Προς το περιεχόμενο

ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΑ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΙΩΝ: ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΔΟΥ ΚΑΙ ΙΣΧΥΣ ΤΟΥΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΡΙΤΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΘΕΩΡΗΣΗΣ Ή ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ


Προτεινόμενες αναρτήσεις

Με αφορμή μια τελευταία απόφαση του Α.Π. ( 90/2005 ) δημοσιεύω όλες τις σχετικές έως σήμερα αποφάσεις του Α.Π. για το θέμα των συμφωνητικών μεταξυ επιτηδευματιών

ΆΡΘΡΟ 8 Παρ. 16 του Ν. 1882/1990 ( όπως ισχύει )

16. Συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για

οποιανδήποτε συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από της

ημερομηνίας καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., άλλως

είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.

"Κατ' εξαίρεση, δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου

εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο,

τις Τράπεζες, τους Οργανισμούς, τις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου

τομέα, τους δήμους και τις κοινότητες, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

τις επιχειρήσεις που εκδίδουν κάρτες συναλλαγών και τις εταιρίες

χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986".

* Το δεύτερο εδάφιο που προστέθηκε με την παρ.2 άρθρου 8 Ν.2386/1996

αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.6 άρθρ.27 Ν.2682/1999

ΦΕΚ Α 16/8.2.1999.

* Με την παρ.7 άρθρ.22 Ν.3091/2002 ορίζεται ότι:

"7. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 16 του άρθρου 8 του Ν.

1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/) εφαρμόζονται αναλόγως και στην Α.Ε. Ο.Ε.Ο.Α. ΑΘΗΝΑ

2004. Η παραπάνω Εταιρεία απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής των

καταστάσεων των συμφωνητικών της παραγράφου 16του άρθρου 8του Ν. 1882/1990.

Εδώ είναι η ΠΟΛ. 1270/2000 με θέμα :

Παροχή οδηγιών για τις διαδικασίες και τον τρόπο υποβολής των συμφωνητικών

που προβλέπονται από την παρ. 16 του άρθρου 8 του Ν.1882/1990

http://www.taxheaven.gr/show.php?id=2384&p=2000/2384.txt

Παραθέτω τις αποφάσεις :

Αριθμός 90/2005

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές :………………….

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 18η Οκτωβρίου 2004, με

την παρουσία και της Γραμματέως……………, για να δικάσει μεταξύ :

Των αναιρεσειουσών : 1) Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία

«.............», η οποία εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται

νομίμως. 2) Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία «..............», η

οποία εδρεύει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νομίμως. 3) Ανώνυμης

Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία «...............», η οποία εδρεύει στη

Νέα Ιωνία Αττικής και εκπροσωπείται νομίμως. Εκπροσωπήθηκαν από τους

πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κ. Δ., Κ. Γ. και

Χρ.΄Ι..

Της αναιρεσίβλητης : Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «.............», η

οποία εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής και εκπροσωπείται νομίμως. Εκπροσωπήθηκε

από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ε.Π..

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 3 Νοεμβρίου 1997 αγωγή της ήδη

αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν

οι αποφάσεις : 3713/1999 μη οριστική, 6852/2001 οριστική του ίδιου

δικαστηρίου και 8284/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας

αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείουσες, με την από 13 Νοεμβρίου 2002 αίτησή

τους και τους από 17 Δεκεμβρίου 2003 πρόσθετους λόγους αυτής.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι

διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης

Χρήστος Γ. ανέγνωσε την από 7 Οκτωβρίου 2004 έκθεσή του, με την

οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των

αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων

αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και

καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή

της φοροδιαφυγής κλπ» ορίζεται, ότι συμφωνητικά, που καταρτίζονται μεταξύ των

επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή, θεωρούνται, μέσα σε δέκα

(10) ημέρες από την ημερομηνία κατάρτισης και υπογραφής, από την αρμόδια ΔΟΥ,

αλλιώς είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Στην εν λόγω

παρ. 16, με την παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 2386/1996, προστέθηκε δεύτερο

εδάφιο, το οποίο ορίζει ότι κατ` εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του

προηγούμενου εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το

Δημόσιο κλπ. Η ως άνω διάταξη, στα πλαίσια των μέτρων για την περιστολή της

φοροδιαφυγής, υποχρεώνει του επιτηδευματίες, που συναλλάσσονται μεταξύ τους ή

με τρίτους, να υποβάλουν στην αρμόδια ΔΟΥ για θεώρηση τα συμφωνητικά που

αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα απ΄ αυτές εισοδήματα,

στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει, να μη διαφεύγουν από τη φορολογία

που προβλέπεται γι΄ αυτά. Τούτο προκύπτει, όχι μόνο από τη γραμματική

διατύπωση της εν λόγω διάταξης, αλλά και από τον υπότιτλο του άρθρου, στο

οποίο αυτή είναι ενταγμένη («Διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον

προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών»). Έτσι, ενόψει του

επιδιωκόμενου με τη διάταξη σκοπού, η θεσπιζόμενη για την παράβασή της κύρωση

πρέπει, παρά τη γενικότητα με την οποία διατυπώνεται, να περιοριστεί σε

μόνα τα συμφωνητικά που αφορούν συναλλαγές ανάμεσα σε επιτηδευματίες ή

ανάμεσα σε αυτούς και τρίτους, από τις οποίες πηγάζουν φορολογητέα εισοδήματα

των επιτηδευματιών τούτων και μόνο έναντι της φορολογικής αρχής, χωρίς η

ακυρότητα να επεκτείνεται μεταξύ των συμβαλλομένων. Συνεπώς, το Εφετείο, με

το να απορρίψει με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ως αβάσιμο τον

ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 16 του Ν.

1882/1990 δεν γεννάται απαίτηση από τα από 28.1.1995 και 29.12.1995 ιδιωτικά

συμφωνητικά λόγω ακυρότητας αυτών διότι δεν θεωρήθηκαν εντός 10 ημερών από

την αρμόδια ΔΟΥ, δεν παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του

άρθρου 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990. Συνακόλουθα, ο αντίθετος από το άρθρο

559 αρ. 1 του ΚΠολΔ , πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3παρ.1, 8 και 28 παρ.1 περ. α΄

και δ΄ του Ν. 1642/1986 «για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και

άλλες διατάξεις» και την Π. 8499/4941 ΠΟΛ 369 της 28.12.1987/3.2.1988

απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 4

του Ν. 1839/1989 (βλ. ήδη αντίστοιχα άρθρα 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 8 και

35 παρ. 1 περ. α΄ και δ΄ του Ν. 2859/2000 «περί κύρωσης του Κώδικα Φόρου

Προστιθέμενης Αξίας») προκύπτει, πλην άλλων: α) ότι στο φόρο προστιθέμενης

αξίας (ΦΠΑ) υπόκειται κάθε ημεδαπό νομικό πρόσωπο, εφόσον ασκεί κατά τρόπο

ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα, β) ότι για την παροχή υπηρεσιών υπόχρεος

προς απόδοση του ΦΠΑ στο Δημόσιο είναι ο εγκαταστημένος στο εσωτερικό της

χώρας, υποκείμενος στο φόρο αυτόν, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το

οποίο αναγράφει το εν λόγω φόρο στα τιμολόγια που εκδίδει και γ) ότι ο φόρος

αυτός επιρρίπτεται από τον κατά νόμο υπόχρεο για έκδοση φορολογικού στοιχείου

σε βάρος του αντισυμβαλλομένου του, υπό την έννοια ότι ο εκδότης του

τιμολογίου παροχής υπηρεσιών τον εισπράττει από τον αντισυμβαλλόμενο αυτού

για λογαριασμό του Δημοσίου. Απ΄ αυτά παρέπεται, ότι επί αγωγής για την

καταβολή του ΦΠΑ που αναλογεί στο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε ο

ενάγων, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι στο ποσό που συμφωνήθηκε να

καταβληθεί στον ενάγοντα για παροχή υπηρεσιών, έχει περιληφθεί και ο ΦΠΑ που

αναλογεί στο ποσό αυτό, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, δικονομικά

διαμορφώνεται σε ένσταση καταλυτική της αγωγής, στηριζόμενη στο άρθρο 361 ΑΚ.

Τούτο δε, καθόσον πρόκειται για γεγονός που αναιρεί το βασικό κανόνα, στον

οποίο, κατά τα προεκτιθέμενα, στηρίζεται το επίδικο δικαίωμα (καταβολής του

ποσού του ΦΠΑ) και επομένως, αυτός (εναγόμενος) φέρει το βάρος της απόδειξης

της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω ένστασής του, σύμφωνα με τις

διατάξεις του άρθρου, 338 του ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, το Εφετείο, κρίνοντας

πως ο ισχυρισμός των εναγομένων και ήδη αναιρεσειουσών εταιρειών ότι κατά τη

συμφωνία τους με την ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία, στο ποσό των

200.000.000 δραχμών, που αυτές κατέβαλαν συμμέτρως για την κάλυψη των δαπανών

μεταστέγασης της τελευταίας, έχει περιληφθεί και ο ΦΠΑ που αναλογούσε στο

ποσό αυτό, αποτελεί ένσταση και αυτές (εναγόμενες) φέρουν το βάρος της

απόδειξής της, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ,

ότι δηλαδή εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της

απόδειξης. Γι΄ αυτό ο αντίθετος δεύτερος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 1 εδάφ. β΄ του ΚΠολΔ,

ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή

παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα από την κοινή πείρα για την ανεύρεση

της αληθινής έννοιας κανόνος δικαίου ή για την υπαγωγή σ΄ αυτόν των

πραγματικών γεγονότων και όχι όταν παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την

εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, ως διδάγματα κοινής πείρας θεωρούνται

γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της

εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές

τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και

χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών

εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της

αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Στην

προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το

Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το αναφερόμενο στην απόφαση

αυτή συμβολαιογραφικό προσύμφωνο πώλησης η ενάγουσα προσυμφώνησε με τις

εναγόμενες να πωλήσει και να μεταβιβάσει σ΄ αυτές, κατά ποσοστό 1/3 εξ

αδιαιρέτου στην καθεμία, το αναφερόμενο στην ίδια απόφαση βιομηχανικό κτίριο

και συγχρόνως με το από 28.1.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό καταρτίστηκε μεταξύ

τους πρόσθετη σύμβαση με την οποία οι εναγόμενες ανέλαβαν την υποχρέωση να

καταβάλουν στην αντισυμβαλλομένη τους, κατά την υπογραφή του οριστικού

συμβολαίου, το ποσό των 300.000.000 δραχμών και δη 100.000.000 δραχμές η

καθεμία, ως αποζημίωση για την κάλυψη δαπανών μετεγκατάστασης της

βιομηχανικής μονάδας και των γραφείων της ενάγουσας. Στη συνεχεία, με το

29894/1995 συμβόλαιο η ενάγουσα πώλησε και μεταβίβασε στις εναγόμενες το

προαναφερόμενο ακίνητο και συγχρόνως με το από 29.12.1995 ιδιωτικό

συμφωνητικό, οι διάδικοι εταιρείες, κατά τροποποίηση του ανωτέρου από

28.1.1995 ιδιωτικού συμφωνητικού, συμφώνησαν τη μείωση του ποσού της

αποζημίωσης από 300.000.000 δραχμές σε 200.000.000 δραχμές, ενώ ακολούθως,

οι εναγόμενες κατέβαλαν στην ενάγουσα το ποσό αυτό των 200.000.000 δραχμών

και δη η πρώτη 66.666.666 δραχμές, η δεύτερη 66.666.666 δραχμές και η τρίτη

66.666.668 δραχμές, η δε ενάγουσα εξέδωσε, όπως είχε υποχρέωση, τα

αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με ημερομηνία 29.12.1995 τρία

τιμολόγια παροχής υπηρεσιών προς καθεμία από τις τρεις εναγόμενες για τα ως

άνω αναφερόμενα ποσά που εισέπραξε από καθεμία, πλέον ΦΠΑ ποσού 12.000.000

δραχμών για καθένα από τα ποσά αυτά. Ενώ όμως οι εναγόμενες κατέβαλαν στην

ενάγουσα το ποσό των 200.000.000 δρχ, αρνούνται να καταβάλουν το φόρο

προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στο ποσό αυτό, ήτοι το ποσό των 12.000.000

δρχ. η καθεμία, παρά τη σχετική όχλησή τους από την ενάγουσα, που περιέχεται

στην από 26.9.1997 έγγραφη δήλωση - διαμαρτυρία της που τους επιδόθηκε στις

25.9.1997,30.9.1997 και 26.9.1997, αντιστοίχως, ισχυριζόμενες κατ΄ ένσταση,

ότι, κατά τη συμφωνία τους με την ενάγουσα, στο ποσό των 200.000.000 δρχ. που

συμφωνήθηκε και καταβλήθηκε, περιλαμβάνεται και ο φόρος προστιθέμενης αξίας

που αναλογεί στο ποσό αυτό. Η αλήθεια όμως του ισχυρισμού αυτού δεν

αποδείχθηκε καθόσον οι μάρτυρες αυτών καταθέτουν ότι δεν γνώριζαν, ούτε

κάποιος από τους εκπροσώπους των εναγομένων τους πληροφόρησε, αν μεταξύ των

διαδίκων είχε συμφωνηθεί να περιλαμβάνεται στο ως άνω ποσό των 200.000.000

δρχ. και ο ανάλογος ΦΠΑ, ο δε σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων δεν

ενισχύθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Σημειώνεται, συνεχίζει το

Εφετείο, ότι το γεγονός ότι η ενάγουσα δέχθηκε να λάβει και εισέπραξε

επιταγές των αντιδίκων της συνολικού ποσού 200.000.000 δρχ. και δεν απέκρουσε

την καταβολή αυτή, αξιώνοντας να της καταβληθεί συγχρόνως και το ποσό που

αντιστοιχούσε στο ΦΠΑ, ή ότι δεν διατύπωσε ρητή επιφύλαξη κατά την παραλαβή

των επιταγών, δεν αποτελεί τεκμήριο ικανό να ανατρέψει την ως άνω αποδεικτική

κρίση του Δικαστηρίου. Επομένως, καταλήγει το Εφετείο, είναι αβάσιμος ο ως

άνω προβαλλόμενος ισχυρισμός των εναγομένων. Με τον από το άρθρο 559 αρ. 1

περ. β΄ του ΚΠολΔ τρίτο λόγο αναίρεσης, όπως αυτός συμπληρώθηκε,

διευκρινίστηκε και βελτιώθηκε με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης,

αποδίδεται η πλημμέλεια: 1) Ότι το Εφετείο «απέρριψε ως αδύναμη την προσφυγή

των αναιρεσειουσών στα διδάγματα της κοινής πείρας και συγκεκριμένα στα εξής

επικληθέντα»: α) Το αρχικό ποσό των 300.000.000 δρχ. προσδιορίστηκε κατ΄

αποκοπή και ανεξάρτητα από το πραγματικό ύψος δαπανών. β) Το ποσό αυτό

μειώθηκε σε 200.000.000 δρχ. με τη σύμφωνη γνώμη της ενάγουσας, λόγω

απαίτησης της τελικής αγοράστριας του κτιρίου (ΚΕΔ) για εκτέλεση πρόσθετων

εργασιών, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, αλλιώς θα ματαιούντο οι διαδοχικές

συμβάσεις πώλησης. γ) Η παραλαβή των τριών επιταγών έκδοσης των

αναιρεσειουσών, αξίας η καθεμία 66.666.666 δρχ. έγινε από εκπροσώπους της

ενάγουσας, χωρίς να διατυπώσουν επί της σχετικής απόδειξης παράδοσης-

παραλαβής των επιταγών οποιαδήποτε επιφύλαξη αναφορικά με το ΦΠΑ ή να

αρνηθούν να παραλάβουν τις επιταγές εφόσον υποτίθεται ότι είχαν απαίτηση και

για τον αναλογούντα ΦΠΑ και δ) Το ποσό των 200.000.000 δρχ. συμφωνήθηκε με

το από 29.12.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό να πληρωθεί με τον αυτόν τρόπο κάλυψης

του υπολοίπου πιστούμενου τιμήματος για το οποίο οι αναιρεσείουσες δεν

επιβαρύνθηκαν με ΦΠΑ λόγω απαλλαγής εκ του φόρου στις περιπτώσεις μεταβίβασης

ακινήτων. 2) Ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη μόνο το υπό στοιχείο γ΄ ως άνω και

κυριότερο εξ αυτών δίδαγμα κοινής πείρας και μάλιστα «στα πλαίσια της

εκτίμησης των αποδείξεων που απέβησαν άκαρπες», ενώ τούτο καθώς και τα

υπόλοιπα ανωτέρω θα έπρεπε να εξεταστούν στα πλαίσια της υπαγωγής των

πραγματικών γεγονότων στον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου (νόμος 1642/1986 σε

συνδυασμό προς το άρθρο 361 ΑΚ). Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι προεχόντως

απαράδεκτοι, διότι από τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά δεν υφίστανται

διδάγματα κοινής πείρας υπό την προεκτεθείσα έννοια, υπό την επίκληση δε της

ως άνω αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται πράγματι η εκτίμηση από το Εφετείο

πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει τον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο

562 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδάφ. α΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση

επιτρέπεται και αν παραβιάστηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών

των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Οι κανόνες, όμως, αυτοί εφαρμόζονται τότε

μόνο, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς

αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς

τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων. Επομένως, τότε μόνο ιδρύεται λόγος

αναίρεσης από το ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέφυγε στους

ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες, όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

προκύπτει, ότι το δικαστήριο διαπίστωσε ευθέως ή εμμέσως, ότι υπάρχει κενό ή

αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων και παρόλα αυτά δεν τους εφάρμοσε.

Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης

απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, κενό η

αμφιβολία στις από 28.1.1995 και 29.12.1995 πρόσθετες συμβάσεις μεταξύ των

διαδίκων, ώστε να υποχρεούται να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των

άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Συνεπώς, οι δεύτερος, τρίτος, κατά τα αντίστοιχα

μέρη του, και τέταρτος, κατά τα αντίστοιχα μέρη του, πρόσθετοι λόγοι

αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραβίασε

τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ με την παράλειψη προσφυγής σ΄ αυτές

για την ερμηνεία των αμέσως ανωτέρω δύο συμβάσεων, είναι αβάσιμοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση

επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που οι

διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ωστόσο, δεν επιβάλλεται να γίνεται

ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ` αυτά, αρκεί να

καθίσταται βέβαιο, από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν

όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν. Εν προκειμένω, στην

προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό

πόρισμά του «από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον

του εισηγητή δικαστή….. και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και

προσκομίζουν οι διάδικοι». Από τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου, σε συνδυασμό με

όλες τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα, ότι

το εν λόγω δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά

μέσα και τα έγγραφα που αναφέρονται στο πρώτο τμήμα του τρίτου πρόσθετου

λόγου αναίρεσης: ήτοι α) τις από 28.1.1995 και από 29.12.1995 δύο συμβάσεις

μεταξύ των διαδίκων, β) τις αναφερόμενες στο λόγο τούτον τρεις τραπεζικές

επιταγές και γ) τα υπ΄ αριθ. 40/29.12.1995, 41/29.12.1995 και 39/29.12.1995

τιμολόγια, τα οποία έγγραφα μάλιστα και μνημονεύει. Επομένως, ο από το άρθρο

559 αρ. 11 περ. γ΄ του ΚΠολΔ, αντίθετος τρίτος, κατά το πρώτο τμήμα του,

πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το

δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα

αποδεικτικά μέσα δύναμη απόδειξης μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που,

δεσμευτικά γι΄ αυτό, καθορίζει ο νόμος και δεν στοιχειοθετείται όταν το

δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει το δικαίωμα από το

νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά το

νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή

αξιοπιστία από τα άλλα αυτά. Εξάλλου, τα έγγραφα έχουν αυξημένη αποδεικτική

δύναμη, μόνο αν παράγουν πλήρη απόδειξη και όχι όταν εκτιμώνται ως δικαστικά

τεκμήρια. Συνεπώς, ο από το άρθρο 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ τρίτος, κατά το

τελευταίο τμήμα του, πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται η

πλημμέλεια ότι το Εφετείο «απέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη στις

μαρτυρικές καταθέσεις από τις οποίες ούτε αποδείχθηκε ο σχετικός καταλυτικός

ισχυρισμός των αναιρεσειουσών (ότι ο ΦΠΑ ήταν ενσωματωμένος στο συμφωνημένο

ποσό των 200.000.000 δρχ.) και μικρότερη στην απόδειξη παραλαβής των επιταγών

που προσφέρεται προς έμμεση απόδειξη προς συναγωγή τεκμηρίου (336 παρ. 3

ΚΠολΔ)», είναι απαράδεκτος.

Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος

απ΄ αυτή λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, αφορά

ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος,

αναφορικά με τη συνδρομή ή μη των γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση

συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, έτσι ώστε, από την

έλλειψη αιτιολογιών ή από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους να μη

μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς. Δεν υπάρχει, όμως,

έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση έχει αιτιολογίες. Επίσης, δεν υπάρχει

ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις

αιτιολογίες. Ελλείψεις, δε ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού

πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες

(Ολ ΑΠ 861/1984). Στην κρινόμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση

προκύπτει, ότι αυτή έχει αιτιολογίες, με τις παραδοχές δε αυτής που

παρατέθηκαν ανωτέρω, το Εφετείο διέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, που

επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, αναφορικά: α) με τη βασιμότητα της αγωγής

της αναιρεσίβλητης για καταβολή σ΄ αυτήν εκ μέρους των αναιρεσειουσών των

οφειλόμενων από καθεμία ποσών ΦΠΑ και β) με την κατ΄ ουσία απόρριψη του

ισχυρισμού των τελευταίων, ότι κατά τη συμφωνία αυτών με την αναιρεσίβλητη, ο

ΦΠΑ που αναλογεί στο ποσό των 200.000.000 δρχ. περιλαμβάνεται στο ποσό αυτό.

Συνεπώς, ο από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αντίθετος τέταρτος πρόσθετος

λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 εδάφ. α` του ΑΚ προκύπτει,

ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε

δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή και ότι, όταν πρόκειται για χρηματική

οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον

τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία, χωρίς να είναι

υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Στην περίπτωση που πρόκειται, το Εφετείο,

μετά τις παραπάνω παραδοχές του, έκρινε ότι «οι εναγόμενες οφείλουν να

καταβάλουν, σύμφωνα με τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ, νόμιμους τόκους, καθεμία από

την ημέρα που της επιδόθηκε η περιέχουσα όχληση κατά τα ανωτέρω εξώδικη

δήλωση της ενάγουσας, δεν έχει δε έννομη επιρροή το γεγονός ότι οι

εναγόμενες, με εξώδικες έγγραφες απαντήσεις, απέκρουσαν τις προβαλλόμενες από

την ενάγουσα αξιώσεις». Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, δεν παραβίασε τις

διατάξεις των άρθρων 340 και 345 του ΑΚ. και συνεπώς, ο από το άρθρο 559

αρ.1 περ. α΄ του ΚΠολΔ αντίθετος πέμπτος, κατά το πρώτο τμήμα του, πρόσθετος

λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος

αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα

στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός των αναφερόμενων σε αυτή εξαιρέσεων. Η

διάταξη αυτή καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της

αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο.

Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται σ΄ αυτό, ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει το λόγο

της αναίρεσης, είχε προταθεί και μάλιστα νομίμως στο δικαστήριο που εξέδωσε

την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το

αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Στην κρινόμενη περίπτωση, με

τους από το άρθρο 559αρ.1 του ΚΠολΔ πέμπτο, κατά το δεύτερο τμήμα του, και

έκτο, κατά το πρώτο τμήμα του, πρόσθετους λόγους αναίρεσης αποδίδονται οι

πλημμέλειες, ότι το Εφετείο, αντίστοιχα: α) Κατ` εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου

παρέλειψε να εφαρμόσει το άρθρο 342 του ΑΚ, το οποίο έχει εφαρμογή, καθόσον

οι αναιρεσείουσες - οφειλέτριες ευλόγως αμφέβαλλαν για την ύπαρξη της

οφειλής, δηλαδή η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο

αυτές δεν έχουν ευθύνη, πλέον δε τούτου η αναιρεσίβλητη με την από 26.9.1997

εξώδικη δήλωσή της δεν προσδιόριζε από πού προέκυπτε «καθαρά, ορισμένα, με

ακρίβεια και σαφήνεια» η απαίτησή της και θα έπρεπε επομένως το Εφετείο να

επιδικάσει τόκους από την επίδοση της αγωγής, και β) Παραβίασε τις διατάξεις

των άρθρων 513 και 1033 του ΑΚ, με το να χαρακτηρίσει τις πιο πάνω από

28.1.1995 και από 29.12.1995 δύο παρεπόμενες συμβάσεις, ως συμβάσεις

αποζημίωσης για την οποία οφείλεται ΦΠΑ, ενώ στην ουσία είναι συμβάσεις

παρεπόμενες της κύριας σύμβασης πώλησης του ακινήτου που αναφέρεται στο

28894/29.12.1995 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών .........

...... για την οποία είχε προηγηθεί το 28848/28.1.1995 προσύμφωνο του ίδιου

συμβολαιογράφου και συνεπώς το ζητούμενο με βάση τις πρόσθετες αυτές

συμβάσεις ποσό των 200.000.000 δραχμών δεν είναι αποζημίωση αλλά στην ουσία

είναι επιπλέον, εκτός συμβολαίου, τίμημα που δεν υπόκειται σε ΦΠΑ, αλλά σε

φόρο μεταβίβασης ακινήτου. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, είναι προεχόντως

αόριστοι, αφού οι αναιρεσείουσες δεν προβάλλουν ότι τους ανωτέρω ισχυρισμούς

αυτών, που δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2

του ΚΠολΔ, πρότειναν, όπως όφειλαν, στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε αναφέρουν

το χρόνο και τρόπο πρότασης αυτών, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν

παραδεκτοί και νόμιμοι. Τέλος, ο πιο πάνω έκτος (τελευταίος), κατά το δεύτερο

τμήμα του, πρόσθετος λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο η αναιρεσιβαλλόμενη

απόφαση είναι αναιρετέα και κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, είναι

προεχόντως αόριστος. Τούτο δε, καθόσον στο λόγο τούτον απλώς γίνεται

επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ενώ με το περιεχόμενο του

λόγου αυτού δεν αποδίδεται συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια της προσβαλλόμενης

απόφασης, υπαγόμενη στον εν λόγω αριθμό του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.

Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση

αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες να πληρώσουν τα δικαστικά

έξοδα της αναιρεσίβλητης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 13 Νοεμβρίου 2002 αίτηση των ανώνυμων τεχνικών

εταιρειών με την επωνυμία α) «........», β) «....................» και γ)

«.............», για αναίρεση της 8284/2002 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα της

αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα

(1.170,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Δεκεμβρίου 2004. Και

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2005.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 1698/2001

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: ………………………………..

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου

2001, με την παρουσία και της γραμματέως Δ. Φ., για να

δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ............................... η οποία

εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ι. Μ.,

βάσει δηλώσεως κατ άρθρ. 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: ................................. οι οποίοι

εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κ. Π.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12 Ιανουαρίου 1999 ανακοπή των ήδη

αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1056/2000 του ίδιου Δικαστηρίου και 977/2001

του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η

αναιρεσείουσα με την από 23 Μαϊου 2001 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,

οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής

Αρεοπαγίτης Στυλιανός Πατεράκης ανέγνωσε την από 16 Οκτωβρίου 2001

έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε α) την παραδοχή των λόγων

αναιρέσεως που κρίθηκαν βάσιμοι στο σκεπτικό και την αναίρεση της

προσβαλλόμενης 977/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών β) την απόρριψη

των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε

την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη

δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623

και 624 ΚΠολΔ μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με

τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής

πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαιτήσεως του αιτούντος από

ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό

της να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το

ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο

628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, αν δε τυχόν εκδοθεί

ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633

ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται

λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της υπάρξεως και της

δυνατότητας αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα

(Ολομ.Α.Π 10/1997). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.16 του

ν.1882/1990 "Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής κλπ", συμφωνητικά

που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε

συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από της ημερομηνίας

καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια ΔΟΥ άλλως είναι ανίσχυρα και

δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Περαιτέρω με το άρθρο 8 παρ.2 του

Ν. 2386/1996 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο το οποίο

ορίζει ότι κατ` εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου

εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο

κλπ. Η διάταξη αυτή, στα πλαίσια των μέτρων που ο προαναφερόμενος νόμος

θεσπίζει για την περιστολή της φοροδιαφυγής, εν όψει δε και του

υπότιτλου αυτής ("διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον προσδιορισμό

του εισοδήματος των επιτηδευματιών"), υποχρεώνει τους επιτηδευματίες

που συναλλάσσονται μεταξύ τους ή με τρίτους να υποβάλλουν στην αρμόδια

δημόσια οικονομική υπηρεσία (ΔΟΥ) για θεώρηση τα συμφωνητικά που

αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα απ` αυτές

εισοδήματα, στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει, να μη διαφεύγουν

από την προβλεπόμενη γι` αυτά φορολογία με την κατασκευή εκ των υστέρων

ανακριβών φορολογικών στοιχείων και συνακόλουθα να διαπιστώνεται η

πραγματική φοροδοτική ικανότητα των επιτηδευματιών και να επιβάλλεται

το προσήκον φορολογικό βάρος. Ενόψει του επιδιωκόμενου με τη διάταξη

αυτή σκοπού τούτου, δεν καθιερώνεται γενικώς το ανίσχυρο κάθε

συμφωνητικού, δημόσιου ή ιδιωτικού, στο οποίο έχει καταχωριστεί σύμβαση

μεταξύ επιτηδευματιών κατά την έννοια του άρθρου 2 του ΠΔ 186/1992

"Περί Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων" ή μεταξύ εκείνων και τρίτων,

εφόσον τούτο δεν έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα προς θεώρηση στην αρμόδια

ΔΟΥ, αλλά η δυσμενής αυτή συνέπεια ισχύει μόνον έναντι της φορολογικής

αρχής, χωρίς η ακυρότητα να επεκτείνεται μεταξύ των συμβαλλομένων (ΑΠ

735/2001 και 761/2001). Η έννοια αυτή της ερμηνευόμενης διατάξεως

ευρίσκει έρεισμα στο κείμενο αυτής, στο οποίο, εν όψει και του

δηλούμενου στον υπότιτλο αυτής ειδικού φορολογικού σκοπού, αναγκαίως,

για λόγους σαφήνειας, θα γινόταν μνεία ότι η κύρωση της μη τηρήσεως της

παραπάνω διατυπώσεως επιδρά γενικώς και στις μεταξύ των συμβαλλομένων

σχέσεις. Προσθέτως δε αποκλείει την αντίθεση της διατάξεως α)προς το

άρθρο 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος ως προς τη διασφάλιση της

ελεύθερης υπερασπίσεως των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του επιτηδευματία

ενώπιον των δικαστηρίων με τη χρησιμοποίηση του αντίστοιχου εγγράφου

και β)προς τη διασφαλιζόμενη στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή

της αναλογικότητας για τον ίδιο παραπάνω λόγο. Δηλονότι της

διακινδυνεύσεως της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εκ μόνης της

μη τηρήσεως διατυπώσεως που έχει ταχθεί για αποκλειστικό φορολογικό

σκοπό και δεν συνάπτεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την

απονομή της δικαιοσύνης από αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως

προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο έκρινε, ότι είναι

ουσιαστικά βάσιμη η από 12-1-1999 ανακοπή των τώρα αναιρεσιβλήτων με

την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της με αριθμό 19237/1998 διαταγής πληρωμής

του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το λόγο ότι το από

14-7-1993 ιδιωτικό συμφωνητικό εξώδικου συμβιβασμού και κατάργησης

δίκης το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ της τώρα αναιρεσείουσας του τέως

συζύγου αυτής ........ και των αναιρεσιβλήτων και με βάση το

οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, είναι ανίσχυρο, επειδή, αν και

καταρτίσθηκε μεταξύ επιτηδευματιών, δεν θεωρήθηκε από την αρμόδια ΔΟΥ

μέσα στην προθεσμία που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 8 παρ.16 εδαφ.α

Ν. 1882/1990, αλλά στις 22-12-1998, μετά παρέλευση πέντε και πλέον ετών.

Το ανωτέρω όμως συμφωνητικό, με βάση το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη

διαταγή πληρωμής δεν ήταν ανεπίτρεπτο και απαγορευμένο ως αποδεικτικό

μέσο της απαιτήσεως μεταξύ των ήδη διαδίκων, για μόνο το λόγο ότι δεν

είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα στην αρμόδια ΔΟΥ για θεώρηση. Κρίνοντας,

ακολούθως, το Εφετείο ότι το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, που

υποβλήθηκε προς απόδειξη της απαιτήσεως για την έκδοση της διαταγής

πληρωμής δεν αποδείκνυε την απαίτηση ένεκα της προαναφερθείσας

ελλείψεως και με βάση την κρίση του αυτή ακυρώνοντας την διαταγή

πληρωμής, κατά παραδοχή της ανακοπής με βάση το λόγο αυτό, το μεν

παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών

μέσων και ειδικότερα του ιδιωτικού εγγράφου, το δε παρά το νόμο (άρθρα

623 και 624 ΚΠολΔικ) κήρυξε ακυρότητα της διαταγής πληρωμής.

Ωστε είναι βάσιμοι οι περί τούτου λόγοι αναιρέσεως, πρώτος από το

άρθρο 559 αριθ.12, και δεύτερος, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔικ,

κατ? ορθήν εκτίμηση του περιεχομένου του. Κατ` ακολουθία όλων των

προεκτεθέντων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να

παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η

σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ.3

ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 977/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο.

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη της

αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις, την οποία ορίζει στο ποσό

των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2001. Και

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις 4

Δεκεμβρίου 2001.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 735/2001

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: …………………………………………..

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου

2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Κ. Ξ., για να

δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών:...................... Από αυτές οι 1η και 2η

εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χ. Μ. και η 3η

δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Του αναιρεσιβλήτου: ..................................... ο

οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του

Ι. Γ..

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 20-1-1995 αγωγή του ήδη

αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9477/1997 του ίδιου δικαστηρίου και 901/1999

του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των παραπάνω αποφάσεων ζητούν οι

αναιρεσείουσες με την από 23-7-1999 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση

της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι

παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης

Σ. Γ.ς ανέγνωσε την από 5-3-2001 έκθεσή του, με την οποία

εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο

πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών που παραστάθηκαν ζήτησε την παραδοχή

της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της

και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. ξπως προκύπτει από τη 10348Γ/18.10.2000 έκθεση επιδόσεως της

δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών κ. Κ. σε

συνδυασμό προς την από 18.10.2000 απόδειξη παραλαβής εκ μέρους

αξιωματικού του Α.Τ. Ομονοίας αντιγράφου θυροκολλημένου εγγράφου και

προς την από 19.10.2000 βεβαίωση της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας

περί παραδόσεως σε υπάλληλο των ΕΛ.ΤΑ. (Γραφεία ΕΛ.ΤΑ. Αθηνών)

σχετικής ειδοποιήσεως προς ταχυδρόμηση, ακριβές αντίγραφο της υπό

κρίση αιτήσεως αναιρέσεως με τις παρά πόδας πράξη ορισμού της

προκείμενης δικασίμου (19.3.2001) για τη συζήτηση της αιτήσεως και

κλήση για παράσταση κατ? αυτή τη συζήτηση επιδόθηκε εκ μέρους του

αναιρεσιβλήτου νομότυπα στις 18.10.2000 στην τρίτη αναιρεσείουσα.

Συνεπώς η τελευταία, η οποία δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της

αιτήσεως, ούτε υπέβαλε την από το άρθρο 242 ΚΠολΔ δήλωση μη

παραστάσεως, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον αναιρεσίβλητο,

που επισπεύδει τη συζήτηση, και γι? αυτό πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο

576 παρ. 2 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο τούτο να προχωρήσει στη συζήτηση παρά

την απουσία της ως άνω διαδίκου.

ΙΙ. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά εφετειακής

αποφάσεως, που απέρριψε κατ? ουσίαν έφεση κατά πρωτοδικειακής

αποφάσεως, στρέφεται όμως και κατά της ως άνω πρωτοδικειακής

αποφάσεως, που, όπως συνάγεται από τα άρθρα 534, 552 και 553 ΚΠολΔ,

ενσωματώθηκε στην ως ανωτέρω εφετειακή απόφαση. Συνεπώς, καθ? όσο

μέρος στρέφεται κατά της πρωτοδικειακής αποφάσεως είναι απορριπτέα ως

απαράδεκτη.

ΙΙΙ. Ο Ν. 1882/1990 περί μέτρων για την περιστολή της φοροδιαφυγής

στο υπό τον υπότιτλο «Διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον

προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών» άρθρο 8 παρ. 16

ορίζει ότι συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή

τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα ημέρες από

την ημερομηνία καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια δημόσια

οικονομική υπηρεσία (δ.ο.υ.), άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν

κανένα αποτέλεσμα. Περαιτέρω, με το άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 2386/1996

προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο, το οποίο ορίζει ότι

κατ? εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου εδαφίου

που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο κλπ. Με

τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται γενικώς το ανίσχυρο κάθε

συμφωνητικού, δημόσιου ή ιδιωτικού, στο οποίο έχει καταχωριστεί

σύμβαση μεταξύ εμπόρων ή άλλων επιτηδευματιών ή μεταξύ εκείνων και

τρίτων, πλην Δημοσίου κλπ, είτε τούτο, βάσει άλλων διατάξεων, είναι

συστατικό, είτε είναι αποδεικτικό της συμβάσεως, εφόσον τούτο δεν έχει

υποβληθεί εμπρόθεσμα προς θεώρηση στην αρμόδια δ.ο.υ., αλλά η δυσμενής

αυτή συνέπεια ισχύει μόνο έναντι της φορολογικής αρχής. Τούτο δε για

τους ακόλουθους λόγους: Αν το ανίσχυρο ίσχυε έναντι όλων, θα έπρεπε,

λόγω της σπουδαιότητας της θεσπίσεως τούτου ως προοριζόμενου να έχει

επιπτώσεις ακόμη και σε πεδία διαφορετικά εκείνου της φορολογίας, να

γίνεται αντίστοιχη ρητή μνεία στη διάταξη, πράγμα που δεν συμβαίνει.

