Αποτελέσματα live αναζήτησης

Σχέδιο νόμου - Αιτιολογική έκθεση «Απλούστευση της αδειοδότησης για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας»


Δημοσιεύθηκε στις : [ 25-04-2014 ]
Κατηγορία: Επενδύσεις - Αναπτυξιακά κίνητρα

Σχέδιο νόμου - Αιτιολογική έκθεση
«Απλούστευση της αδειοδότησης για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας»


ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «Απλούστευση της αδειοδότησης για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Με το παρόν σχέδιο νόμου επιδιώκεται η ουσιαστική αλλαγή και συγκέντρωση των διάσπαρτων κανόνων που ισχύουν μέχρι σήμερα για την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων που αποτελούν αντικείμενο του και η κατά το δυνατόν δημιουργία ενός κωδικοποιημένου συνόλου διατάξεων που θα διέπουν αυτές. Σκοπός επίσης του παρόντος νόμου δεν είναι απλά να ρυθμίσει τις διαδικασίες αδειοδότησης που ρητά υπάγονται σε αυτόν, αλλά και να δώσει στην διοίκηση την δυνατότητα να υπαγάγει στις ίδιες ταχείες, διαφανείς και εξασφαλιστικές του δημοσίου συμφέροντος διατάξεις και άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

Οι περίπλοκες διατάξεις που μέχρι σήμερα ίσχυαν ήταν αναποτελεσματικές για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, αλλά αποτελούσαν ταυτόχρονα και σημαντικό παράγοντα για την αποθάρρυνση της δραστηριοποίησης επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Αυτό που επιδιώκεται με τον παρόντα νόμο είναι η δημιουργία ενός σαφούς, απλού, σταθερού και ευέλικτου ρυθμιστικού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η οποία μέχρι σήμερα σε σημαντικό βαθμό εξαρτάται από το δημόσιο, και η παροχή ουσιαστικής ώθησης για το ξεδίπλωμα της επιχειρηματικότητας των Ελλήνων.

Σκοπός είναι να στραφεί ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας και ο Έλληνας εργαζόμενος, ο επιστήμονας, ο επιχειρηματίας στην αυτοδύναμη ανάπτυξη που μπορεί να αποκτήσει με μια νέα επιχείρηση, μικρή, μεσαία ή μεγαλύτερη. Να αντιμετωπισθεί η ανεργία με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας ως ρεαλιστικής εναλλακτικής επιλογής, δηλαδή με την παροχή της δυνατότητας, γρήγορα, απλά και με ρυθμιστική ασφάλεια, άρα με ελεγχόμενο κόστος, να δοθεί χώρος για την ανάπτυξή της. Ταυτόχρονα επιδιώκεται η δημιουργία ενός πλαισίου επενδυτικού που θα προσελκύσει πραγματικές επενδύσεις από το εξωτερικό και θα συμβάλλει στην επαναβιομαχηνοποίηση της χώρας, στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και την επέκταση τομέων που παραδοσιακά είναι πολύ δραστήριοι στην Ελλάδα, αλλά και νέων τομέων επιχειρηματικής δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία.

Για την εξασφάλιση όλων των παραπάνω ενισχύεται ουσιωδώς το νομικό πλαίσιο ώστε να η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος να είναι άμεση και αποτελεσματική. Ο παρών νόμος συνεπώς είναι (α) αναπτυξιακός αφού δημιουργεί ένα σαφές και απλό πλαίσιο άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας περιορίζοντας την παρέμβαση της διοίκησης εκεί μόνο όπου είναι αναγκαία, (β) μεταρρυθμιστικός αφού αποσκοπεί στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας σαν όπλο ουσιαστικής αντιμετώπισης της ανεργίας και (γ) αντιγραφειοκρατικός, αφού όχι μόνο περιορίζει την γραφειοκρατία για τις αδειοδοτήσεις, αλλά επιπλέον καθορίζει με σαφήνεια το πλαίσιο λειτουργίας των αρχών που εμπλέκονται σε αυτή την διαδικασία καθιστώντας και αυτές πιο αποτελεσματικές και αντιμετωπίζοντας αποφασιστικά το πρόβλημα των συναλλαγών στο περιθώριο του νόμου. Τα παραπάνω επιδιώκονται μέσα στα όρια που θέτει το Ελληνικό Σύνταγμα για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και ιδίως της προστασίας του περιβάλλοντος.

Με αυτά τα δεδομένα, το παρόν νομοσχέδιο εκκινεί από τις θέσεις της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η νομολογία του ΣτΕ μέχρι σήμερα είναι εξαιρετικά αναπτυγμένη και λεπτομερειακή. Από αυτή έχουν προκύψει συγκεκριμένες σταθερές αρχές που δίνουν τις κατευθύνσεις για τους όρους και τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας ως ατομικού συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος και την ιεράρχηση των επιμέρους διατάξεων του Συντάγματος.

Το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο πρέπει να εξασφαλίζει ότι θα υπάρχει αποτελεσματική παρέμβαση της διοίκησης ρυθμιστικά όταν το δημόσιο συμφέρον το επιβάλλει, και στην έκταση που είναι αναγκαίο για την προστασία του. Καλείται η εκτελεστική εξουσία να προβεί σε μια ουσιαστική εκτίμηση του κινδύνου που μια οικονομική δραστηριότητα συνεπάγεται για το δημόσιο συμφέρον και να επιβάλλει άμεσα τα μέτρα εκείνα που ουσιωδώς θα αποτρέψουν τον κίνδυνο, παρέχοντας ουσιαστική προστασία, χωρίς περιορισμό του ατομικού δικαιώματος όταν αυτό δεν δικαιολογείται και όπως το Σύνταγμα επιτάσσει. Αυτό σημαίνει ότι σε πρώτο στάδιο προσδιορίζεται αν από την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας τίθεται σε κίνδυνο συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον.

Στο δεύτερο βήμα προσδιορίζεται η έκταση του κινδύνου από την συγκεκριμένη δραστηριότητα για το συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον. Στο τρίτο στάδιο προσδιορίζεται ποιό είναι το μέτρο και το είδος της παρέμβασης που θα άρει αποτελεσματικά αυτόν τον κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον και θα προστατέψει με τον τρόπο αυτό το δημόσιο συμφέρον. Αυτά είναι τα τρία βήματα τα οποία πρέπει να ακολουθηθούν και όσο περισσότερο τυποποιημένη μπορεί να γίνει αυτή η προσέγγιση, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η στάθμιση ανάμεσα στην ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας και την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, η οποία καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας σε μια άμεση και καθημερινή δραστηριότητα του πολίτη που είναι η οικονομική δραστηριότητα.

Επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι να δωθεί η δυνατότητα σε περισσότερους πολίτες να αναπτύξουν την επιχειρηματικότητα τους αντί να επιδιώκουν την μισθωτή εργασία, αλλά και η ανάπτυξη της οικονομίας με επενδύσεις που θα δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες για όλους και νέες θέσεις εργασίας.

ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Άρθρα 1 έως 3

Με το άρθρο 1 τίθενται οι κατευθυντήριες αρχές για την λειτουργία όλου του νόμου. Οι αρχές αυτές είναι οι ερμηνευτικές κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθηθούν για την εφαρμογή του νόμου και ενσωματώνουν την λογική και σε σημαντικό βαθμό το λεκτικό της νομολογίας του ΣτΕ. Με την εφαρμογή τους επιδιώκεται ο περιορισμός του ατομικού δικαιώματος της οικονομικής ανάπτυξης αν αυτό είναι αναγκαίο για την αποτροπή κινδύνου για το δημόσιο συμφέρον. Η προστασία του δημοσίου συμφέροντος προτάσσεται και ο περιορισμός του ατομικού δικαιώματος δικαιολογείται στο μέτρο ακριβώς που η αποτροπή του κινδύνου για το δημοσίου συμφέρον επιβάλλει. Η ύπαρξη συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού, η ρυθμιστική σαφήνεια, σταθερότητα και αποτελεσματικότητα είναι τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη αυτώ των στόχων.

Με το άρθρο 2 καθορίζεται το αντικείμενο του νόμου και παρέχεται η δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία να υπαγάγει και άλλες δραστηριότητες στις διατάξεις του πάροντος νόμου, κάτι που διευκολύνεται από το γεγονός ότι οι γενικές κατευθυνήριες γραμμές του άρθρου 1 αποδίδουν την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σε σχέση με τις προϋποθέσεις που το Σύνταγμα θέτει για τον περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της οικονομικής ανάπτυξης όταν από την άσκηση του προκαλείται κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον. Επίσης η επιλογή της εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία από την πρώτη στιγμή γίνεται κεντρική επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3 και μέσω αυτών επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ταχύτητα, διαφάνεια και αμεσότητα για τις επιχειρήσεις.

Άρθρο 4

Με το άρθρο 4 εισάγεται ο κανόνας ότι κάθε οικονομική δραστηριότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου μπορεί να ασκείται χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε προηγούμενη παρέμβαση της διοίκησης. Το συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της οικονομικής ανάπτυξης περιορίζεται μόνο αν αυτό δικαιολογείται και στην έκταση που αυτό δικαιολογείται από την ύπαρξη κινδύνου για το δημόσιο συμφέρον.

Άρθρο 5

Με το άρθρο 5, σύμφωνα και με την ευρέως ακολουθουμένη πρακτική της νομοθεσίας της EE, επιλέγεται η προσέγγιση της υπαγωγής του διοικουμένου σε συγκεκριμένο γενικά και καθολικά εφαρμόσιμο πλαίσιο υποχρεώσεων που τίθεται για όλα τα πρόσωπα τα οποία ασκούν μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή ομάδα συναφών δραστηριοτήτων. Η διοίκηση θέτει τους κανόνες ανά οικονομική δραστηριότητα ή ομάδα συναφών δραστηριοτήτων και ο διοικούμενος υπάγει εαυτόν σε αυτές με μια απλή υπεύθυνη δήλωση. Με μόνη την υπεύθυνη δήλωση εκκινεί η δραστηριότητα του. Δεν απαιτείται, ούτε εκδίδεται ατομική διοικητική πράξη.

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 περιγράφεται η μεθοδολογία που πρέπει να ακολουθείται για να προσδιορισθεί αν η άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας προκαλεί κίνδυνο σε δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει την υπαγωγή της οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας και στο άρθρο 3 ο τρόπος υπολογισμού των προσηκόντων κατά τα ανωτέρω μέτρων που θα αποτελέσουν περιεχόμενο των γενικών όρων λειτουργίας, σύμφωνα με καθορισμένη εκ των προτέρων και προδιαγεγραμμένη διαδικασία. Τα ανωτέρω, είναι εξειδίκευση των γενικών αρχών του άρθρου 1. Οι παράγραφοι 4 έως και 10 περιγράφουν με λεπτομέρειες την διαδικασία διαβούλευσης, η οποία πρέπει να ακολουθείται για τον προσδιορισμό των γενικών όρων ώστε οι διοικούμενοι να μην αντιμετωπίζουν εκπλήξεις και να επιτυγχάνεται πληρέστερα ο σκοπός του νομού.

Η παράγραφος 10 καθιστά σαφές ότι η υπεύθυνη δήλωση και μόνο αρκεί για την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η βεβαιωτική πράξη της διοίκησης αποτελεί ευχέρεια και όχι υποχρέωση του προσώπου. Η βεβαιωτική πράξη δεν μπορεί να αποτελέσει πρόκριμα για οποιοδήποτε δικαίωμα ή υποχρέωση του διοικουμένου ιδίως αφού η διαδικασία θα γίνεται ηλεκτρονικά και θα τηρούνται οι αρχές δημοσιότητας του άρθρου 1, οπότε και οποιοσδήποτε μπορεί να βεβαιώσει την τήρηση ή όχι των προϋποθέσεων για την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας. Τονίζεται όμως, πάντως, ότι αν και όποτε ζητείται είναι εξαιρετικά σημαντικό η βεβαιωτική πράξη να εκδίδεται άμεσα. Η λογική της παρ. 11 είναι ίδια με αυτή της παρ. 2 του άρθρου 4.

Άρθρο 6

Αν η προστασία συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος το επιβάλλει, μπορεί μέρος των όρων που θα πρέπει να τηρήσει η διοικούμενος σύμφωνα με το άρθρο 5 να είναι τήρηση συγκεκριμένου προτύπου. Σε αυτήν την περίπτωση, ο διοικούμενος υποχρεούται να λάβει την πιστοποίηση και με μόνο την υπεύθυνη δήλωση ότι την έχει λάβει μπορεί να ξεκινήσει να δραστηριοποιείται, στο μέτρο που οι όροι λειτουργία καλύπτονται από το πρότυπο. Η εκτίμηση αν δικαιολογείται επιβολή προτύπων γίνεται με βάση τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5 που με την σειρά τους είναι εξειδίκευση των γενικών αρχών του άρθρου 1. Αρκεί η δήλωση του προσώπου ότι πληροί τις προϋποθέσεις του συγκριμένου προτύπου, καθώς η περίπτωση αυτή είναι εξειδίκευση και μέρος των προβλεπομένων στο άρθρο 5. Η χρήση προτύπων μπορεί να είναι η επιβεβλημένη επιλογή σε κάποιες περιπτώσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5.

Αλλά και όταν δεν είναι η επιβεβλημένη επιλογή στην έκταση που δεν αντιτίθεται στο άρθρο 1 η διοίκηση έχει την διακριτική ευχέρεια να την υιοθετεί. Τα πρότυπα επιτυγχάνουν μεγαλύτερη ταχύτητα, αποτελεσματικότητα, διαφάνεια και ασφάλεια δικαίου προς όφελος των επενδυτών αλλά και των καταναλωτών. Ο κίνδυνος της τυποποίησης είναι ότι μπορεί να αποτρέψει την δημιουργικότητα και για αυτό τον λόγο η επιβολή τους με ρυθμιστικές και κανονιστικές διατάξεις πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην κατατείνει στο κλείσιμο της αγοράς ούτε να δίνει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε κάποιους έναντι άλλων και να επιδιώκει τεχνολογική ουδετερότητα. Η επιλογή του κατά την γνώμη κάθε προσώπου βέλτιστου τρόπου λειτουργίας εναπόκειται σε αυτό, η επιβολή του αναγκαίου για την εξασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος είναι ο σκοπός του νομοθέτη και του ρυθμιστή και αυτός πρέπει να εξυπηρετείται από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρα 7-14

Στην περίπτωση που η ανάγκη προστασίας συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος το επιβάλλει, απαιτείται προηγούμενη έγκριση λειτουργίας. Μόνο στην περίπτωση αυτή ή άσκηση οικονομικής δραστηριότητας προϋποθέτει έκδοση ατομικής διοικητικής πράξης. Σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις δεν απαιτείται έκδοση διοικητικής πράξης για την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας. Τον εξαιρετικό χαρακτήρα τονίζει και η παράγραφος 3 του άρθρου 7.

Στις παραγράφους 2 έως 4 τίθενται οι όροι με τους οποίους εκτιμάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις να υπαχθεί οικονομική δραστηριότητα σε προηγούμενη έγκριση λειτουργίας και τρόπος προσδιορισμού των όρων και προϋποθέσεων που θα διέπουν την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας. Με Προεδρικό Διάταγμα καθορίζεται αν οικονομική δραστηριότητα ή δέσμη οικονομικών δραστηριοτήτων προϋποθέτει έγκριση λειτουργίας και με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζεται το συγκεκριμένο σύνολο προϋποθέσεων και όρων που θα μπορούν να επιβληθούν σε σε κάθε επιχείρηση με την εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη με την οποία θα της δίδεται έγκριση λειτουργίας για τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να τεθεί συγκεκριμένο και σαφές πλαίσιο και να περιορισθεί η διοικητική ευχέρεια της διοίκησης με τρόπο που να εξασφαλίζεται ρυθμιστική σαφήνεια, διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και σταθερότητα.

Με την ατομική διοικητική πράξη έγκρισης λειτουργίας που δίδεται σε κάθε πρόσωπο συγκεκριμενοποιούνται και εξειδικεύονται οι όροι που προβλέπονται στο Προεδρικό Διάταγμα για την συγκεκριμένη περίπτωση, εφ'όσον και μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο και στην έκταση που αυτό λόγω των επιμέρους χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης δραστηριότητας δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ήδη από το Προεδρικό Διάταγμα. Επιδιωκόμενος σκοπός όμως είναι το προεδρικό διάταγμα να είναι κατά το δυνατόν λεπτομερές ώστε ένα πρόσωπο να υπόκειται απευθείας στους όρους και προϋποθέσεις του πδ και να μην απαιτείται κατά το δυνατόν περαιτέρω εξειδίκευση τους από την ατομική διοικητική πράξη με την οποία αποκτά το δικαίωμα.

Με την παρα.10 του άρθρου 7, επιδιώκεται η ρυθμιστική σταθερότητα. Η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει την τροποποίηση Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο εισάγεται υποχρέωση έγκρισης λειτουργίας αν δεν έχει παρέλθει πενταετία. Με τον τρόπο αυτό επιβάλλεται η υιοθέτηση της επαρκέστερης δυνατής διάταξης και αποτρέπεται η τροποποίηση της χωρίς να υπάρχει μείζον αντικειμενικός λόγος επιβαλλόμενος από πιθανό ζήτημα αντισυνταγματικότητας, εκτός και αν παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα που επιβάλλει τον επανέλεγχο των διατάξεων εν όψει των πιθανών εξελίξεων και των πιθανών νέων ή διαφορετικών αναγκών.

Με το άρθρο 8 προβλέπεται ότι είναι δυνατόν κάποιοι από τους όρους ή προϋποθέσεις που κρίνεται με το πδ που υπάγει οικονομική δραστηριότητα σε προηγούμενη έγκριση λειτουργίας να καλύπτονται με την υιοθέτηση προτύπων. Στην περίπτωση όμως αυτή και σε αντίθεση με την υιοθέτηση προτύπων στο πλαίσιο των γενικών όρων λειτουργίας, η δήλωση οτι συγκεκριμένο πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει οικονομική δραστηριότητα έχει αξιολογηθεί και πιστοποιηθεί γίνεται από τον οργανισμό αξιολόγησης, ο οποίος με τον τρόπο αυτό έχει και μεγαλύτερη ευθύνη. Κατά τα λοιπά ισχύει ότι και για την πιστοποίηση υπό τα άρθρα 5 και 6.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι η παρ.3 του άρθρου 9 του νόμου. Αν αίτηση για έγκριση λειτουργίας δεν απαντηθεί εντός της νόμιμα προβλεπόμενης προθεσμίας, τότε η αίτηση θεωρείται οτι έχει γίνει δεκτή. Η διάταξη αυτή η οποία σκοπό έχει αφενός να επιταχύνει τις διαδικασίες εφ'ετέρου να δημιουργήσει ρυθμιστική σταθερότητα συμπληρώνει την λογική του άρθρου 7 αφού στο προεδρικό διάταγμα με οποίο οικονομική δραστηριότητα ή ομάδα ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων υπάγονται σε προηγούμενη έγκριση λειτουργίας περιέχει ήδη του όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας του προσώπου αφού του δωθεί η έγκριση. Τέλος καθίσταται σαφές οτι στο πλαίσιο εφαρμογής του νόμου καταργείται η διαδικασία έγκρισης και προέγκρισης η οποία είχε αποδειχθεί οτι ήταν εξαιρετικά προβληματική και προϊόν των αρυθμιών της διοίκησης και του υπάρχοντος άστοχου ρυθμιστικού πλαισίου.

Το άρθρο 10 διευκολύνει την εκμετάλλευση της έγκρισης λειτουργίας και έτσι καθιστά ευχερέστερη την επένδυση και ασφαλέστερη την εκμετάλλευση της.

Με το άρθρο 11 περαιτέρω τίθενται ειδικοί κανόνες για την περίπτωση οικονομικής δραστηριότητας που μπορεί να ασκηθεί μόνο από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, όταν αυτό επιβάλλεται από λόγους αντικειμενικούς. Εδώ επιβάλλεται η τήρηση διαγωνιστικής διαδικασίας που θα εξασφαλίζει ισότιμη μεταχείριση ενώ ταυτόχρονα το πλαίσιο αυτό καθορίζεται πάλι με προεδρικό διάταγμα ώστε να εξασφαλίζεται ρυθμιστική σταθερότητα και διαφάνεια για τους διοικουμένους.

Με το άρθρο 12 προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής. Για να μην υπάρχει ευρύς και ακαθόριστος χρόνος αναμονής ορίζεται οτι αν η απόφαση της διοίκησης δεν εκδοθεί εντός των δεδομένων προθεσμιών, τότε τεκμαίρεται η απόρριψη της. Με τον τρόπο αυτό ο διοικούμενος μπορεί να συνεχίσει αν επιθυμεί στην δικαστική διεκδίκηση της απαίτησης που έχει.

Με το άρθρο 13 επιδιώκεται η χρηματοδότηση των ελεγκτικών δραστηριοτήτων από τα τέλη τα όποια καταβάλλονται και έτσι επιδιώκεται να υπάρχουν πάντα οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι ώστε ο έλεγχος της εφαρμογής το νόμου να είναι πραγματικός και ουσιώδης. Εισάγεται η καταβολή παραβόλου που αποκλειστικό σκοπό έχει την την εξασφάλιση πόρων για την προστασία και τον έλεγχο όσων ακούν κάποια οικονομική δραστηριότητα σύμφωνα με το νόμο. Το παράβολο πρέπει να είναι αυστηρά περιορισμένο στη κατεύθυνση εξυπηρέτησης αυτού του σκοπού. Για το σκοπό αυτό λαμβάνονται πρωτίστως και κυρίως υπ'όψιν οι οικονομικές δραστηριότητες που ασκεί το κάθε πρόσωπο, η έκταση στην οποία απαιτούνται πόροι για την εποπτεία αυτών, αλλά και δευτερευόντως η έκταση στην οποία απαιτούνται πόροι για την συνολική εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων, αφού η εποπτεία σκοπό έχει την διασφάλιση του συνολικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του δημοσίου συμφέροντος και στο πλαίσιο αυτό οι οικονομικές δραστηριότητες όλων αλληλοεπιδρούν.

Με το άρθρο 14 δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ευελιξία, λιγότερο κόστος για το δημόσιο και η αποφυγή της δημιουργίας στεγανών. Τίθενται όμως και συγκεκριμένοι σαφείς κανόνες για την έκταση της ανάμειξης του ιδιωτικού τομέα και του τρόπου υπό τον οποίο αυτό θα γίνεται. Αυτό συνοδεύεται από την μεγαλύτερη βαρύτητα η όποια δίδεται σε σύγχρονα μέσα χρηματοδότησης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων και παροχής εξασφαλίσεων προς το δημόσιο. Έτσι και το δημόσιο είναι επαρκώς καλυμμένο και η επιβάρυνση για τον διοικούμενο μικρότερη.

Άρθρα 16 έως 18

Το Κεφάλαιο Δ θέτει το πλαίσιο λειτουργίας της πιστοποίησης στην οποία με το παρόν σχέδιο νόμου δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Με το άρθρο 15 καθορίζεται ποιοί μπορούν να ασκούν την αξιολόγηση συμμόρφωσης με πρότυπα και πώς αυτοί αξιολογούνται και εποπτεύονται καθώς και οι υποχρεώσεις τις οποίες έχουν για λόγους αποτελεσματικότητας, δημοσιότητας και διαφάνειας και καθορίζονται συγκεκριμένοι περιορισμοί και ασυμβίβαστα για όσους επιθυμούν να τηρήσουν τη δραστηριότητα της επιχείρησης που θέλει να διασφαλίσει την τήρηση προτύπων από τρίτους.

Με το άρθρο 16 καθίσταται σαφές εκ νέου ότι στο πλαίσιο του παρόντος νόμου και είτε πρόκειται για υπαγωγή σε γενικούς όρους αξιολόγησης ή σε προηγούμενη έγκριση, επιδιώκεται η εισαγωγή και τήρηση του προτύπου που είναι το απολύτως αναγκαίο για την εξασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και τίποτα πέραν αυτού. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να αποφευχθεί ο περιορισμός του ανταγωνισμού με την δημιουργία φραγμών εισόδου από πρότυπα που αδικαιολόγητα αναιρούν την τεχνολογική ουδετερότητα και αυθαίρετα επιβάλλουν συγκεκριμένες επιλογές έναντι άλλων οδηγώντας σε ολιγοπώλια ή ακόμα και μονοπώλια. Για την αποφυγή των συνθηκών αυτών δημιουργείται ένα πολύ σαφές πλαίσιο με το οποίο επιλέγονται τα επιβαλλόμενα πρότυπα χωρίς να απαγορεύεται βέβαια η χρήση από μια επιχείρηση και άλλων προτύπων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτά δεν είναι υποχρεωτικά για τους άλλους και δεν δημιουργούν ένα αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Το άρθρο 17 προβλέπει ότι η επιλογή από το κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο των αξιολογητών που προβαίνουν στην διασφάλιση τήρησης των προτύπων εναπόκειται στο πρόσωπο αυτό που μπορεί να επιλέξει κατ'αρχήν οτι επιθυμεί. Η διαμόρφωση της συμβατικής σχέσης των μερών εναπόκειται επίσης αποκλειστικά σε αυτά. Για να αποφευχθεί η συναλλαγή μεταξύ των μερών το σύνολο της συμφωνίας των μερών πρέπει να περιέχονται σε μια σύμβαση. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να δημοσιεύονται συγκεκριμένα υποδείγματα σύμβασης για τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία μπορεί κατά περίπτωση να είναι εν μέρει ή συνολικά δεσμευτικά, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι αυτό συνάδει με τις αρχές του άρθρου 1. Συνεπώς η υποχρεωτικότητα των όρων είναι δυνατή κατ'εξαίρεση όταν αυτό είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση των αρχών του άρθρου 1. Τέλος εφ'όσον αυτό δεν περιορίζει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό είναι δυνατόν να τίθεται ανώτατο όριο τιμών για την παροχή των υπηρεσιών αξιολόγησης.

Άρθρο 18

Στην έννοια των «Οργανωμένων Υποδοχέων Δραστηριοτήτων» (ΟΥΔ) τίθενται τα επιχειρηματικά πάρκα κατά την έννοια του ν.3982/2011 ή και άλλες μορφής συγκεντρώσεις επιχειρηματικής δραστηριότητας που μπορεί να προσδιορισθούν από το προεδρικό διάταγμα της παρα.3 του παρόντος άρθρου, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου. Με την προσέγγιση η οποία γίνεται οι ΟΥΔ αποτελούν μια περίπτωση οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης με πρόσθετους ιδιαίτερους κανόνες οι οποίοι επιβάλλονται από την ιδιαιτερότητα του αντικειμένου. Η δραστηριοποίηση όσων επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν από εγκατάσταση σε ΟΥΔ απλοποιείται εξαιρετικά καθώς η έγκριση λειτουργίας για ΟΥΔ περιλαμβάνει και την έγκριση λειτουργίας για όλα πρόσωπα που επιθυμούν να ασκήσουν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα από τον ΟΥΔ.

Όπως σε κάθε περίπτωση έγκρισης λειτουργίας, με προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις υπό τους οποίους μπορεί να χορηγηθεί η έγκριση λειτουργίας για ένα ΟΥΔ. Με κοινή υπουργική απόφαση του υπουργού ανάπτυξης και των κατα περίπτωση συναρμοδίων υπουργών χορηγείται η έγκριση λειτουργίας για συγκεκριμένο ΟΥΔ. Στην περιγραφή του αντικειμένου του προεδρικού διατάγματος ιδιαίτερη σημασία έχει η περίπτωση (ι) της παραγράφου 3 του άρθρου 18. Με αυτή την διάταξη καθίσταται δυνατό στο προεδρικό διάταγμα να προβλέπονται οι όροι και προϋποθέσεις υπό τους οποίους είναι δυνατόν να ασκείται από το ΟΥΔ οικονομική δραστηριότητα η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο του νόμου κατά το άρθρο 2 αυτού. Ειδικά συνεπώς για τη περίπτωση της άσκηση οικονομικής δραστηριότητας εντός ΟΥΔ δεν υπάρχει περιορισμός ως προς το είδος δραστηριότητας που μπορεί να ασκείται αρκεί το σχετικό προεδρικό διάταγμα να προβλέπει τους όρους και προϋποθέσεις για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και την διαδικασία και το περιεχόμενο της εκτελεστής διοικητικής πράξης που αποτελεί μέρος της ατομικής διοικητικής πράξης για την άσκηση της δραστηριότητας του ΟΔΥ.

Με την παράγραφο 4 του άρθρου 18 παρέχεται εξουσιοδότηση για έκδοση προεδρικού διατάγματος που να εισάγει και να καθορίζει τις διατάξεις που διέπουν θέματα πολεοδομικά και χωροταξικά στο πλαίσιο πάντα του άρθρου 1.

Σκοπός είναι η αποσαφήνιση και επιτάχυνση διαδικασιών και η ενίσχυση της ανάπτυξης των ΟΥΔ μέσα στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται την υιοθέτηση επιμέρους διαδικασιών και ρυθμίσεων. Με την παράγραφο 5 δίνεται η δυνατότητα χρήσης αιγιαλού και παραλίας αλλά μόνο αν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την λειτουργία του ΟΥΔ, ή την χρήση λιμένων και λιμενικών έργων. Αν απαιτείται αποκλειστική χρήση, τότε εξετάζεται αν συντρέχουν οι όροι της παροχής έγκρισης λειτουργίας σε συνθήκες περιορισμού του αριθμού τους. Αν υπάρχει αποκλειστική χρήση τότε η δυνατότητα τρίτου να προβαίνει σε χρήση των ανωτέρω επιτρέπεται μόνο με σχετική έγκριση. Αυτό είναι αναγκαίο ώστε να βεβαιώνεται ότι με τον τρόπο αυτό δεν εμποδίζεται η χρήση τους στο πλαίσιο του ΟΥΔ και σε κάθε περίπτωση η χρήση είναι σύμφωνη με το άρθρο 1 του νόμου. Σε κάθε περίπτωση όμως κοινής ωφέλειας και ιδιώς αν κινδυνεύει ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός, μπορεί να επιβληθεί η χρήση του αιγιαλού ή των λιμενικών εγκαταστάσεων η χρήση των οποίων έχει δωθεί κατά αποκλειστικότητα σε ΟΥΔ.

Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 18 στους ΟΥΔ μπορεί με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Αιγαίου να συνιστώνται Ελεύθερες Ζώνες ή να αναγνωρίζονται Ελεύθερες Αποθήκες ή Τελωνειακές Αποθήκες ή Χώροι Προσωρινής Αποθήκευσης, η ίδρυση και λειτουργία των οποίων διέπεται από τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Αυτό βέβαια υπό τον όρο της συμβατότητας με το δίκαιο της EE.

Η παράγραφος 9 του άρθρου 18 περιγράφει της προϋποθέσεις μεταβολής του φορέα διαχείρισης ή ίδρυσης. Προϋπόθεση για δεσμευτικότητα έναντι τρίτων είναι η δημοσιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου.

Με την παράγραφο 10 αναφέρεται στον Κανονισμό λειτουργίας του ΟΔΥ ο οποίος ετοιμάζεται από τον φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης και πρέπει να δημοσιεύεται όπως προβλέπεται στο νόμο. Το πδ της παραγράφου 3 θέτει τα ελάχιστα αναγκαία ζητήματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται από τον Κανονισμό Λειτουργίας και ο φορέας υποχρεούται να περιλαμβάνει αυτά τουλάχιστο στον Κανονισμό αλλά βέβαια μπορεί να προσθέσει και άλλα ζητήματα. Ο δημοσιευμένος Κανονισμός είναι σύμβαση προσχώρησης για όλα τα πρόσωπα που εγκαθίστανται στον ΟΥΔ. Προβλέπονται όροι για τροποποίηση του Κανονισμού με σκοπό τον περιορισμό της εξουσίας του φορέα επί των εγκαθισταμένων στον ΟΥΔ προσώπων. Σε κάθε περίπτωση βέβαια εφαρμογής τυγχάνουν και οι διατάξεις του ν.3959/2011 αλλά και του άρθρου 18α του ν. 146/1914.

Με τις παραγράφους 13, 14 και 15 καθορίζονται οι όροι που αφορούν την σύμβαση του φορέα με οποιοδήποτε πρόσωπο ενδιαφέρεται για εγκατάσταση στον ΟΥΔ. Η εγκατάσταση των ενδιαφερομένων μπορεί να γίνει μόνο μετά την τήρηση των υποχρεώσεων δημοσιότητας. Ο φορέας ίδρυσης.

Με την παράγραφο 16 καθίσταται σαφές ότι ο φορέας έχει την υποχρέωση ελέγχου όσων εγκαθίστανται στον ΟΥΔ και οι αρμόδιες αρχές έχουν τον έλεγχο και εποπτεία επί του φορέα και επί των προσώπων που εγκαθίστανται στον ΟΥΔ. Συνεπώς για τον έλεγχο της δραστηριότητας όλων όσοι δραστηριοποιούνται από το ΟΥΔ υπάρχει διπλός έλεγχος. Αφ'ενός μεν ο συνεχής έλεγχος από τον φορέα διαχείρισης ή ίδρυσης επί όλων όσοι εγκαθίστανται στον ΟΥΔ και αφ'ετέρου ο έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές τόσο απευθείας στους εγκατεστημένους στον ΟΥΔ όσο και στον φορέα για την επαρκή άσκηση ελέγχου επί των εγκατεστημένων στον ΟΥΔ αλλά και για τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του ως προσώπου που ασκεί οικονομική δραστηριότητα υπό καθεστώς προηγούμενης έγκρισης.

Η παράγραφος 17 δίνει την δυνατότητα υπαγωγής στον παρόντα νόμο μορφωμάτων που έχουν σχηματισθεί μέχρι σήμερα.

Συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του άρθρου 18 εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου σχετικά με την προηγούμενη έγκριση σε όλα τα θέματα λειτουργίας των ΟΥΔ.

Άρθρο 19

Με το άρθρο αυτό τίθεται το γενικό πλαίσιο συλλογής πληροφοριών για τον έλεγχο και την εποπτεία της αγοράς. Η διαδικασία αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική εν όψει της νομοθετικής επιλογής να διευκολυνθεί η διαδικασία έναρξης και άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας με την ταυτόχρονη όμως ουσιαστική ενίσχυση του κατασταλτικού ελέγχου. Για να επιτευχθεί αυτό με τρόπο αποτελεσματικό επιβάλλεται να υπάρχει σαφής εικόνα των συνθηκών στις αγορές γενικότερα αλλά και της δραστηριότητας όλων των προσώπων που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες ειδικώτερα. Η συλλογή, αξιολόγηση και διατήρηση των πληροφοριών αυτών είναι προϋπόθεση για την επαρκή και αποτελεσματική λειτουργία των μηχανισμών εποπτείας και ελέγχου καθώς εκτός των άλλων επιτυγχάνουν και την έγκαιρη αντίδραση της διοίκησης όταν είναι αναγκαίο. Από την άλλη πλευρά η συγκέντρωση στοιχείων είναι ένα διοικητικό βάρος. Δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου που προσδιορίζεται από τον σκοπό για τον οποίο συγκεντρώνονται τα στοιχεία. Δεδομένου οτι η συγκέντρωση των στοιχείων γίνεται για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος προφανώς δεν τίθεται και ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων, αν η επεξεργασία η οποία γίνεται είναι η απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση του σκοπού της συγκέντρωσης των στοιχείων όπως ανωτέρω περιγράφεται.

Αυτά αντικατοπτρίζονται και στις διατάξεις του νόμου όπου η έκταση και το είδος των στοιχείων που συγκεντρώνονται διαφοροποιούνται ανάλογα με την υπαγωγή της κάθε οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας ή προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει υποχρέωση παροχής πληροφοριών σχετικά με τις συγκεκριμένες κατά περίπτωση οικονομικές δραστηριότητες και θέματα τα οποία επηρεάζουν την άσκηση αυτών. Στην περίπτωση άσκησης οικονομικής δραστηριότητας που δεν υπάγεται στις δύο παραπάνω κατηγορίες αντίθετα υπάρχει μόνο υποχρέωση να τηρούν κάποιες πληροφορίες ώστε μόνο αν χρειασθεί να παρέχονται για στατιστικούς λόγους. Ανάλογη υποχρέωση παροχής και όχι μόνο τήρησης στοιχείων έχουν και οι οργανισμοί αξιολόγησης τήρησης προτύπων.

Άρθρο 20

Σε αντίθεση με το άρθρο 19 που αφορά την τακτική παροχή πληροφοριών, το άρθρο 20 αφορά την συγκέντρωση στοιχείων με πρωτοβουλία των αρμοδίων αρχών όταν αυτό είναι αναγκαίο για σκοπούς εποπτείας και έλεγχου. Οι πληροφορίες οι ο οποίες μπορούν να ζητούνται είναι οι απολύτως αναγκαίες για την έρευνα που γίνεται. Για μεγαλύτερη προστασία του διοικουμένου τίθενται και ορισμένες διατάξεις που σκοπό έχουν να προσδιορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τί και γιατί ζητείται και υπό ποιό νομικό πλαίσιο ζητείται. Ανάλογη υποχρέωση παροχής πληροφοριών έχουν και οι δημόσιες αρχές και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Λόγω της σπουδαιότητας της συγκέντρωσης των στοιχείων προβλέπονται και οι αντίστοιχες διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων από το παρόν άρθρο. Και στην περίπτωση του άρθρο 20 ισχύει οτι και με το άρθρο 19 σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

Άρθρο 21

Με το άρθρο αυτό και εκκινώντας από τις αντίστοιχες διατάξεις του ν.3959/2011 προβλέπονται εκτενείς δυνατότητες ελέγχου που καθίστανται αναγκαίες για την αποτελεσματική προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Οι δημόσιες αρχές μπορούν υπό τις προϋποθέσεις του νόμου να ζητούν την συνδρομή και ιδιωτικών φορέων. Αυτό είναι χρήσιμο και για την αντιμετώπιση εξειδικευμένων ζητημάτων αλλά και για την αντιμετώπιση του όγκου των εργασιών ελέγχου και εποπτείας. Η τήρηση του Μητρώου και η επιβολή προτύπων σκοπό έχει την λειτουργία του παρόντος άρθρου με τον πλέον αποτελεσματικό και διαφανή τρόπο.

Άρθρο 22

Με το άρθρο αυτό προσδιορίζονται οι υποχρεώσεις εχεμύθειας όσων λαμβάνουν γνώση πληροφοριών που αφορούν πρόσωπα που παρέχουν τις σχετικές οικονομικές δραστηριότητες.

