Προς το περιεχόμενο
  • 0

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ


Mastodon

Ερώτηση

Ήμουν μάρτυς ενός έντονου διαπληκτισμού μεταξύ ενός manager και ενός εργαζόμενου…(σερβιτόρος αμοιβόμενος με ωρομίσθιο)

Anyway o manager λοιπόν δήλωσε ότι θα απέλυε άμεσα τον εργαζόμενο αλλά δεν μπορεί να το κάνει γιατί τον δεσμεύει ο νόμος.

Η δέσμευση που ανέφερε ήταν ότι ήταν δεν μπορούσε να τον απολύσει διότι ο νόμος τον υποχρεώνει να τον διατηρήσει στην επιχείρηση για ένα χρόνο μετά την ημερομηνία αποστράτευσης του.

Προφανώς ο εργαζόμενος δούλευε στην επιχείρηση και πριν την κατάταξη του.

Η αμέσως επόμενη κίνηση λοιπόν τον εργοδοτών, υπευθύνων κλπ είναι να ζητήσουν από τον λογιστή τους να βγάλει την απάντηση από το τσεπάκι, λες και το εργατικό δίκαιο και οι νομολογία στην όμορφη κατά τ’ άλλα πατρίδα μας είναι τρεις νόμοι και δύο Π.Δ.

Υποσχέθηκα να απαντήσω και ζητώ την βοήθεια σας για να τηρήσω την υπόσχεση μου.

Ισχύει λοιπόν κάποια τέτοια δεύσμευση?

(Βοηθείστε ένα βοηθό λογιστή να γίνει λογιστής :rolleyes: )

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

2 απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • 0

Στράτευση μισθωτών

α) Γενικά περί στράτευσης μισθωτών

Ο μισθωτός που απασχολείται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και στρατεύεται

έχοντας συμπληρώσει προηγουμένως έξι (6) τουλάχιστον μήνες υπηρεσίας στον

τελευταίο εργοδότη, όταν αποστρατευθεί δικαιούται να επανέλθει στην επιχείρηση

που εργαζόταν προ της στράτευσής του, υπό την προϋπόθεση ότι, μέσα σ' ένα (1)

μήνα από την ημέρα της αποστρατείας του, πρέπει να δηλώσει στα αρμόδια όργανα

της επιχείρησης ότι επιθυμεί να επανέλθει και να επανενταχθεί στο εργατικό

δυναμικό της.

Ως ημέρα αποστρατείας, επεξηγηματικά αναφέρεται ότι, θεωρείται η ημέρα

χορήγησης στον αποστρατευθέντα μισθωτό του φύλλου πορείας (απολυτηρίου

στρατού).

Επίσης, τονίζεται ότι ο υπολογισμός της εξάμηνης υπηρεσίας του μισθωτού έχει ως

χρονικό σημείο εκκίνησης την ημέρα πρόσληψης αυτού και σημείο λήξης την ημέρα

κατά την οποία καλείται στις τάξεις του στρατού (και όχι την ημέρα που

παρουσιάζεται στις τάξεις του στρατού).

Από τη στιγμή που, εμπρόθεσμα, ο μισθωτός υποβάλλει δήλωση στην επιχείρηση περί

επανένταξής του σ' αυτή μετά την αποστρατεία του και εφόσον πληροί τις ανωτέρω

προϋποθέσεις, οφείλει μέσα σε δέκα πέντε (15) ημέρες να προσέλθει προς εργασία.

Τονίζεται επίσης ότι, σε περίπτωση που εργοδότης απολύσει μισθωτό του πριν από

την ημέρα παρουσίασής του στις τάξεις του στρατού, αλλά μετά την ημερομηνία

πρόσκλησής του στο στράτευμα, η ως άνω απόλυση είναι άκυρη, ανεξάρτητα αν ο

εργοδότης γνώριζε ή αγνοούσε την ύπαρξη της στρατιωτικής διαταγής με την οποία

καλούνταν ο μισθωτός να υπηρετήσει.

Οσον αφορά το μισθωτό εκείνο που στρατεύεται μην έχοντας προηγουμένως

συμπληρώσει έξι (6) μήνες υπηρεσίας στον εργοδότη του, η σύμβαση εργασίας του

λύεται κατά το χρονικό σημείο που παρουσιάζεται στις τάξεις του στρατού.

Ως είναι φυσικό, στην περίπτωση αυτή, δεν δικαιούται ο μισθωτός αποζημίωσης από

τον εργοδότη του, για το λόγο ότι η στράτευση και η συνεπακόλουθη αποχώρησή του

από την εργασία εκλαμβάνεται ως οικειοθελής αποχώρηση.

Δικαιούται, όμως, ποσού αποζημίωσης αδείας, καθώς και επιδόματος αδείας ανάλογο

με τους μήνες απασχόλησής του.

Οσον αφορά το μισθωτό εκείνο που απασχολείται με σύμβαση εργασίας ορισμένου

χρόνου ή έργου, η διάρκεια της οποίας λήγει κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο

τελεί υπό στράτευση, τονίζεται ότι ο εργοδότης που τον απασχολούσε προ της

στράτευσής του δεν είναι υποχρεωμένος να τον επαναπροσλάβει μετά την

αποστράτευσή του, για το λόγο ότι η σύμβαση εργασίας του έχει λήξει.

Υποχρεούται, όμως, να του καταβάλει ποσό αποζημίωσης αδείας και επιδόματος

αδείας ανάλογο με τους μήνες απασχόλησής του.

Στην περίπτωση που η ατομική σύμβαση εργασίας μισθωτού, η οποία είναι ορισμένου

χρόνου ή έργου, δεν έχει λήξει κατά το χρόνο που ο μισθωτός αποστρατεύεται,

τότε συνεχίζεται και μετά την αποστρατεία του, για όσο χρόνο φυσικά

υπολείπεται.

Ο εργοδότης υποχρεούται να απασχολήσει τον αποστρατευθέντα μισθωτό του, που

νομότυπα επανέρχεται στις τάξεις της επιχείρησής του, τουλάχιστον για ένα (1)

χρόνο από την ημέρα επανένταξής του σ' αυτή.

Αν τον απολύσει κατά τη διάρκεια του ως άνω χρονικού διαστήματος, τότε, εκτός

από την κανονική αποζημίωση που οφείλει να του καταβάλει, οφείλει να του

χορηγήσει επιπλέον ειδική αποζημίωση έξι (6) μηνιαίων μισθών.Ο μισθωτός, κατά το χρονικό διάστημα της στράτευσής του, δεν δικαιούται αμοιβής

από την επιχείρηση που τον απασχολούσε προ της στράτευσής του.

Στην περίπτωση, όμως, που μισθωτός στρατευθεί ως έφεδρος, τότε, για όσο χρονικό

διάστημα διαρκεί η στράτευσή του ως εφέδρου, έχει τα ίδια δικαιώματα μ' αυτά

που θα είχε σε περίπτωση ασθενείας του.

[Υποχρεούται, δηλαδή, ο εργοδότης να καταβάλει στον εν λόγω μισθωτό αποδοχές

ενός (1) μήνα (ή 26 ημερομισθίων) ή μισού (1/2) μήνα (ή 13 ημερομισθίων),

ανάλογα με το εάν έχει προϋπηρεσία μεγαλύτερη ή μικρότερη του ενός (1) χρόνου

στην επιχείρησή του, με την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος μισθωτός δεν έκανε

χρήση άλλου ανυπαίτιου κωλύματος (ασθένειας, ατυχήματος κ.λπ.) μέσα στο ίδιο

εργασιακό έτος].

Επιπροσθέτως, για ειδικά θέματα που ανακύπτουν λόγω στράτευσης του μισθωτού,

τονίζονται τα εξής:

- Ο χρόνος της στρατιωτικής υπηρεσίας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής

υπηρεσίας, μόνο για τον εργοδότη στον οποίο υπηρετούσε ο μισθωτός κατά το χρόνο

της στράτευσης και όχι για άλλους εργοδότες στους οποίους προσλήφθηκε μετά την

απόλυσή του από το στρατό (Α.Π.1035/1982).

- Στην προσμέτρηση της προϋπηρεσίας του μισθωτού συνυπολογίζεται και ο χρόνος

που μεσολάβησε από την αποστράτευση μέχρι την επαναπρόσληψη στην υπηρεσία.

- Η καθυστέρηση επαναπρόσληψης δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να αποβεί σε

βάρος του υπαλλήλου ο οποίος υπέβαλε εμπρόθεσμα τη σχετική αίτηση - δήλωσή του

(Εφετείο Αθηνών 1341/1994).

- Ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας θεωρείται ως χρόνος εργασίας για την κτήση

του δικαιώματος άδειας. Για μισθωτό που στρατεύεται προ της συμπλήρωσης

12μήνου, ανακύπτει δικαίωμα άδειας κατά το έτος της αποστράτευσης και

επιστροφής στην εργασία (Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας 49/1982).

- Νέα εταιρία, μη αποτελούσα διάδοχο της παλιάς, δεν έχει υποχρέωση να

προσλάβει τους αποστρατευθέντες μισθωτούς που είχαν στρατευθεί προ της λύσης

της πρώτης εταιρίας (Α.Π.1184/1990).

- Η κατά της απόλυσης προστασία του αποστρατευθέντος μισθωτού ισχύει και για

τους μισθωτούς του Δημοσίου - ΝΠΔΔ με σχέση ιδιωτικού δικαίου (Εφετείο Αθηνών

1341/1994).

β) Νομολογία που αναφέρεται στη στράτευση μισθωτών

1. Κατά το άρθρο 1 του Κ.Ν.3514/1928 "περί της θέσεως των ιδιωτικών υπαλλήλων

εν περιπτώσει στρατεύσεως" (Π.Δ. της 8.12.1928 - ΦΕΚ 264/Α'/1928), η υπό τα

όπλα οπωσδήποτε πρόσκληση παντός ιδιωτικού υπαλλήλου υπηρετούντος πλέον των έξι

(6) μηνών σε οποιοδήποτε γραφείο, κατάστημα ή επιχείρηση, δεν αποτελεί λόγο

λύσης της σύμβασής του εργασίας.

Ο υπάλληλος, εντός μηνός από της απόλυσής του από το στρατό, δέον να δηλώσει

στον εργοδότη του ή στον αντιπρόσωπό του εάν προτίθεται να επαναλάβει την

εργασία του, οπότε οφείλει να προσέλθει προς τούτο εντός δέκα πέντε (15)

ημερών.

2. Κατά το άρθρο 4 του αυτού ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11,

παρ. 2, εδάφιο α' του Α.Ν.547/1937 (ΦΕΚ 98/Α'/1937) "περί τροποποιήσεως και

συμπληρώσεως διατάξεων τινών εργατικών τινών νόμων", ο υπάλληλος, επαναλαβών

κατά το νόμο αυτό την εργασία του, δεν μπορεί πριν την παρέλευση έτους να

απολυθεί από τη θέση του, παρά μόνο για δικαιολογημένη αιτία που εναπόκειται

στην εκτίμηση της επιτροπής του άρθρου 7 του Α.Ν.244/1936, άλλως δικαιούται

αποζημίωσης ίσης προς τους μισθούς έξι (6) μηνών, υπολογιζομένων με βάση τις

κατά την ημέρα της απόλυσης του υπαλλήλου αποδοχές αυτού υπό καθεστώς πλήρους

απασχόλησης (άρθρο 5 του Ν.765/1943).

3. Με το άρθρο 11, παρ. 2, εδάφιο β' του προαναφερθέντος Α.Ν.547/1937 η ισχύς

του Ν.3514/1928 επεκτάθηκε και επί του εργατοτεχνικού προσωπικού των πάσης

φύσεως επιχειρήσεων.

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται σαφώς ότι η υπό τα όπλα, με

οποιονδήποτε τρόπο, πρόσκληση παντός μισθωτού ιδιωτικής επιχείρησης

υπηρετήσαντος σ' αυτή πλέον των έξι (6) μηνών, δεν αποτελεί λόγο λύσης της

σύμβασής του εργασίας. Αυτή, κατά το χρόνο της στράτευσής του, τελεί σε

αναστολή και επανέρχεται σε λειτουργία από την αποστράτευση του μισθωτού και

την εμπρόθεσμη δήλωσή του στον εργοδότη του ή στον αντιπρόσωπό του ότι θα

επαναλάβει την εργασία του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του

Ν.3514/1928. Συνεπώς, από της πρόσκλησης του μισθωτού υπό τα όπλα και επί ένα

(1) έτος μετά την αποστράτευσή του ο εργοδότης δεν μπορεί να καταγγείλει τη

σύμβαση εργασίας, παρά μόνο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου και μετά

από άδεια της επιτροπής του άρθρου 7 του Α.Ν.244/1936. Αν, παρ' όλα αυτά, ο

εργοδότης προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας, υποχρεούται στην

καταβολή αποζημίωσης ίσης προς τους μισθούς έξι (6) μηνών, υπολογιζομένων κατά

τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.765/1943, πέραν της υπό των σχετικών διατάξεων

του Ν.2112/1920 και του Β.Δ. της 16/18.7.1920 προβλεπομένης (Α.Π.1034/1982,

932/1977, 64/1977, 210/1977, 115/1971 κ.λπ.).

