριότητα εκμετάλλευσης του συστήματος αυτού δεν ασκείται με σκοπό την άντληση εσόδων.

33. Εξάλλου, εφόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ο T. Fuchs ασκεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας και δεν αμφισβητείται ότι η δραστηριότητα αυτή ασκείται κατά τρόπο ανεξάρτητο, ο T. Fuchs πρέπει να θεωρηθεί ως υποκείμενος στον φόρο κατά την έννοια της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου.

34. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο, ο T. Fuchs χρεώνει στον αντισυμβαλλόμενό του τον ΦΠΑ επί του συνόλου των παραδόσεων της παραγόμενης από το φωτοβολταϊκό σύστημά του ηλεκτρικής ενέργειας και η φορολογική αρχή εισπράττει τον ΦΠΑ που χρεώνεται επί των παραδόσεων αυτών. Επομένως, αφενός, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης φωτοβολταϊκό σύστημα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς πράξεων στις οποίες επιβάλλεται φόρος επί των εκροών.

35. Αφετέρου, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεών της, η άποψη της αυστριακής φορολογικής αρχής, όπως παρατίθεται με την απόφαση περί παραπομπής, καθώς και η άποψη της Αυστριακής Κυβερνήσεως, όπως παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, κατά την οποία ο T. Fuchs ενεργεί ως ιδιώτης, δεν συνάδουν με την επιβολή ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια που πωλεί.

36. Πρέπει εξάλλου να υπομνησθεί ότι, κατά τη λογική του συστήματος της έκτης οδηγίας, είναι δυνατή η έκπτωση των φόρων επί των εισροών οι οποίοι επιβάρυναν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που χρησιμοποίησε ο υποκείμενος στον φόρο για τους σκοπούς των φορολογούμενων δραστηριοτήτων του. Η έκπτωση του φόρου επί των εισροών συναρτάται προς την είσπραξη του φόρου επί των εκροών. Όταν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για δραστηριότητες στο πλαίσιο των οποίων επιβάλλεται φόρος επί των εκροών, επιβάλλεται η έκπτωση του φόρου επί των εισροών, προς αποφυγή της διπλής φορολογήσεως (βλ. αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2006, C 184/04, Uudenkaupungin kaupunki, Συλλογή 2006, σ. I 3039, σκέψη 24, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C 72/05, Wollny, Συλλογή 2006, σ. I 8297, σκέψη 20).

37. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι η εκμετάλλευση φωτοβολταϊκού συστήματος το οποίο είναι εγκατεστημένο επάνω ή πλησίον οικίας που χρησιμοποιείται ως ιδιωτική κατοικία και λειτουργεί έτσι ώστε, αφενός, η ποσότητα της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας είναι πάντοτε μικρότερη από τη συνολική ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει στην κατοικία του για τις ατομικές ανάγκες του ο εκμεταλλευόμενος το εν λόγω σύστημα και, αφετέρου, η παραγόμενη ενέργεια παραδίδεται στο δίκτυο με αντάλλαγμα την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα εμπίπτει στην έννοια των «οικονομικών δραστηριοτήτων», όπως αυτή ορίζεται στο εν λόγω άρθρο.

Επί των δικαστικών εξόδων

38. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών − Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 95/7/ΕΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1995, έχει την έννοια ότι η εκμετάλλευση φωτοβολταϊκού συστήματος το οποίο είναι εγκατεστημένο επάνω ή πλησίον οικίας που χρησιμοποιείται ως ιδιωτική κατοικία και λειτουργεί έτσι ώστε, αφενός, η ποσότητα της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας είναι πάντοτε μικρότερη από τη συνολική ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει στην κατοικία του για τις ατομικές ανάγκες του ο εκμεταλλευόμενος το εν λόγω σύστημα και, αφετέρου, η παραγόμενη ενέργεια παραδίδεται στο δίκτυο με αντάλλαγμα την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα εμπίπτει στην έννοια των «οικονομικών δραστηριοτήτων», όπως αυτή ορίζεται στο εν λόγω άρθρο.


Δείτε την ανακοίνωση της απόφασης του Δικαστηρίου από τα συνημμένα


Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης