ΠΟΛ.1152/9.7.1990

Διοικητική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 7, 8, 9, 32, 34 και 42 του Ν. 1884/90

9 Ιούλ 1990

Taxheaven.gr
ΠΟΛ. 1152/9.7.90 Διοικητική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 7, 8, 9, 32, 34 και 42 του Ν. 1884/90

Η 1050807/3124/0014/Πολ. 1152/9.7.90 ερμηνευτική εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών

Κοινοποίηση ορισμένων άρθρων του Ν. 1884/1990

Κοινοποιούμε κατωτέρω τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 9, 32, 34 και 42 του Νόμου 1884/1990 «Διαρρυθμίσεις στην έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 81Α/16.6.1990), και της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών Δ 697/35/20.3.1990 (ΦΕΚ 190Β/23.3.1990), και παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.

Άρθρο 7

Ρυθμίσεις στα τέλη χαρτοσήμου

Παράγραφος 1

Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αυξάνεται από 1% σε 2% το αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, που οφείλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 15 του Κώδικα Χαρτοσήμου, στις αποδείξεις, που εκδίδονται από το Δημόσιο Ταμείο και για πληρωμή, που ενεργείται για το Δημόσιο Ταμείο, εφόσον από άλλες διατάξεις δεν προβλέπεται βαρύτερο ή ελαφρότερο αναλογικό ή πάγιο τέλος ή ατέλεια.

Οδηγίες ως προς τις περιπτώσεις, που εμπίπτουν στην ανωτέρω διάταξη σας έχουν δοθεί με την εγκύκλιό μας 9/1982.

Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου αυτής αρχίζει από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 1.8.1990 (άρθρο 7 παρ. 3 Ν. 1884/1990), και επομένως η ρύθμιση αυτή αφορά αποδείξεις, που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Παράγραφος 2

Τα πάγια κλιμακωτά τέλη χαρτοσήμου, που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 1146/1972 για τις μεταβιβάσεις αυτοκινήτων και μοτοσικλετών διπλασιάστηκαν αρχικά, από 6.3.1975, με τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 12/1975. Τα διπλασιασθέντα αυτά τέλη χαρτοσήμου τριπλασιάστηκαν από 4.7.1979 με τη διάταξη του άρθρου 3 της από 4.7.1979 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 146Α), που κυρώθηκε με το Ν. 1003/1979, οι μεταβιβάσεις των επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης με μετρητή ή χωρίς μετρητή, των φορτηγών κάθε κατηγορίας και χρήσης και των λεωφορείων κάθε κατηγορίας και χρήσης.

Ήδη, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου, τα ως άνω πάγια κλιμακωτά τέλη του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν.Δ. 1146/1972, όπως αυτά ίσχυαν μετά τις ανωτέρω αυξήσεις, διπλασιάζονται από 1 Αυγούστου 1990 για όλες τις κατηγορίες των αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.

Ενόψει των ανωτέρω, για τις από 1 Αυγούστου 1990 μεταβιβάσεις αυτοκινήτων οχημάτων και μοτοσικλετών όλων των κατηγοριών, που πραγματοποιούνται από πρόσωπο, που δεν είναι υποκείμενο στο φόρο προστιθέμενης αξίας, οφείλονται τα εξής τέλη χαρτοσήμου:

α) Αυτοκίνητα επιβατηγά ιδιωτικής χρήσης:

Για ισχύ κινητήρα μέχρι τεσσάρων (4) φορολογήσιμων ίππων, δραχμές τρεις χιλιάδες (3.000) ανά ίππο. Για ισχύ κινητήρα μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) φορολογήσιμων ίππων, δραχμές δώδεκα χιλιάδες (12.000), προσαυξανόμενες κατά χίλιες διακόσιες (1.200) δραχμές για κάθε ένα επιπλέον των τεσσάρων φορολογήσιμων ίππων ισχύος κινητήρα.

β) Αυτοκίνητα επιβατηγά δημόσιας χρήσης, με μετρητή ή χωρίς μετρητή, δραχμές τετρακόσιες ογδόντα (480) ανά φορολογήσιμο ίππο.

γ) Μοτοσικλέτες κάθε κατηγορίας και χρήσης, δραχμές δύο χιλιάδες τετρακόσιες (2.400) ανά φορολογήσιμο ίππο.

δ) Αυτοκίνητα φορτηγά, κάθε κατηγορίας και χρήσης: Για μικτό βάρος μέχρι τεσσάρων (4) τόννων δραχμές τρεις χιλιάδες διακόσιες (3.200) ανά τόννο. Για μικτό βάρος μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) τόννων, δραχμές δώδεκα χιλιάδες οκτακόσιες (12.800), προσαυξανόμενες κατά χίλιες διακόσιες (1.200) δραχμές για κάθε ένα επιπλέον των τεσσάρων τόννων μικτού βάρους.

ε) Λεωφορεία κάθε κατηγορίας και χρήσης, δραχμές χίλιες (1.000) για κάθε θέση καθήμενου επιβάτη και δραχμές διακόσιες (200) για κάθε θέση όρθιου επιβάτη.

Σημειώνεται ότι εξακολουθεί να ισχύει η μείωση των τελών χαρτοσήμου για τις μεταβιβάσεις μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων ή μοτοσικλετών, που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 1146/1972 (μείωση 5% για κάθε έτος κυκλοφορίας στην Ελλάδα του μεταβιβαζόμενου οχήματος που δεν μπορεί να υπερβεί το 75% των προς καταβολή τελών χαρτοσήμου).

Επίσης, με τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου (παρ. 2) ορίζεται, ότι τα υπέρ τρίτων προβλεπόμενα από τις σχετικές με αυτούς διατάξεις έσοδα από κρατήσεις, εισφορές, τέλη, δικαιώματα κτλ. που υπολογίζονται στα τέλη χαρτοσήμου, με εξαίρεση την υπέρ Ο.Γ.Α. κτλ. εισφορά 20%, θα εξακολουθούν να υπολογίζονται στα τέλη χαρτοσήμου, στα οποία υπολογίζονταν και πριν από την αύξηση, που γίνεται με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.

Επομένως, μετά τον κατά τ' ανωτέρω διπλασιασμό των τελών χαρτοσήμου, ο πόρος υπέρ του Ταμείου Νομικών θα εξακολουθεί να υπολογίζεται για μεν τα επιβατηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης και τις μοτοσικλέτες κάθε κατηγορίας και χρήσης το 1/24 των οφειλομένων τελών χαρτοσήμου, για δε τα λοιπά αυτοκίνητα στο 1/8 των τελών αυτών. Κατά τον ίδιο τρόπο θα υπολογίζεται ο πόρος υπέρ του Ταμείου Νομικών για τις μεταβιβάσεις αυτοκινήτων, στις οποίες δεν επιβάλλονται τέλη χαρτοσήμου, αλλά φόρος προστιθέμενης αξίας (σχετ. διαταγή μας Σ 420/56/Πολ. 28/1987).

Ύστερα από τα παραπάνω, τα ποσά των τελών χαρτοσήμου και της υπέρ Ο.Γ.Α. εισφοράς, που αναγράφονται στους αποσταλλέντες σε σας από την υπηρεσία μας «Αναλυτικούς Πίνακες υπολογισμού τελών χαρτοσήμου στις μεταβιβάσεις αυτοκινήτων και μοτοσικλετών» (έτους 1989), δηλαδή το πρώτο και το τρίτο, διπλασιάζονται, ενώ το ποσό, που αφορά τον πόρο του Ταμείου Νομικών, δηλαδή το δεύτερο, παραμένει αμετάβλητο.