Το ανωτέρω ειδικό προστατευτικό νομοθετικό καθεστώς αποτελεί εκδήλωση πρόνοιας

της πολιτείας υπέρ των στρατευομένων "τέκνων της". Η υπ' αυτού παρεχόμενη

προστασία αποσκοπεί στην κατ' ελάχιστο όριο εξασφάλιση της θέσης εργασίας του

απομακρυνόμενου από αυτή, λόγω της στράτευσής του, μισθωτού για να μπορεί αυτός

να προσέρχεται απερίσπαστος στις τάξεις του στρατού, οσάκις καλείται προς τούτο

για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την άμυνα της χώρας. Κρίθηκε, δηλαδή,

επιβεβλημένη η λήψη ιδιαίτερων νομοθετικών μέτρων για την προστασία της θέσης

εργασίας που κατείχαν οι μισθωτοί προ της στράτευσής τους, προκειμένου αυτοί να

στρατεύονται απερίσπαστοι και η παροχή σ' αυτούς της βεβαιότητας ότι όταν

απολυθούν από τις τάξεις του στρατού θα ξαναβρούν τη θέση στην οποία εργάζονταν

και δεν θα διατρέξουν τον κίνδυνο να βρεθούν σε κατάσταση ανέχειας κ.λπ.

Αποτελεί δε η προστασία αυτή μέτρο, με το οποίο μέρος των επαχθών συνεπειών της

στράτευσης επιρρίπτεται στους εργοδότες, ως συμβολή τους στην άμυνα της χώρας

(Α.Π.1022/1992, 64/1977 κ.λπ.).

Η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 4 του Ν.3514/1928 επεκτείνεται σε κάθε

φυσικό πρόσωπο, με οποιαδήποτε ιδιότητα και ταυτότητα, καλούμενου να παράσχει

τις υπηρεσίες του στο έθνος, όντας αδιάφορου του τρόπου και του τύπου της

πρόσκλησης.

Είναι επίσης αδιάφορος, του νόμου μη διακρίνοντος, ο χρόνος της υπηρεσίας του

μισθωτού στο στρατό. Συνεπώς προστατεύονται οι μισθωτοί, ανεξάρτητα εάν αυτοί

συμπλήρωσαν ολόκληρη τη στρατιωτική τους θητεία ή ένα μόνο μέρος αυτής. Ιδίως ο

κληθείς υπό τα όπλα μισθωτός απολαμβάνει της ως άνω προστασίας και στην

περίπτωση που αυτός δεν συμπλήρωσε ολόκληρη τη στρατιωτική του θητεία, για το

λόγο ότι έτυχε αναβολής λόγω υγείας ή επειδή απαλλάχθηκε νόμιμα από την

εκπλήρωση, ολικά ή μερικά, της στρατιωτικής του υποχρέωσης (έγγραφο

2492/4.12.1996 του Υπουργείου Εργασίας).

Προστασία στρατευομένων μισθωτών

1. Κατά το άρθρο 1 του κωδικοποιημένου νόμου 3514/1928 "Περί της θέσεως των

ιδιωτικών υπαλλήλων εν περιπτώσει στρατεύσεως" (Π.Δ. της 8.12.1928/ΦΕΚ

264/Α'/1928), η υπό τα όπλα οπωσδήποτε πρόσκληση παντός ιδιωτικού υπαλλήλου

υπηρετούντος πλέον των έξι μηνών σε οποιοδήποτε γραφείο, κατάστημα ή

επιχείρηση, δεν αποτελεί λόγο λύσεως της συμβάσεώς του εργασίας.

Ο υπάλληλος, εντός μηνός από της απολύσεώς του εκ του στρατού, δέον να δηλώσει

στον εργοδότη του ή στον αντιπρόσωπό του εάν προτίθεται να επαναλάβει την

εργασία του, οπότε οφείλει να προσέλθει προς τούτο εντός 15 ημερών.