Άρθρο 23

Για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, διαφάνεια, ομοιομορφία και προστασία των διοικουμένων καθορίζονται συγκεκριμένες διαδικασίες που τηρούνται, πρότυπα και υποδείγματα εκθέσεων.

Άρθρο 24

Το άρθρο αυτό καθορίζει τις αρμόδιες αρχές και το πλαίσιο λειτουργίας τους ώστε να εξυπηρετούνται επιτυχέστερα οι στόχοι του νόμου.

Άρθρο 25

Το άρθρο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό εν όψει του ότι το σύνολο των συναλλαγών του δημοσίου με ιδιώτες και μεταξύ τους, όπως περιγράφονται καθώς και όπου επιβάλλεται δημοσιότητα με τον παρόντα νόμου γίνεται με την χρήση τεχνολογιών πληροφορικής. Η παροχή αυτής της δυνατότητας είναι προϋπόθεση για την λειτουργία του νόμου. Σκοπός είναι η ταχύτητα για τη εξυπηρέτηση των διοικουμένων και η διαφάνεια για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου και εποπτείας.

Άρθρα 26 έως και 33

Στο κεφάλαιο αυτό αναφέρονται αναλυτικά οι διοικητικές, αστικές και ποινικές συνέπειες για την μη τήρηση του παρόντος νόμου από την διοίκηση ή τους διοικούμενους. Οι διατάξεις καθορίζουν και τα πρόσωπα τα οποία είναι υπεύθυνα για τις πράξεις ή παραλείψεις των επιχειρήσεων ώστε να τιμωρούνται οι πραγματικά υπεύθυνοι. Σημαντική εδώ η διάταξη του ν. 146/1914 με την οποία καθορίζεται ότι η μη τήρηση των διατάξεων του παρόντος συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό, δίνοντας έτσι την δυνατότητα σε επιχειρήσεις αλλά και επιμελητήρια να παρεμβαίνουν σε περίπτωση που κάποιες άλλες επιχειρήσεις επιλέξουν να μην τηρήσουν τον νόμο.

Άρθρο 34

Με το άρθρο αυτό τίθενται οι διατάξεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την μετάβαση στο νέο νομικό καθεστώς και προβλέπονται οι συνέπειες της καθυστέρησης.


ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«Απλούστευση της αδειοδότησης για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1
Σκοπός - Γενικές Αρχές


1. Ο παρών νόμος αποβλέπει στην θεσμοθέτηση του ρυθμιστικού πλαισίου άσκησης των οικονομικών δραστηριοτήτων του άρθρου 2.

2. Η άσκηση των ανωτέρω οικονομικών δραστηριοτήτων είναι ελεύθερη. Περιορισμοί στην ελευθερία άσκησης συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας είναι ανεκτοί, εφόσον ισχύουν οι εξής σωρευτικά συντρέχουσες περιστάσεις:
(α) δικαιολογούνται από συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος,
(β) καθορίζονται σαφή και αντικειμενικού χαρακτήρα κριτήρια, βάσει των οποίων ανατίθενται και ασκούνται οι σχετικές αρμοδιότητες της Διοικήσεως,
(γ) δικαιολογούνται επαρκώς από την ειδική φύση του αντικειμένου της ρυθμίσεως, και
(δ) κινούνται εντός των ορίων που χαράσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

3. Η επιβολή περιορισμών στην άσκηση της ελευθερίας των ανωτέρω οικονομικών δραστηριοτήτων κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από την Διοίκηση είναι ανεκτή μόνο κατά το μέτρο που ο επιβαλλόμενος περιορισμός δικαιολογείται από την ειδική φύση του αντικειμένου της ρυθμίσεως. Ιδίως σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων, εξίσου θαλπομένων, πτυχών δημοσίου συμφέροντος, περιορισμός στην ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας είναι ανεκτός μόνο αν προσδιορίζεται ο προέχων σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει η εισαγωγή του συγκεκριμένου περιορισμού.

4. Στην έκταση που επιτρέπεται από τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Σύνταγμα, δύναται να επιβάλλονται μέτρα περιορισμού της οικονομικής ελευθερίας, για λόγους εδραίωσης της κοινωνικής ειρήνης και προστασίας του γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο του κρατικού προγραμματισμού και συντονισμού της οικονομικής δραστηριότητας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας και η προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και της προαγωγής ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθορίων περιοχών.

5. Το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον αποτελεί αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό. Τα αρμόδια όργανα για την εφαρμογή του παρόντος προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την αποτελεσματική διαφύλαξη του αγαθού αυτού και, ειδικότερα, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά τη λήψη των ανωτέρω μέτρων, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, η επιδίωξη όμως των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευόμενων αντίστοιχων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν περιορίζουν σε τίποτα τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων, όπως εκάστοτε ισχύει.

6. Η άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του άρθρου 2 γίνεται με τρόπο, ο οποίος δεν περιορίζει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Διατάξεις, ιδίως, με τις οποίες εισάγεται συγκεκριμένος περιορισμός οικονομικής δραστηριότητας, δεν επιτρέπεται να εισάγουν φραγμούς εισόδου στις σχετικές αγορές, ούτε να παραβιάζονται με αυτές οι αρχές της αναλογικότητας, της ισότιμης μεταχείρισης και της διαφάνειας.

7. Η επιβολή περιορισμών στην άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας πρέπει να γίνεται με τρόπο που να εξασφαλίζεται η κανονιστική σαφήνεια και η ασφάλεια δικαίου, μετά από διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους και σύμφωνα με τις αρχές που τίθενται στο άρθρο 2 του ν. 4048/2012.

8. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και εντός του χρόνου που τίθεται από τον παρόντα νόμο και από τυχόν κανονιστικές πράξεις, οι οποίες εισάγονται σε εφαρμογή διατάξεων του παρόντος.

9. Η υιοθέτηση μέτρων περιοριστικών της οικονομικής ελευθερίας προϋποθέτει τη δημόσια διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους, σύμφωνα με τις αρχές που τίθενται στο άρθρο 2 του ν. 4048/2012 και τις ειδικότερες διατάξεις του παρόντος.

10. Στην έκταση που αυτό δεν συνιστά ανεπίτρεπτη ανάθεση άσκησης δημόσιας εξουσίας, οι αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που περιλαμβάνονται στον παρόντα νόμο, μπορούν να χρησιμοποιούν φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία συνεπικουρούν τις αρμόδιες αρχές στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, όποτε αυτό είναι αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων..

11. Η εφαρμογή και, όπου είναι επιτρεπτό και αναγκαίο, η περαιτέρω εξειδίκευση των διατάξεων του παρόντος νόμου από την εκάστοτε αρμόδια αρχή γίνεται πάντα σύμφωνα με τις αρχές, οι οποίες τίθενται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής


1. Ο παρών νόμος καταλαμβάνει τις εξής οικονομικές δραστηριότητες όπως αυτές προσδιορίζονται στα σχετικά Παραρτήματα της Υ.Α. με αριθμ. 1958/13.1.2012 (Β' 21) και εξειδικεύονται στο Παράρτημα του παρόντος νόμου:
α) Ομάδα 1η «Έργα χερσαίων και εναέριων μεταφορών»
β) Ομάδα 2η «Υδραυλικά έργα»
γ) Ομάδα 3η «Λιμενικά έργα»
δ) Ομάδα 4η «Συστήματα περιβαλλοντικών υποδομών»
ε) Ομάδα 5η «Εξορυκτικές και συναφείς δραστηριότητες»
στ) Ομάδα 6η «Τουριστικές εγκαταστάσεις και έργα αστικής ανάπτυξης,κτιριακού τομέα, αθλητισμού και αναψυχής»
ζ) Ομάδα 7η «Πτηνοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις»
η) Ομάδα 8η «Υδατοκαλλιέργειες»
θ) Ομάδα 9η «Βιομηχανικές δραστηριότητες και συναφείς εγκαταστάσεις»
ι) Ομάδα 10η «Μεταφορά ενέργειας, καυσίμων και χημικών ουσιών»
ια) Ομάδα 11η «Ειδικά έργα και δραστηριότητες»

2. Ο παρών νόμος καταλαμβάνει και τα Καταστήματα Υγειονομικού Ενδιαφέροντος του άρθρου 80 του ν. 3463/2006 και της Υπουργικής Απόφασης ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/2013 (Β' 3106).

3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού είναι δυνατόν να προστίθενται οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος.

Άρθρο 3
Χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών

Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου γίνεται υποχρεωτικά με χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Η υποβολή πληροφοριών και η διεκπεραίωση αιτημάτων των αρμοδίων κατά περίπτωση αρχών μεταξύ τους και με τους διοικούμενους κατά τις διατάξεις του παρόντος, γίνεται με τη χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, εφαρμοζομένων σχετικά των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 4
Ελεύθερη άσκηση οικονομικής δραστηριότητας

1. Με την επιφύλαξη των επόμενων άρθρων, κάθε πρόσωπο μπορεί να ασκήσει οικονομική δραστηριότητα χωρίς περιορισμό, τηρουμένων των προβλεπομένων από την κείμενη νομοθεσία φορολογικών υποχρεώσεων, των υποχρεώσεων κοινωνικής ασφάλισης και της εγγραφής του στο γενικό εμπορικό μητρώο κατά περίπτωση.

Άρθρο 5
Γενικοί όροι λειτουργίας

1. Όποτε είναι αντικειμενικά δικαιολογημένο για την προστασία συγκεκριμένου δημόσιου συμφέροντος, επιβάλλεται στα πρόσωπα, που ασκούν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα που υπάγεται στον παρόντα νόμο, η γενική υποχρέωση να τηρούν τόσο κατά την έναρξη της συγκεκριμένης δραστηριότητας, όσο και κατά την άσκησή της, συγκεκριμένους γενικούς και καθολικά εφαρμοστέους όρους λειτουργίας που είναι προκαθορισμένοι και τίθενται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Οι γενικοί όροι λειτουργίας μπορεί να διέπουν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων.

2. Η υπαγωγή οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη όταν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις σωρευτικά:
(α) υπάρχει κίνδυνος για συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον από την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας,
(β) καθίσταται απολύτως αναγκαίος ο περιορισμός του δικαιώματος άσκησης της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, για την αποτροπή του κινδύνου και
(γ) η υπαγωγή της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας είναι απολύτως αναγκαία για την αποτροπή του κινδύνου για το συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον.
Κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον υπάρχει όταν η συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα κατά αντικειμενική κρίση και με βάση τις υπάρχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις προκαλεί συγκεκριμένο κίνδυνο σε συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον.

3. Τα μέτρα τα οποία περιλαμβάνονται στους γενικούς όρους λειτουργίας είναι τα απολύτως αναγκαία για την αποτροπή του κινδύνου για το συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Απολύτως αναγκαία είναι τα μέτρα, τα οποία κατά αντικειμενική κρίση και με βάση τις υπάρχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις αποτρέπουν το συγκεκριμένο κίνδυνο στο συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον και δεν υπερβαίνουν αυτό το μέτρο.

4. Οι γενικοί όροι λειτουργίας καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού μετά από γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού που πρέπει να είναι αντικειμενικά αιτιολογημένη. Η κοινή υπουργική απόφαση περιγράφει με σαφήνεια και περιοριστικά τους γενικούς όρους λειτουργίας, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται από όλα τα πρόσωπα, τα οποία ασκούν τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Στην κοινή υπουργική απόφαση περιλαμβάνονται τα μέτρα, τα οποία είναι αναγκαία για την αποτροπή κάθε κινδύνου για συγκεκριμένα δημόσια συμφέροντα που μπορεί να προκαλείται από την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας. Η απόφαση περιλαμβάνει στο σκεπτικό της έκθεση που βεβαιώνει την ανάγκη υπαγωγής της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας και την ανάγκη λήψης των συγκεκριμένων μέτρων ως απολύτως αναγκαίων για την αντιμετώπιση κινδύνου σε συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον.

5. Εντός ενός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός εκκινούν διαδικασία διαβούλευσης σχετικά με την ανάγκη υιοθέτησης γενικών όρων λειτουργίας για την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας ή δέσμης ομοειδών δραστηριοτήτων και το περιεχόμενο αυτών. Η διαβούλευση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4048/2012, όπως εκάστοτε ισχύει. Επιπλέον, κάθε σχετική πράξη που αφορά τη διαβούλευση, περιλαμβανομένης και της έκθεσης του Γραφείου Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμοδίου Υπουργείου, δημοσιεύεται και όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο Ζ' του παρόντος. Οι απόψεις όλων όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν στην δημόσια διαβούλευση δημοσιεύονται όπως κατατίθενται, εκτός και αν χαρακτηρίζονται από αυτούς εμπιστευτικές συνολικά ή μερικώς, οπότε και εμφανίζεται σχετική αναφορά ότι ο ενδιαφερόμενος ζήτησε να μη δημοσιευθούν οι απόψεις του. Απόψεις, οι οποίες δεν υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν δεν λαμβάνονται υπόψη στην διαδικασία καθορισμού των γενικών όρων λειτουργίας. Διακοπή, σύντμηση ή επιμήκυνση του χρόνου της διαδικασίας διαβούλευσης επιτρέπεται μόνο μία φορά με πρωτοβουλία του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμοδίου Υπουργού, για αντικειμενικά σπουδαίο λόγο, που ανακοινώνεται τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν την διακοπή, σύντμηση ή επιμήκυνση του χρόνου διαβούλευσης. Η διακοπή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες, διαφορετικά η διαδικασία διαβούλευσης καταργείται και δεν μπορεί να εκκινήσει νέα διαδικασία διαβούλευσης πριν την πάροδο έτους. Η σύντμηση του χρόνου διαβούλευσης δεν μπορεί να είναι για περισσότερο από το μισό της προβλεπόμενης κατά τη έναρξη της διαβούλευσης διάρκειας. Η επιμήκυνση του χρόνου διαβούλευσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες.

6. Η ανάλυση των συνεπειών ρυθμίσεων του άρθρου 7 του ν. 4048/2012 δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση των γενικών όρων λειτουργίας, αλλά ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός μπορούν με απόφασή τους να ζητήσουν σχετική έκθεση, αν το θεωρούν αναγκαίο.

7. Μετά την λήξη της διαβούλευσης, ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός με απόφασή τους είτε διακόπτουν την διαδικασία έκδοσης γενικών όρων λειτουργίας για την συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή την δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων, εφ' όσον δε δικαιολογείται η υιοθέτηση γενικών όρων λειτουργίας για την προστασία συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος, είτε την συνεχίζουν για όλες ή κάποιες από αυτές. Η απόφαση με την οποία είτε διακόπτεται είτε συνεχίζεται η διαδικασία έκδοσης γενικών όρων λειτουργίας εκδίδεται εντός τριάντα ημερών από την ολοκλήρωση της διαβούλευσης. Μέσα στην ίδια προθεσμία, αν θεωρηθεί ότι πρέπει να εκδοθούν γενικοί όροι λειτουργίας, κοινοποιείται το σχέδιο της κοινής υπουργικής αποφάσεως στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει να γνωμοδοτήσει επί αυτού εντός δεκαπέντε ημερών. Το σχέδιο απόφασης περιλαμβάνει τα συγκεκριμένα μέτρα που ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός προτείνουν να αποτελέσουν αντικείμενο των γενικών όρων λειτουργίας και την έκθεση της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Η γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού δημοσιεύεται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός εκδίδουν την κοινή Υπουργική Απόφαση με την οποία τίθενται γενικοί όροι λειτουργίας για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή για δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων, εντός τριάντα ημερών από την έκδοση της γνωμοδότησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

8. Σε περίπτωση που η διαδικασία έκδοσης γενικών όρων λειτουργίας για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή για δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων εκκινήσει και μετά την διαβούλευση δεν εκδοθεί κοινή υπουργική απόφαση που να επιβάλλει γενικούς όρους λειτουργίας, μπορεί να επανεκκινήσει μόνο μετά από νέα διαβούλευση.

9. Τροποποίηση ή κατάργηση των γενικών όρων λειτουργίας για μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή για δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων επιτρέπεται:
α) σε περίπτωση που αυτό καταστεί αναγκαίο μετά από αμετάκλητη απόφαση αρμοδίου δικαστηρίου, ή
β) από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και τον κατά περίπτωση συναρμόδιο Υπουργό, μετά την πάροδο πενταετίας από την υιοθέτηση τους ή την τροποποίηση ή κατάργησή τους.
Σε κάθε περίπτωση για την τροποποίηση ή κατάργηση γενικών όρων λειτουργίας ακολουθείται η διαδικασία εισαγωγής γενικών όρων λειτουργίας. Η διαβούλευση για την τροποποίηση ή κατάργηση των γενικών όρων λειτουργίας μετά από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκκινεί εντός τριάντα ημερών από την έκδοση της απόφασης αυτής.

10. Η δήλωση του προσώπου που ασκεί την οικονομική δραστηριότητα στην αρμόδια δημοτική αρχή ότι πληροί τους γενικούς όρους λειτουργίας ή έχει συμμορφωθεί με αυτούς, αρκεί για την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας σύμφωνα με το παρόν άρθρο 5. Κάθε πρόσωπο μπορεί να ζητά και να λαμβάνει από την αρμόδια δημοτική αρχή βεβαίωση ότι έχει προβεί στην υποβολή της σχετικής δήλωσης άσκησης της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας και τήρησης των γενικών όρων λειτουργίας για την συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Η βεβαίωση αυτή αποτελεί βεβαιωτική διοικητική πράξη και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας από το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Άρθρο 6
Υποχρέωση τήρησης ελάχιστων προτύπων στις οικονομικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε γενικούς όρους λειτουργίας

1. Όπου αυτό είναι αντικειμενικά δικαιολογημένο για την προστασία συγκεκριμένου δημόσιου συμφέροντος κατά την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, μέρος των όρων λειτουργίας μπορεί να είναι και η τήρηση συγκεκριμένων προτύπων. Εκτός από τις περιπτώσεις αυτές, η χρήση προτύπων ενδείκνυται και σε κάθε άλλη περίπτωση γενικών όρων λειτουργίας στην έκταση που δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του παρόντος νόμου και ιδίως υπό την προϋπόθεση ότι επιβάλλουν σε κάθε περίπτωση τον ελάχιστο αναγκαίο περιορισμό για την αποτροπή του κινδύνου για το δημόσιο συμφέρον. Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου ως πρότυπα εννοούνται οι κάθε είδους κανονισμοί, κριτήρια, πρότυπα, τεχνικές προδιαγραφές ή/και λοιπές τεχνικές απαιτήσεις.

2. Τα πρότυπα που μπορεί να ισχύουν για συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες προσδιορίζονται με βάση τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου και πρέπει να είναι τα ελάχιστα αναγκαία για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος.

3. Ο προσδιορισμός των προτύπων για την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας γίνεται με την διαδικασία, η οποία προβλέπεται στον παρόντα νόμο για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή για δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων.

4. Η πιστοποίηση και ο έλεγχος της συμμόρφωσης με συγκεκριμένα πρότυπα για την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας γίνεται από οργανισμούς, οι οποίοι διαπιστεύονται προς τούτο σύμφωνα με την κείμενη ελληνική νομοθεσία. Τα πρόσωπα που μπορούν να διαπιστευθούν ως οργανισμοί αξιολόγησης συμμόρφωσης, η διαδικασία πιστοποίησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια ρυθμίζονται στο κεφάλαιο Γ του παρόντος νόμου. Πιστοποίηση για τις ανάγκες του παρόντος νόμου εννοείται οποιαδήποτε δραστηριότητα αξιολόγησης της συμμόρφωσης .