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η προβλεπόμενη από την κοινοποιούμενη διάταξη της παρ.2 του άρθρου7 αύξηση των τελών χαρτοσήμου δεν καταλαμβάνει το τέλος χαρτοσήμου, που υπολογίζεται στην αξία της μεταβιβαζόμενης άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων Δ.Χ (1,5%).

Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου αυτής (παρ. 2) αρχίζει από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 1.8.1990 (άρθρο 7 παρ. 3 Ν. 1884/1990), και επομένως η ρύθμιση αυτή αφορά μεταβιβάσεις αυτοκινήτων οχημάτων και μοτοσικλετών, που πραγματοποιούνται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Άρθρο 8

Επιβολή Ειδικού Φόρου στις ραδιοφωνικές διαφημίσεις

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επιβάλλεται από 1 Νοεμβρίου 1990 ειδικός φόρος στις διαφημίσεις, που γίνονται από το ραδιόφωνο.

Ειδικότερα, ως προς το φόρο αυτό διευκρινίζουμε τα εξής:

1. Αντικείμενο του φόρου

Ο φόρος επιβάλλεται στις διαφημίσεις, που γίνονται στο ραδιόφωνο, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ραδιοφωνικής επιχείρησης (κρατική, δημοτική κτλ.) ή της διαφημιζόμενης επιχείρησης ή άλλου διαφημιζόμενου προσώπου.

Επομένως, ο φόρος αφορά και τις διαφημίσεις, που αναθέτουν σε ραδιοφωνικές επιχειρήσεις οι δημόσιες υπηρεσίες, οι δήμοι, οι κοινότητες κτλ.

2. Συντελεστής του φόρου

Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή επτά τοις εκατό (7%), ανεξάρτητα από την περιοχή, στην οποία είναι εγκατεστημένος ο ραδιοφωνικός σταθμός ή η επιχείρηση, που διαφημίζεται.

3. Φορολογητέα αξία

Κατά ρητή διατύπωση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ο ανωτέρω συντελεστής (7%) υπολογίζεται στην αξία της διαφήμισης, δηλαδή, στο συνολικό ποσό, που καταβάλλεται στη ραδιοφωνική επιχείρηση από τον αντισυμβαλλόμενο. Έτσι, οι τυχόν χορηγούμενες εκπτώσεις, δεν περιλαμβάνονται στη φορολογητέα αξία.

Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν. 1642/1986, ο ανωτέρω φόρος προσαυξάνει τη φορολογητέα βάση για την επιβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας. Δεν συμβαίνει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή ο ειδικός φόρος των ραδιοφωνικών διαφημίσεων δεν επιβάλλεται στο ποσό του φόρου προστιθέμενης αξίας.

4. Υπόχρεος για την απόδοση του φόρου

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, υπόχρεος για την απόδοση του φόρου αυτού στο Δημόσιο είναι η ραδιοφωνική Επιχείρηση, η οποία μπορεί να επιρρίπτει το φόρο στους αντισυμβαλλόμενους.

5. Τρόπος και χρόνος απόδοσης του φόρου

Ο ανωτέρω φόρος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, αποδίδεται από τον κατά τα ανωτέρω υπόχρεο (ραδιοφωνική επιχείρηση) με δηλώσεις, που υποβάλλονται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία εντός των μηνών Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου και Ιανουαρίου (και κατά παράταση μέχρι τις 10 των μηνών Μαΐου, Αυγούστου, Νοεμβρίου και Φεβρουαρίου) και οι οποίες περιλαμβάνουν τα έσοδα της ραδιοφωνικής επιχείρησης από διαφημίσεις του προηγούμενου ημερολογιακού τριμήνου. Έτσι π.χ. η δήλωση για το φόρο, που αναλογεί στα έσοδα των μηνών Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1990 (πρώτη δήλωση), πρέπει να υποβληθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου 1991, ενώ η δήλωση για το φόρο, που αναλογεί στα έσοδα των μηνών Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1991, πρέπει να υποβληθεί μέχρι 10 Μαΐου 1991. Εννοείται ότι ο φόρος καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης.

Εξάλλου, για τα λοιπά θέματα της υποβολής της δήλωσης, την επαλήθευση αυτής, τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου, τις προσαυξήσεις και τα πρόστιμα, την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου, την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων, την άσκηση των προσφυγών και ένδικων μέσων και γενικά τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις, που ισχύουν κάθε φορά για τον ειδικό φόρο της παραγρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 1326/1983, δηλαδή το φόρο που επιβάλλεται στις τηλεοπτικές διαφημίσεις.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι για την υποβολή της δήλωσης θα χρησιμοποιούνται τα έντυπα, με τα οποία αποδίδεται ο ειδικός φόρος κατανάλωσης του άρθρου 3 του Ν. 1477/1984, τα οποία χρησιμοποιούνται και για την απόδοση του ειδικού φόρου των τηλεοπτικών διαφημίσεων.

Το έσοδο, από την επιβολή του ειδικού αυτού φόρου, θα βεβαιώνεται στον Κ.Α.Ε. 1362 με την κατονομασία «Ειδικός φόρος στις ραδιοφωνικές διαφημίσεις».

Τέλος, όπως ρητά ορίζεται στις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου αυτού, για τον ανωτέρω ειδικό φόρο, καθώς και για τον ειδικό φόρο της παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 1326/1983 (ειδικό φόρο τηλεοπτικών διαφημίσεων) εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.Δ. 4242/62, όπως ισχύουν, που προβλέπουν τη δυνατότητα προσωρινής βεβαίωσης του οφειλόμενου φόρου.

6. Έναρξη ισχύος

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, η ισχύς των διατάξεών του αρχίζει από 1 Νοεμβρίου 1990. Επομένως, η επιβολή του φόρου αφορά διαφημίσεις, που θα γίνουν από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Άρθρο 9

Αύξηση τελών κυκλοφορίας και εισφοράς αυτοκινήτων

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αυξάνονται από 1.1.1991 κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) τα κατά τις ισχύουσες διατάξεις τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων και μοτοσικλετών. Από την αύξηση αυτή εξαιρούνται τα αυτοκίνητα οχήματα, για τα οποία τα τέλη κυκλοφορίας αυξήθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 1870/1989.