Πέραν δε τούτου, ως προς τις συμβάσεις, για τις οποίες τα συμφωνητικά

αποτελούν συστατικό τύπο, θα προσετίθετο άλλη μια διατύπωση, δηλαδή

εκείνη της θεωρήσεως από τη δ.ο.υ, η μη τήρηση της οποίας θα οδηγούσε

στην ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων (άρθρο 159 ΑΚ) με συνέπεια την

έντονη διατάραξη του συναλλακτικού βίου, πράγμα το οποίο προφανώς δεν

ήθελε ο νομοθέτης. Ως προς δε τις συμβάσεις, για τις οποίες τα

συμφωνητικά αποτελούν αποδεικτικό τύπο, θα εμφανιζόταν ο νομοθέτης

ανακόλουθος, αφού από τη μια πλευρά κατά κανόνα οι συμβάσεις

αποδεικνύονται στις εμπορικές συναλλαγές με μάρτυρες και δικαστικά

τεκμήρια από τηλεομοιοτυπίες (FAX) ή τηλέτυπα (TELEX)κλπ (άρθρα 394

και 395 ΚΠολΔ) και από την άλλη πλευρά θα αξίωνε για τα ως άνω

συμφωνητικά τη δεσμευτική για όλους πρόσθετη διατύπωση, της θεωρήσεως

τούτων από τη δ.ο.υ., πράγμα άτοπο. Αντίθετα ο σκοπός της από εξέταση

διατάξεως είναι η περιστολή της φοροδιαφυγής και στα πλαίσια αυτά,

αναφορικά με τους επιτηδευματίες ή τους συναλλασσόμενους με εκείνους,

καθιέρωσε τις προαναφερόμενες συνέπειες, έτσι ώστε τα εν λόγω

φορολογούμενα πρόσωπα να μη μπορούν να επικαλεστούν τέτοια συμφωνητικά

προς όφελός τους, π.χ. προς έκπτωση δαπανών από το φορολογητέο

εισόδημά τους, έναντι της φορολογικής αρχής, αν προηγουμένως δεν τα

έχουν εμπροθέσμως υποβάλει προς θεώρηση από αυτή την αρχή. Στην

προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση,

κατ? ορθή εκτίμησή της, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Στις

26.10.1992 καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της πρώτης εναγόμενης και ήδη

αναιρεσείουσας ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, που εταίρους είχε τις

λοιπές εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες, και αφετέρου του ενάγοντος

και ήδη αναιρεσιβλήτου σύμβαση αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους

12.000.000 δραχμών της πρώτης εναγομένης προς τον ενάγοντα,

καταβλητέας μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Καταχωρίστηκε δε η σύμβαση

αυτή σε ιδιωτικό συμφωνητικό με την αυτή χρονολογία, το οποίο όμως

δεν υποβλήθηκε προς θεώρηση στην αρμόδια δ.ο.υ. έλαβε δε υπόψη, πλην

άλλων αποδεικτικών μέσων, και το προμνημονευόμενο συμφωνητικό.

?Εκρινε, τέλος, ότι η αγωγή, κατά τη βάση της εκ της συμβάσεως

αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους, με την οποία επιδιωκόταν να

υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, καθεμία εις

ολόκληρον, το ως άνω ποσό, έπρεπε να γίνει δεκτή κατ? ουσίαν. Υπό αυτά

τα δεδομένα και σύμφωνα με την προδιαλαμβανόμενη διάταξη (του άρθρου 8

παρ. 16 κλπ) το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της λήψεως υπόψη

ανεπίτρεπτου ή ανίσχυρου αποδεικτικού μέσου. Συνεπώς ο από τον αριθ.

11 περ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος, μέρος δεύτερο, λόγος της

αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σ? αυτήν την πλημμέλεια, είναι

αβάσιμος. Ο πρώτος, μέρος πρώτο, λόγος της αναιρέσεως, και πάλι από

τον αριθ.11 περ.α του ίδιου άρθρου, με τον οποίο προβάλλεται ότι το

Εφετείο έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα το από 24-1-1992

ιδιωτικό συμφωνητικό που δεν είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα προς θεώρηση

στην αρμόδια δ.ο.υ. και που ο νόμος και ειδικότερα η προδιαλαμβανόμενη

διάταξη (του άρθρου 8 παρ.16 κλπ) δεν επέτρεπε, πρέπει, για την ίδια

ως ανωτέρω αιτία σχετικά με την ως άνω διάταξη, να απορριφθεί επίσης

ως αβάσιμος. Με τον πρώτο, μέρος τρίτο, λόγο της αναιρέσεως

προβάλλεται ότι το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα δύο

ιδιωτικά συμφωνητικά, υπέπεσε στις πλημμέλειες που στηρίζουν τους από

τους αριθ.1, 12, 13 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναιρέσεως.

Ενόψει του ότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίστανται αυτές

οι πλημμέλειες, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος.

ΙV. Με το δεύτερο, μέρος πρώτο, λόγο της αναιρέσεως, από τον αριθ.11

παρ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται, κατ? ορθή εκτίμησή του, ότι

το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων των

διαδίκων προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του θέματος της συνάψεως και του

περιεχομένου της προαναφερόμενης συμβάσεως αιτιώδους αναγνωρίσεως

χρέους, καίτοι η αξία του αντικειμένου αυτής της συμβάσεως υπερέβαινε

τις 500.000 δραχμές και κατ? αρχήν καθιστούσε τις εν λόγω καταθέσεις

αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει (άρθρο 393 παρ.1 ΚΠολΔ), με

την αιτιολογία ότι υπήρξε αρχή έγγραφης αποδείξεως του ως άνω θέματος

που καθιστούσε κατ? εξαίρεση επιτρεπτά από το νόμο αποδεικτικά μέσα

αυτές τις καταθέσεις (άρθρο 394 παρ.1 στοιχ.α ΚΠολΔ) και που

στηριζόταν στη συνδρομή εγγράφου με αποδεικτική δύναμη, από το

περιεχόμενο του οποίου επιθανολογείτο το ως ανωτέρω θέμα, ήταν δε το

εν λόγω έγγραφο α) το προαναφερόμενο από 26-10-1992 συμφωνητικό ή β)

οι προτάσεις των αναιρεσειουσών της πρωτοβάθμιας δίκης, που περιείχαν

σχετικές ασαφείς και υπεκφεύγουσες απαντήσεις, υπέπεσε στην πλημμέλεια

της λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων, ήτοι των ως άνω καταθέσεων, που

ο νόμος δεν επιτρέπει, διότι, αντίστοιχα, α) το ως ανωτέρω συμφωνητικό

ήταν άκυρο δυνάμει της προδιαλαμβανόμενης διατάξεως (του άρθρου 8

παρ.16 κλπ) και β) οι ως άνω προτάσεις των αναιρεσειουσών δεν

περιείχαν τέτοιες απαντήσεις. Ενόψει του ότι η προδιαλαμβανόμενη

διάταξη (του άρθρου 8 παρ.16 κλπ), όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη

σκέψη της παρούσας αποφάσεως, δεν καθιστά άκυρα τέτοια συμφωνητικά, ο

λόγος αυτός κατά το υπό στοιχείο α ζήτημα του είναι απορριπτέος ως

αβάσιμος. Ενόψει δε του ότι η αιτιολογία του Εφετείου που αναφέρεται

σ? αυτόν το λόγο κατά το υπό στοιχείο β?τμήμα του είναι επάλληλη της

αιτιολογίας που αναφέρεται στον ίδιο λόγο κατά το υπό στοιχείο α

τμήμα του, η οποία στηρίζει αυτοτελώς και επαρκώς το διατακτικό της

αποφάσεως, ο λόγος αυτός κατά το υπό στοιχείο β? τμήμα του είναι

απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής. Με τον δεύτερο, μέρος δεύτερο,

λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Εφετείο υπέπεσε σε πλημμέλειες

παραβιάσεως του νόμου που αφορά τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και

το βάρος της αποδείξεως και ειδικότερα στις πλημμέλειες που στηρίζουν

τους από τους αριθ.1, 12, 13, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους

αναιρέσεως. Ενόψει του ότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι

συνίστανται αυτές οι πλημμέλειες, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως

αόριστος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23 Ιουλίου 1999 αίτηση της εταιρίας

.....................για αναίρεση της 9477/1997 αποφάσεως του

Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της 901/1999 αποφάσεως του Εφετείου

Αθηνών. Και.

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη του

αναιρεσιβλήτου εκ δραχμών διακοσίων ογδόντα χιλιάδων (280.000).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2001 και

δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Μαϊου

2001.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 761 /2001

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: ……………………………………………………

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου

2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Κω. Ξ. για να

δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: .......................... Εκπροσωπήθηκε από τον

πληρεξούσιο δικηγόρο του Φ. Κ..

Της αναιρεσίβλητης:.............................. η οποία

εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φ. Α..

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 4-1-1997 αγωγή της ήδη

αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 120/1999, η οποία διέταξε επανάληψη της

συζήτησης προκειμένου να προσκομισθούν τα εις αυτήν αναφερόμενα

πιστοποιητικά και 149/2000 του ίδιου δικαστηρίου. Την αναίρεση της

τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-5-2000 αίτησή

του.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το

πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο

Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Γεωργίλης ανέγνωσε την από 5-3-2001

έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης

αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την

παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την

απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική

δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.16 του Ν. 1882/1990 ?Μέτρα

για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και

έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις?, συμφωνητικά που καταρτίζονται

μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή θεωρούνται,

μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία καταρτίσεως και υπογραφής,

από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα

έννομο αποτέλεσμα. Περαιτέρω με το άρθρο 8 παρ.2 του Ν.2386/1996,

προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο, το οποίο ορίζει ότι

κατ? εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου εδαφίου

που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο κλπ. Η

διάταξη αυτή, στα πλαίσια των μέτρων που ο προαναφερόμενος νόμος

θεσπίζει για την περιστολή της φοροδιαφυγής, υποχρεώνει τους

επιτηδευματίες που συναλλάσσονται μεταξύ τους ή με τρίτους να

υποβάλλουν στην αρμόδια δημόσια υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) για θεώρηση τα

συμφωνητικά που αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα

από αυτές εισοδήματα, στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει, να μη

διαφεύγουν από την προβλεπόμενη γι? αυτά φορολογία. Τούτο προκύπτει,

όχι μόνο από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης, αλλά και από

τον υπότιτλο του άρθρου, στο οποίο αυτή είναι ενταγμένη (?Διαδικασία

υποβολής στοιχείων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των

επιτηδευματιών?). Ενόψει του επιδιωκόμενου με τη διάταξη αυτή σκοπού,

η ως άνω κύρωση πρέπει, παρά τη γενικότητα, με την οποία διατυπώνεται,

να περιοριστεί σε μόνα τα συμφωνητικά που αφορούν συναλλαγές ανάμεσα

σε επιτηδευματίες ή ανάμεσα σε αυτούς και τρίτους, από τις οποίες

πηγάζουν φορολογητέα εισοδήματα των επιτηδευματιών τούτων και μόνο

έναντι της φορολογικής αρχής, χωρίς η ακυρότητα να επεκτείνεται

μεταξύ των συμβαλλομένων. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο της

ουσίας, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή της

αναιρεσίβλητης κατά του αναιρεσείοντος για την πληρωμή αποζημίωσης

λόγω ρυμοτομίας ακινήτου του δικαιούχου συζύγου της, ο οποίος, πριν

από το θάνατό του, της είχε εκχωρήσει με ιδιωτικό συμφωνητικό τη

σχετική αξίωσή του κατά του αναιρεσείοντος Δήμου Πατρέων, έκρινε

έγκυρο και ισχυρό το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό της εκχώρησης, μολονότι

δεν είχε υποβληθεί για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., δεν παραβίασε την

ανωτέρω διάταξη ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 8 παρ.16 Ν.1882/1990),

αφού, με βάση τα δεκτά γενόμενα από το Δικαστήριο, το επίμαχο ιδιωτικό

συμφωνητικό εκχώρησης δεν αφορούσε ?συναλλαγή? σε κάθε δε περίπτωση η

παράλειψη θεώρησής του δεν επιδρά στο μεταξύ των μερών κύρος του.

Επομένως ο αντίθετος από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της

αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Επειδή, ενόψει των όσων αναπτύσσονται ανωτέρω, το αναφερόμενο σ?

αυτή ιδιωτικό συμφωνητικό εκχώρησης δεν ήταν ανεπίτρεπτο και

απαγορευμένο ως αποδεικτικό μέσο, για μόνο το λόγο ότι δεν είχε

υποβληθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για θεώρηση. Επομένως το Δικαστήριο, το

οποίο, ύστερα από επίκληση και προσκόμισή του από την αναιρεσίβλητη

προς απόδειξη της νομιμοποίησής της κατά του αναιρεσείοντος Δήμου, δεν

υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.11 περ. α? ΚΠολΔ και είναι

αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων

υποστηρίζει το αντίθετο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12.5.2000 αίτηση του .................. για

αναίρεση της απόφασης 149/2000 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της

αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δραχμές τριακόσιες σαράντα

χιλιάδες (340.000).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαϊου 2001, και

δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του στις 14 Μαϊου 2001.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 6 years later...

Εδώ είναι η ΠΟΛ. 1270/2000 με θέμα :

Παροχή οδηγιών για τις διαδικασίες και τον τρόπο υποβολής των συμφωνητικών

που προβλέπονται από την παρ. 16 του άρθρου 8 του Ν.1882/1990

http://www.taxheaven...p=2000/2384.txt

http://www.taxheaven.gr/laws/circular/view/id/2384

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

επισκέπτη Σ Κωστης

" Συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για

οποιανδήποτε συναλλαγή θεωρούνται .......από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., άλλως

είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. "

Πρακτικα για εμας σαν λογιστες τι συνεπειες εχει?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Με αφορμή μια τελευταία απόφαση του Α.Π. ( 90/2005 ) δημοσιεύω όλες τις σχετικές έως σήμερα αποφάσεις του Α.Π. για το θέμα των συμφωνητικών μεταξυ επιτηδευματιών

ΆΡΘΡΟ 8 Παρ. 16 του Ν. 1882/1990 ( όπως ισχύει )

16. Συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για

οποιανδήποτε συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από της

ημερομηνίας καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., άλλως

είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.