5. Η δήλωση ενός προσώπου στην αρμόδια δημοτική αρχή ότι έχει πιστοποιηθεί από διαπιστευμένο προς τούτο οργανισμό για την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σύμφωνα με τους γενικούς όρους λειτουργίας που ισχύουν για την συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα, αρκεί για την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σύμφωνα με το παρόν άρθρο 6. Η δήλωση περιλαμβάνεται στην υπεύθυνη δήλωση της παρ. 12 του άρθρου 5 και σε αυτήν εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος αυτή.

6. Μετά την αρχική πιστοποίηση συμμόρφωσης με συγκεκριμένο πρότυπο, κάθε πρόσωπο - φορέας της πιστοποίησης επαναξιολογείται σε χρόνους και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο κατά περίπτωση εφαρμοστέο πρότυπο. Η επαναξιολόγηση περιλαμβάνει υποχρεωτικά και διαδικασία υποβολής ενστάσεων από τα αξιολογούμενα πρόσωπα προς τον οργανισμό αξιολόγησης. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης και ενστάσεων και εφόσον από αυτή προκύπτει ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν τηρεί το συγκεκριμένο πρότυπο, ο οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης που ενεργεί την επαναξιολόγηση υποχρεούται εντός πέντε (5) ημερών από την ολοκλήρωση της επαναξιολόγησης να ανακαλέσει το πιστοποιητικό, το οποίο έχει εκδώσει και μέσα στην ίδια προθεσμία να ενημερώσει κάθε αρμόδια για την εποπτεία του παρόντος νόμου αρχή, παρέχοντας κάθε σχετική πληροφορία και έγγραφο περιλαμβανομένων και τυχόν ενστάσεων του αξιολογούμενου προσώπου και των απαντήσεών του επί αυτών.

7. Κάθε πρόσωπο που πιστοποιείται για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα οφείλει με την υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 5 να δημοσιοποιεί την επωνυμία του οργανισμού αξιολόγησης συμμόρφωσης που το πιστοποίησε για την έναρξη άσκησης της δραστηριότητάς του. Με υπεύθυνη δήλωση του προσώπου που έχει πιστοποιηθεί σύμφωνα με την παρούσα, η οποία γίνεται τις αρμόδιες δημοτικές αρχές εντός πέντε ημερών από την ολοκλήρωση κάθε επαναξιολόγησης, ανακοινώνεται η επωνυμία των οργανισμών αξιολόγησης συμμόρφωσης, που έκαναν την αξιολόγηση ως προς την συμμόρφωση με τα συγκεκριμένα πρότυπα μετά την έναρξη άσκησης συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, και η ημερομηνία κατά την οποία έγινε η αξιολόγηση.

Άρθρο 7
Έγκριση λειτουργίας

1. Όποτε είναι αντικειμενικά δικαιολογημένο σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου και με το παρόν άρθρο, για την προστασία συγκεκριμένου δημόσιου συμφέροντος, επιβάλλεται στα πρόσωπα, που ασκούν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα, η προηγούμενη έγκριση λειτουργίας. Η προηγούμενη έγκριση λειτουργίας αποτελεί ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη.

2. Η υπαγωγή οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη όταν συντρέχουν οι εξής σωρευτικά προϋποθέσεις:
(α) υπάρχει κίνδυνος για συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον από την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας,
(β) καθίσταται απολύτως αναγκαίος ο περιορισμός του δικαιώματος άσκησης της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου για την αποτροπή του κινδύνου, και
(γ) η υπαγωγή της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας είναι απολύτως αναγκαία για την αποτροπή του κινδύνου για το συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον.
Κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον υπάρχει όταν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα κατά αντικειμενική κρίση και με βάση τις υπάρχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις προκαλεί συγκεκριμένο κίνδυνο σε συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον.

3. Δεν επιτρέπεται η υπαγωγή οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας, αν κατά αντικειμενική κρίση και με βάση τις υπάρχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις ο κίνδυνος μπορεί να αποτραπεί με την υπαγωγή της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας.

4. Αν η άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας συνεπάγεται την πρόκληση κινδύνου σε συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον που καθιστά αναγκαία την υπαγωγή σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας και ταυτόχρονα συνεπάγεται την πρόκληση άλλου κινδύνου για το ίδιο δημόσιο συμφέρον ή για άλλο δημόσιο συμφέρον που υπάγεται σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας, ως προς τη δεύτερη περίπτωση η άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητα υπάγεται σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας.

5. Με Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμοδίου Υπουργού, καθορίζονται οι οικονομικές δραστηριότητες ή η δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων εκ των αναφερόμενων στο άρθρο 2, που προϋποθέτουν τη χορήγηση έγκρισης λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Με το ίδιο Προεδρικό Διάταγμα καθορίζονται με τρόπο περιοριστικό και οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τους οποίους θα ασκείται αυτή η οικονομική δραστηριότητα και οι οποίοι είναι οι απολύτως αναγκαίοι για την αποτροπή του κινδύνου για το συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Απολύτως αναγκαίοι είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις που κατά αντικειμενική κρίση και με βάση τις υπάρχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις αποτρέπουν τον συγκεκριμένο κίνδυνο στο συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον και δεν υπερβαίνουν αυτή την ανάγκη.

6. Ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός εκκινούν διαδικασία διαβούλευσης σχετικά με τους όρους και προϋποθέσεις έγκρισης λειτουργίας για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων. Η διαβούλευση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4048/2012, όπως εκάστοτε ισχύει. Επιπλέον, κάθε σχετική πράξη που αφορά τη διαβούλευση, περιλαμβανομένης και της έκθεσης του Γραφείου Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμοδίου Υπουργείου, δημοσιεύεται και όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο Ζ' του παρόντος. Οι απόψεις όλων όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν στην δημόσια διαβούλευση δημοσιεύονται όπως κατατίθενται, εκτός και αν χαρακτηρίζονται από αυτούς εμπιστευτικές συνολικά ή μερικώς, οπότε και εμφανίζεται σχετική αναφορά ότι ο ενδιαφερόμενος ζήτησε να μη δημοσιευθούν οι απόψεις του. Απόψεις, οι οποίες δεν υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν δεν λαμβάνονται υπόψη στην διαδικασία καθορισμού των όρων και προϋποθέσεων έγκρισης λειτουργίας για την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας. Σύντμηση ή επιμήκυνση του χρόνου της διαδικασίας διαβούλευσης επιτρέπεται μόνο μία φορά με πρωτοβουλία του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμοδίου Υπουργού, για αντικειμενικά σπουδαίο λόγο, που ανακοινώνεται τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν την σύντμηση ή επιμήκυνση του χρόνου διαβούλευσης. Η σύντμηση του χρόνου διαβούλευσης δεν μπορεί να είναι για περισσότερο από το μισό της προβλεπόμενης κατά τη έναρξη της διαβούλευσης διάρκειας. Η επιμήκυνση του χρόνου διαβούλευσης δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες.

7. Η ανάλυση των συνεπειών των ρυθμίσεων του άρθρου 7 του ν. 4048/2012 είναι αναγκαία στην περίπτωση των όρων και προϋποθέσεων έγκρισης λειτουργίας.

8. Μετά την λήξη της διαβούλευσης, συντάσσεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης και των συναρμοδίων Υπουργείων έκθεση με την οποία βεβαιώνεται είτε ότι συντρέχουν οι όροι για τη υπαγωγή της οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας και οι αναγκαίοι όροι για την αποτροπή του κινδύνου για συγκεκριμένο δημόσιο συμφέρον, είτε ότι δεν συντρέχουν. Η έκθεση δημοσιεύεται εντός δεκαπέντε ημερών από την λήξη της διαβούλευσης σύμφωνα με το Κεφάλαιο Ζ του παρόντος. Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη αυτή η προθεσμία θεωρείται ότι δεν συντρέχουν οι όροι για την υπαγωγή της συγκεκριμένης δραστηριότητας σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας.

9. Σε περίπτωση που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας, ο Υπουργός Ανάπτυξης και οι εκάστοτε συναρμόδιοι Υπουργοί με αιτιολογημένη απόφασή τους ορίζουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις να υπαχθεί η συγκεκριμένη οικονομική διαδικασία σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας. Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή οικονομικής δραστηριότητας σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας, ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός κοινοποιούν το σχέδιο προεδρικού διατάγματος στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της έκθεσης της προηγούμενης παραγράφου. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει να γνωμοδοτήσει επί αυτού εντός τριάντα (30) ημερών. Η γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού δημοσιεύεται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Η έκθεση της προηγουμένης παραγράφου αποτελεί μέρος της Υπουργικής Απόφασης του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου ή του Προεδρικού Διατάγματος του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

10. Τροποποίηση των όρων και προϋποθέσεων έγκρισης λειτουργίας για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή για δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων επιτρέπεται:
α) σε περίπτωση που αυτό καταστεί αναγκαίο μετά από αμετάκλητη απόφαση αρμοδίου δικαστηρίου, ή
β) από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και τον κατά περίπτωση συναρμόδιο Υπουργό, μετά την πάροδο πενταετίας από την υιοθέτησή τους ή την τροποποίηση.
Σε κάθε περίπτωση για την τροποποίηση των όρων και προϋποθέσεων έγκρισης λειτουργίας ακολουθείται η διαδικασία υιοθέτησης όρων και προϋποθέσεων έγκρισης λειτουργίας.
Η διαβούλευση για την τροποποίηση ή κατάργηση των όρων και προϋποθέσεων έγκρισης λειτουργίας μετά από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκκινεί εντός τριάντα ημερών από την έκδοση της απόφασης αυτής.

Άρθρο 8
Τήρηση ελάχιστων προτύπων στις οικονομικές δραστηριότητες που απαιτούν έγκριση λειτουργίας

1. Στους όρους και τις προϋποθέσεις για την έγκριση λειτουργίας που τίθενται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 5 του άρθρου 7, μπορεί να περιλαμβάνεται και η τήρηση συγκεκριμένων προτύπων.

2. Τα πρόσωπα που μπορούν να διαπιστευτούν ως οργανισμοί αξιολόγησης συμμόρφωσης, η διαδικασία πιστοποίησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια ρυθμίζονται στο κεφάλαιο Γ του παρόντος νόμου.

3. Ο διαπιστευμένος οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης κοινοποιεί υπεύθυνη δήλωσή του στην αρμόδια για την παροχή της έγκρισης λειτουργίας αρχή με την οποία πιστοποιεί την από μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου συμμόρφωση με το συγκεκριμένο πρότυπο. Η υπεύθυνη δήλωση δημοσιεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Από την δημοσίευσή της το συγκεκριμένο πρόσωπο τεκμαίρεται ότι πληροί τις προϋποθέσεις του συγκεκριμένου προτύπου. Τέτοια υπεύθυνη δήλωση υποβάλλει ο οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης σε κάθε επαναξιολόγηση τήρησης του προτύπου που πραγματοποιεί μετά την έγκριση λειτουργίας πιστοποιώντας τη συμμόρφωση ή μη με τα πρότυπα. Η υπεύθυνη δήλωση, είτε αρχική είτε μετά την επαναξιολόγηση, περιλαμβάνει την επωνυμία και τον αριθμό ΓΕΜΗ του οργανισμού αξιολόγησης συμμόρφωσης και του πιστοποιουμένου προσώπου, το αντικείμενο της πιστοποίησης και το πρότυπο που εφαρμόζεται, το χρόνο διενέργειάς της, και υποβάλλεται εντός πέντε ημερών από την ολοκλήρωση της αρχικής αξιολόγησης ή επαναξιολόγησης.

4. Τα πρότυπα η συμμόρφωση στα οποία επιβάλλεται ως προϋπόθεση για την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας υπό καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας, είναι τα ελάχιστα αναγκαία για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογεί την επιβολή προτύπων. Η επιλογή των προτύπων γίνεται με βάση ης αρχές του άρθρου 1 και κατά τρόπο που να επιδιώκεται η τεχνολογική ουδετερότητα και ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός για την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας.

5. Η τήρηση πρόσθετων προτύπων από ένα πρόσωπο και η πιστοποίησή του σχετικά με αυτά δεν επηρεάζει σε τίποτα ης διατάξεις του παρόντος σχετικά με την πιστοποίηση.

Άρθρο 9
Χορήγηση έγκρισης λειτουργίας

1. Το περιεχόμενο της αίτησης για την έγκριση λειτουργίας για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων καθορίζεται με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 5 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου.

2. Η αρμόδια για την έκδοση της έγκρισης λειτουργίας αρχή οφείλει να ενημερώνει, εντός επτά ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος, τον υποβάλοντα την αίτηση για έγκριση λειτουργίας αν λείπει κάποιο από τα στοιχεία, τα οποία προσδιορίζονται με τρόπο περιοριστικό στο προεδρικό διάταγμα της παρ. 5 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, θέτοντας και προθεσμία επτά ημερών για την προσκόμισή τους. Αν μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτή τα σχετικά έγγραφα δεν έχουν προσκομισθεί, η αίτηση απορρίπτεται.

3. Η διάρκεια εξέτασης ενός αιτήματος για έγκριση λειτουργίας δεν μπορεί να υπερβαίνει ης πενήντα (50) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση που λείπουν έγγραφα, η προθεσμία των πενήντα (50) ημερών διακόπτεται και επανεκκινεί μετά την προσκόμισή τους. Σε περίπτωση παρόδου των πενήντα (50) ημερών από την υποβολή της πλήρους αίτησης σύμφωνα με τον παρόντα χωρίς την έγκριση ή απόρριψη της αίτησης, τεκμαίρεται ότι η αίτηση έχει γίνει δεκτή και η αρμόδια αρχή οφείλει να εκδώσει τη σχετική εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη εντός δέκα (10) ημερών από την πάροδο των προθεσμιών που τίθενται παραπάνω.

Άρθρο 10
Μεταβίβαση έγκρισης λειτουργίας

Η έγκριση λειτουργίας μεταβιβάζεται μαζί με την επιχειρηματική μονάδα, η οποία έχει λάβει την έγκριση λειτουργίας και μπορεί να συσταθεί επί αυτής εμπράγματο δικαίωμα μόνο μαζί με την επιχειρηματική μονάδα, η οποία έχει λάβει την έγκριση λειτουργίας. Η μίσθωση ή αλλαγή ελέγχου της επιχείρησης, η οποία έχει λάβει την έγκριση λειτουργίας για την συγκεκριμένη επιχειρηματική μονάδα, δεν συνιστά λόγο ανάκλησης της έγκρισης λειτουργίας. Κάθε πρόσωπο το οποίο μεταβιβάζεται ή η οποία μεταβιβάζει επιχειρηματική μονάδα ή επί της οποίας επιχειρηματικής μονάδας συστήνεται δικαίωμα επικαρπίας, καθώς και επιχείρηση, η οποία αλλάζει έλεγχο, υποχρεούται να κοινοποιεί το γεγονός αυτό εντός τριάντα ημερών από την ολοκλήρωσή του στην αρμόδια κατά τόπο Αρχή. Η παρούσα δεν περιορίζει σε τίποτα τις διατάξεις του ν. 3959/2011 περί συγκέντρωσης επιχειρήσεων. Η έννοια της αλλαγής ελέγχου στο παρόν έχει την έννοια που της δίδεται στα άρθρα 5επ. του ν. 3959/2011.

Άρθρο 11
Περιορισμός αριθμού εγκρίσεων λειτουργίας και χορήγηση αυτών

1. Σε συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες για την άσκηση των οποίων προϋποτίθεται η χορήγηση της έγκρισης λειτουργίας, ο αριθμός των επιχειρήσεων που λαμβάνουν έγκριση μπορεί να περιορισθεί είτε συνολικά για ολόκληρη την Επικράτεια είτε και για συγκεκριμένα γεωγραφικά διαμερίσματα, εφόσον τούτο επιβάλλεται από λόγους αντικειμενικούς, που αφορούν την συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα και το δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετείται, ιδίως αν η άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας προϋποθέτει είτε την χρήση σπάνιου πόρου, ο οποίος δεν επαρκεί για αόριστο αριθμό επιχειρήσεων ή την χρήση άλλου πόρου του Δημοσίου.

2. Με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 5 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις υπό τους οποίους μπορεί να περιορισθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα λάβουν έγκριση να ασκούν την συγκεκριμένη δραστηριότητα, ο τρόπος με τον οποίο θα καθορισθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων αυτών και η διαγωνιστική διαδικασία με την οποία θα χορηγηθούν οι συγκεκριμένες εγκρίσεις λειτουργίας και η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται με βάση ης αρχές ης διαφάνειας, της ισότιμης μεταχείρισης, της αναλογικότητας, της προστασίας του ανταγωνισμού και σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Ο περιορισμός του αριθμού των επιχειρήσεων που ασκούν μια οικονομική δραστηριότητα μπορεί να αφορά και ένα μόνο επίπεδο δραστηριοποίησης μιας επιχείρησης σε συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα.

3. Σε περίπτωση που το προεδρικό διάταγμα της παρ. 5 του άρθρου 7 κατά τα ανωτέρω εισάγει περιορισμό του αριθμού των εγκρίσεων λειτουργίας για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα, η αρμόδια κατά περίπτωση Περιφέρεια μόλις λάβει αίτημα για την άσκηση αυτής της οικονομικής δραστηριότητας, το κοινοποιεί εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή του στον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό, οι οποίοι ορίζουν με αντικειμενικά αιτιολογημένη κοινή απόφασή τους εντός είκοσι (20) ημερών από την αίτηση, τον αριθμό των εγκρίσεων λειτουργίας που θα χορηγηθούν. Το στάδιο αυτό δεν ακολουθείται, αν έχει ήδη υπάρξει προηγούμενο αίτημα και έχει ορισθεί ο αριθμός των εγκρίσεων λειτουργίας για την συγκεκριμένη δραστηριότητα. Η απόφαση με την οποία καθορίζεται ο αριθμός των εγκρίσεων λειτουργίας για συγκεκριμένη δραστηριότητα σύμφωνα με το παρόν άρθρο, επανεξετάζεται υποχρεωτικά κάθε πενταετία και στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να μειωθεί ο αριθμός των εγκρίσεων λειτουργίας κάτω από τον αριθμό των εγκρίσεων λειτουργίας που έχουν χορηγηθεί και δεν έχουν ανακληθεί ή λήξει μέχρι την συμπλήρωση της πενταετίας από την έκδοση της απόφασης, με την οποία περιορίσθηκε ο αριθμός των εγκρίσεων λειτουργίας και ορίσθηκε ο αριθμός αυτών.

4. Με την κοινή υπουργική απόφαση της προηγούμενης παραγράφου ορίζεται και κάθε απαραίτητη λεπτομέρεια για τον διαγωνισμό, με τον οποίο θα χορηγηθούν οι εγκρίσεις λειτουργίας, σύμφωνα και με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 5 του άρθρου 7. Η πρόσκληση για συμμετοχή στη διαγωνιστική διαδικασία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τριάντα ημέρες και η δημοσίευση γίνεται τουλάχιστον στην Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας του άρθρου 25 του παρόντος. Ο διαγωνισμός διεξάγεται και οι εγκρίσεις λειτουργίας χορηγούνται στην περίπτωση αυτή από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και τον συναρμόδιο κατά περίπτωση Υπουργό.