Επομένως, δεν αυξάνονται από 1.1.1991 τα τέλη κυκλοφορίας των :

- Ι.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων

- Ι.Χ. φορτηγών, ρυμουλκούμενων, ημιρυμουλκούμενων, μπετονιέρων

- Ι.Χ. επιβατικών ρυμουλκούμενων, ημιρυμουλκούμενων (τροχόσπιτων)

Επίσης, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη δεν αυξάνονται τα τέλη κυκλοφορίας των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, που έχουν χαρακτηρισθεί ή χαρακτηρίζονται κατά τις διατάξεις, που ισχύουν κάθε φορά, ως αυτοκίνητα νέας τεχνολογίας ή αντιρρυπαντικής τεχνολογίας. Έτσι, για τα ανωτέρω επιβατικά αυτοκίνητα νέας ή αντιρρυπαντικής τεχνολογίας θα εξακολουθούν να οφείλονται τα τέλη κυκλοφορίας, που οφείλονταν για τα Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητα πριν από την αύξηση αυτών με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1870/1989.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού διπλασιάζονται από 1.8.1990 τα ποσά εισφοράς, που προβλέπονται από τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 49/1968, κατά τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, όπως αυτά είχαν αυξηθεί με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 85 του Ν. 1041/1980. Έτσι, από 1.8.1990 τα οφειλόμενα ποσά εισφοράς διαμορφώνονται ως εξής:

α) Φορτηγά αυτοκίνητα μετά κλειστού αμαξώματος:

αα) μικτού βάρους μέχρι 1.200 χιλιόγραμμα, σε ογδόντα χιλιάδες (80.000) δραχμές

αβ) μικτού βάρους 1.201-2.000 χιλιογράμμων, σε εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές

αγ) μικτού βάρους 2.001-2.400 χιλιογράμμων, σε εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) δραχμές

αδ) μικτού βάρους 2.401-4.000 χιλιογράμμων, σε εκατόν σαράντα χιλιάδες (140.000) δραχμές.

β) Φορτηγά αυτοκίνητα μετ' ανοικτού αμαξώματος:

ββ) μικτού βάρους μέχρι 1.200 χιλιόγραμμα, σε πενήντα χιλιάδες (50.000) δραχμές

βγ) μικτού βάρους 1.201-2.000 χιλιογράμμων, σε εξήντα χιλιάδες (60.000) δραχμές

βδ) μικτού βάρους 2.001-2.400 χιλιογράμμων, σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές

βε) μικτού βάρους 2.401-4.000 χιλιογράμμων, σε ογδόντα χιλιάδες (80.000) δραχμές.

γ) Φορτηγά αυτοκίνητα μετά κλειστού ή ανοικτού αμαξώματος μικτού βάρους άνω των 4.000 χιλιογράμμων σε δέκα έξι (16) δραχμές ανά χιλιόγραμμο για το πέραν των 4.000 χιλιογράμμων μικτού βάρους.

Διευκρινίζεται, ότι στην περίπτωση αυτή για την εξεύρεση της εισφοράς θα λαμβάνεται ποσό δραχμών 140.000 για τα πρώτα 4.000 χιλιόγραμμα μικτό βάρος όταν πρόκειται για αυτοκίνητα με κλειστό αμάξωμα και 80.000 για αυτοκίνητα με ανοικτό αμάξωμα, πλέον δέκα έξι (16) δραχμές το χιλιόγραμμο για το πέραν των 4.000 χιλιογράμμων μικτό βάρος.

δ) Φορτηγά οχήματα τρίτροχα σε δραχμές είκοσι χιλιάδες (20.000).

Σημειώνεται, ότι και μετά τον κατά τα ανωτέρω διπλασιασμό της εισφοράς εξακολουθεί να ισχύει ο περιορισμός της εισφοράς στο 1/3 όταν πρόκειται για αυτοκίνητα, που ανήκουν σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, πτηνοτροφικές, μελισσοκομικές, σηροτροφικές και αλιευτικές επιχειρήσεις, καθώς και για τα αυτοκίνητα, που εκποιούνται από τον Ο.Δ.Δ.Υ., που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 49/1968, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 281/1973 και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 85 του Ν. 1041/1980.

Τρόπος καταβολής της εισφοράς

Επίσης, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 9, από 1.8.1990 διπλασιάζονται ως προς την εισφορά αυτή τα ποσά, που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 1882/1990. Έτσι, αλλάζει ο τρόπος καταβολής της εισφοράς, που οφείλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν.Δ. 49/1968 για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας φορτηγού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης.

Με τις διατάξεις αυτές, η ισχύς των οποίων αρχίζει από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 1.8.1990, η εισφορά καταβάλλεται ως εξής:

Αν το ποσό της εισφοράς ανέρχεται μέχρι εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) δραχμές, καταβάλλεται εφάπαξ κατά τη χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας.

Αν υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών, τότε καταβάλλεται σε δόσεις κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 49/1968, δηλαδή το 1/6 με τη χορήγηση της άδειας και το υπόλοιπό ποσό σε 5 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη εντός του πρώτου δεκαήμερου του μεθεπόμενου μήνα από την έκδοση της άδειας. Η κάθε δόση όμως δεν μπορεί να είναι κατώτερη των ογδόντα χιλιάδων (80.000) δραχμών, εκτός από την τελευταία. Εάν για την τελευταία δόση προκύπτει ποσό μέχρι σαράντα χιλιάδων (40.000) δραχμών, με το ποσό αυτό προσαυξάνεται το ποσό της προηγούμενης δόσης και έτσι οι δόσεις περιορίζονται κατά μία.

Για καλύτερη κατανόηση σας παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

α) Εάν η εισφορά ανέρχεται σε 480.000 δρχ., θα καταβληθεί το 1/6 αυτής, δηλαδή 80.000 δρχ. κατά τη χορήγηση της άδειας και το υπόλοιπο ποσό των 400.000 δρχ., θα βεβαιωθεί σε πέντε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, δηλαδή για κάθε δόση δρχ. 80.000.

β) Εάν η εισφορά ανέρχεται σε 150.000 δρχ., θα καταβληθεί ποσό 80.000 δρχ. κατά τη χορήγηση της άδειας και το υπόλοιπο ποσό των 70.000 δρχ. θα βεβαιωθεί και θα καταβληθεί εφάπαξ.

Η ισχύς της διάταξης της παραγράφου αυτής, όπως έχει προαναφερθεί, αρχίζει από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλαδή από 1.8.1990, και επομένως η ρύθμιση αυτή αφορά εισφορές, που οφείλονται για άδειες, που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι με τις διατάξεις αυτές δεν αλλάζει ο τρόπος καταβολής της εισφοράς, που οφείλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 383/1976 για την έκδοση άδειας κυκλοφορίας φορτηγού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης, η οποία θα εξακολουθεί να εισπράττεται, όπως ορίστηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν. 1882/1990 (σχετική εγκύκλιός μας 1024409/1298/0014/27.3.1990 Πολ. 1063).

Άρθρο 32

Διαδικασία ατέλειας αυτοκινήτων

Με την εγκύκλιό μας 1024409/1298/0014/27.3.1990 (Πολ. 1063) κοινοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 1882/1990, αναφορικά με την απαλλαγή από το πρόσθετο ειδικό τέλος και τα τέλη κυκλοφορίας των Ι.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων των αναπήρων και δόθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Εξάλλου, με την απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γ4α/Φ15/921/2.4.1990 (ΦΕΚ Β 265/10.4.90 και 333/28.5.90), που θα κυρωθεί με νόμο προστέθηκε στην παρ. 2 του άρθρου 23 του Ν. 1882/1990 εδάφιο, με το οποίο στις κατηγορίες των απαλλασσόμενων αναπήρων, προστέθηκαν και τα άτομα, που πάσχουν από συγγενή αιμορραγική διάθεση (αιμορροφιλία).