2. Κατά το άρθρο 4 του αυτού ως άνω νόμου, όπως ετροποποιήθη υπό του άρθρου 11

παρ. 2, εδάφ. α' του Α.Ν.547/1937 "Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως

διατάξεων τινων εργατικών τινων νόμων" (ΦΕΚ 98/Α'/1937), ο υπάλληλος,

επαναλαβών κατά τον νόμον αυτόν την εργασίαν του, δεν μπορεί προ της

παρελεύσεως έτους να απολυθεί της θέσεώς του, παρά μόνο: για δικαιολογημένην

αιτίαν, εναποκειμένη στην εκτίμηση της επιτροπής του άρθρου 7 του Α.Ν.244/1936,

άλλως δικαιούται αποζημιώσεως ίσης προς τους μισθούς έξι μηνών υπολογιζομένων

με βάση τις κατά την ημέρα της απολύσεως του υπαλλήλου αποδοχές αυτού υπό

καθεστώς πλήρους απασχολήσεως (άρθρο 5, Ν.765/1943).

3. Δια του άρθρου 11, παρ. 2, εδάφ. β' του προαναφερθέντος Α.Ν.547/1937, η

ισχύς του Ν.3514/1928 επεξετάθη και επί του εργατοτεχνικού προσωπικού των πάσης

φύσεως επιχειρήσεων.

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται σαφώς ότι η υπό τα όπλα με

οποιονδήποτε τρόπο πρόσκληση παντός μισθωτού ιδιωτικής επιχειρήσεως

υπηρετήσαντος σ' αυτή πλέον των έξι μηνών, δεν αποτελεί λόγο λύσεως της

συμβάσεώς του εργασίας. Αυτή, κατά το χρόνο της στρατεύσεώς του, τελεί σε

αναστολή και επανέρχεται σε λειτουργία από την αποστράτευση του μισθωτού και

την εμπρόθεσμη δήλωσή του στον εργοδότη του ή στον αντιπρόσωπό του ότι θα

επαναλάβει την εργασία του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του

Ν.3514/1928. Συνεπώς, από της προσκλήσεως του μισθωτού υπό τα όπλα και επί ένα

έτος μετά την αποστράτευσή του, ο εργοδότης δεν μπορεί να καταγγείλει τη

σύμβαση εργασίας, παρά μόνο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου και μετά

από άδεια της Επιτροπής του άρθρου 7 του Α.Ν.244/1936. Αν, παρ' όλα αυτά, ο

εργοδότης προβεί στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, υποχρεούται στην

καταβολή αποζημιώσεως ίσης προς τους μισθούς έξι μηνών υπολογιζομένων κατά τις

διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.765/1943, πέραν της υπό των σχετικών διατάξεων του

Ν.2112/1920 και του Β.Δ. της 16/18.7.1920 προβλεπομένης (Αρείου Πάγου:

1034/1982 - 932/1977 - 64/1977 - 210/1977 - 115/1971 κ.λπ.).

Το ανωτέρω ειδικό προστατευτικό νομοθετικό καθεστώς αποτελεί εκδήλωση πρόνοιας

της Πολιτείας υπέρ των στρατευομένων "τέκνων της". Η υπ' αυτού παρεχομένη

προστασία αποσκοπεί στην κατ' ελάχιστο όριο εξασφάλιση της θέσης εργασίας του

απομακρυνομένου εξ αυτής, λόγω της στρατεύσεώς του, μισθωτού για να μπορεί

αυτός να προσέρχεται απερίσπαστος στις τάξεις του στρατού, οσάκις καλείται προς

τούτο, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την άμυνα της χώρας. Κρίθηκε,

δηλαδή, επιβεβλημένη η λήψη ιδιαιτέρων νομοθετικών μέτρων για την προστασία της

θέσης εργασίας που κατείχαν οι μισθωτοί προ της στρατεύσεώς τους, προκειμένου

αυτοί να στρατεύονται απερίσπαστοι και η παροχή σ' αυτούς της βεβαιότητας ότι

όταν απολυθούν εκ των τάξεων του στρατού θα επανεύρουν τη θέση στην οποία

εργάζονταν και δεν θα διατρέξουν τον κίνδυνο να βρεθούν σε κατάσταση ανέχειας

κ.λπ. Αποτελεί δε η προστασία αυτή μέτρο, με το οποίο μέρος των επαχθών

συνεπειών της στρατεύσεως επιρρίπτεται στους εργοδότες, ως συμβολή τους στην

άμυνα της χώρας (Αρείου Πάγου: 1022/1992 - 64/1977 κ.λπ.).