5. Η διάρκεια εξέτασης ενός αιτήματος για χορήγηση έγκρισης λειτουργίας υπό καθεστώς περιορισμένου αριθμού, περιλαμβανομένης και της διαγωνιστικής διαδικασίας, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις εκατό ημέρες από την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της συγκεκριμένης έγκρισης λειτουργίας. Η ανωτέρω προθεσμία δύναται να παραταθεί για μόνο τριάντα ημέρες επιπλέον της αρχικής προθεσμίας των εκατό ημερών. Στην περίπτωση αυτή, τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες πριν την συμπλήρωση των εκατό ημερών, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή οφείλει να ενημερώσει εγγράφως την επιχείρηση που υπέβαλε την αίτηση και κάθε άλλη επιχείρηση, η οποία συμμετέχει στη διαδικασία σχετικά με την πιθανή καθυστέρηση, τους λόγους στους οποίους αυτή οφείλεται και την πιθανή διάρκειά της.

6. Κάθε πρόσωπο στο οποίο χορηγείται έγκριση λειτουργίας σε συνθήκες περιορισμένου αριθμού αυτών, υποχρεούται να προβεί σε πραγματική άσκηση της αντίστοιχης οικονομικής δραστηριότητας εντός ενός έτους από την χορήγησή της. Με την πράξη της έγκρισης λειτουργίας για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα προσδιορίζεται το περιεχόμενο της ελάχιστης αναγκαίας εκμετάλλευσης. Στο προεδρικό διάταγμα της παρ. 5 του άρθρου 7 τίθεται με τρόπο ειδικό και σαφή το πλαίσιο, στο οποίο η εκάστοτε αρμόδια αρχή υποχρεούται να προσδιορίσει εφαρμόζοντας τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, την ελάχιστη εκμετάλλευση κάθε προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας, που δίνεται με περιορισμό του αριθμού τους.

Άρθρο 12
Ενδικοφανής Προσφυγή

1. Κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται αίτημα χορήγησης έγκρισης λειτουργίας ή κατά της απόφασης με την οποία επιβάλλονται ειδικοί όροι και προϋποθέσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 7, που δεν συνάδουν με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, η αιτούσα επιχείρηση μπορεί να προσφύγει ενώπιον της κατά περίπτωση αρμόδιας αρχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 24. Η απόφαση επί της προσφυγής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και, με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, εκδίδεται εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της προσφυγής. Εάν οι λόγοι της προσφυγής στηρίζονται σε αιτιάσεις τεχνικής φύσεως, η αρχή που κρίνει επί της προσφυγής δύναται να ζητήσει την τεχνική συνδρομή από τον ιδιωτικό φορέα του άρθρου 15, του οποίου η εισήγηση ενσωματώνεται στην απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία για την έκδοση της απόφασης παρατείνεται για δεκαπέντε (15) ακόμη ημέρες. Σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής η αρχή που την εξέτασε χορηγεί υποχρεωτικά την έγκριση λειτουργίας ή τροποποιεί τους όρους και τις προϋποθέσεις που τέθηκαν με την αρχική έγκριση λειτουργίας.

2. Ειδικά η απόφαση επί ενδικοφανούς προσφυγής κατά αποφάσεως, που αφορά την μη χορήγηση έγκρισης λειτουργίας σε συνθήκες περιορισμού του αριθμού τους, εκδίδεται εντός σαρανταπέντε (45) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής.

3. Σε περίπτωση παρέλευσης της προθεσμίας των ανωτέρω παραγράφων, χωρίς την έκδοση απόφασης από την αρμόδια κατά περίπτωση αρχή τεκμαίρεται η απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής

Άρθρο 13
Παράβολο

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας προσδιορίζεται συγκεκριμένο ύψος παραβόλου, το οποίο καταβάλλεται ετήσια από το κάθε πρόσωπο ανά οικονομική δραστηριότητα που ασκεί υπό καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας. Το σύνολο των πόρων που συγκεντρώνονται, χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την εποπτεία και τον έλεγχο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

Άρθρο 14
Παροχή υπηρεσιών

1. Πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για έγκριση λειτουργίας, μπορούν να συνυποβάλλουν και μελέτες φυσικών ή νομικών προσώπων της επιλογής τους προς υποστήριξη της αίτησής τους. Οι αρμόδιες εκάστοτε αρχές εξετάζουν τις σχετικές μελέτες ως προς την πληρότητα και ορθότητά τους και, εφ' όσον θεωρούν αυτές επαρκείς, μπορούν στην απόφασή τους να τις υιοθετούν. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ζητήσουν εξασφάλιση είτε με ασφαλιστικές συμβάσεις ή με εγγυητικές επιστολές ή άλλα συνήθη κατά την χρηματοδοτική πρακτική μέσα εγγυοδοσίας ή εγγύησης. Η εγγυοδοσία πρέπει να είναι ανάλογη του βαθμού στον οποίο οι μελέτες φυσικών ή νομικών προσώπων λαμβάνονται υπ' όψιν για την αξιολόγηση του αν η έγκριση λειτουργίας θα πρέπει να δοθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση και αν απαιτείται και σε τι βαθμό με την ατομική διοικητική πράξη χορήγησης της έγκρισης και εξειδίκευση των όρων ή προϋποθέσεων που υπάρχουν στο αντίστοιχο πδ.

2. Οι αρμόδιες αρχές για την χορήγηση έγκρισης λειτουργίας δύνανται να αναθέτουν, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μελέτες ή την παροχή υπηρεσιών αναγκαίων για την εξέταση συγκεκριμένων αιτημάτων έγκρισης λειτουργίας, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων.

3. Παρέχοντες υπηρεσίες σε πρόσωπα τα οποία αιτούνται έγκριση λειτουργίας δεν μπορούν για την ίδια αίτηση έγκρισης λειτουργίας να παρέχουν και υπηρεσίες στις αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες για την χορήγηση της έγκρισης λειτουργίας.

4. Τα πρόσωπα τα οποία παρέχουν υπηρεσίες σε αρμόδιες για την χορήγηση έγκρισης αρχές κατά το παρόν άρθρο δημοσιεύουν υποχρεωτικά, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, την επωνυμία και τον αριθμό εμπορικού μητρώου των επιχειρήσεων στις οποίες παρείχαν συμβουλευτικές υπηρεσίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθώς και τον χρόνο και το αντικείμενο των υπηρεσιών που παρείχαν κατά τα τελευταία τρία (3) έτη.

5. Οι περιορισμοί των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες σε επιχειρήσεις ή στις αρμόδιες αρχές κατά το παρόν άρθρο καταλαμβάνουν και τα πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται υπό κοινό έλεγχο με αυτά. Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου, ο έλεγχος έχει την έννοια η οποία του δίδεται στο άρθρα 5 επ. του ν. 3959/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

Άρθρο 15
Οργανισμοί αξιολόγησης συμμόρφωσης με πρότυπα

1. Οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης ενός προσώπου με συγκεκριμένα πρότυπα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εφ'όσον διαπιστευθεί σχετικά από το Εθνικό Συμβούλιο Υποδομών Ποιότητας (ΕΣΥΠ - αυτοτελής μονάδα ΕΣΥΔ) ή από άλλο εθνικό οργανισμό διαπίστευσης κράτους μέλους της EE, σύμφωνα με την κείμενη ελληνική και την νομοθεσία της EE.

2. Το ΕΣ ΥΠ εποπτεύει τους οργανισμούς αξιολόγησης συμμόρφωσης που έχουν διαπιστευθεί από αυτό σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο και συνεργάζεται με τους αντίστοιχους εθνικούς οργανισμούς συμμόρφωσης των κρατών μελών της EE σχετικά με οργανισμούς αξιολόγησης συμμόρφωσης, που έχουν διαπιστευθεί από αυτούς και παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πρόσωπα, τα οποία επιθυμούν να ασκήσουν στην Ελλάδα οικονομική δραστηριότητα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

3. Οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης δεν μπορεί για την ίδια υπόθεση να παρέχει υπηρεσίες σε πρόσωπο,, του οποίου την συμμόρφωση σε πρότυπα σύμφωνα με το παρόν αξιολογεί. Κάθε οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης δημοσιεύει σύμφωνα με την παρούσα την επωνυμία, τον αριθμό εμπορικού μητρώου, τον χρόνο και το αντικείμενο για το οποίο παρείχε υπηρεσίες σε συγκεκριμένη επιχείρηση κατά τα τελευταία τρία (3) έτη. Η απαγόρευση ισχύει και για πρόσωπα που ελέγχουν ή ελέγχονται από οργανισμούς αξιολόγησης συμμόρφωσης ή συμμετέχουν σε οργανισμό αξιολόγησης συμμόρφωσης με ποσοστό άνω του 10%. Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου ο έλεγχος έχει την έννοια την οποία έχει στο άρθρο 5 επ. του ν. 3959/2011.

4. Ο κάθε οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης διαθέτει εγχειρίδιο ποιότητας και εφαρμόζει, τεκμηριωμένες και σαφώς προδιαγεγραμμένες διαδικασίες για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των αξιολογουμένων επιχειρήσεων, για την υποβολή και εξέταση των ενστάσεων κατά των αποφάσεών του από τις αξιολογούμενες εγκαταστάσεις, καθώς και τεκμηριωμένο σύστημα διαχείρισης, το οποίο καλύπτει όλες τις προβλεπόμενες απαιτήσεις και διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή τους.

5. Κάθε οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης που παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με τον παρόντα νόμο οφείλει να τηρεί αρχείο αξιολογήσεων με κάθε αναγκαία λεπτομέρεια που να βεβαιώνει την από μέρους του ορθή άσκηση των υποχρεώσεών του τόσο κατά την αρχική αξιολόγηση συμμόρφωσης επιχείρησης όσο και κατά την λειτουργία της. Το ελάχιστο περιεχόμενο του αρχείου είναι η επωνυμία και ο αριθμός εμπορικού μητρώου της επιχείρησης, η συμμόρφωση της οποίας με συγκεκριμένα πρότυπα, απετέλεσε αντικείμενο αξιολόγησης, κάθε ημερομηνία στην οποία έγινε αξιολόγηση της επιχείρησης αυτής από τον συγκεκριμένο οργανισμό αξιολόγησης συμμόρφωσης και περιγραφή των εργασιών που έγιναν καθώς και περιπτώσεις, κατά τις οποίες εντοπίστηκε ότι η αξιολογηθείσα επιχείρηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις ενός συγκεκριμένου προτύπου. Πρόσβαση στο αρχείο αυτό έχει κάθε αρμόδια αρχή εποπτείας εφαρμογής του παρόντος νόμου, με την επιφύλαξη του απορρήτου και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων από παράνομη επεξεργασία και ο κάθε οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης υποχρεούται να παρέχει κάθε εύλογη πληροφορία στις αρχές αυτές.

6. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας μετά από γνωμοδότηση του ΕΣΥΠ καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με το εγχειρίδιο ποιότητας, τις διαδικασίες για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των αξιολογουμένων εγκαταστάσεων, το σύστημα διαχείρισης και ενστάσεων, τον τρόπο τήρησης του μητρώου που πρέπει να τηρεί κάθε οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την διαδικασία αξιολόγησης συμμόρφωσης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 16
Επιλογή προτύπων

1. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμοδίου Υπουργού μετά από εισήγηση του ΕΣΥΠ καθορίζονται, τροποποποιούνται ή καταργούνται τα πρότυπα για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα η οποία ασκείται υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας.

2. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμοδίου Υπουργού μετά από εισήγηση του ΕΣΥΠ καθορίζονται, τροποποποιούνται ή καταργούνται τα πρότυπα για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα η οποία ασκείται υπό καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας.

3. Σε περίπτωση που για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα έχουν ορισθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία ευρωπαϊκά πρότυπα, εφαρμόζονται αυτά. Αν δεν υπάρχουν ευρωπαϊκά πρότυπα αλλά υπάρχουν διεθνή πρότυπα, που έχουν ορισθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, εφαρμόζονται αυτά. Αν δεν υπάρχουν ούτε διεθνή πρότυπα αλλά υπάρχουν ελληνικά πρότυπα, που έχουν ορισθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, εφαρμόζονται αυτά. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν πρότυπα για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο εδάφιο χρησιμοποιούνται καθιερωμένα ελληνικά πρότυπα. Αν δεν υπάρχουν καθιερωμένα ελληνικά πρότυπα, υιοθετούνται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

4. Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερα πρότυπα του ιδίου επιπέδου (ευρωπαϊκά ή διεθνή ή εθνικά), τα οποία πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις σύμφωνα με τον παρόντα, οι αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές υποχρεούνται να υιοθετήσουν οποιοδήποτε από τα σχετικά πρότυπα σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα. Το ενδιαφερόμενο να ασκήσει συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα πρόσωπο μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε ισοδύναμα πρότυπα, τα οποία έχουν τεθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

5. Τα ελάχιστα πρότυπα, τα οποία τίθενται σύμφωνα με την παρούσα, επανεξετάζονται αν πρόκειται για ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα σύμφωνα με την διαδικασία, η οποία προβλέπεται από την κατά περίπτωση νομοθεσία που διέπει αυτά τα πρότυπα. Στην περίπτωση των εθνικών προτύπων η επανεξέταση γίνεται το αργότερο εντός πενταετίας από την υιοθέτησή τους. Η επανεξέταση μπορεί να οδηγήσει σε κατάργηση προτύπων αν πλέον δεν δικαιολογείται η ύπαρξή τους για την προστασία του συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος ή σε τροποποίησή τους ή σε αντικατάστασή τους. Η διαδικασία, η οποία ακολουθείται είναι η ίδια που ακολουθείται για την υιοθέτηση των προτύπων. Κάθε πρόσωπο, το οποίο ασκεί συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα, υποχρεούται να πιστοποιηθεί ότι πληροί τα πρότυπα, όπως έχουν τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί εντός εξήντα ημερών από την υιοθέτησή τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

6. Σε περίπτωση που υπάρχουν μόνο εθνικά πρότυπα και υιοθετηθούν μεταγενέστερα ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα, αυτά επιβάλλονται άμεσα σύμφωνα με την διαδικασία του παρόντος άρθρου και αντικαθιστούν τα μέχρι τότε υπάρχοντα πρότυπα. Σε περίπτωση που υπάρχουν διεθνή πρότυπα και υιοθετηθούν μεταγενέστερα ευρωπαϊκά, αυτά επιβάλλονται άμεσα σύμφωνα με την διαδικασία του παρόντος άρθρου και αντικαθιστούν τα μέχρι τότε υπάρχοντα πρότυπα.

Άρθρο 17
Γενικές αρχές πιστοποίησης

1. Κάθε πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να ασκήσει οικονομική δραστηριότητα για την οποία σύμφωνα με τον παρόντα νόμο απαιτείται πιστοποίηση, μπορεί να επιλέγει τον οργανισμό αξιολόγησης συμμόρφωσης που επιθυμεί από το Μητρώο Οργανισμών Αξιολόγησης Συμμόρφωσης.

2. Οι οικονομικοί όροι για την παροχή των υπηρεσιών πιστοποίησης συμφωνούνται μεταξύ του οργανισμού αξιολόγησης συμμόρφωσης και του ενδιαφερόμενου προσώπου. Οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών πιστοποίησης περιλαμβάνουν το σύνολο των όρων υπό τους οποίους παρέχονται οι υπηρεσίες πιστοποίησης και δεν μπορεί να ρυθμίζουν ταυτόχρονα άλλες τυχόν συναλλαγές των συμβαλλομένων μερών. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι αυτοδίκαια άκυρη.

3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού μετά από γνωμοδότηση της ΕΣΥΠ μπορούν να καθορίζονται τυποποιημένα σχέδια συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αξιολόγησης συμμόρφωσης για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Για την εξυπηρέτηση των αρχών του άρθρου 1 του παρόντος, οι όροι των τυποποιημένων σχεδίων συμβάσεων μπορεί κατά περίπτωση να είναι εν όλω ή εν μέρει δεσμευτικοί για τους διοικούμενους ή να μην έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα συμβαλλόμενα μέρη.

4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας μετά από γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού μπορεί να ορίζονται ανώτατες τιμές παροχής υπηρεσιών πιστοποίησης για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΙ ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 18

1. Οργανωμένος Υποδοχέας Δραστηριοτήτων (ΟΥΔ) είναι ένα ολοκληρωμένο σύνολο δομών, υπηρεσιών και έργων υποδομής, που αναπτύσσεται σε συγκεκριμένη εδαφική περιοχή κείμενη εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, με πολεοδομική οργάνωση και ρυμοτομικό σχέδιο σύμφωνα με τον Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό και προορίζεται αποκλειστικά για να εγκαθίστανται σε αυτό πρόσωπα ενδιαφερόμενα για την άσκηση συγκεκριμένων κατά περίπτωση οικονομικών δραστηριοτήτων ή που ήδη ασκούν αυτές. Η ίδρυση ΟΥΔ προϋποθέτει την χορήγηση έγκρισης λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος.

2. Σε κάθε ΟΥΔ μπορεί να ασκούνται δραστηριότητες υπό καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας, ή υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας ή οικονομικές δραστηριότητες για τις οποίες δεν υπάρχει περιορισμός. Η εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη με την οποία χορηγείται η έγκριση λειτουργίας του ΟΥΔ, περιλαμβάνει και έγκριση λειτουργίας για κάθε πρόσωπο το οποίο εγκαθίσταται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου στον ΟΥΔ και ασκεί την συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα.

3. Με το προεδρικό διάταγμα του άρθρου 7 παρ.5 τίθενται οι όροι και οι προϋποθέσεις που διέπουν την χορήγηση έγκρισης λειτουργίας για ΟΥΔ και την άσκηση αυτής της δραστηριότητας, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Στο προεδρικό διάταγμα γίνεται κατηγοριοποίηση των ΟΥΔ αν αυτό είναι αναγκαίο ώστε να εξυπηρετείται με τον πλέον αποδοτικό τρόπο η λειτουργία τους,. Το Προεδρικό Διάταγμα επιπλέον ορίζει:
α) Το περιεχόμενο του φακέλου (τεχνικοοικονομικές μελέτες, εκθέσεις, προϋπολογισμοί κλπ.) που θα συνοδεύει την αίτηση για την ίδρυση ΟΥΔ.
β) Το ελάχιστο περιεχόμενο του Κανονισμού Λειτουργίας του ΟΥΔ
γ) Την αναγκαία υποδομή για την λειτουργία του ΟΥΔ
γ) Την ελάχιστη έκταση για οργάνωση και λειτουργία ΟΥΔ για ης συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες και η όποια δεν μπορεί να είνα μικρότερη από τα εκατό στρέμματα,
δ) Τις αναγκαίες εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας
ε) Τη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων
στ) Την ελάχιστη χρηματοοικονομική επάρκεια και δομή του φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης του ΟΥΔ, που μπορεί να αναφέρεται σε ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων, εξασφάλιση χρηματοδότησης και εγγυήσεις για την εκτέλεση των έργων υποδομής. Για το σκοπό αυτό μπορεί να λαμβάνονται υπ'όψιν και ασφαλιστήρια συμβόλαια ή άλλες εγγυοδοτικές ή εγγυητικές συμβάσεις και χρηματοοικονομικά μέσα. Κατά περίπτωση μπορεί να τίθεται και ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων του φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης
ζ) Την ελάχιστη διάρκεια των ΟΥΔ
η) Θέματα σχετικά με την αλλαγή ή επέκταση ή μείωση της έκτασης που καταλαμβάνει το ΟΥΔ ή την αλλαγή των οικονομικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από τον ΟΥΔ.
θ) Ζητήματα τα οποία αφορούν τον φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης σε περίπτωση που ο φορέας ίδρυσης επιλέξει να μην συνεχίσει την διαχείριση του ΟΥΔ μετά την ίδρυση του. Την αλλαγή φορέα ίδρυσης κατά το στάδιο της ίδρυσης. Την αλλαγή φορέα διαχείρισης και ζητήματα αλλαγής ελέγχου του φορέα διαχείρισης ή ίδρυσης. Ζητήματα επίσης που αφορούν τις σχέσεις του φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης με τα πρόσωπα τα οποία εγκαθίστανται στο ΟΥΔ για να ασκήσουν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα και την ίδρυση, διοίκηση και διαχείριση του ΟΥΔ.
ι) Την δυνατότητα εγκατάστασης στο ΟΥΔ προσώπων που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος νόμου και τους όρους υπό τους οποίους μπορεί αυτό να επιτευχθεί.
ια) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την ίδρυση και λειτουργία των ΟΥΔ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και ιδίως σχετικά με τις προθεσμίες και τις προϋποθέσεις για να τεθεί ο ΟΥΔ σε λειτουργία.

4. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με θέματα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού για την ίδρυση και λειτουργία των ΟΥΔ.

5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της EE, επιτρέπεται η απευθείας παραχώρηση στο φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης του ΟΥΔ (ι) της χρήσης αιγιαλού και παραλίας, αν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τη λειτουργία του ΟΥΔ και (ιι) του δικαιώματος εκτέλεσης, χρήσης και εκμετάλλευσης λιμενικών έργων ή επέκτασης ήδη υφιστάμενων στην περιοχή λιμενικών εγκαταστάσεων. Η παραχώρηση στις παραπάνω περιπτώσεις γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου σύμφωνα με τις γενικές αρχές του άρθρου 1, για χρόνο που δεν μπορεί να υπερβαίνει την διάρκεια της έγκρισης λειτουργίας του ΟΥΔ και με την καταβολή εύλογου ανταλλάγματος. Για την εκτέλεση των έργων στον αιγιαλό ή στην παραλία τηρείται η διαδικασία που ορίζεται στις διατάξεις του ν. 2971/2001 (Α' 285), καθώς και οι συναφείς ρυθμίσεις του Γενικού και των Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης και των αντίστοιχων Περιφερειακών Χωροταξικών Σχεδίων. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται η διαδικασία, ο τρόπος και τα όργανα προσδιορισμού του ανταλλάγματος και κάθε σχετικό θέμα. Στην περίπτωση που τα λιμενικά έργα εμπεριέχουν πρόσχωση θαλάσσιου χώρου, μετά την ολοκλήρωση τους κινείται η διαδικασία επανακαθορισμού των οριογραμμών αιγιαλού - παραλίας και το γήπεδο που δημιουργείται καταγράφεται ως δημόσιο κτήμα. Το εν λόγω δημόσιο κτήμα, εφόσον ο φορέας το επιθυμεί, μπορεί να παραχωρείται κατά χρήση ή να εκμισθώνεται απευθείας σε αυτόν. Το αντάλλαγμα χρήσης ή το μίσθωμα καθορίζονται από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία και ανταποκρίνεται σης τρέχουσες μισθωτικές αξίες της περιοχής. Η με οποιονδήποτε τρόπο χρήση από τρίτους της παραχωρούμενης προς τον φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης ΟΥΔ έκτασης αιγιαλού, παραλίας και λιμενικών έργων (ι) επιτρέπεται κατ' εξαίρεση με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Αιγαίου, μετά από αίτημα του φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης εφόσον αυτό δεν αντίκειται τις αρχές του άρθρου 1 και (ιι) επιβάλλεται για λόγους εθνικής οικονομίας ή δημόσιας ωφέλειας και ιδίως προστασίας του αποτελεσματικού ανταγωνισμού μετά από απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού

6. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της EE, στους ΟΥΔ μπορεί με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Αιγαίου να συνιστώνται Ελεύθερες Ζώνες ή να αναγνωρίζονται Ελεύθερες Αποθήκες ή Τελωνειακές Αποθήκες ή Χώροι Προσωρινής Αποθήκευσης, η ίδρυση και λειτουργία των οποίων διέπεται από ης ισχύουσες σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.

7. Η έκταση στην οποία εκτείνεται ο ΟΥΔ μπορεί να ανήκει στον φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης ή μπορεί επί αυτής να έχει εμπράγματο δικαίωμα ή μακροχρόνια μίσθωση ή χρήση ή άλλο ενοχικό δικαίωμα. Η έκταση στην οποία δημιουργείται ο ΟΥΔ μπορεί να διακόπτεται από οδικά δίκτυα, εφόσον εξασφαλίζεται η λειτουργική ενότητα του και η ασφάλεια της κυκλοφορίας. Δημοτικοί, κοινοτικοί και αγροτικοί δρόμοι μπορούν να ενσωματωθούν στην έκταση του υποδοχέα, εφόσον αυτό δεν δημιουργεί κυκλοφοριακά προβλήματα.

8. Ο φορέας ίδρυσης μπορεί να έχει την μορφή ανώνυμης εταιρείας, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας. Ανάπτυξη ΟΥΔ μπορεί να γίνει με Σύμπραξη Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα, εφόσον πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις του ν. 3389/2005 (ΑΧ 232).

9. Η διαχείριση του ΟΥΔ γίνεται από φορέα διαχείρισης ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον φορέα ίδρυσης. Αλλαγή του φορέα ίδρυσης ή και φορέα διαχείρισης ή αλλαγή του ελέγχου τους, μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή, εκτός αν διαφορετικά αναφέρεται στον Κανονισμό Λειτουργίας ή έχει συμφωνηθεί με πρόσωπο το όποιο ασκεί οικονομική δραστηριότητα και είναι εγκατεστημένο στο ΟΥΔ, σε κάθε περίπτωση υπό την προϋπόθεση οτι τηρούνται όλοι οι όροι και προϋποθέσεις που τυχόν θέτει το Προεδρικό Διάταγμα της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του παρόντος. Ο φορέας ίδρυσης μπορεί να αναθέσει με σύμβαση την ίδρυση ή διαχείριση του ΟΥΔ εν όλω ή εν μέρει, παραμένοντας όμως πάντα πλήρως υπεύθυνος ο ίδιος έναντι του δημοσίου και τρίτων για τις ανάγκες του νόμου. Το ελάχιστο περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης αποτελεί μέρος του Προεδρικού Διατάγματος της παραγράφου 3. Η μεταβολή του φορέα, η αλλαγή ελέγχου του και το γεγονός της οποιαδήποτε από τις εδώ αναφερόμενες σύναψης σύμβασης με τρίτον, δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μαζί με υπεύθυνη δήλωση του νέου φορέα ή του αποκτώντος τον έλεγχο ή των αντισυμβαλλομένων κατά περίπτωση, ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του παρόντος νόμου και των κατά εξουσιοδότηση αυτού διατάξεων δευτερογενούς δικαίου που θα εκδοθούν. Από την δημοσίευση των παραπάνω αποκτά ισχύ η αλλαγή φορέα ή ελέγχου έναντι τρίτων.

10. Οι σχέσεις μεταξύ των φορέων ίδρυσης και διαχείρισης αφενός και των εγκατεστημένων στον ΟΥΔ επιχειρήσεων αφετέρου καθώς και των τελευταίων μεταξύ τους ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας του ΟΥΔ. Ο φορέας ίδρυσης του ΟΥΔ προβαίνει σε δημοσίευση Κανονισμού Λειτουργίας του ΟΥΔ σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Το ελάχιστο περιεχόμενο του Κανονισμού Λειτουργίας του ΟΥΔ περιλαμβάνεται στο προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Στο ίδιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να περιλαμβάνεται και μη δεσμευτικό υπόδειγμα κανονισμού Λειτουργίας ΟΥΔ. Ο Κανονισμός Λειτουργίας είναι σύμβαση προσχώρησης για όλα τα πρόσωπα τα οποία εγκαθίστανται στο ΟΥΔ. Η μη τήρηση του ελαχίστου περιεχομένου του Κανονισμού Λειτουργίας συνιστά παράβαση των όρων της έγκρισης λειτουργίας. Τροποποίηση του Κανονισμού λειτουργίας μπορεί να γίνει με απόφαση του 51% των εγκατεστημένων στον ΟΥΔ προσώπων που καλύπτουν το 51 % της έκτασης του ΟΥΔ που καλύπτουν πρόσωπα που έχουν κατά τον χρόνο εκείνο συμβληθεί με το φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης για την εγκατάσταση τους. Δεν είναι δυνατή η αύξηση του ποσοστού αυτού με συμφωνία των μερών. Σε τροποποίηση με τον τρόπο αυτό υπόκεινται και οι διατάξεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο ελάχιστο περιεχόμενο του Κανονισμού, δεν υπόκεινται όμως σε τροποποίηση με τον τρόπο αυτό οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου που περιγράφουν ποιό είναι το ελάχιστο περιεχόμενο του Κανονισμού.

11. Η ίδρυση του ΟΥΔ γίνεται μετά από αίτηση του φορέα ίδρυσης. Αρμόδια αρχή για την έκδοση απόφασης ανάπτυξης ΟΥΔ είναι ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και οι τυχόν συναρμόδιοι κατά περίπτωση υπουργοί. Ο φορέας ίδρυσης μπορεί κατά την υποβολή της αίτησης να είναι στο ιδρυτικό στάδιο. Η συνολική προθεσμία για την έκδοση της απόφασης ανάπτυξης του ΟΥΔ δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 100 ημέρες από τη στιγμή που βεβαιωθεί εγγράφως από την αρμόδια αρχή η πληρότητα του υποβληθέντος με την αίτηση φακέλου. Ο φάκελος τεκμαίρεται πλήρης και χωρίς την έγγραφη βεβαίωση, εάν η αρμόδια αρχή δεν έχει απευθύνει τεκμηριωμένο αίτημα συμπλήρωσής του φακέλου εντός δέκα εργασίμων ημερών από την παραλαβή του. Σε περίπτωση παρέλευσης των 100 ημερών τεκμαίρεται η αποδοχή του αιτήματος, οπότε η αρμόδια αρχή οφείλει να εκδώσει την εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη έγκρισης λειτουργίας του ΟΥΔ, εντός τριάντα ημερών από την πάροδο της προθεσμίας σύμφωνα με τα παραπάνω.

12. Η εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για την έγκριση λειτουργίας ΟΥΔ περιλαμβάνει:
α) το είδος των οικονομικών δραστηριοτήτων που θα ασκούνται στο ΟΥΔ και τυχόν συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις σε εφαρμογή των διατάξεων του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 7 παρα.5 που έχει εκδοθεί για κάθε μία από αυτές τις οικονομικές δραστηριότητες για τις οποίες απαιτείται προηγούμενη έγκριση και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου
β) την αναγκαία υποδομή για την λειτουργία του ΟΥΔ σε σχέση με ης συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες
γ) την έκταση για οργάνωση και λειτουργία του ΟΥΔ για τις συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες.
δ) Τις αναγκαίες εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας για την λειτουργία του ΟΥΔ
ε) Τη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων για τη λειτουργία του ΟΥΔ
στ) Την χρηματοοικονομική δομή του φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης του ΟΥΔ, που μπορεί να αναφέρεται σε ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων, εξασφάλιση χρηματοδότησης και εγγυήσεις για την εκτέλεση των έργων υποδομής.
ζ) Την διάρκεια των ΟΥΔ
η) Θέματα σχετικά με την αλλαγή ή επέκταση ή μείωση της έκτασης που αναλαμβάνει το ΟΥΔ ή την αλλαγή των οικονομικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από τον ΟΥΔ.
θ) Ζητήματα τα οποία αφορούν τον φορέα ίδρυσης ή σε περίπτωση που ο φορέας ίδρυσης επιλέξει να μην συνεχίσει την διαχείριση του ΟΥΔ μετά την ίδρυση του, ζητήματα τα οποία αφορούν τον φορέα διαχείρισης.
ι) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την ίδρυση και λειτουργία των ΟΥΔ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

13. Η εγκατάσταση κάθε προσώπου στο ΟΥΔ γίνεται με βάση σύμβαση την οποία συνάπτει με τον φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης του ΟΥΔ. Δεν απαιτείται να είναι η συνολική έκταση του ΟΥΔ σε λειτουργία για να συναφθεί η σύμβαση εγκατάστασης, αρκεί να είναι το μέρος του ΟΥΔ όπου θα εγκατασταθεί το ενδιαφερόμενο να ασκήσει οικονομική δραστηριότητα πρόσωπο. Με τη Σύμβαση Εγκατάστασης συμφωνείται αν ο εγκαθιστά μένος αποκτά κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα ή μισθώνει ή αποκτά άλλο δικαίωμα ενοχικό στην έκταση του ΟΥΔ όπου θα εγκατασταθεί. Όταν αυτό είναι αναγκαίο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις η σύμβαση εγκατάστασης περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο.

14. Αν η Οικονομική Δραστηριότητα ασκείται υπό καθεστώς έγκρισης λειτουργίας αυτή αποτελεί μέρος της Σύμβασης Εγκατάστασης. Η σύμβαση εγκατάστασης, τα μέρη, η χρονολογία σύναψης και αποστολής στις αρμόδιες κατά τα ανωτέρω υπηρεσίες καθώς και η ασκούμενη οικονομική δραστηριότητα δημοσιοποιούνται στη Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας του άρθρου 25 και από την στιγμή της δημοσιοποίησης αποκτά ο εγκαθιστάμενος δικαίωμα άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας. Σε περίπτωση μεταβολής ή επέκτασης της δραστηριότητας στο ΟΥΔ η σύμβαση εγκατάστασης τροποποιείται, οπότε εφαρμόζονται αναλόγως οι προηγούμενες διατάξεις σχετικά με την δημοσιοποίηση της τροποποίησης.

15. Αν η οικονομική δραστηριότητα ασκείται υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας κατά το άρθρο 5 του παρόντος νόμου, προσαρτώνται στη Σύμβαση Εγκατάστασης οι προβλεπόμενες στις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος δηλώσεις και βεβαιώσεις. Σε κάθε περίπτωση αν η οικονομική δραστηριότητα υπάγεται σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας, ή ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, αυτή ασκείται από τον ΟΥΔ μετά τη δημοσίευση του γεγονότος ότι συνήφθη η Σύμβαση Εγκατάστασης, στη Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας του άρθρου 25

16. Ο φορέας ίδρυσης του ΟΥΔ ή ο φορέας διαχείρισης αυτού, κατά περίπτωση, φέρει την ευθύνη ελέγχου και εποπτείας όλων των επιχειρήσεων που λειτουργούν στον ΟΥΔ, κατά την έννοια και το περιεχόμενο του Κεφαλαίου Ε του παρόντος νόμου. Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εποπτικές και ελεγκτικές εξουσίες σύμφωνα με το παρόντα νόμο τόσο επί του φορέα ίδρυσης ή διαχείρισης του ΟΥΔ όσο και επί κάθε προσώπου που έχει εγκατασταθεί στον ΟΥΔ και ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

17. Φορείς ίδρυσης ή διαχείρισης Οργανωμένων Υποδοχέων Δραστηριοτήτων που υφίστανται κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου (ενδεικτικά Περιοχές. Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης Εμπορευματικά Κέντρα, Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων, Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης, Βιομηχανικές Περιοχές, Βιομηχανικές Επιχειρηματικές Περιοχές, Επιχειρηματικά Πάρκα) υπάγονται στο παρόν άρθρο, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται από το παρόν άρθρο και από τα νομοθετήματα που εκδίδονται κατα εξουσιοδότηση του παρόντος..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Άρθρο 19
Διαθεσιμότητα πληροφοριών

1. Όλα τα πρόσωπα που ασκούν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα τηρούν για στατιστικούς σκοπούς ένα ελάχιστο σύνολο πληροφοριών σχετικά με την δραστηριότητά τους, το οποίο προσδιορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού.

2. Όλα τα πρόσωπα που ασκούν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας που προϋποθέτει πιστοποίηση, υποχρεούνται να τηρούν και να παρέχουν σε τακτά χρονικά διαστήματα ένα ελάχιστο σύνολο πληροφοριών σχετικά με την δραστηριότητά τους, οι οποίες είναι οι αντικειμενικά αναγκαίες για την άσκηση της εποπτείας και του ελέγχου από τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές ότι πράγματι τηρούν τα πρότυπα, προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνονται και κάθε αναγκαία διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Το ελάχιστο σύνολο πληροφοριών και η αναγκαία για τους σκοπούς της εποπτείας περιοδικότητά παροχής αυτών, προσδιορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού.

3. Όλα τα πρόσωπα που ασκούν συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα που προϋποθέτει έγκριση λειτουργίας υποχρεούνται να τηρούν και να παρέχουν σε τακτά χρονικά διαστήματα ένα ελάχιστο σύνολο πληροφοριών σχετικά με την δραστηριότητά τους, και οι οποίες είναι οι αντικειμενικά αναγκαίες για την άσκηση της εποπτείας και του ελέγχου από τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές ότι πράγματι τηρούν τα πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνονται και κάθε αναγκαία διαδικασία σύμφωνα με ης διατάξεις του παρόντος νόμου. Το ελάχιστο σύνολο πληροφοριών και η αναγκαία για τους σκοπούς της εποπτείας περιοδικότητά παροχής αυτών, προσδιορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού.

4. Όλοι οι οργανισμοί αξιολόγησης συμμόρφωσης υποχρεούνται να παρέχουν σε τακτά χρονικά διαστήματα ένα ελάχιστο σύνολο πληροφοριών σχετικά με την δραστηριότητά τους, οι οποίες είναι οι αντικειμενικά αναγκαίες για την άσκηση της εποπτείας και του ελέγχου εφαρμογής του παρόντος νόμου από ης εκάστοτε αρμόδιες αρχές. Το ελάχιστο σύνολο πληροφοριών και η αναγκαία για τους σκοπούς της εποπτείας περιοδικότητά παροχής αυτών, προσδιορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας μετά από γνωμοδότηση του ΕΣΥΠ.

5. Οι υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκδίδονται μετά από διαβούλευση η οποία γίνεται με βάση ης διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 4048/2012. Ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος Υπουργός θέτουν σχέδιο απόφασης σε διαβούλευση, ακολουθώντας ης διατάξεις δημοσιότητας του παρόντος. Όλες οι απόψεις δημοσιεύονται σύμφωνα με τον παρόντα. Μόνο απόψεις οι οποίες δημοσιεύονται σύμφωνα με τον παρόντα λαμβάνονται υπόψη κατά την διαβούλευση.

Άρθρο 20
Αναζήτηση στοιχείων

1. Όλα τα πρόσωπα τα οποία ασκούν οικονομικές δραστηριότητες σύμφωνα με τον παρόντα νόμο υπόκεινται σε έλεγχο από ης αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές σύμφωνα με ης διατάξεις του παρόντος.