Με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Ν 1884/1990, αναφορικά με τα αναπηρικά αυτοκίνητα γίνονται οι κατωτέρω ρυθμίσεις:

α) Με την παράγραφο 1, προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 4 του άρθρου 16 του Ν. 1798/1988, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 23 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται ότι θετικές γνωματεύσεις των αρμόδιων υγειονομικών επιτροπών για ατελή εισαγωγή επιβατικών αυτοκινήτων από αναπήρους, που έχουν εκδοθεί με βάση τον πίνακα νόσων και αναπηριών, που είναι προσαρμοσμένος στο Π.Δ. 1285/1981 (ΦΕΚ 314Α), γίνονται δεκτές από τις Τελωνειακές Αρχές, εφόσον έχουν εκδοθεί μέχρι 30.4.1990 και η αποδοχή του τελωνειακού παραστατικού για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου γίνει μέχρι 31.12.1990.

Επομένως, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, που ορίζονται στις ανωτέρω διατάξεις, οι ίδιες γνωματεύσεις θα λαμβάνονται υπόψη και για την απαλλαγή από το πρόσθετο ειδικό τέλος και τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων αυτών. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές (έκδοση της απόφασης μετά τις 30.4.1990 - αποδοχή του τελωνειακού παραστατικού για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου μετά τις 31.12.1990), οι γνωματεύσεις θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 23 του Ν. 1882/1990 (πριν από την προσθήκη του ανωτέρω εδαφίου), δηλαδή το ποσοστό της αναπηρίας πρέπει να έχει καθοριστεί με βάση τον πίνακα του άρθρου 33 και την παράγραφο 2 του άρθρου 34 του Ν. 1813/1988.

β) Με την παράγραφο 2 κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (δηλαδή από 23.3.1990) η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών Δ. 697/35/20.3.1990 (ΦΕΚ 190/Β/23.3.1990), η οποία κοινοποιείται με την παρούσα εγκύκλιό μας.

γ) Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 3 της ανωτέρω απόφασης του Υπουργού Οικονομικών.

Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή, όπως τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω, γίνεται βασική τροποποίηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση των απαλλαγών, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 1798/1988. Συγκεκριμένα, ορίζεται, ότι οι απαλλακτικές διατάξεις, αναφορικά με τα επιβατικά αυτοκίνητα των αναπήρων Ελλήνων πολιτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 1798/1988, δεν εφαρμόζονται εφόσον ο ανάπηρος έχει συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο αποδοχής του οικείου τελωνειακού παραστατικού για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου.

Έτσι, αν ο ανάπηρος έχει συμπληρώσει, κατά το χρόνο αποδοχής του οικείου τελωνειακού παραστατικού για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου, το 70ο έτος της ηλικίας του, δεν θα χορηγείται απαλλαγή από το πρόσθετο ειδικό τέλος και τα τέλη κυκλοφορίας.

Διευκρινίζεται, ότι δεν θίγονται οι απαλλαγές από το πρόσθετο ειδικό τέλος και τα τέλη κυκλοφορίας για τα αυτοκίνητα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας με βάση τις διατάξεις, που ίσχυαν πριν από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, σε εποχή δηλαδή που δεν ίσχυε ο περιορισμός των απαλλαγών μέχρι το 70ο έτος της ηλικίας.

Ειδικότερα, για τα αυτοκίνητα αυτά, η απαλλαγή από τα τέλη κυκλοφορίας θα εξακολουθήσει και μετά τη συμπλήρωση του 70ου έτους της ηλικίας του ανάπηρου.

Επίσης, με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 της απόφασης, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του Ν. 1884/1990, προβλέπεται, ότι θετικές γνωματεύσεις των αρμόδιων υγειονομικών επιτροπών, που αφορούν ανάπηρους Έλληνες πολίτες (άρθρο 16 Ν. 1798/1988) γίνονται δεκτές από τις τελωνειακές αρχές, εφόσον η αίτηση του ενδιαφερομένου για εξέταση έχει αποδεδειγμένα κατατεθεί στην αρμόδια για την εξέτασή του Υγειονομική Επιτροπή μέχρι 30.4.1990 και η αποδοχή του τελωνειακού παραστατικού για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου γίνει μέχρι 31.12.1990.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ο περιορισμός των απαλλαγών σε αναπήρους ηλικίας μέχρι το 70ο έτος, αφορά μόνο τους αναπήρους, για τους οποίους οι απαλλαγές έχουν χορηγηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 1798/1988, όπως ισχύει, και δεν καταλαμβάνει ανάπηρους άλλων κατηγοριών (ανάπηρους πολέμου, ανάπηρους εθνικής αντίστασης κτλ.).

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η δυνατότητα που παρέχεται με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της ανωτέρω απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, για τη μεταβίβαση των επιβατικών αυτοκινήτων των αναπήρων ή τη χρησιμοποίησή τους σε άλλες χρήσεις, μετά πάροδο πέντε (5) ετών, χωρίς καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, δεν αφορά το πρόσθετο ειδικό τέλος ούτε τα τέλη κυκλοφορίας, όπως άλλωστε δεν αφορούσε τους φόρους αυτούς (πρόσθετο ειδικό τέλος και τέλη κυκλοφορίας) η ανάλογη διάταξη, που ίσχυε προηγουμένως για δυνατότητα μεταβίβασης κτλ. του αυτοκινήτου μετά πάροδο δεκαετίας.

Άρθρο 34

Πάγιο τέλος χαρτοσήμου επιτηδευματιών

Παράγραφος 1

Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990 ορίζεται, ότι το πάγιο τέλος χαρτοσήμου, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής επιβάλλεται, εκτός άλλων, και στη βεβαίωση, που χορηγείται σε περίπτωση υποβολής δήλωσης μεταβολών, που αφορά την ίδρυση υποκαταστήματος.

Ήδη, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 34, το ως άνω πάγιο τέλος, επιβάλλεται όχι μόνο στην περίπτωση που το υποκατάστημα ιδρύεται με την υποβολή εκ μέρους των υπόχρεων δήλωσης μεταβολών δραστηριότητας αλλά και στην περίπτωση, που το υποκατάστημα ιδρύεται συγχρόνως με την υποβολή εκ μέρους των υπόχρεων δήλωσης έναρξης δραστηριότητας.

Εννοείται, ότι στην περίπτωση αυτή θα εισπράττεται, εκτός από το πάγιο τέλος χαρτοσήμου του υποκαταστήματος, και το πάγιο τέλος, που προβλέπεται για την έναρξη δραστηριότητας του φυσικού ή νομικού προσώπου, στο οποίο ανήκει το υποκατάστημα.

Για την εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων (άρθρων 19 παρ. 6 Ν. 1882/1990 και 34 παρ. 1 Ν. 1884/1990), η έννοια του υποκαταστήματος θα κρίνεται πάντοτε κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.

Ως υποκατάστημα δε, κατά την έννοια των διατάξεων του Κ.Φ.Σ., θεωρείται η εκτός του κεντρικού καταστήματος επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία (φυσικού ή νομικού προσώπου), στην οποία διενεργούνται κάθε φύσης συναλλαγές ή ασκείται παραγωγική δραστηριότητα και στην οποία τηρούνται από τον επιτηδευματία τα βιβλία, που ορίζονται από τις διατάξεις του Κ.Φ.Σ. (και Υπ. Οικ. Εγκ. 40/1977).