Η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 4 του Ν.3514/1928 επεκτείνεται σε κάθε

φυσικό πρόσωπο με οποιαδήποτε ιδιότητα και ταυτότητα καλουμένου να παράσχει τις

υπηρεσίες του στο Εθνος, όντας αδιαφόρου του τρόπου και του τύπου της

προσκλήσεως.

Είναι επίσης αδιάφορος, του νόμου μη διακρίνοντος, ο χρόνος της στο στρατό

υπηρεσίας του μισθωτού. Συνεπώς, προστατεύονται οι μισθωτοί, ανεξαρτήτως εάν

αυτοί συνεπλήρωσαν ολόκληρη τη στρατιωτική τους θητεία ή ένα μόνο μέρος αυτής.

Ιδίως ο κληθείς υπό τα όπλα μισθωτός απολαμβάνει της ως άνω προστασίας και στην

περίπτωση που αυτός δεν συνεπλήρωσε ολόκληρη τη στρατιωτική του θητεία, για το

λόγο ότι έτυχε αναβολής, λόγω υγείας ή επειδή απαλλάχθηκε νομίμως της

εκπληρώσεως, ολικώς ή μερικώς, της στρατιωτικής του υποχρεώσεως (Εγγραφο

2492/4.12.1996 του Υπουργείου Εργασίας).

Στράτευση μισθωτών - Επίδομα στράτευσης

Ο ασφαλισμένος που παραμένει στο στράτευμα και μετά τη λήξη του χρόνου της

θητείας του, καθώς και ο ασφαλισμένος που επανακαλείται στο στράτευμα ως

Εφεδρος, δικαιούται, υπό προϋποθέσεις, επιδόματος στράτευσης (Εφεδρικό Επίδομα)

από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), εφόσον πληροί τις

προϋποθέσεις οι οποίες αναφέρονται παρακάτω:

Οι εργαζόμενοι που έχουν την Ελληνική υπηκοότητα και συνδέονται με τον εργοδότη

τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και είναι ασφαλισμένοι σε οποιονδήποτε

Ασφαλιστικό Φορέα Κύριας Ασφάλισης υπάγονται, ανεξαρτήτως ιδιότητας και φύλου,

στον Κλάδο Στράτευσης που είναι ενταγμένος στην αρμοδιότητα του ΟΑΕΔ.

Στον Κλάδο Στράτευσης υπάγονται πλέον και οι ανήλικοι εργαζόμενοι, οι μαθητές

τεχνίτες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, παρ. 1 του Ν.2335/1995.

Δεν υπάγονται στον Κλάδο Στράτευσης οι ασφαλισμένοι που συνεχίζουν προαιρετικά

την ασφάλισή τους, οι αλλοδαποί εργαζόμενοι στην Ελλάδα, καθώς και τα πληρώματα

των εμπορικών πλοίων που ασφαλίζονται στο ΝΑΤ.

Το ποσοστό εισφοράς του Κλάδου Στράτευσης ανέρχεται σε 1%, επιβαλλόμενο επί των

πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων των πάσης φύσεως επιχειρήσεων σε ολόκληρη

την Επικράτεια και βαρύνει εξ ολοκλήρου τον εργοδότη.

Για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, η εισφορά

του Κλάδου Στράτευσης ανέρχεται σε 2% (άρθρο 1, παρ. 2 του Ν.2054/1952).

Το επίδομα στράτευσης δικαιούνται οι μισθωτοί που ασφαλίζονται για τον Κλάδο

Στράτευσης και έχουν πραγματοποιήσει εκατόν πενήντα (150) τουλάχιστον ημέρες

εργασίας κατά το προηγούμενο, από την κατάταξη ή κλήση στο στρατό, ημερολογιακό

έτος ή κατά το τελευταίο πριν τη στράτευση 15μηνο, μη υπολογιζομένων, στην

περίπτωση αυτή, των ημερών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν κατά το τελευταίο

τρίμηνο του 15μηνου.

Οι στρατευμένοι μισθωτοί που είναι ασφαλισμένοι στον Κλάδο Στράτευσης

δικαιούνται επίδομα στράτευσης, εφόσον πληρούν την ως άνω προϋπόθεση, από την

ημερομηνία εκείνη που εισέρχονται στην εφεδρεία, όπως αυτή προσδιορίζεται με

την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού του αρμόδιου Στρατολογικού Γραφείου.