"Κατ' εξαίρεση, δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου

εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο,

τις Τράπεζες, τους Οργανισμούς, τις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου

τομέα, τους δήμους και τις κοινότητες, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

τις επιχειρήσεις που εκδίδουν κάρτες συναλλαγών και τις εταιρίες

χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986".

* Το δεύτερο εδάφιο που προστέθηκε με την παρ.2 άρθρου 8 Ν.2386/1996

αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.6 άρθρ.27 Ν.2682/1999

ΦΕΚ Α 16/8.2.1999.

* Με την παρ.7 άρθρ.22 Ν.3091/2002 ορίζεται ότι:

"7. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 16 του άρθρου 8 του Ν.

1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/) εφαρμόζονται αναλόγως και στην Α.Ε. Ο.Ε.Ο.Α. ΑΘΗΝΑ

2004. Η παραπάνω Εταιρεία απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής των

καταστάσεων των συμφωνητικών της παραγράφου 16του άρθρου 8του Ν. 1882/1990.

Εδώ είναι η ΠΟΛ. 1270/2000 με θέμα :

Παροχή οδηγιών για τις διαδικασίες και τον τρόπο υποβολής των συμφωνητικών

που προβλέπονται από την παρ. 16 του άρθρου 8 του Ν.1882/1990

http://www.taxheaven...p=2000/2384.txt

Παραθέτω τις αποφάσεις :

Αριθμός 90/2005

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές :………………….

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 18η Οκτωβρίου 2004, με

την παρουσία και της Γραμματέως……………, για να δικάσει μεταξύ :

Των αναιρεσειουσών : 1) Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία

«.............», η οποία εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται

νομίμως. 2) Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία «..............», η

οποία εδρεύει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νομίμως. 3) Ανώνυμης

Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία «...............», η οποία εδρεύει στη

Νέα Ιωνία Αττικής και εκπροσωπείται νομίμως. Εκπροσωπήθηκαν από τους

πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κ. Δ., Κ. Γ. και

Χρ.΄Ι..

Της αναιρεσίβλητης : Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «.............», η

οποία εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής και εκπροσωπείται νομίμως. Εκπροσωπήθηκε

από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ε.Π..

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 3 Νοεμβρίου 1997 αγωγή της ήδη

αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν

οι αποφάσεις : 3713/1999 μη οριστική, 6852/2001 οριστική του ίδιου

δικαστηρίου και 8284/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας

αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείουσες, με την από 13 Νοεμβρίου 2002 αίτησή

τους και τους από 17 Δεκεμβρίου 2003 πρόσθετους λόγους αυτής.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι

διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης

Χρήστος Γ. ανέγνωσε την από 7 Οκτωβρίου 2004 έκθεσή του, με την

οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των

αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων

αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και

καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή

της φοροδιαφυγής κλπ» ορίζεται, ότι συμφωνητικά, που καταρτίζονται μεταξύ των

επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή, θεωρούνται, μέσα σε δέκα

(10) ημέρες από την ημερομηνία κατάρτισης και υπογραφής, από την αρμόδια ΔΟΥ,

αλλιώς είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Στην εν λόγω

παρ. 16, με την παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 2386/1996, προστέθηκε δεύτερο

εδάφιο, το οποίο ορίζει ότι κατ` εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του

προηγούμενου εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το

Δημόσιο κλπ. Η ως άνω διάταξη, στα πλαίσια των μέτρων για την περιστολή της

φοροδιαφυγής, υποχρεώνει του επιτηδευματίες, που συναλλάσσονται μεταξύ τους ή

με τρίτους, να υποβάλουν στην αρμόδια ΔΟΥ για θεώρηση τα συμφωνητικά που

αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα απ΄ αυτές εισοδήματα,

στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει, να μη διαφεύγουν από τη φορολογία

που προβλέπεται γι΄ αυτά. Τούτο προκύπτει, όχι μόνο από τη γραμματική

διατύπωση της εν λόγω διάταξης, αλλά και από τον υπότιτλο του άρθρου, στο

οποίο αυτή είναι ενταγμένη («Διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον

προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών»). Έτσι, ενόψει του

επιδιωκόμενου με τη διάταξη σκοπού, η θεσπιζόμενη για την παράβασή της κύρωση

πρέπει, παρά τη γενικότητα με την οποία διατυπώνεται, να περιοριστεί σε

μόνα τα συμφωνητικά που αφορούν συναλλαγές ανάμεσα σε επιτηδευματίες ή

ανάμεσα σε αυτούς και τρίτους, από τις οποίες πηγάζουν φορολογητέα εισοδήματα

των επιτηδευματιών τούτων και μόνο έναντι της φορολογικής αρχής, χωρίς η

ακυρότητα να επεκτείνεται μεταξύ των συμβαλλομένων. Συνεπώς, το Εφετείο, με

το να απορρίψει με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ως αβάσιμο τον

ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 16 του Ν.

1882/1990 δεν γεννάται απαίτηση από τα από 28.1.1995 και 29.12.1995 ιδιωτικά

συμφωνητικά λόγω ακυρότητας αυτών διότι δεν θεωρήθηκαν εντός 10 ημερών από

την αρμόδια ΔΟΥ, δεν παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του

άρθρου 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990. Συνακόλουθα, ο αντίθετος από το άρθρο

559 αρ. 1 του ΚΠολΔ , πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3παρ.1, 8 και 28 παρ.1 περ. α΄

και δ΄ του Ν. 1642/1986 «για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και

άλλες διατάξεις» και την Π. 8499/4941 ΠΟΛ 369 της 28.12.1987/3.2.1988

απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 4

του Ν. 1839/1989 (βλ. ήδη αντίστοιχα άρθρα 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 8 και

35 παρ. 1 περ. α΄ και δ΄ του Ν. 2859/2000 «περί κύρωσης του Κώδικα Φόρου

Προστιθέμενης Αξίας») προκύπτει, πλην άλλων: α) ότι στο φόρο προστιθέμενης

αξίας (ΦΠΑ) υπόκειται κάθε ημεδαπό νομικό πρόσωπο, εφόσον ασκεί κατά τρόπο

ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα, β) ότι για την παροχή υπηρεσιών υπόχρεος

προς απόδοση του ΦΠΑ στο Δημόσιο είναι ο εγκαταστημένος στο εσωτερικό της

χώρας, υποκείμενος στο φόρο αυτόν, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το

οποίο αναγράφει το εν λόγω φόρο στα τιμολόγια που εκδίδει και γ) ότι ο φόρος

αυτός επιρρίπτεται από τον κατά νόμο υπόχρεο για έκδοση φορολογικού στοιχείου

σε βάρος του αντισυμβαλλομένου του, υπό την έννοια ότι ο εκδότης του

τιμολογίου παροχής υπηρεσιών τον εισπράττει από τον αντισυμβαλλόμενο αυτού

για λογαριασμό του Δημοσίου. Απ΄ αυτά παρέπεται, ότι επί αγωγής για την

καταβολή του ΦΠΑ που αναλογεί στο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε ο

ενάγων, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι στο ποσό που συμφωνήθηκε να

καταβληθεί στον ενάγοντα για παροχή υπηρεσιών, έχει περιληφθεί και ο ΦΠΑ που

αναλογεί στο ποσό αυτό, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, δικονομικά

διαμορφώνεται σε ένσταση καταλυτική της αγωγής, στηριζόμενη στο άρθρο 361 ΑΚ.

Τούτο δε, καθόσον πρόκειται για γεγονός που αναιρεί το βασικό κανόνα, στον

οποίο, κατά τα προεκτιθέμενα, στηρίζεται το επίδικο δικαίωμα (καταβολής του

ποσού του ΦΠΑ) και επομένως, αυτός (εναγόμενος) φέρει το βάρος της απόδειξης

της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω ένστασής του, σύμφωνα με τις

διατάξεις του άρθρου, 338 του ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, το Εφετείο, κρίνοντας

πως ο ισχυρισμός των εναγομένων και ήδη αναιρεσειουσών εταιρειών ότι κατά τη

συμφωνία τους με την ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία, στο ποσό των

200.000.000 δραχμών, που αυτές κατέβαλαν συμμέτρως για την κάλυψη των δαπανών

μεταστέγασης της τελευταίας, έχει περιληφθεί και ο ΦΠΑ που αναλογούσε στο

ποσό αυτό, αποτελεί ένσταση και αυτές (εναγόμενες) φέρουν το βάρος της

απόδειξής της, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ,

ότι δηλαδή εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της

απόδειξης. Γι΄ αυτό ο αντίθετος δεύτερος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 1 εδάφ. β΄ του ΚΠολΔ,

ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή

παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα από την κοινή πείρα για την ανεύρεση

της αληθινής έννοιας κανόνος δικαίου ή για την υπαγωγή σ΄ αυτόν των

πραγματικών γεγονότων και όχι όταν παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την

εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, ως διδάγματα κοινής πείρας θεωρούνται

γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της

εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές

τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και

χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών

εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της

αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Στην

προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το

Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το αναφερόμενο στην απόφαση

αυτή συμβολαιογραφικό προσύμφωνο πώλησης η ενάγουσα προσυμφώνησε με τις

εναγόμενες να πωλήσει και να μεταβιβάσει σ΄ αυτές, κατά ποσοστό 1/3 εξ

αδιαιρέτου στην καθεμία, το αναφερόμενο στην ίδια απόφαση βιομηχανικό κτίριο

και συγχρόνως με το από 28.1.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό καταρτίστηκε μεταξύ

τους πρόσθετη σύμβαση με την οποία οι εναγόμενες ανέλαβαν την υποχρέωση να

καταβάλουν στην αντισυμβαλλομένη τους, κατά την υπογραφή του οριστικού

συμβολαίου, το ποσό των 300.000.000 δραχμών και δη 100.000.000 δραχμές η

καθεμία, ως αποζημίωση για την κάλυψη δαπανών μετεγκατάστασης της

βιομηχανικής μονάδας και των γραφείων της ενάγουσας. Στη συνεχεία, με το

29894/1995 συμβόλαιο η ενάγουσα πώλησε και μεταβίβασε στις εναγόμενες το

προαναφερόμενο ακίνητο και συγχρόνως με το από 29.12.1995 ιδιωτικό

συμφωνητικό, οι διάδικοι εταιρείες, κατά τροποποίηση του ανωτέρου από

28.1.1995 ιδιωτικού συμφωνητικού, συμφώνησαν τη μείωση του ποσού της

αποζημίωσης από 300.000.000 δραχμές σε 200.000.000 δραχμές, ενώ ακολούθως,

οι εναγόμενες κατέβαλαν στην ενάγουσα το ποσό αυτό των 200.000.000 δραχμών

και δη η πρώτη 66.666.666 δραχμές, η δεύτερη 66.666.666 δραχμές και η τρίτη

66.666.668 δραχμές, η δε ενάγουσα εξέδωσε, όπως είχε υποχρέωση, τα

αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με ημερομηνία 29.12.1995 τρία

τιμολόγια παροχής υπηρεσιών προς καθεμία από τις τρεις εναγόμενες για τα ως

άνω αναφερόμενα ποσά που εισέπραξε από καθεμία, πλέον ΦΠΑ ποσού 12.000.000

δραχμών για καθένα από τα ποσά αυτά. Ενώ όμως οι εναγόμενες κατέβαλαν στην

ενάγουσα το ποσό των 200.000.000 δρχ, αρνούνται να καταβάλουν το φόρο

προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στο ποσό αυτό, ήτοι το ποσό των 12.000.000

δρχ. η καθεμία, παρά τη σχετική όχλησή τους από την ενάγουσα, που περιέχεται

στην από 26.9.1997 έγγραφη δήλωση - διαμαρτυρία της που τους επιδόθηκε στις

25.9.1997,30.9.1997 και 26.9.1997, αντιστοίχως, ισχυριζόμενες κατ΄ ένσταση,

ότι, κατά τη συμφωνία τους με την ενάγουσα, στο ποσό των 200.000.000 δρχ. που

συμφωνήθηκε και καταβλήθηκε, περιλαμβάνεται και ο φόρος προστιθέμενης αξίας

που αναλογεί στο ποσό αυτό. Η αλήθεια όμως του ισχυρισμού αυτού δεν

αποδείχθηκε καθόσον οι μάρτυρες αυτών καταθέτουν ότι δεν γνώριζαν, ούτε

κάποιος από τους εκπροσώπους των εναγομένων τους πληροφόρησε, αν μεταξύ των

διαδίκων είχε συμφωνηθεί να περιλαμβάνεται στο ως άνω ποσό των 200.000.000

δρχ. και ο ανάλογος ΦΠΑ, ο δε σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων δεν

ενισχύθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Σημειώνεται, συνεχίζει το