2. Όταν είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας και ελέγχου του παρόντος, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή μπορεί να ζητά με έγγραφο τις απολύτως αναγκαίες για το συγκεκριμένο αντικείμενο της έρευνας της πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ή δημόσιες αρχές. Στο έγγραφο αναφέρονται οι διατάξεις του νόμου, οι οποίες θεμελιώνουν το αίτημα, ο σκοπός της αίτησης, η προθεσμία που τάσσεται για την παροχή των πληροφοριών, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα (10) ημερών και μεγαλύτερη των δεκαπέντε (15), καθώς και οι κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Εκείνοι, στους οποίους απευθύνεται το έγγραφο υποχρεούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των πληροφοριών που ζητούνται. Όταν οι πληροφορίες ζητούνται από νομικά πρόσωπα, υποχρεούνται σε παροχή των πληροφοριών οι νόμιμοι εκπρόσωποι τους και οι αρμόδιοι υπάλληλοι τους.

3. Με την επιφύλαξη ειδικών νόμων που καθιερώνουν υποχρέωση εχεμύθειας, όλες οι δημόσιες αρχές και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υπέχουν υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες και να συνδράμουν την εκάστοτε αρμόδια αρχή και τους εντεταλμένους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4. Σε περίπτωση άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης παροχής των αιτούμενων κατά περίπτωση πληροφοριών σύμφωνα με τα παραπάνω ή σε περίπτωση παροχής πληροφοριών ανακριβών ή ελλιπών, με την επιφύλαξη των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 32 επ. του παρόντος και των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου 27 επ., ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός:
(α) όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, διευθυντές και υπαλλήλους τους, επιβάλλει πρόστιμο χίλια (1.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ για κάθε παράβαση, όταν πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας. Το εν λόγω πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ μέχρι και εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) Ευρώ ανά παράβαση στην περίπτωση οικονομικής δραστηριότητας, η οποία ασκείται σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας,
(β) όταν πρόκειται για δημόσιους υπαλλήλους ή υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αναφέρεται αρμοδίως, προκειμένου να κινηθεί πειθαρχική δίωξη για ης πιο πάνω παραβάσεις, οι οποίες συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα.

Άρθρο 21
Διεξαγωγή ερευνών

1. Για τη διαπίστωση των παραβάσεων του παρόντος νόμου εντεταλμένοι υπάλληλοι της εκάστοτε αρμόδιας αρχής ασκούν εξουσίες φορολογικού ελεγκτή και έχουν την αρμοδιότητα ιδίως:
(α) να ελέγχουν κάθε είδους και κατηγορίας βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα των προσώπων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, καθώς και την ηλεκτρονική εμπορική αλληλογραφία των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων στη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των προσώπων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσης τους και οπουδήποτε και εάν αυτά φυλάσσονται και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους.
(β) να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, τα οποία αποτελούν επαγγελματικές πληροφορίες.
(γ) να ελέγχουν και να συλλέγουν πληροφορίες και δεδομένα κινητών τερματικών, φορητών συσκευών, καθώς και των εξυπηρετητών τους σε συνεργασία με τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, που βρίσκονται μέσα ή έξω από ης κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα.
(δ) να ενεργούν έρευνες και αυτοψία στα γραφεία, τις εγκαταστάσεις και τα εργοτάξια και τους λοιπούς χώρους εργασίας και τα μεταφορικά μέσα των προσώπων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Οι ελεγκτές έχουν αρμοδιότητα να προβαίνουν στη διεξαγωγή ελέγχων και μετρήσεων ορισμένων μεγεθών, στη λήψη δειγμάτων με τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού, καθώς και στη συλλογή κάθε χρήσιμου κατά την κρίση τους στοιχείου για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους με βάση τα ελεγκτικά πρότυπα και με σκοπό την επιβεβαίωση και τεκμηρίωση των χαρακτηριστικών στοιχείων των προσώπων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τους όρους αδειοδότησης, ή τους όρους δήλωσης συμμόρφωσης, ή την πιστοποίηση σύμφωνα με τα σχετικά πρότυπα.
(ε) να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, βιβλία ή έγγραφα, κατά την περίοδο που διενεργείται ο έλεγχος και στο μέτρο των αναγκών αυτού.
(στ) να ενεργούν έρευνες στις κατοικίες των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες, ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με την επιχείρηση και το αντικείμενο του ελέγχου.
(ζ) να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.

2. Η σχετική εντολή παρέχεται εγγράφως από τον αρμόδιο κατά περίπτωση Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης και περιέχει το αντικείμενο της έρευνας και τις συνέπειες της παρεμπόδισης ή δυσχέρανσης αυτής ή άρνησης εμφάνισης των αιτούμενων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων ή χορήγησης αντιγράφων ή αποσπασμάτων τους. Η μη προσήκουσα τήρηση των υποχρεώσεων αυτών από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης συνιστά παράλειψη καθήκοντος.

3. Ο αρμόδιος κατά περίπτωση Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μπορεί να ζητάει, εγγράφως, τη συνδρομή των δημόσιων αρχών και υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τη διεξαγωγή των ερευνών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α μέχρι ζ" της παραγράφου 1.

4. Για τους ελέγχους και τις έρευνες που έγιναν, συντάσσεται από αυτόν που τις διεξήγαγε έκθεση, αντίγραφο της οποίας κοινοποιείται στις ελεγχθείσες επιχειρήσεις.

5. Με την επιφύλαξη των ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 31 επ. του παρόντος, επιβάλλεται με απόφαση του κατά περίπτωση αρμοδίου Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης στις επιχειρήσεις, ή σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και στις επιχειρήσεις ή σε αυτούς που αρνούνται να υποβληθούν στις εν λόγω έρευνες, να επιδείξουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και να χορηγήσουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους, πρόσημο τουλάχιστον χιλιάδων (3.0Θ0) ευρώ με ανώτατο όριο το 1% του κύκλου εργασιών της προηγούμενης χρήσης στο καθένα από τα πρόσωπα και για κάθε παράβαση. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπ' όψη η σοβαρότητα της εξεταζόμενης υπόθεσης, η απαξία των πράξεων και η επίπτωση τους στην έκβαση της έρευνας.

6. Σε περίπτωση άρνησης ή παρεμπόδισης με οποιονδήποτε τρόπο των εντεταλμένων υπαλλήλων της εκάστοτε αρμόδιας αρχής στην άσκηση των καθηκόντων τους, αυτοί μπορούν να ζητούν τη συνδρομή των εισαγγελικών αρχών και κάθε άλλης αρμόδιας αρχής. Η συνδρομή αυτή μπορεί να ζητηθεί και προληπτικά.

7. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται στην έκταση που αυτό δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη παραχώρηση δημόσιας εξουσίας να χρησιμοποιούν για την διεξαγωγή των ελέγχων και την αξιολόγηση των πορισμάτων και τη συνεργασία ιδιωτικών φορέων. Οι ιδιωτικοί αυτοί φορείς μπορεί να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία δεν εξαιρούνται κατά περίπτωση σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Η επιλογή του προσώπου που κατά περίπτωση θα χρησιμοποιηθεί γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δημόσιες συμβάσεις. Σε κάθε περίπτωση την ευθύνη για την διεξαγόμενη έρευνα και τα συμπεράσματά της φέρει η εκάστοτε αρμόδια αρχή.

8. Τηρείται μητρώο σε ηλεκτρονική μορφή, στο οποίο καταγράφονται στοιχεία, τα οποία εξατομικεύουν τα πρόσωπα τα οποία παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες, τις περιπτώσεις στις οποίες παρείχαν σχετικές πληροφορίες, συγκεκριμένες πληροφορίες για τη εξέλιξη και εκθέσεις ενεργειών στις αρχές οι οποίες δίνουν την σχετική εντολή. Στο μητρώο εγγράφονται τα ανωτέρω πρόσωπα μετά την ολοκλήρωση των υπηρεσιών τους. Οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν την κατά το μετρό που επιτρέπεται από την νομοθεσία περί συμβάσεων ανακύκλωση των προσώπων που κατά περίπτωση χρησιμοποιούνται. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης μετά από γνωμοδότηση του ΕΣΥΠ, επιβάλλονται τα ελάχιστα αναγκαία πρότυπα, τα οποία τηρούνται από πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο σε δημόσιες ελεγκτικές και εποπτεύουσες αρχές, προσδιορίζονται άλλοι όροι και προϋποθέσεις για την άσκηση αυτής της δραστηριότητας, για τον έλεγχο των παρεχόντων τις υπηρεσίες αυτές, οι εκθέσεις τους προς τις αρμόδιες αρχές και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου

Άρθρο 22
Υποχρέωση εχεμύθειας

1. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 37 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι υπάλληλοι της κατά περίπτωση αρμόδιας αρχής και οι υπάλληλοι των δημόσιων αρχών και υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που λαμβάνουν γνώση πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 19,20 και 21 του παρόντος νόμου, καθώς και οι τυχόν ιδιώτες που χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο και οι οποίοι λαμβάνουν, με αφορμή την υπηρεσία τους γνώση απόρρητων στοιχείων επιχειρήσεων, ενώσεων επιχειρήσεων ή άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων που δεν έχουν σχέση με την εφαρμογή του παρόντος νόμου, υποχρεούνται να τηρούν για τα στοιχεία αυτά εχεμύθεια.

2. Τα απόρρητα στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με την εφαρμογή του παρόντος νόμου, αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 υποχρεούνται να τηρούν εχεμύθεια, με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του Κ.Π.Δ., για τα στοιχεία που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο. Οι προϋποθέσεις, η έκταση, οι εξαιρέσεις, ο χρόνος και η διαδικασία πρόσβασης στο διοικητικό φάκελο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, κατά των οποίων κινήθηκε η ενώπιον της εκάστοτε αρμόδιας αρχής διαδικασία, και των φυσικών ή νομικών προσώπων, που υπέβαλαν καταγγελία, η διαδικασία χρήσης και δημοσιοποίησης των προαναφερόμενων απόρρητων στοιχείων από τη εκάστοτε αρμόδια αρχή, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται, κατά παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις περί του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, από το προεδρικό διάταγμα του άρθρου 23 του παρόντος.

3. Σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας τα απόρρητα στοιχεία της παραγράφου αυτής αποτελούν μέρος του φακέλου, ο οποίος υποβάλλεται στα αρμόδια δικαστήρια, διατηρώντας τον απόρρητο χαρακτήρα τους. Προς το σκοπό αυτόν τα παραπάνω στοιχεία διαβιβάζονται σε ξεχωριστό τμήμα του διοικητικού φακέλου, το οποίο φέρει την ένδειξη «απόρρητα στοιχεία». Αρμόδιος υπάλληλος του δικαστηρίου διασφαλίζει ότι τα μέρη δε θα έχουν πρόσβαση στα απόρρητα για αυτούς τμήματα του φακέλου, εκτός εάν η πρόσβαση κριθεί αναγκαία για την προάσπιση υπέρτερου συμφέροντος τους, και τους παρασχεθεί σχετική άδεια, κατά το αναγκαίο μέτρο, κατόπιν αιτήσεώς τους, από το δικάζον δικαστήριο.

4. Σε όποιον παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους: (α) επιβάλλεται η ποινή του άρθρου 252 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. (β) ασκείται πειθαρχική δίωξη για την παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας που συνιστά πειθαρχικό αδίκημα.

5. Με τις ποινές της παραγράφου 3 τιμωρείται και κάθε πρόσωπο, στο οποίο η εκάστοτε αρμόδια αρχή αναθέτει την εκπόνηση μελέτης για λογαριασμό της, ή συμμετέχει σε ομάδα έργου την οποία έχει συστήσει η εκάστοτε αρμόδια αρχή, εφόσον στη σχετική σύμβαση έχει περιληφθεί ρήτρα για υποχρέωση εχεμύθειας κατά τις παραγράφους 1 και 2, καθώς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και οι δικηγόροι οι οποίοι συμμετέχουν σε διαδικασία η οποία αφορά τον παρόντα νόμο εκπροσωπούντες το Δημόσιο, εφόσον παραβαίνουν τις υποχρεώσεις των παραγράφων 1 μέχρι 3. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για τους προστηθέντες του αναδόχου εκπόνησης μελέτης.

Άρθρο 23

Η διαδικασία διεξαγωγής των ελέγχων σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο Ε', τα πιθανά πρότυπα διεξαγωγής ελέγχου τα οποία πρέπει να τηρούνται και τα υποδείγματα των εκθέσεων οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται, καθώς και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου Ε' καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρωτοβουλία των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Δικαιοσύνης και Διαφάνειας και Εσωτερικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'
ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 24

1. Αρμόδιες αρχές για την χορήγηση εγκρίσεων λειτουργίας είναι οι κατά τόπο αρμόδιες Περιφέρειες και Επιμελητήρια, εκτός εάν άλλως ορίζεται στο Προεδρικό Διάταγμα του άρθρου 7 παρ. 5.

2. Η κατάθεση των δηλώσεων που αναφέρονται στον παρόντα νόμο και αφορούν την άσκηση οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας απευθύνονται στην αρμόδια δημοτική αρχή.

3. Ενδικοφανείς προσφυγές κατά αποφάσεων της Περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος υποβάλλονται στην κατά τόπο αρμόδια Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Στην περίπτωση αυτή η αρμόδια Περιφέρεια υποχρεούται να υποβάλει το σύνολο του σχετικού φακέλου χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην αρμόδια Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Η αρμόδια Αποκεντρωμένη Διοίκηση μπορεί να ζητήσει από τον προσφεύγοντα και από την αρμόδια Περιφέρεια κάθε επιπλέον επεξήγηση που θεωρεί αναγκαία για την λήψη της απόφασής της.

4. Σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση λειτουργεί διεύθυνση για την εποπτεία και τον έλεγχο επιχειρήσεων, η οποία είναι αρμόδια για την άσκηση ελέγχου και εποπτείας επί των επιχειρήσεων σύμφωνα με το Κεφάλαιο Ε' του παρόντος. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρωτοβουλία των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την συγκρότηση, σύνθεση, λειτουργία, και άσκηση των αρμοδιοτήτων των ανωτέρω διευθύνσεων.

5. Το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και κάθε συναρμόδιο ανά οικονομική δραστηριότητα Υπουργείο εποπτεύουν την λειτουργία των αρμόδιων για την εποπτεία και τον έλεγχο επιχειρήσεων διευθύνσεων και λαμβάνουν από αυτές τακτικές τρίμηνες αναλυτικές εκθέσεις σχετικά με την δραστηριότητά τους, όπου καταγράφεται τουλάχιστον το σύνολο των ελέγχων που έχουν γίνει κατά το χρονικό αυτό διάστημα ανά Περιφέρεια, τα τυχόν πρότυπα και οι διαδικασίες οι οποίες ακολουθήθηκαν, το στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι έρευνες, τα ευρήματα, τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν ανά περίπτωση, οι εκκρεμούσες δικαστικές υποθέσεις, καθώς και πληροφορίες σχετικά με την δραστηριότητα και συνεργασία των Περιφερειών και άλλων δημοσίων αρχών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οποίων η συνεργασία ζητήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις περί εποπτείας του παρόντος νόμου καθώς και σχετικά με την τήρηση του Μητρώου Ιδιωτών Συμβούλων που χρησιμοποιεί η κάθε ΔΕΕ έχοντας πλήρη και άμεση πρόσβαση στο περιεχόμενο του. Η αρμόδια υπηρεσία κάθε Υπουργείου παρέχει στις ανωτέρω διευθύνσεις κάθε αναγκαία πληροφόρηση και ενημέρωση και μεριμνά για την εκπαίδευση των υπαλλήλων των διευθύνσεων και του Υπουργείου σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους.

6. Κατά την συνεδρίαση συλλογικών οργάνων αρμοδίων για την χορήγηση έγκρισης λειτουργίας, την εξέταση ενδικοφανούς προσφυγής και για την άσκηση εποπτείας και ελέγχου τηρούνται πλήρη πρακτικά σε ηλεκτρονική μορφή, τα οποία και δημοσιεύονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τον τρόπο τήρησης των πρακτικών, την δημοσιότητα τους, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί απορρήτου και εμπιστευτικότητας, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστο την δημοσιότητα μέσω της Κεντρικής Διαδικτυακής Πύλης Οικονομικής Δραστηριότητας του παρόντος νόμου, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η μη τήρηση πρακτικών ή μη επαρκής τήρηση ή η μη δημοσιότητα τους συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής διαδικασίας και την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων συμφωνά με την κείμενη νομοθεσία. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί απορρήτου και εμπιστευτικότητας, έγγραφα τα οποία αναφέρονται κατά την διαδικασία συνεδριάσεων αποτελούν μέρος των Πρακτικών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ
ΑΡΧΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ

Άρθρο 25
Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας

1. Στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ιδρύεται και τηρείται η Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας. Η Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας συνδέεται συνεχώς με όλα τα μητρώα τα οποία ιδρύονται και λειτουργούν σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Μέσω της Κεντρικής Διαδικτυακής Πύλης Οικονομικής Δραστηριότητας γίνεται κάθε επικοινωνία μεταξύ δημοσίων αρχών ή προσώπων δημοσίου δικαίου καθώς και κάθε επικοινωνία ιδιωτών με αυτές, σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.

2. Η Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας αποτελεί το κεντρικό σημείο δημοσιότητας για κάθε ενέργεια, η οποία γίνεται σε εφαρμογή του παρόντος νόμου. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται υποχρέωση δημοσιότητας, εννοείται η δημοσίευση στην Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας. Η πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται σε αυτήν μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την έκταση, στην οποία η συγκεκριμένη πληροφόρηση είναι αναγκαία για την άσκηση ενός δικαιώματος και τον τυχόν απόρρητο χαρακτήρα αυτής. Η πρόσβαση μπορεί να είναι άμεση και χωρίς προϋποθέσεις ή να απαιτούνται προϋποθέσεις και εγκρίσεις ανάλογα με την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης πληροφορίας και τον απόρρητο χαρακτήρα αυτής.

3. Η τήρηση της Κεντρικής Διαδικτυακής Πύλης Οικονομικής Δραστηριότητας καθώς και οι συναλλαγές που γίνονται μέσω αυτής, διέπονται από το ν. 3979/2011, όπως εκάστοτε ισχύει. Οι προδιαγραφές της Κεντρικής Διαδικτυακής Πύλης Οικονομικής Δραστηριότητας διασφαλίζουν όλες τις αρχές και τους κανόνες σχετικά με δικτυακούς τόπους και πληροφοριακά συστήματα όπως αυτοί προβλέπονται στην ΥΑΠ/Φ.40.4/1/989 για τον ν. 3979/2011.

4. Οι ελάχιστες υπηρεσίες που θα πρέπει να είναι διαθέσιμες μέσω της Διαδικτυακής Πύλης είναι:
(α) Εγγραφή, ταυτοποίηση, αυθεντικοποίηση και ψηφιακή πιστοποίηση για πρόσβαση στην Διαδικτυακή Πύλη.
(β) Δυνατότητα Υποβολής ηλεκτρονικού αιτήματος για την έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας όπως προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου.
(γ) Δυνατότητα παρακολούθησης και ιχνηλάτησης των αιτημάτων.
(δ) Αναζήτηση στα περιεχόμενα και πληροφορίες της Διαδικτυακής Πύλης
(ε) Λήψη Χρονοσήμανσης για όλες τις κύριες αλλά και επιμέρους συναλλαγές
(στ) Ενημέρωση με Ηλεκτρονική Αλληλογραφία
(ζ) Ειδική Ηλεκτρονική φόρμα για τους εγγεγραμμένους, όπου θα μπορούν να επεξεργαστούν τις πληροφορίες που τους αφορούν,
(η) Διασύνδεση και διαλειτουργικότητα με τα διαθέσιμα σχετικά για την αδειοδότηση ηλεκτρονικά μητρώα και διαδικτυακές πύλες.