Οι διαδικαστικές ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο δικαιούχος του

επιδόματος αυτού αναφέρονται αναλυτικά κατωτέρω:

α) Υποβολή σχετικής αίτησης στο αρμόδιο γραφείο του ΟΑΕΔ.

β) Πιστοποιητικό στράτευσης του αρμόδιου Στρατολογικού Γραφείου.

γ) Βεβαίωση του τελευταίου εργοδότη στον οποίο απασχολείτο προ της στράτευσής

του.

δ) Προσκόμιση του ασφαλιστικού του βιβλιαρίου, καθώς και του οικογενειακού

βιβλιαρίου ασθένειας.

Το ποσό του επιδόματος στράτευσης προσδιορίζεται ανάλογα με την προϋπηρεσία του

και το χρόνο ασφάλισής του, καθώς και τα οικογενειακά του βάρη, ως κατωτέρω:

Ποσό Επιδόματος Στράτευσης

Μισθωτός μη Μισθωτός

Προϋπηρεσία βαρυνόμενος βαρυνόμενος

δικαιούχων με συντήρηση με συντήρηση

ασφαλισμένων οικογένειας οικογένειας

Εως 34 μήνες

προϋπηρεσία Το 1/2 του τεκμαρτού Τα 2/3 του τεκμαρτού

ημερομισθίου ημερομισθίου

Από 34 έως 70 μήνες Τα 2/3 του τεκμαρτού Τα 3/4 του τεκμαρτού

προϋπηρεσία ημερομισθίου ημερομισθίου

Από 70 μήνες & άνω

προϋπηρεσία 1 τεκμαρτό ημερομίσθιο 1 τεκμαρτό ημερομίσθιο

Επεξηγηματικά αναφέρεται ότι το επίδομα στράτευσης κάθε δικαιούχου υπολογίζεται

σύμφωνα με το τεκμαρτό ημερομίσθιο της ασφαλιστικής κλάσης που ανήκει κατά την

ημέρα της στράτευσής του.

Το επίδομα στράτευσης όσων αμείβονται με μηνιαίο μισθό υπολογίζεται με τη

διαίρεση του ποσού των αποδοχών που ελάμβανε ο μισθωτός κατά την ημέρα της

στράτευσης δια είκοσι πέντε (25), εξευρισκομένου με τον τρόπο αυτό του

ημερήσιου μισθού. Κατόπιν, το ποσό του ημερήσιου μισθού υπάγεται στο αντίστοιχο

τεκμαρτό ημερομίσθιο που προβλέπεται για τη χορήγηση των ασφαλιστικών παροχών

του ΙΚΑ και με βάση το τεκμαρτό αυτό ημερομίσθιο υπολογίζεται το ημερήσιο

επίδομα στράτευσης (Εφεδρικό Επίδομα).

Επίσης, τονίζεται ότι ως μέλη οικογένειας του μισθωτού Εφέδρου νοούνται η

σύζυγος, τα παιδιά, οι γονείς και τα αδέλφια, με την προϋπόθεση ότι

συγκατοικούσαν με αυτόν προ της στράτευσής του και τον βάρυναν όσον αφορά τη

συντήρησή τους.

Οσον αφορά τα αδέλφια του Εφέδρου, αυτά θεωρούνται μέλη της οικογενείας του και

τον βαρύνουν, εφόσον τα κορίτσια είναι άγαμα ή είναι χήρες, τα δε αγόρια δεν

έχουν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους ή, ανεξαρτήτως ηλικίας, έχουν

κριθεί ανίκανα προς εργασία.

Επιπροσθέτως, αναφέρεται ότι, μετά παρέλευση τριμήνου από την απόλυση του

Εφέδρου, παραγράφεται κάθε αξίωση του δικαιούχου να εισπράξει το επίδομα

στράτευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34, παρ. 4 του Ν.Δ.2961/1954.

Τέλος, τονίζεται ότι η επιστράτευση, δηλαδή η κλήση του μισθωτού υπό τα όπλα ως

Εφέδρου, συνιστά ανυπαίτιο κώλυμα, που δικαιολογεί, κατ' αρχήν, την απουσία του

από την εργασία, χωρίς συνέπειες. Επομένως, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να

ισχύει καθ' όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η επιστράτευση του μισθωτού,

ενώ ο εργοδότης υποχρεούται να δεχθεί το μισθωτό στην εργασία όταν λήξει ο

χρόνος της επιστράτευσης.