Εφετείο, ότι το γεγονός ότι η ενάγουσα δέχθηκε να λάβει και εισέπραξε

επιταγές των αντιδίκων της συνολικού ποσού 200.000.000 δρχ. και δεν απέκρουσε

την καταβολή αυτή, αξιώνοντας να της καταβληθεί συγχρόνως και το ποσό που

αντιστοιχούσε στο ΦΠΑ, ή ότι δεν διατύπωσε ρητή επιφύλαξη κατά την παραλαβή

των επιταγών, δεν αποτελεί τεκμήριο ικανό να ανατρέψει την ως άνω αποδεικτική

κρίση του Δικαστηρίου. Επομένως, καταλήγει το Εφετείο, είναι αβάσιμος ο ως

άνω προβαλλόμενος ισχυρισμός των εναγομένων. Με τον από το άρθρο 559 αρ. 1

περ. β΄ του ΚΠολΔ τρίτο λόγο αναίρεσης, όπως αυτός συμπληρώθηκε,

διευκρινίστηκε και βελτιώθηκε με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης,

αποδίδεται η πλημμέλεια: 1) Ότι το Εφετείο «απέρριψε ως αδύναμη την προσφυγή

των αναιρεσειουσών στα διδάγματα της κοινής πείρας και συγκεκριμένα στα εξής

επικληθέντα»: α) Το αρχικό ποσό των 300.000.000 δρχ. προσδιορίστηκε κατ΄

αποκοπή και ανεξάρτητα από το πραγματικό ύψος δαπανών. β) Το ποσό αυτό

μειώθηκε σε 200.000.000 δρχ. με τη σύμφωνη γνώμη της ενάγουσας, λόγω

απαίτησης της τελικής αγοράστριας του κτιρίου (ΚΕΔ) για εκτέλεση πρόσθετων

εργασιών, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, αλλιώς θα ματαιούντο οι διαδοχικές

συμβάσεις πώλησης. γ) Η παραλαβή των τριών επιταγών έκδοσης των

αναιρεσειουσών, αξίας η καθεμία 66.666.666 δρχ. έγινε από εκπροσώπους της

ενάγουσας, χωρίς να διατυπώσουν επί της σχετικής απόδειξης παράδοσης-

παραλαβής των επιταγών οποιαδήποτε επιφύλαξη αναφορικά με το ΦΠΑ ή να

αρνηθούν να παραλάβουν τις επιταγές εφόσον υποτίθεται ότι είχαν απαίτηση και

για τον αναλογούντα ΦΠΑ και δ) Το ποσό των 200.000.000 δρχ. συμφωνήθηκε με

το από 29.12.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό να πληρωθεί με τον αυτόν τρόπο κάλυψης

του υπολοίπου πιστούμενου τιμήματος για το οποίο οι αναιρεσείουσες δεν

επιβαρύνθηκαν με ΦΠΑ λόγω απαλλαγής εκ του φόρου στις περιπτώσεις μεταβίβασης

ακινήτων. 2) Ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη μόνο το υπό στοιχείο γ΄ ως άνω και

κυριότερο εξ αυτών δίδαγμα κοινής πείρας και μάλιστα «στα πλαίσια της

εκτίμησης των αποδείξεων που απέβησαν άκαρπες», ενώ τούτο καθώς και τα

υπόλοιπα ανωτέρω θα έπρεπε να εξεταστούν στα πλαίσια της υπαγωγής των

πραγματικών γεγονότων στον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου (νόμος 1642/1986 σε

συνδυασμό προς το άρθρο 361 ΑΚ). Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι προεχόντως

απαράδεκτοι, διότι από τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά δεν υφίστανται

διδάγματα κοινής πείρας υπό την προεκτεθείσα έννοια, υπό την επίκληση δε της

ως άνω αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται πράγματι η εκτίμηση από το Εφετείο

πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει τον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο

562 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδάφ. α΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση

επιτρέπεται και αν παραβιάστηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών

των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Οι κανόνες, όμως, αυτοί εφαρμόζονται τότε

μόνο, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς

αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς

τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων. Επομένως, τότε μόνο ιδρύεται λόγος

αναίρεσης από το ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέφυγε στους

ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες, όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

προκύπτει, ότι το δικαστήριο διαπίστωσε ευθέως ή εμμέσως, ότι υπάρχει κενό ή

αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων και παρόλα αυτά δεν τους εφάρμοσε.

Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης

απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, κενό η

αμφιβολία στις από 28.1.1995 και 29.12.1995 πρόσθετες συμβάσεις μεταξύ των

διαδίκων, ώστε να υποχρεούται να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των

άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Συνεπώς, οι δεύτερος, τρίτος, κατά τα αντίστοιχα

μέρη του, και τέταρτος, κατά τα αντίστοιχα μέρη του, πρόσθετοι λόγοι

αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραβίασε

τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ με την παράλειψη προσφυγής σ΄ αυτές

για την ερμηνεία των αμέσως ανωτέρω δύο συμβάσεων, είναι αβάσιμοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση

επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που οι

διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ωστόσο, δεν επιβάλλεται να γίνεται

ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ` αυτά, αρκεί να

καθίσταται βέβαιο, από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν

όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν. Εν προκειμένω, στην

προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό

πόρισμά του «από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον

του εισηγητή δικαστή….. και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και

προσκομίζουν οι διάδικοι». Από τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου, σε συνδυασμό με

όλες τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα, ότι

το εν λόγω δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά

μέσα και τα έγγραφα που αναφέρονται στο πρώτο τμήμα του τρίτου πρόσθετου

λόγου αναίρεσης: ήτοι α) τις από 28.1.1995 και από 29.12.1995 δύο συμβάσεις

μεταξύ των διαδίκων, β) τις αναφερόμενες στο λόγο τούτον τρεις τραπεζικές

επιταγές και γ) τα υπ΄ αριθ. 40/29.12.1995, 41/29.12.1995 και 39/29.12.1995

τιμολόγια, τα οποία έγγραφα μάλιστα και μνημονεύει. Επομένως, ο από το άρθρο

559 αρ. 11 περ. γ΄ του ΚΠολΔ, αντίθετος τρίτος, κατά το πρώτο τμήμα του,

πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το

δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα

αποδεικτικά μέσα δύναμη απόδειξης μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που,

δεσμευτικά γι΄ αυτό, καθορίζει ο νόμος και δεν στοιχειοθετείται όταν το

δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει το δικαίωμα από το

νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά το

νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή

αξιοπιστία από τα άλλα αυτά. Εξάλλου, τα έγγραφα έχουν αυξημένη αποδεικτική

δύναμη, μόνο αν παράγουν πλήρη απόδειξη και όχι όταν εκτιμώνται ως δικαστικά

τεκμήρια. Συνεπώς, ο από το άρθρο 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ τρίτος, κατά το

τελευταίο τμήμα του, πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται η

πλημμέλεια ότι το Εφετείο «απέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη στις

μαρτυρικές καταθέσεις από τις οποίες ούτε αποδείχθηκε ο σχετικός καταλυτικός

ισχυρισμός των αναιρεσειουσών (ότι ο ΦΠΑ ήταν ενσωματωμένος στο συμφωνημένο

ποσό των 200.000.000 δρχ.) και μικρότερη στην απόδειξη παραλαβής των επιταγών

που προσφέρεται προς έμμεση απόδειξη προς συναγωγή τεκμηρίου (336 παρ. 3

ΚΠολΔ)», είναι απαράδεκτος.

Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος

απ΄ αυτή λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, αφορά

ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος,

αναφορικά με τη συνδρομή ή μη των γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση

συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, έτσι ώστε, από την

έλλειψη αιτιολογιών ή από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους να μη

μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς. Δεν υπάρχει, όμως,

έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση έχει αιτιολογίες. Επίσης, δεν υπάρχει

ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις

αιτιολογίες. Ελλείψεις, δε ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού

πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες

(Ολ ΑΠ 861/1984). Στην κρινόμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση

προκύπτει, ότι αυτή έχει αιτιολογίες, με τις παραδοχές δε αυτής που

παρατέθηκαν ανωτέρω, το Εφετείο διέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, που

επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, αναφορικά: α) με τη βασιμότητα της αγωγής

της αναιρεσίβλητης για καταβολή σ΄ αυτήν εκ μέρους των αναιρεσειουσών των

οφειλόμενων από καθεμία ποσών ΦΠΑ και β) με την κατ΄ ουσία απόρριψη του

ισχυρισμού των τελευταίων, ότι κατά τη συμφωνία αυτών με την αναιρεσίβλητη, ο

ΦΠΑ που αναλογεί στο ποσό των 200.000.000 δρχ. περιλαμβάνεται στο ποσό αυτό.

Συνεπώς, ο από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αντίθετος τέταρτος πρόσθετος

λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 εδάφ. α` του ΑΚ προκύπτει,

ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε

δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή και ότι, όταν πρόκειται για χρηματική

οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον

τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία, χωρίς να είναι

υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Στην περίπτωση που πρόκειται, το Εφετείο,

μετά τις παραπάνω παραδοχές του, έκρινε ότι «οι εναγόμενες οφείλουν να

καταβάλουν, σύμφωνα με τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ, νόμιμους τόκους, καθεμία από

την ημέρα που της επιδόθηκε η περιέχουσα όχληση κατά τα ανωτέρω εξώδικη

δήλωση της ενάγουσας, δεν έχει δε έννομη επιρροή το γεγονός ότι οι

εναγόμενες, με εξώδικες έγγραφες απαντήσεις, απέκρουσαν τις προβαλλόμενες από

την ενάγουσα αξιώσεις». Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, δεν παραβίασε τις

διατάξεις των άρθρων 340 και 345 του ΑΚ. και συνεπώς, ο από το άρθρο 559

αρ.1 περ. α΄ του ΚΠολΔ αντίθετος πέμπτος, κατά το πρώτο τμήμα του, πρόσθετος

λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος

αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα

στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός των αναφερόμενων σε αυτή εξαιρέσεων. Η

διάταξη αυτή καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της

αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο.

Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται σ΄ αυτό, ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει το λόγο

της αναίρεσης, είχε προταθεί και μάλιστα νομίμως στο δικαστήριο που εξέδωσε

την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το

αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Στην κρινόμενη περίπτωση, με

τους από το άρθρο 559αρ.1 του ΚΠολΔ πέμπτο, κατά το δεύτερο τμήμα του, και

έκτο, κατά το πρώτο τμήμα του, πρόσθετους λόγους αναίρεσης αποδίδονται οι

πλημμέλειες, ότι το Εφετείο, αντίστοιχα: α) Κατ` εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου

παρέλειψε να εφαρμόσει το άρθρο 342 του ΑΚ, το οποίο έχει εφαρμογή, καθόσον

οι αναιρεσείουσες - οφειλέτριες ευλόγως αμφέβαλλαν για την ύπαρξη της

οφειλής, δηλαδή η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο

αυτές δεν έχουν ευθύνη, πλέον δε τούτου η αναιρεσίβλητη με την από 26.9.1997

εξώδικη δήλωσή της δεν προσδιόριζε από πού προέκυπτε «καθαρά, ορισμένα, με

ακρίβεια και σαφήνεια» η απαίτησή της και θα έπρεπε επομένως το Εφετείο να

επιδικάσει τόκους από την επίδοση της αγωγής, και β) Παραβίασε τις διατάξεις

των άρθρων 513 και 1033 του ΑΚ, με το να χαρακτηρίσει τις πιο πάνω από

28.1.1995 και από 29.12.1995 δύο παρεπόμενες συμβάσεις, ως συμβάσεις

αποζημίωσης για την οποία οφείλεται ΦΠΑ, ενώ στην ουσία είναι συμβάσεις

παρεπόμενες της κύριας σύμβασης πώλησης του ακινήτου που αναφέρεται στο

28894/29.12.1995 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών .........

...... για την οποία είχε προηγηθεί το 28848/28.1.1995 προσύμφωνο του ίδιου

συμβολαιογράφου και συνεπώς το ζητούμενο με βάση τις πρόσθετες αυτές

συμβάσεις ποσό των 200.000.000 δραχμών δεν είναι αποζημίωση αλλά στην ουσία

είναι επιπλέον, εκτός συμβολαίου, τίμημα που δεν υπόκειται σε ΦΠΑ, αλλά σε

φόρο μεταβίβασης ακινήτου. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, είναι προεχόντως

αόριστοι, αφού οι αναιρεσείουσες δεν προβάλλουν ότι τους ανωτέρω ισχυρισμούς

αυτών, που δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2

του ΚΠολΔ, πρότειναν, όπως όφειλαν, στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε αναφέρουν

το χρόνο και τρόπο πρότασης αυτών, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν

παραδεκτοί και νόμιμοι. Τέλος, ο πιο πάνω έκτος (τελευταίος), κατά το δεύτερο

τμήμα του, πρόσθετος λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο η αναιρεσιβαλλόμενη

απόφαση είναι αναιρετέα και κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, είναι

προεχόντως αόριστος. Τούτο δε, καθόσον στο λόγο τούτον απλώς γίνεται

επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ενώ με το περιεχόμενο του

λόγου αυτού δεν αποδίδεται συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια της προσβαλλόμενης

απόφασης, υπαγόμενη στον εν λόγω αριθμό του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.

Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση

αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες να πληρώσουν τα δικαστικά

έξοδα της αναιρεσίβλητης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 13 Νοεμβρίου 2002 αίτηση των ανώνυμων τεχνικών

εταιρειών με την επωνυμία α) «........», β) «....................» και γ)

«.............», για αναίρεση της 8284/2002 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα της

αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα

(1.170,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Δεκεμβρίου 2004. Και

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2005.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 1698/2001

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: ………………………………..