Ως διενέργεια συναλλαγών θεωρείται κάθε δοσοληψία, την οποία ενεργεί το υποκατάστημα μετά τρίτων, όπως π.χ. αγορά ή πώληση αγαθών, πληρωμή ή είσπραξη χρημάτων, έκδοση ή αποδοχή συναλλαγματικών κλπ. Ως άσκηση παραγωγικής δραστηριότητας θεωρείται κάθε πράξη από την οποία επέρχεται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο μεταβολή στην οικονομική κατάσταση της επιχείρησης. Ως τέτοια θεωρείται η διενέργεια κατεργασίας (επεξεργασίας, μετασχηματισμού, συσκευασίας, συναρμολόγησης κλπ.), είτε ιδίων αγαθών, είτε αγαθών, που ανήκουν σε τρίτους.

Με βάση τα προαναφερόμενα, ως υποκαταστήματα θεωρούνται και:

- Το εργοστάσιο ή το εργαστήριο το οποίο ασχολείται με την επεξεργασία, κατεργασία ή συσκευασία αγαθών ιδίων ή τρίτων.

- Το εργοτάξιο της επιχείρησης.

- Το κατάστημα της επιχείρησης, που βρίσκεται στο ίδιο κτίριο (π.χ. πολυκατοικία) με το κεντρικό κατάστημα (π.χ. το κεντρικό κατάστημα βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου και το άλλο κατάστημα βρίσκεται στον πρώτο όροφο αυτού), με την προϋπόθεση, ότι η μεταξύ τους επικοινωνία γίνεται με την κοινόχρηστη σκάλα ή τον κοινόχρηστο ανελκυστήρα του εν λόγω κτιρίου. Σε περίπτωση όμως που υπάρχει εσωτερική επικοινωνία των χώρων αυτών παύει να υφίσταται η έννοια του υποκαταστήματος.

- Το πρατήριο διάθεσης (πώλησης) αγαθών, που παράγονται στο εργοστάσιο ή το εργαστήριο.

- Το μεταλλείο, ορυχείο ή λατομείο επιχείρησης.

- Το μόνιμο ή κινητό συνεργείο αγοράς (συγκέντρωσης) και επεξεργασίας γεωργικών, κτηνοτροφικών, αλιευτικών κλπ. προϊόντων.

- Ο σταθμός αναπαραγωγής κτηνών (ιπποφορβείο) επιχείρησης.

- Οι καντίνες, που βρίσκονται εντός πλοίων, αεροδρομίων, δημοσίων υπηρεσιών ή άλλων χώρων, εφόσον εξαρτώνται από κάποιο κεντρικό κατάστημα.

Τονίζεται, ότι η ανωτέρω απαρίθμηση είναι ενδεικτική, καθόσον η έννοια του υποκαταστήματος είναι δυνατόν να εκδηλωθεί και με άλλες μορφές.

Αντίθετα, στην έννοια του υποκαταστήματος δεν εμπίπτουν οι αποθηκευτικοί χώροι (αποθήκες), τόσο οι στεγασμένοι, όσο και οι υπαίθριοι, με την προϋπόθεση πάντοτε, ότι σ' αυτούς γίνεται μόνο απλή απόθεση προϊόντων ή εμπορευμάτων και όχι διενέργεια κάποιας συναλλαγής κατά τ' ανωτέρω.

Επίσης, δεν θεωρείται ίδρυση νέου υποκαταστήματος η μεταφορά υπάρχοντος υποκαταστήματος από μία διεύθυνση σε άλλη ή από ένα τόπο σε άλλο, λόγω λήξης της μίσθωσης ή εξεύρεσης άλλου επαγγελματικού χώρου, με την προϋπόθεση, ότι το υποκατάστημα στη νέα διεύθυνση ή στο νέο τόπο εγκατάστασης αναπτύσσει τις ίδιες δραστηριότητες, που είχε και πριν από τη μεταφορά.

Η ισχύς της διάταξης της παραγράφου αυτής (παρ. 1) αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 16.6.1990.

Παράγραφος 2

Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής (παρ. 2) ορίζεται, ότι σε περίπτωση, που μια επιχείρηση μεταφέρει την έδρα της ή την επαγγελματική της εγκατάσταση σε τόπο, που κατά τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990 προβλέπεται μεγαλύτερο πάγιο τέλος, καταβάλλεται η διαφορά του παγίου τέλους κατά την έκδοση της σχετικής βεβαίωσης περί υποβολής δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η διάταξη αυτή αφορά πρόσωπα, που, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990, προβλέπεται τέλος μεγαλύτερο, λόγω του τόπου της έδρας ή της επαγγελματικής εγκατάστασης.

Διευκρινίζεται επίσης, ότι η διάταξη αυτή καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις, που μεταφέρεται υποκατάστημα σε άλλο τόπο, για τον οποίο προβλέπεται μεγαλύτερο τέλος, εφόσον βέβαια κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων είναι επιτρεπτή η μεταφορά αυτή.

Παραδείγματα

- Φυσικό πρόσωπο υπέβαλε αρχικά (μετά την 8.4.1990) δήλωση έναρξης δραστηριότητας σε κωμόπολη ή πόλη άνω των 2.000 κατοίκων και μέχρι 10.000 κατοίκους και κατέβαλε για την εκδοθείσα σχετική βεβαίωση τέλος χαρτοσήμου 5.000 δραχμών. Στη συνέχεια το πρόσωπο αυτό μεταφέρει, μετά τις 16.6.1990, την έδρα της επιχείρησής του ή της επαγγελματικής του εγκατάστασης σε πόλη άνω των 50.000 κατοίκων, όπου η το πρώτον εκδιδόμενη βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης έναρξης δραστηριότητας υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου 20.000 δραχμών. Στην προκειμένη περίπτωση η εκδιδόμενη βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας θα υπαχθεί σε τέλος χαρτοσήμου 15.000 δραχμών (δηλαδή για τη διαφορά 20.000 - 5.000 δραχμών).

- Ετερόρρυθμη εταιρία με δύο ομόρρυθμα μέλη και ένα ετερόρρυθμο μέλος υπέβαλε αρχικά δήλωση έναρξης δραστηριότητας σε χωριό ή κωμόπολη μέχρι 2.000 κατοίκους (μη τουριστική περιοχή) και κατέβαλε για την εκδοθείσα σχετική βεβαίωση τέλος χαρτοσήμου συνολικά 17.000 δραχμών, δηλαδή 10.000 δρχ. για την ετερόρρυθμη εταιρία, 2.000 δρχ., για κάθε ομόρρυθμο μέλος και 3.000 δρχ. (2.000+50%) για το ετερόρρυθμος μέλος. Στη συνέχεια η εταιρία μετέφερε την έδρα της ή την επαγγελματική της εγκατάσταση σε πόλη άνω των 10.000 κατοίκων και μέχρι 50.000 κατοίκους, όπου η το πρώτον εκδιδόμενη βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης έναρξης δραστηριότητας υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου συνολικά 45.000 δραχμών, δηλαδή 10.000 δρχ. για την ετερόρρυθμη εταιρία, 10.000 δρχ. για κάθε ομόρρυθμο μέλος και 15.000 δρχ. (10.000+50%) για το ετερόρρυθμο μέλος. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκδιδόμενη βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας θα υπαχθεί σε τέλος χαρτοσήμου 28.000 δραχμών (δηλαδή στη διαφορά 45.000 - 17.000 δρχ.).