5. Με κοινή υπουργική απόφαση που εκδίδεται με πρωτοβουλία των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την δημοσιότητα των εγγράφων που δημοσιεύονται στη Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη Οικονομικής Δραστηριότητας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον τρόπο και τους όρους ή τους περιορισμούς πρόσβασης σε αυτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Άρθρο 26
Διοικητικές κυρώσεις σε οργανισμούς αξιολόγησης συμμόρφωσης

1. Σε κάθε οργανισμό αξιολόγησης συμμόρφωσης που δραστηριοποιείται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο χωρίς να έχει λάβει νόμιμη διαπίστευση, επιβάλλεται με απόφαση του αρμόδιου Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης πρόστιμο 10.000 ευρώ έως και 100.000 ευρώ ή και αφαίρεση του δικαιώματος λήψεως διαπίστευσης έως έξι μήνες. Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται πρόσημο 30.000 ευρώ έως και 150.000 ευρώ και οριστική αφαίρεση του δικαιώματος διαπίστευσης για το μέλλον.

2. Στους οργανισμούς αξιολόγησης συμμόρφωσης, οι οποίοι ασκούν τα καθήκοντά τους κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών, επιβάλλεται με απόφαση του αρμοδίου Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης πρόσημο 3.000 ευρώ έως και 100.000 ευρώ ή και προσωρινή παύση της άσκησης δραστηριότητας αξιολόγησης συμμόρφωσης έως έξι μηνών. Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται πρόσημο 10.000 ευρώ έως και 150.000 ευρώ και οριστική παύση από την δραστηριότητας αξιολόγησης συμμόρφωσης.

3. Σε περίπτωση που η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή διαπιστώσει τις περιγραφόμενες στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου παραβάσεις, κοινοποιεί στους παραβάτες σχετική έκθεση επί της εν λόγω παράβασης αμελλητί και τους παρέχει τη δυνατότητα να εκθέσουν εγγράφως τις απόψεις τους εντός 10 ημερών από την κοινοποίησή της, καλώντας τους συγχρόνως να άρουν την οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα.

4. Η εκάστοτε αρμόδια αρχή εφόσον κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της, ύστερα από την προηγούμενη κατά τα ανωτέρω ακρόαση των ενδιαφερομένων, ότι έχει τελεστεί παράβαση, επιβάλλει την άμεση παύση της, επιβάλλοντας συγχρόνως ης οικείες κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

5. Τα πρόσημα που βεβαιώνονται σύμφωνα το παρόν άρθρο εισπράττονται ως δημόσια έσοδα κατά ης διατάξεις του ΚΕΔΕ και πιστώνονται σε ειδικό κωδικό του Κρατικού Προϋπολογισμού. Προς τον σκοπό είσπραξης των επιβαλλομένων προστίμων η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή δύναται να ζητά την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής που τυχόν έχει παραδώσει το πρόσωπο που υπέπεσε στην παράβαση.

Άρθρο 27
Διοικητικές κυρώσεις σε ασκούντες οικονομική δραστηριότητα

1. Στις περιπτώσεις άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, σε καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του, χωρίς ο υπόχρεος να έχει προβεί σε υπεύθυνη δήλωση σύμφωνα με αυτές ή κατά παράβαση αυτών, επιβάλλεται από την εκάστοτε αρμόδια αρχή διοικητικό πρόστιμο από 5.000 ευρώ έως και 50.000 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται προσωρινή, μέχρι έξι μηνών, διακοπή λειτουργίας της δραστηριότητας και πρόστιμο 51.000 ευρώ έως και 150.000 ευρώ. Σε περίπτωση επανειλημμένης υποτροπής επιβάλλεται οριστική διακοπή λειτουργίας και χρηματικό πρόστιμο από 150.000 ευρώ έως και 300.000 ευρώ.

2. Στις περιπτώσεις άσκησης οικονομικής δραστηριότητας υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας, η οποία προϋποθέτει συμμόρφωση σε συγκεκριμένα πρότυπα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του χωρίς ο υπόχρεος να έχει προβεί σε αυτήν ή κατά παράβαση των όρων των εφαρμοστέων προτύπων, επιβάλλεται από την εκάστοτε αρμόδια αρχή διοικητικό πρόστιμο 10.000 ευρώ έως και 50.000 ευρώ ή και προσωρινή διακοπή της λειτουργίας του προσώπου έως και έξι μηνών. Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται η κύρωση της οριστικής διακοπής της δραστηριότητας του προσώπου και πρόστιμο 50.000 ευρώ έως και 500.000 ευρώ.

3. Στις περιπτώσεις άσκησης δραστηριότητας, η οποία προϋποθέτει προηγούμενη έγκριση λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του, χωρίς ο υπόχρεος να έχει λάβει αυτή, ή της άσκησης δραστηριότητας κατά παράβαση των όρων έγκρισης λειτουργίας, επιβάλλεται από την εκάστοτε αρμόδια αρχή πρόστιμο 50.000 ευρώ έως και 500.000 ευρώ ή και διακοπή της λειτουργίας του νομικού προσώπου έως και έξι μηνών. Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται από την εκάστοτε αρμόδια Αρχή η κύρωση της οριστικής διακοπής λειτουργίας του νομικού προσώπου ή δραστηριότητας και πρόστιμο 150.000 ευρώ έως και 3.000.000 ευρώ. Σε περιπτώσεις που η άσκηση δραστηριότητας χωρίς της έγκριση λειτουργίας έχει επιφέρει μη αναστρέψιμη ζημία στο δημόσιο συμφέρον επιβάλλεται άμεσα η οριστική διακοπή λειτουργίας και πρόστιμο από 150.000 ευρώ έως το 15% του ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης η οποία για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5επ. του ν. 3959/2011.

4. Σε περίπτωση που η εκάστοτε αρμόδια Αρχή διαπιστώσει τις περιγραφόμενες στις παραγράφους 1 έως και 3 του παρόντος άρθρου παραβάσεις, κοινοποιεί στους παραβάτες έκθεση για την εν λόγω παράβαση αμελλητί και τους παρέχει τη δυνατότητα να εκθέσουν εγγράφως τις απόψεις τους εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της ανωτέρω εκθέσεως, καλώντας τους συγχρόνως να άρουν την οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα.

5. Η εκάστοτε αρμόδια Αρχή εφόσον κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της, ύστερα από την προηγούμενη κατά τα ανωτέρω ακρόαση των ενδιαφερομένων ότι έχει τελεστεί παράβαση, επιβάλλει την άμεση παύση της, επιβάλλοντας συγχρόνως τις σχετικές κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

6. Τα πρόσημα που βεβαιώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο εισπράττονται ως δημόσια έσοδα κατά ης διατάξεις του ΚΕΔΕ και πιστώνονται σε ειδικό κωδικό του Κρατικού Προϋπολογισμού. Προς τον σκοπό είσπραξης των επιβαλλομένων προστίμων η εκάστοτε αρμόδια αρχή δύναται να ζητά την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής που τυχόν έχει παραδώσει το πρόσωπο που υπέπεσε στην παράβαση.

Άρθρο 28
Ενδικοφανής προσφυγή κατά προστίμων

1. Αυτοί κατά των οποίων επιβλήθηκαν κυρώσεις σύμφωνα με άρθρα 25 και 26 δύνανται να ασκήσουν κατά των σχετικών αποφάσεων ενδικοφανή προσφυγή εντός 15 ημερών από την κοινοποίηση των ανωτέρω αποφάσεων σε αυτούς, ενώπιον του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού.

2. Η απόφαση του Υπουργού λαμβάνεται εντός τριάντα ημερών από την άσκηση της προσφυγής και αποφαίνεται για την άρση των κυρώσεων ή την απόρριψη της προσφυγής. Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς την έκδοση αποφάσεως, τεκμαίρεται η σιωπηρή απόρριψή της.

3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, η οποία εκδίδεται εντός εξήντα (60) ημερών από την δημοσίευση του παρόντος καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την άσκηση και εκδίκαση της ενδικοφανούς προσφυγής.

4. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των ενδικοφανών προσφυγών της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβανομένης και της σιωπηρής απόρριψής της δύναται να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του κατά τόπο αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου για τις αποφάσεις που αφορούν τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα για την οποία δεν απαιτείται έγκριση λειτουργίας. Σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων σε επιχειρήσεις που λειτουργούν με έγκριση λειτουργίας αρμόδιο είναι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

Άρθρο 29
Αλληλέγγυος ευθύνη για πρόστιμα

1. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 33 παράγραφοι 2 και 3 ενέχονται από κοινού, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή των προστίμων που εκάστοτε επιβάλλονται με τα άρθρα αυτά μαζί με το πρόσωπο το οποίο έχει υποπέσει σε παράβαση. Η βεβαίωση των προστίμων εις βάρος των ανωτέρω συνυποχρέων πραγματοποιείται με τις αποφάσεις επιβολής προστίμων εις βάρος των εκάστοτε παραβατών και κοινοποιείται σε όλους τους συνυπόχρεους. Οι ανωτέρω συνυπόχρεοι δύνανται να ασκήσουν έναντι των αρμοδίων αρχών και των αρμοδίων δικαστηρίων όλα τα δικαιώματα, τα οποία έχει στην διάθεσή του το πρόσωπο, το οποίο έχει υποπέσει στην παράβαση.

2. Η διαδικασία βεβαίωσης και επιβολής των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπεται στα άρθρα 27, 28 και 29 και η διαδικασία κατάγνωσης ποινικών ευθυνών στο πλαίσιο των άρθρων 32 και 33 του παρόντος νόμου είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Άρθρο 30
Αστική Ευθύνη

1. Οι παραβάτες των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ' εξουσιοδότηση διατάξεών του κανονιστικών πράξεων ευθύνονται αστικά για κάθε πταίσμα.

2. Πέραν των όσων ορίζονται στην παράγραφο 1 ανωτέρω, οι παραβάσεις του άρθρου 26 και του άρθρου 27 λογίζονται ως πράξεις γενόμενες προς τον σκοπό ανταγωνισμού αντικείμενες στα χρηστά ήθη κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 146/1914. Ο παραβάτης θα δύναται να εναχθεί σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 για την άρση της παράβασης και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και προς καταβολή εύλογης αποζημίωσης και ανόρθωση της ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 146/1914.

3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 33 παράγραφοι 2 και 3 ενέχονται από κοινού, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μαζί με τον εκάστοτε αστικώς υπεύθυνο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.

4. Οποιαδήποτε ρήτρα, συμφωνία ή δήλωση περιορίζει εν όλω ή εν μέρει την αστική ευθύνη των προσώπων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι απολύτως άκυρη.

Άρθρο 31
Ποινικές κυρώσεις για οργανισμούς αξιολόγησης συμμόρφωσης

1. Όποιος ασκεί καθήκοντα αξιολόγησης συμμόρφωσης σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του χωρίς να έχει λάβει διαπίστευση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από 15.000 ευρώ έως και 100.000 ευρώ. Αν η παραπάνω πράξη τελείται κατ' επάγγελμα ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 ετών και χρηματική ποινή από 30.000 ευρώ έως και 200.000 ευρώ.

3. Για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 238, 242, 243, 246, 252, 253, 254, 258, 259, 261, 262 263 και 263Β του Ποινικού Κώδικα οι οργανισμοί αξιολόγησης συμμόρφωσης, τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 24παρ. 5 του παρόντος νόμου και οι ιδιώτες που ασκούν καθήκοντα αξιολόγησης συμμόρφωσης, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σε εφαρμογή του παρόντος νόμου και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του, λογίζονται ως υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 εδαφ. Α' του Ποινικού Κώδικα και τα έγγραφα τα οποία εκδίδουν σε εφαρμογή του παρόντος λογίζονται ως δημόσια έγγραφα.

3. Υπάλληλος, στον οποίον έχουν ανατεθεί οποιαδήποτε καθήκοντα σύμφωνα με το παρόντα νόμο και τις κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων αυτών εκδοθείσες κανονιστικές πράξεις και ο οποίος με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντά του αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση έως ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη, η οποία προβλέπει βαρύτερη ποινή.

Άρθρο 32
Ποινικές κυρώσεις σε ασκούντες οικονομική δραστηριότητα

1. Όποιος ασκεί οικονομική δραστηριότητα υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του κατά παράβαση αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση έως ενός έτους ετών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ έως και 30.000 ευρώ.

2. Όποιος ασκεί οικονομική δραστηριότητα υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας που προϋποθέτουν την τήρηση συγκεκριμένων προτύπων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ" εξουσιοδότησή του κατά παράβαση αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ έως και 50.000 ευρώ.

3. Όποιος ασκεί οικονομική δραστηριότητα υπό καθεστώς έγκρισης λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του κατά παράβαση αυτών και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ έως και 150.000 ευρώ.

Άρθρο 33
Ευθύνη νομίμων εκπροσώπων

1. Για την εφαρμογή των άρθρων 31 και 32, όσοι ασκούν ατομική επιχείρηση έχουν ειδική υποχρέωση να εποπτεύουν και να ελέγχουν την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ' εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων από τα πρόσωπα που τελούν υπό την διεύθυνσή τους ή απασχολούνται, λαμβάνουν εντολές ή οδηγίες από αυτούς στο πλαίσιο οποιωνδήποτε εννόμων σχέσεων, όπως ιδίως οι συμβάσεις εργασίας, έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

2. Εφόσον οι περιγραφόμενες των άρθρων 31 και 32 παραβάσεις έχουν τελεστεί από οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα, αυτουργοί των οικείων αξιοποίνων πράξεων είναι όσοι ασκούν διαχειριστικές ή και διευθυντικές αρμοδιότητες, οι πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, οι εντεταλμένοι ή διευθύνοντες σύμβουλοι ανώνυμων εταιριών, οι διαχειριστές εταιριών περιορισμένης ευθύνης, ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών ή προσωπικών εταιρειών και ο πρόεδρος του διοικητικού και του εποπτικού συμβουλίου συνεταιρισμών. Τα πρόσωπα αυτά έχουν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να εποπτεύουν και να ελέγχουν την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ' εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων από τα νομικά πρόσωπα που διαχειρίζονται ή διευθύνουν.

3. Πέραν των αναφερομένων προσώπων στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος, αυτουργοί των αδικημάτων των άρθρων 31 και 32 λογίζονται και τα μέλη διοικητικών συμβουλίων ανωνύμων εταιρειών σε σχέση με αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τα διοικητικά συμβούλια στα οποία συμμετέχουν, αυτοί στους οποίους έχουν εκχωρηθεί αρμοδιότητες σε σχέση με τις αρμοδιότητες αυτές, όποιοι έχουν εξουσιοδοτηθεί να προβούν σε συγκεκριμένες πράξεις σε σχέση με τις πράξεις αυτές, καθώς και όσοι ασκούν εν τοις πράγμασι διαχειριστικές ή και διευθυντικές αρμοδιότητες είτε για λογαριασμό ατομικών επιχειρήσεων είτε νομικών προσώπων σε σχέση με τις διαχειριστικές πράξεις στις οποίες έχουν προβεί.

5. Στις περιπτώσεις των αδικημάτων των άρθρων 31 και 32 ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να παρίσταται σε κάθε περίπτωση, πέραν τυχόν άλλων αμέσως ζημιωθέντων από τα εγκλήματα αυτά κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το Δημόσιο, καθώς και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των οποίων τελέσθηκε το αδίκημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'

Άρθρο 34
Τελικές και μεταβατικές διατάξεις

1. Εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα νόμο, τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμου προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις πρέπει να έχουν εκδοθεί το αργότερο εντός οκτώ (8) μηνών από την δημοσίευση του παρόντος.

2. Όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, δημόσιες αρχές, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή άλλοι δημόσιοι φορείς οφείλουν εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος να προσαρμόσουν τη σχετική με την αδειοδότηση των εποπτευομένων από αυτούς οικονομικών δραστηριοτήτων στις εισαγόμενες με το παρόν αρχές. Παρερχομένου απράκτου του ανωτέρω χρονικού διαστήματος με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας που εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από την άπρακτη πάροδο αυτού, και με προεδρικά διατάγματα τα οποία δημοσιεύονται μετά από εισήγηση του, μπορούν να εισάγονται ρυθμίσεις, με τις οποίες θα γίνεται η εν λόγω προσαρμογή.

3. Με την πλήρη κατά τα άνω εφαρμογή των ρυθμίσεων που εισάγονται με τον παρόντα καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη.

4. Με τα Προεδρικά Διατάγματα του άρθρου 7 παρα.5 και του άρθρου 18 καθορίζονται και όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την μετάβαση στο καθεστώς του παρόντος νόμου περιπτώσεων που μέχρι την θέση του σε ισχύ των ανωτέρω προεδρικών διαταγμάτων, διέπονται από άλλα νομοθετήματα. Πρόσωπα τα οποία δεν τηρούν τις σχετικές διατάξεις των παραπάνω προεδρικών διαταγμάτων παύουν να έχουν άδεια λειτουργίας μετά την πάροδο του χρόνου μετάβασης τους στο νέο καθεστώς εφόσον τίθεται τέτοια προθεσμία.

Άρθρο 35
Έναρξη ισχύος

Ο παρών νόμος τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν άλλως ορίζεται.

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

Προσωπικές σημειώσεις για αυτή την απόφαση

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

Πρόσφατες αποφάσεις στην κατηγορία

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

 

Η υπηρεσία ή η ενέργεια που ζητήσατε, είναι διαθέσιμη μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη του κόμβου με πρόσβαση στη συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων».

Εάν δεν έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να εγγραφείτε σαν μέλος, μπορείτε να επιλέξετε πάνω δεξιά την επιλογή «Εγγραφή».

Αν είστε εγγεγραμμένο μέλος, έχετε κάνει είσοδο (login) στον κόμβο και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές υπηρεσίες πατήστε εδώ.

Δείτε όλα όσα προσφέρει η συνδρομητική υπηρεσία «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων» του κόμβου με χρέωση μόνο 100,00 ευρώ το χρόνο (πλέον Φ.Π.Α.)

Δείτε τις λοιπές συνδρομητικές υπηρεσίες και τα προϊόντα του κόμβου:

► «Επίλυσις» (υπηρεσία απάντησης προσωπικών ερωτημάτων)

► «Webinars» (υπηρεσία παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων)

► «Full pack» (όλες οι υπηρεσίες «Αρχείο Νόμων και Αποφάσεων», «Επίλυσις» και «Webinars» σ' ένα οικονομικό «πακέτο»)

Εφαρμογές «Cloud CRM & myData», «Ψηφιακό ωράριο», «Express ισολογισμός».

Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας σ' έναν από τους παρακάτω τηλεφωνικούς αριθμούς:

210 67 73 722, 210 82 23 705, 216 70 02 616, 216 70 02 617 και 216 70 02 618

 

Δημιουργία νέας κατηγορίας

Κατηγορίες προσωπικής βιβλίοθήκης