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου

2001, με την παρουσία και της γραμματέως Δ. Φ., για να

δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ............................... η οποία

εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ι. Μ.,

βάσει δηλώσεως κατ άρθρ. 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: ................................. οι οποίοι

εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κ. Π.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12 Ιανουαρίου 1999 ανακοπή των ήδη

αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1056/2000 του ίδιου Δικαστηρίου και 977/2001

του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η

αναιρεσείουσα με την από 23 Μαϊου 2001 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,

οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής

Αρεοπαγίτης Στυλιανός Πατεράκης ανέγνωσε την από 16 Οκτωβρίου 2001

έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε α) την παραδοχή των λόγων

αναιρέσεως που κρίθηκαν βάσιμοι στο σκεπτικό και την αναίρεση της

προσβαλλόμενης 977/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών β) την απόρριψη

των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε

την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη

δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623

και 624 ΚΠολΔ μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με

τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής

πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαιτήσεως του αιτούντος από

ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό

της να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το

ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο

628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, αν δε τυχόν εκδοθεί

ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633

ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται

λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της υπάρξεως και της

δυνατότητας αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα

(Ολομ.Α.Π 10/1997). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.16 του

ν.1882/1990 "Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής κλπ", συμφωνητικά

που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε

συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από της ημερομηνίας

καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια ΔΟΥ άλλως είναι ανίσχυρα και

δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Περαιτέρω με το άρθρο 8 παρ.2 του

Ν. 2386/1996 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο το οποίο

ορίζει ότι κατ` εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου

εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο

κλπ. Η διάταξη αυτή, στα πλαίσια των μέτρων που ο προαναφερόμενος νόμος

θεσπίζει για την περιστολή της φοροδιαφυγής, εν όψει δε και του

υπότιτλου αυτής ("διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον προσδιορισμό

του εισοδήματος των επιτηδευματιών"), υποχρεώνει τους επιτηδευματίες

που συναλλάσσονται μεταξύ τους ή με τρίτους να υποβάλλουν στην αρμόδια

δημόσια οικονομική υπηρεσία (ΔΟΥ) για θεώρηση τα συμφωνητικά που

αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα απ` αυτές

εισοδήματα, στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει, να μη διαφεύγουν

από την προβλεπόμενη γι` αυτά φορολογία με την κατασκευή εκ των υστέρων

ανακριβών φορολογικών στοιχείων και συνακόλουθα να διαπιστώνεται η

πραγματική φοροδοτική ικανότητα των επιτηδευματιών και να επιβάλλεται

το προσήκον φορολογικό βάρος. Ενόψει του επιδιωκόμενου με τη διάταξη

αυτή σκοπού τούτου, δεν καθιερώνεται γενικώς το ανίσχυρο κάθε

συμφωνητικού, δημόσιου ή ιδιωτικού, στο οποίο έχει καταχωριστεί σύμβαση

μεταξύ επιτηδευματιών κατά την έννοια του άρθρου 2 του ΠΔ 186/1992

"Περί Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων" ή μεταξύ εκείνων και τρίτων,

εφόσον τούτο δεν έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα προς θεώρηση στην αρμόδια

ΔΟΥ, αλλά η δυσμενής αυτή συνέπεια ισχύει μόνον έναντι της φορολογικής

αρχής, χωρίς η ακυρότητα να επεκτείνεται μεταξύ των συμβαλλομένων (ΑΠ

735/2001 και 761/2001). Η έννοια αυτή της ερμηνευόμενης διατάξεως

ευρίσκει έρεισμα στο κείμενο αυτής, στο οποίο, εν όψει και του

δηλούμενου στον υπότιτλο αυτής ειδικού φορολογικού σκοπού, αναγκαίως,

για λόγους σαφήνειας, θα γινόταν μνεία ότι η κύρωση της μη τηρήσεως της

παραπάνω διατυπώσεως επιδρά γενικώς και στις μεταξύ των συμβαλλομένων

σχέσεις. Προσθέτως δε αποκλείει την αντίθεση της διατάξεως α)προς το

άρθρο 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος ως προς τη διασφάλιση της

ελεύθερης υπερασπίσεως των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του επιτηδευματία

ενώπιον των δικαστηρίων με τη χρησιμοποίηση του αντίστοιχου εγγράφου

και β)προς τη διασφαλιζόμενη στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή

της αναλογικότητας για τον ίδιο παραπάνω λόγο. Δηλονότι της

διακινδυνεύσεως της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εκ μόνης της

μη τηρήσεως διατυπώσεως που έχει ταχθεί για αποκλειστικό φορολογικό

σκοπό και δεν συνάπτεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την

απονομή της δικαιοσύνης από αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως

προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο έκρινε, ότι είναι

ουσιαστικά βάσιμη η από 12-1-1999 ανακοπή των τώρα αναιρεσιβλήτων με

την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της με αριθμό 19237/1998 διαταγής πληρωμής

του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το λόγο ότι το από

14-7-1993 ιδιωτικό συμφωνητικό εξώδικου συμβιβασμού και κατάργησης

δίκης το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ της τώρα αναιρεσείουσας του τέως

συζύγου αυτής ........ και των αναιρεσιβλήτων και με βάση το

οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, είναι ανίσχυρο, επειδή, αν και

καταρτίσθηκε μεταξύ επιτηδευματιών, δεν θεωρήθηκε από την αρμόδια ΔΟΥ

μέσα στην προθεσμία που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 8 παρ.16 εδαφ.α

Ν. 1882/1990, αλλά στις 22-12-1998, μετά παρέλευση πέντε και πλέον ετών.

Το ανωτέρω όμως συμφωνητικό, με βάση το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη

διαταγή πληρωμής δεν ήταν ανεπίτρεπτο και απαγορευμένο ως αποδεικτικό

μέσο της απαιτήσεως μεταξύ των ήδη διαδίκων, για μόνο το λόγο ότι δεν

είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα στην αρμόδια ΔΟΥ για θεώρηση. Κρίνοντας,

ακολούθως, το Εφετείο ότι το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, που

υποβλήθηκε προς απόδειξη της απαιτήσεως για την έκδοση της διαταγής

πληρωμής δεν αποδείκνυε την απαίτηση ένεκα της προαναφερθείσας

ελλείψεως και με βάση την κρίση του αυτή ακυρώνοντας την διαταγή

πληρωμής, κατά παραδοχή της ανακοπής με βάση το λόγο αυτό, το μεν

παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών

μέσων και ειδικότερα του ιδιωτικού εγγράφου, το δε παρά το νόμο (άρθρα

623 και 624 ΚΠολΔικ) κήρυξε ακυρότητα της διαταγής πληρωμής.

Ωστε είναι βάσιμοι οι περί τούτου λόγοι αναιρέσεως, πρώτος από το

άρθρο 559 αριθ.12, και δεύτερος, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔικ,

κατ? ορθήν εκτίμηση του περιεχομένου του. Κατ` ακολουθία όλων των

προεκτεθέντων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να

παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η

σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ.3

ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 977/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο.

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη της

αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις, την οποία ορίζει στο ποσό

των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2001. Και

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις 4

Δεκεμβρίου 2001.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 735/2001

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: …………………………………………..

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου

2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Κ. Ξ., για να

δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών:...................... Από αυτές οι 1η και 2η

εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χ. Μ. και η 3η

δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Του αναιρεσιβλήτου: ..................................... ο

οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του

Ι. Γ..

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 20-1-1995 αγωγή του ήδη

αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9477/1997 του ίδιου δικαστηρίου και 901/1999

του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των παραπάνω αποφάσεων ζητούν οι

αναιρεσείουσες με την από 23-7-1999 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση

της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι

παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης

Σ. Γ.ς ανέγνωσε την από 5-3-2001 έκθεσή του, με την οποία

εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο

πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών που παραστάθηκαν ζήτησε την παραδοχή

της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της

και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. ξπως προκύπτει από τη 10348Γ/18.10.2000 έκθεση επιδόσεως της

δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών κ. Κ. σε

συνδυασμό προς την από 18.10.2000 απόδειξη παραλαβής εκ μέρους

αξιωματικού του Α.Τ. Ομονοίας αντιγράφου θυροκολλημένου εγγράφου και

προς την από 19.10.2000 βεβαίωση της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας

περί παραδόσεως σε υπάλληλο των ΕΛ.ΤΑ. (Γραφεία ΕΛ.ΤΑ. Αθηνών)

σχετικής ειδοποιήσεως προς ταχυδρόμηση, ακριβές αντίγραφο της υπό

κρίση αιτήσεως αναιρέσεως με τις παρά πόδας πράξη ορισμού της

προκείμενης δικασίμου (19.3.2001) για τη συζήτηση της αιτήσεως και

κλήση για παράσταση κατ? αυτή τη συζήτηση επιδόθηκε εκ μέρους του

αναιρεσιβλήτου νομότυπα στις 18.10.2000 στην τρίτη αναιρεσείουσα.

Συνεπώς η τελευταία, η οποία δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της

αιτήσεως, ούτε υπέβαλε την από το άρθρο 242 ΚΠολΔ δήλωση μη

παραστάσεως, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον αναιρεσίβλητο,

που επισπεύδει τη συζήτηση, και γι? αυτό πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο

576 παρ. 2 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο τούτο να προχωρήσει στη συζήτηση παρά

την απουσία της ως άνω διαδίκου.

ΙΙ. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά εφετειακής

αποφάσεως, που απέρριψε κατ? ουσίαν έφεση κατά πρωτοδικειακής

αποφάσεως, στρέφεται όμως και κατά της ως άνω πρωτοδικειακής

αποφάσεως, που, όπως συνάγεται από τα άρθρα 534, 552 και 553 ΚΠολΔ,

ενσωματώθηκε στην ως ανωτέρω εφετειακή απόφαση. Συνεπώς, καθ? όσο

μέρος στρέφεται κατά της πρωτοδικειακής αποφάσεως είναι απορριπτέα ως

απαράδεκτη.

ΙΙΙ. Ο Ν. 1882/1990 περί μέτρων για την περιστολή της φοροδιαφυγής

στο υπό τον υπότιτλο «Διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον

προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών» άρθρο 8 παρ. 16

ορίζει ότι συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή

τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα ημέρες από

την ημερομηνία καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια δημόσια

οικονομική υπηρεσία (δ.ο.υ.), άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν

κανένα αποτέλεσμα. Περαιτέρω, με το άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 2386/1996

προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο, το οποίο ορίζει ότι

κατ? εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου εδαφίου

που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο κλπ. Με

τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται γενικώς το ανίσχυρο κάθε

συμφωνητικού, δημόσιου ή ιδιωτικού, στο οποίο έχει καταχωριστεί

σύμβαση μεταξύ εμπόρων ή άλλων επιτηδευματιών ή μεταξύ εκείνων και

τρίτων, πλην Δημοσίου κλπ, είτε τούτο, βάσει άλλων διατάξεων, είναι

συστατικό, είτε είναι αποδεικτικό της συμβάσεως, εφόσον τούτο δεν έχει

υποβληθεί εμπρόθεσμα προς θεώρηση στην αρμόδια δ.ο.υ., αλλά η δυσμενής

αυτή συνέπεια ισχύει μόνο έναντι της φορολογικής αρχής. Τούτο δε για

τους ακόλουθους λόγους: Αν το ανίσχυρο ίσχυε έναντι όλων, θα έπρεπε,

λόγω της σπουδαιότητας της θεσπίσεως τούτου ως προοριζόμενου να έχει

επιπτώσεις ακόμη και σε πεδία διαφορετικά εκείνου της φορολογίας, να

γίνεται αντίστοιχη ρητή μνεία στη διάταξη, πράγμα που δεν συμβαίνει.