- Φυσικό πρόσωπο ίδρυσε υποκατάστημα μετά τις 8.4.1990 σε κωμόπολη ή πόλη άνω των 2.000 κατοίκων και μέχρι 10.000 κατοίκους και κατέβαλε τέλος 5.000 δραχμές. Στη συνέχεια το πρόσωπο αυτό μεταφέρει μετά τις 16.6.1990 το υποκατάστημα (επαγγελματική εγκατάσταση υποκαταστήματος) σε πόλη άνω των 50.000 κατοίκων, όπου η το πρώτον εκδιδόμενη βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας για την ίδρυση υποκαταστήματος υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου 20.000 δραχμών. Στην περίπτωση, αυτή η εκδιδόμενη σχετική βεβαίωση θα υπαχθεί σε τέλος χαρτοσήμου 15.000 δραχμών (δηλαδή για τη διαφορά 20.000 - 5.000 δραχμών).

Διευκρινίζεται, ότι η διαφορά του ως άνω τέλους χαρτοσήμου θα εισπράττεται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., ο οποίος θα χορηγεί την κατά τ' ανωτέρω βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας, δηλαδή από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., από τον τόπο (περιοχή) του οποίου μεταφέρεται σε άλλο τόπο η έδρα ή η επαγγελματική εγκατάσταση της επιχείρησης.

Εννοείται, ότι στην περίπτωση που γίνεται εκ νέου μεταφορά της έδρας ή της επαγγελματικής εγκατάστασης της ίδιας επιχείρησης σε άλλο τόπο, εάν και πάλι προβλέπεται μεγαλύτερο πάγιο τέλος χαρτοσήμου θα οφείλεται η διαφορά μεταξύ του τέλους, που καταβλήθηκε κατά την προηγούμενη μεταφορά και αυτού, που προβλέπεται κατά τη νέα.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι εάν σε μία επιχείρηση είχε χορηγηθεί βεβαίωση έναρξης δραστηριότητας πριν από τις 8.4.1990 (ημερομηνία έναρξης των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990) και η επιχείρηση αυτή μεταφέρει την έδρα της μια ή περισσότερες φορές μετά τις 16.6.1990 (ημερομηνία έναρξης της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν. 1884/1990), έστω και σε τόπο, για τον οποίο προβλέπεται μεγαλύτερο τέλος, δεν καταβάλλεται διαφορά τέλους χαρτοσήμου. Εάν όμως η επιχείρηση αυτή ιδρύσει υποκατάστημα μετά τις 8.4.1990 και στη συνέχεια το μεταφέρει μετά τις 16.6.1990, σε άλλο τόπο, εφόσον πρόκειται για περίπτωση που προβλέπεται μεγαλύτερο τέλος, θα καταβληθεί η διαφορά.

Η ισχύς της παραγράφου αυτής (παρ. 2) αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 16.6.1990, καταλαμβάνει δηλαδή βεβαιώσεις μεταβολής δραστηριότητας, που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά και αφορούν μεταφορά της έδρας ή της επαγγελματικής εγκατάστασης μιας επιχείρησης, που εμπίπτει (η μεταφορά) στις ανωτέρω περιπτώσεις.

Παράγραφος 3

Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής ορίζεται, ότι στα «λοιπά πρόσωπα» της κατηγορίας Ζ' της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990 περιλαμβάνονται και (α) οι Ιδιότυπες Μεταφορικές Εταιρίες (Ι.Μ.Ε.) του Ν. 383/1976 και (β) οι ναυτικές εταιρίες του Ν. 959/1979.

Η ισχύς της παραγράφου αυτής (παρ. 3) αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 16.6.1990. Ειδικά για τις ναυτικές εταιρίες του Ν. 959/1979 παρατηρούμε, ότι αυτές περιλαμβάνονταν στα «λοιπά πρόσωπα» και πριν από την έναρξη της ισχύος της διάταξης αυτής, και απλώς με τη νέα διάταξη της παραγράφου 3 έγινε διευκρίνιση για την άρση κάθε αμφισβήτησης περί υπαγωγής ή μη αυτών στα «λοιπά πρόσωπα». Αντίθετα, οι Ιδιότυπες Μεταφορικές Εταιρίες του Ν. 383/1976 υπόκεινται από 8.4.1990 μέχρι και 15.6.1990 στο τέλος των εταιριών περιορισμένης ευθύνης και από 16.6.1990 στο τέλος των «λοιπών προσώπων» της κατηγορίας Ζ' της παρ. 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990.

Με την ευκαιρία, διευκρινίζουμε, ότι στα «λοιπά πρόσωπα» της κατηγορίας Ζ' του άρθρου 19 παρ. 6 του Ν. 1882/1990 περιλαμβάνονται και :

- Οι αστικές εταιρίες.

- Οι αστικές επαγγελματικές εταιρίες δικηγόρων (Π.Δ. 518/1989).

- Οι κοινωνίες αστικού δικαίου γενικά (π.χ. κοινωνίες κληρονόμων).

- Η συμπλοιοκτησία.

- Οι συνιδιοκτησίες εκμεταλλευτών ΤΑΞΙ, όπου προβλέπεται υποχρέωση υποβολής δήλωσης για χορήγηση βεβαίωσης.

- Οι συνεταιρισμοί.

- Τα Ιδρύματα και τα Σωματεία.

Επίσης, σημειώνεται, ότι για την τυχόν είσοδο κάθε νέου μέλους στις εταιρίες και στα λοιπά πρόσωπα της προαναφερόμενης κατηγορίας Ζ' δεν θα οφείλεται τέλος χαρτοσήμου.

Παράγραφος 4

Κατ' εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990:

α. Σε περίπτωση μετατροπής επιχείρησης ή εταιρίας, σε νέα τοιαύτη οποιασδήποτε μορφής υποβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Φ.Π.Α., από το εκ μετατροπής προερχόμενο πρόσωπο (νέο) δήλωση έναρξης δραστηριότητας, εξομοιούμενης στην περίπτωση αυτή της μετατροπής ως σύστασης. Συνεπώς, η, συνεπεία της δήλωσης αυτής, εκδιδόμενη βεβαίωση θα υποβληθεί στο ίδιο πάγιο τέλος, στο οποίο υποβάλλεται το εκ μετατροπής προερχόμενο πρόσωπο (νέο), ανάλογα με τη μορφή του (Ο.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε., Α.Ε. κλπ.), κατά τη σύστασή του.

Διευκρινίζεται, ότι το πάγιο τέλος της ως άνω βεβαίωσης θα προσαυξάνεται και με το οικείο πάγιο τέλος των μελών του εκ μετατροπής προερχομένου προσώπου (νέου), στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό (νέο) είναι ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης ή κοινοπραξία επιτηδευματιών της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κ.Φ.Σ.

β. Σε περιπτώσεις συγχώνευσης δύο ή περισσότερων εταιριών, όπου ως γνωστόν επέρχεται διάλυση των συγχωνευόμενων εταιριών και σύσταση νέου νομικού προσώπου, υποβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Φ.Π.Α., από μεν τις συγχωνευόμενες εταιρίες δήλωση μεταβολής δραστηριότητας, από δε το νομικό πρόσωπο δήλωση έναρξης δραστηριότητας. Η συνεπεία της δήλωσης έναρξης δραστηριότητας αυτής εκδιδόμενη βεβαίωση θα υποβληθεί στο ίδιο πάγιο τέλος, στο οποίο υποβάλλεται το εκ της συγχωνεύσεως προερχόμενο νέο νομικό πρόσωπο, ανάλογα με τη μορφή του (Ο.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε., Α.Ε. κλπ.), κατά τη σύστασή του.