Η υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή αποδοχών στο μισθωτό που απέχει από την

εργασία του λόγω ανυπαίτιου κωλύματος, αναλύεται στα άρθρα 657 και 658 του Α.Κ.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 657 του Α.Κ. αναφέρει ότι ο μισθωτός διατηρεί την αξίωσή

του για την καταβολή μισθού, αν ύστερα από 10ήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας,

κωλύεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Ο

εργοδότης έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό τα ποσά που εξαιτίας του

κωλύματος καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο από Ασφαλιστικό Φορέα, όπως είναι το

ΙΚΑ. Δικαιούται, δηλαδή, ο εργοδότης να εκπέσει από το μισθό που οφείλει στον

επιστρατευθέντα μισθωτό του τα ποσά εκείνα τα οποία, εξαιτίας του κωλύματος

(της επιστράτευσης), καταβλήθηκαν στον μισθωτό δυνάμει υποχρεωτικής εκ του

νόμου απόφασης, εν προκειμένω από τον ΟΑΕΔ.

Επίσης, στο άρθρο 658 του Α.Κ. αναφέρεται ότι το χρονικό διάστημα στο οποίο

διατηρείται η αξίωση για καταβολή μισθού στον εργαζόμενο, σε περίπτωση

κωλύματος, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του ενός (1) μηνός, αν το κώλυμα

εμφανίστηκε ένα (1) τουλάχιστον χρόνο μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης

εργασίας και του μισού (1/2) μήνα για κάθε άλλη περίπτωση.

Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται απλώς 10ήμερη χρονική διάρκεια εργασιακής

σύμβασης, αλλά πραγματική παροχή εργασίας για δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες, για

να αξιώσει ο μισθωτός την καταβολή μισθού για το διάστημα της επιστράτευσής

του. Δεν συνυπολογίζονται, δηλαδή, οι μη εργάσιμες ημέρες, όπως είναι η Κυριακή

και οι αργίες, εκτός και αν απασχολήθηκαν αυτές τις ημέρες οι μισθωτοί.

Η χρονική διάρκεια καταβολής μισθού εκ μέρους του εργοδότη λόγω επιστράτευσης,

όσον αφορά τους μισθωτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο, είναι είκοσι έξι (26)

ημερομίσθια για όσους έχουν προϋπηρεσία μεγαλύτερη του ενός (1) έτους στην ίδια

επιχείρηση και δέκα τρία (13) ημερομίσθια για όσους μισθωτούς έχουν λιγότερη

του έτους και φυσικά όχι μικρότερης των δέκα (10) πραγματικών εργάσιμων ημερών

υπηρεσία στην επιχείρησή του.

Η χρονική διάρκεια καταβολής μισθού λόγω επιστράτευσης, για τους μισθωτούς που

αμείβονται με μηνιαίο μισθό είναι ένας (1) μηνιαίος μισθός ή το μισό (1/2) του

μηνιαίου μισθού, ανάλογα με το εάν η προϋπηρεσία των μισθωτών είναι μεγαλύτερη

ή μικρότερη του ενός (1) έτους, αντίστοιχα, στον ίδιο εργοδότη. Με τη

συμπλήρωση των ανωτέρω χρονικών ορίων, ο εργοδότης δεν υποχρεούται στην

καταβολή μισθού για το επιπλέον διάστημα που ο μισθωτός δεν εργάζεται λόγω

επιστράτευσης.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
επισκέπτη Γιώργος Κ.

Καλησπέρα,

Ποια τα δικαιώματα του εργαζομένου με την επιστροφή του στην εταιρεία, όσο αναφορά το μισθό, τις άδειες, το δώρο;

Εξηγώ: Υπάλληλος με κοντά 2 χρόνια προϋπηρεσίας επιστρέφει στην εταιρεία 20 μέρες μετά την απόλυσή του (ενημέρωσε ότι θα επιστρέψει 10 ημέρες αφότου εκπλήρωσε την θητεία του).

Τι γίνεται με τις μέρες αδείας που δεν πήρε κατά την απουσία του από την εταιρεία;(υπηρέτησε 9 μήνες) Αντίστοιχα, τι δικαιούται όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων (που πλησιάζει);

Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι εύκολο!

Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση τώρα
  • Πλοηγούταν πρόσφατα   0 μέλη

    • Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένοι χρήστες που να βλέπουν αυτή τη σελίδα.
×
×
  • Δημιουργία νέου...