Πέραν δε τούτου, ως προς τις συμβάσεις, για τις οποίες τα συμφωνητικά

αποτελούν συστατικό τύπο, θα προσετίθετο άλλη μια διατύπωση, δηλαδή

εκείνη της θεωρήσεως από τη δ.ο.υ, η μη τήρηση της οποίας θα οδηγούσε

στην ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων (άρθρο 159 ΑΚ) με συνέπεια την

έντονη διατάραξη του συναλλακτικού βίου, πράγμα το οποίο προφανώς δεν

ήθελε ο νομοθέτης. Ως προς δε τις συμβάσεις, για τις οποίες τα

συμφωνητικά αποτελούν αποδεικτικό τύπο, θα εμφανιζόταν ο νομοθέτης

ανακόλουθος, αφού από τη μια πλευρά κατά κανόνα οι συμβάσεις

αποδεικνύονται στις εμπορικές συναλλαγές με μάρτυρες και δικαστικά

τεκμήρια από τηλεομοιοτυπίες (FAX) ή τηλέτυπα (TELEX)κλπ (άρθρα 394

και 395 ΚΠολΔ) και από την άλλη πλευρά θα αξίωνε για τα ως άνω

συμφωνητικά τη δεσμευτική για όλους πρόσθετη διατύπωση, της θεωρήσεως

τούτων από τη δ.ο.υ., πράγμα άτοπο. Αντίθετα ο σκοπός της από εξέταση

διατάξεως είναι η περιστολή της φοροδιαφυγής και στα πλαίσια αυτά,

αναφορικά με τους επιτηδευματίες ή τους συναλλασσόμενους με εκείνους,

καθιέρωσε τις προαναφερόμενες συνέπειες, έτσι ώστε τα εν λόγω

φορολογούμενα πρόσωπα να μη μπορούν να επικαλεστούν τέτοια συμφωνητικά

προς όφελός τους, π.χ. προς έκπτωση δαπανών από το φορολογητέο

εισόδημά τους, έναντι της φορολογικής αρχής, αν προηγουμένως δεν τα

έχουν εμπροθέσμως υποβάλει προς θεώρηση από αυτή την αρχή. Στην

προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση,

κατ? ορθή εκτίμησή της, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Στις

26.10.1992 καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της πρώτης εναγόμενης και ήδη

αναιρεσείουσας ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, που εταίρους είχε τις

λοιπές εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες, και αφετέρου του ενάγοντος

και ήδη αναιρεσιβλήτου σύμβαση αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους

12.000.000 δραχμών της πρώτης εναγομένης προς τον ενάγοντα,

καταβλητέας μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Καταχωρίστηκε δε η σύμβαση

αυτή σε ιδιωτικό συμφωνητικό με την αυτή χρονολογία, το οποίο όμως

δεν υποβλήθηκε προς θεώρηση στην αρμόδια δ.ο.υ. έλαβε δε υπόψη, πλην

άλλων αποδεικτικών μέσων, και το προμνημονευόμενο συμφωνητικό.

?Εκρινε, τέλος, ότι η αγωγή, κατά τη βάση της εκ της συμβάσεως

αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους, με την οποία επιδιωκόταν να

υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, καθεμία εις

ολόκληρον, το ως άνω ποσό, έπρεπε να γίνει δεκτή κατ? ουσίαν. Υπό αυτά

τα δεδομένα και σύμφωνα με την προδιαλαμβανόμενη διάταξη (του άρθρου 8

παρ. 16 κλπ) το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της λήψεως υπόψη

ανεπίτρεπτου ή ανίσχυρου αποδεικτικού μέσου. Συνεπώς ο από τον αριθ.

11 περ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος, μέρος δεύτερο, λόγος της

αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σ? αυτήν την πλημμέλεια, είναι

αβάσιμος. Ο πρώτος, μέρος πρώτο, λόγος της αναιρέσεως, και πάλι από

τον αριθ.11 περ.α του ίδιου άρθρου, με τον οποίο προβάλλεται ότι το

Εφετείο έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα το από 24-1-1992

ιδιωτικό συμφωνητικό που δεν είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα προς θεώρηση

στην αρμόδια δ.ο.υ. και που ο νόμος και ειδικότερα η προδιαλαμβανόμενη

διάταξη (του άρθρου 8 παρ.16 κλπ) δεν επέτρεπε, πρέπει, για την ίδια

ως ανωτέρω αιτία σχετικά με την ως άνω διάταξη, να απορριφθεί επίσης

ως αβάσιμος. Με τον πρώτο, μέρος τρίτο, λόγο της αναιρέσεως

προβάλλεται ότι το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα δύο

ιδιωτικά συμφωνητικά, υπέπεσε στις πλημμέλειες που στηρίζουν τους από

τους αριθ.1, 12, 13 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναιρέσεως.

Ενόψει του ότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίστανται αυτές

οι πλημμέλειες, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος.

ΙV. Με το δεύτερο, μέρος πρώτο, λόγο της αναιρέσεως, από τον αριθ.11

παρ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται, κατ? ορθή εκτίμησή του, ότι

το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων των

διαδίκων προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του θέματος της συνάψεως και του

περιεχομένου της προαναφερόμενης συμβάσεως αιτιώδους αναγνωρίσεως

χρέους, καίτοι η αξία του αντικειμένου αυτής της συμβάσεως υπερέβαινε

τις 500.000 δραχμές και κατ? αρχήν καθιστούσε τις εν λόγω καταθέσεις

αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει (άρθρο 393 παρ.1 ΚΠολΔ), με

την αιτιολογία ότι υπήρξε αρχή έγγραφης αποδείξεως του ως άνω θέματος

που καθιστούσε κατ? εξαίρεση επιτρεπτά από το νόμο αποδεικτικά μέσα

αυτές τις καταθέσεις (άρθρο 394 παρ.1 στοιχ.α ΚΠολΔ) και που

στηριζόταν στη συνδρομή εγγράφου με αποδεικτική δύναμη, από το

περιεχόμενο του οποίου επιθανολογείτο το ως ανωτέρω θέμα, ήταν δε το

εν λόγω έγγραφο α) το προαναφερόμενο από 26-10-1992 συμφωνητικό ή β)

οι προτάσεις των αναιρεσειουσών της πρωτοβάθμιας δίκης, που περιείχαν

σχετικές ασαφείς και υπεκφεύγουσες απαντήσεις, υπέπεσε στην πλημμέλεια

της λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων, ήτοι των ως άνω καταθέσεων, που

ο νόμος δεν επιτρέπει, διότι, αντίστοιχα, α) το ως ανωτέρω συμφωνητικό

ήταν άκυρο δυνάμει της προδιαλαμβανόμενης διατάξεως (του άρθρου 8

παρ.16 κλπ) και β) οι ως άνω προτάσεις των αναιρεσειουσών δεν

περιείχαν τέτοιες απαντήσεις. Ενόψει του ότι η προδιαλαμβανόμενη

διάταξη (του άρθρου 8 παρ.16 κλπ), όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη

σκέψη της παρούσας αποφάσεως, δεν καθιστά άκυρα τέτοια συμφωνητικά, ο

λόγος αυτός κατά το υπό στοιχείο α ζήτημα του είναι απορριπτέος ως

αβάσιμος. Ενόψει δε του ότι η αιτιολογία του Εφετείου που αναφέρεται

σ? αυτόν το λόγο κατά το υπό στοιχείο β?τμήμα του είναι επάλληλη της

αιτιολογίας που αναφέρεται στον ίδιο λόγο κατά το υπό στοιχείο α

τμήμα του, η οποία στηρίζει αυτοτελώς και επαρκώς το διατακτικό της

αποφάσεως, ο λόγος αυτός κατά το υπό στοιχείο β? τμήμα του είναι

απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής. Με τον δεύτερο, μέρος δεύτερο,

λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Εφετείο υπέπεσε σε πλημμέλειες

παραβιάσεως του νόμου που αφορά τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και

το βάρος της αποδείξεως και ειδικότερα στις πλημμέλειες που στηρίζουν

τους από τους αριθ.1, 12, 13, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους

αναιρέσεως. Ενόψει του ότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι

συνίστανται αυτές οι πλημμέλειες, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως

αόριστος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23 Ιουλίου 1999 αίτηση της εταιρίας

.....................για αναίρεση της 9477/1997 αποφάσεως του

Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της 901/1999 αποφάσεως του Εφετείου

Αθηνών. Και.

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη του

αναιρεσιβλήτου εκ δραχμών διακοσίων ογδόντα χιλιάδων (280.000).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2001 και

δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Μαϊου

2001.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 761 /2001

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: ……………………………………………………

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου

2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Κω. Ξ. για να

δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: .......................... Εκπροσωπήθηκε από τον

πληρεξούσιο δικηγόρο του Φ. Κ..

Της αναιρεσίβλητης:.............................. η οποία

εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φ. Α..

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 4-1-1997 αγωγή της ήδη

αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 120/1999, η οποία διέταξε επανάληψη της

συζήτησης προκειμένου να προσκομισθούν τα εις αυτήν αναφερόμενα

πιστοποιητικά και 149/2000 του ίδιου δικαστηρίου. Την αναίρεση της

τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-5-2000 αίτησή

του.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το

πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο

Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Γεωργίλης ανέγνωσε την από 5-3-2001

έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης

αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την

παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την

απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική

δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.16 του Ν. 1882/1990 ?Μέτρα

για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και

έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις?, συμφωνητικά που καταρτίζονται

μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή θεωρούνται,

μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία καταρτίσεως και υπογραφής,

από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα

έννομο αποτέλεσμα. Περαιτέρω με το άρθρο 8 παρ.2 του Ν.2386/1996,

προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο, το οποίο ορίζει ότι

κατ? εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου εδαφίου

που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο κλπ. Η

διάταξη αυτή, στα πλαίσια των μέτρων που ο προαναφερόμενος νόμος

θεσπίζει για την περιστολή της φοροδιαφυγής, υποχρεώνει τους

επιτηδευματίες που συναλλάσσονται μεταξύ τους ή με τρίτους να

υποβάλλουν στην αρμόδια δημόσια υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) για θεώρηση τα

συμφωνητικά που αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα

από αυτές εισοδήματα, στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει, να μη

διαφεύγουν από την προβλεπόμενη γι? αυτά φορολογία. Τούτο προκύπτει,

όχι μόνο από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης, αλλά και από

τον υπότιτλο του άρθρου, στο οποίο αυτή είναι ενταγμένη (?Διαδικασία

υποβολής στοιχείων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των

επιτηδευματιών?). Ενόψει του επιδιωκόμενου με τη διάταξη αυτή σκοπού,

η ως άνω κύρωση πρέπει, παρά τη γενικότητα, με την οποία διατυπώνεται,

να περιοριστεί σε μόνα τα συμφωνητικά που αφορούν συναλλαγές ανάμεσα

σε επιτηδευματίες ή ανάμεσα σε αυτούς και τρίτους, από τις οποίες

πηγάζουν φορολογητέα εισοδήματα των επιτηδευματιών τούτων και μόνο

έναντι της φορολογικής αρχής, χωρίς η ακυρότητα να επεκτείνεται

μεταξύ των συμβαλλομένων. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο της

ουσίας, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή της

αναιρεσίβλητης κατά του αναιρεσείοντος για την πληρωμή αποζημίωσης

λόγω ρυμοτομίας ακινήτου του δικαιούχου συζύγου της, ο οποίος, πριν

από το θάνατό του, της είχε εκχωρήσει με ιδιωτικό συμφωνητικό τη

σχετική αξίωσή του κατά του αναιρεσείοντος Δήμου Πατρέων, έκρινε

έγκυρο και ισχυρό το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό της εκχώρησης, μολονότι

δεν είχε υποβληθεί για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., δεν παραβίασε την

ανωτέρω διάταξη ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 8 παρ.16 Ν.1882/1990),

αφού, με βάση τα δεκτά γενόμενα από το Δικαστήριο, το επίμαχο ιδιωτικό

συμφωνητικό εκχώρησης δεν αφορούσε ?συναλλαγή? σε κάθε δε περίπτωση η

παράλειψη θεώρησής του δεν επιδρά στο μεταξύ των μερών κύρος του.

Επομένως ο αντίθετος από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της

αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Επειδή, ενόψει των όσων αναπτύσσονται ανωτέρω, το αναφερόμενο σ?

αυτή ιδιωτικό συμφωνητικό εκχώρησης δεν ήταν ανεπίτρεπτο και

απαγορευμένο ως αποδεικτικό μέσο, για μόνο το λόγο ότι δεν είχε

υποβληθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για θεώρηση. Επομένως το Δικαστήριο, το

οποίο, ύστερα από επίκληση και προσκόμισή του από την αναιρεσίβλητη

προς απόδειξη της νομιμοποίησής της κατά του αναιρεσείοντος Δήμου, δεν

υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.11 περ. α? ΚΠολΔ και είναι

αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων

υποστηρίζει το αντίθετο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12.5.2000 αίτηση του .................. για

αναίρεση της απόφασης 149/2000 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της

αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δραχμές τριακόσιες σαράντα

χιλιάδες (340.000).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαϊου 2001, και

δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του στις 14 Μαϊου 2001.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΤΑ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΑ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΙΩΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΟΒΛΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ 2 ΜΕΡΗ Η ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ?

ΣΕ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΜΕΤΑΞΥ 2 ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ( ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ) ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ ΟΤΙ ΤΟ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΣΤΗ ΔΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΔΙΝΕΙ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΩΛΗΣΕΩΝ

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 2 years later...

πλέον τα ιδιωτικά συμφωνητικα εκχωρησης απαιτήσεων μεταξυ επιτηδευματιών κατατίθενται ηλεκτρονικά?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Πλέον και τα ιδιωτικά συμφωνητικα εκχώρησης απαιτήσεων μεταξυ επιτηδευματιών κατατίθενται ηλεκτρονικά στο τρίμηνο?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 1 month later...

Πλέον και τα ιδιωτικά συμφωνητικα εκχώρησης απαιτήσεων μεταξυ επιτηδευματιών κατατίθενται ηλεκτρονικά στο τρίμηνο?

Mήπως κάποιος συνάδελφος γνωρίζει;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 4 months later...

Τα ιδιωτικά συμφωνητικά εκχώρησης απαιτήσεων μετά από επικοινωνία με το υπουργείο, κατατίθονται εντός 5 ημερών από την σύναψη τους και μάλιστα στην εφορια πληρώνοντας και χαρτόσημο.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • Πλοηγούταν πρόσφατα   0 μέλη

    • Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένοι χρήστες που να βλέπουν αυτή τη σελίδα.
×
×
  • Δημιουργία νέου...