Σημειώνεται, ότι το πάγιο τέλος της ως άνω βεβαίωσης θα προσαυξάνεται και με το οικείο πάγιο τέλος των μελών του εκ της συγχωνεύσεως προερχομένου νέου νομικού προσώπου, στην περίπτωση που το νέο αυτό πρόσωπο είναι ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης ή κοινοπραξία επιτηδευματιών της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κ.Φ.Σ.

Διευκρινίζεται επίσης, ότι δεν οφείλεται το ως άνω πάγιο τέλος σε περίπτωση, που η συγχώνευση γίνεται με απορρόφηση ή εξαγορά μιας εταιρίας από μία άλλη. Και τούτο γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν υποβάλλεται δήλωση έναρξης δραστηριότητας, αλλά δήλωση μεταβολής δραστηριότητας, δοθέντος, ότι επί εξαγοράς ή απορρόφησης μιας εταιρίας από μία άλλη επέρχεται διάλυση της εξαγοραζόμενης ή απορροφώμενης εταιρίας και αύξηση του κεφαλαίου της εξαγοραζούσης ή απορροφώσης εταιρίας.

Με τη διάταξη όμως της παραγράφου 4 ορίζεται, ότι οι βεβαιώσεις, που εκδίδονται συνεπεία υποβολής δήλωσης έναρξης δραστηριότητας από επιχειρήσεις, που προήλθαν από μετατροπή ή συγχώνευση κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 1297/1972, δεν υπόκεινται στο πάγιο τέλος χαρτοσήμου των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990.

Σημειώνεται, ότι η ανωτέρω απαλλακτική διάταξη καταλαμβάνει και το πάγιο τέλος χαρτοσήμου των υποκαταστημάτων, που ιδρύονται συγχρόνως με τη μετατροπή ή συγχώνευση, όχι όμως και το πάγιο τέλος των υποκαταστημάτων, που ιδρύονται μετά τη μετατροπή ή τη συγχώνευση.

Η ισχύς της παραγράφου αυτής (παρ. 4) αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 16.6.1990.

Παράγραφος 5

Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής ορίζεται, ότι απαλλαγές από τέλη χαρτοσήμου, που προβλέπονται με τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ ορισμένων προσώπων, δεν καταλαμβάνουν τα τέλη χαρτοσήμου των βεβαιώσεων της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990.

Με την επιφύλαξη συνεπώς της απαλλαγής, που προβλέπεται από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου 4 (απαλλαγή βεβαιώσεων επιχειρήσεων, που προήλθαν από μετατροπή ή συγχώνευση κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 1297/1972), οι βεβαιώσεις περί υποβολής (α) δηλώσεων έναρξης δραστηριότητας και (β) δηλώσεων μεταβολών δραστηριότητας, που υπόκεινται σε πάγια τέλη χαρτοσήμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 6 του Ν. 1882/1990 και 34 του Ν. 1884/1990, θα υπόκεινται στα πάγια αυτά τέλη και στην περίπτωση, που αυτές εκδίδονται υπέρ προσώπων, τα οποία απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου με τις ισχύουσες διατάξεις. Έτσι, μετά την έναρξη της ισχύος της διάταξης της παραγράφου αυτής, δηλαδή μετά την 16.6.1990, οι παραπάνω βεβαιώσεις δεν θα απαλλάσσονται από τα οικεία πάγια τέλη χαρτοσήμου, έστω και αν εκδίδονται υπέρ προσώπων, που απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου με τις ισχύουσες διατάξεις, όπως είναι π.χ. οι αμιγείς δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις (βάσει άρθρου 225 Ν. 1065/1980, όπως ισχύει), οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις του Ν. 27/1975, πρώην Α.Ν. 89/1967 (βάσει άρθρου 25 παρ. 3 Ν.27/1975), οι ανάπηροι πολέμου και τα θύματα πολέμου (βάσει άρθρου 17 παρ. 3α Κ.Τ.Χ.) κλπ.

Η ισχύς της παραγράφου αυτής (παρ. 5) αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 16.6.1990, και καταλαμβάνει βεβαιώσεις, που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Συμπληρωματικές οδηγίες επί του άρθρου 19 παρ. 6 του Ν. 1882/1990

Σε συνέχεια της διαταγής μας 1024409/1298/0014/Πολ. 1063/1990 και πέρα από τις οδηγίες, που δόθηκαν στα κατ' ιδίαν θέματα του προαναφερόμενου άρθρου 34 του κοινοποιούμενου νόμου, παρέχουμε τις κατωτέρω συμπληρωματικές οδηγίες, που αναφέρονται σε ορισμένα θέματα, που ανέκυψαν κατά την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990. Ειδικότερα:

Ι. Βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης έναρξης δραστηριότητας από φυσικά πρόσωπα.

Στο οικείο πάγιο τέλος, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990, υπόκειται και η βεβαίωση, που εκδίδεται συνεπεία υποβολής δήλωσης έναρξης δραστηριότητας και από τους αγρότες, που υπάγονται στο κανονικό καθεστώς του Φ.Π.Α., καθόσον η υποβολή της δήλωσης αυτής από τους εν λόγω αγρότες είναι υποχρεωτική. Αντίθετα, δεν υποχρεούνται στην υποβολή της ως άνω δήλωσης οι αγρότες, που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς του Φ.Π.Α. (άρθρο 33 παρ. 4 Ν. 1642/1986).

- Για την επιβολή παγίου τέλους χαρτοσήμου στη βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης έναρξης δραστηριότητας από φυσικά πρόσωπα θα ληφθεί ως κριτήριο για το ποσό του τέλους ο αριθμός των κατοίκων του χωριού, της κωμόπολης ή της πόλης, στην οποία τα πρόσωπα αυτά ασκούν δραστηριότητα. Για την εφαρμογή της διάταξης της παραγρ. 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990 στην έννοια της «πόλης» περιλαμβάνονται, εκτός από τον ομώνυμο Δήμο αυτής, και οι τυχόν άλλοι Δήμοι ή Κοινότητες, που υπάγονται στην ευρύτερη περιοχή της εν λόγω πόλης. Έτσι π.χ. στην πόλη της Θεσσαλονίκης, υπάγονται, εκτός από τον ομώνυμο Δήμο αυτής, και όλοι οι άλλοι Δήμοι ή Κοινότητες, που περιλαμβάνονται στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο ισχύει ανάλογα και για τις άλλες πόλεις της χώρας.

Επίσης, ως τουριστικοί τόποι δεν νοούνται μόνο αυτοί, που έχουν ανακηρυχθεί ως τέτοιοι με τα Προεδρικά Διατάγματα 899/1976 και 664/1977, αλλά και αυτοί, που θα ανακηρυχθούν με μεταγενέστερους νόμους ή Διατάγματα.

ΙΙ. Βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης έναρξης δραστηριότητας από κοινοπραξίες επιτηδευματιών.

Για την επιβολή του οικείου τέλους χαρτοσήμου στη χορηγούμενη ως άνω βεβαίωση, ως «κοινοπραξίες επιτηδευματιών» νοούνται, κατά την έννοια της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990 όχι μόνο οι κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Κ.Φ.Σ. κοινοπραξίες, αλλά όλες γενικά οι κοινοπραξίες, που δημιουργούνται μεταξύ επιτηδευματιών για την από κοινού εκμετάλλευση κινητού πράγματος επί κέρδει.

Στις «κοινοπραξίες επιτηδευματιών», κατά την ανωτέρω έννοια, εμπίπτουν (ενδεικτική απαρίθμηση):

- Η συνιδιοκτησία αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, με εξαίρεση τη συνιδιοκτησία αυτοκινήτων ΤΑΞΙ, η οποία, όπως έχει κριθεί, δεν θεωρείται κοινοπραξία, αλλά κοινωνία αστικού δικαίου.

- Η συνιδιοκτησία λεωφορείων Δ.Χ., που έχουν ενταχθεί στα Κ.Τ.Ε.Λ.

- Η συνιδιοκτησία επί μηχανημάτων γενικά, όπως π.χ. επί θεριζοαλωνιστικής μηχανής, εκσκαπτικής μηχανής, φορτωτικής μηχανής κλπ.

- Η κοινοπραξία γεωργών, εφόσον οι γεωργοί για τη συγκεκριμένη πράξη χαρακτηρίζονται ως επιτηδευματίες κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.

Διευκρινίζεται, ότι για κάθε μέλος των προαναφερόμενων κοινοπραξιών δεν επιβάλλεται επί πλέον τέλος χαρτοσήμου, εκτός εάν πρόκειται για μέλη των κοινοπραξιών του άρθρου 1 παρ. 2 του Κ.Φ.Σ., για τα οποία, κατ' εξαίρεση και κατά ρητή διάταξη του νόμου, θα επιβάλλεται το επί πλέον τέλος χαρτοσήμου.

ΙΙΙ. Βεβαίωση περί υποβολής δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας, που αφορά την είσοδο νέου μέλους σε υφιστάμενο νομικό πρόσωπο με οποιαδήποτε αιτία.

Όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του Ν. 1882/1990 και διευκρινίστηκε με τη διαταγή μας 1024408/1298/0014/Πολ. 1063/1990, η ανωτέρω βεβαίωση υπόκειται στο οικείο πάγιο τέλος μόνο εφόσον η είσοδος του νέου μέλους γίνεται σε υφιστάμενη ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης. Συνεπώς, δεν οφείλεται το πάγιο αυτό τέλος στην περίπτωση που η είσοδος του νέου μέλους γίνεται σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως π.χ. σε ανώνυμη εταιρία, κοινωνία, κοινοπραξία κλπ.

IV. Βεβαιώσεις περί υποβολής δηλώσεων μεταβολών δραστηριότητας, που δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου.

Εκτός από τις βεβαιώσεις περί υποβολής δηλώσεων μεταβολής δραστηριότητας, που υπόκεινται στα οικεία κατά περίπτωση τέλη χαρτοσήμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 6 του Ν. 1882/1990 και 34 του Ν. 1884/1990, και για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές, οι λοιπές βεβαιώσεις, που χορηγούνται τυχόν για οποιοδήποτε άλλο λόγο μεταβολής δραστηριότητας, δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 58 του Ν. 1642/1986 (Υπ. Οικ. Π.207/137/Πολ. 2/1987). Τέτοιες βεβαιώσεις, που δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου, είναι αυτές, που χορηγούνται (ενδεικτική απαρίθμηση):

- Για διακοπή εργασιών ή διάλυση εταιρίας.

- Για αλλαγή ή επέκταση αντικειμένου εργασιών.

- Σε περίπτωση εξαγοράς ή απορρόφησης μιας εταιρίας από μία άλλη, κατά την οποία επέρχεται διάλυση της εξαγοραζομένης ή απορροφώμενης εταιρίας.

- Σε περίπτωση χρησιμοποίησης δι' εκμισθώσεως ή ιδιοχρήσεως αποθηκευτικών χώρων (αποθηκών) κλπ.

- Σε περίπτωση που ένας ομόρρυθμος εταίρος ετερόρρυθμης εταιρίας γίνεται ετερόρρυθμος και αντίστροφα.

V. Διαδικασία είσπραξης των παγίων τελών χαρτοσήμων

Για την είσπραξη των παγίων τελών χαρτοσήμου, που οφείλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του Ν. 1882/1990, στις βεβαιώσεις, που εκδίδονται συνεπεία υποβολής δηλώσεων έναρξης ή μεταβολής δραστηριότητας, θα ακολουθείται η ακόλουθη διαδικασία:

Ο αρμόδιος υπάλληλος της Δ.Ο.Υ., στον οποίο έχει ανατεθεί η χορήγηση των βεβαιώσεων αυτών, θα συντάσσει τις εν λόγω βεβαιώσεις σε τρία αντίτυπα, στο έμπροσθεν μέρος των οποίων (και των τριών αντιτύπων) θα αναγράφει το οφειλόμενο, κατά περίπτωση, τέλους χαρτοσήμου, θέτοντας συγχρόνως και την υπογραφή του.

Το ένα αντίτυπο της βεβαίωσης, το οποίο θα επέχει και θέση σημειώματος για την καταβολή του τέλους χαρτοσήμου, θα παραδίδεται από τον παραπάνω υπάλληλο στο φορολογούμενο, ο οποίος θα το προσκομίζει στο γραφείο είσπραξης και στον υπάλληλο, που είναι αρμόδιος για τις οίκοθεν εισπράξεις, προκειμένου να εκδοθεί το σχετικό διπλότυπο αποδεικτικό είσπραξης.

Μετά την καταβολή του τέλους χαρτοσήμου, ο φορολογούμενος θα επανέρχεται με το αποδεικτικό είσπραξης στον πρώτο υπάλληλο, ο οποίος, μετά την επίδειξη σ' αυτόν από το φορολογούμενο του αποδεικτικού αυτού θα παραδίδει στο φορολογούμενο το ένα από τα δύο αντίτυπα, που είχε κρατήσει, αφού προηγουμένως το θεωρήσει, θέτοντας επ' αυτού ημερομηνία, υπογραφή και σφραγίδα. Το αντίτυπο αυτό αποτελεί τη χορηγούμενη βεβαίωση.

Στο άλλο αντίτυπο, που θα παραμείνει στο αρχείο της υπηρεσίας, ο μεν υπάλληλος, αφού θέσει επ' αυτού ημερομηνία και υπογραφή, θα σημειώνει τον αριθμό και την ημερομηνία έκδοσης του αποδεικτικού καταβολής του τέλους, ο δε φορολογούμενος θα υπογράφει, ότι παρέλαβε τη σχετική βεβαίωση.

Διευκρινίζεται και πάλι, ότι το έσοδο από την καταβολή του ανωτέρω τέλους χαρτοσήμου θα εισάγεται στον Κωδικό αριθμό Εσόδου 1425 με τίτλο «τέλη χαρτοσήμου βεβαιώσεων έναρξης ή μεταβολής δραστηριότητας».

Για την είσπραξη δε του τέλους αυτού δεν απαιτείται η σύνταξη χρηματικού καταλόγου, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η είσπραξη του εν λόγω τέλους γίνεται οίκοθεν με σημείωμα.


Taxheaven.gr